22. Μαρίνα; Ποια Μαρίνα;

Ο Στράτος δεν μου τηλεφώνησε την επόμενη μέρα. Ήταν κάτι λες και το περίμενα. Το έκανα εγώ όμως. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά. Μίλησα με την αδερφή του η οποία με επιβεβαίωσε πως ήταν μια χαρά κι ότι είχε πεταχτεί για δουλειές του μαγαζιού. Απόκριση απ’ τον ίδιο δεν είχα και πάλι. Οι μέρες περνούσαν κι όσο κι αν ήθελα να σηκώσω το ακουστικό και να του τηλεφωνήσω δεν το τολμούσα. Οι γονείς του πια είχα επιστρέψει απ’ τις διακοπές του και έτσι το να βρω τον ίδιο ή στο καθαριστήριο ή στο σπίτι ήταν δύσκολο. Συνεχώς ασχολιόταν με δουλειές του ποδαριού κυρίως για να πάει κόντρα στον πατέρα του δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως δεν τον ενδιέφερε η περίπτωση τού να αναλάβει μελλοντικά την επιχείρηση. Μόνο απ’ τον αδερφό μου κάποια στιγμή έμαθα πως είχε πια φτάσει το αναμενόμενο ειδοποιητήριο απ’ την στρατολογία για την στράτευση του Στράτου. Το γεγονός ότι θα έφευγε κάποια στιγμή χωρίς να με αποχαιρετήσει με στενοχωρούσε. Αισθανόμουν τόσα πράγματα για αυτόν και δεν μπορούσα να τα εκφράσω γιατί απλά με απέφευγε. Δεν ξέρω αν ήταν έτσι κιόλας. Αλλά η σκέψη του ήταν πάντα στο μυαλό μου η πρώτη την ημέρα κι η τελευταία το βράδυ. Ενδιάμεσο δεν υπήρχε μιας και η δουλειά δεν μου άφηνε το περιθώριο για σκέψεις άλλες πέρα από αυτή. Το καλοκαίρι είχε περάσει πια και διανύαμε το φθινόπωρο. Συνειδητοποιούσα ότι η στιγμή που θα χάνονταν όλοι οι γνωστοί και φίλοι ήταν σχεδόν ένα βήμα πιο κει. Ο αδερφός μου ετοίμαζε βαλίτσες για την Ρόδο, ο Στράτος θα υπηρετούσε την μαμά πατρίδα και οι υπόλοιποι έβγαζαν εισιτήρια για το εξωτερικό ή για κάποια άλλη πόλη στην Ελλάδα λόγω υποχρεώσεων. Κι εγώ θα έμενα εδώ. Μόνη και πιεσμένη απ’ την δουλειά.


Εδώ και ώρα προσπαθούσα να μοντάρω τα κύρια αποσπάσματα απ’ την συνέντευξη τύπου του δημάρχου. Τα νεύρα μου είχαν γίνει χορδές γιατί οι ηχολήπτες για πολλοστή φορά είχαν αλλάξει τις συνδέσεις της κονσόλας ήχου του προντάξιον. Συνεχώς έβαζαν το χεράκι τους στα μηχανήματα γιατί ο κάθε ένας είχε μάθει να δουλεύει διαφορετικά και με τον δικό του τρόπο. Την πλήρωνα όμως εγώ την ασυνεννοησία τους και κάθε φορά που ήθελα να χρησιμοποιήσω τα μηχανήματα για την δουλειά μου θα έπρεπε να μαντεύω τι αλλαγές είχαν κάνει. Το να βρω όμως έξτρα ηχολήπτη και να με βοηθήσει ήταν σπάνια περίπτωση και πόσο μάλλον δε να κάνει ότι ακριβώς του ζητήσω στο μοντάζ. Με μεγάλη μου απογοήτευση διαπίστωσα ότι το ένα απ’ τα δυο κασετόφωνα μασούσε την κασέτα. Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω την μπομπίνα για να κάνω την δουλειά μου. Και δεν μου άρεσε καθόλου να την χρησιμοποιώ κι ας ήταν για τις …δύσκολες ώρες! Μου ήρθε να βάλω τις φωνές για να ξεσπάσω κι αυτό γιατί είχα περιορισμένο χρόνο για να κάνω αυτή την δουλειά μιας και πλησίαζε η ώρα του μαγκαζίνο και έπρεπε επιπλέον να κρατήσω και σημειώσεις για τον ηχολήπτη για την σειρά που θα έβαζε να παιχτούν τα αποσπάσματα! Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου –όσο μπορούσα- και να βγάλω εις πέρας την δουλειά μου γρήγορα: «Εσείς κι οι συνεντεύξεις σας! Τουλάχιστον να λέγατε και τίποτε καινούριο, να πω χαλάλι. Αλλά τα ίδια συνεχώς πια; Ανακυκλωμένα;». Πάνω που έκανα αυτή την σκέψη το μάτι μου έπεσε στον Γιώργο που στεκόταν στην απέναντι πλευρά του προντάξιον και γελούσε με την θυμωμένη προφανώς έκφρασή μου: «Άει στο διάολο κι εσύ» σκέφτηκα και του χαμογέλασα. Δεν με ενόχλησε. Δεν ήρθε δίπλα να μου ζητήσει να βγω γιατί απ’ ότι πρόσεξα είχε στα χέρια του τα «υλικά» για να φτιάξει κάποιο διαφημιστικό σποτ: το κείμενο, την κασέτα για την ηχογράφηση και τον δίσκο με την μουσική που θα ακουγόταν σαν χαλί στο σποτ!
