Ήταν πια καλοκαίρι κι ένοιωθα να πνίγομαι. Ήμουν κλεισμένη στο δημοσιογραφικό μέσα, κρυμμένη στον καπνό απ’ τα τσιγάρα του Μάνου, ο οποίος καθόταν στο γραφείο του απέναντί μου και έβλεπε την απόγνωσή μου. Ήταν η στιγμή που οι μπαταρίες μου άρχισαν να χάνουν δυνάμεις, που η υπερκόπωση φαινόταν στο πρόσωπό μου αλλά και σε όλη την εμφάνιση. Αφιέρωνα τόσο χρόνο στο ραδιόφωνο που είχα ξεχάσει κι εμένα την ίδια. Προσπαθούσα να βάλω μια τάξη στο γραφείο μου και αυτή την φορά είχα χάσει το οργανωτικό μου πνεύμα. Όλη αυτή η κατάσταση που επικρατούσε στις εγκαταστάσεις του σταθμού με είχε κουράσει. Κάθε φορά οι μέτοχοι ζητούσαν συνελεύσεις και τρέχαμε οι εργαζόμενοι να μάθουμε τα νέα. Και κάθε φορά τα ίδια. Οι υποχρεώσεις μαζί με τις συνελεύσεις μεγάλωναν και οι περισσότεροι πια είχαμε γίνει σαν τα ζόμπι: χαμένο χρώμα, άρρωστες δυνάμεις και η απόγνωση στα πρόσωπά μας για το αν θα είχαμε μέλλον στην δουλειά μας. Και πάντα στο τέλος των συνελεύσεων αποχωρούσαμε με εκείνο το μεγάλο ερωτηματικό πάνω απ’ το κεφάλι μας, αφού τελικά στην ουσία δεν μας ανακοίνωναν κάτι σπουδαίο. Μας άφηναν να βράζουμε στο ζουμί μας. Ήταν η αρχή ενός ψυχολογικού πολέμου μέχρι τελικής πτώσεως. Τα παρατάς όμως; Δίνεις την κλωτσιά στις συνθήκες έτσι εύκολα μην ξέροντας τι γίνεται από εργασία εκεί έξω; Τίποτε δεν μας ξεκαθαριζόταν. Και το αποτέλεσμα; Τα ποσοστά των ακροαματικοτήτων έφερνε το ραδιόφωνο στην δεύτερη θέση μόλις και μετά βίας. Κι ο Μάνος εκεί απέναντί μου να με κοιτάζει με ικανοποίηση που είχε καταφέρει να φέρει το ζήτημα των μετόχων εκεί που ήθελε. Σαν μέτοχος κι αυτός προσπαθούσε να υπερασπίσει το μερίδιό του, αλλά με άγαρμπο τρόπο και σε βάρος των εργαζομένων:
- Επειδή μου έχεις σπάσει τα νεύρα, σήκω φύγε κι έλα την Δευτέρα για δουλειά. Μου είπε εντελώς ξαφνικά.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με τα μάτια να με τσούζουν απ’ τον καπνό.
- Αν τα παρατήσω όλα, ξέρεις ότι δεν θα βγει το παραμικρό. Τις ειδήσεις ποιος θα τις αναλάβει;
- Εγώ. Σήκω φύγε να ξεκουραστείς.
Μάζεψα το γραφείο μου όπως-όπως. Δεν κάθισα να σκεφτώ περισσότερα. Όταν ο Μάνος έδινε μια τέτοια εντολή έπρεπε να το κάνεις. Έδειχνε πως ήθελε να ξεσπάσει κάπου κι επειδή δεν ήσουν το κατάλληλο άτομο σε έδιωχνε για να μη σε πάρουν τα σκάγια. Και το έκανα.
Βγαίνοντας στον ήλιο άρχισα να καταλαβαίνω ότι όλα αυτά που ζούσα στην δουλειά μου με έκαναν να χάνω τις χαρές της πραγματικής ζωής. Άρχισα να καταλαβαίνω πόσα πράγματα μου έλειπαν. Ένας καφές σε μια καφετέρια ή ένα ποτό σε κάποιο μπαράκι καλοκαιρινό ή ένα μπάνιο στην θάλασσα. Μικρές πολυτέλειες που είχα ξεχάσει να προσφέρω στον εαυτό μου εδώ και πολύ καιρό.
Γύρισα στο σπίτι. Το μπίπερ το είχα αφήσει στον Μάνο για να μη με ενοχλήσουν αυτό το τριήμερο της ανάπαυλάς μου. Ο τηλεφωνητής με ειδοποιούσε ότι είχα μηνύματα. Η Βάνα, οι γονείς μου, ο Γιάννης… Με είχαν χάσει όλοι τους. Ο Στράτος; Τι να έκανε ο Στράτος; Έβαλα τον τηλεφωνητή να ακούσω τα μηνύματα. Η Βάνα ήθελε να της τηλεφωνήσω να τα πούμε, οι γονείς με περίμεναν για φαγητό την Κυριακή στο σπίτι κι ο Γιάννης μου ζητούσε να του τηλεφωνήσω για να κανονίσουμε καμιά έξοδο το βράδυ με όλη την παρέα. Έκλεισα τον τηλεφωνητή κι αμέσως χτύπησε το τηλέφωνο:
- Ναι;
- Επιτέλους σε βρήκα! Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη αδερφούλα!
Χάρηκα που άκουγα τον αδερφό μου και είχε δίκιο σε αυτό. Η δουλειά με είχε φάει και μαζί με μένα έτρωγε την ζωή μου και τον χρόνο μου.
- Έχεις δίκιο Γιάννη. Ο Μάνος μου έδωσε ελευθέρας για τρεις μέρες. Δευτέρα πάω δουλειά.
- Πολύ ωραία. Το βράδυ κανόνισα να βγούμε με τα παιδιά, θες να έρθεις;
- Αμέ! Θέλω να βγω λίγο προς τα έξω. Που είσαι; Δεν έρχεσαι απ’ το σπίτι για φαγητό;
- Είμαι Αθήνα. Κανονίσαμε με κάτι συμφοιτητές να βρεθούμε. Θα έρθω το απόγευμα και μάλλον θα βρεθούμε απ’ ευθείας για καφέ και μετά βλέπουμε.
