Χωρίς τίτλο




Μες του μυαλού μου το χαμό
κάνω τον ίδιο συνειρμό
πως θα'ταν η ζωή χωρίς εσένα

Κάνω σκέψεις τρομερές
πως τάχα είναι οδυνηρές
οι μέρες μου στα ξένα

Δεν θέλω τίποτ' άλλο πια
μον'από σένα μια ματιά
μια σκέψυ μια κουβέντα

Να ξέρεις θέλω να στο πω
σαν Παναγία σ'αγαπώ
μες την καρδιά μου σ'εχω.

stratosg

Πες μου πως...


Πως μπορεί ένας άνθρωπος να σε πεθάνει και να σε αναστήσει ταυτόχρονα; Πως μπορεί να κάνει την καθημερινότητά σου να μοιάζει με γιορτινή μέρα; Πως μπορεί να σε κάνει να χαμογελάς και να πετάς στα σύννεφα όταν για κάποιο λόγο θέλει να μοιραστεί την έμπνευσή του; Μόλις έκλεισα το κινητό και ακόμη ηχεί στ'αυτιά μου η φωνή του που για άλλο λόγο τηλεφώνησε κι αλλιώς εξελίχθηκε η κουβέντα μας. Του είπα χαρούμενη για το βραβείο των bloggers και του παραπονέθηκα που δεν μπαίνει να γράψει κι αυτός κάποιο κείμενο. Μου εξήγησε για άλλη μια φορά πως δεν μπορεί και τους λόγους που δεν μπορεί: όταν ο υπολογιστής στην δουλειά είναι κοινόχρηστος δεν γίνεται να κάνει πράγματα που θέλει. Και πάντα όταν γίνεται κουβέντα έρχεται στο μυαλό του η συνήθης εικόνα: να'χει ένα laptop να βρίσκεται μακριά απ'την οικογένειά του, για να κάτσει να γράψει όλα όσα δεν μπόρεσε να εκφράσει με λόγια και να τα βάλει στο blog. Είμαι σίγουρη όμως ότι με την πρώτη ευκαιρία θα το κάνει. Άφησα την σκέψη μου να προσπεράσει και συνεχίσα να του λέω πως προέκυψε το βραβείο. Χαμογέλασε και του άρεσε:
- Αν σου πω ότι σήμερα πρωί μου'ρθε μια ιδέα κάπως τρελή;
- Τι ιδέα;
- Πέτυχα στην τράπεζα τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και σκέφτομουν να μας έγραφε ένα στιχάκι μόνο και να το μελοποιούσε και να το αφιέρωνε στο blog για την ιστορία μας, για μας του δύο!
- Ωραία ιδέα, αλλά δεν νομίζω ότι ο Ακίνοος θα ασχολιόταν με κάτι που θα του ήταν αδιάφορο.
- Μην το λες. Ποτέ δεν ξέρεις πως πέρνει ο άλλος μια ιδέα.
- Πάντως ωραία σκέψη.
- Έτσι σκεφτόμουν σήμερα το πρωί!
Και ξαφνικά με κάνει να νιώθω σαν μια μικρή όαση στην καθημερινότητά του: να τρέχει για την δουλειά, να τρέχει για τα παιδιά του, για την γυναίκα του, για όλους. Να εισπράττει την απαξίωση αρκετές φορές, τις γκρίνιες, τις αντιξοότητες της οικογενειακής ζωής κι αυτός να κάνει υπομονή γιατί έτσι πρέπει και γιατί αυτόν τον δρόμο επέλεξε, όπως όλος ο κόσμος. Νιώθω σαν μικρή όαση γιατί μου αρέσει να τον ξαφνιάζω με διάφορα μέχρι να τον ακούσω να χαμογελάσει και να συνεχίσει πιο δυναμικά την καθημερινότητα του και να αγαπάει ακόμη περισσότερο τα παιδιά του και την γυναίκα του. Γιατί μου αρέσει να τον ακούω να χαμογελάει, όταν με ξαφνιάζει με ιδέες κι όνειρα απραγματοποίητα και κατ'επέκταση να μου δίνει ζωή, για να χαμογελάω κι εγώ στον δικό μου σύντροφο. Κι ενώ περίμενα να κλείσουμε την κουβέντα μας κάπου εδώ, εκείνος συνέχισε:
- Στενογραφία ξέρεις;
- Όχι! Γραφομηχανή έμαθα να πληκτρολογώ. Δεν πρόλαβαν να μου δείξουν στενογραφία.
- Πάρε χαρτί και γράφε.
- Τι να γράψω;
- Επειδή αυτό τον καιρό είμαι κάπως...
- Συμβαίνει κάτι; Πες μου! Ανησυχώ...
- Όχι ρε συ! Απλά δεν ξέρω, είμαι κάπως ! Ο καιρός μάλλον με ψυχοπλακώνει... Κι επειδή όπως είπα είμαι κάπως, κάθομαι και γράφω...
- Τι γράφεις;
- Γράφε...
Και μου αραδιάζει στίχους. Δεν ξέρω αν θέλω να κλάψω ή να πετάξω απ'την χαρά μου ταυτόχρονα. Δεν ξέρω αν το μολύβι μπορεί να κάνει μαγικά για να αφουγκραστεί και γράψει από μόνο του όλα όσα ακούω απ'την φωνή του στο τηλέφωνο.


Πες μου στου τηλεφώνου την γραμμή
σε θέλω μα δεν σ'έχω
πες μου για την παθιάρα την φωνή
μες το μυαλό μου σ'έχω

Πες μου πως γίνεται μαζί
να νιώθουμε τα πάντα
σε πέρνω στο τηλέφωνο
άντε μωρό μου απάντα

Πες μου εάν μπορώ
να σ'έχω στο μυαλό
καρδούλα μου για πάντα


- Θα με πεθάνεις εσύ! Του λέω και το μυαλό μου χαίρεται ασύστολα!
- Και που'σαι ακόμα! Μου απαντά.
Και συνεχίζει να μου αραδιάζει στίχους που είναι βγαλμένοι απ'την καρδιά του:


Όπου βρεθώ όπου σταθώ
εσένα έχω στο μυαλό
νιώθω πως είμαι εγώ μαζί σου
πως με ζαλίζει το φιλί σου

Τρελά ποθώ την αγγαλιά σου
να γίνω πατέρας στα παιδιά σου
σε θέλω δική μου το πρωί
μου δίνεις ανάσα και πνοή

- Γιατί μου τα λες τώρα και δεν μου τα έλεγες όταν έπρεπε;
- Έλα ντε!
- Γιατί δεν μου τα έλεγες μερικά χρόνια πριν και μου τα λες τώρα;
Το γέλιο του και η κρυφή του "εξομολόγηση" μου έδιναν την ίδια απάντηση: "γιατί είναι ο μόνος ο τρόπος για να είμαστε για πάντα μαζί". Γιατί οι σχέσεις ζωής έρχονται και παρέρχονται, ενώ οι σχέσεις καρδιάς μένουν αιώνια μαζί κι αξεπέραστες!".

Ένα γλυκό σου χάδι
θα'ναι Θεού σημάδι
θα'ναι Θεού εντολή
να'χω το δικό σου το φιλί


- Που τα βρήκες αυτά; Τον ρώτησα γιατί δεν ήθελα να πιστέψω πως ήταν δικά του τα στιχάκια.
- Μα σου είπα. Δικά μου είναι.
Και τον πίστεψα. Γιατί η καρδιά μου πάντα τον πίστευε. κι απ'την ώρα που κλείσαμε το τηλέφωνο μέχρι τώρα που σημειώνω ότι μου συνέβη σήμερα έτσι ξαφνικά, το χαμόγελο μου δεν λέει να ξεκαρφωθεί απ'το πρόσωπο. Μουντή η μέρα έξω κι ένας ήλιος που χαμογελά με το ζόρι, αλλά για μένα είναι αυτό που λέμε συνήθως: "η καλή μέρα απ'το πρωί φαίνεται"!


