39. Τυχαία συνάντηση




- Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ μου έλειψε η πόλη μας αδερφούλα!
- Γιατί η Ρόδος δεν είναι όμορφη πόλη;
- Μωρέ είναι και παραείναι. Αλλά αλλιώς είναι κι όταν γυρίζεις στο σπίτι σου.
- Εγώ έχω βαρεθεί εδώ. Αν μου έλεγαν ‘μετακόμισε’ θα το έκανα ευχαρίστως. Νοιώθω ότι δεν με κρατά τίποτε εδώ.
- Έχεις μια καλή δουλειά, έχεις τους φίλους σου, έχεις τους δικούς μας… Υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ όλα αυτά;
- Ναι! Να σηκωθείς και να φύγεις και να εξαφανιστείς όταν όλα αυτά τα έχεις βαρεθεί και τα τρως στην μάπα συνέχεια. Δεν ξέρω Γιάννη, νομίζω πως η ρουτίνα αυτή με σκοτώνει.
- Υπερβολές!
Ο αδερφός μου είχε ανέβει για μερικές μέρες απ’ την Ρόδο να μας δει. Λίγο πριν αρχίσει η εξεταστική του ήθελε να πάρει μια γεύση απ’ την πόλη μας και από μας που του είχαμε λείψει εδώ και μήνες λόγω των σπουδών του. Περπατούσαμε και κουβεντιάζαμε εντελώς ασυνάρτητα για τις επιθυμίες μας. Η δική μου ήταν άλλη. Πνιγόμουν και ήθελα να του μιλήσω. Είχα την ανάγκη να του μιλήσω. Αλλά πως; Τι να του πω πια; Τι νόημα είχε πια; Η πληγή μου ήταν νωπή και όσο κι αν προσπαθούσα να την γιατρέψω δυστυχώς δεν μπορούσα. Είχα χάσει κάθε επαφή με τους φίλους μου. Δεν είχα διάθεση να βλέπω κανέναν. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο πολλές φορές στον Στράτο. Είχαμε χάσει κάθε επαφή πια. Με έτρωγε μέσα μου να του τηλεφωνήσω κι αρκετές φορές το έκανα, αλλά κατέβαζα το ακουστικό πριν καν απαντήσει κάποιος. Προσπαθούσα να φανώ δυνατή. Δεν ήθελα να του δώσω να καταλάβει τίποτε. Δεν ήθελα να θεωρεί ότι το είχα καταπιεί κι ότι δεν είχε συμβεί τίποτε. Εγώ όμως δεν ήμουν αυτή που δεν ήθελα να τον πνίγω και να νοιώθει ελεύθερος από εμένα και να κάνει ότι νομίζει καλύτερο για τον ίδιο; Τι ήθελα τώρα λοιπόν; Έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές έτοιμη να του γράψει αλλά σταματούσα. Κολλούσα: «Αγαπητέ Στράτο», «Στράτο», «Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτεσαι…» κι άλλα τέτοια ανατριχιαστικά! Ήμουν αδύναμη να του γράψω. Δεν έπρεπε να του γράψω. Η παράστασή μας έλαβε τέλος!