Στο δε γραφείο μου γινόταν επίσης πανικός. Είχε κάνει το πέρασμά του ο Νικόλας για να δώσει μια έρευνα που είχε κάνει για την εκπομπή του Μάνου και φυσικά χρησιμοποίησε το γραφείο μου για τις σημειώσεις του. Το μόνο που δεν είχε κάνει ακόμη ήταν να επεκτείνει τις σημειώσεις του στην μελαμίνη του γραφείου! Πολλά άχρηστα χαρτιά ήταν παρατημένα εκεί ένδειξη πως δεν τον ενδιέφερε αν υπήρχε καλάθι από κάτω γι’ αυτό τον σκοπό κι απ’ την άλλη με εκνεύριζε κι ο ίδιος ο Μάνος που ήθελε να έχουμε τάξη στο δημοσιογραφικό αλλά στον Νικόλα δεν ‘έβαζε χέρι’ όπως έκανε με όλους τους υπόλοιπους. Ο Μάνος απέναντι με κοίταζε μέσα στο σύννεφο καπνού που άφηνε απ’ το επίμονο κάπνισμα του και δεν μιλούσε. Έβριζα μέσα απ’ τα δόντια μου προσπαθώντας να βρω μέσα σε όλο αυτό το παραπεταμένο χαρτομάνι ποιες ήταν οι ειδήσεις που είχα κρατήσει στην άκρη για το κεντρικό δελτίο. Άρχισα να καθαρίζω το γραφείο απ’ τις άχρηστες σημειώσεις του Νικόλα κι επιτέλους βρήκα και τις δικές μου. Ταξινόμησα τις ειδήσεις όπως έπρεπε κράτησα και τις σημειώσεις για τα ηχογραφημένα αποσπάσματα της συνέντευξης του δημάρχου και περίμενα τον Νίκο να γυρίσει από κάποια άλλη συνέντευξη για να μπούμε στο στούντιο. Ο Μάνος συνέχισε να καπνίζει ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο και κοίταζε το άγνωστο. Δεν μπορούσα να μαντέψω τι σκεπτόταν. Συνήθως όταν βρισκόταν σε τέτοιου είδους νιρβάνα, απλά σκεφτόταν ψύχραιμα με τι τρόπο θα σπάσει των νεύρα των υπολοίπων μας. Βαρύ το τίμημα της πρωτιάς! Εργαζόμουν σε ένα ραδιόφωνο που για να διατηρήσει την πρωτιά της ακροαματικότητας, οι προϊστάμενοι ήταν ικανοί να σε κάνουν να τρέχεις τριάντα ώρες το εικοσιτετράωρο! Και τώρα που το σκεφτόμουν είχα ξαναμπεί στην ίδια διαδικασία άγχους που περνούσα πριν τις διακοπές και που μου είχε περάσει απ’ το μυαλό να παραιτηθώ. «Μήπως να χαλαρώσω λιγάκι και να πάω να δω και τους γονείς μου; Σαν να το ‘χω παρακάνει για χάρη τους» σκέφτηκα και αμέσως πήρα τηλέφωνο στο πατρικό.
Το σήκωσε η μητέρα μου που μόλις με άκουσε άρχισε το γνωστό κλαψούρισμα που δεν βλέπει την κόρη της όπως παλιά και πως και να πεθάνουν δεν θα το πάρω χαμπάρι κι άλλα τέτοια μακάβρια. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μεταβιβάζεται αυτή η κλάψα από γενιά σε γενιά! Τα ίδια έλεγε κι ο παππούς μου στην μητέρα μου όταν ανέβαινε στο χωριό για να τον δει, χωρίς να υπολογίσει ότι εργαζόταν και δεν είχε ελεύθερη ώρα να το κάνει όποτε βόλευε τον ίδιο. Άλλο πάλι κι αυτό! Μια τρελή απαίτηση που έχουν ώρες-ώρες οι γονείς είναι να τρέχεις βάση των δικών τους επιθυμιών και προγραμματισμό χωρίς να υπολογίζουν ότι έχεις την δική σου ζωή, την δική σου δουλειά, ότι έχεις ανοίξει τα δικά σου φτερά πια!