Αφιερωμένο στον "Στράτο" της καρδιά μου:

Έρωτας στα σύννεφα


..... - Μην λες ευχαριστώ. Πάρε ότι σου δίνω γιατί το αξίζεις. Και εμένα μου αρκούν αυτά που μου δίνεις, γιατί είναι κομμάτια από τον εαυτό σου.
- Τ’ αξίζω; Μα πώς; Και όλα αυτά που έμειναν πίσω μου;
- Είναι όμως μέσα στην καρδιά σου. Δέξου μόνο αυτό, και μένα άφησε με να σ’ αγαπώ, γιατί είσαι ότι πιο όμορφο έχω.
- Τέλος πάντων. Ας μη σκέφτομαι τίποτα τώρα. Τώρα είσαι μόνο εσύ. Μόνο εσύ και εγώ.
- Κάτι ξέχασες. Εσύ, εγώ και η αγάπη ΜΑΣ. Άλλωστε είναι καλοκαίρι. Το καλοκαίρι της ζωής μας. Και ο ήλιος είναι συνέχεια από πάνω μας.  ....

.... - Η ελευθερία είναι μέσα μας μικρό μου. Σημασία έχει ότι κάποια στιγμή την είδες. Κι έτσι όπου κι αν βρίσκεσαι θα μπορείς να σέβεσαι περισσότερο τον εαυτό σου, ακριβώς επειδή τον άφησες να νιώσει έτσι.
- Ίσως το συνηθίσω. Το χειρότερο είναι που μ’ έμαθες να κάνω όνειρα. Εσύ μ’ έφτιαξες για να είμαστε μαζί. Μ’ έφτιαξες όμορφο, γελαστό, εγκάρδιο, γεμάτο ζωή. Μ’ έκανες καλύτερο. Κι όλα αυτά θα χαθούν.
- Τίποτα δεν θα χαθεί. Γιατί όλα τα είχες. Αλλά δεν τα έβλεπες. Και χαίρομαι που βοήθησα να τα δεις. Αυτά άλλωστε με φέρανε κοντά σου.
- Τα όνειρα ήσουν εσύ. Ναι. Θα ξαναγυρίσω εκεί που με βρήκες. Θα έχω περισσότερη σοφία, περισσότερη ωριμότητα. Θα λείπουν μόνο τα όνειρα και οι ελπίδες για τον δικό μας κόσμο. ....


Πολλές φορές σκέφτομαι ότι η ιστορία μου δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο ή κάτι το σημαντικό, όμως έρχονται οι στιγμές που κάποιοι blog-φίλοι μου, μου αποδεικνύουν και μου υπενθυμίζουν πως η ιστορία μου μέσα στην απλότητα και καθημερινότητα της, κρύβει μιαν αγάπη που πολλές φορές αποτελεί έμπνευση. Έτσι λοιπόν η "Έτσι Απλά" Μαρία έκανε μια όμορφη ανάρτηση από ένα βιβλιαράκι που όλο το κείμενο του είναι σαν να κρύβει την ιστορία της Μαρίνας και του Στράτου. Διαβάστε όλο το κείμενο ε δ ώ.


Μαρία σ'ευχαριστώ!




=================================




Και μιας και οι εμπνεύσεις ανάμεσα στους blog-φίλους επιβραβεύονται, θα ήθελα κι εγώ να το χαρίσω και να το αφιερώσω:

1. Στην Μαρία του "Έτσι Απλά"
2. Στην Σουζάνα του "Ίρις"
3. Στον dim_juanegro του "Φτου & Βγαίνω"
4. Στον Γιώργο του "ab-see" &
5. Στον Λάκη Φουρουκλά με το ομώνυμο blog του.

Όλοι σας λίγο-πολύ μου δώσατε και μου δίνετε εικόνες που είχα ξεχασμένες και που πολλές φορές αυτές αποτελούν την έμπνευση για να γράψω κάτι καινούριο. Βέβαια όχι στην συχνότητα που άρχισα να γράφω την ιστορία και να παραθέτω τα κεφάλαια. Σας ευχαριστώ που η δική μου ιστορία κάτι σας θυμίζει, κάτι σας εμπνέει και που με την συμμετοχή σας με κάνετε καλύτερη κάθε φορά.

Θα ήθελα να ξεχωρίσω πολλούς ακόμη blog-φίλους μου, αλλά αυτό θα το κάνω άλλη φορά κι όταν θα υπάρχει μεγαλύτερο blog-δέσιμο μεταξύ μας.

Σας ευχαριστώ!

Κρυψώνα



To μοιράστηκε μαζί μου σε ένα του σχόλιο ο dim_juanegro. Το βρήκα όμορφο να το μοιραστώ με όλους σας όπως και την μελωδία του. Τον ευχαριστώ!



Έχω κρατήσει μια κρυψώνα μυστική
ένα άδειο σπίτι βυθισμένο στην σιωπή
που μπαίνει ο αέρας σαν ανάσα-ουρλιαχτό
και όταν βγαίνει είναι αθάνατο νερό

έχω κρατήσει μια κρυψώνα σκοτεινή
έναν απύθμενο ουρανό σε μια αστραπή
φωτίζει βλέμματα ταράζει τις ψυχές
και όταν σβήνει κάνει αύριο το χθες

έχω κρατήσει μια κρυψώνα ενεργή
ένα ηφαίστειο που σπέρνει με βροχή
και κάνει στόματα να ανοίγουν για να πιουν
το πεταχτό φιλί ζωής που επιθυμούν

θέλω να μπω στον κόσμο σου απόψε
και να κρυφτώ…
λάτρεψε, ράψε, κόψε

θέλω να βγω στον κόσμο σου απόψε
και να κρυφτώ…
λάτρεψε, ράψε, κόψε...


Σ' αγαπώ απελπισμένα



Κείμενο του Λάκη Φουρουκλά:

Εκείνο που από την αρχή πιότερο την εξέπληξε ήταν η ηρεμία του, που έμοιαζε ν’ αγγίζει τα όρια της αναισθησίας. Αλλά, όχι, δεν ήταν αναίσθητος, κι αυτό το είχε ήδη αποδείξει, γαλήνιος ήταν. Και η γαλήνη που διέτρεχε την ύπαρξή του όλη ήταν τόσο απτή, τόσο εκκωφαντική, που θα μπορούσε να σου σπάσει τα νεύρα. Α, ήταν και φευγάτος πολύ. Φευγάτος, μα εξολοκλήρου εκεί. Όλος ένα μυστήριο.
Περπατούσανε για ώρα σιωπηλοί. Δε τη ρωτούσε τίποτα, δεν έψαχνε να βρει καμία απάντηση στα ερωτηματικά που μέχρι τώρα όφειλαν να καρπίσουν μέσα του. Μάλλον δεν ενδιαφερόταν καθόλου να μάθει πώς βρέθηκε ένα βράδυ Σαββάτου-ξημέρωμα Κυριακής σ’ ένα πάρκο, μόνη και δακρυσμένη. Ή τουλάχιστον έτσι εκείνη πίστευε τότε, αφού όπως θα της ομολογούσε αργότερα, απλά την άφηνε να επιλέξει κατά πόσο ήθελε να του μιλήσει ή όχι. Δεν ήθελε να βιάσει τις απαντήσεις της. Έτσι κι αλλιώς το λόγο τον είχε μαντέψει, οπότε δεν παρέμεναν παρά μονάχα οι λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες που δεν του έκανε το χατίρι ή την τιμή να του της πει, αφού λόγω της τότε φτωχής της πίστης στους ανθρώπους, δε θα μπορούσε να μιλήσει ποτέ σε κάποιον άγνωστο γι’ αυτά που τυραννάνε το μέσα της – όχι πως μπορεί τώρα, αλλά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
Συνέχισαν, λοιπόν, σχεδόν αμίλητοι να διασχίζουν μαζί και μόνοι, βήμα το βήμα, τη δίχως συγκεκριμένο προορισμό διαδρομή τους, κλέβοντας φευγαλέες ματιές και σιωπές, και νοτισμένες ανάσες ο ένας απ’ τον άλλο.
Δεν ξέρει, δε θυμάται ακριβώς πόσο κράτησε εκείνη η βόλτα. Όπως δεν ήξερε τότε πόσα πολλά θα σήμαινε για κείνη κάποια μέρα. Αφού κάποτε, στο άμεσο μέλλον μάλιστα, θα της άνοιγε τις πύλες σε μια νέα ζωή. Σε μια ζωή γιομάτη τρυφερότητα και αλήθεια, συγκρούσεις και φιλιώματα, έρωτα και αποστροφή.
Τώρα, κλείνει τα μάτια της σφικτά και τους ζωγραφίζει με μαεστρία πολλή στον καμβά του αναπόφευκτου χθες. Τους ζωγραφίζει να περπατάνε, γνωστοί και ξένοι μαζί, στους δρόμους της παλιάς πόλης. Αφουγκράζεται τους ήχους της μέρας που ξυπνά, της νύχτας που ξεψυχά και το μέσα της γεμίζει ολόκληρο με τα χρώματα της ρόδινης αυγής και της ζεστής απρόσμενής του παρουσίας.
Όχι, δεν ήταν εκείνη η πιο ευτυχισμένη νύχτα-μέρα της ζωή της, αλλά να, ίσως να ήτανε τελικά η πιο σημαντική. Ήταν η αρχή. Η αρχή που θα την ακολουθούσαν πολλά τέλη. Η αρχή για τα πάντα και για το τίποτα. το τίποτα που τώρα ζει.
"Όταν βρίσκομαι μακριά, είμαι πιο πολύ κοντά σου από ποτέ", της είπε κάποια φορά προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις τάσεις φυγής του, την ανάγκη του για συνεχή ταξίδια. Αν δε μου λείπεις δε θα μπορώ να σ’ αγαπώ όπως σου πρέπει, σαν το ιδανικό μου. Κι αυτή τώρα έτσι ακριβώς νιώθει, πιο πολύ κοντά του παρά ποτέ, έτσι όπως συνοδεύει αμετάκλητα τον ύπνο και τον ξύπνιο της, έτσι όπως αναδύεται γαλήνιος, οργισμένος, πεισματάρης και τρυφερός μέσα από τις αναμνήσεις της.
Μετανιώνει. Μετανιώνει πικρά που τον έδιωξε, που της έφυγε, αλλά μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει. Αλλά, έπρεπε; Δεν είναι καθόλου σίγουρη γι’ αυτό, κι ας επιμένει εκείνος μέσα από τα γράμματά του ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο, και πώς είναι καλύτερος ο πόνος του χωρισμού από τον καθημερινό θάνατο της ζωής, και άλλες ατάκες.
Πολλές φορές το κεφάλι της παίρνει να θολώνει και συλλαμβάνει τον εαυτό της κάπου να τον μισεί, να τον απεχθάνεται, αλλά αμέσως μετά καθαρίζει ο νοητός της ουρανός, η ηρεμία -έστω κι απρόσκλητη- επανέρχεται, και τότε τον αγαπά και πάλι. Τον αγαπά με πάθος νωχελικό επειδή τη βοήθησε να βρει το δρόμο το δικό της, κι ύστερα χάθηκε -κι ας είναι εκεί έξω-, έσβησε σαν περαστική σκιά απ’ τη ζωή της.
Τώρα, βάζει συχνά σκληρά ερωτήματα στον εαυτό της, τον καταταλαιπωρεί. Τι θα έκανε αν δεν τον γνώριζε;  Στ’ αλήθεια, τι;  Ποια θα ήταν;  Πού θα πήγαινε;



