19. Το τελευταίο βράδυ μας

Και να που χωρίς να το καταλάβουμε οι διακοπές μας ήταν στο τέλος τους. Όλο το πρωί αναστέναζα απ’ την απογοήτευση. Αύριο το πρωί αποχαιρετούσαμε την περιοχή και γενικώς όλα όσα όμορφα περάσαμε. Όσο κι αν ήθελα να επιμηκύνω την άδεια μου η επιθυμία μου θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Πρώτον γιατί δεν ξέρω αν με τις επιπλέον μέρες θα γινόταν κάτι παραπάνω στις διακοπές αυτές και κατά δεύτερον δεν υπήρχε περίπτωση απ’ την δουλειά να μου δώσουν αυτό το επιπλέον πενθήμερο με όλη την καλή διάθεσή τους, απ’ την στιγμή που γνωρίζω ότι ήδη θα έχει δημιουργηθεί πρόβλημα ως το ποιος να καλύπτει θέματα και γεγονότα όταν προκύπτουν. Όπως και να ‘χε βαθιά μέσα μου δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Αναρωτιόμουν πως θα αντιδρούσα στην παρουσία του Γιώργου που τις τελευταίες μέρες δεν απασχόλησε ιδιαίτερα το μυαλό μου. Είμαι σίγουρη ότι θα είχα να κάνω με την περίεργη συμπεριφορά του βλέποντας με αλλαγμένη και το επικριτικό του βλέμμα να με καρφώνει περιμένοντας να μάθει πως ήταν οι διακοπές μου. Δεν ήταν όμως αυτό που εμένα απασχολούσε και πάρα πολύ. Ούτως ή άλλως ήταν γνωστό το τι με περίμενε. Αναρωτιόμουν αν θα υπήρχε κάποια συνέχεια με τον Στράτο εκεί πίσω. Ή θα ήμασταν σαν να μη συνέβη το παραμικρό; Αυτό το τελευταίο με πλήγωνε.
Τριγύριζα στο σπίτι και προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα με τον ίδιο μου τον εαυτό και τα ερωτηματικά που με κατέτρωγαν. Πήγαινα απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο και κοίταζα κάθε γωνιά του και νόμιζα πως από εκεί θα ξετρύπωνε ο Στράτος ξαφνιάζοντάς με για να μου κάνει έκπληξη. Ήμουν μόνη μου. Όσο κι αν την είχα ανάγκη αυτή την έκπληξη, ο Στράτος έλειπε με τον Γιάννη στο κάμπινγκ για καφέ που παρά την επιθυμία τους δεν τους ακολούθησα. Δεν ήθελα να αντικρίσω τον Βασίλη και να με αποχαιρετά με θλιμμένο βλέμμα. Τον είχα αγαπήσει αυτόν τον άνθρωπο για τον μοναδικό του τρόπο που μου έφτιαχνε την διάθεση και θα μου ήταν δύσκολο να του πω ‘αντίο’.
Συμμάζεψα πρόχειρα το σπίτι, που πόσο πιο καλύτερα να το φτιάξω αφού όλα ήταν προχειροφτιαγμένα για τις ανάγκες των φετινών διακοπών των γονιών μου και των δικών μας; Έβαλα ένα λαδερό στην κατσαρόλα να μαγειρεύεται στο γκάζι. Έφτιαξα έναν καφέ, κάθισα στον καναπέ κι άναψα τσιγάρο. Τώρα το είχα ανάγκη το τσιγάρο. Τα μάτια μου αντίκριζαν απέναντι το κρεβάτι του Στράτου. Άφησα το τσιγάρο στο τασάκι και μπήκα στο υπνοδωμάτιο. Η ακαταστασία βασίλευε εδώ μέσα. Εντάξει τους δικαιολογούσα. Σε διακοπές ήταν και το τελευταίο πράγμα που τους ενδιέφερε ήταν να έχουν μια τάξη στα πράγματά τους. Έπιασα ένα μπλουζάκι του Στράτου που κρεμόταν απ’ το κάγκελο του σιδερένιου κρεβατιού που κοιμόταν. Το μύρισα. Ιδρώτας κι άρωμα ήταν ανακατεμένα, όμως μου άρεσε η μυρωδιά του και με αναστάτωνε γλυκά. Άφησα το μπλουζάκι στην θέση του και γύρισα στην δική μου θέση στον καναπέ. Ήταν σαν να είχα την ανάγκη να πάρω μια δόση απ’ την μυρωδιά του. Έπινα αργά τον καφέ μου κι απ’ το μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία περνούσαν εικόνες με τις πιο έντονες στιγμές που ζήσαμε με τον Στράτο απ’ την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Ήταν όμορφες στιγμές και περιέργως όλες ήταν στιγμές με μας τους δυο πολύ κοντά. Σαν να υπήρχε σχέση μεταξύ μας. Σαν κάτι να μας έδενε κι αυτό μας έφερνε κοντά σε άσχετες χρονικές στιγμές. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Μόνο μια υπερφυσική δικαιολογία θα μπορούσε να δοθεί: ήμασταν μαζί σε μια προηγούμενη ζωή! Γέλασα στην χαζή σκέψη.
