40. Ζήλεια

Αν εγώ συναισθηματικά ήμουν ακόμη χάλια, δεν χρωστούσε τίποτα ο καθένας να χαστουκίζεται απ’ την συμπεριφορά μου! Αχ Λάμπη! Ευτυχώς και είχε ξεπεράσει πολύ σύντομα τον θυμό του απ’ το χαστούκι που είχε εισπράξει από μένα. Μέρα με την μέρα άλλαζε και γινόταν όλο και πιο φιλικός και κάποια στιγμή –τελικά- το ‘κυρία Θεοδώρου’ μετατράπηκε και πάλι σε ‘Μαρίνα’! παρά την καλή διάθεση που είχε ο Λάμπης να κερδίσει και πάλι την φίλη που είχε για λίγο, εγώ ήμουν αρκετά συγκρατημένη απέναντί του κι απόμακρη. Αφιέρωνα τον περισσότερο χρόνο μου στην δουλειά και λιγότερο με ενδιέφεραν οι επαφές με τους υπόλοιπους συναδέλφους. Για να απασχολώ το μυαλό μου ασχολιόμουν αρκετά με την εκπομπή μου και δημιουργούσα αφιερώματα σε τραγουδιστές που απαιτούσαν αρκετό χρόνο προετοιμασίας τόσο για την συλλογή βιογραφικών στοιχείων τους όσο και το ψάξιμο για την δισκογραφία τους όλη ή σχεδόν όλη. Επιπλέον είχα δεχθεί να βοηθάω και τον Μάνο στην πρωινή εκπομπή του, έχοντας την μουσική επιμέλεια και αυτό όταν το πρωί δεν είχα τρέξιμο για να καλύψω κάτι έκτακτο. Επίσης είχα αναλάβει και την μουσική επιμέλεια των διαφημιστικών σποτς κι αυτό όποτε μου το ζητούσαν κάποιοι διαφημιστές του ραδιοφώνου ή ακόμη έγραφα τα κείμενα των διαφημιστικών. Γενικώς πια δεν άφηνα να πηγαίνει οποιαδήποτε προσφορά χαμένη. Είχα δεχθεί ακόμη και τις προσφορές του Γιώργου. Βοηθούσα στην εκπομπή του και επιπλέον είχα αναλάβει –όταν δεν είχα να κάνω κάτι- να φτιάχνω τα διαφημιστικά προγράμματα. Δουλειά. Πολύ δουλειά. Το ήθελα. Το είχα ανάγκη. Δεν ήθελα να αφήνω παραμικρό δευτερόλεπτο να πηγαίνει χαμένο. Αν το έκανα, θα ένοιωθα χαμένη η ίδια. Δεν ήθελα με τίποτε να σκέφτομαι. Ήθελα να αποβάλω απ’ το μυαλό μου την παραμικρή ανάμνηση που είχα με τον Στράτο. Όσο μπορούσα.
Τα πράγματα στο ραδιόφωνο άρχιζαν να αλλάζουν. Ανακατατάξεις επί ανακατατάξεων. Και ξαφνικά δεν κατάλαβα πως έγινε και βρέθηκα να είμαι υπεύθυνη αρχισυντάκτρια για τα δελτία ειδήσεων του Σαββατοκύριακου. Ο Μάνος είχε λάβει την οριστική απόφαση μετά τις απολύσεις δύο συναδέλφων. Η ανάγκη να καλυφθούν τα κενά που είχαν αφήσει, ήταν άμεση κι εγώ βολικότατη μιας και δεχόμουν την οποιαδήποτε προσφορά για επιπλέον δουλειά στο ραδιόφωνο.