συνεχίζεται εδώ

Μια εικόνα χίλιες λέξεις



Και ξάφνου οι αναμνήσεις ξεπήδησαν και πάλι! Δεν ήταν κάτι που είχα προγραμματίσει. Δεν μου αρέσει άλλωστε να σκαλίζω μνήμες απ'το παρελθόν θελημένα. Ότι έρχεται είναι εντελώς ξαφνικά και συνήθως από σύμπτωση. Και οι αναμνήσεις τον τελευταίο καιρό με επισκέπτονται συχνά. Απρόσκλητες. Ούτε καν χτυπάνε την πόρτα. Εισβάλουν και με ξαφνιάζουν. Με σκιάζουν καμιά φορά, αλλά στην συνέχεια πάντα αφήνουν ένα χαμόγελο πότε αχνό και πότε έντονο, να διαγράφεται στο πρόσωπο. Είχα κατέβει στο υπόγειο να ψάξω να βρω τι βιβλία έχω παραπεταμένα. Έχω αρχίσει να φτιάχνω λίστα με τους τίτλους για να ξέρω τι έχω. Όποτε με βγάλει ο δρόμος θα μπω στο βιβλιοπωλείο που αγοράζω τα βιβλία που διαβάζω και δεν θέλω να βρεθεί στην κατοχή μου διπλός τίτλος επειδή εμένα απλά μου διέφυγε. Στο υπόγειο επικρατεί μια ακαταστασία. Εκεί που το τακτοποιώ και βάζω τα πράγματα σε μια σειρά και ανοίγει ο χώρος, έρχονται οι γονείς μου ψάχνουν συνήθως τα δικά τους, ανακατεύουν τα δικά μου και ξανά τα ίδια. Εκεί στην ακαταστασία και προσπαθώντας να βάλω σε ένα τραπεζάκι επάνω κάτι σακούλες απορριμάτων με δικά μου πράγματα που ήταν πιο βολικές απ'την χαρτοκούτα, η μία απ'αυτές σκίζεται και πέφτουν ένα μεταλλικό ασημένιο organizer που ήταν δώρο με κάποιο άρωμα και που ποτέ δεν χρησιμοποίησα (το organizer όχι το άρωμα) και μαζί με αυτό σκορπίζονται κάποιες ξεχασμένες φωτογραφίες και που είχα βαλθεί να τις αναζητώ από καιρό. Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη:
- Κοίτα που τις έχω πετάξει! 
Είπα φωναχτά τη σκέψη μου! Εγώ κι ο γυμναστής μου στον Παρνασό στα χιόνια, όλοι οι του γυμναστηρίου να προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τις οδηγίες του γυμναστή μπας και μάθουμε σκι, εγώ κι η Χριστίνα με τον εξοπλισμό του σκι, εγώ να παίζω με τα μπατόν και να πέρνω μια σκερτσόζικη πόζα στον φακό... Και τι αναμνήσεις Θέε μου! Πόσο ήθελα να κάνω σκι! Ο Δημήτρης ο γυμναστής μας είχε αγανακτήσει με εμένα και την Χριστίνα γιατί ήμασταν ανεπίδεκτες μαθήσεως. Μας βαρέθηκε ο άνθρωπος και πήγε να δώσει οδηγίες στους άλλους που είχαν όρεξη να μάθουν και που τουλάχιστον ήξεραν κάπως να τσουλάνε τα πέδιλα του σκι στο χιόνι. Τούμπα! Άντε πάνω πάλι! Και ξανά τούμπα! Χαχανητά για την προσπάθεια. Ξανά τούμπα! Τα πέδιλα να μην λένε να σταυρωθούν για να μπορώ να σταματήσω την επόμενη τούμπα! Και δως του γέλια. Κι ο Δημήτρης από μακριά να χαμογελά για την προσπάθεια μου κι η Χριστίνα να νευριάζει που το διασκέδαζα.
- Δεν είναι κατάσταση αυτή. Εσύ γελάς και το διασκεδάζεις, ο αδερφός μου αμέσως έμαθε να κάνει σκι και τράβηξε επάνω στην πλαγιά να κάνει μια κάθοδο κι εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Κι είναι ασήκωτες αυτές οι μπότες! Γκρίνιαζε συνεχώς η Χριστίνα θυμάμαι.
- Ρε Χριστινάκι μάθε να τρως τούμπες όπως κάνω εγώ κι έπειτα θα μάθουμε να τσουλάμε με τα πέδιλα.
- Άει στο διάολο Μαρίνα!
Και "χα χα χα χα" εγώ που η Χριστίνα δεν έλεγε να το διασκεδάσει! Κι απ'τα χιόνια στο καλοκαίρι. Η εποχή στις παραπεταμένες στο υπόγειο φωτογραφίες άλλαξε. Καλοκαίρι. Καλοκαίρι του '95. Ναι! Εκείνη η εκδρομή! Εκείνο το Σαββατοκύριακο της εξομολόγησης καθαρά από παρεξήγηση! Πόσες φορές αλήθεια μπορεί μια παρεξήγηση να δώσει μια αναπάντεχη απάντηση στις απορίες της καρδιάς; Ακόμη ηχεί στ'αυτιά μου εκείνο το "σ'αγαπώ" και που εγώ δεν ήθελα να του δώσω άλλη ερμηνεία γιατί η διάθεσή μου είχε γίνει σκατά επειδή εκείνος παρέξηγησε απλά την επιθυμία μου να ακούσουμε μουσική στο αυτοκίνητό του όσο ο αδερφός μου ετοιμαζόταν για την βραδυνή έξοδό μας!
Ο Στράτος κι ο Γιάννης αγκαλιασμένοι σαν καλοί φίλοι να παίζουν στον φακό μπροστά, ο Στράτος κι εγώ σφιχταγκαλιασμένοι (τέτοιο σφίξιμο δεν είχα νιώσει ποτέ άλλη φορά), οι τρεις με τον Στράτο στην μέση να έχει περασμένα τα χέρια του στους ώμους τους δικούς μου και του αδερφού μου! Και πόσο αλλαγμένοι ήμαστε πια. Τότε τα πρόσωπά μας έλαμπαν απ'την νιότη της ηλικίας μας και τώρα με μια 15αριά χρόνια στην πλάτη δείχνουμε εντελώς διαφορετικοί. Κι ο καθένας να τραβάει τον δικό του δρόμο στην ζωή. Κι αυτό που έμεινε ζωντανό από αυτή την παρέα των τριών μας είναι μόνο εγώ κι ο Στράτος. O αδερφός μου αποστασιοποιήθηκε απ'την φιλία του με τον Στράτο, από μια παρεξήγηση. Όμως... Στα κατοπινά τα χρόνια αυτός που ήρθε αλλαγμένος ήταν ο Γιάννης. Δεν ήταν πια εκείνο το συνεσταλμένο παιδί που σεβόταν τους φίλους του και υποχωρούσε γιατί ήξερε τι καπνό φουμάρουν. Όταν τελείωσε με τις σπουδές και τον στρατό κι επέστρεψε πια στο σπίτι δεν ήταν πια ο ίδιος. Απαιτούσε το 100% της φιλίας και δεν δεχόταν την όποια επιπολαιότητα έκανε κάποιος. Άντε να συμβιβαστεί ο άλλος. Κι ο Στράτος ήταν επιπόλαιος. Κράτησε τον χαρακτήρα του ανέμελου παιδιού κι αυτό δεν μπορούσε ο αδερφός μου να το δεχτεί. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν σε ένα πεδίο μάχης και προσπαθούσα κάθε φορά να ισορροπώ την μεταξύ τους κατάσταση. Κι αυτός που υποχωρούσε πάντα ήταν ο Στράτος. Γιατί έτσι ήταν ο χαρακτήρας του. Ο Γιάννης πάντα ήταν ο φίλος που τον στήριζε στα δύσκολα όταν βρισκόντουσαν και κουβέντιαζαν σαν άντρα προς άντρα. Ποτέ δεν κατάλαβα τελικά τι ήταν αυτό που στο βάθος δεν συγχώρεισε ποτέ ο Γιάννης στον Στράτο κι αποφάσισε να του πει "τέλος".

