14. Ωχ! Ο πατέρας μου!


- Σου πάνε τα μαλλιά έτσι!
Ο Στράτος βρισκόταν στο δωμάτιο μου και στεκόταν πίσω μου την ώρα που έφτιαχνα τα μαλλιά μου λίγο πριν φύγουμε για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά του.
- Μπανάνα το λένε το χτένισμα;
- Ναι!
Τον κοίταξα περίεργα μέσα απ’ τον καθρέπτη. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ένας άντρας στην ηλικία του Στράτου θα γνώριζε από γυναικεία χτενίσματα! Το γνωστό σινιών που οι παλιές ονόμαζαν ‘μπανάνα’ ήταν το χτένισμα μου για απόψε. Ήταν ένα απ’ τα καλά χτενίσματα και βολικά για τις γυναίκες με μακριά μαλλιά. Και τα δικά μου ήταν μακριά και μιας κι έκανε ζέστη αποφάσισα να τα μαζέψω επάνω. Ο Στράτος επέμενε να στέκεται πίσω μου με τα χέρια στις τσέπες και παρακολουθούσε ότι έκανα. Δεν τον ενοχλούσε που το δωμάτιο δεν φαινόταν απ’ το σύννεφο της λακ και του αρώματός μου. Και μου άρεσε και με ενοχλούσε. Με έκανε να αισθάνομαι όμορφα. Δεν υπήρξε άλλη φορά στην ζωή μου που κάποιος άνδρας να πρόσεχε που έφτιαχνα τα μαλλιά μου ή μακιγιαριζόμουν. Ο Στράτος ετοιμάστηκε γρήγορα και δεν προτίμησε να καθίσει με τον αδερφό μου στην αυλή μέχρι να τελειώσω, αλλά ήθελε να με κοιτάζει. Δεν ξέρω ήταν σαν κάτι να ήθελε να μου πει και προφανώς δεν έβρισκε τον τρόπο. Ένοιωθα απίστευτα άδεια για να ασχοληθώ περισσότερο. Δεν του μιλούσα και τον άφηνα να με κοιτά. Διόρθωσα τις λεπτομέρειες στο μακιγιάζ μου και κοίταξα το άψογο κεφάλι μου για τυχόν ατέλειες.
- Μπορείς να βγεις λίγο έξω; Ζήτησα απ’ τον Στράτο μιας και ήθελα να βάλω τα καλά μου.
- Ενοχλώ ε; Μου είπε με παραπονιάρικο τόνο.
- Πρέπει να αλλάξω ρούχα. Αν δεν έχεις αντίρρηση. Του είπα ενοχλημένη.
Δεν τον έπαιρνε να επιμείνει γιατί λίγα μέτρα πιο κει καραδοκούσε ο αδερφός μου! Κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας πως με κατανοούσε και βγήκε απ’ το δωμάτιο μου χωρίς να βγάλει κουβέντα. Έκλεισα την πόρτα πίσω του και κοιτούσα την σκιά του απ’ το θολό ανάγλυφο τζάμι της να απομακρύνεται. Η αλήθεια είναι ότι τον ήθελα στο δωμάτιο μου, αλλά ντρεπόμουν εκεί μπροστά του να αρχίσω να αλλάζω ρούχα. Δεν είχα την οικειότητα, αλλά δεν ντρεπόμουν γι’ αυτό. Ντρεπόμουν για το σώμα μου. Το ολόσωμο μαγιό που φορούσα καθημερινά στην θάλασσα δεν φανέρωνε το πώς ήμουν στην πραγματικότητα. Τα πλευρά μου φαίνονταν και μπορούσα να τα μετρήσω ένα – ένα και η κοιλιά μου είχε ρουφηχτεί απ’ την ασιτία. Ήμουν μερικά βήματα απ’ την εικόνα που δίνει η νευρική ανορεξία. Τα πόδια, τα χέρια και το στήθος μου ευτυχώς λόγω της συνεχούς κινήσεως –ποδήλατο και κολύμπι- ήταν γυμνασμένα και σφιχτά. Το δε πρόσωπό μου είχε χάσει την λάμψη του κι ενώ ήταν οβάλ το σχήμα του χανόταν απ’ τα πεσμένα ζυγωματικά και την ελαφριά χαλάρωση στον λαιμό. Εκείνη την στιγμή στον καθρέπτη μου δεν αντίκριζα την εικόνα μιας εικοσιτετράχρονης κοπέλας, αλλά μιας μεσήλικης γυναίκας. Αν κάτι έσωζε την εμφάνιση μου εκείνη την στιγμή ήταν το χτένισμα και το άψογο μακιγιάζ που εξαφάνισαν ως διά μαγείας τις ατέλειες απ’ το πρόσωπό μου. Πρόσθεσα λίγο ρουζ παραπάνω στα ζυγωματικά και τώρα έδειχνα ακόμη καλύτερα, μιας και είχα χάσει το χρώμα μου. Αναρωτιόμουν που να οφειλόταν όλο αυτό που έβλεπα. Ήταν άραγε μια κρυφή επιθυμία να δημιουργήσω το τέλειο σώμα ή ήταν αυτοτιμωρία για όσα χρόνια άφησα και χάθηκαν έτσι αποκλείοντας κάθε ευκαιρία γνωριμίας με άλλους ανθρώπους και που τώρα κρεμόμουν απ’ τον Στράτο για να ζήσω όσα δεν έζησα; Εικοσιτέσσερα χρόνια ζωής που τα περισσότερα από αυτά χάθηκαν για έναν εφηβικό ενθουσιασμό που τον έλεγαν Γιώργο. Κι ο Στράτος ήδη πατούσε τα είκοσι και χαιρόταν κάθε στιγμή της ζωής του ρουφώντας και την τελευταία σταγόνα της. Αυτός ήταν ο λόγος που με γοήτευε. Αν κάτι με κρατούσε δυνατή ήταν ο δικός του τρόπος που φερόταν στην ζωή.
Απομακρύνθηκα απ’ τον καθρέπτη. Δεν άντεχα να με βλέπω έτσι όπως ήμουν. Τα εσώρουχα έδειχναν πολύ γελοία επάνω μου. Μου φαίνονταν τεράστια και ασχημάτιστα! Έβγαλα απ’ τον σάκο μου το κίτρινο μεσάτο πουκαμισάκι μου και την μαύρη παντελόνα. Τα φόρεσα αμέσως και ξαναγύρισα στον καθρέπτη για επιθεώρηση. Διαπίστωσα πως είχα λεπτύνει πολύ στην μέση. Ήδη το καρφάκι της ζώνης της παντελόνας μπήκε μια τρύπα πιο μέσα. Η εξωτερική μου εικόνα έδειχνε άψογη, αλλά μέσα μου ήμουν ακόμη πιο χάλια βλέποντας αυτό που δεν είχα προσέξει τόσες μέρες στον καθρέπτη.
- Αργείς πολύ; Άκουσα ξαφνικά την φωνή του Γιάννη.
- Όχι! Σε πέντε λεπτά θα 'μαι έτοιμη. Του φώναξα.
- Γυναίκες! Τι περιμένεις; Καμιά τους δεν είναι έτοιμη στην ώρα της…
Άκουσα έξω ακριβώς απ’ το δωμάτιό μου τον Στράτο. Γύρισα τα μάτια μου στην πόρτα και διακρινόταν η σκιά του απ’ το τζάμι. Γιατί στεκόταν εκεί; Τι περίμενε; Μήπως περίμενε να γράψει στο μυαλό του την πρώτη εικόνα που θα έπαιρνε από μένα ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου μου; Τον ενδιέφερα λοιπόν! Ήθελε να δει πως θα εμφανιζόμουν! Τι φορούσα, αν το χτένισμά μου ήταν αυτό που είδε λίγο πριν, αν το πρόσωπό μου ήταν όμορφα μακιγιαρισμένο, αν φορούσα το άρωμα που του άρεσε! Έσφιξα την ζώνη της παντελόνας μου και φόρεσα τα πέδιλα μου. Έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη και μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Να άρεσα και σε αυτόν το ίδιο; Κουβέντιαζε με τον αδερφό μου και ήταν αφοσιωμένος όταν άνοιξα απότομα την πόρτα. Γύρισε αμέσως και με κοίταξε. Ολοκλήρωσε γρήγορα την φράση της κουβέντας του και πλέον το βλέμμα του ήρθε και καρφώθηκε επάνω μου. Ότι κίνηση και να έκανα εκείνο με ακολουθούσε.
- Έτοιμη!
Είπα βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο μου, ενώ ο Στράτος με κοιτούσε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά. Έδειχνε γοητευμένος; Ίσως να μην είχε συνηθίσει τις διαφορετικές εμφανίσεις και ίσως οι αλλαγές που έκανα πότε – πότε τον ξάφνιαζαν ευχάριστα.
- Επιτέλους! Άκουσα τον αδερφό μου απ’ την βεράντα.
Ξαναμπήκα στο δωμάτιό μου για να πάρω χρήματα αυτή την φορά και ο Στράτος με ακολούθησε κατά πόδας. Ένοιωσα να με έχει πλησιάσει πάρα πολύ και νόμιζα ότι δεν είχα οξυγόνο να αναπνεύσω άλλο:
- Είσαι πολύ όμορφη απόψε! Μου είπε γλυκά και ψιθυριστά.
«Για σένα έγινα όμορφη. Γιορτάζεις και θέλω να ‘μαι όμορφη» σκέφτηκα και του χαμογέλασα, λέγοντας ένα ξερό ‘ευχαριστώ’.
- Τι έγινε; Θα ξεκινήσουμε καμιά φορά; Συνέχισε να διαμαρτύρεται ο αδερφός μου απ’ την βεράντα.
- Πες ότι ήδη έχουμε ξεκινήσει. Του είπα βγαίνοντας απ’ το σπίτι.
Ο Στράτος ακολούθησε και κατέβηκε στην αυλή. Με κοίταζε απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια. Αισθανόμουν ότι η εικόνα μου τον ευχαριστούσε. Εμένα όμως δεν με ευχαριστούσε, γιατί κάτω απ’ τα ρούχα μου κρυβόταν η δυσάρεστή μου αλήθεια!
- Καλά ρε φίλε γιατί τόση βιασύνη; Ρώτησε τελικά τον Γιάννη την στιγμή που κλείδωνε την αυλόπορτα.
- Δεν θέλω να στήσω τον άνθρωπο. Δικαιολογήθηκε ο αδερφός μου.
Κρατήθηκα να μην γελάσω. Ο Γιάννης είχε βρει το καλό ψέμα πως είχε κανονίσει μ’ ένα φίλο του και έπρεπε να τον περιμένει στον οικισμό, γιατί ο φίλος του δεν ήξερε την περιοχή! Κι ο Στράτος σαν χάνος το έχαψε!
Η διαδρομή μας μέχρι τον οικισμό θα γινόταν με τα ποδαράκια μας. Μισή ώρα στο νερό με κανονικό βάδισμα θέλαμε. Σε περίπτωση που το ρίχναμε στην καλή χαρά και το κέφι και παίζαμε τότε ένα σαραντάλεπτο θα το θέλαμε! Ενώ με το ποδήλατο έφτανε ένα δεκάλεπτο το πολύ. Ο Γιάννης από ώρα αναρωτιόταν αν ήταν καλό να κάνει την διαδρομή με το ποδήλατο –κάτι που ευχόμουν- αλλά κι απ’ την άλλη χάρη της παρέας δεν ήθελε να μας αφήνει πίσω. Κι έπρεπε κι εμείς να βαδίσουμε βάση των επιθυμιών του αδερφού μου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Στην ουσία ο λόγος που βιαζόταν ο Γιάννης ήταν ότι ήθελε να βρίσκεται νωρίτερα στον οικισμό ώστε ο Στράτος να ‘ναι εκεί που πρέπει πριν εμφανιστούν οι δικοί του. Σε διαφορετική περίπτωση θα χαλούσε η έκπληξη. Ο σκοπός ήταν να τους δει όλους ξαφνικά μπροστά του. Προχωρούσαμε και το ‘χαμε ρίξει στην κουβέντα. Μάλλον ο αδερφός μου με τον Στράτο, γιατί εγώ δεν είχα να πω κάτι. Όμως δεν ήταν αυτό, γιατί δεν ξέρω διαισθανόμουν ότι κάτι θα συνέβαινε. Κάτι απρόοπτο. Και αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι καλά. Άλλωστε με τους δικούς του μόνο μια φορά είχα συναντηθεί κι έτσι δεν θα αισθανόμουν άνετα στην αποψινή επίσκεψή τους. Κάτι μου δημιουργούσε έναν ανεξήγητο φόβο που δεν μπορούσα να μαντέψω από τι θα προερχόταν. Είχα χώσει τα χέρια στις τσέπες της παντελόνας μου και περπατούσα στην άκρη του δρόμου σχεδόν μπροστά από τους συνοδούς μου με σκυμμένο το κεφάλι. Και ξάφνου ο Στράτος άρχισε να επιδίδετε σε ένα περίεργο παιχνίδι που εκείνη την στιγμή το έβρισκα εντελώς ενοχλητικό: φρόντιζε να είναι συνεχώς δίπλα μου. Όπου κι αν πήγαινα: δίπλα στον Γιάννη, πίσω απ’ τον Γιάννη, μπροστά απ’ τον Γιάννη, ο Στράτος ήταν δίπλα μου. Δεν ξέρω τι τον είχε πιάσει και το έκανε και δεν στεκόταν δίπλα στον φίλο του να κουβεντιάζουν ότι κουβέντιαζαν. Θεωρούσα ότι ήταν πολύ χαζό αυτό που έκανε και δεν έφταιγε σε τίποτε ο αδερφός μου να παίζουμε το ‘γύρω γύρω όλοι’! Αποφάσισα να προχωρώ μόνο σε ένα σημείο του δρόμου και να μην λοξοδρομώ κι ας έκανε ότι ήθελε. Ας στεκόταν όπου ήθελε. Δεν είχα διάθεση να ψυχολογήσω αυτό που έκανε. Ήξερα ότι ήταν ένας τρόπος να μου αποσπά την προσοχή όταν διαπίστωνε ότι δεν την είχε αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Το μυαλό μου δεν βρισκόταν εκεί. Είδε ότι δεν ήμουν σε διάθεση ώστε να δέχομαι το οτιδήποτε από αυτόν δείχνοντας του ότι με ενοχλούσε όπως έκανα τις άλλες βραδιές. Ήταν μεν το παιχνίδι μας, αλλά για απόψε τουλάχιστον ότι και να έκανε η προσοχή μου δεν μπορούσε να στραφεί σε αυτόν. Αισθανόμουν εντελώς μόνη κι εντελώς αποξενωμένη. Ο Στράτος ήταν εκεί, αλλά η παρουσία του ήταν για μένα σαν να βρισκόταν μίλια μακριά.
Φτάσαμε στον οικισμό χωρίς να το καταλάβουμε. Ο Γιάννης έδειχνε ανακουφισμένος που φτάσαμε εγκαίρως. Είχε τον χρόνο να τακτοποιήσει το οτιδήποτε! Στρίψαμε προς την παραλία και πήγαμε στην καφετέρια. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι στον περίβολο της καφετέριας και που ο αδερφός μου είχε την ορατότητα για να ξέρει ποιο θα είναι το αμέσως επόμενο βήμα του. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι η ώρα είχε σχεδόν φτάσει. Δεν ξέρω κι αν οι επισκέπτες μας είχαν φτάσει. Παρόλα αυτά διατηρήσαμε την ψυχραιμία μας. Παραγγείλαμε τους καφέδες μας. Ο Στράτος επέμεινε να ρωτά πότε θα ερχόταν ο φίλος του Γιάννη και τι θα γινόταν στην συνέχεια κλπ. Ο Γιάννης έβρισκε τις κατάλληλες απαντήσεις για να τον γεμίζει ψέμα κι εκείνος να το τρώει! Κάθισα αμίλητη και προσπαθούσα να φανταστώ το έκπληκτο πρόσωπο του Στράτου βλέποντάς τους όλους ξαφνικά μπροστά του. Άραγε… Άραγε να ερχόταν κι αυτή η Τόνια μαζί τους; Άραγε το πακέτο της έκπληξης να περιελάμβανε κι εκείνη; Αυτό ήταν που φοβόμουν τελικά. Αλλά και πάλι… Δεν ξέρω! Ότι και να γινόταν απόψε έπρεπε να το υποστώ με στωικότητα. Αυτή η κοπέλα είχε άμεση προτεραιότητα στην ζωή του Στράτου κι όχι εγώ. Θα έπρεπε να φανώ δυνατή σε όποια εικόνα και να έβλεπα. Είτε την αγκάλιαζε, είτε την φιλούσε εκεί μπροστά μου. Όμως… όχι! Δεν ήταν αυτό που με φόβιζε! Κάτι άλλο θα συνέβαινε απόψε και δεν ξέρω τι! Ο Γιάννης απομακρύνθηκε για λίγο από κοντά μας για να κάνει έναν γρήγορο έλεγχο. Υπολόγιζε την ώρα που ξεκίνησαν οι γονείς του Στράτου απ’ το σπίτι τους μέχρι εδώ πάνω και θεωρούσε ότι πλησίαζαν, αν δεν είχαν φτάσει ήδη.
- Δεν είσαι ιδιαίτερα ομιλητική σήμερα! Διαπίστωσε ο Στράτος τα λίγα δευτερόλεπτα που μείναμε μόνοι μας και με ρώτησε αν με απασχολούσε κάτι.
Να του πω τι άραγε; Ότι «ξέρεις σήμερα θα έρθουν οι δικοί σου και οι φίλοι σου και φοβάμαι ότι θα είναι μαζί τους και η Τόνια». Δεν πήγαινε να του το πω. Δεν είχα το θάρρος να μιλήσω έτσι ανοιχτά για έναν απ’ τους φόβους μου. Τι άλλο να του έλεγα; Ότι είχα κάποιο περίεργα δυνατό προαίσθημα πως κάτι θα γινόταν; Και πάλι δεν ήταν η ώρα να λέω κάτι τέτοια υπερφυσικά!
- Καλά είμαι! Είπα τελικά αναστενάζοντας. Ήταν σαν να ήθελα να βγάλω από μέσα μου κάθε αρνητική σκέψη που είχα στο μυαλό.
Ο Στράτος με κοιτούσε στα μάτια περιμένοντας προφανώς να του δώσω εξηγήσεις γιατί μάλλον δεν με πίστεψε, αλλά προτίμησα να χαζέψω στον αγώνα μπιτς-βόλεϊ μιας ομάδας νεαρών ανδρών στην ακτή. Το φως της μέρας χανόταν κι αυτοί έπαιζαν απτόητοι το παιχνίδι τους.
- Ποιος είναι ο φίλος που περιμένεις ρε Γιάννη; Κρυφό μας τον έχεις; Ρώτησε ο Στράτος τον αδερφό μου με το που ο Γιάννης κάθισε στο κάθισμά του επιστρέφοντας απ’ τον έλεγχο.
- Τον γείτονά μου τον Κώστα περιμένω. Τον ξέρεις;
«Το σόι σου και τους φίλους σου» απάντησε η σκέψη μου, χωρίς να πάρω τα μάτια μου απ’ το παιχνίδι στην ακτή.
- Τον ξέρω. Έτυχε κάποια στιγμή που μου τον γνώρισες. Απάντησε ο Στράτος.
Κατέφθασε ο σερβιτόρος φέρνοντας τους καφέδες μας. Κοίταξα το ρολόι μου. Σε λίγη ώρα μάλλον θα σηκωνόταν η αυλαία και θα αποκαλυπτόταν αυτό που εγώ φοβόμουν. Αναστέναξα πιο βαθιά πίνοντας μια γουλιά απ’ τον παγωμένο φραπέ μου.
- Με συγχωρείτε νομίζω ότι τον πήρε το μάτι μου. Πάω να του μιλήσω και να τον φέρω εδώ.
Ο Γιάννης σχεδόν αμέσως εξαφανίστηκε. Και ξαναμείναμε μόνοι με τον Στράτο. Τον κοίταξα. Δεν με κοίταξε. Προτίμησε να ρίξει το βλέμμα του στις καλλίγραμμες κοπέλες που έπαιζαν ρακέτες πιο μπροστά απ’ την παρέα του μπιτς-βόλεϊ. Και δεν είχε καν την ευαισθησία να μην σχολιάσει τα τέλεια σώματά τους. Μ’ έκανε να νοιώσω απαίσια και μειονεκτικά, καθώς αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα του δικού μου σώματος μπροστά στον καθρέπτη νωρίτερα στο σπίτι. Κάρφωσα το βλέμμα μου στο ποτήρι του καφέ μου, αρνούμενη να κοιτάζω τον οποιοδήποτε άνθρωπο ήταν στην ακτή. Νωρίτερα εγώ στο σπίτι μετρούσα τα παΐδια μου κι αυτός με έκανε να αισθάνομαι ακόμη πιο άσχημα για την κατάντια μου. Ο Γιάννης κατέφθασε χαμογελώντας.
- Που είναι ο Κώστας; Ρώτησε αμέσως ο Στράτος.
-Του έδειξα έναν χώρο να παρκάρει κι έρχεται. Του είπε αμέσως.
Ο Στράτος δεν ξαναρώτησε αλλά συνέχισε να σχολιάζει και στον Γιάννη τις κοπέλες της ακτής. Νωρίτερα μου έλεγε πως ήμουν όμορφη και να που τώρα άλλες ήταν οι όμορφες και οι κορμάρες! Σαν δεν ντρεπόταν λίγο. Ευχαρίστως θα τον χαστούκιζα αν δεν ήταν ο Γιάννης μπροστά. Μόνο και μόνο για να καταλάβει το πόσο πολύ με πρόσβαλε εκείνη την στιγμή.
- Εντάξει; Ρώτησα τον Γιάννη διακόπτοντας τον Στράτο.
Ο Γιάννης κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’ τον καφέ του, σχολιάζοντας κι εκείνος με την σειρά του τις κοπέλες στην ακτή. Αισθανόμουν πολύ περίεργα κι εντελώς αποκομμένη απ’ την παρέα μου. Οι νεαροί που έπαιζαν μπιτς-βόλεϊ τα μάζεψαν κι έφυγαν και γενικώς όλοι όσοι κάθονταν στην ακτή τα μάζεψαν κι έφυγαν. Ήταν λες κι όλοι ήταν συνεννοημένοι με τον Γιάννη μιας και ήταν η ώρα της μεγάλης έκπληξης. Ακόμη κι οι κοπέλες που έπαιζαν ρακέτες έφυγαν. Η ακτή έμεινε ξαφνικά έρημη. Τα φώτα κατά μήκος του παραλιακού δρόμου άναψαν και η νύχτα άπλωνε το πρώτο της δίχτυ. Η μουσική απ’ τα ηχεία της καφετέριας θύμιζε άλλες εποχές. Το παλιό κλασσικό ροκ έσπαγε την απόλυτη ησυχία εκείνης της ώρας. Καθόμασταν αμίλητοι και ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι δεν είχαμε κάποια τούρτα ή έστω κάνα γλυκάκι με ένα κεράκι για να γιορτάσουμε την ημέρα του Στράτου. Ζαχαροπλαστείο στην περιοχή δεν υπήρχε και δυστυχώς δεν είχαμε αυτή την μικρή πολυτέλεια ώστε να συμπληρώσουμε την έκπληξη όπως έπρεπε:
- Ωχ! Ο πατέρας μου!
Άκουσα ξαφνικά τον Στράτο, ο οποίος πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του. Είχε δίκιο, αλλά έπρεπε προς στιγμήν να τον βγάλουμε φαντασιόπληκτο.
- Ο πατέρας σου; Κάποιο λάθος κάνεις. Τι δουλειά έχει εδώ πάνω Στράτο;
Του είπα και πολύ κακώς δεν είχα μαζί μου την φωτογραφική μηχανή μου ν’ απαθανάτιζα την μοναδική στιγμή έκπληξής του αντικρίζοντας την πρώτη εικόνα απ’ το αυτοκίνητο του πατέρα του.
- Μου φάνηκε πως είδα το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Ξαναείπε και κάθισε αργά στο κάθισμα του και με την έκπληξη γραμμένη στο πρόσωπο του.
- Σου φάνηκε. Μόνο ο πατέρας σου έχει το ίδιο αυτοκίνητο; Συμπλήρωσε ο αδερφός μου.
Ο Στράτος έδειχνε μπερδεμένος. Κοίταζα την κάθε του κίνηση και ήταν προβλέψιμος: μια γερή γουλιά καφέ στο λαιμό, άνοιγμα του πακέτου με τα τσιγάρα, βγάλσιμο ενός τσιγάρου, τοποθέτηση στα χείλη, φωτιά στο τσιγάρο και τέλος ένα δυνατό ρούφηγμα του πρώτου καπνού. Αυτό το δυνατό ρούφηγμα έδειχνε ότι καθόταν στα καρφιά για κάτι που είδε αλλά και που δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό που είδε δεν ήταν κι απόλυτα η πραγματικότητα. Δεν πρόλαβε τραβήξει τον δεύτερο καπνό και ξαναπετάχτηκε απ’ το κάθισμα του:
- Τώρα δεν κάνω λάθος ότι και να λέτε. Αυτός είναι ο πατέρας μου. Τι δουλειά έχει εδώ;
Γέλασα. «Όχι πάντως για να παίξετε κυνήγι στην ακτή, αν είχες κάνει ριφιφί στην ταμειακή πριν φύγουμε για διακοπές» σκέφτηκα. Όπως και να ‘χε δεν γινόταν να αρνηθούμε την πραγματικότητα. Ο πατέρας του προσπέρασε την καφετέρια με το βαν του σφυρίζοντάς μας και γελώντας και πηγαίνοντας να το παρκάρει λίγο παρακάτω μπροστά στην ακτή, κάνοντας το ίδιο και το δεύτερο αυτοκίνητο που ακολουθούσε το βαν και που βρίσκονταν μέσα οι φίλες των γονιών του. Ο Στράτος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό:
- Ρε μαλάκα τι θέλουν εδώ πάνω οι δικοί μου;
Δεν ήξερε σε ποιον απευθυνόταν. Εγώ με τον Γιάννη κοιταζόμασταν και γελούσαμε. Δεν είχαμε κάτι να του πούμε. Πόσο μάλλον ο Γιάννης που το ‘χε οργανώσει. Όλα έγιναν αστραπιαία. Ο Στράτος βγήκε απ’ τον περίβολο της καφετέριας και πλησίασε το αυτοκίνητο του πατέρα του με την απορία στο πρόσωπο γραμμένη. Η οποία απορία μετατράπηκε σε μια ανεξήγητη χαρά. Σηκώθηκε κι ο Γιάννης για να τους χαιρετήσει. Εγώ έμεινα πίσω. Ήμουν ένας απλός παρατηρητής μιας χαρούμενης άφιξης που για τον Στράτο ήταν ένα δώρο που θα το θυμόταν για πολλά χρόνια! Είχαν έρθει όλοι: οι γονείς του Στράτου κι η Βάνα η αδερφή του με τον φίλο της τον Γιώργο. Ο φίλος του ο Ηλίας με την αδερφή του την Τόνια και δυο οικογενειακές φίλες: η Χριστίνα κι η Βάσω με τον γιο της, τον πιτσιρικά της παρέας! Ήταν όλοι χαρούμενοι που συνάντησαν τον Στράτο και που τον είδαν αλλαγμένο απ’ την τελευταία φορά που τον είχαν δει. Που να οφειλόταν άραγε η αλλαγή του; Ο Στράτος τους οδήγησε στην καφετέρια. Ήταν μια ζωντανή και θορυβώδης παρέα. Τράβηξαν άλλα δυο τραπεζάκια τα οποία τα ένωσαν με το δικό μας. Τράβηξαν και καρέκλες για να καθίσουν. Ο Στράτος έκανε τις συστάσεις. Όλοι χαρήκαμε μεταξύ μας που μας βλέπαμε και χαιρόμασταν για την γνωριμία με αυτούς που δεν γνωρίζαμε. Ο σερβιτόρος έδειχνε τρελαμένος. Ήταν πολλά τα άτομα κι η κάθε παραγγελία ήταν διαφορετική! Πρέπει να πήγε και να ‘ρθε ίσαμε τρεις τέσσερις φορές με τον δίσκο στον ώμο! Κουβέντιαζαν συνεχώς και προσπαθούσε ο καθένας ξεχωριστά να δώσει τις δικές του εξηγήσεις για το πώς στήθηκε η έκπληξη. Έλεγαν ότι είχαν καλή διαδρομή με εξαίρεση την στιγμή που ο Ηλίας είχε ανοίξει την συρόμενη πόρτα του βαν εν κινήσει και χάθηκαν στον δρόμο τα μισά σχεδόν κεφτεδάκια απ’ το μεγάλο μπολ απ’ τα φαγώσιμα που είχαν, γιατί πεινούσε! Η εικόνα μου φάνηκε πολύ αστεία και ίσως να ήταν η μοναδική στιγμή που χαμογέλασα όσο καθόμουν εκεί σε μιαν άκρη. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Ήταν η στιγμή του Στράτου και το ενδιαφέρον έπρεπε να το μονοπωλούσε αυτός μαζί με τους επισκέπτες του.
- Μαρίνα πως είναι η θάλασσα εδώ; Με ρώτησε ξαφνικά η αδερφή του η Βάνα.
Η Βάνα! Το κορίτσι – ανέκδοτο! Η αιτία που χάλασε μια απ’ τις όμορφες στιγμές που είχα ζήσει παλιότερα με τον αδερφό της. Την κοιτούσα και διαπίστωνα ότι εκείνο το πιτσιρικάκι στο πάρτυ μου ήταν πια μια ολόκληρη όμορφη νεαρή γυναίκα!
- Καθαρή, βαθιά κι απότομη. Της είπα.
- Δηλαδή αν πάμε να κάνουμε μπάνιο, κινδυνεύουμε;
- Αν ξέρεις κολύμπι κι αν δεν φοβάσαι το νερό δεν υπάρχει πρόβλημα. Της είπα.
- Και δεν χρειάζεται να ανοιχτείς στα βαθιά τέτοια ώρα. Στα δυο μέτρα απ’ την ακτή είσαι στα άπατα. Συμπλήρωσε ο Στράτος.
Η Βάνα αγριοκοίταξε τον Στράτο γιατί προφανώς ενοχλήθηκε που διέκοπτε την κουβέντα μας. Ίσως εκείνη είχε δει το πόσο απόμακρη κι αμίλητη ήμουν και θέλησε να με βάλει και μένα στην κουβέντα τους. Ο Γιώργος απ’ την άλλη με όσο μπορούσε να διακρίνει στο σούρουπο του άρεσε και θα ήθελε κάποια στιγμή να έρθει για Σαββατοκύριακο εδώ πάνω για να εξερευνήσει έτσι την περιοχή ώστε αν ήταν όπως το ήθελε το μέρος να ερχόταν για διακοπές. Η Βάνα συμφώνησε μαζί του και θα ήταν καλό να το κανόνιζαν μαζί μας κάποια στιγμή. Δεν θα μου άρεσε αν έπαιρναν την απόφαση να μείνουν τώρα. Δεν ήθελα να πολλαπλασιαστεί ξαφνικά η παρέα κι από τρεις που ήμασταν να γινόμασταν έξι. Ο δε Ηλίας έδειξε ενδιαφέρον για την περιοχή και ξαφνικά είχα γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Με ρωτούσε διάφορα για την περιοχή και το πώς ήταν οι διακοπές μας κι αν δεχόμουν να τον φιλοξενήσουμε! Αχ όχι! Δεν το θέλω! Γελούσα ηλίθια κι απέφευγα να απαντήσω. Ο Ηλίας είχε πόση ώρα που προσπαθούσε να μου λέει διάφορα χαζά και να επιμένει να μείνει δυο-τρεις μέρες μαζί μας. Γιατί δεν υπήρχε κάποιος εκείνη την στιγμή να τον σταματήσει και να πάψει να γίνεται τόσο ενοχλητικός; Γιατί δεν επενέβαινε κάποιος και να του το κόψει εξηγώντας του πως δεν είχαμε τον χώρο;
- Που θα μας πας απόψε; Ακούστηκε η μητέρα του Στράτου να απευθύνεται στον γιο της.
- Διαλέξτε: κάμπινγκ ή κλαμπ; Είπε ο Στράτος.
- Θα σας έλεγα να πηγαίναμε στο σπίτι, αλλά θα είμαστε στο σκοτάδι.
Είπα από ευγένεια και τους εξήγησα ότι το σπίτι δεν είχε τελειώσει και γι’ αυτό δεν είχε ακόμη συνδεθεί το ηλεκτρικό. Βασικά δεν ήθελα να έρθουν στο σπίτι. Ήταν πολλοί, δεν θα χωρούσαμε και θα έπρεπε να είμαι στο πόδι για να τους εξυπηρετήσω με ότι είχαμε στο σπίτι. Και δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε με σκυφτό το κεφάλι να υπομείνω όλους αυτούς τους επισκέπτες και να κάνω ότι ήταν δυνατόν για να ‘χουν ευχάριστη διαμονή, για όσο δηλαδή θα έμεναν! Θα ήμουν σαν καλή δούλα στις υπηρεσίες τους! Κανείς απ’ τους άλλους δύο, είτε ο Γιάννης είτε ο Στράτος έλεγαν κάτι. Ο Στράτος είχε δώσει την λύση αυτή για να κεράσει τα ποτά. Δηλαδή να τα κεράσει ο πατέρας του. Όχι γιατί στο σπίτι θα επικρατούσε το μπάχαλο και που τελικά θα ήμουν εγώ αυτή που δεν θα διασκέδαζα.
- Αν ρίχναμε τα φώτα απ’ τα αυτοκίνητα; Πρότεινε η κυρά Σταυρούλα, η μητέρα του Στράτου.
Η γυναίκα είχε δίκιο να θέλει το σπίτι για να βολευτούμε όλοι και να απλώσει την φαγώσιμη ετοιμασία της, όμως δεν χωρούσαμε κι αυτό ήταν ένα γεγονός. Όμως τα φώτα των αυτοκινήτων δεν ήταν λύση. Στην ουσία ντρεπόμουν να τους δείξω ένα γιαπί που του έλειπε το νερό και το ρεύμα μόνο και που όλα μέσα στο σπίτι ήταν πρόχειρα τακτοποιημένα μόνο και μόνο για να διευκολυνόμαστε μεταξύ μας. Ο Στράτος σαν φιλοξενούμενος είχε συμβιβαστεί με όλες τις ελλείψεις του σπιτιού, οι επισκέπτες του θα μπορούσαν για το λίγο που θα έμεναν να συμβιβαστούν; Δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω την απαξίωσή τους. Τουλάχιστον απ’ την αδερφή και τους φίλους του Στράτου.
- Εγώ έχω καλύτερη ιδέα –είπε ο πατέρας του Στράτου- να μαζευτούμε όλοι εκεί κάτω στην ακτή. Να στρώσουμε το κιλίμι να ρίξουμε και τα φώτα του ενός αυτοκινήτου, βγάζουμε και τους πάγκους απ’ το αυτοκίνητο και θα βολευτούμε μια χαρά όλοι. Στην εξοχή είμαστε άλλωστε!
Με έσωσε! Ήταν σαν να διάβασε την σκέψη μου και πριν πω την οποιαδήποτε δικαιολογία με έσωσε στην κατάλληλη στιγμή. Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε τους καφέδες και τα αναψυκτικά μας και βρεθήκαμε αμέσως στο ύψος της ακτής προσπαθώντας να φτιάξουμε μια μεριά ιδανική για πικ-νικ με όσα κεφτεδάκια είχαν μείνει στο μπολ, με ψητό κοτόπουλο, τηγανητές πατάτες, σαλάτες και μπόλικες παγωμένες μπύρες που είχαν βάλει με πολλά παγάκια στο ψυγείο εξοχής. Τους ζήλεψα. Ζήλεψα την χαρά που τους έδινε η απλότητα μιας βραδιάς φαγητού με καλή παρέα στην ακτή με το λιγοστό φως απ’ τον κοινοτικό φωτισμό και αυτόν απ’ το αυτοκίνητο τους. Αυτή ήταν η απλότητα της ζωής. Το κιλίμι είχε στρωθεί κι όλοι είχαν βολευτεί αναλόγως κάνοντας και την σχετική φασαρία. Εγώ στεκόμουν όρθια κοντά στο αυτοκίνητο και τους περιεργαζόμουν. Ο Στράτος είχε κάτσει σε έναν πάγκο μαζί με τον πατέρα του, τον Ηλία και τον Γιάννη.
- Μαρίνα; Εσύ γιατί στέκεσαι εκεί πίσω. Έλα εδώ μαζί μας! Άκουσα τον πατέρα του Στράτου.
- Ευχαριστώ. Είπα μόνο για να πω κάτι.
- Πάρε εδώ. Σήμερα γιορτάζουμε τον Στράτο. Είπε και μου έδωσε ένα ποτήρι με παγωμένη μπύρα.
- Ναι και να τον χαίρεστε. Στράτο χρόνια πολλά. Είπα και σήκωσα το ποτήρι.
Του χαμογέλασα και ήπια σχεδόν την μισή μπύρα απ’ το ποτήρι μου. Η μητέρα του είχε γεμίσει ένα πιάτο με ποικιλία απ’ τα φαγώσιμα και μου το έδωσε:
- Σήμερα τρώμε. Είναι γιορτή! Μου είπε.
Της χαμογέλασα. Πήρα το πιάτο κι απλά το κράτησα. Δεν μπορούσα να φάω. Δεν κατέβαινε τίποτε. Τελικά το άφησα κάτω. Ο Στράτος δεν μου έδωσε σημασία στα ‘χρόνια πολλά’ και απλά είχε ένα μπουκάλι μπύρα μαζί του και τριγυρνούσε στην ακτή πότε με τον Ηλία, πότε με τον Γιώργο και την Βάνα και πότε με την Τόνια. Κοίταζα τους άλλους που διασκέδαζαν. Ο Στράτος είχε βάλει μια κασσέττα με ελληνικά στο αυτοκίνητο να παίζει και έτσι οι μεγάλοι άρχισαν να τραγουδάνε και να πειράζουνε πότε – πότε τον Ηλία και πότε τον μικρό γιο της Βάσως που ντρεπόταν να κάνει ένα βήμα πιο κει απ’ την μάνα του! Ο δε Ηλίας είχε να πειράζει εμένα. Όσο κι αν προσπαθούσα να του δείχνω ότι ήθελα την ησυχία μου εκείνος άλλο τόσο γινόταν πιο ενοχλητικός κάνοντας χαζές ερωτήσεις για να κουβεντιάζει μαζί μου.
- Ηλία σταμάτα να ενοχλείς την κοπέλα! Με έσωσε ξανά ο πατέρας του Στράτου.
Ο Στράτος πια δεν ήταν μαζί μας. Τριγυρνούσε στην ακτή με τους υπόλοιπους και ξαφνικά τον βλέπω να κάνει περίπατο χέρι – χέρι με την Τόνια, την αδερφή του Ηλία. Ένιωσα έναν πόνο στην καρδιά βλέποντάς τους. Ο Ηλίας συνέχιζε το πείραγμά του, αλλά πια δεν τον άκουγα. Λες και η εικόνα που μόλις έβλεπαν τα μάτια μου είχε βουλώσει τα αυτιά μου. Κάτι μου έλεγε ο πατέρας του Στράτου καθώς μου γέμιζε και πάλι το ποτήρι με μπύρα. Του χαμογέλασα και απλά συνέχισα να έχω το βλέμμα καρφωμένο στον Στράτο και την Τόνια, όσο διακριτικά γινόταν. Γελούσαν, διασκέδαζαν, έπαιζαν και η Τόνια ήταν διαχυτική με τον Στράτο που πια δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Ο χωρισμός τους ήταν απλά μια μικρή διακοπή; Μάλλον! Μαρίνα, τελείωσε. Αυτό που έζησες εδώ πάνω, αυτό ήταν. Τελείωσε. Η παράστασή μας έλαβε τέλος. Ήθελα να σηκωθώ και να εξαφανιστώ. Υποκρινόμουν σε όλους εκεί μπροστά. Είχα ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο μόνιμα και δεν άντεχα άλλο. Ένοιωθα η ανάσα να μου κόβετε. Ίσως επειδή προσπαθούσα να καταπνίξω το ξέσπασμά μου. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήθελα να έφτανε η ώρα που θα έφευγαν όλοι και μαζί του και αυτή. «Μαρίνα σύνελθε, αυτή ειδικά δεν πρόκειται να φύγει. Θα μείνει εδώ κοντά στον Στράτο». Η ψυχή μου είχε γίνει κομμάτια. Χιλιάδες μικροσκοπικά κομματάκια. Με πονούσε να τους βλέπω αγκαλιά να στέκονται μπροστά σε όλους μας:
- Αύριο θα τηλεφωνήσω σε ανθοπωλείο να στείλουν ανθοδέσμη στην Τόνια. Κανονίστε να πληρωθεί!
Είπε ο Στράτος κρατώντας την Τόνια απ’ το χέρι. Είχα κατεβάσει το βλέμμα μου και κοίταζα το ποτήρι μου. Δεν άντεχα να τους βλέπω. Δεν άντεχα και να τον ακούω, να ζητά απ’ τον πατέρα του να πληρώσει την ανθοδέσμη που θα της έστελνε.
- Τι λες ρε; Και να μας την στείλει πίσω; Απάντησε ο πατέρας του.
- Δεν θα βάλετε κάρτα. Πρότεινε η Τόνια.
Ε! Βέβαια. Δεν ήταν απαραίτητη η κάρτα άλλωστε, αφού η ίδια θα την παραλάμβανε.
- Ναι! Τα κερατιάτικα του Στράτου πληρώνουμε κάθε φορά. Συνέχισε ο πατέρας του.
- Ας της τηλεφωνήσει και να της εξηγήσει. Απάντησε και πάλι η Τόνια.
Σήκωσα το κεφάλι μου. «Ας της τηλεφωνήσει και να της εξηγήσει» ηχούσαν τα λόγια της στο κεφάλι μου. Άλλη ήταν η Τόνια του Στράτου; Ή εγώ παράκουσα; Ο Στράτος στεκόταν απέναντί μου σε απόσταση κι είχε βάλει τα χέρια στις τσέπες. Κουβέντιαζε σοβαρά με την Τόνια . Ποιος ξέρει για τι. Μια ανθοδέσμη λοιπόν κάποια Τόνια ίσως παραλάμβανε αύριο. Κι εγώ; Εγώ καθόμουν κι άκουγα. Θέατρο του παραλόγου ήταν αυτό. Γιατί εκεί μπροστά μου να ζητήσει κάτι τέτοιο και να μην το κάνει διακριτικά; Δηλαδή όλες αυτές τις μέρες η φαντασία μου πια είχε ξεπεράσει κάθε όριο και παρερμήνευα την κάθε κίνησή του απέναντί μου, παρερμήνευα τα λόγια του, παρερμήνευσα ακόμη και το φιλί του και την αγκαλιά του. Όλα ήταν ένα ψέμα; Αυτό ήταν όλο; Αυτό ήταν το τέλος; Τώρα καταλάβαινα τι ήταν αυτό που διαισθανόμουν πολύ νωρίτερα. Το τέλος.



Ήμουν σε σύγχυση. Σε πλήρη σύγχυση. Μετά βίας κρατιόμουν να μην δακρύσω. Και το ήθελα όσο τίποτε άλλο εκείνη την στιγμή. Ήθελα να μείνω μόνη μου. Ο αδερφός μου στεκόταν μακριά μου και κοντά στην Βάνα και τον Γιώργο και κουβέντιαζαν. Ποιος ξέρει για τι. Η ώρα δεν έλεγε να περάσει και να φύγουν. Ήθελα να γυρίσω σπίτι και να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να κρυφτώ στο σκοτάδι του. Πνιγόμουν. Ήθελα να μείνω μακριά απ’ τον Στράτο. Το κακό που είχε κάνει μέσα μου ήταν πολύ χειρότερο κι απ’ του Γιώργου. Όσα χρόνια χρειάστηκαν με τον Γιώργο για να πληγωθώ στο τέλος, χρειάστηκαν μερικές ώρες στον Στράτο για να μου δώσει με τον τρόπο του την οριστική βολή. Ζήτησα συγγνώμη απ’ τους παραβρισκόμενους, άφησα το ποτήρι με την μπύρα και σηκώθηκα να περπατήσω. Απομακρύνθηκα αρκετά. Εκεί που ήμουν δεν με έβλεπαν. Και ξέσπασα. Έκλαιγα με λυγμούς εκεί μόνη μου, γιατί εγώ ήμουν η ανόητη που αφέθηκα. Ο Στράτος απλά έπαιζε, εγώ γιατί πίστεψα ότι κάτι γινόταν μεταξύ μας; Τι σκατά περίμενα; Αμέσως θυμήθηκα την εικόνα μου στον καθρέπτη του δωματίου μου. «Τι αξίζεις για να σε αγαπήσει κάποιος; Είδες πως είσαι; Σχεδόν σκιά του εαυτού σου είσαι. Ο Στράτος γιατί να ενδιαφερθεί για σένα;». Δεν έφταιγε ο Στράτος, αλλά εγώ και μόνο εγώ. Κοίταζα πέρα στο σκοτάδι της θάλασσας. Έτσι ήταν το μέσα μου. Ένα σκοτάδι. Που δεν ήξερες τι γινόταν και τι βρισκόταν εκεί. Γύρισα το βλέμμα μου και κοίταζα πια την μεγάλη παρέα. Ο Στράτος ξεχώριζε και έδειχνε να ψάχνει ολόγυρα. «Ψάχνεις το παιχνίδι σου;» σκέφτηκα. Γέλασα. «Αυτό είμαι για σένα. Ένα παιχνίδι. Λίγο να χαθώ χάνεις την ευκαιρία της επιβεβαίωσης ότι είσαι επιθυμητός. Τι σκατά παιχνίδι ήταν αυτό; Ποια επιβεβαίωση; Στα είκοσι σου ήθελες επιβεβαίωση;».
Έπρεπε να γυρίσω πίσω. Και το έκανα. Δεν γινόταν να αρχίσουν να ρωτάνε τι είχε γίνει και είχα χαθεί. Τουλάχιστον όσο έλειπα ας είχαν την εντύπωση πως ήμουν για κατούρημα. Τι πιο ανθρώπινο και κατανοητό; Έφτασα και έκατσα και πάλι στην προηγούμενη θέση μου. Ο Ηλίας συνέχισε να με πιλατεύει και δεν το άντεχα. Ήθελα εκείνη την στιγμή να γυρίσω και να τον πνίξω. Όλοι είχαν κάνει πηγαδάκι. Κι εγώ εκεί να ‘μαι θεατής μιας διαλυμένης γιορτής. Όλοι τριγύριζαν πια. Κι εγώ έπινα μπύρα συνέχεια και συνέχεια. Γέμιζα και ξαναγέμιζα το ποτήρι μου. Ο Στράτος με την Τόνια είχαν χαθεί. Το ίδιο κι ο Γιώργος με την Βάνα. Ποιος ξέρει που είχαν πάει. Δεν με ένοιαζε. Χαμογελούσα και έκανα ότι διασκέδαζα με όλους τους υπόλοιπους. Υποκρινόμουν την χαρούμενη σε μια βραδιά που δεν μου ανήκε. Και που ανήκε σε κάποιον που θεώρησε πως έτσι θα τσαλάκωνε μια και καλή ότι μου έδωσε αυτές τις μέρες εδώ πάνω. Και το κατάφερε. Κατάφερε να τσαλαπατήσει την κάθε μου σκέψη και κάθε συναίσθημα μου. Αυτό ήταν είπαμε: τέλος!


Κεφάλαιο 15