- Εντάξει. Τηλεφώνησε μου να μου πεις που θα είστε για να έρθω.
- Έγινε. Κοίτα να ξεκουραστείς λίγο. Έτσι; Τα λέμε το βράδυ.
Χάρηκα που για λίγο η ζωή μου θα έμπαινε στους ρυθμούς της. Κοίταζα το σπίτι μου και ένοιωθα λες και έλειπα οριστικά. Ότι έκανα γινόταν στα γρήγορα πάντα για να προλάβω να πάω στο ραδιόφωνο. Ένα μπάνιο, τα ρούχα στο πλυντήριο, το σιδέρωμα έπειτα… όλα στα γρήγορα για να προλαβαίνω. Δεν καταλάβαινα γιατί είχα αφεθεί τόσο πολύ να με κυριεύει η δουλειά, αφού ούτως ή άλλως τα χρήματα που έβγαζα ήταν πάντα τα ίδια και ποτέ δεν πληρωνόμουν τις υπερωρίες και τις αργίες, ούτε καν τα ποσοστά απ’ τους χορηγούς στην εκπομπή. Εγώ την παρουσίαζα και τα χρήματα των χορηγιών μου πήγαιναν στις τσέπες άλλων. Αλλά δεν με ένοιαζε. Αγαπούσα την δουλειά μου και παρέμενα σε αυτή αδιαμαρτύρητα παρά την κούραση και που πια τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα σε σχέση με πριν δύο χρόνια που ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ. Δύο χρόνια. Πόσο είχαν αλλάξει όλα. Και να που άντεχα πια τις καταστάσεις στην δουλειά και δεν αφηνόμουν να ξεφύγω. Κι εγώ δεν ξέρω από τι.
Έκατσα στον καναπέ και άνοιξα τηλεόραση. Χάζευα στην οθόνη και δεν ήξερα τι έβλεπα. Μέχρι που αποκοιμήθηκα.
Δεν ξέρω πόσο κοιμήθηκα. Μα πετάχτηκα απότομα λες και κάποιος με σκούντησε. Κοίταξα το ρολόι μου και είχαν περάσει ήδη τρεις ώρες. Η τηλεόραση απέναντί μου έδειχνε μια σειρά κι εγώ δεν ξέρω πια. Την έκλεισα. Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κανένα μήνυμα. Προφανώς ο Γιάννης δεν είχε καταφτάσει. Ετοιμαζόμουν να φτιάξω έναν καφέ για να μου φύγει η υπνηλία που μου άφηνε το ξύπνημα του απογευματινού ύπνου, όταν το τηλέφωνο χτύπησε:
- Μαρίνα. Ο Στράτος είμαι!
Να που τώρα καταλάβαινα τον λόγο που δεν ξέφευγα απ’ την δουλειά. Και που τον είχα ξεχάσει.
- Σαν τα χιόνια! Είπα έκπληκτη και μη περιμένοντας ποτέ να μου τηλεφωνήσει και πάλι.
- Μήπως είναι ο Γιάννης εκεί;
- Έχει πάει επίσκεψη σε κάποιους συμφοιτητές του στην Αθήνα.
Μου εξήγησε πως είχαν κανονίσει να βγουν κι ήθελε να μάθει που τελικά θα βρισκόντουσαν.
- Θα μου πει όταν επιστρέψει γιατί του ζήτησα να μου τηλεφωνήσει που θα είναι για να τον βρω.
- Και μου είχε πει να του τηλεφωνήσω.
- Ούτως ή άλλως περιμένω τηλεφώνημα του. Εγώ μόλις ξύπνησα και ετοιμάζομαι να φτιάξω καφέ, θες να τον πιούμε παρέα μέχρι να δώσει σήμα ο αδερφός μου και να πάμε μαζί έπειτα να τον βρούμε; Φυσικά αν έχεις χρόνο.
- Φτιάξε κι έρχομαι.
Δεν πρόλαβα να του απαντήσω κι ο Στράτος κατέβασε το ακουστικό του αμέσως. Κοιτούσα το τηλέφωνο περίεργα μη καταλαβαίνοντας την βιασύνη του να καταφθάσει για τον καφέ. Είχα πιστέψει πως απ’ την τελευταία μας συνάντηση μου είχε κρατήσει κακία που είχα παρέμβει στην ζωή του προκειμένου να βοηθήσω την μητέρα του να τον βλέπει. Έβαλα το ακουστικό στην θέση του και προσπάθησα να συμμαζέψω το καθιστικό απ’ τα πεταμένα χαρτιά, ρούχα, βιβλία, δίσκους. Στο μεταξύ ο αδερφός μου τηλεφώνησε και μου είπε που βρισκόταν. Του εξήγησα και για τον Στράτο και το βρήκε πολύ βολικό που ο φίλος του θα ερχόταν από μένα κι έτσι δεν θα αναγκαζόταν να τον ψάχνει στο τηλέφωνο. Του είπα ότι σε καμιά ωρίτσα ή λίγο παραπάνω θα ερχόμασταν, γιατί ήθελα τον χρόνο μου να ετοιμαστώ. Αλλά μου είπε ότι είχα όλο τον χρόνο να το κάνω μιας και είχε κανονίσει και με τον φίλο του τον Βασίλη να βρισκόντουσαν κατά τις δέκα το βράδυ. Είχα λοιπόν τον χρόνο, αλλά σκεφτόμουν ότι είχα πει στον Στράτο να έρθει για καφέ σχετικά νωρίς. Τέλος πάντων. Κατέβασα το ακουστικό αφού αποχαιρετιστήκαμε προσωρινά κι έβαλα λίγη μουσική στο στέρεο να παίζει και πήγα κι ετοίμασα δύο φραπέδες. Δεν πρόλαβα να τους ακουμπήσω στο τραπεζάκι όταν άκουσα το κουδούνι της πόρτας μου να χτυπά. Ο Στράτος μόλις είχε καταφτάσει! Μα τι έγινε; Ράλι έγινε για να έρθει; Ούτε μισή ώρα δεν είχε περάσει που κλείσαμε το τηλέφωνο. Το πρόσωπό του φωτίστηκε μόλις με αντίκρισε να του ανοίγω την πόρτα. Με φίλησε στο μάγουλο με αγκάλιασε με τέτοιο κέφι και καλή διάθεση που δεν τον αναγνώριζα. Κάτι είχε αλλάξει. Δεν ξέρω τι. Αλλά για πρώτη φορά στην ζωή μου τον έβλεπα τόσο …άνετο, μετά από τις συναντήσεις μας που συνήθως ήταν μες την ένταση. Καθίσαμε στο μικροσκοπικό μπαλκόνι να πιούμε τους καφέδες και να κουβεντιάσουμε. Του είπα ότι ο Γιάννης ειδοποίησε τελικά και θα τον συναντήσουμε λίγο αργά. Δεν τον ένοιαξε που θα ήταν αργά. Χαιρόταν που ήταν εδώ μαζί μου και μου έλεγε συνέχεια πόσο πολύ με είχε επιθυμήσει. Του χαμογελούσα και ανακάλυπτα πως αν και με είχε προδώσει, δεν έπαυε να με γοητεύει. Κάπνιζε και με κοιτούσε και για κάμποση ώρα δεν μιλούσαμε. Ήθελα να μπορούσα να τον αγγίξω. Να τον χαϊδέψω. Να νοιώσω το δέρμα του, την θέρμη του. Είχα ξεχάσει πόσο πολύ τον αγαπούσα και να που εκείνο το συναίσθημα άρχισε να με κατακλύζει. Ξυπνούσε μέσα μου και με αναζωογονούσε. Ένοιωσα τα πόδια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Κρατούσα την ανάσα μου να μη καταλάβει τίποτε.