Η αφορμή στάθηκε η παρουσία του Στράτου στον γάμο του αδερφού μου. Ο γάμος γινόταν στο Ναύπλιο και οι γονείς μας είχαν βάλει λεοφωρείο για την μεταφορά των συγγενών και των φίλων. Ο Στράτος για δικούς του λόγους, είχε προειδοποιήσει τον Γιάννη ότι δεν θα ερχόταν. Ο Γιάννης δεν δεχόταν κουβέντα:
- Αν είσαι φίλος και σωστός τότε θα έρθεις στον γάμο μου.
- Μα σου λέω ότι δεν μπορώ να φύγω γιατί δεν μου δίνουν άδεια απ'την δουλειά. Ο μαλάκας [το αφεντικό του Στράτου, στα έπιπλα κουζίνας που εργαζόταν] μου'χει κλείσει ραντεβού για μέτρα και όλοι οι άλλοι που ίσως με αντικαθιστούσαν λείπουν με άδεια. Τι δεν καταλαβαίνεις σε αυτό που σου λέω; Νομίζεις ότι δεν θέλω να είμαι στον γάμο του καλύτερού μου φίλου; Τι μου λες τώρα!
- Δεν ακούω κουβέντα. Εγώ θα περιμένω να σε δω στον γάμο μου!
Δεν άκουγε αρνητική κουβέντα ο Γιάννης κι ούτε μια δικαιολογία. Τον καταλάβαινα. Οι φίλοι φαίνονται στα δυσάρεστα και στα ευχάριστα. Καταλάβαινα και τον Στράτο. Ήθελε να είναι στον γάμο, αυτό ήταν το σίγουρο, αλλά στα τέλη Ιουλίου όλος ο κόσμος έλειπε με άδεια κι ο Στράτος είχε μείνει πίσω να καλύπτει τα κενά στην δουλειά του. Πως να φύγει και ποιόν να αφήσει στην θέση του και μάλιστα Σάββατο -που θα γινόταν άλλωστε ο γάμος- που δεν υπήρχε κανένας που να μπορεί να τον εξυπηρετήσει; Που τα ραντεβού τα περισσότερα ήταν στα εξοχικά των πελατών και που είχαν βρει να κλείσουν τα ραντεβού με την ευκαιρία των αδειών τους που τις άλλες μέρες δεν μπορούσαν κι εκείνοι λόγω εργασίας! Κι ο Γιάννης δεν ήθελε να το δεχτεί:
- Γυναίκα μου μυρίζει. Κάποια τον σέρνει απ'την μύτη και δεν τον αφήνει! Μου έλεγε και μου ξανάλεγε ο αδερφός μου.
- Ρε Γιάννη είναι δυνατό αυτό που λες; Και γυναίκα να είναι, το ξέρεις ότι ο Στράτος δεν θα έλεγε όχι με τίποτε για τον γάμο σου. Δεν παίζει. Για να στο λέει θα πνίγεται σίγουρα.
- Δικαιολογίες του κώλου είναι αυτές.
- Τι να σου πω. Δεν μπορώ να σε πείσω!
Δεν μπορούσα να πείσω τον αδερφό μου και είπα να δοκιμάσω την τύχη μου με τον Στράτο:
- Ρε Στράτο, ο Γιάννης είναι ανένδοτος. Γιατί δεν μπορείς; Αν είναι το θέμα μετακίνησης οι δικοί μου έχουν βάλει λεωφορείο.
- Ρε Μαρίνα έχω να πάω να πάρω το αυτοκίνητο απ'το συνεργείο και μετά να φύγω για τα ραντεβού κι επιπλέον ο μαλάκας δεν με αφήνει να το κουνήσω ρούπι αν δεν βγουν τα μέτρα. Λες εσύ να μην θέλω να έρθω;
- Και δεν μπορείς να πάρεις άδεια;
- Αφού το ξέρεις ότι δεν μου δίνει άδεια. Προκειμένου να του βγάλω την δουλειά μού την πληρώνει, άσε που λείπουν σχεδόν όλοι. Ποιός θα πάει για τα μέτρα; Η λογίστρια;
- Τα ραντεβού δεν μπορείς να τα ακυρώσεις για άλλη μέρα;
- Δυστυχώς όχι. Δεν είναι δουλειές που τις έκλεισα εγώ ώστε να ακυρώσω τα ραντεβού. Κι ο μαλάκας όταν λέει κάτι θέλει να γίνεται ο Θεός ο ίδιος να'σαι!
- Καλά δεν θα επιμείνω. Στην περίπτωση που γίνει κάτι κι αποφασίσεις να έρθεις, υπάρχει το λεωφορείο κι όσο για την διανυκτέρευση όλο και κάτι θα κανονίσουμε, δεν θα σε αφήσουμε έτσι και το ξέρεις.
- Το ξέρω ρε Μαρινάκι και σ'ευχαριστώ. Προσπάθησε να πείσεις τον Γιάννη ότι ειλικρινά δεν μπορώ!
Μπαλάκι είχα γίνει για να συμβιβάσω την κατάσταση. Ο Γιάννης δεν δεχόταν κουβέντα στο τέλος και άφηνε το θέμα σε εκκρεμότητα μέχρι την ημέρα του γάμου του. 
Το λεγόμενο μπάτσελορ πάρτι για τον Γιάννη ήταν μια έξοδος για φαγητό με την παρέα του και της νύφης με την δική της. Η βραδιά κυλούσε όμορφα και ήσυχα με το να μοιραζόμαστε ιστορίες τόσο απ'τα μαθητικά μας χρόνια όσο και με τα πανεπιστημιακά του αδερφού μου, ιστορίες για το πως γνώρισε την αρραβωνιαστικιά του, τις περιπέτειές τους που η απόσταση δοκίμαζε την σχέση τους και τελικά μετά από χρόνια άντεξαν και να που έκαναν ένα βήμα παραπέρα την αγάπη τους ολοκληρώνοντάς την με τον γάμο τους. Κουβέντα στην κουβέντα μια φίλη της παρέας -συμφοιτήτρια του Γιάννη στο πανεπιστήμιο- θυμήθηκε τον Στράτο:
- Ρε Γιάννη εκείνος ο φίλος σου που ερχόταν που και που στο σπίτι σου στην Ρόδο, όταν ήταν φαντάρος... Πως τον λέγανε δεν θυμάμαι τ'όνομά του...
- Στράτος.
- Α ναι. Ο Στράτος! Θα έρθει στον γάμο σου; Δεν θα έπρεπε απόψε να είναι μαζί μας;
- Θα έπρεπε. Αλλά είπε ότι δεν μπορεί να έρθει. Εγώ του έδωσα τελεσίγραφο και θα έχει το ελαφρυντικό αν τελικά μέχρι αύριο μου τηλεφωνήσει, έστω για να ευχηθεί.
- Καλό παιδί πάντως απ'όσο τον θυμάμαι για λίγο που μας τον είχες γνωρίσει.
- Καλός είναι.
Είπε και δεν το συνέχισε. Ώστε είχε δώσει χρονικό περιθώριο ο Γιάννης και δεν μου είχε πει τίποτε. Κάπως έπρεπε να τον ειδοποιήσω όμως. "Γιατί δεν κάθεσαι στ'αυγά σου να δούμε πόσο φίλος είναι τελικά ο φίλος"; Άκουγα στο πίσω σκοτεινό μέρος του μυαλού μου τον εαυτό μου! Εδώ παιζόταν όμως μια φιλία κι επειδή τον είχα ικανό τον Στράτο απ'το πήξιμο της δουλειάς του να ξεχάσει τον γάμο, ήθελα να τον ενημερώσω. "Ξέχασ'τον! Άσ'τον να δούμε αν θα θυμηθεί τον φίλο του" ψιθύρισε η σκοτεινή σκέψη μου. Άρπαξα το κινητό μου και το έβαλα με τρόπο στην τσέπη μου, χαμογέλασα στον σύντροφό μου και μπήκα στην τουαλέτα του μαγαζιού. Οι σκέψεις μου με παίδευαν για το ποια να κυριαρχίσει. Ενώ η λογική ήταν η πιο σοφή: "Μην ανακατεύεσαι. Δεν έχεις εσύ καμιά δουλειά σε ένα θέμα που αφορά αυτούς τους δύο. Άσε να το λύσουν μόνοι τους". Ήταν προτιμότερο έτσι. Βγήκα απ'την τουαλέτα και επέστρεψα πίσω στην παρέα, χαμογελαστή και με καμία σκέψη να με ταλαιπωρεί! Εγώ ότι ήταν να κάνω το έκανα από κει και πέρα... ένιψα τας χείρας μου.