Άφησα την μητέρα μου να πει όσα είχε κρατήσει για απωθημένα και της υποσχέθηκα πως θα περνούσα από εκεί με το που θα τελείωνα με το μαγκαζίνο. Έκανα να κλείσω το ακουστικό:
- Α! Παρά λίγο να το ξεχάσω! Τηλεφώνησε ο Στράτος, μήπως σε βρήκε;
Τι; Τι ήταν τώρα κι αυτό; Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τρελά όταν άκουσα ότι με έψαχνε:
- Όχι! Πότε τηλεφώνησε; Ρώτησα κρατώντας την ψυχραιμία μου.
- Πριν αρκετή ώρα.
- Σου είπε τι ήθελε; Με έτρωγε η περιέργεια.
- Δεν μου είπε. Είπε μόνο ότι θα περνούσε από εδώ για να μας χαιρετήσει. Πως του ήρθε αυτό το ξαφνικό;
Δεν ξέρω πως του ήρθε αυτό το ξαφνικό. Αλλά το ένστικτο μου, μου έλεγε πως το ‘χε σχεδιασμένο ώστε να μου το πουν. Και ήξερε ότι θα με έβρισκε έτσι στους γονείς μου, μιας και με τον τηλεφωνητή μου δεν τα είχε καλά! Αποχαιρέτησα την μητέρα μου και κατέβασα το ακουστικό. Τουλάχιστον είχα ένα λόγο να είμαι χαρούμενη αυτή την στιγμή και να μου φύγει όλη η ένταση που είχα αποκτήσει λίγο πριν μέσα στο προντάξιον!


Παρά το ότι ήταν φθινόπωρο μια γλυκιά ζέστη επικρατούσε. Στο πατρικό μου χάρηκαν που με είδαν. Μόνο που άρχισα να συνειδητοποιώ ότι μου έλειπε πολύ ο Γιάννης, ο οποίος είχε αναχωρήσει ήδη για την Ρόδο. Το σπίτι έδειχνε τόσο έρημο χωρίς αυτόν και κατά κάποιο τρόπο δικαιολογούσα τους γονείς μου που μου γκρίνιαζαν για την απουσία μου. Για πρώτη φορά έμεναν μόνοι τους μετά από εικοσιπέντε χρόνια γάμου. Μου ζήτησαν να μετακομίσω και να μείνω μαζί τους. Όσο και να το ήθελα ήξερα πόσο πολύ ψυχοφθόρο θα ήταν να μου γκρινιάζουν βλέποντας με να έχω ένα ακατάστατο ωράριο, να φεύγω και να έρχομαι σε ώρες ανύποπτες και γενικώς να έχουν απλά την αίσθηση ότι κυκλοφορεί κάποιος στο σπίτι κι ας τον βλέπουν φευγαλέα! Ήξερα ότι δεν θα το ανέχονταν για πολύ κάτι τέτοιο, όπως επίσης ήξερα ότι πλέον συμβιώνοντας μαζί τους θα είχαν τον παραπάνω λόγο να παρεμβαίνουν στην δουλειά μου πίσω απ’ την πλάτη μου. Κι αυτό δεν το ανεχόμουν. Ήθελα να βαδίζω με τα δικά μου πόδια κι όχι έχοντας τους γονείς μου ως μόνιμα δεκανίκια και με το άγχος του τι θα πουν για κάθε βήμα που θα κάνω ακόμη κι αν αυτό με κάνει να σκοντάψω. Τους χαμογέλασα και τους είπα ότι για την ώρα δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο κι ότι μου άρεσε που ήμουν μόνη μου. Τους είπα ότι θα μπορούσαν που και που να έρχονται και να με βλέπουν μιας και γενικώς παρέμεναν στο σπίτι κλεισμένοι σαν σπιτόγατοι αρνούμενοι καμιά φορά να πάνε κάπου λέγοντας πως ήταν πια γέροι για τέτοιες εξόδους! Γελούσα καμιά φορά που σαν μεσήλικες που ήταν κι οι δυο τους θεωρούσαν τους εαυτούς τους μόνιμα γερασμένους και κατά πως τους βόλευε αναλόγως των περιστάσεων!