Περνούσε ο καιρός και δεν είχα καταλάβει πως περνούσε. Νύχτωνε ξημέρωνε και πολλές απ’ τις ώρες μου τις περνούσα στο ραδιόφωνο. Γυρνούσα σπίτι. Ένοιωθα ότι οι τοίχοι με πλάκωναν. Έφευγα. Πήγαινα γυμναστήριο και ξαναγυρνούσα. Και ξανάφευγα. Για το ραδιόφωνο. Κι επέστρεφα στο σπίτι μου πολύ αργά το βράδυ σχεδόν ξημέρωμα, να κοιμηθώ εντελώς αποκαμωμένη και εξαντλημένη απ’ την κούραση στην δουλειά και στο γυμναστήριο. Η εξάντληση δεν με άφηνε να σκέφτομαι και αποκοιμιόμουν πολλές φορές στον καναπέ μου και το ίδιο πρόγραμμα συνεχιζόταν την επόμενη μέρα. Οι περισσότεροι πια ήξεραν πως αν δεν με έβρισκαν στη μια μεριά θα με έβρισκαν στην άλλη. Αν όχι στο σπίτι και στο ραδιόφωνο, στο γυμναστήριο σίγουρα. Και με βρήκε. Είχε το θράσος και ήρθε να με βρει. Κατέβηκα τα σκαλιά του γυμναστηρίου λίγο πριν την έξοδο και τον είδα μέσα απ’ την τζαμαρία να κόβει βόλτες πάνω-κάτω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ξαφνικά ένοιωσα ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Είχα ακινητοποιηθεί και δεν ήξερα τι να κάνω. Να τον αντιμετωπίσω ή να αναζητήσω την ‘πίσω πόρτα’ του γυμναστηρίου; Κάπνιζε νευρικά. Το βλέμμα του ήταν χαμένο. Γιατί είχε έρθει; Τι ήθελε; Μα δεν είχαμε τελειώσει; Έμεινε κάποιος λογαριασμός μεταξύ μας που δεν κλείσαμε και ξέχασα; Το σίγουρο πια ήταν ότι δεν μπορούσα να τον αποφύγω. Αν δεν τον αντιμετώπιζα τώρα σίγουρα θα με αναζητούσε στους γονείς μου ή στην δουλειά ή στο σπίτι μου σαν απρόσμενος επισκέπτης! Πήρα την απόφαση ότι έπρεπε να βγω και να τον αντιμετωπίσω είτε μου άρεσε είτε όχι:
- Καλησπέρα! Έτσι αργείς πάντα κι εγώ ξεροσταλιάζω εδώ έξω; Είπε με χαμόγελο.
Το χαμόγελο εκείνο που σου δίνει να καταλάβεις ότι για εκείνον δεν είχε συμβεί τίποτε. Ότι όλα ήταν απλά ένα όμορφο όνειρο με ατυχές τέλος. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο, τον κοίταξα μόνο για να καταλάβει ότι η παρουσία του με πονούσε και δεν ήθελα να τον βλέπω. Τον προσπέρασα και συνέχισα τον δρόμο μου για το σπίτι.
- Μαρίνα γιατί δεν μου μιλάς; Απόρησε καθώς με ακολουθούσε.
Αλήθεια τι σκατά γύρευε εδώ πάλι; Πάλι είχε πάρει άδεια; Τι γινόταν; Δεν είχα μάθει πια άλλα νέα του. Ακόμη κι ο Γιάννης όταν καμιά φορά μου έκανε κουβέντα για τον φίλο του στο τηλέφωνο, άλλαζα θέμα σε κάτι άσχετο. Δεν με αφορούσε να μαθαίνω τίποτε. Ούτε καν σαν φίλη. Γύρισα και το κοίταξα θυμωμένη:
- Τι γυρεύεις εδώ; Τον ρώτησα.
- Ήθελα να σε δω. Σε πεθύμησα και ήρθα να σε δω.