Το θέμα όμως ήταν ότι εγώ μπορεί να ένιψα τας χείρας μου η σκέψη όλο και με τριβέλιζε. Ήξερα ότι ήταν ένα θέμα μεταξύ τους και ήθελα πάση θυσία να τους τα συμβιβάσω αλλά με τι τρόπο; Πως να υπενθύμιζα στον Στράτο το καθήκον του να τηλεφωνήσει έστω στον αδερφό μου για να του ευχηθεί, αφού και το ρημαδοτηλεφώνημα θα ήταν ένα ελαφρυντικό; Τριγυρίζαμε με τον σύντροφό μου στο Ναύπλιο και ξεχαστήκαμε κι οι δύο όταν μπήκαμε σε ένα κομμωτήριο κρυμμένο σε ένα παράδρομο για να φτιάξουμε τα μαλλιά μας. Έπειτα πήγαμε για φαγητό σε ένα κεντρικό εστιατόριο που λέει το προτιμούσαν όλοι οι πολιτικοί κι όλη η καλή κοινωνία της Αθήνας και των λοιπών περιχώρων (μετά από χρόνια διαπίστωσα ότι τελικά ο εστιάτορας μάλλον μας έλεγε αλήθεια γιατί έχουν γυριστεί αρκετές σκηνές απ'το συγκεκριμένο σε τηλεοπτικά σήριαλς). Είπιαμε το κρασάκι μας όπως μας πρότεινε -μες το κατακαλόκαιρο τώρα που έσκαγε ο τζίτζικας και μες τα πιστολάκια του κομμωτηρίου που βγάλαμε την μπέμπελη, εμείς είπιαμε δροσερό κρασάκι που ήρθαμε κι ανάψαμε κι άντε μες το ντάλα μεσημέρι να ανέβεις τα σκαλιά για να βγεις στο ξενοδοχείο που ήταν λίγο παραπάνω! Κάτι το κρασί, το αγόρι μου και η θάλασσα που δεν είδαμε εκείνη την ημέρα, ήρθαμε και γίναμε Ορέστηδες Μακρήδες κι όταν τελικά καταφέραμε και μπήκαμε στο δωματιό μας στο ξενοδοχείο κι αφού προηγουμένως παρακαλέσαμε τον ξενοδόχο να μας ξυπνήσει κι επιπλέον βάλαμε την αφύπνιση των κινητών μας, ξεραθήκαμε στον ύπνο με το air condition να δουλεύει στην ψύξη!!!
Τα πάντα βαρούσαν μιάμιση ώρα πριν το γάμο: ο ξενοδόχος με το τηλεφώνημα του στο δωμάτιο μας, τα κινητά μας ταυτόχρονα και τα κεφάλια μας απ'το κρασί. Πετάχτηκα απότομα: "Ο Στράτος" πέρασε το όνομα του απ'το μυαλό μου. Δεν ήμουν σίγουρη αν τηλεφώνησε στον Γιάννη. Κι όλη την ημέρα με τον δικό μου κολιτσίδα από δίπλα μου, δεν μπορούσα να στείλω μήνυμα. Είχε κι εκείνος την αντίρρησή του για το θέμα κι ότι ήταν θέμα δικό τους κι αν ο Στράτος ήταν σωστός θα το αποδείκνυε το τηλεφώνημα. Θα το μαθαίναμε άλλωστε απ'τον Γιάννη. 
Ο γάμος έγινε και την άλλη μέρα πια πολύ αργά το απόγευμα που βγήκαμε τα συμπεθέρια για φαγητό με τους νιόπαντρους, μας είπε ο Γιάννης ότι ούτε μήνυμα δεν έλαβε απ'τον Στράτο.
- Δεν θα κάτσω να σκάσω. Άφού έτσι ήθελε, τέλος. Ως εδώ ήταν!
- Γιάννη είσαι υπερβολικός.
- Καθόλου. Υποτίθεται ότι ήμασταν κολλητοί κι αυτός ούτε που το σκέφτηκε ότι παντρευόμουν ή ότι παντρεύτηκα. 
- Ρε Γιάννη δεν έκανε και κάνα έγκλημα, αφού τον ξέρεις. Άσε που σου είπε ότι δεν θα ερχόταν κι άλλωστε ο ίδιος ίσως να έχει στο μυαλό του να σου ευχηθεί από κοντά κι όχι απ'το τηλέφωνο.
- Μαρίνα κόψε τις μαλακίες και σταμάτα να τον δικαιολογείς!
Είχε δίκιο. Δεν γινόταν μια τέτοια στιγμή να κάθομαι να δικαιολογώ τον Στράτο! Έδωσα τόπο στην οργή, άλλωστε μερικές ώρες ήταν που ήταν παντρεμένος και κάτι τέτοιες ώρες μόνο οι κοντινοί συγγενείς του γαμπρού και της νύφης είχαν χώρο και κανείς άλλος!
Το θέμα για τον αδερφό μου είχε λήξει. Όταν πέρασε κι η αναμπουμπούλα του γάμου κάποια στιγμή τελικά και μετά από παράκληση του Στράτου, δέχθηκε ο αδερφός μου να συναντηθούν για έναν τελευταίο καφέ. Το τι ειπώθηκε οι δυο τους ξέρουν. Τα λόγια και των δύο όταν προσπαθούσα να μάθω τι ακριβώς έγινε σε αυτή τους την συνάντηση, ήταν μασημένα και τάχα μου μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων και κάποια στιγμή ζήτησε ο αδερφός μου απ'τον Στράτο να μην τον ενοχλήσει ποτέ ξανά, να διαγράψει τα τηλέφωνά του όπως έκανε κι εκείνος και να κάνει την ζωή του όπως επιθυμούσε. Κάτι μου θύμιζαν αυτά τα λόγια. Μου ερχόταν στο μυαλό η εικόνα εκείνου του παλιού φίλου του Στράτου, του Τάκη που έτσι με θυμό κι εκείνος έκανε πέρα τον Στράτο, επειδή ο Στράτος δεν ήθελε κανέναν να παρεμβαίνει στην ζωή του με την Δανάη όταν αυτή ήδη του την έκανε μαντάρα. Το "κάνε το καλό και ρίχτο στο γυαλό" ούτε για τον Τάκη μέτρησε τότε πόσο μάλλον με τον αδερφό μου τώρα. 
- Έγινε ότι έγινε με τον αδερφό μου, εγώ τι θα είμαι πια στην ζωή σου;
- Δεν θέλω να χαθούμε. 
- Ούτε εγώ θέλω. Και νομίζω ότι στο έχω αποδείξει ότι ποτέ δεν σε έχω κάνει πέρα παρά την συμπεριφορά σου.
- Ώρες-ώρες είμαι αδικαιολόγητος.
- Μην ξεχνάς ότι εγώ σε ξέρω και σε έχω ζήσει πολύ περισσότερο απ'τον Γιάννη. Είδες ότι ο Γιάννης ερχόταν απλά σαν επισκέπτης στο σπίτι κι έτσι δεν είχε τον χρόνο να ζήσει την φιλία σας ή έστω αυτό που απέμεινε από αυτή. Μια στη Ρόδο, μια στη Λήμνο, και ξανά Ρόδο-Λήμνο-Κρήτη! Με μια βαλίτσα στο χέρι ήταν ο Γιάννης. Μόνο εγώ σε ζούσα.
- Δεν ξέρω. Σκέφτομαι ώρες-ώρες ότι αν δεν υπήρχες κι εσύ θα ήμουν πολύ μόνος τελικά. Χωρίς έναν φίλο που να με υπομένει έτσι.
- Εγώ δεν σκέφτομαι σαν τον Γιάννη. Ποτέ δεν σκεφτόμουν με την λογική του Γιάννη. Είδες ήρθε και με το λίγο που είχατε το χρόνο να αναθερμάνεται την παλιά σας φιλία, είχε απαίτηση. Κι όχι τίποτε άλλο, ήταν και πεισματική η απαίτησή του.
- Μαρίνα τον καταλαβαίνω τον Γιάννη και τον δικαιολογώ. Όλοι οι φίλοι του ήταν στον γάμο του, άλλοι ήρθαν απ'την παραμεθόριο χωρίς να σκεφτούν τα έξοδα κι εγώ... Κι εγώ ήμουν άφαντος. Για τον μαλάκα!
- Τέλος πάντων ότι έγινε έγινε. Η ουσία είναι ότι ο Γιάννης ότι έκανε το έκανε εν θερμώ. Πιστεύω πια ότι όταν καταλάβει τι μαλακία έκανε θα είναι αργά.
- Δεν νομίζω ότι θα το μετανιώσει. Είναι πολύ πεισματάρης.
- Θα το μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ εγωιστής για να το παραδεχτεί.