Και να που αύριο όλα τελείωναν. Ότι ζήσαμε από κοντά το ζήσαμε. Τώρα πια ποιος ξέρει αν θα ξαναβρεθούμε.



Το μεσημέρι την ώρα του φαγητού επικρατούσε μια περίεργη ησυχία. Τρώγαμε αμίλητοι. Ήταν μάλλον που όλοι μας διαισθανόμασταν πως το ταξίδι στο όνειρο τελείωνε. Είχε περάσει καλά κι ο αδερφός μου κι είχε να το λέει όποτε κάναμε κουβέντα. Δεν υπήρχαν άλλες διακοπές τόσο γεμάτες. Μέχρι και το αποψινό τελευταίο βράδυ μας κι αυτό είχε τις εκπλήξεις του, ανακοινώνοντας μου ότι θα πηγαίναμε για ποτό στο «Στάντιουμ»:
- Κι αυτή την φορά θα έρθει κι ο Βασίλης. Συμπλήρωσε ο Στράτος.
- Και τι με αυτό; Τον ρώτησα κοιτώντας τον για να δω την αντίδρασή του, εννοώντας ότι ο Βασίλης δεν ήταν αυτός που με ενδιέφερε.
Καμιά αντίδραση. Είχε σκύψει το κεφάλι κι έτρωγε με όρεξη. «Τώρα αν σου ρίξω το κεφάλι στο πιάτο;» σκέφτηκα και τον κοίταζα κι επέμεινε να μην το σηκώνει.
- Μόνος του προσφέρθηκε. Εμείς δεν είπαμε τίποτε, ούτε που τον προσκαλέσαμε. Μάλλον τον ενδιαφέρεις. Απάντησε τελικά ο αδερφός μου.
Χαμογέλασα γιατί μου ακούστηκε πολύ αστεία η φράση «μάλλον τον ενδιαφέρεις». Το ενδιαφέρον του Βασίλη ήξερα ότι περιοριζόταν στα πλαίσια της γνωριμίας κι όχι στα πλαίσια του ενδεχόμενου μιας σχέσης. Άλλωστε ήταν αυτός που είχε καταλάβει από χιλιόμετρα ότι κάτι έτρεχε με μένα και τον Στράτο κάτι που αρνιόμουν τότε εγώ να το δω. Ο Στράτος είχε σηκώσει τα μάτια του σε μένα ίσως για να δει την δική μου αντίδραση:
- Που είναι το αστείο; Με ρώτησε ο Γιάννης.
- Δεν ενδιαφέρεται για μένα όπως εσύ το εννοείς. Την παρέα σας γουστάρει και περιλαμβάνει κι εμένα. Όχι τίποτε άλλο!
- Ότι πεις. Είπε ο αδερφός μου παραδομένος, γιατί βασικά δεν ήξερε. Ή μάλλον απέφευγε να επιβεβαιώσει αυτά που ήξερε για μένα και τον Στράτο.