Είπαμε αρκετά σε αυτή μου την επίσκεψη και δεν ήθελα να τους αποχωριστώ. Τους άφησα να δουν τις απογευματινές ειδήσεις στην τηλεόραση κι εγώ έφτιαξα έναν φραπέ και βγήκα στην βεράντα. Ανυπομονούσα να δω τον Στράτο κι όσο αργούσε τόσο εγώ κοιτούσα περισσότερο το ρολόι μου. Ο αποχαιρετισμός του μάλλον θα είχε να κάνει με τον στρατό. Ήξερε μάλλον πότε θα παρουσιαζόταν και που. Και ήθελε να μας αποχαιρετήσει μιας και δεν ήξερε που θα βρισκόταν την επόμενη μέρα της ορκωμοσίας του. Η σκέψη αυτή με στενοχώρησε. Θα τον έχανα πια και για αρκετό διάστημα και όπως λέει κι η παροιμία: μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται!
Δεν ήθελα να μείνω μέσα και να δω ειδήσεις. Μου αρκούσε που όλη την ημέρα σχεδόν καθημερινά τρέχω γι’ αυτές και το να κάτσω να τις δω στην τηλεόραση, καταντούσε μαζοχισμός! Για να περάσω την ώρα μου άνοιξα ένα βιβλίο τσέπης που είχα πάντα και σχεδόν μόνιμα στην τσάντα μου. Είχα απορροφηθεί απ’ την ιστορία του και δεν είχα καταλάβει πως ήδη είχε σουρουπώσει, είχε περάσει η ώρα και οι γονείς μου μέσα έβλεπαν την «Λάμψη»!
Ξαφνικά άκουσα θόρυβο. Κάποιος άνοιγε την αυλόπορτά μας και με έκπληξη είδα τον Στράτο να μπαίνει και πίσω του ακριβώς ακολουθούσε και κάποιος άλλος μαζί του. Δεν με ενθουσίασε που έφερε μαζί και παρέα. Ήθελα τόσο πολύ να μείνουμε οι δυο μας. Ανέβηκε πρώτος τα σκαλιά της βεράντας. Σηκώθηκα αμέσως απ’ το κάθισμά μου για να τους υποδεχθώ και με ένα μεγάλο χαμόγελο ήρθε και με αγκάλιασε και με φίλησε ζεστά στο μάγουλο!
- Μου έλειψες! Μου ψιθύρισε στο αυτί.
- Κι εμένα! Του είπα και του ανταπέδωσα το φιλί στο μάγουλο.
Πίσω του ο φίλος του είχε μόνιμα ένα καρφωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο Στράτος αφαιρέθηκε και δεν μας σύστησε και μπήκε αμέσως στο σπίτι για να μιλήσει με τους γονείς μου:
- Εγώ είμαι ο Χρήστος. Ξάδερφος του Στράτου! Μου είπε ο «φίλος» του.
- Ω! Χάρηκα Χρήστο κι εγώ είμαι η Μαρίνα! Του είπα.
- Το ξέρω! Μου έχει μιλήσει για σένα!
Έμεινα έκπληκτη όταν τον άκουσα να μου το λέει και του χαμογέλασα. Ο Χρήστος προχώρησε μέσα στο σπίτι και χαιρέτησε κι αυτός τους γονείς μου αφού προηγήθηκαν οι συστάσεις απ’ τον Στράτο και που συνέχιζε να ξεχνά να με συστήσει στον ξάδερφο του, άσχετα ότι αυτοσυστηθήκαμε λίγο πριν! Καθόμουν εκεί στο καθιστικό και δεν χόρταινα να τον κοιτάζω. Δεν πρόσεχα τι έλεγε στους γονείς μου, γιατί είχα χαζέψει εντελώς. Μου είχε λείψει τόσο πολύ. Χαζογελούσα, φερόμουν χαζοχαρούμενα κι ο Χρήστος είχε γίνει παρατηρητής των αντιδράσεων μου. Σταμάτησα να γελοιοποιούμε αμέσως, ρωτώντας τους τι θα έπιναν και που θα καθόντουσαν. Ο Στράτος μου είπε πως προτιμούσε την βεράντα. Πήγα αμέσως στην κουζίνα έβγαλα δύο ποτήρια, παγάκια και το ουίσκι απ’ το μπαράκι του σύνθετου στο σαλόνι. Συνέχιζα να χαζογελάω απ’ την χαρά μου και βγήκα στην βεράντα κι άφησα στο τραπέζι τον δίσκο με όλα τα σχετικά για το ποτό. Με ακολούθησαν ο Στράτος κι ο Χρήστος και βολεύτηκαν όσο πιο άνετα μπορούσαν στα καθίσματα. Τους έβαλα ουίσκι στα ποτήρια και τους κέρασα.


- Χαθήκαμε. Παραπονέθηκα με χαμόγελο στον Στράτο.
- Πραγματικά. Δεν φταίω όμως μόνο εγώ. Μου απάντησε κλείνοντας μου το μάτι.