- Λοιπόν τι νέα; Τον ρώτησα, για να διώξω το κενό ανάμεσά μας.
- Μμμ! Τι νέα! Είσαι σίγουρη πως θα να μάθεις νέα;
Χαμογελούσε από ικανοποίηση. Έδειχνε ανάλαφρος σαν να του είχε φύγει ένα βάρος από επάνω του. Αλλά δεν ήξερα αν αυτό οφειλόταν στα νέα που ίσως είχε:
- Αν έχεις και θες να μου τα πεις, γιατί όχι;
Έχει γούστο! Λες να αποφάσισε να επισημοποιήσει την σχέση του με την Δανάη; Είχε περάσει ήδη πολύς καιρός… Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου απ’ την σκέψη. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει και περίμενα να ακούσω τα νέα που με τρόμαζαν και μόνο στην σκέψη:
- Κάθεσαι;
«Μη με δουλεύεις! Κάθομαι το βλέπεις. Γιατί αυτό το μυστήριο;».
- Θα μου πεις ή απλά έτσι το κάνεις για να με εντυπωσιάσεις; Του είπα.
- Απόψε τελειώνουμε με την Δανάη.
- Τι τελειώνετε;
Το περίμενα. Τελείωνε πια η περίοδος της ελεύθερης σχέσης τους και θα έκαναν εκείνο το βήμα παραπάνω της επισημοποίησης.
- The game is over! Τέλος! Πως αλλιώς το λένε;
- Είσαι σίγουρος;
- Σιγουρότατος! Κοίτα έκανε πάρα πολλά και σε μένα και τους γονείς μου που παρά λίγο να σκοτωθούμε. Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ πολύ καλύτερα κάποια πράγματα.
- Ελπίζω να είσαι σίγουρος για την απόφασή σου. Γι’ αυτό λοιπόν είσαι εδώ αυτή την στιγμή!
Μου έκανε ‘ναι’ με το κεφάλι και μου χαμογέλασε. Μου είπε πως ήταν αποφασισμένος για όλα όπως και να αντιδρούσε η Δανάη. Κι ότι απόψε θα έδινε τέλος σε αυτή την σχέση που τον καταπίεζε. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα έδινε μια κλωτσιά να γκρεμίσει μια σχέση που του κάλυπτε το κενό της Τόνιας. Που η ‘στοργική’ Δανάη δεν θα ήταν πια μέρος της ζωής του. Είναι δυνατόν; Ήταν τόσο καιρό μαζί, πέρασαν τόσα μαζί και ξαφνικά όλα αυτά θα αποδεικνύονταν μια φούσκα έτοιμη να σκάσει; Τον κοιτούσα για να με επιβεβαιώσει. Δεν το έκανε, παρά μόνο μου χαμογελούσε. Τον κοιτούσα και ήθελα να τον πιστέψω αν και σε μια γωνιά του μυαλού μου υπήρχε η υποψία πως αν όντως απόψε γινόταν το ‘μπαμ’ θα ήταν κάτι πολύ προσωρινό. Αλλά ένα ήταν το σίγουρο: χαιρόμουν! Ίσως να το ‘χε σκεφτεί καλύτερα και ίσως απόψε η βραδιά να ήταν δική μας. «Μαρίνα, σύνελθε. Πότε είχες την ευκαιρία για να έχεις και δεύτερη;». Η κουβέντα μας για τον επικείμενο χωρισμό του με την Δανάη μας είχε απορροφήσει και δεν είχα καταλάβει ότι η ώρα είχε περάσει. Του είπα ότι θα πήγαινα να κάνω ένα ντους και να ετοιμαστώ για να φύγουμε. Εκείνος μου ζήτησε να της τηλεφωνήσει.
