4. Η Κλαίρη

Τελικά το βράδυ δεν τους ακολούθησα όπως επιτακτικά μου ζήτησαν το απόγευμα, αλλά δεν γινόταν να αποφύγω το επόμενο. Ο δε Στράτος έδειχνε αποφασισμένος να προσκαλέσει την Κλαίρη στην παρέα μας να πιει ένα ποτό μαζί μας, αν και ήξερε πολύ καλά ότι τελικά εκείνη θα το απέφευγε. Αλλά ο Στράτος παρέμενε… Στράτος και δεν θα το έβαζε κάτω και θα επέμενε μέχρι… τελικής χυλόπιτας! Προσπάθησα να δω την κατάσταση λίγο πιο ψύχραιμα. Λοιπόν, δεν με ενδιέφερε ο Στράτος. Αυτό ήταν γεγονός. Άρα το τι θα έκανε με την Κλαίρη δεν με αφορούσε. Σωστά; Σωστά! Όμως γιατί τελικά κάπου βαθιά μέσα μου με τσίμπαγε ελαφρώς αυτό που δεν με αφορούσε; Γιατί άραγε; Ένοιωθα λίγο πικραμένη όμως, γιατί τα προσωπικά μου πήγαιναν κατά διαόλου! Δεν υπήρξε ποτέ κάτι σταθερό κι αυτό με ενοχλούσε πολύ.
- Εσύ Μαρίνα τι λες;
Δεν καταλάβαινα γιατί ζητούσε την δική μου γνώμη! Καταλάβαινα ότι ήθελε μια επιπλέον φιλική άποψη στο θέμα, αλλά δεν ήμουν η κατάλληλη.
- Αν θες να φας τα μούτρα σου, όρμα! Τι με ρωτάς;
Δεν ήταν βέβαια η θετική απάντηση που περίμενε. Κοιταζόμουν στον καθρέπτη και συνέχιζα να χτενίζω μηχανικά τα μαλλιά μου. Εκείνος στεκόταν ακριβώς πίσω μου, με τα χέρια στις τσέπες κοιτώντας με, με παραπονεμένο βλέμμα σαν να έλεγε: «περίμενα να με υποστηρίξεις». Δεν είχα άλλη έννοια εγώ παρά να νοιάζομαι γι’ αυτόν! Η αλήθεια είναι ότι λίγο πριν είχε εισπράξει την αρνητική απάντηση του αδερφού μου στο σχέδιο του Στράτου να προσκαλέσει την Κλαίρη στην παρέα μας. Κι αυτό ήταν που τον απογοήτευσε. Και να που τώρα απογοητεύτηκε διπλά με την δική μου απάντηση. Προσπάθησα να αδιαφορήσω. Όσο μπορεί δηλαδή να αδιαφορήσει μια γυναίκα στην όμορφη παρουσία ενός ανθρώπου..., που θέλει να της είναι αδιάφορος! Ο αδερφός μου απ’ το διπλανό δωμάτιο προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει πως βιαζόταν πολύ κι ότι η κοπέλα δεν ήταν της μιας βραδιάς. Περίμενα να ακούσω την δικαιολογία του Στράτου, αλλά δεν βγήκε ο παραμικρός ήχος απ’ το στόμα του. Έστω να πει ένα: «όσο κρατήσει». Τίποτε! Ίσως οι απόψεις μας να τον είχαν βάλει σε σκέψεις αναθεωρώντας την δική του και ίσως αποφάσιζε να μην βιαστεί τελικά. Ο Γιάννης βγήκε στην αυλή και μας περίμενε. Ο Στράτος είχε σταθεί σε μιαν άκρη και με κοιτούσε όσο τελείωνα τις λεπτομέρειες της εμφάνισής μου… Εγώ δε, αδιαφορία! Αν και κάπου στο βάθος με γοήτευε το ότι με πρόσεχε!

Ξεκινήσαμε και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι θετικό, κάτι όμορφο, ώστε να μου φτιάξει την διάθεση και να μην δυσαρεστήσω τους συνοδούς μου. Δεν μπορούσα τελικά. Ένοιωθα μιαν εσωτερική πάλη μέσα μου για να μπορέσω να βγάλω την θετική μου διάθεση. Στο μυαλό μου επικρατούσε το χάος. Σαν κουβάρι μπερδεμένο ήταν. Ο Στράτος περπατούσε δίπλα μου, αμίλητος με ένα τσιγάρο στο χέρι. Έριξα μια πλάγια ματιά και έπιασα την αμηχανία στο πρόσωπό του. Άραγε αναρωτιόταν αν θα πήγαινε καλά με την Κλαίρη απόψε; Ή να μην την πίεζε τελικά και να της έδινε μια μικρή πίστωση χρόνου; Ή μήπως κάτι άλλο τον βασάνιζε; Που και που μου έπιανε την κουβέντα, έτσι για να σπάσει η απόλυτη σιγή της διαδρομής μας. Η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο από μια κουραστική επανάληψη: έβρισκε την περιοχή όμορφη, αισθανόταν πιο χαλαρός απ’ την βαβούρα της πόλης και τις υποχρεώσεις. Άραγε, ποιες υποχρεώσεις; Ζούσε με τους γονείς του, εργαζόταν στο καθαριστήριό τους, έτρεχε σε καμιά αγγαρεία και συνήθως ξημεροβραδιαζόταν σε κάνα μπαράκι με τις παρέες του! Κατά τ’ άλλα… υποχρεώσεις! Μου φάνηκε τόσο αστεία η λέξη που έβγαινε απ’ τα χείλη του και κρατήθηκα να μην γελάσω. Μόνο και μόνο για να μην τον κάνω να αισθανθεί άσχημα! Και χαλαρός επειδή θα πρότεινε στην Κλαίρη να έρθει στην παρέα μας για ένα ποτό; Τον κοίταξα και σκέφτηκα πως με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα του έριχνα έναν κουβά με παγωμένο νερό, για να συνέλθει! Βημάτιζα πιο αργά και τον άφησα να με προσπεράσει. Τον κοίταζα και αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που με έκανε να τον απεχθάνομαι. Που με έκανε να τον αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Και να που τώρα βρισκόμουν σε διακοπές μαζί του. Άλλος θα έλεγε ότι «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος». Κάτι μου έλεγε ότι εκείνος θα διασκέδαζε το γεγονός ότι θα ήμουν η παρέα του 24 ώρες το 24ωρο! Δεν ξέρω πως θα κατάφερνα να το αντέξω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα μου φαινόταν αιώνας μέχρι να ‘ρθει η στιγμή του αποχωρισμού. Του οριστικού αποχωρισμού. Στην σκέψη αυτή ένιωσα μια τσιμπιά μέσα μου.
Κοίταζα την πλάτη του κι ήταν σαν να έβλεπα τον Γιώργο. Ήταν η ψευδαίσθηση της επιθυμίας για κάτι που δεν θα είχα ποτέ μου. Και βασάνιζα το μυαλό μου για κάτι που είχε τελειώσει, αλλά ποτέ δεν είχε αρχίσει! Ήμουν πολύ μπερδεμένη, μα πάρα πολύ!
- Δεν μπορώ να καταλάβω ρε Μαρίνα τι συμβαίνει με σένα!
Άκουσα σε μια στιγμή τον αδερφό μου που ήρθε πλάι μου, με το ποδήλατο. Εκείνος είχε πάρει το ποδήλατο μιας και είχε τραυματίσει το πόδι του κι εγώ με τον Στράτο ακολουθούσαμε πεζή. Τον κοίταξα κι η αλήθεια είναι ότι ήθελα να αποφύγω να του απαντήσω. Τι να του πω άλλωστε;
- Δεν συμβαίνει τίποτε. Απλά η διάθεση μου δεν είναι καλή.
Είπα και τους προσπέρασα διακριτικά για να μην δουν ένα δάκρυ που έσκαγε στην άκρη του ματιού μου. Ήθελα να αποφύγω την κριτική και των δύο για την αδικαιολόγητη συμπεριφορά μου. Ήμουν μόνη μου κι έπρεπε να παλέψω μόνη μου!


Όταν φτάσαμε στο κάμπινγκ, το πρώτο πράγμα που έκαναν οι συνοδοί μου ήταν να χαιρετήσουν την ξακουστή πια Κλαίρη στην ρεσεψιόν. Προσπέρασα ρίχνοντας το βλέμμα μου επάνω της. Όντως ήταν μια συμπαθητική παρουσία εκεί, με καστανόξανθα σπαστά καρέ μαλλιά και γαλανά μάτια. Είχε όμορφο χαμόγελο, αλλά με αρκετά τυπική συμπεριφορά. Κάτι που άλλος θα θεωρούσε κάπως, αλλά τελικά είχε να κάνει με την δουλειά της και μόνο. Έδειχνε ευγενική, εξυπηρετική κι αρκετά τυπική. Κι ο Στράτος έμεινε εκεί. Κολλημένος στην ρεσεψιόν χαζεύοντας προσπέκτους. Ο Γιάννης του είπε ότι πηγαίναμε στην μπάρα για ποτό κι εκείνος είπε ότι θα ερχόταν σε λίγο.
Είχαμε πέσει στην ώρα του φαγητού μάλλον. Όλα τα τραπέζια που ήταν διάσπαρτα και χαμηλά στην μπάρα ήταν γεμάτα από κόσμο που έτρωγαν το βραδυνό τους. Το δε σελφ σέρβις είχε ουρά. Μάλλον ήμασταν οι πρώτοι πελάτες του μπαρ και μάλιστα η απογευματινή βάρδια ετοιμαζόταν να παραδώσει στην νυχτερινή. Καθίσαμε σε μια μεριά κοιτώντας προς την ρεσεψιόν. Μάλλον εγώ ήθελα να βλέπω προς τα εκεί. Δεν ξέρω γιατί το έκανα και τι περίμενα να δω. Το σίγουρο ήταν ότι ήθελα να βλέπω τις αντιδράσεις του Στράτου:
- Πως σου φάνηκε η Κλαίρη; Με ρώτησε ο Γιάννης.
- Καλή. Αρκετά καλή. Κι απ’ ότι βλέπω ούτε που να φτύσει τον Στράτο. Απάντησα και είχα καρφώσει το βλέμμα μου απέναντι.
- Ξέρεις τώρα! Ο Στράτος είναι να μην κολλήσει κάπου!
«Το ξέρω! Πως δεν το ξέρω» σκέφτηκα και μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα του που χθες το μεσημέρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του από επάνω μου.
- Τσάμπα κόπος.
Ψιθύρισα βλέποντας τον εκεί απέναντι να ‘χει πάρει απολογητικό ύφος. Πολύ θα ήθελα να μην καταφέρει τίποτε. Θα το ευχαριστιόμουν. Με ενοχλούσε ο τρόπος που χρησιμοποιούσε. Σαν να έλεγε ότι αν ρίξεις δόλωμα, πάντα τσιμπάει το ψάρι. Αμ, δε! Η αλήθεια είναι ότι με ενοχλούσε αυτό του το παιχνίδι. Και δεν μπορούσα να το πω και στον Γιάννη. Φίλοι ήταν και σίγουρα θα με απόπαιρνε. Και τι δικαίωμα είχα άλλωστε; Υπήρχε λόγος να με ενοχλεί εμένα για το τι έκανε ο Στράτος;

Το μπαρ άρχισε να γεμίζει από κόσμο. Και μάλιστα ωραίο κόσμο. Τα μάτια μου έκαναν διαδρομές θαυμάζοντας τις όμορφες ανδρικές παρουσίες που σιγά-σιγά έπιαναν τις θέσεις τους στο μπαρ. Παράγγειλα απ’ την μπαρ-γούμαν το πρώτο ποτό μου και μαζί με μένα το ίδιο έκανε κι ο Γιάννης, βρίσκοντας την ευκαιρία να της πιάσει κουβέντα. Κοίταζα περίεργα τον αδερφό μου γιατί δεν ήξερα ότι ήταν τόσο κοινωνικός και να παίρνει το θάρρος να μιλήσει σε κάποιον μπαρ-μαν ή σερβιτόρο, ας πούμε, λες και τον ήξερε από χθες! Μας έφερε τα ποτά κι ο Γιάννης συνέχισε την κουβέντα μαζί της. Δεν έδωσα σημασία. Ήπια την πρώτη γουλιά και το αυτί μου έπιασε μόνο την φωνή του Γιάννη να την αποκαλεί Τασούλα. Εγώ είχα κολλήσει το βλέμμα μου στην ρεσεψιόν. Κοίταζα τον Στράτο που μιλούσε με την Κλαίρη και που καμιά φορά έριχνε καμιά ματιά στο προσπέκτους που είχε στα χέρια του. Προς την δική μας πλευρά όμως ούτε ένα βλέμμα δεν έριξε. Ενοχλήθηκα!
- Καλησπέρα! Άκουσα μια αντρική φωνή προς το μέρος μας.
Μμ! Ναι τελικά, συμφωνούσα με την εμμονή του Στράτου ότι το κάμπινγκ έχει ωραίο κόσμο! Ήταν μελαχρινός με κατάμαυρα μάτια και ένα υπέροχο κάτασπρο χαμόγελο. Είχε πλησιάσει προς το μέρος μας και χαιρέτησε τον Γιάννη. Συνειδητοποίησα ότι μόλις είχε γίνει η αλλαγή βάρδιας στο μπαρ. Τώρα είχα κάποιον λόγο να απασχολώ με κάτι ενδιαφέρον και τα δικά μου μάτια! Γύρισα και κοίταξα τον Γιάννη που κι εκείνος ανταπέδωσε με την σειρά του τον χαιρετισμό και περίμενα να κάνει τις ανάλογες συστάσεις. Δεν πρόλαβε όμως:
- Καλησπέρα! Βασίλης! Μου είπε ο μπαρ-μαν και μου άπλωσε το χέρι.
- Χάρηκα! Μαρίνα! Του είπα δειλά και του έδωσα το δικό μου χέρι.
Κοίτα να δεις τι μπορεί να πάθεις ξαφνικά! Όταν ο Βασίλης γύρισε στην δουλειά του, τότε βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Γιάννη για τα σχετικά. Μου είπε πως τον γνώρισαν το πρωί που έπιναν τον καφέ τους αρχίζοντας βέβαια την κουβέντα ο Στράτος, όπως κι έκανε το ίδιο και με την Τασούλα. Απόρησα! Και την Τασούλα; Έριχνε παντού δολώματα ο ασυνείδητος άντρας κι ότι έπιανε; Δεν ξέρω αλλά ένοιωσα έναν θυμό να το πω, μια οργή να την πω; Δεν ξέρω! Πάντως δεν ένιωσα καλά! Έστρεψα το βλέμμα μου στην ρεσεψιόν και στο πρόσωπό του διαγραφόταν η απογοήτευση. Προφανώς η Κλαίρη απέφευγε το δόλωμα. Δεν ήξερα αν ήθελα κατά βάθος να γελάσω με αυτό που έβλεπα ή να πάω να τον παρηγορήσω και να του πω ότι υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές! Ο δε Βασίλης τακτοποιούσε το μπαρ και με κάθε ευκαιρία μου έριχνε κλεφτές ματιές. Όταν τον έπιανα, εκείνος μου χαμογελούσε! Η αλήθεια είναι ότι το διασκέδαζα. Ναι όντως! Είχα ξεχάσει προσωρινά το μαύρο μου χάλι! Όση ώρα ο Βασίλης πηγαινοερχόταν απ’ το μπαρ στο εστιατόριο για να φέρει παραμάνες με καθαρά ποτήρια και να τακτοποιήσει τα πάντα, βρήκα την ευκαιρία να κολλήσω τα μάτια μου στον Στράτο. Τώρα έδειχνε αμίλητος, σκεπτικός, απογοητευμένος και κάπνιζε έχοντας το βλέμμα του μακριά απ’ την Κλαίρη! Αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν. Κάτι τον απασχολούσε. Μήπως έψαχνε τρόπο να πείσει την Κλαίρη; Ή κάτι άλλο είχε στο μυαλό του που τον βασάνιζε; Η στάση της Κλαίρης έδινε εν μέρει την απάντηση: αδιαφορούσε κι απέφευγε τον Στράτο με τον τρόπο της. Έδινε σημασία στην δουλειά της και εξυπηρετούσε τους πελάτες κι επισκέπτες, μιλούσε τακτικά στο τηλέφωνο, έκανε εγγραφές ή ενημέρωση στον υπολογιστή της και καμιά φορά έπιανε την κουβέντα με την διπλανή συναδέλφισσα της. Εκείνη την στιγμή ένιωσα να θυμώνω μαζί της, με την όλη συμπεριφορά της. Ο Στράτος της προσφερόταν στο πιάτο! Κι αυτή… Ήθελα να ‘ξερα εκείνος δεν καταλάβαινε ότι τον γελοιοποιούσε με αυτή της την συμπεριφορά; Με την αδιαφορία της; Γιατί ακόμη κι αν ήταν τυπική στην δουλειά της και δεν ήθελε να έχει επαφές με τους επισκέπτες πέραν αυτής, θα μπορούσε να του πει: «σε ευχαριστώ, αλλά δεν θα μπορέσω». Η αλήθεια είναι ότι στην πορεία διαπιστώσαμε πως η Κλαίρη ήταν το μοναδικό παγόβουνο του προσωπικού στο κάμπινγκ, γιατί όλοι οι υπόλοιποι είχαν αποκτήσει ή επιδίωκαν να αποκτήσουν οικειότητα με κάθε επισκέπτη ή πελάτη. Κάτι που ήταν υπέρ της επιχείρησης, αλλά και των ίδιων των υπαλλήλων. Σίγουρα η Κλαίρη θα αντιμετώπιζε καθημερινά δεκάδες Στράτους, αλλά μάλλον δεν είχε τον τρόπο να τους απομακρύνει αν δεν ήθελε την όποια επαφή με κάποιον! Βλέποντας την εικόνα τους εκεί στην ρεσεψιόν ένοιωσα να νευριάζω! Κουνούσα το πόδι μου επάνω στο σκαμπό από νεύρα και ήθελα εκείνη την στιγμή να πάω να αρπάξω τον Στράτο απ’ το χέρι και να τον ταρακουνήσω για να ξυπνήσει. Δεν έβλεπε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα να την πείσει να την κεράσει έστω ένα σφηνάκι; Γέλασα στην σκέψη εκεί στα νεύρα μου επάνω και αναθεώρησα. Δεν ήταν σωστό να κάνω το οτιδήποτε. Δεν με αφορούσε. Λυπόμουν μόνο να τον βλέπω να ‘χει αυτό το θλιμμένο βλέμμα! Περιέργως κάτι με πονούσε σε αυτό:
- Νομίζει πως έτσι θα ξεχάσει την Τόνια. Έδωσε την απάντηση στις σκέψεις μου ο αδερφός μου.
- Την Τόνια; Ποια είναι η Τόνια; Τον ρώτησα κι έστρεψα το βλέμμα μου ασυναίσθητα στον Βασίλη που εκείνη την στιγμή γέμιζε με ποτά τα ράφια του κορμού στο κέντρο του μπαρ.
- Η κοπέλα που τα είχε. Είπε με αφέλεια ο αδερφός μου.
Δεν είχα ακούσει ποτέ ότι είχε κάποια σχέση τελευταία. Δεν ήθελα να το πιστέψω πως είχε κάτι μόνιμο. Δεν έδειχνε να ‘ναι ο άνθρωπος που θα ‘χε κάτι σταθερό. Μου ήταν αδιανόητο. Σαν επιστημονική φαντασία. Σαν ανέκδοτο.
- Ήταν αρκετό καιρό μαζί; Ρώτησα τον Γιάννη περίεργη.
- Κάτι μήνες! Μάλιστα θεωρούσε σοβαρή την σχέση αυτή. Του στοίχησε που χώρισαν.
- Οριστικά;
- Απ’ ότι δείχνει.
Δεν έκανα παραπάνω ερωτήσεις. Αν και το κουτσομπολιό εκείνη την στιγμή το σήκωνε ο οργανισμός μου. Σοβαρή σχέση λοιπόν! Είδες; Ακόμη κι αυτοί που δεν θέλεις να τους δίνεις σημασία, έχουν σοβαρές σχέσεις. Όμως… Κοίτα να δεις τώρα! Αν όντως αλήθευαν αυτά που μου είπε ο Γιάννης, τότε εγώ κι ο Στράτος περνούσαμε ταυτόχρονα παρόμοια συναισθηματική κατάσταση. Εκείνος όμως δεν έδειχνε να πονά. Όμως στο μυαλό μου δεν χωρούσε πως είχε κάποια σχέση. Ξανακοίταξα στην ρεσεψιόν. Είχε χαθεί από απέναντι. Τα μάτια μου τον αναζήτησαν ολόγυρα. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει εκείνη την στιγμή και κοίταζα απεγνωσμένα μες τον κόσμο να τον βρω. Ξανακοίταξα στην ρεσεψιόν. Έλειπε κι η Κλαίρη. Θύμωσα. Δεν ξέρω γιατί θύμωσα. Αλλά θύμωσα! Παράγγειλα στον Βασίλη να μου φέρει άλλο ένα ποτό. Μου το ετοίμασε αμέσως. Μου το πρόσφερε χαμογελαστός, ρωτώντας με πόσο θα μέναμε για διακοπές. Δεν πρόλαβα να του απαντήσω κι εκείνη την στιγμή ήρθε και χώθηκε ανάμεσα σε μένα και στον Γιάννη ο Στράτος. Κοίταξα στην ρεσεψιόν. Η Κλαίρη μάλλον δεν είχε βγει από εκεί, γιατί στεκόταν σε μιαν άκρη και μόλις και μετά βίας διακρινόταν, που τακτοποιούσε διάφορα έγγραφα στα ντοσιέ.
- Πως πήγε; Τον ρώτησα.
Με αγωνία περίμενα να μου απαντήσει ότι δεν πήγε καλά. Και ήθελα να ‘ταν έτσι!
- Καλά πήγε! Απάντησε κι άναψε αμέσως ένα τσιγάρο.
- Α! Μάλιστα!
- Την προσκάλεσα να ‘ρθει να πιει ένα ποτό μαζί μας, μόλις τελειώσει η βάρδια της.
Εγώ γιατί ένοιωθα ξαφνικά παρείσακτη; Γιατί ένοιωθα να με ενοχλεί το ενδεχόμενο της εμφάνισης της Κλαίρης στην παρέα μας;
- Και τόση ώρα στεκόσουν εκεί για να της πεις για το κέρασμα; Ρώτησα ενοχλημένα.
Πειράχτηκε. Ξεφύσησε τον καπνό του και έστριψε το πειραγμένο βλέμμα του επάνω μου:
- Μην περιμένεις. Του απάντησα και τον κοίταξα μες τα θυμωμένα μάτια του.
Ήθελα να του σπάσω τα νεύρα. Η αλήθεια είναι αυτή. Όπως έσπαζε κι εκείνος τα δικά μου. Με ενοχλούσε να υποτιμά την νοημοσύνη μας. Μου ήταν αδιανόητο να πονά λόγω της Τόνιας κι εκείνος να δείχνει ότι δεν τρέχει τίποτε και πως όλα ήταν καλά. Λέγε με Κλαίρη! Ένοιωθα το βλέμμα του επιβλητικό επάνω μου, αλλά απέφευγα να τον αντικρίσω και προτίμησα να κοιτάζω τον Βασίλη που ήταν μες το κέφι και χόρευε με τον ρυθμό της μουσικής που είχε βάλει εκείνη την ώρα.
- Και γιατί να μην περιμένω; Ρώτησε ήρεμα ο Στράτος.
- Το ότι όση ώρα στεκόσουν εκεί κι εκείνη αδιαφορούσε, δε σου έλεγε κάτι; Από μακριά φώναζε ότι την ενοχλούσες.
Του είπα και κάρφωσα το βλέμμα μου στα μάτια του σαν του έλεγα: «κοίτα με, είμαι κι εγώ εδώ». Ο αδερφός μου ήταν αμέτοχος σ’ αυτόν τον διάλογο. Έδειχνε λες και δεν καταλάβαινε τι γινόταν ή μάλλον δεν ήθελε να συμμετέχει!
- Βλακείες! Ανταπάντησε ο Στράτος.
- Πας στοίχημα, ότι δεν θα πατήσει εδώ; Τον προκάλεσα.
Η αλήθεια είναι ότι έπαιζα με τα νεύρα του εκείνη την στιγμή και ήμουν σίγουρη ότι αν είχε περισσότερο θάρρος απέναντί μου, θα με χαστούκιζε. Φαινόταν, γιατί κουνούσε νευρικά το πόδι του στο σκαμπό καθώς παράγγελνε το ποτό του στον Βασίλη. Δεν συνέχισα την κουβέντα για την Κλαίρη και ευχόμουν πια να μην εμφανιστεί. Μόνο και μόνο για να του αποδείξω ότι είχα δίκιο. Μόνο και μόνο για να του δείξω πως σε αυτόν τον γύρο τον νίκησα!

Η ώρα περνούσε. Η Κλαίρη δεν φαινόταν πουθενά κι ο Στράτος ήταν ανήσυχος. Με κοίταζε συνέχεια και υπήρχαν στιγμές που ακουμπούσε το πόδι του στο δικό μου. Ένοιωθα άβολα με αυτή την κίνηση του. Ένοιωθα στριμωγμένη. Και δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Ήθελα να ‘μουν άνετη, να ‘χω ελευθερία κινήσεων και δεν ήθελα να με αγγίζει κανείς. Πόσο μάλλον ο Στράτος. Αναρωτιόμουν αν ο αδερφός μου είχε καταλάβει το ενοχλητικό παιχνίδι του φίλου του κι απορούσα γιατί δεν αντιδρούσε. Έστω μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Σίγουρα θα σταματούσε ή θα έβαζε μέτρο σε όλο αυτό το σκηνικό: έπαιζε μαζί μου, με πείραζε, μου έλεγε βλακείες για να γελάω κι όσο αυτός έκανε τον καραγκιόζη, εγώ προσπαθούσα να κλέψω ένα χαμόγελο απ’ τον Βασίλη. Τελικά το ποτό με ζάλισε αρκετά κι ο δε Βασίλης μου χάρισε πάρα πολλά χαμόγελα. Τόσα που να μην σκέπτομαι ότι δίπλα μου ο Στράτος συνέχιζε το παιχνίδι του, προφανώς για να μου αποσπάσει ολότελα την προσοχή. Δεν με ενοχλούσε που έκανε χαζομάρες, δεν με ενοχλούσε που στρίμωχνε το πόδι του σε μένα, με ενοχλούσε όμως το γεγονός που δεν αναρωτιόταν πως θα το έπαιρνα εγώ και κυρίως που δεν σκεφτόταν τον φίλο του δίπλα του.
- Αν κανονίσουμε κάνα βράδυ να το περάσουμε στην παραλία, θα ‘ρθεις Βασίλη;
Άκουσα τον Στράτο κάποια στιγμή και η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει ότι κουβέντιαζαν κάτι τέτοιο. Ήδη ήμουν αρκετά ζαλισμένη για να καταλάβω τι έλεγαν. Όμως αυτό μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Έστρεψα το βλέμμα μου στον Βασίλη και περίμενα την απάντησή του. Ήθελα να ‘ρθει.
- Αν είναι και η Μαρίνα! Τον άκουσα.
Χαμογέλασα γιατί εκείνη την στιγμή έδινε την απάντηση που ήθελα να ακούσω. Ήταν κάτι σαν μαγεία. Να επιθυμείς να ακούσεις κάτι και ξαφνικά να το ακούς!
- Θα είσαι; Με ρώτησε και μου χάρισε εκείνο το κάτασπρο χαμόγελό του, που με είχε μαγέψει στην κυριολεξία!
- Θα είμαι! Του είπα χαμογελώντας και εκείνη ακριβώς την στιγμή ένοιωσα τον μηρό του Στράτου να κολλά ξανά επάνω στον δικό μου!
Ενοχλήθηκα και γύρισα και τον κοίταξα. Αναρωτιόμουν τι σκατά παιχνίδι επέμενε να παίζει. Δεν με κοίταξε καν, αλλά χαμογελούσε την στιγμή που κατέβαζε μια γουλιά απ’ το ποτό του. Ήταν η απάντησή του. Σαν να έλεγε: «είμαι κι εγώ εδώ».
- Τότε δεν μένει παρά να ορίσουμε την ημέρα. Πρότεινε ο Γιάννης.
- Θα περάσουμε όμορφα. Στο υπόσχομαι! Άκουσα ξαφνικά μες το αυτί μου αχνά την ζεστή ανάσα του Στράτου.
Γύρισα και τον κοίταξα κι εκείνη την στιγμή τράβηξε το πόδι του απ’ το δικό μου!


Κεφάλαιο 5