Είχε κάποιο δίκιο. Το ήξερα ότι κι εγώ έφταιγα εν μέρει, αλλά πώς να τηλεφωνούσα στο σπίτι του ή στο καθαριστήριο και να τον αναζητήσω; Ντρεπόμουν τους γονείς του.
- Έχεις δίκιο. Εγώ όμως δουλεύω σχεδόν ασταμάτητα. Εσύ όμως μπορούσες να αφήσεις έστω κάποιο μήνυμα στον τηλεφωνητή μου αν έχεις ξεχάσει τα τηλέφωνα του ραδιοφώνου! Του είπα προσπαθώντας να με δικαιολογήσω.
- Και τώρα μου κρατάς κακία; Είχα κι εγώ αρκετή δουλειά στο μαγαζί αλλά δεν σε ξέχασα. Να ‘μαι!
- Και να ‘σαι! Επανέλαβα.
Ο Χρήστος γελούσε με την χαζοκουβέντα που είχαμε ανοίξει με τον Στράτο και είχε δίκιο. Αλλά μπορούσε να πιάσει ότι ήμουν εντελώς αμήχανη μπροστά στην παρουσία του Στράτου που η τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν στα γενέθλιά μου; Δεν μπορούσε!
- Γνωρίζεστε με τον Χρήστο έτσι; Θυμήθηκε ο Στράτος.
- Πριν λίγο συστηθήκαμε! Του είπε ο ξάδερφός του.
- Είχα την εντύπωση πως είχατε γνωριστεί πιο παλιά! Είπε ο Στράτος ανάβοντας τσιγάρο.
- Πόσο πιο παλιά δηλαδή; Τον ρώτησα απορώντας.
- Ωχ! Έχεις δίκιο! Άστο μπερδεύτηκα με τον Γιάννη! Τον Γιάννη τον έχεις γνωρίσει Χρήστο, έτσι; Δικαιολογήθηκε.
Ο Χρήστος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και του είπε πως εμένα πρώτη φορά με έβλεπε. Ο Στράτος με ρώτησε τι γινόταν με τον Γιάννη. Πως ήταν η διαμονή του στην Ρόδο και πότε θα ανέβαινε. Ανοίξαμε κουβέντα γύρω απ’ τον αδερφό μου. Και δεν καταλάβαινα γιατί κάναμε αυτή την κουβέντα μιας και ήδη ήταν ενήμερος και ήξερε πολλά πιο περισσότερα για τον αδερφό μου από εμένα! Φαινόταν ότι οι δυο φίλοι μέχρι την αναχώρηση του αδερφού μου είχαν κρατήσει επικοινωνία και ήξερε ο ένας τι είχε σκοπό να κάνει ο άλλος.
- Κι εσύ; Πως κι αποφάσισες να μας επισκεφθείς; Τον ρώτησα και περίμενα να ακούσω αυτό που ήθελα να ακούσω’ ότι με πεθύμησε που είχε να με δει τόσο καιρό!
Με κοίταξε στα μάτια, ίσως για να δει πως θα αντιδράσω ανακοινώνοντας μου την αναγκαστική απουσία του:
- Ήρθε το χαρτί της στρατολογίας. Παρουσιάζομαι μεθαύριο στο Μεγάλο Πεύκο!
- Φαντάρος! Το είχα ξεχάσει! Είπα και ξεροκατάπια.
Έπιασα το ποτήρι με τον φραπέ μου και ήπια μια μεγάλη γουλιά για να μην καταλάβει πως με είχε στενοχωρήσει να το ακούω απ’ τον ίδιο! Επιβεβαίωνε αυτό που μου είχε πει ο αδερφός μου πριν κάτι μέρες και που δεν είχα χωνέψει πως θα συνέβαινε. Ένοιωσα ένα κενό μέσα μου. Ήταν λες κι εκείνη την στιγμή δεν στεκόταν μπροστά μου. Με τρόμαξε η σκέψη πως τον έχανα πια. Δεν μου άρεσε καν αυτό που ήδη έπιανα. Ότι δεν προλάβαμε να αρχίσουμε τελείωνε άδοξα και χωρίς να δώσουμε την ευκαιρία να το αρχίσουμε. «Με σκότωσες τώρα» σκέφτηκα όπως τον κοίταζα. Ο Χρήστος δίπλα του προφανώς είχε καταλάβει ότι είχα στενοχωρηθεί πολύ και έπαψε να χαμογελά κάτι που έκανε συνεχώς όση ώρα καθόμασταν στην βεράντα, από ευγένεια. Ο Στράτος είχε κολλήσει τα μάτια του επάνω μου την ώρα που από αμηχανία χτένιζα με τα δάχτυλά μου τα μαλλιά μου. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιταζόμασταν και δεν μιλούσαμε. Ήταν λες κι όλες οι λέξεις είχαν χαθεί απ’ το στόμα μας. Ο Στράτος κάπνιζε νευρικά και κοίταζε το ποτήρι με το ουίσκι. Την ξαφνική μας αμηχανία έσπασε η μητέρα μου όταν ήρθε στο μπαλκόνι βγάζοντας γλυκό του κουταλιού να κεράσει τους επισκέπτες μας. Όταν έφυγε και μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι αποφάσισα να σπάσω την ησυχία μας με ηλίθιες απορίες:
- Φεύγεις λοιπόν! Κι οι κατακτήσεις; Τον ρώτησα.