Ο Γιάννης δίπλα μου απολάμβανε τον περίπατό μας και μου περιέγραφε την Ρόδο. Μου μιλούσε για την οδό των Ιπποτών, το παλάτι των Ιπποτών, την παλιά πόλη, το καφέ Ιταλικό, το Μόντε Σμιθ, το Ενυδρείο, τον Ηριδανό, το Λα Σκάλα... Ακούγοντας αυτό το τελευταίο παραλίγο να με πιάσει νευρικό γέλιο! Ήταν στέκι τελικά πολλών! Ήταν η τοποθεσία που δόθηκε το τέλος μου, για να κάνει μια νέα αρχή ο Στράτος. Ήταν το κλαμπ που εκεί ο Στράτος και η άλλη επιδόθηκαν σε ερωτικό χορό και που εγώ μακριά προσπαθούσα να βρω τρόπους να πάω κοντά του! Έδιωξα την οποιαδήποτε σκέψη. Έπρεπε να φανώ δυνατή εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Τον άφηνα να μου περιγράφει διάφορα σημεία της Ρόδου που άξιζε να δει κανείς και που μου είχε κινήσει πια την περιέργεια να δω το νησί από κοντά. Μου εξήγησε πως ο χειμώνας στην Ρόδο δεν ήταν κι ότι καλύτερο – ήταν το άκρως αντίθετο σε σχέση με τις άλλες εποχές που έσφυζε από ζωή- την έκανε να μοιάζει ερημική και απόμακρη. Όμως αυτό ήθελα εγώ. Ήταν η ιδανική πόλη για να αποδράσω. Μου μίλησε και για το Πανεπιστήμιο. Όλοι σχεδόν οι πρωτοετείς ψαχνόντουσαν, τόσο σε θέμα διαμονής όσο και σε θέμα καλής παρέας. Αυτό ακριβώς που αναζητούσε κι ο ίδιος. Σκεφτόταν με την νέα εκπαιδευτική περίοδο να άλλαζε σπίτι. Ήταν μια τρύπα αυτό που έμενε και είχε κοινόχρηστο μπάνιο. Αλλά ήταν και θέμα παρέας. Αν συνεχιζόταν το ίδιο τότε ίσως να κοίταζε να πάρει μεταγραφή στην Αθήνα. Ήταν προτιμότερο να είναι κοντά στους φίλους του και τους δικούς του παρά να ψάχνει να βρει να κάνει νέους φίλους αφού οι περισσότεροι συμφοιτητές του ζούσαν αλόγιστα μιας και δεν είχαν γονείς κι αδέρφια να τους ελέγχουν! Μακάρι! Άλλωστε κι εγώ τον χρειαζόμουν όσο ποτέ άλλοτε. Δεν είχα σκοπό να του μιλήσω για ότι είχε γίνει με τον Στράτο αλλά ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να με στηρίξει σε αυτή μου την δύσκολη στιγμή για να μπορέσω να πατήσω στα πόδια μου γερά.
Όμως δεν μπορείς να πιέσεις κάποιον μόνο και μόνο επειδή σκέφτεσαι τον εαυτούλη σου. Έτσι δεν είναι; Και τι κάνεις; Το ρίχνεις ή στην δουλειά ή στην διασκέδαση ή… στην τρελή! Κι εγώ προτίμησα να μην τρελαθώ, γιατί απλά δεν άξιζε να χάσω το μυαλό μου για μια ανόητη και σύντομη ιστορία. Διασκέδαζα στο σπίτι μου, δουλεύοντας. Απέφευγα τις εξόδους γιατί παρασυρόμουν εύκολα και έπινα και δεν ήθελα να γίνω μια ανόητη αλκοολική, για μια ανόητη και σύντομη ιστορία! Άλλο ένα είδος διασκέδασης που με έσωζε ήταν η γυμναστική’ ιδροκοπούσα απ’ το αερόμπικ και το κάθε ‘συγγνώμη’ του Στράτου το χτυπούσα στον σάκο του μποξ του γυμναστηρίου, γιατί έτσι με γλύτωνε απ’ την σκέψη μιας ανόητης και σύντομης ιστορίας! Στη δε δουλειά έδινα τον καλύτερο εαυτό μου! Είχα γίνει για άλλη μια φορά το αστέρι τους. Η εκπομπή μου είχε πολύ μεγάλο ποσοστό ακροαματικότητας και γενικώς ο Μάνος που είχε αναλάβει πια και την διεύθυνση προγράμματος δοκίμαζε τα δυναμικά μου αλλάζοντας και πάλι την ώρα της εκπομπής και με μεγάλη του χαρά διαπίστωνε ότι οι μετρήσεις των εταιρειών έδιναν και πάλι τα ίδια υψηλά ποσοστά. Ώσπου τελικά αποφάσισε ότι δεν γινόταν να παίζει με τα νεύρα μου για πολύ κι άφησε την εκπομπή στην κανονική της απογευματινή ώρα, προς μεγάλη χαρά των ακροατών μου αλλά και δικής μου μιας και έτσι θα συνέχιζα ομαλά το καθημερινό μου πρόγραμμα στο ρυθμό που ακολουθούσα χωρίς να έχω στο μυαλό μου εκείνη την ανόητη και σύντομη ιστορία!
- Τον μαλάκα…
Άκουσα ξαφνικά τον αδερφό μου βγάζοντας με έτσι απ’ τις τελευταίες σκέψεις μου.
- Ποιος απ’ όλους; Ρώτησα προσπαθώντας να το διασκεδάσω λίγο.
- Αυτός εκεί κάτω δεν είναι ο Στράτος;
Στο άκουσμα του ονόματος τα γόνατα μου ήταν σαν να κόπηκαν στα δύο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν ταμπούρλο και ένοιωσα να μου κόβεται ο αέρας. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ήταν αυτό που ένοιωθα εκείνη την στιγμή. Δεν μου άρεσε καθόλου όμως! Κοίταξα στην ευθεία που έδειξε ο αδερφός μου και αυτός που πλησίαζε ήταν τελικά ο Στράτος και δεν ήταν μόνος του. Ήταν με παρέα. Προφανώς με αυτή που έδωσε ένα τέλος στην δική μας ανόητη και σύντομη ιστορία!
- Δυστυχώς! Είπα σχεδόν ψιθυριστά στον αδερφό μου.
Με κοίταξε κάπως περίεργα, αλλά προσπάθησα να γίνω καλή ηθοποιός και να μην φανεί στο βλέμμα μου, στο πρόσωπό μου, το οτιδήποτε και καταλάβει την αλήθεια μου. Του χαμογέλασα.
- Δεν μου είχε πει ότι θα ανέβαινε απ’ την Ρόδο εδώ.
- Πώς να σε ειδοποιήσει; Με σήματα καπνού απ’ το στρατόπεδο; Αστειεύτηκα.
- Μαρίνα κόψε τις μαλακίες! Το τηλέφωνο της σπιτονοικοκυράς μου το ‘χει. Πως με βρίσκει όταν θέλει να τον φιλοξενήσω;
Είχε απόλυτο δίκιο, αλλά προφανώς θα ήταν σε έκτακτη άδεια. Θα του είχαν δώσει τιμητική που είχε καταφέρει να αποτελειώσει με μια κίνηση μια σύντομη και ανόητη ιστορία για να αρχίσει μια καινούρια. Ο αδερφός μου επιτάχυνε το βήμα του λέγοντάς μου πως ήθελε να του μιλήσει. Μα ήταν ανάγκη; Τον ακολουθούσα αργά και σε απόσταση προσπαθώντας να βρω μια δικαιολογία να αποφύγω την συνάντηση αυτή. Να φύγω. Να εξαφανιστώ. Να γίνω καπνός. Με τις άκρες των ματιών μου είδα ότι είχε πλησιάσει αρκετά. Απέφευγα να τον κοιτάξω στα μάτια. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Μου είχε πάρει ακόμη και τον αέρα. Ένοιωθα ότι θα έσκαγα με την παρουσία του να την νοιώθω να με κυριεύει, ενώ εκείνος έσφιγγε επάνω του την νέα του κατάκτηση: «Αν έγινα κομμάτια από αυτό που έκανες, θέλω να γίνεις κι εσύ. Να νοιώσεις πως είναι να πονάς και να μην μπορείς να μαζέψεις ούτε ένα κομματάκι».
- Να που τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται! Είπε ο αδερφός μου στον φίλο του.
Ο Στράτος είχε μια μοναδική τεχνική. Προκειμένου να γλιτώσει απ’ τα ‘κοσμητικά επίθετα’ που θα τον στόλιζε ο αδερφός μου το έριξε στις αγκαλιές και τα φιλιά. Εγώ έμεινα πίσω σαν θεατής σε ένα θέατρο παραλόγου.
- Πως είσαι; Χαθήκαμε! Τον άκουσα που απευθυνόταν σε μένα και με πλησίασε δίνοντας μου ένα φιλί στο μάγουλο.
Το ένοιωσα τόσο κρύο και τόσο απωθητικό. Δεν το ήθελα. Ήταν σαν να με είχε μόλις φιλήσει φίδι! Σκούπισα το μάγουλο μου στον ώμο μου. Απέφευγα να τον κοιτάξω, πόσο μάλλον να του μιλήσω. Να του απαντήσω. Απομακρύνθηκε από κοντά μου κοιτάζοντάς με και με την άκρη των ματιών του έπιασα το βλέμμα του να μου ζητάει ‘συγγνώμη’. Τίναξα τα μαλλιά μου κι έστρεψα το κεφάλι μου αλλού. Δεν ήθελα να τον βλέπω. Ήθελα να εξαφανιζόταν εκείνη την στιγμή αστραπιαία από μπροστά μας. Απομακρύνθηκα μερικά βήματα πιο μπροστά απ’ την παρέα των φίλων. «Λίγη δύναμη. Θεέ μου δωσ’ μου λίγη δύναμη»! Ένοιωθα απίστευτα ευάλωτη. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος και ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω. Η παρουσία του μάλλον κακό μου έκανε. Αυτό που δεν ήθελα αυτή την στιγμή ήταν να χάσω έστω και αυτή τη λίγη δύναμη που είχα και συγκρατιόμουν σ’ αυτή την απόσταση. Είχα να τον δω από τότε, απ’ το βράδυ στον ‘Άδωνη’ και τώρα στεκόταν εκεί λίγα μέτρα πιο πέρα από μένα, περισσότερο γοητευτικός, περισσότερο αρρενωπός και εγώ τον είχα χάσει για χάρη αυτής που με κοίταζε με όλη της την απέχθεια. Άραγε ήξερε; Τι είχε μιλήσει για μας; Γιατί με κοιτούσε έτσι; Ξαφνικά το μπίπερ μες την τσάντα μου, που μου είχαν δώσει απ’ το ραδιόφωνο, χτύπησε και με έβγαλε απ’ την δύσκολη θέση:
- Γιάννη πρέπει να τηλεφωνήσω στο ραδιόφωνο. Θα είμαι στο τηλεφωνικό θάλαμο εκεί πέρα.
Είπα στον αδερφό μου και προχώρησα. Δεν υπήρχαν τα ‘χάρηκα που σε είδα’. Είχαν τελειώσει αυτά για μένα. Δεν χάρηκα που τον είδα. Ακόμη και μόνος του να ήταν. Ο αδερφός μου δεν μίλησε για πολύ με τον φίλο του. Αποχαιρέτησε τον Στράτο ανανεώνοντας την επόμενη συνάντησή τους στην Ρόδο.

Η ειδοποίηση στο μπίπερ τελικά είχε να κάνει με ένα εκ νέου συμβούλιο μεταξύ των δημοσιογράφων όπως μου είπε στο τηλέφωνο η Κατερίνα.
- Τελικά θα σου δώσουν προαγωγή; Με ρώτησε αφελέστατα ο αδερφός μου μόλις έβαλα το ακουστικό στην θέση του.
- Προαγωγή; Πως σου ‘ρθε;
Δεν υπήρχαν προαγωγές στο χώρο που εργαζόμουν. Ο καθένας είχε την δουλειά του και μέχρι εκεί. Τίποτε παραπάνω. Για παρακάτω, ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί κανείς! Όπως και να ‘χε δεν με απασχολούσε το θέμα ‘προαγωγή’. Εγώ έκανα την δουλειά μου εδώ και χρόνια και δεν ήθελα να ασχοληθώ με κάτι παραπάνω, παρά τις εμμονές τους ορισμένες φορές. Μου αρκούσε η ικανοποίηση που έπαιρνα απ’ τους ακροατές μου για τον τρόπο που χειριζόμουν διάφορα θέματα και ότι ποτέ δεν έπαιρνα το μέρος μόνο μιας πλευράς σε κάποιο ρεπορτάζ. Έτσι όποιος ανεύθυνο – υπεύθυνος πήγαινε να δημοσιοσχετιστεί πάντα το όνομά μου ήταν ήταν ένα σημείο αναφοράς ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Και το γεγονός ότι κρατούσα μια μακρινή απόσταση απ’ το καλάμι ήταν κάτι που το εκτιμούσαν.
Συνεχίσαμε με τον αδερφό μου τον περίπατό μας και καταλήξαμε σε μια καφετέρια για καφέ. Εκεί ο Γιάννης συνέχισε να μου μιλά για την Ρόδο και στο τέλος έφερε την κουβέντα στον Στράτο. Όσο κι αν προσπάθησα να του αλλάξω την κουβέντα δυστυχώς στο ίδιο θέμα κατέληγε. Κατά βάθος με έτρωγε να μάθω τι ακριβώς είπαν στην σύντομη αυτή συνάντησή τους. Ο Στράτος του δικαιολογήθηκε πως δεν ήξερε καν αν θα έπαιρνε άδεια κι έτσι η απόφαση ήρθε την τελευταία στιγμή και γι’ αυτό δεν του τηλεφώνησε. Ανέβηκε με ένα C-130 και θα έφευγε με την Ολυμπιακή μεθαύριο! Αν γνώριζε καιρό πριν για την άδειά του θα είχε τον χρόνο να ειδοποιήσει τον αδερφό μου και θα ανέβαιναν με το καράβι. Αλλά αφού τα πράγματα ήρθαν έτσι θα κανόνιζαν να βρεθούν στο νησί να τα πουν από κοντά με την ησυχία τους.
- Πως σου φάνηκε αυτή που ήταν μαζί του;
Ήρθε ξαφνικά η ερώτηση απ’ τον αδερφό μου. Τι με ένοιαζε εμένα; Υπήρχε λόγος να με νοιάξει και να την προσέξω;
- Τίποτα! Είπα τελικά.
- Τι ‘τίποτα’; Επέμεινε ο Γιάννης.
- Δεν με ενθουσίασε. Πώς να το πω;
- Ούτε εμένα! Μάλλον θα είναι αυτή που γνώρισε στην Ρόδο.
- Ροδίτισσα είναι;
Για μια στιγμή θεώρησα πως ήταν κάποια άλλη, πως δεν ήταν αυτή που μου είχε περιγράψει στο τελευταίο του γράμμα ο Στράτος. Για μια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό μου πως άρχισε ξανά το γνωστό του τσιληπούρδημα!
- Όχι! Πρέπει να είναι αυτή που γνώρισε όταν είχε κατέβει με το Λύκειο της πενταήμερη. Τι της ζήλεψε;
- Επιλογή του! Απάντησα με δυσφορία.
Δεν μου άρεσε η κουβέντα που κάναμε. Δεν με αφορούσε. Είτε ήταν όμορφη είτε ήταν άσχημη η οποιαδήποτε ήταν δίπλα στον Στράτο δεν με αφορούσε. Τίποτε δεν με αφορούσε πια. Ο αδερφός μου ήταν έτοιμος να μου αναπτύξει μια ολόκληρη θεωρία για τα περί ομορφιάς και περί ασχήμιας. Τον διέκοψα. Δεν μου άρεσε η κουβέντα. Ο καθένας είχε την δική του ομορφιά. Όσο κι αν το περίβλημα δεν ήταν κομψό καμιά φορά, πάντα στο βάθος υπάρχει κάτι που κάνει τον άλλον να ξεχωρίζει. Απέφυγα να απαντήσω σε οποιαδήποτε άλλη απορία του αδερφού μου για τον Στράτο, λέγοντας του πως θα είχε την ευκαιρία να τα συζητήσει με τον φίλο του στην Ρόδο και άλλαξα την κουβέντα μας σε γενικότητες και διάφορες άλλες βλακείες. Δεν ήθελα να βγάλω τον κακό εαυτό μου και να αρχίζω να λέω πράγματα που ίσως να μην εννοούσα.




Κεφάλαιο 40