Δεν ξέρω τι θα της έλεγε, αλλά όταν το νερό έπεφτε στο δέρμα μου ένοιωθα μια περίεργη κι ευχάριστη ικανοποίηση. Ίσως επειδή ήθελα απόψε να του αποδείξω ότι τον αγαπούσα ακόμη κι ότι αυτό που αισθανόμουν δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει. «Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις Μαρίνα. Κάτσε να φας κι εσύ χυλόπιτα, να δούμε θα σου αρέσει;» άκουσα τα λόγια της συνείδησής μου! Δεν θα ήθελα με τίποτε να γευτώ την άρνησή του. Θα με πλήγωνε. Ίσως ήταν καλύτερα να μην κάνω τίποτε. Το ‘στην βράση κολλάει το σίδερο’ δεν ίσχυε στην δική μου περίπτωση. Όταν τελείωσα με το ντους άκουγα τον Στράτο να μιλά ακόμη στο τηλέφωνο. Προφανώς η Δανάη επέμενε να μάθει που βρισκόταν ο καλός της και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο στο σπίτι του κι εκεί δεν του έλεγαν που βρισκόταν. Ήταν την στιγμή που της απαντούσε πως βρισκόταν σε μένα κι ότι θα φεύγαμε μαζί απ’ το σπίτι για να συναντήσουμε τον αδερφό μου. Ξαφνικά θύμωσα μαζί του. Τώρα πια η Δανάη επιβεβαιωνόταν απ’ τον ίδιο τον Στράτο –άθελα του βέβαια- πως εγώ δημιουργούσα πρόβλημα. Και η Βάνα κάποια στιγμή σε μια συνάντησή μας με είχε επιβεβαιώσει για το τι εντύπωση είχε για μένα η Δανάη αφού της είχε πει ότι: αν κάποτε χώριζε με τον Στράτο η αιτία θα ήμουν εγώ. Δεν ήταν όμως αλήθεια! Υπήρχε άραγε τρόπος να της το ξεκαθαρίσει κανείς και να την σιγουρέψει πως το πρόβλημα ήταν μόνο μεταξύ τους κι ότι εγώ ήμουν η εντελώς άσχετη; Η σκέψη αυτή με θύμωσε πάρα πολύ και βγήκα αμέσως απ’ το μπάνιο και πλησίασα τον Στράτο:
- Είσαι μαλάκας; Είσαι ηλίθιος; Είπα θυμωμένα και μη υπολογίζοντας από χαρακτηρισμούς.
Εκείνος έμεινε να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό μην περιμένοντας να ακούσει από μένα τέτοιους χαρακτηρισμούς. Αλλά τελικά μάλλον το ότι ήμουν τυλιγμένη με την πετσέτα τον εντυπωσίασε παρά το ότι τον έβριζα!
- Γιατί κορίτσι μου;
- Ρε Στράτο μ’ έχει στην μπούκα του κανονιού και κάθεσαι και της λες πως είσαι μαζί μου; Τώρα είναι που θα σιγουρευτεί πως εγώ είμαι η αιτία για τον χωρισμό σας.
- Καλύτερα. Θα ξεκολλήσει από μένα πιο γρήγορα.
- Και να κολλήσει σε μένα. Έτσι κι αρχίσει να με απειλεί, σε κρέμασα!
Του είπα και χώθηκα στο υπνοδωμάτιό μου για να ντυθώ. Αυτό που με εξαγρίωσε περισσότερο ώστε να τον περιλούσω με το κατάλληλο λεξιλόγιο ήταν γιατί της είχε δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου μου προκειμένου να του τηλεφωνήσει σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη για την αποψινή έξοδο. Δεν είναι να τα βάζει κανείς με γυναίκες θυμωμένες που ρίχνουν τις ευθύνες αλλού και ειδικά σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα και που κοιτάνε την δουλειά τους. Άντε μετά να ξεμπερδέψεις απ’ τα κολλήματά τους! Ντύθηκα και βγήκα απ’ το υπνοδωμάτιο μπαίνοντας πάλι στο μπάνιο για να στεγνώσω και να φτιάξω τα μαλλιά μου. Ο Στράτος καθόταν στο καθιστικό και κοιτούσε μια σειρά από νέους δίσκους που είχα προμηθευτεί. Με είδε. Με πλησίασε και στεκόταν με σταυρωμένα τα χέρια ακουμπώντας τον ώμο του στον τοίχο για να με κοιτάζει όσο εγώ έφτιαχνα τα μαλλιά μου. Δεν ξέρω τι συνήθεια ήταν αυτή που είχε να με χαζεύει όποτε έφτιαχνα τα μαλλιά μου. Δεν μπορούσα να του μείνω θυμωμένη για πολύ και του χαμογέλασα:
- Εγκρίνεις; Τον ρώτησα κι έφερα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου για να δει όλη την εμφάνισή μου.
- Είσαι κούκλα. Μου είπε.
Δεν μίλησα ούτε τον ευχαρίστησα. Ήμουν αμακιγιάριστη. Έψαχνα τα μολύβια, τις σκιές, τα κραγιόν για να δω πως θα ζωγράφιζα το πρόσωπό μου. Ο Στράτος δεν είχε μετακινηθεί απ’ την θέση του καθόλου. Αλλά όταν άρχισα να βάζω στο πρόσωπο το μέϊκ-απ ήρθε και στάθηκε ακριβώς πίσω μου για να βλέπει την εξέλιξη του μακιγιάζ μου. Καμάρωνε και με κοιτούσε συνέχεια. Η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο εκείνη την στιγμή και δεν μπορούσα να του ζητήσω να απομακρυνθεί. Μου άρεσε. Με γοήτευε η προσοχή που μου έδειχνε. Δεν μιλούσα όμως. Ένοιωθα σαν να με δοκίμαζε εκείνη την στιγμή. Σαν να ήθελε να επιβεβαιωθεί για τα αισθήματά μου. Προσπαθούσα να του κάνω την αδιάφορη, ότι τάχα μου η παρουσία του εκείνη την στιγμή δεν μου δημιουργούσε πρόβλημα όσο βαφόμουν. Όταν τελείωσα πήρα τα μπιζού μου για να τελειώσω πια να ασχολούμαι με την εμφάνισή μου. Έβαλα τα σκουλαρίκιά μου και:
- Άσε με να σε βοηθήσω.
Άκουσα τον Στράτο να μου ζητά την στιγμή που πήγα να περάσω στον λαιμό μου μια λεπτή αλυσίδα. Έτρεμα ολόκληρη όταν ένοιωθα τα δάχτυλά του να αγγίζουν τον λαιμό μου την στιγμή που μου περνούσε την αλυσίδα. Γύρισα και τον κοίταξα:
- Σ’ ευχαριστώ.