Εκείνος δεν αντέδρασε. Έπινε το κρασάκι του κι απολάμβανε το τσιγάρο του σκεπτικός. Δεν μπορούσα να δώσω καμιά ερμηνεία για την στάση του όπως και δεν μπορούσα να διαβάσω την σκέψη του. Απόρησα μόνο γιατί μου ανέφερε πως το βράδυ θα ήταν κι ο Βασίλης στο κλαμπ. Το έλεγε έτσι για να ρίξει στάχτη στα μάτια του Γιάννη ή απλά ήθελε να με δοκιμάσει;



Το τελευταίο βράδυ μας στο κλαμπ. Στην ουσία τις ώρες μετρούσαμε πια που θα επιστρέφαμε στην στεγνή πραγματικότητά μας. Η διάθεσή μου ήταν νομίζω χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Αλλά και γενικώς η μελαγχολία μας είχε περικυκλώσει και τους τρεις μας. Και οι κινήσεις μας έδειχναν τόσο μηχανικές. Πίναμε το ποτό μας μηχανικά. Χαμογελούσαμε μηχανικά. Μιλούσαμε μηχανικά. Κι όλο αυτό μπας και καταφέρουμε να έρθουμε στο κέφι για να απολαύσουμε την βραδιά μας. Την τελευταία μας βραδιά. Ο Στράτος έριχνε πάντα τα μάτια του επάνω μου κι η δική του η μελαγχολία ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι η δική μου.
- Να ο Βασίλης! Μας ανήγγειλε ο Γιάννης και τον χαιρέτισε.
Απ’ την απέναντι μεριά της πίστας καθόταν ο Βασίλης κι όλο σχεδόν το προσωπικό του κάμπινγκ που είχαν πιάσει σχεδόν όλα τα τραπέζια.
- Έφερε κι όλο το προσωπικό μαζί του! είπα.
Ενοχλήθηκε ο Γιάννης απ’ το σχόλιο μου, ενώ ο Στράτος γελούσε με το πείραγμα μου. Ο Βασίλης απ’ την απέναντι μεριά μας κοιτούσε. Μας χαιρέτησε. Και τελικά μας πλησίασε:
- Γιατί δεν διασκεδάζετε; Ρώτησε.
Δεν πρόλαβε κανένας μας να του δικαιολογηθεί μιας κι άρχισε να μας τραβά να σηκωθούμε απ’ τις καρέκλες και μας κατέβαζε στην πίστα. Ο Γιάννης κι ο Στράτος κάτι πήγαν να τολμήσουν να πουν, αλλά ο Βασίλης δεν άκουγε τίποτε. Εγώ ξαφνικά βρέθηκα να χορεύω με τον Βασίλη κι οι συνοδοί μου με κάποιες απ’ τις κοπέλες του κάμπινγκ. Η αποψινή βραδιά, ήταν βραδιά ρεπό για τους διοργανωτές του μασκέ πάρτυ στο κάμπινγκ κι η διεύθυνση τους είχε δώσει το ελεύθερο να διασκεδάσουν όπου ήθελαν μιας και είχαν προσφέρει κάτι παραπάνω απ’ τις δυνάμεις τους για να τα βγάλουν πέρα με την διοργάνωση.
Ο Βασίλης προσπαθούσε να μου φτιάξει το κέφι. Με είχε πιάσει απ’ τα χέρια και προσπαθούσε να κάνουμε διάφορες χορευτικές φιγούρες. Μου άρεσε προς το παρόν και με είχε κάνει να ξεχαστώ.
- Εσύ κάτι έχεις απόψε! Με ρώτησε τελικά.
Γέλασα γιατί σκέφτηκα πως δεν υπήρχε βραδιά που να μην έχω κάτι στο κεφάλι μου.
- Είναι η τελευταία βραδιά μας και δεν θα ήθελα να φύγω. Του απάντησα.
Για μια στιγμή το μετάνιωσα που άρχισα να ανοίγομαι. Κι απ’ την άλλη ο ίδιος άρχισε να ξεθαρρεύει περισσότερο μαζί μου περνώντας τα χέρια του απ’ την μέση μου:
- Μείνε. Μου είπε κοιτώντας με στα μάτια.
- Έχω άλλες πέντε μέρες άδεια που δεν έχω πάρει που δεν ξέρω αν μου τις δώσουν απ’ την δουλειά κι επιπλέον δεν ξέρω αν θέλουν κι αν μπορούν ο Στράτος κι ο Γιάννης.
- Μείνε εσύ μόνο. Επέμεινε ο Βασίλης.
- Μόνη μου; Δεν νομίζω. Του είπα.
Και το πρώτο που πέρασε απ’ το μυαλό μου ήταν ότι θα ήταν μεν βαρετό το να μείνω μόνη μου και το πιο βασικό φοβόμουν να μείνω σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό. Θα μου φαίνονταν τα βράδια αξημέρωτα.
- Είμαι κι εγώ εδώ. Μου πρότεινε.
Ήταν πολύ γλυκός. Προσφερόταν να προστατεύσει τους φόβους μου! Αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήξερα ότι δεν ήθελα να αποχωριστώ τόσο εύκολα τον Στράτο.
- Λοιπόν; Επέμεινε ο Βασίλης.
- Μου είναι δύσκολο. Του είπα απογοητεύοντας τον.
- Κι εμένα θα μου είναι δύσκολο χωρίς την δική σου παρουσία!
Τώρα ήταν που γινόταν πολύ υπερβολικός. Στο μεταξύ είχα και την μικρή υπόνοια πως με δοκίμαζε για να βεβαιωθεί και πάλι αν συνεχιζόταν το φλερτ με τον Στράτο.
- Βασίλη; Του είπα.
- Τι;
- Μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια!
- Γιατί;
- Με αγάπησες έτσι ξαφνικά; Τον ξαναρώτησα, γιατί πια η κατάσταση ήταν κωμωδία!
- Έτσι είμαι εγώ!
Μου είπε και με έφερε μια στροφή στον εαυτό μου κάνοντας μια χορευτική φιγούρα όλο σκέρτσο!
- Τουλάχιστον με έκανες να γελάσω όσο ήμουν εδώ! Παραδέχθηκα μπροστά του και ήθελα να το ξέρει.
- Κι έχεις όμορφο χαμόγελο. Μου είπε.
- Ναι;
- Γιατί δεν στο έχουν πει; Απόρησε.
- Μόνο ότι έχω ωραία μάτια, μου έχουν πει.
- Όλα σου είναι ωραία! Μου ψιθύρισε το αυτί με υπονοούμενο.
Γέλασα γιατί είχε αστείρευτο κέφι και ήταν ετοιμόλογος. Ξεγλίστρησα απ’ την αγκαλιά του και τώρα χόρευα μαζί του πιο ελεύθερα. Ο Στράτος κι ο Γιάννης χόρευαν με την Τασούλα. Όλοι είχαμε γίνει ένα τελικά και χορεύαμε και κάναμε κέφι με τρελές φιγούρες. Αλλά πόσο να χορέψεις πια; Τους άφησα να συνεχίζουν και πήγα στο τραπέζι μας. Με ακολούθησε κι ο Γιάννης:
- Τι λέγατε οι δυο σας τόση ώρα;
- Μου ζητούσε να μείνω. Του είπα κάνοντας αέρα με το χέρι μιας και είχα ιδρώσει.
- Είδες που στα έλεγα;
- Γιάννη λάθος εντύπωση έχεις. Με ψάρευε. Αυτό έκανε ο Βασίλης. Κουτσομπόλης παιδί μου! Του είπα αστειευόμενη για να μην ρωτήσει τι ακριβώς ψάρευε ο Βασίλης.
- Σίγουρα;
- Λες να με ερωτεύτηκε με δυο-τρεις κουβέντες που ανταλλάζαμε κάθε φορά;
- Ξέρω κι εγώ; Τι να πω; Αναρωτήθηκε ο Γιάννης απογοητευμένος που τελικά δεν ήταν όπως νόμιζε η κατάσταση με τον Βασίλη.
Δεν συνεχίσαμε άλλο την κουβέντα. Ο Στράτος τώρα χόρευε με την Μαρίνα και την… Κλαίρη; Μα πως; Απογοητεύτηκα με την εικόνα που αντίκριζα. Είχα θυμώσει. Η Κλαίρη τον είχε φτύσει κι αυτός χόρευε τώρα μαζί της! Μηχανικά έπιασα το ποτήρι μου με το ουίσκι και το κατέβασα μονομιάς έχοντας τα μάτια μου καρφωμένα εκεί σε αυτούς. Είχα απογοητευτεί που δεν ήρθε να με αποσπάσει απ’ τον Βασίλη και να χορέψουμε μαζί. Δεν ξέρω αν διάβασε την σκέψη μου αλλά τελικά ξεκόλλησε από κοντά της και μας πλησίασε. Η καρδιά μου πετάριζε σαν τρελή. Νόμιζα πως ερχόταν να με τραβήξει να χορέψουμε μαζί. Αλλά τελικά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μια επιθυμία της φαντασίας μου όπως και τόσες άλλες. Κάθισε και άναψε τσιγάρο. Δεν μίλησε καν. Να πει έστω κάτι για την Κλαίρη.
Το κλαμπ απόψε δεν ήταν γεμάτο κι έτσι γενικώς μπορούσαμε να κινηθούμε πολύ ελεύθερα μεταξύ μας και χωρίς στριμώγματα όπως το βράδυ που είχαμε έρθει οι δυο μας με τον Στράτο. Απόψε μπορούσαμε να διακρίνουμε τι έκανε ο καθένας ξεχωριστά. Πως διασκέδαζε. Πως έπινε το ποτό του. Πως μιλούσε. Πως αντιδρούσε. Ο Βασίλης δεν κάθισε και πολύ στο τραπέζι του και τον είδα να μας πλησιάζει και πάλι:
- Γιατί καθίσατε; Μας ρώτησε.
- Οι αντοχές μας μέχρι εδώ ήταν. Είπε ο Γιάννης.
Και του εξήγησε πως ήταν αρκετή η ώρα που χορεύαμε και δεν γινόταν να συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό. Σε λίγο θα πέφταμε κάτω απ’ την εξάντληση. Ο Βασίλης κάθισε μαζί μας κι άρχισε να ρωτά για μας. Ο Στράτος κι ο Γιάννης του εξήγησαν πως απόψε ήταν η τελευταία βραδιά κι ότι αύριο θα επιστρέφαμε στα σπίτια μας και στις δουλειές μας:
- Γιατί δεν κάθεστε λίγο ακόμη;
- Και να θέλαμε τα λεφτά μας τελείωσαν. Του είπε ο Στράτος.
Ο Βασίλης έδειξε να απογοητεύεται που έχανε μια καλή παρέα. Δεν συνέχισε τις ερωτήσεις και τις απορίες. Καταλάβαινε ότι αυτό θα τον έκανε βαρετό και προτίμησε να γυρίσει στην παρέα του. Τον χαιρετήσαμε με την σειρά μας κι εκείνος μας είπε ότι θα μας έβλεπε το πρωί στο κάμπινγκ για να μας χαιρετήσει.
Εγώ δεν νομίζω ότι θα τολμούσα να πάω εκεί και να αρχίσω τους αποχαιρετισμούς. Το έκανα την ίδια στιγμή, όπως επίσης αποχαιρέτησα και τις άλλες κοπέλες του κάμπινγκ –συμπεριλαμβανομένου και της Κλαίρης- δίνοντας ραντεβού για την επόμενη χρονιά την ίδια εποχή!


Δεν μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί. Αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Το πρωινό της αναχώρησής μας αποχαιρετούσαμε τα πάντα. Ακόμη και τα άψυχα αντικείμενα του σπιτιού. Δίναμε τον τελευταίο αποχαιρετισμό μας ακόμη και μεταξύ μας. Δεν ήθελα να αποχωριστώ τον Στράτο. Με πονούσε. Κι αυτό ήταν κάτι που μεγάλωνε την μελαγχολία μου.
Η μητέρα μου είχε έρθει νωρίς το πρωί να μας πάρει. Μας έβλεπε που καθόμασταν αμίλητοι στην αυλή και περιμέναμε την ώρα που θα μπαίναμε στο αυτοκίνητο και θα φεύγαμε. Μας πρότεινε να καθόμασταν κι άλλο μιας κι εγώ είχα λίγη άδεια που μπορούσα να ζητήσω απ’ την δουλειά και που ο Γιάννης κι ο Στράτος δεν είχαν άλλες υποχρεώσεις. Ο Στράτος για μια στιγμή με επιβεβαίωσε ότι ήθελε να μείνουμε αλλά τα οικονομικά του δεν του το επέτρεπαν. Κι επιπλέον δεν μπορούσε να καθίσει παραπάνω γιατί έπρεπε να κρατήσει το καθαριστήριο του πατέρα του για να φύγουν κι οι γονείς του ολιγοήμερες διακοπές.
Όλα πια είχαν τελειώσει. Εκείνος σαν να διάβασε την σκέψη μου και γύρισε το πρόσωπό του προς τα μένα κοιτώντας με έντονα στα μάτια. Κοιταζόμασταν δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα. Ήταν σαν να δίναμε υπόσχεση: «Δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο».



Κεφάλαιο 20