Πόσο ψεύτης! Με ‘πεθύμησε’. Ποιος ξέρει τι σκατά γινόταν στο κεφάλι του. Ποιος ξέρει αν ένοιωθε άβολα με τις ‘συγγνώμες’ του και δεν ήθελε να βεβαιωθεί ότι εγώ ήμουν εντάξει; Ότι δεν πονούσα; Κι ότι όντως αντιμετώπιζα την κατάσταση με δύναμη, ότι την είχα δεχθεί όπως του είχα γράψει σε ένα γράμμα μου, πως ότι κι αν αποφάσιζε στην ζωή του εγώ θα το δεχόμουν και θα τον στήριζα. Αλλά πια δεν είχα δύναμη για το παραμικρό. Δεν μπορούσα να το δεχτώ και τελικά ήμουν πολύ ψεύτρα με τον εαυτό μου.
- Ωραία! Με είδες. Καλά να περνάς.
Είπα και προχώρησα. Όσο με ξετρέλαινε η παρουσία του, άλλο τόσο την μισούσα.
- Δεν καταλαβαίνω την συμπεριφορά σου! Τον άκουσα πίσω μου να μου μιλά δυνατά.
Κοντοστάθηκα. «Κοίτα τώρα που θα μου ζητήσει και τα ρέστα» σκέφτηκα. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα:
- Αυτή είναι και σε όποιον αρέσει. Του απάντησα και συνέχισα να προχωράω.
- Δεν είναι αυτή. Μαρίνα στάσου. Μου φώναξε.
Στάθηκα. Όχι γιατί μου το ζήτησε, αλλά γιατί έπρεπε να δώσω ένα οριστικό τέλος.
- Γιατί με αποφεύγεις; Με ρώτησε όταν με πλησίασε κοιτώντας με στα χείλη και μετά στα μάτια.
- Δεν είναι καλύτερα έτσι; Του είπα. Στα μάτια του έβλεπα την αλήθεια.
Ήταν μπερδεμένος. Και σίγουρα μετανοιωμένος. Σίγουρα θα είχε αναρωτηθεί πολλές φορές πως τα είχε καταφέρει έτσι και με είχε πληγώσει. Σίγουρα η συνείδησή του, του έλεγε ότι δεν άξιζα να με πληγώσει.
- Για μένα όχι. Είσαι φίλη μου. Η πιο καλή μου φίλη.
Δεν είχε τον Θεό του. Τρέλαινε ακόμη και τρελό. Τον κοίταζα, γιατί ήταν πολύ μεγάλος ψεύτης. Το βλέμμα του άλλα μου έλεγε. Θύμωσα:
- Καλή σου φίλη, ε; Από πότε; Έτσι ξαφνικά σου ήρθε επιφοίτηση πνεύματος; Άκου Στράτο, για μένα δεν αξίζουν οι άνθρωποι που δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους και που βάζουν την ουρά στα σκέλια και που με ένα σημείωμα, ξεκαθαρίζουν τα πάντα. Με ένα ‘συγγνώμη’.
Ήμουν σίγουρη ότι δεν περίμενε πως θα τον αντιμετώπιζα έτσι. Με κοίταζε με ορθάνοιχτα τα μάτια, σαν μην περίμενε να ακούσει ποτέ αυτά που του είπα. Και δεν καταλάβαινα πως βρήκα την δύναμη να του πω ότι του είπα. Με άκουγε άναυδος κι έκπληκτος. Τον άφηνα να στέκεται και να μην μπορεί να βρει μια απάντηση να μου δώσει. Δεν με ένοιαζε. Ένοιωσα ότι είχα αλαφρώσει. Ήταν λες και τα λόγια μου ήταν ένα χαστούκι που έπρεπε να το εισπράξει την στιγμή που έπρεπε. Τον άφηνα να με κοιτάζει ψάχνοντας μάλλον να βρει απάντηση. Ήθελα να τον κάνω να νοιώσει όπως ακριβώς αισθανόμουν εγώ. Έβγαλα έναν στεναγμό ανακούφισης και προχώρησα στον δρόμο μου για την επιστροφή στο σπίτι. Κατά περίεργο τρόπο ένοιωθα το βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου. Όσο κι αν ήμουν τελικά απότομη απέναντί του άλλο τόσο συνειδητοποίησα ότι με πονούσε κι ένα δάκρυ το άφησα να κυλήσει. Δεν ήταν εύκολο τελικά να τον αποβάλω απ’ την καρδιά μου, πόσο μάλλον να του πω ‘φύγε’. Το δάκρυ έγινε δάκρυα και τελικά δεν μπορούσα να δω τίποτε μπροστά μου απ’ την θολούρα μου. Στάθηκα να σκουπίσω τα μάτια μου κι άκουσα τα βήματα του να με ακολουθούν και να στέκεται κι αυτός δίπλα μου. Σαν πεισματάρης σκύλος που παρά τον θυμό του αφεντικού εκείνος το ακολουθεί περιμένοντας ένα κόκαλο συγχώρεσης! Δεν άντεχα. Η παρουσία του δίπλα μου με τύλιγε. Δεν γινόταν να την αποφύγω. Υπήρχαν άλλωστε τόσα αναπάντητα ερωτηματικά στο μυαλό μου που ήθελα να πάρω τις απαντήσεις τους. Γύρισα και τον κοίταξα και του πέταξα το κόκαλο:
- Κερνάω καφέ.
Αμέσως σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα του φωτίστηκε. Ίσως να θεώρησε πως έτσι με κέρδισε. Πως έτσι ξαφνικά είχε περάσει ο θυμός μου και είχα αφήσει το πρόσφατο παρελθόν μας πίσω. Πώς να πεις άλλωστε: ‘δεν πειράζει, ήταν ένα αποτυχημένο πείραμα’; Τουλάχιστον όταν την πρώτη φορά δεν υπάρχει αποτέλεσμα, κάνεις την έρευνα σου και ξαναδοκιμάζεις. Κι εμείς δεν θα είχαμε αυτή την δεύτερη ευκαιρία. Το ένοιωθα. Προχωρούσαμε δίπλα-δίπλα και τον άκουγα να μου μιλάει για την τωρινή του σχέση. Μου μίλησε για πράγματα που ήδη μου τα είχε μεταφέρει στο τελευταίο του γράμμα. Δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε αυτό. Δεν μου άρεσε να τον ακούω να μου μιλάει για εκείνη. Με πονούσε. Αυτό που ήθελα ήταν να πάρω μόνο απαντήσεις στα ερωτηματικά που με βασάνιζαν. Ήθελα να μιλήσουμε τι ήταν τελικά αυτό που τον ανάγκασε να δώσει μια κλωτσιά και κυρίως να κομματιάσει εμένα, εντελώς αναίτια. Ήθελα να μάθω πως αισθανόταν που επέλεξε πια να είναι με κάποια άλλη ενώ φοβόταν να μη με χάσει. Ήθελα να μάθω αν τα αισθήματά του για μένα ήταν πολύ δυνατά και τον είχαν τρομάξει. Ήθελα να μάθω αν κι εκείνος στο βάθος υπέφερε όπως εγώ και κάλυπτε τον πόνο του πίσω απ’ την νέα του σχέση.
- Η Δανάη! Τον άκουσα να λέει ξαφνικά.
- Ποια; Τον ρώτησα, ξυπνώντας με απ’ τις απορίες μου.
- Η Δανάη εκεί πιο πάνω! Πάω να της μιλήσω κι έρχομαι.
Τον είδα να απομακρύνεται και να πλησιάζει στο παραπάνω στενάκι που προσπερνούσαμε εκείνη. Δανάη την έλεγαν λοιπόν! Κοίταζα που ο Στράτος την πλησίαζε κι εκείνη είχα καρφωμένα τα μάτια της επάνω μου. Τα ένοιωθα τόσο εχθρικά και παγερά. Νόμισα για μια στιγμή πως αν δεν ήταν ο Στράτος μπροστά της ευχαρίστως θα ερχόταν τρέχοντας να με εκδικηθεί κι εγώ δεν ξέρω με ποιον τρόπο. Λες κι εγώ ήμουν αυτή που δημιουργούσα πρόβλημα! Ο Στράτος την φίλησε αλλά εκείνη δεν έδειξε να το χαίρεται κάπως, παρά συνέχισε να κοιτά εμένα και να του μιλά με θυμωμένο ύφος. Αισθανόμουν άβολα βλέποντας την εικόνα τους. Με γέμιζε ενοχές ο τρόπος της. Πως είναι δυνατόν να παλεύεις να μην σκέφτεσαι μια ιστορία που καταγράφηκε τόσο έντονα μέσα σου και κάποια άλλη να θεωρεί ότι είσαι πρόβλημα; Είναι δυνατόν να ξέρει κάτι; Κάτι της είπε ο Στράτος και έστρεψε την ματιά της σε αυτόν, με το ίδιο πάντα θυμωμένο πρόσωπο. Ήμουν σίγουρη πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Στράτος συνέχισε να της μιλά και στο τέλος την φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ζήλεψα. Εκείνη δεν έδειξε να το χαίρεται και ξαναγύρισε το βλέμμα της επάνω μου και το άφησε να κοιτά πότε τον Στράτο που απομακρυνόταν από κοντά της και πότε εμένα. Ένοιωθα πως ήμουν πια εχθρός της. Ο Στράτος με πλησίασε και προχωρήσαμε μαζί για τον καφέ που του ‘χα προτείνει προηγουμένως. Δεν μιλούσε. Το χαρούμενο πρόσωπό του όταν του είπα να πάμε για καφέ, σκυθρώπιασε όταν άφησε την Δανάη να στέκεται στην είσοδο του φροντιστηρίου αγγλικών που πήγαινε.
- Τι έγινε; Τον ρώτησα απορημένη βλέποντας τον να είναι χαμένος στον κόσμο του.
- Τίποτε. Μου είπε αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
- Τότε γιατί ήταν θυμωμένη; Επέμεινα.
- Δεν έτυχε να με ξαναδεί με φίλους.
- Α! Μάλιστα.
Εγώ ήμουν η φίλη του; Ένοιωσα άσχημα. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Η παρουσία αυτής της κοπέλας έδινε ένα απίστευτο βάρος στην ατμόσφαιρα. Λες και μετέδιδε τον αρνητισμό της μίλια μακριά. Ο Στράτος χαμογέλασε. Δεν τον ρώτησα γιατί το έκανε. Δεν μπορούσα να του πω πως αισθανόμουν. Σίγουρα θα με θεωρούσε τρελή κι ανόητη κι ότι έβγαζα συμπεράσματα χωρίς να την έχω γνωρίσει καλά, χωρίς καν να της έχω μιλήσει. Και θα είχε δίκιο σε αυτό. Μπήκαμε στην πρώτη καφετέρια που συναντήσαμε μπροστά μας. Καθίσαμε απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον. Παραγγείλαμε καφέδες κι απέφευγα να τον κοιτάζω. Έβγαλα απ’ τον σάκο το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Έτσι ξαλάφρωνα την αμηχανία μου πια. Ανάβοντας τσιγάρο. Όσο καθόμασταν εκεί δεν μου μίλησε για αυτήν. Προτιμούσε να μου μιλά για τον στρατό και τις περιπέτειές του. Και ότι πια είχε πάρει εκείνη την μετάθεση που πάλευε καιρό για να φύγει απ’ την Ρόδο. Ήταν στο Πεντάγωνο στην Αθήνα και έτσι είχε τακτικές εξόδους και έτσι μπορούσε πια να βλέπει τους δικούς του και τους φίλους του. Δεν μπορούσα να χαρώ με τον ενθουσιασμό που έδειξε. Τον καιρό που ήθελε τόσο πολύ να πάρει την μετάθεση, εγώ χαιρόμουν κι ανυπομονούσα. Τώρα πια δεν είχα κανέναν λόγο να χαίρομαι. Πήρε την μετάθεση αλλά δεν ήμουν πια μέρος της ζωής του. Τι κι αν πια θα τον έβλεπαν τακτικά οι δικοί του κι οι φίλοι του; Εγώ δεν ανήκα πουθενά. Δεν είχα λόγο λοιπόν να χαίρομαι. Μου είπε πως μετρούσε μέρα τη μέρα μέχρι να απολυθεί. Ένοιωθε κουρασμένος και ήθελε να τελειώνει γρήγορα. Τον άφηνα να μου μιλά συνεχώς. Παρά την κούραση, χαμογελούσα συνεχώς και πάντα προσποιούμουν ότι χαιρόμουν με τα τελευταία του νέα. Στο βάθος ήθελα να μου δώσει εξηγήσεις. Αυτές περίμενα. Ένα γράμμα και μια ‘συγγνώμη’ δεν μου ήταν αρκετά. Ήθελα να το ακούσω απ’ το ίδιο του το στόμα. Με ρωτούσε για τον αδερφό μου και το πώς περνούσε στην Ρόδο και πότε θα ερχόταν να μας δει κλπ-κλπ.. Απέφευγε να πει το οτιδήποτε, πόσο μάλλον να με κοιτάξει στα μάτια. Είχα βαρεθεί και δεν άντεχα άλλο. Του είπα ότι ήθελα να φύγω. Με ακολούθησε. Δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε. Αλλά με ακολούθησε ακόμη και στο παγκάκι στην πλατεία που έκατσα για λίγο. Κάθισε κι εκείνος δίπλα μου. Κάπως έπρεπε να μάθω:
- Στράτο η Δανάη ζηλεύει; Τον ρώτησα, κοιτάζοντας τους περαστικούς που τα πρόσωπά τους διακρίνονταν μόνο από τον απαλό φωτισμό της πλατείας.
- Ναι. Μου είπε με χαμηλή φωνή. Σαν να ντρεπόταν που το έλεγε.
- Όλοι ζηλεύουν. Του είπα. Ήθελα να καταλάβει ότι κι εγώ την ζήλευα. Ζήλευα την θέση της. Ζήλευα αυτό που μου είχε κλέψει. Αυτό που ο ίδιος την άφησε να μου κλέψει.
- Όχι όσο ο Δανάη. Συνέχισε κι άναψε τσιγάρο.
Δεν του μίλησα. Τον άφησα να δώσει αυτός τις εξηγήσεις. Και το έκανε. Άρχισε να μου εξομολογείτε πως η σχέση τους άρχισε με τις καλύτερες προϋποθέσεις αλλά υπήρχαν και στιγμές που η ζήλια της χαλούσε τις στιγμές τους. Τον αγαπούσε όμως πολύ και πάντα ένα ‘συγγνώμη’ της έλυνε την όποια παρεξήγηση μεταξύ τους. Χαμογέλασα. Μια ‘συγγνώμη’ και λύθηκαν όλα. Δεν καταλάβαινα τι είδους αγάπη ήταν αυτή, όταν η ζήλια της φάνταζε σχεδόν αρρωστημένη κι όταν ένα της βλέμμα μου πρόδιδε πως ήταν ικανή για πολλά πράγματα, όταν ένοιωθε απειλή απ’ το τίποτα! Πως είναι δυνατόν να ξέρει τι είχα στην καρδιά και το μυαλό μου εκείνη για να πιστεύει ότι ήμουν επικίνδυνη; Δεν με γνώριζε και ούτε που καν έκανε τον κόπο έστω κι αυτή την δεύτερη φορά που ξανασυναντηθήκαμε να με γνωρίσει.
- Συζήτησέ το μαζί της. Του πρότεινα.
Στην ουσία στο κεφάλι μου άλλη πρόταση υπερίσχυε: «χώρισέ την». Δεν μπορούσα να πω κάτι τέτοιο. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου. Όσο κι αν κι εγώ ζήλευα δεν μπορούσα πια να τον διεκδικήσω. Ήμουν πολύ αδύναμη για να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν είχε νόημα πια. Εγώ ήμουν αυτή που ήθελα να φανώ ανοιχτόμυαλη κι ότι του είχα εμπιστοσύνη κι ότι αν συνέβαινε αυτό που ήδη συμβαίνει, εγώ θα του συμπαραστεκόμουν. Και το έκανα. Ξαφνικά το έπαιζα φίλη. Ξαφνικά είχε ξυπνήσει πάλι εκείνη η Μαρίνα των διακοπών που προσπαθούσε να προσγειώσει τον Στράτο όταν η Κλαίρη αδιαφορούσε ως προς την παρουσία του και το κάλεσμά του για ένα κέρασμα. Εγώ είχα καταστρέψει τα πάντα. Του είχα δώσει την ελευθερία του κι εγώ ήμουν τώρα δέσμια στα συναισθήματά μου και τα θέλω μου και τα πρέπει. Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και έκανε μια σύντομη βόλτα μέχρι την κολώνα φωτισμού σε ελάχιστα μέτρα μπροστά μας και κοντοστάθηκε εκεί σκεπτικός γυρνώντας την πλάτη του. Κάπνιζε και διέκρινα στο προφίλ του το πόσο μπερδεμένος ήταν. Δεν ξέρω αν είχε μετανιώσει που είχε προχωρήσει μαζί της.
Γύρισε προς τα μένα ακουμπώντας πάντα στην κολώνα και με κοιτούσε. Το ένοιωθα. Εγώ είχα στρέψει τα μάτια μου στο άγνωστο και προσπαθώντας να σταματήσω την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, γιατί ένοιωθα την ανάγκη να του πω αυτά που κρατούσα μέσα μου:
- Εγώ ποτέ δεν σε ζήλεψα.
Είπα δειλά κι ας ήταν ψέμα. Ζήλευα που στην θέση εκείνης τώρα θα ήμουν εγώ. Έστρεψε το βλέμμα του στο πρόσωπό μου αμίλητος:
- Αν ήμασταν μαζί ίσως να ‘ταν εντελώς διαφορετικά με μας. Σου είχα εμπιστοσύνη. Ετοιμαζόμουν να ξεκαθαρίσω την κατάσταση και με τον Γιάννη. Δεν ήθελα να υπάρχει αυτός φόβος ανάμεσά μας. Δεν ήθελα να ήμαστε μαζί και να κρατάμε τις αποστάσεις μόνο και μόνο επειδή θα φοβόμασταν τον αδερφό μου για χάρη της φιλίας σας. Δεν πρόλαβα όμως. Δυστυχώς, γκρέμισες κάθε μου ελπίδα.
Τα δάκρυα μου έτρεχαν ποτάμι και δεν ήξερα πως βρήκα την δύναμη να του μιλήσω για μας. Συνέχισε να στέκεται εκεί μπροστά μου να με κοιτάζει και να μην απαντά. Ίσως να τον έφερνα σε δύσκολη θέση, άλλα έπρεπε να ξέρει. Δεν μου ήταν εύκολο να τον βλέπω και πόσο μάλλον να τον βλέπω με κάποια άλλη. Να την αγκαλιάζει και να την φιλά κι εγώ απλώς να το δέχομαι. Να συμβιβάζομαι. Με πλησίασε. Έκατσε δίπλα μου και με αγκάλιασε. Την ήθελα την αγκαλιά του, αλλά όχι έτσι. Απομακρύνθηκα και σηκώθηκα:
- Καλύτερα να φύγω! Του είπα.
Δεν ήθελε να φύγω μόνη μου. Ήθελε να με συνοδεύσει. Δεν μιλούσαμε. Ξαφνικά δεν υπήρχαν λέξεις. Ότι συναίσθημα και να είχαμε έπρεπε να το πνίξουμε. Προχωρούσαμε και δεν μιλούσαμε. Τα λόγια είχαν χαθεί. Ήμασταν χειρότερα κι από δυο αγνώστους. Μια τεράστια απόσταση έδειχνε ότι πια είχε μπει ανάμεσά μας. Όσο κι αν ήθελα να απλώσω τα χέρια μου να τον αγγίξω ήξερα ότι ποτέ δεν θα το κατάφερνα πια. Τα αισθήματά μου με κορόιδευαν κι ένοιωθα τον εαυτό μου να γελοιοποιείτε. Η ψυχή μου έκλαιγε. Κι ο πόνος αυτός που ένοιωθα ήταν πρωτόγνωρος. Πόνος δυνατός κι αβάσταχτος. Κι έπρεπε πια να τον υπομένω μόνη μου. Τώρα πια δεν είχα κανέναν να μου συμπαρασταθεί. Τον κοίταζα που προχωρούσε δίπλα μου αμίλητος και τον αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αλλά το στόμα έμενε σφραγιστό γιατί έτσι έπρεπε. Τι σημασία είχε γι’ αυτόν το τι αισθανόμουν;
- Περίμενε μισό λεπτό.
Μου είπε ξαφνικά και εντελώς απρόσμενα χάθηκε και μπήκε στο ανθοπωλείο που προσπερνούσαμε εκείνη την ώρα. Ήθελα τόσο πολύ να χαθώ αυτή την στιγμή. Γιατί θα έπρεπε να περιμένω; Δεν πέρασε ώρα και βγήκε απ’ το μαγαζί κρατώντας δύο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Μου χάρισε το ένα και με φίλησε απαλά στο μάγουλο:
- Πρέπει να είσαι πολύ δυνατή για να αντέχεις τόσο.
Χαμογέλασα. Ήταν σαν να διάβαζε όλη αυτή την ώρα που μέναμε βουβοί προχωρώντας, τις σκέψεις μου. Μύρισα το τριαντάφυλλο, άλλα ένοιωθα ότι ήταν άκαιρη χειρονομία πια. Έκανα να του το δώσω πίσω:
- Είναι δικό σου. Είναι για σένα. Αυτό εδώ είναι για την Δανάη –και μου έδειξε αυτό που ήδη κρατούσε. Θύμωσε που μας είδε μαζί. Της αρέσουν τα τριαντάφυλλα και θέλω να την καθησυχάσω.
Να την καθησυχάσει; Από τι; Ήθελα να μάθω, αλλά δεν τολμούσα να τον ρωτήσω.
- Το ίδιο σκέφτηκες και για μένα μετά από αυτά που σου είπα;
Τον ρώτησα τελικά. Περιμένοντας να πάρω μια απογοητευτική απάντηση για τις δικές μου εξομολογήσεις:
- Όχι. Εσύ είσαι άλλο. Μακάρι η Δανάη να είχε κάτι από σένα.
Με δουλεύει! Είναι πολύ αστείο να ακούς έναν άντρα να σε συγκρίνει με την νέα του κατάκτηση. Γιατί; Δεν ήθελα να ακούσω κι άλλες βλακείες και τον αποχαιρέτισα. Ένοιωθα κουρασμένη κι απογοητευμένη και μετανιωμένη που τελικά δεν μου έδωσε τις απαντήσεις που ήθελα. Ένιωθα δέσμια του. Πίστευα πως αν μου μιλούσε ανοιχτά, θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να τον αποβάλω απ’ το μυαλό μου και ίσως κι απ’ την ίδια μου την ζωή.
- Ελπίζω να τα ξαναπούμε! Μου είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Δεν του υποσχέθηκα το παραμικρό. Απομακρύνθηκα από κοντά του κι ένοιωθα ένα τεράστιο κενό μέσα μου. Χάσμα. Ένοιωθα πικραμένη και εντελώς ηλίθια. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι μου συνέβαινε. Ήταν σαν είχαν γυρίσει μπούμερανγκ τα διλήμματά μου προ καιρού και τώρα τα πλήρωνα με αυτό το κόστος.


Κεφάλαιο 41