Ήταν σαν όνειρο. Προχωρούσα δίπλα του κρεμασμένη απ’ το μπράτσο του και καμάρωνα. Αυτό που ήξερα πάντως ήταν πως αυτή η στιγμή δεν θα κρατούσε παραπάνω από μερικά λεπτά. Για εκείνον δεν σήμαινε τίποτε άλλο απ’ το ότι συνόδευε μια φίλη του, ενώ για μένα σήμαινε ότι συνοδευόμουν απ’ τον άνθρωπο που αγαπούσα. Κοιτούσαμε τις βιτρίνες και γελούσαμε με ότι μας φαινόταν περίεργο. Τα γέλια μας ήταν τόσο αυθόρμητα και πηγαία. Δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ άλλοτε μια τέτοια στιγμή τόσο ζωντανή κι ανέμελη. Ίσως το φιλί που ανταλλάξαμε εντελώς ξαφνικά να ήταν η δόση για να μας θυμίσει ότι αν είχαμε τολμήσει τότε, σίγουρα θα ήταν διαφορετικές οι ζωές μας. Προσπαθούσα να μην θυμάμαι το φιλί. Ήθελα να πείσω το μυαλό μου πως δεν συνέβη. Η ζωή του Στράτου ήταν αλλού δοσμένη κι ας έλεγε ότι απόψε θα τελείωναν όλα. Προχωρούσα δίπλα του κι όσο πια μπαίναμε στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης, ένοιωσα στιγμές να τον χάνω. Δεν ήταν τίποτε άλλο απ’ την κοινωνική του υποχρέωση να χαιρετήσει τους ‘φίλους’ του. Ώσπου με άρπαξε απ’ το χέρι και με τραβούσε εκεί ανάμεσα στον κόσμο για να μην χαθούμε και να φτάσουμε στο σημείο που θα περιμέναμε την Δανάη. Πολλοί γνωστοί μας που μας αντίκριζαν έτσι, ξαφνιαζόντουσαν. Κάποιοι θεώρησαν πως ήμουν το νέο απόκτημα του Στράτου κι ο ίδιος δεν έκανε τον κόπο να δώσει εξηγήσεις και άφησε την εντύπωση να αιωρείται:
- Χέστηκα για το τι σκέπτονται!
- Μα είναι και φίλοι της Δανάης. Διαμαρτυρήθηκα.
Κοντοστάθηκε απότομα και γύρισε να με κοιτάξει στα μάτια, εκεί ανάμεσα στο πλήθος που έπεφτε επάνω μας για να μας προσπεράσει:
- Τόσο το καλύτερο. Και για σένα και για μένα.
Δεν μίλησα. Δεν είχα να βρω κάποια άλλη δικαιολογία ώστε να παραμείνει τυπικός. Με κοιτούσε κατάματα και ήταν σαν ήθελε κάτι να μου πει. Γιατί να ήταν το καλύτερο ο χωρισμός του και για μένα; Τι όφελος θα είχα.; Και γιατί τώρα; Γιατί με δοκίμαζε έτσι με αυτό τον τρόπο; Γιατί έπαιζε με την καρδιά μου έτσι ανοιχτά; Έστρεψα το βλέμμα μου και προχώρησα. Με ακολούθησε. Έκανε να πάρει πάλι το χέρι μου στο δικό του. Το τράβηξα. Λίγο πιο κάτω είδα την Δανάη να μας περιμένει με την παρέα της.
- Τώρα αυτοί ποιοι είναι; Ρώτησε προσπαθώντας να διακρίνει ποιοι ήταν η παρέα της κοπέλας του.
- Δεν τους ξέρεις;
- Όχι! Εσένα σου θυμίζουν κάτι;
Τον κοίταξα. Ήταν δυνατόν να μου θυμίζουν κάτι; Από κι ως που; Μέσα απ’ το στούντιο; Εδώ δεν θύμιζαν στον ίδιο τίποτε!
- Αλλοδαπά στοιχεία! Του είπα αστειευόμενη. Όμως ο ίδιος δεν φαινόταν να το συμμερίζεται:
- Τέτοια που είναι, στο εξής με κάτι τέτοιους θα κάνει παρέα.
Ο θυμός του δεν ήταν ψεύτικος. Φαινόταν πια ότι κάτι αισθανόταν για αυτήν ότι και να έλεγε. Αν τελικά χώριζαν απόψε, αυτό θα ήταν μόνο προσωρινά.
Η Δανάη χάρηκε όταν είδε τον Στράτο να την πλησιάζει και να την χαιρετά με ένα τρυφερό φιλί στα χείλη, αλλά δεν χάρηκε όταν είδε ότι ήμουν κι εγώ μαζί του και έτσι με χαιρέτησε εντελώς τυπικά και χωρίς πολλά-πολλά. Αυτό που έκανε ήταν να μας συστήσει την παρέα της: τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Οι φίλοι της χαιρέτησαν θερμά τον Στράτο ενώ στην δική μου παρουσία απλά το τυπικό ‘χάρηκα’ ακούστηκε απ’ τα χείλη τους μόλις και μετά βίας. Ήταν λες και η Δανάη είχε προετοιμάσει το έδαφος και τους είχε μιλήσει για μένα. Τους χάζευα και η εμφάνισή τους έδειχνε ότι ήταν άλλης κατηγορίας άνθρωποι. Τα παλιά τριμμένα πέτσινα μπουφάν τους, τα σχεδόν χιλιοφορεμένα τζιν τους και οι γδαρμένες μπότες τους, τα ανακατεμένα λιπαρά σκούρα μαλλιά τους, τα γδαρμένα και τα ζωγραφισμένα κράνη τους, χαλούσαν την όλη εικόνα τους. Δεν ήθελα να τους χαρακτηρίσω κάπως αλλά μαζί με τον αρνητισμό της Δανάης, έδειχναν ότι όλοι μαζί πήγαιναν πακέτο. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο ρόλος τους εκεί δίπλα στην Δανάη, αλλά για να λέει και να επιμένει ότι είναι δύο πολύ καλοί της φίλοι που ήρθαν να την δουν, τότε αυτό θα ήταν. Ο Στράτος μιλούσε με την Δανάη λίγο πιο εκεί. Ήμουν σίγουρη πως της έλεγε πως απόψε θα βγαίναμε όλοι μαζί παρέα είτε της άρεσε είτε όχι. Ίσως ήταν μια προσπάθεια του ίδιου να της δώσει να καταλάβει πως και οι φίλοι του μετρούσαν στην ζωή του. Τους κοίταζα μέχρι να αποφασίσουν. Ο Δημήτρης κι ο Γιώργος είχαν ανάψει τσιγάρο και μιλούσαν κι εγώ δεν ξέρω για τι. Κι εγώ άρχισα να κόβω βόλτες έχοντας στο μυαλό μου την στιγμή που με φίλησε. Δεν ένοιωθα ενοχές. Κοιτάζοντας τους αυτή την στιγμή και βλέποντας την Δανάη να του μιλά θυμωμένη, ναι δεν ένοιωθα καμιά ενοχή. Τον αγαπούσα κι αν ήμασταν ποτέ μαζί σίγουρα δεν θα τον πλήγωνα. Γύρισα την πλάτη μου. Το ‘αν ήμασταν ποτέ μαζί’ ήταν καρφί στην καρδιά μου, όσο όμορφο κι αν φάνταζε στο μυαλό μου. Κάτι βαθιά μέσα μου ήταν αβέβαιο κι αυτό ήταν ακόμη πιο ανησυχητικό. Ένοιωθα όμως ότι υπήρχα στην καρδιά του Στράτου αλλά δεν ήξερα με τι τρόπο και τι πραγματικά αισθανόταν για μένα. Φώναξα στον Στράτο πως φεύγω να πάω να βρω τον αδερφό μου. Γύρισε και μου είπε μόνο ‘εντάξει’ και ξαναγύρισε στην Δανάη. Ήταν τόσο αφοσιωμένος σε αυτό που της έλεγε και διέκρινα στο πρόσωπό του την σοβαρότητα της στιγμής και το πρόσωπο της Δανάης να τον κοιτά παράξενα. Λες και αυτά που της έλεγε ήταν ξένα γι’ αυτήν. Ποιος ξέρει τι της έλεγε! Τους άφησα όλους εκεί να αποφασίσουν τι θα κάνουν κι απομακρύνθηκα. Περπατούσα ανάμεσα στο πλήθος και δεν μου άρεσε που ήμουν μόνη μου. Λίγο νωρίτερα ο Στράτος με κρατούσε απ’ το χέρι για να μην χαθούμε και τώρα είχα χαθεί εγώ… Τον άκουσα να με φωνάζει. Σίγουρα ερχόταν πίσω μου και δεν ήταν σωστό γι’ αυτόν που με άφησε να φύγω μόνη μου. Μόλις το κατάλαβε απομακρύνθηκε απ’ την Δανάη και άρχισε να με αναζητά μέσα στο κόσμο. Γύρισα πίσω μου και τον αντίκρισα που με έψαχνε και λίγο πιο πίσω ερχόταν η Δανάη με τους φίλους της, κατσουφιασμένη και σίγουρα με τον θυμό μέσα της να βράζει σαν καζάνι. Σκεφτόμουν τελικά μήπως ήταν προτιμότερο από νωρίς να αρνηθώ στον Γιάννη την αποψινή έξοδο. Για καλό δικό μου.
Ο αδερφός μου καθόταν στην καφετέρια που μου είχε πει στο τηλέφωνο μαζί με τον Βασίλη και τον Γεράσιμο. Κάτι έλεγαν και γελούσαν όλοι τους. Άλλα όταν με αντίκρισε μπροστά του ο Γιάννης το γέλιο του εξαφανίστηκε και σοβάρεψε:
- Μπορείς να μου πεις γιατί στο διάολο αργήσατε; Διαμαρτυρήθηκε.
- Ρώτα την Δανάη! Του είπα σκύβοντας στο αυτί του.
Ήθελα να του δώσω να καταλάβει πως δεν ευθυνόμουν εγώ, αλλά το έτερον ήμισυ του φίλου του που είχε τις αμφιβολίες της και έκανε ότι μπορούσε για να καταφέρει τα δικά της σχέδια, έχοντας προσκαλέσει και τους φίλους της. Ο αδερφός μου δεν είπε κάτι παραπάνω. Είχε ήδη καταλάβει.
Ο Στράτος κάθισε δίπλα στον αδερφό μου , εγώ απέναντί τους και δίπλα μου η Δανάη και η παρέα της. Η δυσαρέσκειά της ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της. Παρά τις προσπάθειες του Στράτου να την κάνει να γελάσει και να δεχτεί το γεγονός ότι για απόψε θα ήμασταν όλοι μαζί, εκείνη αποφάσισε να αδιαφορήσει και να δείξει το ενδιαφέρον της στους φίλους της. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτιόμουν κοιτάζοντας τους, πότε τον Στράτο και πότε την Δανάη. Αν απόψε ο Στράτος της έλεγε το ‘τελειώσαμε’, εκείνη θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ξανακερδίσει. Ήταν αρκετό καιρό μαζί και σίγουρα δεν θα πετούσε όλο αυτό το διάστημα και να έκανε σαν μην υπήρξε, σαν να μην το έζησαν. Ήταν η δική της ιστορία! Είχε κάθε δικαίωμα να παλέψει και να συνεχίζει να τον διεκδικεί. Και σίγουρα με οποιοδήποτε κόστος. Η Δανάη φαινόταν ότι δεν ήταν σαν εμένα που δεχόμουν τις ήττες μου, χωρίς μάχη. Απ’ την άλλη όμως εγώ δεν ήμουν σαν την Δανάη. Να παλέψω, για τι; Για το άπιαστο; Προτιμούσα να είμαι έτσι και να συνεχίζω όπως μπορούσα την ζωή μου. Το παρελθόν με είχε διδάξει να μην περιμένω τίποτε πια, ότι κι αν αισθανόμουν.
- Εργάζεσαι σε ραδιόφωνο; Με ρώτησε ξαφνικά η Δανάη.
Για πρώτη φορά απευθυνόταν σε μένα. Η ερώτησή της ήταν εντελώς άτοπη, μιας και ήξερε που εργαζόμουν και της το είχαν πει κι ο Στράτος κι η Βάνα. Αλλά προφανώς οι φίλοι της είχαν αμφιβολίες για μένα, γιατί πρόσεξα ότι κρέμονταν απ’ τα χείλη μου, χαζογελώντας. Απάντησα θετικά στην Δανάη κι εκείνη άδραξε την ευκαιρία για να μου πει πως σκεφτόταν κι αυτή να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία:
- Είναι εύκολη δουλειά; Ήρθε η επόμενη απορία της.
- Εξαρτάται απ’ το πόσο πολύ τον ενδιαφέρει κάποιον να ασχοληθεί με το αντικείμενο. Της απάντησα με πραγματικό ενδιαφέρον.
- Πήγες σε σχολή;
- Καλύτερη σχολή απ’ τον δρόμο, πιστεύω δεν υπάρχει. Όχι δεν πήγα σε σχολή. Δεν έχω τον χρόνο να πάω σε σχολή. Άλλωστε οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ασχολήθηκαν με το αντικείμενο επειδή το αγάπησαν κι όχι επειδή υπήρχε κάποια σχολή, άλλωστε τώρα άρχισαν να δημιουργούνται σχολές δημοσιογραφίας. Κι αν δεν αγαπήσεις το επάγγελμα Δανάη, δεν πα να βγάλεις όποια μεγάλη σχολή θες, δημοσιογράφος δεν λέγεσαι.