Οι κατακτήσεις! «Τώρα τι είναι αυτό που τον ρώτησες; Σίγουρα θα σου δώσει την απάντηση που δεν θες να ακούσεις» σκέφτηκα και μετάνιωσα που του έκανα αυτή την ερώτηση:
- Καλά, μια χαρά! Μου απάντησε.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κι ο Χρήστος εκείνη την στιγμή σήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό μου. Ήταν λες και άκουγε το καρδιοχτύπι μου! Με στενοχωρούσε πολύ που η απάντησή του ξάδερφού του με έστελνε εκείνη την στιγμή στα έγκατα της γης, να μείνω εκεί και να μην βγω ποτέ! Με έπνιγε ένας κόμπος στο λαιμό, αλλά έπρεπε κάτι να πω:
- Υπάρχει κάτι αυτό τον καιρό;
Ήθελα να ήξερα γιατί έκανα τέτοιες ηλίθιες ερωτήσεις απ’ την στιγμή που δεν ήθελα να ακούσω τις απαντήσεις. Τι στο διάολο γινόταν με μένα; Ήθελα τόσο πολύ να μου πει ότι δεν υπήρχε κάτι:
- Πες το κι έτσι…
Τώρα τι σημαίνει αυτό; Τον κοίταξα και χαμογελούσε. «Μαρίνα είσαι τόσο ηλίθια πια; Ξέ-χα-σε τον!» σκεφτόμουν ώστε να αντιμετωπίσω την κουβέντα με όση ψυχραιμία μπορούσα, κάνοντας την φίλη. Την πολύ καλή του φίλη απ’ τα παλιά! Ανάθεμά με!
- Υπάρχει ή δεν υπάρχει κάτι στην ζωή σου; Επέμεινα.
«Είσαι εντελώς μαζόχα κοπέλα μου» μου μιλούσε ο λογικός εαυτός μου που αρνιόμουν να του δώσω σημασία, γιατί θεωρούσα την κουβέντα ενδιαφέρουσα. Ήθελα τόσο πολύ να μάθω πια ήταν αυτή η άλλη που είχε στην καρδιά και το μυαλό του, εκτός της Τόνιας βέβαια.
- Υπάρχει!
Αυτή ήταν η χαριστική βολή. Τα μάτια μου με το ζόρι τα συγκρατούσα να μην δακρύσουν και ο κόμπος στον λαιμό είχε μεγαλώσει. Αναστέναξα κοιτάζοντάς τον και χαμογέλασα. Δεν ξέρω γιατί χαμογέλασα. Για την αμηχανία που ένοιωθα εκείνη την στιγμή; Για την μαχαιριά που μόλις δέχθηκα στην καρδιά μου; Δεν ξέρω κι εγώ γιατί σκατά χαμογελούσα. Ο Χρήστος είχε κολλήσει τα μάτια του επάνω μου και πρόσεξα πως έκανε νόημα στον Στράτο να αποφύγει να συνεχίσει. Δεν ήξερε εμένα όμως ο Χρήστος. Όταν άρχιζα μια κουβέντα ήθελα να την τελειώνω την στιγμή που ήθελα εγώ:
- Πως τη λένε; Συνέχισα ακάθεκτη.
Ήμουν σίγουρη πως δεν θα άκουγα το δικό μου όνομα έστω και χάριν σύμπτωσης.
- Τώρα μου βάζεις δύσκολα! Μου είπε και γύρισε και χαμογέλασε στον Χρήστο με υπονοούμενο στο βλέμμα του.
Δεν καταλάβαινα που του έβαζα τα δύσκολα. Αν ήταν η Τόνια γιατί να αποφύγει να μου το πει;
- Δύσκολο είναι να μου πεις το όνομα της; Συνέχισα εγώ το βιολί μου!
- Άσε ρε Μαρίνα που σου λέω. Τι θες τώρα; Να με ακούσουν οι γονείς της και να με παρεξηγήσουν;
‘Αυτός, αυτή και τα μυστήρια’ μου φαίνεται ότι παίζαμε απόψε οι δυο μας! Τι ήταν και αυτό το τρελό: «να με ακούσουν οι γονείς της»; Το βλέμμα του πλανήθηκε μέσα στο καθιστικό. Οι γονείς μου ήταν αφοσιωμένοι στην τηλεόρασή τους:
- Με κοροϊδεύεις; Απόρησα.
- Όχι. Μου είπε με σοβαρό ύφος και ρούφηξε μια γερή γουλιά απ’ το ποτό του.
- Τι ‘όχι’ ρε Στράτο. Ένα όνομα σου ζήτησα κι εσύ… Την γνωρίζω μήπως;
Δεν τον έβλεπα να ‘χει διάθεση να μου απαντήσει. Να μου λύσει τις απορίες μου. Ήμουν σίγουρη πως έπαιζε με τα νεύρα μου κι αυτό που ήθελα εκείνη την στιγμή ήταν να του μαυρίσω το μάτι. Ήδη τον είχα χάσει πια και δεν μπορούσα και για πολύ να τον ανέχομαι να μου κάνει τον μυστήριο. Στράφηκε προς τον Χρήστο:
- Να της το πούμε;
Ο Χρήστος δεν απάντησε και σήκωσε απλά τους ώμους σαν έλεγε «δεν ξέρω».
- Τη γνωρίζεις. Τη λένε… Εκεί σταμάτησε για να ανάψει τσιγάρο.
Περίμενα υπομονετικά να μου δώσει την πολυπόθητη φαρμακερή απάντηση. Αλλά επίτηδες καθυστερούσε να ανάψει αυτό το ρημαδοτσιγάρο.
- Μάλιστα την ξέρεις πολύ καλά.
Συμπλήρωσε και φύσηξε δυνατά τον πρώτο καπνό του τσιγάρου του. Τα δυο ξαδέρφια κοιτάζονταν και χαμογελούσαν συνωμοτικά! Τι στο διάολο γίνεται εδώ πέρα; Γιατί τόσο μυστήριο πια;
- Σ’ αρέσει; Ρώτησε ο Στράτος τον Χρήστο με νόημα.
- Τς! Έκανε ο Χρήστος σηκώνοντας αρνητικά το κεφάλι του.
Δεν ξέρω γιατί γινόταν όλο αυτό το παιχνίδι. Εγώ τι θα έπρεπε να καταλάβω τώρα απ’ την ερώτησή του προς τον ξάδερφο; Ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ αλλά είπα να κάνω μια τελευταία προσπάθεια:
- Λοιπόν; Πετάχτηκα.
- Το όνομά της αρχίζει από μι. Τη λένε Μ…, Μ…, Μ…, Μαρ...
«Μαρίδες και μοσχάρια» σκέφτηκα εκείνη την στιγμή να πω στον Στράτο που έπαιζε με τα νεύρα μου αν και έδειχνα ανεκτική. Κοίταζα τον Χρήστο που συμμετείχε στο παιχνίδι και το διασκέδαζε. «Ε, άντε στο διάολο κι οι δυο σας πια» σκέφτηκα και παραιτήθηκα πια απ’ την προσπάθεια μου να αποσπάσω το όνομα αυτής που είχε κλέψει την καρδιά του Στράτου και που εγώ δεν είχα καταφέρει στο ελάχιστο να κλέψω ένα ψήγμα της!
- Είναι συνονόματη σου. Μαρίνα την λένε! Είπε τελικά ο Στράτος.
- Επιτέλους είπε το όνομά της. Και την ξέρω ε;
Είπα ξαλαφρωμένη απ’ την εμμονή τους να με σκάσουν για να κρατήσουν το μυστήριο γύρω από αυτήν την ‘Μαρίνα’. Σαν πολλές Μαρίνες δεν μαζεύτηκαν τελευταία; Και τι συνηθισμένο όνομα! ‘Μαρίνα’ να φωνάξεις, θα γυρίσει ο μισός πληθυσμός! «Με δουλεύουν αυτοί οι δυο και παίζουν με την αφέλεια μου». Τους κοίταζα και τους δύο που κάτι ψιθύριζαν αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι στο διάολο έλεγαν! «Μήπως δεν είπε Μαρίνα, αλλά Μαρία;» σκέφτηκα. Γιατί δεν ήξερα καμία άλλη Μαρίνα.
- Μαρίνα είπες την λένε; Τον ρώτησα για να βεβαιωθώ.
- Ναι! Είπε και μου χαμογέλασε.
- Δεν ξέρω κάποια που να την λένε Μαρίνα και να την ξέρω πολύ καλά. Είπα στην προσπάθεια μου να καταλάβω αν κάτι έχανα εδώ.
- Δεν θα πω περισσότερα. Καλύτερα δεν γίνεται να την ξέρεις!