Ξανακοιτάζω την φωτογραφία μας που είμαστε οι τρεις μας και αφήνω την τελεύταια ανάμνηση να προσπεράσει. Γιατί απλά είχα δίκιο για τον αδερφό μου. Η ουσία είναι ότι εγώ κι ο Στράτος επιλέξαμε να παραμείνουμε φίλοι. Όπως ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια που το τρίτο μέλος της παρέας ήταν απών, μια για σπουδές, μια για τον στρατό και μια για επαγγελματική αποκατάσταση. Καμιά φορά ο Στράτος με τρόμαζε λέγοντάς μου πως θα σηκωθεί να φύγει να πάει στο χωριό του και δεν μου άρεσε καν που θα έμενα εντελώς μόνη μου. Δεν γινόταν και πάλι η απόσταση να μας χωρίσει. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι ένα κομμάτι της ζωής μου θα έλειπε. Με έβλεπε που σκυθρώπιαζα με κατεβασμένο το πρόσωπο κι ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη κι αμέσως ερχόταν και το άλλαζε για να δει το πρόσωπό μου να λάμπει. "Μόνο για μερικές ημέρες, για να ηρεμήσω" μου αντιγύριζε και ωπ! αμέσως ζωντάνευα. Γιατί με δοκίμαζε έτσι όμως, αφού το ήξερε πως δεν μπορούσα χωρίς αυτόν;
- Γιατί με κοψοχολιάζεις έτσι; Αφού το ξέρεις ότι δεν μπορώ χωρίς εσένα, όπως κι εσύ το ίδιο χωρίς εμένα. Αν φύγεις σε ποιόν θα κλαίγομαι;
- Χα χα χα! Μ'αρέσει να σε πειράζω και να σε δοκιμάζω. Δεν θέλω να φύγω έτσι το είπα. Οπότε ο ώμος μου και το στιβαρό μου στήθος είναι στην διάθεσή σου για να κλαίγεσαι!
Κοίτουσα την φωτογραφία μας και ήθελα όλο αυτό το σήμερα να είναι απλά ένα όνειρο και να ξυπνήσω και να είμαι στο τότε. Να ξαναζήσω απ'την αρχή την ιστορία μας και να φανώ πιο δυναμική κι αποφασιστική και να ζήσω όλα όσα ήθελα να ζήσω. Χαμογέλασα!
Μάζεψα όλες τις φωτογραφίες, έβαλα το organizer στην σακούλα την οποία την έδεσα στο σημείο που άνοιξε και την τακτοποίησα στο τραπεζάκι μαζί με τις υπόλοιπες. Ένιωθα περίεργα όμορφα εκεί στο ψυχρό υπόγειο και τις ξανακοίταξα άλλη μια φορά μία μία. Η Χριστίνα. Η μοναδική φίλη που της είχα πάρει τα αυτιά με τον Στράτο. Ποιός ξέρει που να βολοδέρνει αυτές τις μέρες. Ούτε μήνυμα για ευχές για την νέα χρονιά δεν έστειλε. Αναρωτιέμαι αν τελικά πήρε το έταιρον ήμιση της και πήγαν στο Παρίσι όπως μου'πε τα Χριστούγεννα που της τηλεφώνησα για να της ευχηθώ. Ο Δημήτρης. Ο γυμναστής που άλλες έκοβαν φλέβες για πάρτη του, αυτός έκανε σωστά την δουλειά του και δεν τον πτοούσε το γεγονός ότι κάποιες απ'το τμήμα του, έμπαιναν να γυμναστούν με τα εσώρουχα! Καλή του ώρα, αν και πια από ένας απλός γυμναστής κατέληξε διευθυντής σε κέντρο αδυνατίσματος μετά από χρόνια. Καθόλου άσχημα! Γιάννης και Στράτος! Κρίμα! Το πείσμα κι ο εγωισμός του ενός έκανε μια φιλία να πάει περίπατο. Εγώ κι ο Στράτος, σφιχταγγαλιασμένοι! Σαν να μου έλεγε "δεν πρόκειτε ποτέ να γλυτώσεις από εμένα" και τέλος οι τρεις μας... Μια φωτογραφία μόνο και μόνο για να μας θυμίζει το πόσο απίστευτα είχαμε δέσει σαν παρέα και να φανταστείς ότι εγώ τον Στράτο τον απέφευγα κάποτε!
Θυμήθηκα ότι αυτές τις φωτογραφίες τις είχα βάλει στην άκρη ώστε να της δώσω κάποια στιγμή στον Στράτο. Δεν έγινε ποτέ όμως. Με το σπίτι μου υπό κατασκευή μάζεψα όλα μου τα πράγματα και τα πήγα στο υπόγειο, ξεχνόντας τις φωτογραφίες. Είχα την εντύπωση πως ίσως τις είχα παραπετάξει σε κάποιο άλμπουμ φωτογραφιών. Τελικά δεν έγινε έτσι. Μετά από χρόνια πια να'τες πάλι μπροστά μου. Τις σκανάρισα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τις αποκτήσει κι ο Στράτος. Του τις έστειλα με e-mail:

"Στράτο μου για άλλο έψαχνα κι άλλα βρήκα! Ειλικρινά στο λέω! Βρέθηκα σε ένα πακέτο σημειώσεων απ'τα παλιά και μαζί βρήκα κι αυτές τις φωτογραφίες που νόμιζα πως στις είχα δώσει. Τελικά μάλλον δεν το έκανα ποτέ. Καλύτερα γιατί δεν βρίσκω τα αρνητικά τους!
Τις σκανάρισα και στις στέλνω για να τις έχεις κι εσύ. Ήμασταν μια παρέα τότε και δεν γίνεται αυτές τις αναμνήσεις να τις κρατάω μόνο εγώ!"


Κι η απάντησή του ήταν άμεση κι ευχάριστη:

"ρε μωρο μου που της βρικες αυτες!!!!!
καλα ειμουν και πολυ παιδι ετσι!!!!
πως ημασταν και πως γιναμε και οχι τιποτα αλλο αλλα μιαλο δεν βαλαμε!!!
χαχαχαχαχαχα
να εισαι καλα βρε μαρινα μου μου ξυπνησες πολυ καλες αναμνησεις και ωραια χρονια
ευχαριστω"






Wise

Image and video hosting by TinyPic

Συνέχεια από εδώ

Εκείνη η Πρωτοχρονιά μπορεί κάπως να με συμμάδεψε. Δεν ήταν ότι ήταν απλά Πρωτοχρονιά ήταν κι η είσοδος της νέας χιλιετίας. Κι όσο να'ναι το βάρος της ήταν ακόμη μεγαλύτερο καθ'ότι δεν είναι και το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο να θες γιορτάσεις δυο φορές (πρωτοχρονιά και χιλιετία) και τελικά να μην γίνεται τίποτε και να μετράς τις ώρες να τελειώσει η βάρδια για να γυρίσεις στο σπίτι και να κουκουλωθείς κάτω απ'τα σκεπάσματα και να κρυφτείς απ'το φως της ημέρας κι απ'τον ίδιο ανύπαρκτο εαυτό σου. Γιατί έτσι τελικά νόμιζα πως ήμουν. Ανύπαρκτη. Αλλά μόνο εκείνο το μοναδικό sms απ'τον Στράτο με έκανε κάπως να χαμογελάσω γιατί εκείνος ήταν τελικά που με θυμήθηκε κι όπως άκουσα και στις ειδήσεις ήταν πρωτόγνωρο το φαινόμενο που είχαν μπλοκάρει τα πάντα στην τηλεφωνία σταθερή και κινητή.
Και την άλλη μέρα πια που είχαν ξεμπλοκαριστεί τα πάντα ήρθε και το sms του Στράτου και μου τηλεφώνησε επιπλέον γιατί εγώ δεν είχα ανταποκριθεί. Και η μια κουβέντα έφερε την άλλη και ξαφνικά κανονίσαμε να βγούμε για καφέ και ποτό! Και το ένα χαμόγελο έγιναν πολλά και τα μάτια ζωγραφίστηκαν και πάλι γιορτινά κι η λάμψη στο πρόσωπό μου πήρε την θέση της, γιατί πια η νεά χιλιετία με υποδεχόταν έστω και αργά με τον αγαπημένο μου Στράτο έστω και για ένα καφέ και ποτό σαν δυο καλοί φίλοι που είχαν πολύ καιρό να τα πουν. Κι η αλήθεια ήταν αυτή. Είχαμε χαθεί στην παλιά χιλιετία και βρεθήκαμε στην νεώτερη! Ήταν σαν να ήμασταν χαμένοι στο διάστημα!!! Και πόσα χαμόγελα μου χάρησε και πόσες ευχάριστες εκπλήξεις έπειτα για να μου θυμίζει κάθε φορά πως ήμουν η πιο σημαντική ύπαρξη στην ζωή του και που η υπόσχεση που δώσαμε αργότερα να μην χαθούμε κρατιέται μέχρι σήμερα και τηρήται πιστά!


Αλληλογραφία 3-1-2000

... Απόψε είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη. Μπορεί το βράδυ της Πρωτοχρονιάς να με βρήκε μόνη, τελικά το αποψινό ήταν κάτι διαφορετικό. Μου άρεσε. Πέρασα ένα ευχάριστο 4ωρο με τον "ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο" Στράτο! Ήταν ο πρώτος που μου ευχήθηκε για την νέα χρονιά κι ο πρώτος συνοδός σε έξοδο! Δεν ξέρω αν θα'χω την ίδια τύχη και την υπόλοιπη χρονιά. Πέρασα όμορφα όμως. Επί 4 ώρες -μην πάει το μυαλό σου στο πονηρό- μιλούσαμε για τους εαυτούς μας, για το τι κάναμε όλο αυτό το διάστημα που ήμασταν απομακρυσμένοι. Ξεκινήσαμε και πήγαμε για καφέ κάπου ήσυχα και στην συνέχεια πήγαμε αλλού για ποτό. Δεν θυμηθήκαμε τίποτε απ'τα παλιά κι απλώς μιλούσαμε για το σήμερα. Ο ίδιος μου είπε πως πέρασε κι αυτός όμορφα κι ότι είχε αρκετό καιρό να μιλήσει έτσι σε κάποιον. Μου ανοίχτηκε τόσο που μου εκμυστηρεύθηκε πολλά πράγματα. Ανανεώσαμε την έξοδό μας ίσως σε καμιά δεκαριά ημέρες που θα'χει πάρει το αυτοκίνητό του. Οπότε φίλε μου η βόλτα που εσύ μου'χες υποσχεθεί με το jeep, για την ώρα θα γίνει με τον Στράτο και το Cordoba του. Μου επιτρέπεις έτσι;...

Αφιερωμένο στον MC Wise καρδιακό φίλο μου που ήξερε να με ακούει διά αλληλογραφίας!



Ερωτικό - Soulbro

1999: Μια μοναχική Πρωτοχρονιά...