Δεν μίλησε. Με κοιτούσε και δεν αντιδρούσε να μου πει ‘παρακαλώ’. Βρεθήκαμε ακίνητοι και οι δύο εκείνοι την στιγμή κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα, να κοιταζόμαστε. Ένοιωσα να με πνίγει η ματιά του. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε και με κοιτούσε στα χείλη. Ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου. Ανταποκρίθηκα κι αφέθηκα. Η γλώσσα του έπαιζε τρυφερά με την δική μου και με αναστάτωνε. Ένοιωθα το έδαφος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Σαν να με ένοιωσε και με έπιασε απ’ τα μπράτσα να κρατηθώ και να μην λιποθυμήσω. Ξαφνικά έκανα το κεφάλι μου πίσω. Απομακρύνθηκα από κοντά του. Δεν ήταν σωστό.
- Καλύτερα να βιαστούμε. Η Δανάη θα μας περιμένει. Του είπα.
Δεν ήθελα πια να επιβεβαιώσω την επιμονή της ότι εγώ θα ήμουν η αιτία που θα χώριζαν με τον Στράτο. «Μαρίνα σε δοκίμασε κορίτσι μου. Αυτό σήμαινε αυτό το φιλί. Ήθελε να δει αν ακόμη τον αγαπάς» σκέφτηκα.
- Έχεις δίκιο. Αν αργήσουμε θα μας ψάχνει κι ο Γιάννης. Είπε κι εκείνος με την σειρά του.
Δεν τόλμησα να το ξανακοιτάξω. Πήρα τα κλειδιά μου και την τσάντα μου και ξεκινήσαμε, αμίλητοι. Σαν το φιλί αυτό να ήταν μέρος του ονείρου που δεν αφήναμε να ζήσουμε.
- Επειδή μου έχεις σπάσει τα νεύρα, σήκω φύγε κι έλα την Δευτέρα για δουλειά. Μου είπε εντελώς ξαφνικά.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με τα μάτια να με τσούζουν απ’ τον καπνό.
- Αν τα παρατήσω όλα, ξέρεις ότι δεν θα βγει το παραμικρό. Τις ειδήσεις ποιος θα τις αναλάβει;
- Εγώ. Σήκω φύγε να ξεκουραστείς.
Μάζεψα το γραφείο μου όπως-όπως. Δεν κάθισα να σκεφτώ περισσότερα. Όταν ο Μάνος έδινε μια τέτοια εντολή έπρεπε να το κάνεις. Έδειχνε πως ήθελε να ξεσπάσει κάπου κι επειδή δεν ήσουν το κατάλληλο άτομο σε έδιωχνε για να μη σε πάρουν τα σκάγια. Και το έκανα.
Βγαίνοντας στον ήλιο άρχισα να καταλαβαίνω ότι όλα αυτά που ζούσα στην δουλειά μου με έκαναν να χάνω τις χαρές της πραγματικής ζωής. Άρχισα να καταλαβαίνω πόσα πράγματα μου έλειπαν. Ένας καφές σε μια καφετέρια ή ένα ποτό σε κάποιο μπαράκι καλοκαιρινό ή ένα μπάνιο στην θάλασσα. Μικρές πολυτέλειες που είχα ξεχάσει να προσφέρω στον εαυτό μου εδώ και πολύ καιρό.
Γύρισα στο σπίτι. Το μπίπερ το είχα αφήσει στον Μάνο για να μη με ενοχλήσουν αυτό το τριήμερο της ανάπαυλάς μου. Ο τηλεφωνητής με ειδοποιούσε ότι είχα μηνύματα. Η Βάνα, οι γονείς μου, ο Γιάννης… Με είχαν χάσει όλοι τους. Ο Στράτος; Τι να έκανε ο Στράτος; Έβαλα τον τηλεφωνητή να ακούσω τα μηνύματα. Η Βάνα ήθελε να της τηλεφωνήσω να τα πούμε, οι γονείς με περίμεναν για φαγητό την Κυριακή στο σπίτι κι ο Γιάννης μου ζητούσε να του τηλεφωνήσω για να κανονίσουμε καμιά έξοδο το βράδυ με όλη την παρέα. Έκλεισα τον τηλεφωνητή κι αμέσως χτύπησε το τηλέφωνο:
- Ναι;
- Επιτέλους σε βρήκα! Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη αδερφούλα!
Χάρηκα που άκουγα τον αδερφό μου και είχε δίκιο σε αυτό. Η δουλειά με είχε φάει και μαζί με μένα έτρωγε την ζωή μου και τον χρόνο μου.
- Έχεις δίκιο Γιάννη. Ο Μάνος μου έδωσε ελευθέρας για τρεις μέρες. Δευτέρα πάω δουλειά.
- Πολύ ωραία. Το βράδυ κανόνισα να βγούμε με τα παιδιά, θες να έρθεις;
- Αμέ! Θέλω να βγω λίγο προς τα έξω. Που είσαι; Δεν έρχεσαι απ’ το σπίτι για φαγητό;
- Είμαι Αθήνα. Κανονίσαμε με κάτι συμφοιτητές να βρεθούμε. Θα έρθω το απόγευμα και μάλλον θα βρεθούμε απ’ ευθείας για καφέ και μετά βλέπουμε.
- Εντάξει. Τηλεφώνησε μου να μου πεις που θα είστε για να έρθω.
- Έγινε. Κοίτα να ξεκουραστείς λίγο. Έτσι; Τα λέμε το βράδυ.
Χάρηκα που για λίγο η ζωή μου θα έμπαινε στους ρυθμούς της. Κοίταζα το σπίτι μου και ένοιωθα λες και έλειπα οριστικά. Ότι έκανα γινόταν στα γρήγορα πάντα για να προλάβω να πάω στο ραδιόφωνο. Ένα μπάνιο, τα ρούχα στο πλυντήριο, το σιδέρωμα έπειτα… όλα στα γρήγορα για να προλαβαίνω. Δεν καταλάβαινα γιατί είχα αφεθεί τόσο πολύ να με κυριεύει η δουλειά, αφού ούτως ή άλλως τα χρήματα που έβγαζα ήταν πάντα τα ίδια και ποτέ δεν πληρωνόμουν τις υπερωρίες και τις αργίες, ούτε καν τα ποσοστά απ’ τους χορηγούς στην εκπομπή. Εγώ την παρουσίαζα και τα χρήματα των χορηγιών μου πήγαιναν στις τσέπες άλλων. Αλλά δεν με ένοιαζε. Αγαπούσα την δουλειά μου και παρέμενα σε αυτή αδιαμαρτύρητα παρά την κούραση και που πια τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα σε σχέση με πριν δύο χρόνια που ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ. Δύο χρόνια. Πόσο είχαν αλλάξει όλα. Και να που άντεχα πια τις καταστάσεις στην δουλειά και δεν αφηνόμουν να ξεφύγω. Κι εγώ δεν ξέρω από τι.
Έκατσα στον καναπέ και άνοιξα τηλεόραση. Χάζευα στην οθόνη και δεν ήξερα τι έβλεπα. Μέχρι που αποκοιμήθηκα.
Δεν ξέρω πόσο κοιμήθηκα. Μα πετάχτηκα απότομα λες και κάποιος με σκούντησε. Κοίταξα το ρολόι μου και είχαν περάσει ήδη τρεις ώρες. Η τηλεόραση απέναντί μου έδειχνε μια σειρά κι εγώ δεν ξέρω πια. Την έκλεισα. Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κανένα μήνυμα. Προφανώς ο Γιάννης δεν είχε καταφτάσει. Ετοιμαζόμουν να φτιάξω έναν καφέ για να μου φύγει η υπνηλία που μου άφηνε το ξύπνημα του απογευματινού ύπνου, όταν το τηλέφωνο χτύπησε:
- Μαρίνα. Ο Στράτος είμαι!
Να που τώρα καταλάβαινα τον λόγο που δεν ξέφευγα απ’ την δουλειά. Και που τον είχα ξεχάσει.
- Σαν τα χιόνια! Είπα έκπληκτη και μη περιμένοντας ποτέ να μου τηλεφωνήσει και πάλι.
- Μήπως είναι ο Γιάννης εκεί;
- Έχει πάει επίσκεψη σε κάποιους συμφοιτητές του στην Αθήνα.
Μου εξήγησε πως είχαν κανονίσει να βγουν κι ήθελε να μάθει που τελικά θα βρισκόντουσαν.
- Θα μου πει όταν επιστρέψει γιατί του ζήτησα να μου τηλεφωνήσει που θα είναι για να τον βρω.
- Και μου είχε πει να του τηλεφωνήσω.
- Ούτως ή άλλως περιμένω τηλεφώνημα του. Εγώ μόλις ξύπνησα και ετοιμάζομαι να φτιάξω καφέ, θες να τον πιούμε παρέα μέχρι να δώσει σήμα ο αδερφός μου και να πάμε μαζί έπειτα να τον βρούμε; Φυσικά αν έχεις χρόνο.
- Φτιάξε κι έρχομαι.
Δεν πρόλαβα να του απαντήσω κι ο Στράτος κατέβασε το ακουστικό του αμέσως. Κοιτούσα το τηλέφωνο περίεργα μη καταλαβαίνοντας την βιασύνη του να καταφθάσει για τον καφέ. Είχα πιστέψει πως απ’ την τελευταία μας συνάντηση μου είχε κρατήσει κακία που είχα παρέμβει στην ζωή του προκειμένου να βοηθήσω την μητέρα του να τον βλέπει. Έβαλα το ακουστικό στην θέση του και προσπάθησα να συμμαζέψω το καθιστικό απ’ τα πεταμένα χαρτιά, ρούχα, βιβλία, δίσκους. Στο μεταξύ ο αδερφός μου τηλεφώνησε και μου είπε που βρισκόταν. Του εξήγησα και για τον Στράτο και το βρήκε πολύ βολικό που ο φίλος του θα ερχόταν από μένα κι έτσι δεν θα αναγκαζόταν να τον ψάχνει στο τηλέφωνο. Του είπα ότι σε καμιά ωρίτσα ή λίγο παραπάνω θα ερχόμασταν, γιατί ήθελα τον χρόνο μου να ετοιμαστώ. Αλλά μου είπε ότι είχα όλο τον χρόνο να το κάνω μιας και είχε κανονίσει και με τον φίλο του τον Βασίλη να βρισκόντουσαν κατά τις δέκα το βράδυ. Είχα λοιπόν τον χρόνο, αλλά σκεφτόμουν ότι είχα πει στον Στράτο να έρθει για καφέ σχετικά νωρίς. Τέλος πάντων. Κατέβασα το ακουστικό αφού αποχαιρετιστήκαμε προσωρινά κι έβαλα λίγη μουσική στο στέρεο να παίζει και πήγα κι ετοίμασα δύο φραπέδες. Δεν πρόλαβα να τους ακουμπήσω στο τραπεζάκι όταν άκουσα το κουδούνι της πόρτας μου να χτυπά. Ο Στράτος μόλις είχε καταφτάσει! Μα τι έγινε; Ράλι έγινε για να έρθει; Ούτε μισή ώρα δεν είχε περάσει που κλείσαμε το τηλέφωνο. Το πρόσωπό του φωτίστηκε μόλις με αντίκρισε να του ανοίγω την πόρτα. Με φίλησε στο μάγουλο με αγκάλιασε με τέτοιο κέφι και καλή διάθεση που δεν τον αναγνώριζα. Κάτι είχε αλλάξει. Δεν ξέρω τι. Αλλά για πρώτη φορά στην ζωή μου τον έβλεπα τόσο …άνετο, μετά από τις συναντήσεις μας που συνήθως ήταν μες την ένταση. Καθίσαμε στο μικροσκοπικό μπαλκόνι να πιούμε τους καφέδες και να κουβεντιάσουμε. Του είπα ότι ο Γιάννης ειδοποίησε τελικά και θα τον συναντήσουμε λίγο αργά. Δεν τον ένοιαξε που θα ήταν αργά. Χαιρόταν που ήταν εδώ μαζί μου και μου έλεγε συνέχεια πόσο πολύ με είχε επιθυμήσει. Του χαμογελούσα και ανακάλυπτα πως αν και με είχε προδώσει, δεν έπαυε να με γοητεύει. Κάπνιζε και με κοιτούσε και για κάμποση ώρα δεν μιλούσαμε. Ήθελα να μπορούσα να τον αγγίξω. Να τον χαϊδέψω. Να νοιώσω το δέρμα του, την θέρμη του. Είχα ξεχάσει πόσο πολύ τον αγαπούσα και να που εκείνο το συναίσθημα άρχισε να με κατακλύζει. Ξυπνούσε μέσα μου και με αναζωογονούσε. Ένοιωσα τα πόδια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Κρατούσα την ανάσα μου να μη καταλάβει τίποτε.
- Λοιπόν τι νέα; Τον ρώτησα, για να διώξω το κενό ανάμεσά μας.
- Μμμ! Τι νέα! Είσαι σίγουρη πως θα να μάθεις νέα;
Χαμογελούσε από ικανοποίηση. Έδειχνε ανάλαφρος σαν να του είχε φύγει ένα βάρος από επάνω του. Αλλά δεν ήξερα αν αυτό οφειλόταν στα νέα που ίσως είχε:
- Αν έχεις και θες να μου τα πεις, γιατί όχι;
Έχει γούστο! Λες να αποφάσισε να επισημοποιήσει την σχέση του με την Δανάη; Είχε περάσει ήδη πολύς καιρός… Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου απ’ την σκέψη. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει και περίμενα να ακούσω τα νέα που με τρόμαζαν και μόνο στην σκέψη:
- Κάθεσαι;
«Μη με δουλεύεις! Κάθομαι το βλέπεις. Γιατί αυτό το μυστήριο;».
- Θα μου πεις ή απλά έτσι το κάνεις για να με εντυπωσιάσεις; Του είπα.
- Απόψε τελειώνουμε με την Δανάη.
- Τι τελειώνετε;
Το περίμενα. Τελείωνε πια η περίοδος της ελεύθερης σχέσης τους και θα έκαναν εκείνο το βήμα παραπάνω της επισημοποίησης.
- The game is over! Τέλος! Πως αλλιώς το λένε;
- Είσαι σίγουρος;
- Σιγουρότατος! Κοίτα έκανε πάρα πολλά και σε μένα και τους γονείς μου που παρά λίγο να σκοτωθούμε. Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ πολύ καλύτερα κάποια πράγματα.
- Ελπίζω να είσαι σίγουρος για την απόφασή σου. Γι’ αυτό λοιπόν είσαι εδώ αυτή την στιγμή!
Μου έκανε ‘ναι’ με το κεφάλι και μου χαμογέλασε. Μου είπε πως ήταν αποφασισμένος για όλα όπως και να αντιδρούσε η Δανάη. Κι ότι απόψε θα έδινε τέλος σε αυτή την σχέση που τον καταπίεζε. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα έδινε μια κλωτσιά να γκρεμίσει μια σχέση που του κάλυπτε το κενό της Τόνιας. Που η ‘στοργική’ Δανάη δεν θα ήταν πια μέρος της ζωής του. Είναι δυνατόν; Ήταν τόσο καιρό μαζί, πέρασαν τόσα μαζί και ξαφνικά όλα αυτά θα αποδεικνύονταν μια φούσκα έτοιμη να σκάσει; Τον κοιτούσα για να με επιβεβαιώσει. Δεν το έκανε, παρά μόνο μου χαμογελούσε. Τον κοιτούσα και ήθελα να τον πιστέψω αν και σε μια γωνιά του μυαλού μου υπήρχε η υποψία πως αν όντως απόψε γινόταν το ‘μπαμ’ θα ήταν κάτι πολύ προσωρινό. Αλλά ένα ήταν το σίγουρο: χαιρόμουν! Ίσως να το ‘χε σκεφτεί καλύτερα και ίσως απόψε η βραδιά να ήταν δική μας. «Μαρίνα, σύνελθε. Πότε είχες την ευκαιρία για να έχεις και δεύτερη;». Η κουβέντα μας για τον επικείμενο χωρισμό του με την Δανάη μας είχε απορροφήσει και δεν είχα καταλάβει ότι η ώρα είχε περάσει. Του είπα ότι θα πήγαινα να κάνω ένα ντους και να ετοιμαστώ για να φύγουμε. Εκείνος μου ζήτησε να της τηλεφωνήσει.
Δεν ξέρω τι θα της έλεγε, αλλά όταν το νερό έπεφτε στο δέρμα μου ένοιωθα μια περίεργη κι ευχάριστη ικανοποίηση. Ίσως επειδή ήθελα απόψε να του αποδείξω ότι τον αγαπούσα ακόμη κι ότι αυτό που αισθανόμουν δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει. «Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις Μαρίνα. Κάτσε να φας κι εσύ χυλόπιτα, να δούμε θα σου αρέσει;» άκουσα τα λόγια της συνείδησής μου! Δεν θα ήθελα με τίποτε να γευτώ την άρνησή του. Θα με πλήγωνε. Ίσως ήταν καλύτερα να μην κάνω τίποτε. Το ‘στην βράση κολλάει το σίδερο’ δεν ίσχυε στην δική μου περίπτωση. Όταν τελείωσα με το ντους άκουγα τον Στράτο να μιλά ακόμη στο τηλέφωνο. Προφανώς η Δανάη επέμενε να μάθει που βρισκόταν ο καλός της και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο στο σπίτι του κι εκεί δεν του έλεγαν που βρισκόταν. Ήταν την στιγμή που της απαντούσε πως βρισκόταν σε μένα κι ότι θα φεύγαμε μαζί απ’ το σπίτι για να συναντήσουμε τον αδερφό μου. Ξαφνικά θύμωσα μαζί του. Τώρα πια η Δανάη επιβεβαιωνόταν απ’ τον ίδιο τον Στράτο –άθελα του βέβαια- πως εγώ δημιουργούσα πρόβλημα. Και η Βάνα κάποια στιγμή σε μια συνάντησή μας με είχε επιβεβαιώσει για το τι εντύπωση είχε για μένα η Δανάη αφού της είχε πει ότι: αν κάποτε χώριζε με τον Στράτο η αιτία θα ήμουν εγώ. Δεν ήταν όμως αλήθεια! Υπήρχε άραγε τρόπος να της το ξεκαθαρίσει κανείς και να την σιγουρέψει πως το πρόβλημα ήταν μόνο μεταξύ τους κι ότι εγώ ήμουν η εντελώς άσχετη; Η σκέψη αυτή με θύμωσε πάρα πολύ και βγήκα αμέσως απ’ το μπάνιο και πλησίασα τον Στράτο:
- Είσαι μαλάκας; Είσαι ηλίθιος; Είπα θυμωμένα και μη υπολογίζοντας από χαρακτηρισμούς.
Εκείνος έμεινε να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό μην περιμένοντας να ακούσει από μένα τέτοιους χαρακτηρισμούς. Αλλά τελικά μάλλον το ότι ήμουν τυλιγμένη με την πετσέτα τον εντυπωσίασε παρά το ότι τον έβριζα!
- Γιατί κορίτσι μου;
- Ρε Στράτο μ’ έχει στην μπούκα του κανονιού και κάθεσαι και της λες πως είσαι μαζί μου; Τώρα είναι που θα σιγουρευτεί πως εγώ είμαι η αιτία για τον χωρισμό σας.
- Καλύτερα. Θα ξεκολλήσει από μένα πιο γρήγορα.
- Και να κολλήσει σε μένα. Έτσι κι αρχίσει να με απειλεί, σε κρέμασα!
Του είπα και χώθηκα στο υπνοδωμάτιό μου για να ντυθώ. Αυτό που με εξαγρίωσε περισσότερο ώστε να τον περιλούσω με το κατάλληλο λεξιλόγιο ήταν γιατί της είχε δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου μου προκειμένου να του τηλεφωνήσει σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη για την αποψινή έξοδο. Δεν είναι να τα βάζει κανείς με γυναίκες θυμωμένες που ρίχνουν τις ευθύνες αλλού και ειδικά σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα και που κοιτάνε την δουλειά τους. Άντε μετά να ξεμπερδέψεις απ’ τα κολλήματά τους! Ντύθηκα και βγήκα απ’ το υπνοδωμάτιο μπαίνοντας πάλι στο μπάνιο για να στεγνώσω και να φτιάξω τα μαλλιά μου. Ο Στράτος καθόταν στο καθιστικό και κοιτούσε μια σειρά από νέους δίσκους που είχα προμηθευτεί. Με είδε. Με πλησίασε και στεκόταν με σταυρωμένα τα χέρια ακουμπώντας τον ώμο του στον τοίχο για να με κοιτάζει όσο εγώ έφτιαχνα τα μαλλιά μου. Δεν ξέρω τι συνήθεια ήταν αυτή που είχε να με χαζεύει όποτε έφτιαχνα τα μαλλιά μου. Δεν μπορούσα να του μείνω θυμωμένη για πολύ και του χαμογέλασα:
- Εγκρίνεις; Τον ρώτησα κι έφερα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου για να δει όλη την εμφάνισή μου.
- Είσαι κούκλα. Μου είπε.
Δεν μίλησα ούτε τον ευχαρίστησα. Ήμουν αμακιγιάριστη. Έψαχνα τα μολύβια, τις σκιές, τα κραγιόν για να δω πως θα ζωγράφιζα το πρόσωπό μου. Ο Στράτος δεν είχε μετακινηθεί απ’ την θέση του καθόλου. Αλλά όταν άρχισα να βάζω στο πρόσωπο το μέϊκ-απ ήρθε και στάθηκε ακριβώς πίσω μου για να βλέπει την εξέλιξη του μακιγιάζ μου. Καμάρωνε και με κοιτούσε συνέχεια. Η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο εκείνη την στιγμή και δεν μπορούσα να του ζητήσω να απομακρυνθεί. Μου άρεσε. Με γοήτευε η προσοχή που μου έδειχνε. Δεν μιλούσα όμως. Ένοιωθα σαν να με δοκίμαζε εκείνη την στιγμή. Σαν να ήθελε να επιβεβαιωθεί για τα αισθήματά μου. Προσπαθούσα να του κάνω την αδιάφορη, ότι τάχα μου η παρουσία του εκείνη την στιγμή δεν μου δημιουργούσε πρόβλημα όσο βαφόμουν. Όταν τελείωσα πήρα τα μπιζού μου για να τελειώσω πια να ασχολούμαι με την εμφάνισή μου. Έβαλα τα σκουλαρίκιά μου και:
- Άσε με να σε βοηθήσω.
Άκουσα τον Στράτο να μου ζητά την στιγμή που πήγα να περάσω στον λαιμό μου μια λεπτή αλυσίδα. Έτρεμα ολόκληρη όταν ένοιωθα τα δάχτυλά του να αγγίζουν τον λαιμό μου την στιγμή που μου περνούσε την αλυσίδα. Γύρισα και τον κοίταξα:
- Σ’ ευχαριστώ.
Δεν μίλησε. Με κοιτούσε και δεν αντιδρούσε να μου πει ‘παρακαλώ’. Βρεθήκαμε ακίνητοι και οι δύο εκείνοι την στιγμή κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα, να κοιταζόμαστε. Ένοιωσα να με πνίγει η ματιά του. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε και με κοιτούσε στα χείλη. Ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου. Ανταποκρίθηκα κι αφέθηκα. Η γλώσσα του έπαιζε τρυφερά με την δική μου και με αναστάτωνε. Ένοιωθα το έδαφος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Σαν να με ένοιωσε και με έπιασε απ’ τα μπράτσα να κρατηθώ και να μην λιποθυμήσω. Ξαφνικά έκανα το κεφάλι μου πίσω. Απομακρύνθηκα από κοντά του. Δεν ήταν σωστό.
- Καλύτερα να βιαστούμε. Η Δανάη θα μας περιμένει. Του είπα.
Δεν ήθελα πια να επιβεβαιώσω την επιμονή της ότι εγώ θα ήμουν η αιτία που θα χώριζαν με τον Στράτο. «Μαρίνα σε δοκίμασε κορίτσι μου. Αυτό σήμαινε αυτό το φιλί. Ήθελε να δει αν ακόμη τον αγαπάς» σκέφτηκα.
- Έχεις δίκιο. Αν αργήσουμε θα μας ψάχνει κι ο Γιάννης. Είπε κι εκείνος με την σειρά του.
Δεν τόλμησα να το ξανακοιτάξω. Πήρα τα κλειδιά μου και την τσάντα μου και ξεκινήσαμε, αμίλητοι. Σαν το φιλί αυτό να ήταν μέρος του ονείρου που δεν αφήναμε να ζήσουμε.
Κεφάλαιο 48
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου