32. Ταξιδιάρικες σκέψεις!


Διανύαμε την περίοδο της αποκριάς. Όλοι οι σύλλογοι οργάνωναν χορούς και άλλοι έκοβαν τις βασιλόπιτες τους. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή την λογική. Να είναι Μάρτης κι οι άλλοι να κόβουν …πρωτοχρονιάτικες πίτες. Όπως και να ‘χε ήταν μια κάπως ευχάριστη ανάπαυλα για τους ρεπόρτερ που με μεγάλη χαρά… όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη! Τρέξε από δω, τρέξε από κει κι έβγαινε το μεσημεριανό μαγκαζίνο. Ήταν η περίοδος που και οι πολιτικοί ακόμη έτρεχαν σε αυτούς τους χορούς για να δηλώσουν το παρόν κι ας ήταν ορισμένοι σχεδόν ανύπαρκτοι και που πολιτεύονταν …επαγγελματικά! Και που δεν ήξεραν τι ήταν το ρουσφέτι, οι ερωτήσεις και επερωτήσεις στην βουλή, τι ήταν το νομοσχέδιο και προπάντων τι ήταν η συνεδρίαση της βουλής. Συνήθως κυκλοφορούσαν ψίθυροι πως ήταν μόνιμοι θαμώνες στο καφενείο της βουλής κι ότι απλά αν περνούσαν σε καμιά συνεδρίαση ήταν μόνο και μόνο μήπως ‘κατά λάθος’ η κάμερα κάποιου καναλιού τους καταγράψει και φανούν στην τηλεόραση για να θεωρηθεί ότι κάτι κάνουν! Οι χοροί για αυτούς ήταν το αποκορύφωμα της συμμετοχής!
Ήταν ένα διάστημα που έτρεχα ξωπίσω τους για να κλέψω καμιά δήλωσή τους και που πολύ ευχαρίστως έκαναν. Και να οι φωτογραφίες και να οι χαιρετούρες και να τα χαμόγελα. Και τέλος. Δεν χαλούσαν χατίρι σε κανέναν δημοσιογράφο!
Με είχε κουράσει αυτή η διαδικασία. Δεν έφτανε ότι έπρεπε πρωί-απόγευμα να τρέχω για το δελτίο και για την εκπομπή μου, είχε προστεθεί και βραδυνή βάρδια για να καλύπτω τους χορούς αυτούς. Μόνο και μόνο για να εξασφαλίζω τις δηλώσεις των πολιτικών που συνήθως ποτέ δεν βρίσκαμε στα τηλέφωνά τους!
Γύριζα στο σπίτι μου αποκαμωμένη κι αδύναμη να δουλέψω το ρεπορτάζ για την επόμενη μέρα, αλλά έπρεπε να ετοιμάσω υποχρεωτικά θέλοντας και μη! Αυτό που μου έδινε δύναμη να συνεχίσω ήταν το γράμμα του Στράτου που έβρισκα κάθε φορά στην θυρίδα μου να με περιμένει. Κι επιπλέον ένα γράμμα ακόμη απ’ τον Δημήτρη ο οποίος προτιμούσε να εκφράζεται μέσω της αλληλογραφίας παρά να γίνεται συνέχεια ενοχλητικός με τα τηλεφωνήματά του.


Σε κάθε γράμμα του ο Στράτος δεν ξεχνούσε να μου θυμίζει τους ενδοιασμούς του. Πίστευα πως θα τους ξεπερνούσε. Ίσως οι επισκέψεις του που και που στον αδερφό μου όποτε είχε έξοδο τον έκαναν να ξανασκέφτεται την σχέση μας. Όμως ξεχνούσε ότι υπήρχε μια τεράστια απόσταση μεταξύ μας. Πως λοιπόν αυτή η απόσταση εκμηδενιζόταν στο μυαλό του και ξαφνικά υπολόγιζε το τι θα πει ο αδερφός μου αν το μάθαινε. Κι από πού θα το μάθαινε; Αφού –τουλάχιστον όπως ήξερα εγώ- μόνο οι δυο μας ξέραμε τι είχαμε. Μήπως είχε μιλήσει και στους δικούς του για μας; Μα αν ήταν, δεν θα μου το έλεγε; Και γιατί να μου το κρύψει; Δεν θα έπρεπε να ξέρω κι εγώ ώστε να μην βρεθώ προ εκπλήξεων; Δεν μου είχε αναφέρει όμως το παραμικρό, ούτε καν σαν υπονοούμενο!
Ο Δημήτρης απ’ την άλλη έγραφε πάρα πολύ όμορφα. Και κάθε του πρόταση με έκανε να ξεχνάω τα ερωτηματικά που τριγύριζαν ώρες-ώρες στο μυαλό μου, με τους προβληματισμούς του Στράτου. Είχε καταφέρει να δέχομαι τα γράμματα του πια με ευχαρίστηση. Έπλαθε μαγικές εικόνες με μας τους δύο μαζί και ήθελε να τις κάνει πραγματικότητα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και πάντα κάθε του γράμμα έκλεινε με μια πρόσκληση: ‘θέλω να σε δω’. Και πάντα του απαντούσα: ‘θα το κανονίσουμε’. Προσπαθούσα να είμαι τυπική απέναντί του. Ήθελα απλά να γίνει ένας καλός φίλος και τίποτε παραπάνω, αλλά κάθε του γράμμα μου έκοβε την επιθυμία στα δυο. Ο Στράτος μου ήταν μακριά κι εγώ ήθελα να ζήσω την φαντασία του Δημήτρη. «Όχι όχι δεν γίνεται. Μαρίνα σύνελθε και μην επηρεάζεσαι» σκεφτόμουν κάθε φορά που άφηνα την φαντασία μου να ταξιδέψει στις εικόνες του Δημήτρη. Έκλεινα το γράμμα του αμέσως και το έκρυβα στα συρτάρια του γραφείου μου κι αμέσως ξαναδιάβαζα τα γράμματα του Στράτου κι επανερχόμουν. «Είσαι τόσο ηλίθια, να σκέφτεσαι κι άλλον μαζί; Ο Στράτος;». Και υπήρχαν στιγμές που ένοιωθα ενοχές. Μου έλειπε, δεν τον είχα κοντά μου κι ο Δημήτρης ήταν μια ανάσα δίπλα μου. Ένα τηλεφώνημά μου περίμενε και θα ήταν αμέσως κοντά μου. Έπρεπε να φύγω.
Ήθελα να βρω έναν τρόπο να ταξιδέψω στην Ρόδο. Ήθελα να πάω να τον βρω στο στρατόπεδο, να του κάνω έκπληξη. Έπρεπε να βρω τον τρόπο, ώστε και να με αφήσουν απ’ την δουλειά, αλλά και να φτάσω νωρίτερα πριν το μάθει ο Γιάννης. Γιατί αν μάθαινε ότι θα κατέβαινα στο νησί, θα ερχόταν στο λιμάνι για να με πάρει και να πάμε σπίτι του αμέσως κι εγώ θα έπρεπε να ξεχάσω την επίσκεψη μου στον Στράτο. Και πώς να έλεγα στον αδερφό μου ότι στην ουσία το ταξίδι μου αυτό ήταν αποκλειστικά για τον φίλο του κι όχι για τον ίδιο; Πονοκέφαλος! Θα έπρεπε να το μελετήσω καλύτερα και πιο προσεκτικά αυτό μου το ταξίδι, αν τα κατάφερνα!


Έβγαλα απ’ το συρτάρι μου μια φωτογραφία του με την στολή του. Ήταν τόσο όμορφος και τον λάτρευα και μου έλειπε απίστευτα. Εκείνο το βράδυ στον ‘Άδωνη’ απλά φύγαμε αγκαλιά χωρίς να καταλήξουμε κάπου. Ήθελα τόσο πολύ να περάσουμε την βραδιά μας μαζί, αλλά έπρεπε να χωρίσουμε. Την άλλη μέρα θα έπρεπε να ήταν στο πόδι πολύ πρωί για να φύγουν με τον πατέρα του στο χωριό του για δουλειά. Φιληθήκαμε τρυφερά στα μισά του δρόμου και χωρίσαμε. Δεν του μίλησα για το πώς αισθανόμουν. Πίστευα πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να το κάνω. Ίσως κι εγώ να είχα ξεγελάσει τον εαυτό μου κι αυτό που νόμιζα αγάπη, να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα απωθημένο για τα ερωτηματικά μου που είχαν προκύψει στις διακοπές μας. Χωρίσαμε στα μισά του δρόμου και γύρισα και τον κοιτούσα και ένοιωθα απερίγραπτα. Ήθελα να τρέξω κοντά του. Δεν άντεξα και τον φώναξα. Γύρισε και μου χαμογέλασε. Του έστειλα ένα φιλί με το χέρι μου, εκείνος έκανε ότι το έπιασε από ψηλά να μη του ξεφύγει και το έβαλε στο στόμα του. Έκανε το ίδιο κι εκείνος σε μένα μονό που εγώ το έπιασα και το έβαλα στην καρδιά μου. Του χαμογέλασα και τον άφησα να χαθεί στο σκοτάδι εκείνο το βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ. «Σ’ αγαπώ» σκέφτηκα κι όταν χάθηκε κι η σκιά του γύρισα κι εγώ να πάω στο σπίτι μου διώχνοντας την απογοήτευση κι αφήνοντας να με αγκαλιάσει η μαγεία που είχαμε ζήσει νωρίτερα μες τα ερωτικά φιλιά μας.




Κεφάλαιο 33