5, 4, 3, 2, 1...
Aτελείωτα πυροτεχνήματα φτιάχνουν περίτεχνα σχέδια στο μαύρο του ουρανού, ευχές που ανταλλάσονται, φιλιά κι αγγαλιές που μοιράζονται, οι πυροβολισμοί απ'τις καραμπίνες υποδέχονται τρανταχτά την είσοδο της νέας χρονιάς, οι μπουρούδες απ'τα καράβια σφυρίζουν δυνατά και βραχνά, οι καμπάνες απ'τις εκκλησίες ολόγυρα χτυπούν κι αυτές χαρμόσυνα... Η παλιά χρονιά μόλις ολοκλήρωσε τον κύκλο της και μια νέα μόλις άρχισε το ίδιο δρομολόγιο να κυλά αργά-αργά το νέο της ταξίδι που ποιός ξέρει τι θα έφερνε μαζί της και ποιούς θα παράσερνε στο διάβα της! Η ατμόσφαιρα μοιάζει τόσο ψεύτικη. Παγωμένη. Σκοτάδι. Πυκνό. Καλύπτει ακόμη και τα φώτα της πόλης και τα λαμπάκια που στολίζουν τα πάντα για να υπενθυμίζουν το εορταστικό κλίμα. Τα λαμπάκια δεν μπορούν να διώξουν το σκοτάδι που έχει καθίσει σαν μαύρο πέπλο. Παγωνιά. Βροχή! Οι σταγόνες απλά ακούγονται να πέφτουν και να αντιτίθενται στους χαρμόσυνους ήχους για να υπενθυμίσει την μοναξιά. Πέφτουν στο πρόσωπο, στα μαλλιά, βρέχουν τους ώμους, τα ρούχα και καλύπτουν τα δάκρυα που κυλάνε μαζί με την βροχή στο γυναικείο πρόσωπο. Κρύο. Παγωνιά. Που μαζί με το μαύρο πέπλο της νύχτας κάνουν τον απόλυτο συνδυασμό να μοιάζει σαν τον θάνατο! Σαν μαύρο σάβανο να καλύπτει ολόκληρη την γυναικεία φιγούρα που στέκει μόνη. Η ψυχή, ψυχοραγεί. Η απεγνωσμένη προσπάθεια να γιορτάσει την είσοδο της νέας χρονιάς με ένα χαμόγελο, χάνεται στους διαδρόμους που αφήνουν οι στάλες της βροχής στο πρόσωπο. Τα χαρούμενα νωρίτερα μάτια που ήταν ζωγραφισμένα με την προσμονή μιας μικρής γιορτής έγιναν θλιμένα και τα χρώματα έλιωσαν και κύλησαν στα μάγουλα για να ζωγραφίσουν την μόνη ύπαρξη που στεκόταν από επάνω και να χαμογελά σαρδώνια' τη μοναξιά. Μια μοναξιά που έτρεχε ολόγυρα και έκανε τους ώμους να τρέμουν, τα δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα και η βροχή να χτυπά το σώμα αλύπητα εκεί πάνω. Στην ταράτσα. Από εκεί φαινόταν πως γιόρταζε η πόλη την είσοδο της νέας χρονιάς. Το παγωμένο της τσιμέντο και τα απλωμένα σύρματα για την μπουγάδα δεν πρόσδιδαν τίποτε το εορταστικό, παρά μόνο παγωνιά. Λίγο πιο κει η κεραία της τηλεόρασης που σειώταν απ'τον αέρα και πετούσε τις στάλες της βροχής δυνατά στο πρόσωπο. Η μικρή αποθήκη στην γωνία με το σκονισμένο τζάμι του παραθύρου στεκόταν σαν φάντασμα τούτη την σκοτεινή νύχτα. Καμιά φωνή δεν ακουγόταν από πουθενά. Όλοι είχαν κρυφτεί στην θαλπωρή της ζέστης του σπιτιού τους. "Υπάρχει κάποιος που να πέρασα απ'την σκέψη του έστω και φευγαλέα;". Σήκωσα το πρόσωπο μου στον ουρανό και η βροχή μετατράπηκε σε νυφάδες που έμοιαζαν άσπρες κουκίδες στο μαύρο τοπίο της βραδιάς. Το κρύο που ένιωθε η ψυχή μου, τρυπούσε όλο μου το είναι και το δέρμα μου τσιτωνόταν κάθε φορά που το παγωμένο νερό περνούσε το πλέξη του πουλόβερ μου. Έδιωξα όπως-όπως την θολούρα απ'τα μάτια μου, έσκυψα απογοητευμένη κι αδύναμη το κεφάλι μου και κατέβηκα την σιδερένια σκάλα.
Η ζέστη του γραφείου μια τέτοια νύχτα και η τηλεόραση να μετρά σε μαγνητοσκόπηση τον χρόνο αντίστροφα δεν γινόταν να δώσουν την εικόνα της υπάρχουσας στιγμής. Τα πρόσωπα της οθόνης έδειχναν χαρούμενα, επίσημα ντυμένα, απαστράπτουσες παρουσίες που να εύχονται μεταξύ τους την καλή χρονιά. Μαγνητοσκοπημένα. Άραγε αν μαγνητοσκοπούσα κι εγώ τον εαυτό μου να υποκρίνεται τον χαρούμενο, να είχα καλύτερη τύχη; Κατέβηκα απ'την ταράτσα κάπως αργά. Μούσκεμα απ'την βροχή. Τρέμοντας απ'το κρύο. Τα τηλέφωνα δεν είχαν χτυπήσει. Από κανέναν. Ούτε από φίλο, ούτε από φίλη, ούτε από αδερφό, ούτε από γονείς! Στεκόμουν επάνω απ'το τηλέφωνο σε ετοιμότητα να το σηκώσω αμέσως. Μισή ώρα ήμουν σε ακινησία, με ένα ποτήρι σκέτο ουίσκι να ζεστάνει το είναι μου. Κανείς! Ούτε καν συνάδελφος έκανε τον κόπο. Δεν μπορεί! Μάλλον στον ύπνο μου ήταν. Ήταν εφιάλτης αυτό που ζούσα για να είναι η πραγματικότητα. Νύχτα στην δουλειά.
"Άντε χρόνια σου πολλά. Δεν πειράζει! Απλά πήρες απόψε ότι άξιζες"! Μου ψυθίρισε χαιρέκακα ο εαυτός μου στο κεφάλι μου.
Περίμενα έστω μισή ευχή που ένα τέτοιο βράδυ βρισκόμουν στις επάλξεις της εργασίας. Κανείς. Μάλλον δεν υπήρχα. Με ξέχασαν. Λες και δεν υπήρξα ποτέ στην ζωή κάποιων. Έσκυψα το κεφάλι απογοητεύμενη. Το ουίσκι με είχε ζεστάνει και πήρα μια πετσέτα να σκουπίσω την βροχή που με έκανε έπειτα να τρέμω. Πλησίασα το καλοριφέρ για να ζεσταθώ. Άφησα το ποτήρι μου στο γραφείο και πήγα να δω μήπως τυχόν στην είσοδο στεκόταν κάποιος που απλά δεν τον κατάλαβα ή δεν άκουσα το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα. Κανείς. "Χεστήκανε όλοι τους για σένα. Τώρα αποδεικνύεται ποιοί τελικά σε νοιάζονται. Κ α ν ε ί ς. Εσύ που νοιαζόσουν για όλους, που δεν πείραξες μυρμύγκι, πέρνεις ένα δώρο που δεν θα έπρεπε ποτέ να σου δώσουν. Την μοναξιά και την απαξίωση σε πακέτο. Μήπως τελικά είναι κάτι που σου αξίζει;". Ίσως και να ήταν έτσι. Δεν είχα δύναμη να ψάξω μέσα μου τι ήταν αυτό που έκανε όλους να με ξεχάσουν απόψει. Ειδικά απόψε. Βράδυ πρωτοχρονιάς. Μάζεψα όση αξιοπρέπεια μπόρεσα και που σερνόταν σαν άψυχο κουφάρι μαζί με μένα και ξαναμπήκα μέσα. Έσκυψα το κεφάλι και έμεινα πάνω απ'το καλοριφέρ να ζεσταθώ. Στο κινητό δεν είχε καταγραφεί κανένα μήνυμα.
Χτένισα τα βρεγμένα μου μαλλιά και κοιταζόμουν στον καθρέφτη του μπάνιου. "Τι κοιτάς; Ποιά είσαι συ που περιμένεις να νοιαστεί άνθρωπος; Είσαι ένα τίποτα όπως τα περισσότερα τίποτα του κόσμου! Πάψε να κλαις, γιατί δεν αξίζεις να κλαις. Βάλ'το καλά στο ξεροκέφαλό σου... η μοναξιά σου είναι καλύτερη συντροφιά για απόψε, οπότε βούλωστο και διασκέδασε. Έτσι είναι είτε σ'αρέσει είτε όχι".
Δεν μου άρεσαν οι σκέψεις που έκανα εκεί μπροστά στον καθρέπτη. Με πλήγωναν. Μπορεί να στέγνωνα με την πετσέτα τα βρεγμένα απ'την βροχή μαλλιά μου, όμως τα δακρυά μου έτρεχαν βροχή στο προσωπό μου.
Πήγα πάλι στο γραφείο και πήρα το ποτήρι με το ουίσκι. Το γέμισα και το είπια μονομιάς. Κάθισα στον καναπέ, άναψα τα χριστουγεννιάτικα κεριά που είχαν φέρει συνάδελφοι για να διακοσμίσουν τον χώρο και χάζευα εικόνες στην τηλεόραση. Το βλέμμα μου απλά καρφώθηκε εκεί. Δεν ήξερα τι έβλεπα ή αν έβλεπα κάτι συγκεκριμένα. Δεν βρισκόμουν εκεί. Ταξίδευα και δεν ξέρω που... Μέχρι που πια χωρίς να το καταλάβω κι απ'την γλυκιά ζαλάδα που μου χάρισε το ποτό, τα μάτια μου είχαν βαρύνει αρκετά. Και ξύπνησα μόνο όταν πια χτύπησε το κινητό μου κι όταν πια έξω το σκοτάδι είχε αντικατασταθεί απ'το φως της ημέρας. Άνοιξα το κινητό και ήταν ένα μήνυμα από εκείνον: "Καλή χρονιά μωρό μου. Σου εύχομαι ότι επιθυμείς στην αγκαλιά σου να το βρεις". Ώρα αποστολής: 00:01. Κι εκείνη την στιγμή στην τηλεόραση ακουγόταν η είδηση: "Χιλιάδες τα απεσταλθέντα ταυτοχρόνως μηνύματα στα κινητά που μπλόκαραν τις υπηρεσίες μηνυμάτων...".

Ευτυχισμένο 2009




Όταν η παραφωνία καταντάει θόρυβος στα αυτιά μας, το άνοιγμα μιας σαμπάνιας γίνεται μελωδία!!!
Καλή κι ευτυχισμένη χρονιά!