Πέρασε απ’ το μυαλό μου μήπως νταραβεριζόταν με την Μαρία την αδερφή της Ελένης που εργαζόταν στο Εργατικό Κέντρο. Αλλά αν ήταν αυτή σίγουρα η Ελένη θα μου το έλεγε. Δεν ήμουν σε φάση να σκεφτώ πια Μαρίνα ήξερα τόσο πολύ καλά!
Αυτό που ήξερα ήταν ότι εγώ τελικά δεν ήμουν ποτέ μέρος της καρδιάς του, αλλά μόνο ένα ευχάριστο διάλλειμα για να κάνει τις διακοπές του λιγότερο μονότονες.
Προσπάθησα να διώξω την σκέψη και συνεχίσαμε την κουβέντα για τα περί του στρατού και τα συναισθήματά του για αυτή την δοκιμασία στην ζωή του. Ήταν κάτι που ήθελε να δοκιμάσει και μάλιστα οι Ειδικές Δυνάμεις ήταν πρόκληση για να δοκιμάσει τις αντοχές του. Απορούσα! Πως είναι δυνατόν να θέλει να δοκιμάσει την σκληραγωγία των Ειδικών Δυνάμεων απ’ την στιγμή που δεν αντέχει τις λιγότερες απαιτήσεις του πατέρα του στο καθαριστήριο!
Η ώρα είχε περάσει κουβεντιάζοντας και για άλλα ανούσια θέματα και φεύγοντας τελικά τον ρώτησα αν ήθελε να αλληλογραφούμε. Τα μάτια του έλαμψαν όταν το πρότεινα:
- Μα και βέβαια. Μην είσαι χαζό. Δώσε μου την διεύθυνσή σου και θα σου στείλω εγώ πρώτος, γιατί δεν ξέρω που θα με στείλουν μετά την ορκωμοσία.
Του έδωσα την διεύθυνση της ταχυδρομικής θυρίδας που είχα ώστε όλη η αλληλογραφία μου να μην πέφτει σε περίεργα χέρια και μου υποσχέθηκε ότι θα μου έστελνε γράμμα με την πρώτη ευκαιρία.


Επέστρεψα στο διαμέρισμα μου με έναν δυνατό πονοκέφαλο. Με τριβέλιζε η σκέψη ότι δεν υπήρξα ποτέ έστω και ένα μικρό ενδιαφέρον στην ζωή του κι ότι αμέσως μετά τις διακοπές δεν άφησε τον χρόνο του να πάει χαμένος και είχε βρει την κοπέλα που υποσκίαζε την δική μου ύπαρξη και τα δικά μου αισθήματα, ενώ εκείνος ήξερε ότι κάτι αισθανόμουν γι’ αυτόν. Ακόμη και το τρυφερό φιλί του αποχαιρετισμού στα χείλη μου, τίποτε δεν σήμαινε; Ακόμη είχα την αίσθηση των χειλιών του στα δικά μου.
- Μαρίνα είδα καλά; Σε φίλησε στα χείλη;
Με ρώτησε η μητέρα μου όταν ο Στράτος πια είχε φύγει κι έπλενα τα ποτήρια λίγο πριν φύγω για το σπίτι μου. Σχεδόν την έβγαλα τρελή. Στο μάγουλο επέμεινα πως με φίλησε και το παρεξήγησε της είπα. Επέμεινε ότι είδε πολύ καλά και να προσέχω. Αυτή ήταν η μόνη συμβουλή που μου έδωσε. Ήξερα πόσο πολύ συμπαθούσε τον Στράτο, αλλά πια δεν είχε λόγο να φοβάται ή να φαντάζεται το οτιδήποτε απ’ την στιγμή που ένα μόνο χαρτί αλληλογραφίας θα δήλωνε την ύπαρξή του.

Δεν είχα πια να περιμένω τίποτε. Ήμουν μόνη μου. Ολότελα μόνη μου. Και η καρδιά μου ήταν τόσο άδεια. Δεν είχα μυαλό να σκεφτώ ποια ήταν αυτή η Μαρίνα που ήξερα καλά. Το μυαλό μου, η καρδιά και η ψυχή μου είχαν ξαφνικά ένα τεράστιο κενό. Άδειασαν εκεί μπροστά στον Στράτο στην βεράντα του πατρικού μου. Κι εκείνες οι περασμένες διακοπές δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αναπάντεχη στιγμή στον χρόνο, έτη φωτός μακριά. Κι εκείνα τα συναισθήματα ήταν κομήτες που απλά άγγιξαν την ύπαρξη μου και τα έσβησαν αναπάντεχα όπως είχαν δημιουργηθεί!



Κεφάλαιο 23