- Ναι αλλά κάπως δεν πρέπει να ξεκινήσεις;
- Ναι. Αλλά κάποιοι θα πρέπει να σε καθοδηγήσουν. Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω την δουλειά σε εφημερίδα. Ζητούσαν νέα πρόσωπα να ασχοληθούν με το αντικείμενο και υπόσχονταν την εκμάθηση. Πήγα και έμαθα. Κι επειδή είναι μια δουλειά που έχει και της ιδιαιτερότητές της, έμαθα και να φυλάγομαι από πονηρά κατατόπια. Ξέρεις τι είναι να σου χτυπά καρφί ο αρχισυντάκτης: ξέρεις να κάθεσαι στα πόδια του διευθυντή; Κατάπια πολλά τέτοια σχόλια και δεν έδινα σημασία, γιατί ήμουν καθαρή στην δουλειά μου κι ο διευθυντής εντάξει απέναντί μου. Ίσως επειδή έδειχνα ενδιαφέρον να μάθω την δουλειά, ενοχλούσε τον αρχισυντάκτη. Πρέπει επιπλέον να μάθεις να ακούς ότι σου λένε και φυσικά να μην δίνεις σημασία στα ‘καρφιά’!
Η Δανάη έδειξε σκεπτική. Ποιος ξέρει τι ακριβώς την ενδιέφερε απ’ την δημοσιογραφία. Με ρώτησε αν στο ραδιόφωνο ήθελαν συνεργάτες. Δεν έκανα τον κόπο να της πω ότι έδιωχναν κόσμο, αντίθετα της πρότεινα να περάσει να ρωτήσει. Τι θα έχανε άλλωστε; Διαπίστωσα ξαφνικά ότι σε αυτή την σύντομη κουβέντα μας δεν υπήρχε η ανταγωνιστικότητα της. Έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν ήταν όπως εκείνη την μία και μοναδική φορά που είχαμε μείνει μόνες τον καιρό που απολύθηκε απ’ τον στρατό ο Στράτος και προσπαθούσε με ‘καρφιά’ να φανεί πως ο Στράτος ήταν δικός της! Οι φίλοι της σηκώθηκαν και μας αποχαιρέτησαν. Είπαν πως είχαν να πάνε και κάπου αλλού που τους περίμεναν. Η Δανάη δεν επέμεινε κι άλλο μαζί τους:
- Θα τα πούμε αργότερα. Τους είπε με σοβαρό ύφος.
Ήμουν σίγουρη πως είχε κανονίσει να βρεθεί μαζί τους κι απογοητεύτηκα που θα αποχωριζόμουν τον Στράτο. Εκείνος δε όση ώρα μιλούσαμε με την Δανάη ή μιλούσε εκείνη με τους φίλους της, δεν έδινε καμία σημασία. Λες και δεν υπήρχε. Η δε Δανάη τον κοιτούσε επίμονα και δεν έπαιρνε ούτε ένα του βλέμμα. Θύμωσε!
- Πως σου φάνηκαν οι φίλοι μου; Έστρεψε το ενδιαφέρον της πάλι σε μένα.
Ξαφνιάστηκα απ’ την ερώτηση. Τι πως μου φάνηκαν; Τους ήξερα κι από χθες; Δεν ήξερα τι να της πω.
- Ωραίοι τύποι!
Δεν είχα να της πω κάτι άλλο. Στην ουσία ‘ωραίοι’ για εκείνη, γιατί εμένα με άφησαν αδιάφορη. Άλλωστε δεν έδειξαν ότι όλη η παρέα ήταν των δικών τους προδιαγραφών και αν έκατσαν μαζί μας φάνηκε ότι το έκαναν για χάρη της Δανάης.
- Ο Δημήτρης πως σου φάνηκε;
Τώρα αυτή τι ερώτηση είναι; Ήθελε να μου τον προξενέψει, γιατί πίστευε πως δεν είχα σταματήσει να έχω νταραβέρια με τον Στράτο; Που είχα να τον δω εδώ και μήνες;
- Τι να σου πω; Δεν το ξέρω τον άνθρωπο και δεν μπορώ να πω κάτι.
Ήμουν σίγουρη ότι σε κάτι αποσκοπούσε. Οι φίλοι της δεν ήταν του δικού μου βεληνεκούς ώστε να δείξω ένα πιο θερμό ενδιαφέρον απέναντί τους. Ήταν απόμακροι κι αυτό το τήρησα κι εγώ.
- Ο Δημήτρης είναι πολύ καλός μου φίλος. Πως είναι για σένα ο Στράτος. Κάτι τέτοιο…
- Είστε χρόνια φίλοι;
- Όχι και πολλά. Αλλά αν βάλουμε και τα χρόνια που τα είχαμε…
Η κοπέλα ήταν απίστευτη. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Και ήρθε να με αποτελειώσει όταν συμπλήρωσε πως τα είχαν πριν γνωρίσει τον Στράτο! Τώρα καταλάβαινα τι είχε σκαρώσει. Ανταπέδιδε στον Στράτο τα αντίποινα. Αλλά γιατί να το πει σε μένα κι όχι στον Στράτο. Δόλωμα! Μου έριχνε το δόλωμα. Δεν εξηγιόταν διαφορετικά. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τον Στράτο απευθείας στα μάτια. Πόσο ήθελα να σηκωθώ και να τον ταρακουνήσω και να του θυμίσω τι είχε κάνει όταν της είχε πει ότι κάποτε ‘τα είχαμε’ και πριν την γνωρίσει. Η Δανάη με ψυχραιμία και με ένα βλέμμα ικανοποίησης άναψε ένα τσιγάρο και κοιτούσε τον Στράτο. Κάτι την βεβαίωνε πως αν ήθελα να τους χωρίσω θα του έλεγα ακριβώς τι της ήταν ο ένας φίλος της Δανάης. Όχι όμως! Δεν θα της έκανα την χάρη! Η αξιοπρέπειά μου δεν μου επέτρεπε να φερθώ με τέτοιον τρόπο. Αν ήθελε η ίδια να δημιουργήσει πρόβλημα, ας το έκανε από μόνη της. Όχι με την μεσολάβηση την δική μου. Δεν θα έμπαινα στον χορό της. Το σίγουρο είναι ότι κάποτε θα το έλεγα στον Στράτο. Όταν όμως θα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Και τώρα δεν ήταν. Ακόμη και να χώριζαν απόψε, δεν ήταν η στιγμή που εγώ θα γινόμουν και πάλι το θύμα για χάρη της.
Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα όλο το βράδυ. Με την Δανάη δεν ξαναμιλήσαμε. Ανταλλάσαμε που και που κάνα χαμόγελο. Εκείνη θεωρούσε ότι είχε πετύχει τον στόχο της, εγώ απ’ την άλλη δεν το είχα σκοπό να την βοηθήσω. Και ξαφνικά βρεθήκαμε ο καθένας αλλού. Η Δανάη μας άφησε και πήγε να βρει τους φίλους της στο κλαμπ που της είπαν ότι θα είναι κι όλοι οι υπόλοιποι συμπεριλαμβανομένου και του Στράτου βρεθήκαμε αλλού. Ανέβηκε στην μηχανή του Δημήτρη κι έφυγαν, ξεχνώντας –σίγουρα επίτηδες- το τσαντάκι της στα χέρια του Στράτου με την δικαιολογία πως θα ήταν για λίγο και θα ερχόταν αργότερα να μας βρει.
- Θες να με περάσουν γι’ αδερφή;
Με ρώτησε και μου το φόρτωσε θυμωμένος που η Δανάη δεν υπάκουγε στις παρακλήσεις του να έρθει μαζί μας. Άραγε μπορούσε να πάει το μυαλό του με ποιον ήταν αυτή την στιγμή η Δανάη; Αυτός ήταν εδώ μαζί μου κι εκείνη με τον Δημήτρη αλλού! Οι πρώην κι οι επόμενες, ανώνυμες και επώνυμες και γενικώς… Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κοιτούσα τον Στράτο και τελικά τον λυπόμουν που γινόταν ένα θύμα του ίδιου του, του σχεδίου, για να την κάνει να ζηλέψει όταν γνωρίστηκαν. Και τώρα; Δεν είχε ιδέα! Τον κοιτούσα και δεν ήθελα να πληγωθεί. Αν του έλεγα τι της ήταν ο Δημήτρης της Δανάης, θα πληγωνόταν περισσότερο. Ίσως να μην πίστευε εμένα, θα τον επιβεβαίωνε όμως η Δανάη κι εκείνη θα έπαιρνε την ικανοποίηση πως το ψάρι τσίμπησε το δόλωμα. Γιατί το ψάρι τελικά θα αποσκοπούσε στην μονοπώληση του Στράτου. Δεν θα της έκανα την χάρη. Για χάρη του Στράτου και μόνο. Τον αγαπούσα πολύ για να τον πληγώσω έτσι.
- Στράτο! Σε παρακαλώ πάρε το τσαντάκι της. Δεν θέλει και πολύ να πει πως της λείπει κάτι από μέσα!
Και του το φόρτωσα.
- Μη φοβάσαι! Αποκλείεται να το κάνει όσο είμαι εγώ εδώ. Άλλωστε είπε ότι θα έρθει γι’ αυτό το άφησε.
Και μου το ξαναέδωσε. «Αρχηγού παρόντος»! σκέφτηκα. Το μυαλό μου έπλαθε διάφορα σενάρια. Και που ήξερα εγώ αν δεν ήταν ήδη εδώ και να παρακολουθεί τι κάνουμε; Απ’ την άλλη ήμουν σίγουρη πως δεν θα ερχόταν. Του φόρτωσε το τσαντάκι ώστε όταν θα έβλεπε ότι εκείνη αργούσε να έρθει να σηκωνόταν ο ίδιος ο Στράτος να πάει να την βρει. Το τσαντάκι άρχισε να αλλάζει χέρια σαν μπαλάκι. Δεν το αφήναμε σε καμία μπάρα μόνο του. Ήταν αστεία η εικόνα κάποιος από μας να μην χορεύει προκειμένου να φυλάει το τσαντάκι πίνοντας ποτό κι έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα. Στο τέλος βρέθηκα να το έχω πάλι εγώ στα χέρια. Εκείνη την στιγμή μισούσα τον Στράτο που δεν έκανε τίποτε. Άλλωστε δεν είχα καμιά δουλειά να φυλάω στα χέρια μου ένα ξένο αντικείμενο:
- Στράτο δεν αισθάνομαι καλά.
Πήγα και τον διέκοψα την στιγμή που χόρευε με τους υπόλοιπους. Έδειχνε να ανησυχεί για την υγεία μου:
- Καλά είμαι. Δεν αισθάνομαι καλά με αυτό στα χέρια μου –και του έδειξα το τσαντάκι. Η Δανάη τόση ώρα δεν έχει φανεί και δεν θέλω όλο το βράδυ να το έχω στα χέρια μου. Άσε που έτσι και τύχει να με δει με αυτό θα με κατηγορήσει και δεν θέλω.
- Αποκλείετε να το κάνει. Επέμεινε στο γνωστό του τροπάρι.
- Ρε Στράτο εδώ μ’ έχει κατηγορήσει στους δικούς σου ότι εγώ θα ‘μαι υπεύθυνη αν χωρίσετε. Τι αποκλείεις;
Άρπαξε απ’ τα χέρια μου με θυμό το τσαντάκι:
- Και θα ‘χει δίκιο…
Απομακρύνθηκε από κοντά μου και χάθηκε μέσα στον κόσμο αφού προηγουμένως κάτι είπε στον αδερφό μου. Με ξάφνιασε. Θα ‘χε δίκιο η Δανάη αν χώριζαν; Μα πως; Τι έκανα και δεν το είχα καταλάβει ώστε να είμαι η αιτία; Τόσο καιρό ήμουν μακριά του και το ‘χα ρίξει στην δουλειά για να μην τον σκέφτομαι και τώρα μου ρίχνει και την ευθύνη; Γιατί; Ο αδερφός μου πιο κει που διασκέδαζε με τους φίλους του με είδε να είμαι σαν χαμένη και προσπάθησε να με βάλει κι εμένα στο χορό τους. Απέφυγα να συμμετάσχω. Πήγα έκατσα στο μπαρ, παράγγειλα ένα ποτό κι όσο κατέβαινε το αλκοόλ γουλιά-γουλιά στον λαιμό μου προσπαθούσα να βρω την αιτία που ευθυνόμουν εγώ. Επειδή ανταποκρίθηκα στο φιλί του, σήμαινε πως του δημιουργούσα σοβαρό πρόβλημα; Αφού το ξέρει πως τον αγαπάω και ότι γι’ αυτό τον λόγο παρέμενα μακριά του. Για να είναι καλά και να είναι ευτυχισμένος. Τι τον έκανε να πιστεύει κάτι τέτοιο; Γιατί θα ‘χει δίκιο η Δανάη αν θεωρήσει ότι εγώ τους χώρισα; Με ποια αφορμή κάποιος μπορεί να πει κάτι τέτοιο; Δεν είναι ότι εγώ ήμουν αυτή που του έκανα την ζωή δύσκολη και το επηρέαζα. Μήπως τελικά ενδιαφερόταν; Μήπως ένοιωθε ενοχές που με άφησε να φύγω για να προχωρήσει με την Δανάη; Χαμογέλασα! Τι ήταν αυτό που έβλεπε κι αισθανόταν για μένα και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει; Αν δεν αισθανόταν καλά μαζί μου, άνετα μαζί μου, τότε τι γύρευε το απόγευμα στο σπίτι μου; Θα μπορούσε να αρνηθεί. Και ξέρει πόσο δύσκολο μου είναι να είμαι φίλη του. Θα μπορούσε να μην με είχε φιλήσει.
Ο αδερφός μου με πλησίασε και μου χαμογέλασε. Μου πήρε το ποτήρι με το ποτό απ’ το χέρι και με τράβηξε να σηκωθώ απ’ το σκαμπό και να χορέψω με τους υπόλοιπους. Είχε δίκιο. Τι νόημα είχε να κάθομαι και να ψάχνω τα πως και τα γιατί; Αν ήθελε πραγματικά να είναι μαζί μου, θα το ‘χε κάνει πολύ καιρό πριν… Αφέθηκα να χορεύω στον ξέφρενο ρυθμό. Είχα αφήσει το μυαλό μου κενό κι άφησα την μουσική να με εκστασιάζει και να χορεύω ακούραστα. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Όταν ένοιωσα κάποιος να με πιάνει απ’ την μέση και να ακουμπά το πηγούνι του στον ώμο του και η ανάσα του να καίει το αυτί μου:
- Είμαι ελεύθερος!
Σταμάτησα. Γύρισα απότομα μπροστά κι αντίκρισα τον Στράτο να μου χαμογελά και να απλώνει τα χέρια του, σαν μου έλεγε: ‘να, δες και μόνη σου’.
- Τι είπες; Τον ρώτησα για να βεβαιωθώ.
- Ελεύθερος! Είμαι ελεύθερος!
Του χαμογέλασα. Το έλεγε με τόσο πάθος. Με έπιασε απ’ την μέση και αρχίσαμε να χορεύουμε συνέχεια. Ο Στράτος χαιρόταν την στιγμή της ελευθερίας του και εγώ αισθανόμουν ενοχές. Δεν ξέρω, αν και πίστευα ότι αυτή η ιστορία δεν είχε τελειώσει οριστικά, η θέση μου ήταν πιο δύσκολη από ποτέ. Τι κι αν έκανα εγώ την χαρούμενη εκεί μπροστά του;
- Χέστηκα για το τι σκέπτονται!
- Μα είναι και φίλοι της Δανάης. Διαμαρτυρήθηκα.
Κοντοστάθηκε απότομα και γύρισε να με κοιτάξει στα μάτια, εκεί ανάμεσα στο πλήθος που έπεφτε επάνω μας για να μας προσπεράσει:
- Τόσο το καλύτερο. Και για σένα και για μένα.
Δεν μίλησα. Δεν είχα να βρω κάποια άλλη δικαιολογία ώστε να παραμείνει τυπικός. Με κοιτούσε κατάματα και ήταν σαν ήθελε κάτι να μου πει. Γιατί να ήταν το καλύτερο ο χωρισμός του και για μένα; Τι όφελος θα είχα.; Και γιατί τώρα; Γιατί με δοκίμαζε έτσι με αυτό τον τρόπο; Γιατί έπαιζε με την καρδιά μου έτσι ανοιχτά; Έστρεψα το βλέμμα μου και προχώρησα. Με ακολούθησε. Έκανε να πάρει πάλι το χέρι μου στο δικό του. Το τράβηξα. Λίγο πιο κάτω είδα την Δανάη να μας περιμένει με την παρέα της.
- Τώρα αυτοί ποιοι είναι; Ρώτησε προσπαθώντας να διακρίνει ποιοι ήταν η παρέα της κοπέλας του.
- Δεν τους ξέρεις;
- Όχι! Εσένα σου θυμίζουν κάτι;
Τον κοίταξα. Ήταν δυνατόν να μου θυμίζουν κάτι; Από κι ως που; Μέσα απ’ το στούντιο; Εδώ δεν θύμιζαν στον ίδιο τίποτε!
- Αλλοδαπά στοιχεία! Του είπα αστειευόμενη. Όμως ο ίδιος δεν φαινόταν να το συμμερίζεται:
- Τέτοια που είναι, στο εξής με κάτι τέτοιους θα κάνει παρέα.
Ο θυμός του δεν ήταν ψεύτικος. Φαινόταν πια ότι κάτι αισθανόταν για αυτήν ότι και να έλεγε. Αν τελικά χώριζαν απόψε, αυτό θα ήταν μόνο προσωρινά.
Η Δανάη χάρηκε όταν είδε τον Στράτο να την πλησιάζει και να την χαιρετά με ένα τρυφερό φιλί στα χείλη, αλλά δεν χάρηκε όταν είδε ότι ήμουν κι εγώ μαζί του και έτσι με χαιρέτησε εντελώς τυπικά και χωρίς πολλά-πολλά. Αυτό που έκανε ήταν να μας συστήσει την παρέα της: τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Οι φίλοι της χαιρέτησαν θερμά τον Στράτο ενώ στην δική μου παρουσία απλά το τυπικό ‘χάρηκα’ ακούστηκε απ’ τα χείλη τους μόλις και μετά βίας. Ήταν λες και η Δανάη είχε προετοιμάσει το έδαφος και τους είχε μιλήσει για μένα. Τους χάζευα και η εμφάνισή τους έδειχνε ότι ήταν άλλης κατηγορίας άνθρωποι. Τα παλιά τριμμένα πέτσινα μπουφάν τους, τα σχεδόν χιλιοφορεμένα τζιν τους και οι γδαρμένες μπότες τους, τα ανακατεμένα λιπαρά σκούρα μαλλιά τους, τα γδαρμένα και τα ζωγραφισμένα κράνη τους, χαλούσαν την όλη εικόνα τους. Δεν ήθελα να τους χαρακτηρίσω κάπως αλλά μαζί με τον αρνητισμό της Δανάης, έδειχναν ότι όλοι μαζί πήγαιναν πακέτο. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο ρόλος τους εκεί δίπλα στην Δανάη, αλλά για να λέει και να επιμένει ότι είναι δύο πολύ καλοί της φίλοι που ήρθαν να την δουν, τότε αυτό θα ήταν. Ο Στράτος μιλούσε με την Δανάη λίγο πιο εκεί. Ήμουν σίγουρη πως της έλεγε πως απόψε θα βγαίναμε όλοι μαζί παρέα είτε της άρεσε είτε όχι. Ίσως ήταν μια προσπάθεια του ίδιου να της δώσει να καταλάβει πως και οι φίλοι του μετρούσαν στην ζωή του. Τους κοίταζα μέχρι να αποφασίσουν. Ο Δημήτρης κι ο Γιώργος είχαν ανάψει τσιγάρο και μιλούσαν κι εγώ δεν ξέρω για τι. Κι εγώ άρχισα να κόβω βόλτες έχοντας στο μυαλό μου την στιγμή που με φίλησε. Δεν ένοιωθα ενοχές. Κοιτάζοντας τους αυτή την στιγμή και βλέποντας την Δανάη να του μιλά θυμωμένη, ναι δεν ένοιωθα καμιά ενοχή. Τον αγαπούσα κι αν ήμασταν ποτέ μαζί σίγουρα δεν θα τον πλήγωνα. Γύρισα την πλάτη μου. Το ‘αν ήμασταν ποτέ μαζί’ ήταν καρφί στην καρδιά μου, όσο όμορφο κι αν φάνταζε στο μυαλό μου. Κάτι βαθιά μέσα μου ήταν αβέβαιο κι αυτό ήταν ακόμη πιο ανησυχητικό. Ένοιωθα όμως ότι υπήρχα στην καρδιά του Στράτου αλλά δεν ήξερα με τι τρόπο και τι πραγματικά αισθανόταν για μένα. Φώναξα στον Στράτο πως φεύγω να πάω να βρω τον αδερφό μου. Γύρισε και μου είπε μόνο ‘εντάξει’ και ξαναγύρισε στην Δανάη. Ήταν τόσο αφοσιωμένος σε αυτό που της έλεγε και διέκρινα στο πρόσωπό του την σοβαρότητα της στιγμής και το πρόσωπο της Δανάης να τον κοιτά παράξενα. Λες και αυτά που της έλεγε ήταν ξένα γι’ αυτήν. Ποιος ξέρει τι της έλεγε! Τους άφησα όλους εκεί να αποφασίσουν τι θα κάνουν κι απομακρύνθηκα. Περπατούσα ανάμεσα στο πλήθος και δεν μου άρεσε που ήμουν μόνη μου. Λίγο νωρίτερα ο Στράτος με κρατούσε απ’ το χέρι για να μην χαθούμε και τώρα είχα χαθεί εγώ… Τον άκουσα να με φωνάζει. Σίγουρα ερχόταν πίσω μου και δεν ήταν σωστό γι’ αυτόν που με άφησε να φύγω μόνη μου. Μόλις το κατάλαβε απομακρύνθηκε απ’ την Δανάη και άρχισε να με αναζητά μέσα στο κόσμο. Γύρισα πίσω μου και τον αντίκρισα που με έψαχνε και λίγο πιο πίσω ερχόταν η Δανάη με τους φίλους της, κατσουφιασμένη και σίγουρα με τον θυμό μέσα της να βράζει σαν καζάνι. Σκεφτόμουν τελικά μήπως ήταν προτιμότερο από νωρίς να αρνηθώ στον Γιάννη την αποψινή έξοδο. Για καλό δικό μου.
Ο αδερφός μου καθόταν στην καφετέρια που μου είχε πει στο τηλέφωνο μαζί με τον Βασίλη και τον Γεράσιμο. Κάτι έλεγαν και γελούσαν όλοι τους. Άλλα όταν με αντίκρισε μπροστά του ο Γιάννης το γέλιο του εξαφανίστηκε και σοβάρεψε:
- Μπορείς να μου πεις γιατί στο διάολο αργήσατε; Διαμαρτυρήθηκε.
- Ρώτα την Δανάη! Του είπα σκύβοντας στο αυτί του.
Ήθελα να του δώσω να καταλάβει πως δεν ευθυνόμουν εγώ, αλλά το έτερον ήμισυ του φίλου του που είχε τις αμφιβολίες της και έκανε ότι μπορούσε για να καταφέρει τα δικά της σχέδια, έχοντας προσκαλέσει και τους φίλους της. Ο αδερφός μου δεν είπε κάτι παραπάνω. Είχε ήδη καταλάβει.
Ο Στράτος κάθισε δίπλα στον αδερφό μου , εγώ απέναντί τους και δίπλα μου η Δανάη και η παρέα της. Η δυσαρέσκειά της ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της. Παρά τις προσπάθειες του Στράτου να την κάνει να γελάσει και να δεχτεί το γεγονός ότι για απόψε θα ήμασταν όλοι μαζί, εκείνη αποφάσισε να αδιαφορήσει και να δείξει το ενδιαφέρον της στους φίλους της. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» αναρωτιόμουν κοιτάζοντας τους, πότε τον Στράτο και πότε την Δανάη. Αν απόψε ο Στράτος της έλεγε το ‘τελειώσαμε’, εκείνη θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ξανακερδίσει. Ήταν αρκετό καιρό μαζί και σίγουρα δεν θα πετούσε όλο αυτό το διάστημα και να έκανε σαν μην υπήρξε, σαν να μην το έζησαν. Ήταν η δική της ιστορία! Είχε κάθε δικαίωμα να παλέψει και να συνεχίζει να τον διεκδικεί. Και σίγουρα με οποιοδήποτε κόστος. Η Δανάη φαινόταν ότι δεν ήταν σαν εμένα που δεχόμουν τις ήττες μου, χωρίς μάχη. Απ’ την άλλη όμως εγώ δεν ήμουν σαν την Δανάη. Να παλέψω, για τι; Για το άπιαστο; Προτιμούσα να είμαι έτσι και να συνεχίζω όπως μπορούσα την ζωή μου. Το παρελθόν με είχε διδάξει να μην περιμένω τίποτε πια, ότι κι αν αισθανόμουν.
- Εργάζεσαι σε ραδιόφωνο; Με ρώτησε ξαφνικά η Δανάη.
Για πρώτη φορά απευθυνόταν σε μένα. Η ερώτησή της ήταν εντελώς άτοπη, μιας και ήξερε που εργαζόμουν και της το είχαν πει κι ο Στράτος κι η Βάνα. Αλλά προφανώς οι φίλοι της είχαν αμφιβολίες για μένα, γιατί πρόσεξα ότι κρέμονταν απ’ τα χείλη μου, χαζογελώντας. Απάντησα θετικά στην Δανάη κι εκείνη άδραξε την ευκαιρία για να μου πει πως σκεφτόταν κι αυτή να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία:
- Είναι εύκολη δουλειά; Ήρθε η επόμενη απορία της.
- Εξαρτάται απ’ το πόσο πολύ τον ενδιαφέρει κάποιον να ασχοληθεί με το αντικείμενο. Της απάντησα με πραγματικό ενδιαφέρον.
- Πήγες σε σχολή;
- Καλύτερη σχολή απ’ τον δρόμο, πιστεύω δεν υπάρχει. Όχι δεν πήγα σε σχολή. Δεν έχω τον χρόνο να πάω σε σχολή. Άλλωστε οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ασχολήθηκαν με το αντικείμενο επειδή το αγάπησαν κι όχι επειδή υπήρχε κάποια σχολή, άλλωστε τώρα άρχισαν να δημιουργούνται σχολές δημοσιογραφίας. Κι αν δεν αγαπήσεις το επάγγελμα Δανάη, δεν πα να βγάλεις όποια μεγάλη σχολή θες, δημοσιογράφος δεν λέγεσαι.
- Ναι αλλά κάπως δεν πρέπει να ξεκινήσεις;
- Ναι. Αλλά κάποιοι θα πρέπει να σε καθοδηγήσουν. Εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω την δουλειά σε εφημερίδα. Ζητούσαν νέα πρόσωπα να ασχοληθούν με το αντικείμενο και υπόσχονταν την εκμάθηση. Πήγα και έμαθα. Κι επειδή είναι μια δουλειά που έχει και της ιδιαιτερότητές της, έμαθα και να φυλάγομαι από πονηρά κατατόπια. Ξέρεις τι είναι να σου χτυπά καρφί ο αρχισυντάκτης: ξέρεις να κάθεσαι στα πόδια του διευθυντή; Κατάπια πολλά τέτοια σχόλια και δεν έδινα σημασία, γιατί ήμουν καθαρή στην δουλειά μου κι ο διευθυντής εντάξει απέναντί μου. Ίσως επειδή έδειχνα ενδιαφέρον να μάθω την δουλειά, ενοχλούσε τον αρχισυντάκτη. Πρέπει επιπλέον να μάθεις να ακούς ότι σου λένε και φυσικά να μην δίνεις σημασία στα ‘καρφιά’!
Η Δανάη έδειξε σκεπτική. Ποιος ξέρει τι ακριβώς την ενδιέφερε απ’ την δημοσιογραφία. Με ρώτησε αν στο ραδιόφωνο ήθελαν συνεργάτες. Δεν έκανα τον κόπο να της πω ότι έδιωχναν κόσμο, αντίθετα της πρότεινα να περάσει να ρωτήσει. Τι θα έχανε άλλωστε; Διαπίστωσα ξαφνικά ότι σε αυτή την σύντομη κουβέντα μας δεν υπήρχε η ανταγωνιστικότητα της. Έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν ήταν όπως εκείνη την μία και μοναδική φορά που είχαμε μείνει μόνες τον καιρό που απολύθηκε απ’ τον στρατό ο Στράτος και προσπαθούσε με ‘καρφιά’ να φανεί πως ο Στράτος ήταν δικός της! Οι φίλοι της σηκώθηκαν και μας αποχαιρέτησαν. Είπαν πως είχαν να πάνε και κάπου αλλού που τους περίμεναν. Η Δανάη δεν επέμεινε κι άλλο μαζί τους:
- Θα τα πούμε αργότερα. Τους είπε με σοβαρό ύφος.
Ήμουν σίγουρη πως είχε κανονίσει να βρεθεί μαζί τους κι απογοητεύτηκα που θα αποχωριζόμουν τον Στράτο. Εκείνος δε όση ώρα μιλούσαμε με την Δανάη ή μιλούσε εκείνη με τους φίλους της, δεν έδινε καμία σημασία. Λες και δεν υπήρχε. Η δε Δανάη τον κοιτούσε επίμονα και δεν έπαιρνε ούτε ένα του βλέμμα. Θύμωσε!
- Πως σου φάνηκαν οι φίλοι μου; Έστρεψε το ενδιαφέρον της πάλι σε μένα.
Ξαφνιάστηκα απ’ την ερώτηση. Τι πως μου φάνηκαν; Τους ήξερα κι από χθες; Δεν ήξερα τι να της πω.
- Ωραίοι τύποι!
Δεν είχα να της πω κάτι άλλο. Στην ουσία ‘ωραίοι’ για εκείνη, γιατί εμένα με άφησαν αδιάφορη. Άλλωστε δεν έδειξαν ότι όλη η παρέα ήταν των δικών τους προδιαγραφών και αν έκατσαν μαζί μας φάνηκε ότι το έκαναν για χάρη της Δανάης.
- Ο Δημήτρης πως σου φάνηκε;
Τώρα αυτή τι ερώτηση είναι; Ήθελε να μου τον προξενέψει, γιατί πίστευε πως δεν είχα σταματήσει να έχω νταραβέρια με τον Στράτο; Που είχα να τον δω εδώ και μήνες;
- Τι να σου πω; Δεν το ξέρω τον άνθρωπο και δεν μπορώ να πω κάτι.
Ήμουν σίγουρη ότι σε κάτι αποσκοπούσε. Οι φίλοι της δεν ήταν του δικού μου βεληνεκούς ώστε να δείξω ένα πιο θερμό ενδιαφέρον απέναντί τους. Ήταν απόμακροι κι αυτό το τήρησα κι εγώ.
- Ο Δημήτρης είναι πολύ καλός μου φίλος. Πως είναι για σένα ο Στράτος. Κάτι τέτοιο…
- Είστε χρόνια φίλοι;
- Όχι και πολλά. Αλλά αν βάλουμε και τα χρόνια που τα είχαμε…
Η κοπέλα ήταν απίστευτη. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Και ήρθε να με αποτελειώσει όταν συμπλήρωσε πως τα είχαν πριν γνωρίσει τον Στράτο! Τώρα καταλάβαινα τι είχε σκαρώσει. Ανταπέδιδε στον Στράτο τα αντίποινα. Αλλά γιατί να το πει σε μένα κι όχι στον Στράτο. Δόλωμα! Μου έριχνε το δόλωμα. Δεν εξηγιόταν διαφορετικά. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τον Στράτο απευθείας στα μάτια. Πόσο ήθελα να σηκωθώ και να τον ταρακουνήσω και να του θυμίσω τι είχε κάνει όταν της είχε πει ότι κάποτε ‘τα είχαμε’ και πριν την γνωρίσει. Η Δανάη με ψυχραιμία και με ένα βλέμμα ικανοποίησης άναψε ένα τσιγάρο και κοιτούσε τον Στράτο. Κάτι την βεβαίωνε πως αν ήθελα να τους χωρίσω θα του έλεγα ακριβώς τι της ήταν ο ένας φίλος της Δανάης. Όχι όμως! Δεν θα της έκανα την χάρη! Η αξιοπρέπειά μου δεν μου επέτρεπε να φερθώ με τέτοιον τρόπο. Αν ήθελε η ίδια να δημιουργήσει πρόβλημα, ας το έκανε από μόνη της. Όχι με την μεσολάβηση την δική μου. Δεν θα έμπαινα στον χορό της. Το σίγουρο είναι ότι κάποτε θα το έλεγα στον Στράτο. Όταν όμως θα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Και τώρα δεν ήταν. Ακόμη και να χώριζαν απόψε, δεν ήταν η στιγμή που εγώ θα γινόμουν και πάλι το θύμα για χάρη της.
Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα όλο το βράδυ. Με την Δανάη δεν ξαναμιλήσαμε. Ανταλλάσαμε που και που κάνα χαμόγελο. Εκείνη θεωρούσε ότι είχε πετύχει τον στόχο της, εγώ απ’ την άλλη δεν το είχα σκοπό να την βοηθήσω. Και ξαφνικά βρεθήκαμε ο καθένας αλλού. Η Δανάη μας άφησε και πήγε να βρει τους φίλους της στο κλαμπ που της είπαν ότι θα είναι κι όλοι οι υπόλοιποι συμπεριλαμβανομένου και του Στράτου βρεθήκαμε αλλού. Ανέβηκε στην μηχανή του Δημήτρη κι έφυγαν, ξεχνώντας –σίγουρα επίτηδες- το τσαντάκι της στα χέρια του Στράτου με την δικαιολογία πως θα ήταν για λίγο και θα ερχόταν αργότερα να μας βρει.
- Θες να με περάσουν γι’ αδερφή;
Με ρώτησε και μου το φόρτωσε θυμωμένος που η Δανάη δεν υπάκουγε στις παρακλήσεις του να έρθει μαζί μας. Άραγε μπορούσε να πάει το μυαλό του με ποιον ήταν αυτή την στιγμή η Δανάη; Αυτός ήταν εδώ μαζί μου κι εκείνη με τον Δημήτρη αλλού! Οι πρώην κι οι επόμενες, ανώνυμες και επώνυμες και γενικώς… Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κοιτούσα τον Στράτο και τελικά τον λυπόμουν που γινόταν ένα θύμα του ίδιου του, του σχεδίου, για να την κάνει να ζηλέψει όταν γνωρίστηκαν. Και τώρα; Δεν είχε ιδέα! Τον κοιτούσα και δεν ήθελα να πληγωθεί. Αν του έλεγα τι της ήταν ο Δημήτρης της Δανάης, θα πληγωνόταν περισσότερο. Ίσως να μην πίστευε εμένα, θα τον επιβεβαίωνε όμως η Δανάη κι εκείνη θα έπαιρνε την ικανοποίηση πως το ψάρι τσίμπησε το δόλωμα. Γιατί το ψάρι τελικά θα αποσκοπούσε στην μονοπώληση του Στράτου. Δεν θα της έκανα την χάρη. Για χάρη του Στράτου και μόνο. Τον αγαπούσα πολύ για να τον πληγώσω έτσι.
- Στράτο! Σε παρακαλώ πάρε το τσαντάκι της. Δεν θέλει και πολύ να πει πως της λείπει κάτι από μέσα!
Και του το φόρτωσα.
- Μη φοβάσαι! Αποκλείεται να το κάνει όσο είμαι εγώ εδώ. Άλλωστε είπε ότι θα έρθει γι’ αυτό το άφησε.
Και μου το ξαναέδωσε. «Αρχηγού παρόντος»! σκέφτηκα. Το μυαλό μου έπλαθε διάφορα σενάρια. Και που ήξερα εγώ αν δεν ήταν ήδη εδώ και να παρακολουθεί τι κάνουμε; Απ’ την άλλη ήμουν σίγουρη πως δεν θα ερχόταν. Του φόρτωσε το τσαντάκι ώστε όταν θα έβλεπε ότι εκείνη αργούσε να έρθει να σηκωνόταν ο ίδιος ο Στράτος να πάει να την βρει. Το τσαντάκι άρχισε να αλλάζει χέρια σαν μπαλάκι. Δεν το αφήναμε σε καμία μπάρα μόνο του. Ήταν αστεία η εικόνα κάποιος από μας να μην χορεύει προκειμένου να φυλάει το τσαντάκι πίνοντας ποτό κι έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα. Στο τέλος βρέθηκα να το έχω πάλι εγώ στα χέρια. Εκείνη την στιγμή μισούσα τον Στράτο που δεν έκανε τίποτε. Άλλωστε δεν είχα καμιά δουλειά να φυλάω στα χέρια μου ένα ξένο αντικείμενο:
- Στράτο δεν αισθάνομαι καλά.
Πήγα και τον διέκοψα την στιγμή που χόρευε με τους υπόλοιπους. Έδειχνε να ανησυχεί για την υγεία μου:
- Καλά είμαι. Δεν αισθάνομαι καλά με αυτό στα χέρια μου –και του έδειξα το τσαντάκι. Η Δανάη τόση ώρα δεν έχει φανεί και δεν θέλω όλο το βράδυ να το έχω στα χέρια μου. Άσε που έτσι και τύχει να με δει με αυτό θα με κατηγορήσει και δεν θέλω.
- Αποκλείετε να το κάνει. Επέμεινε στο γνωστό του τροπάρι.
- Ρε Στράτο εδώ μ’ έχει κατηγορήσει στους δικούς σου ότι εγώ θα ‘μαι υπεύθυνη αν χωρίσετε. Τι αποκλείεις;
Άρπαξε απ’ τα χέρια μου με θυμό το τσαντάκι:
- Και θα ‘χει δίκιο…
Απομακρύνθηκε από κοντά μου και χάθηκε μέσα στον κόσμο αφού προηγουμένως κάτι είπε στον αδερφό μου. Με ξάφνιασε. Θα ‘χε δίκιο η Δανάη αν χώριζαν; Μα πως; Τι έκανα και δεν το είχα καταλάβει ώστε να είμαι η αιτία; Τόσο καιρό ήμουν μακριά του και το ‘χα ρίξει στην δουλειά για να μην τον σκέφτομαι και τώρα μου ρίχνει και την ευθύνη; Γιατί; Ο αδερφός μου πιο κει που διασκέδαζε με τους φίλους του με είδε να είμαι σαν χαμένη και προσπάθησε να με βάλει κι εμένα στο χορό τους. Απέφυγα να συμμετάσχω. Πήγα έκατσα στο μπαρ, παράγγειλα ένα ποτό κι όσο κατέβαινε το αλκοόλ γουλιά-γουλιά στον λαιμό μου προσπαθούσα να βρω την αιτία που ευθυνόμουν εγώ. Επειδή ανταποκρίθηκα στο φιλί του, σήμαινε πως του δημιουργούσα σοβαρό πρόβλημα; Αφού το ξέρει πως τον αγαπάω και ότι γι’ αυτό τον λόγο παρέμενα μακριά του. Για να είναι καλά και να είναι ευτυχισμένος. Τι τον έκανε να πιστεύει κάτι τέτοιο; Γιατί θα ‘χει δίκιο η Δανάη αν θεωρήσει ότι εγώ τους χώρισα; Με ποια αφορμή κάποιος μπορεί να πει κάτι τέτοιο; Δεν είναι ότι εγώ ήμουν αυτή που του έκανα την ζωή δύσκολη και το επηρέαζα. Μήπως τελικά ενδιαφερόταν; Μήπως ένοιωθε ενοχές που με άφησε να φύγω για να προχωρήσει με την Δανάη; Χαμογέλασα! Τι ήταν αυτό που έβλεπε κι αισθανόταν για μένα και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει; Αν δεν αισθανόταν καλά μαζί μου, άνετα μαζί μου, τότε τι γύρευε το απόγευμα στο σπίτι μου; Θα μπορούσε να αρνηθεί. Και ξέρει πόσο δύσκολο μου είναι να είμαι φίλη του. Θα μπορούσε να μην με είχε φιλήσει.
Ο αδερφός μου με πλησίασε και μου χαμογέλασε. Μου πήρε το ποτήρι με το ποτό απ’ το χέρι και με τράβηξε να σηκωθώ απ’ το σκαμπό και να χορέψω με τους υπόλοιπους. Είχε δίκιο. Τι νόημα είχε να κάθομαι και να ψάχνω τα πως και τα γιατί; Αν ήθελε πραγματικά να είναι μαζί μου, θα το ‘χε κάνει πολύ καιρό πριν… Αφέθηκα να χορεύω στον ξέφρενο ρυθμό. Είχα αφήσει το μυαλό μου κενό κι άφησα την μουσική να με εκστασιάζει και να χορεύω ακούραστα. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Όταν ένοιωσα κάποιος να με πιάνει απ’ την μέση και να ακουμπά το πηγούνι του στον ώμο του και η ανάσα του να καίει το αυτί μου:
- Είμαι ελεύθερος!
Σταμάτησα. Γύρισα απότομα μπροστά κι αντίκρισα τον Στράτο να μου χαμογελά και να απλώνει τα χέρια του, σαν μου έλεγε: ‘να, δες και μόνη σου’.
- Τι είπες; Τον ρώτησα για να βεβαιωθώ.
- Ελεύθερος! Είμαι ελεύθερος!
Του χαμογέλασα. Το έλεγε με τόσο πάθος. Με έπιασε απ’ την μέση και αρχίσαμε να χορεύουμε συνέχεια. Ο Στράτος χαιρόταν την στιγμή της ελευθερίας του και εγώ αισθανόμουν ενοχές. Δεν ξέρω, αν και πίστευα ότι αυτή η ιστορία δεν είχε τελειώσει οριστικά, η θέση μου ήταν πιο δύσκολη από ποτέ. Τι κι αν έκανα εγώ την χαρούμενη εκεί μπροστά του;
Κεφάλαιο 49
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου