36. Πρόταση γάμου



Στο καφέ ‘Βένους’ είχαμε κανονίσει να γίνει η συνάντηση με τον Δημήτρη. Ήταν μια ήσυχη καφετέρια, χωρίς πολλούς θορύβους και βέβαια δεν ήταν στέκι γνωστών! Δεν έτρεχαν οι παπαράτσι από πίσω μου ώστε να έχω έναν τέτοιο φόβο. Όμως υπήρχαν συνάδελφοι οι οποίοι εργάζονταν στην τοπική εφημερίδα και ήταν υπεύθυνοι για τα κοσμικά. Μια έστω τυχαία φωτογραφία μου δημοσιευμένη στις ‘φυλλάδες’ τους θα έφερνε κάπως τα πάνω κάτω σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς μιας κι όλοι ξέρουν ότι δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα επεδίωκε την δημοσιότητα κι ας ήταν αυτή η δουλειά μου κατά κάποιο τρόπο! Πέραν αυτού δεν ήθελα η κουβέντα μου με τον Δημήτρη να διακοπτόταν απ’ τις συνεχής χαιρετούρες που σίγουρα θα προέκυπταν αν πίναμε καφέ σε πολυσύχναστο σημείο! Όταν μπήκα τον είδα να με περιμένει σε ένα γωνιακό τραπεζάκι που κοίταζε απ’ τις δυο μεριές της μεγάλης τζαμαρίας της καφετέριας, με θέα προς τα έξω. Ήταν καλοντυμένος κι αυτό κάπως με ξένισε και παραλίγο να μην τον γνωρίσω αν δεν μου έκανε νόημα ο ίδιος. Την μια και μοναδική φορά που ήρθε στο ραδιόφωνο για να με δει από κοντά ήταν σπορ ντυμένος και έτσι φανταζόμουν ότι θα τον ξανάβλεπα. Η εμφάνισή του με έκανε να καταλάβω πως γι’ αυτόν μάλλον η συνάντησή μας είχε το βάρος ενός ραντεβού. Εγώ όμως πήγα σπορ ντυμένη: παντελόνι τζιν, πουκάμισο, σακάκι κι ένα φουλάρι στο λαιμό. Ήθελα έτσι να του δώσω να καταλάβει ότι εγώ έβλεπα την συνάντηση αυτή σαν μια συνάντηση μεταξύ φίλων ή γνωστών. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Μπορεί στην ουσία το μυαλό να ήταν σε αυτή την συνάντηση, η καρδιά μου όμως ανήκε αλλού!
Πλησίασα στο τραπέζι κι ο Δημήτρης σηκώθηκε να με υποδεχτεί. Ανταλλάξαμε χειραψία και κάθισα απέναντί του:
- Είσαι τρομερά γοητευτική! Μου είπε κι έριξε το γαλάζιο βλέμμα του στα μάτια μου.
- Ευχαριστώ! Του είπα, αλλά δεν είχα σκοπό να αρχίσω τις φιλοφρονήσεις και για τον ίδιο, αν και ήταν όμορφος.
Παραγγείλαμε τους καφέδες κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τις δουλειές μας. Υπήρχε μια πρωτοτυπία σε αυτή την συνάντηση. Είχαμε σπάσει το φράγμα της συζήτησης για τον καιρό… Το προσπεράσαμε πολύ απλά και μπήκαμε κατ’ ευθείαν στο θέμα για τις δουλειές μας! Με το ζόρι κρατιόμουν να μη γελάσω. Δεν μιλούσα και τον άφηνα να μιλά με ενθουσιασμό για την δουλειά του. Έπινα αργά τον καφέ μου, απολάμβανα το τσιγάρο μου και εγώ -δεν ξέρω για πόση ώρα είχα αντέξει- τον άκουγα υπομονετικά! Κοιτούσα που και που το ρολόι μου, για να καταλάβει ότι η κουβέντα αυτή με είχε κουράσει, αλλά συνέχιζε ακάθεκτος. Έχεις σκοπό να τσακίσεις λίγο απ’ τον εγωισμό ενός άντρα; Κόψε του την κουβέντα για την δουλειά του ακριβώς στο σημείο που αρχίζει να μιλά για την προαγωγή του!
- Αν θυμάμαι καλά –συγγνώμη που σε διακόπτω κιόλας- σκοπός αυτής της συνάντησης ήταν να μου μιλήσεις για κάτι πολύ σημαντικό. Οι εξελίξεις στην δουλειά σου ήταν αυτό το σημαντικό; Ρώτησα με κρυφή αγανάκτηση.
Δεν αντέδρασε. Μάλλον δεν περίμενε να φερθώ έτσι απότομα και να τον προσγειώσω λίγο ανώμαλα. Με κοίταζε στα μάτια και δεν ήξερε μάλλον αν έπρεπε να μου θυμώσει ή έπρεπε να το προσπεράσει και να μπει στο θέμα που ήταν κι ο λόγος της συνάντησής μας. Τον είδα που χαλάρωσε λίγο και έκανε να μου πιάσει το χέρι, που έπαιζε με το φλιτζάνι του καφέ από αμηχανία. Το σήκωσα. Για να πιω καφέ! Κατάλαβε ότι με είχε κουράσει η μονοπώλησή του σε ένα θέμα και μόνο και που δεν ήταν κάτι που έμενα θα με ενδιέφερε. Άλλωστε δεν είχα τις γνώσεις στο αντικείμενο κι έτσι δεν μπορούσα να έχω λόγο. Δεν μπορούσα να του πω, αν κάτι έκανε λάθος ή κάτι άλλο ήταν σωστό. Πως μπορείς να ξέρεις πως λειτουργεί ένας εργασιακός χώρος, όταν τα καταστατικά συνήθως δεν είναι τα ίδια.
- Μ’ αρέσει φοβερά η φωνή σου. Κι εσύ. Μου είπε τελικά, απαλά.
- Σ’ ευχαριστώ! Του είπα και του χαμογέλασα για να τον βγάλω απ’ την δύσκολη θέση.
- Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Με ξάφνιασε.
- Για πιο πράγμα;
- Για την φωνή σου!
- Σαν τι να κάνουμε;
Καταλάβαινα που το πήγαινε. Αυτό το κολπάκι με την φωνή μου ήταν παλιό και μου το ‘χαν ξανακάνει. Όταν ο άλλος θέλει να κρατήσει την επαφή μαζί σου, σου πετάει την κουβέντα στην φωνή σου κι αν τσιμπήσεις αυτός θα έχει κάθε λόγο να νοιώθει ικανοποιημένος κι εσύ θα είσαι ένα θύμα χωρίς να το καταλάβεις. Θυμάμαι ότι είδα κι έπαθα να ξεκολλήσω κάποτε έναν θεόμουρλο που του ‘χε καρφωθεί η ιδέα πως αφού με συνάντησε ήμουν κι η γυναίκα της ζωής του!
- Θέλω να την ακούω συνέχεια! Συνέχισε ο Δημήτρης.
- Ναι! Μπορείς να ηχογραφείς τις εκπομπές μου και τα δελτία ειδήσεων!
- Μαρίνα μιλάω σοβαρά!
- Είπα ότι αστειεύεσαι;
- Όχι αλλά υπάρχει κι άλλος τρόπος για να μπορείς να ακούς συνέχεια έναν άνθρωπο που σε ενδιαφέρει!
- Για να ακούσω!
- Θα ήθελα να είσαι πάντα δίπλα μου!
Δεν μίλησα και κρατήθηκα να μην γελάσω, γιατί τελικά επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό με εκείνον τον θεόμουρλο!
- Κοίτα. Μένω μόνος μου σ’ ένα διώροφο σπίτι. Έχει όλα τα απαραίτητα. Σχεδόν δεν θέλει τίποτε. Εκτός αν το γυναικείο γούστο προσθέσει κάτι παραπάνω. Τι λες;
Ώρα να το παίξω ούφο! Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σχέση είχε η φωνή μου και η διακόσμηση στο σπίτι του!
- Έχεις δίκιο. Αν ένα σπίτι είναι μεγάλο χρειάζεται τον κατάλληλο άνθρωπο για να διακοσμηθεί και να δείχνει όμορφο. Ψάχνεις διακοσμήτρια;
Γέλασε! Φαντάζομαι ότι θα σκεφτόταν πως ήμουν εντελώς ηλίθια που δεν καταλάβαινε το σκεπτικό του. Απλά περίμενα να το επιβεβαιώσει ο ίδιος. Εγώ συνέχισα να κάνω το ούφο!
- Κοίτα, αλλιώς θα το διακοσμήσει μία επαγγελματίας κι αλλιώς η γυναίκα που με ενδιαφέρει.
«Καλά το πας το παραμυθάκι! Για να δούμε τι θα έχει η συνέχεια. Αλλά δεν γίνεται Δημήτρη. Δεν μπορώ».
- Και ποια η τυχερή; Τον ρώτησα.
- Μαρίνα σταμάτα να κάνεις την χαζή. Γιατί δεν είσαι χαζή. Δεν σου ταιριάζει.
- Δημήτρη; Δεν σε καταλαβαίνω.
- Θέλω να με ακολουθήσεις.
- Που; Στο σπίτι σου;
- Ναι.
- Γιατί; Δεν είμαστε καλά κι εδώ;
- Μαρίνα! Μιλάω σοβαρά.
Τον κοίταξα κατάματα για να του δώσω να καταλάβει ότι κι εγώ μιλούσα σοβαρά και δεν μπορούσα να κάνω κάτι γιατί ήδη με είχε φέρει σε δύσκολη θέση:
- Αν συνεχίσεις έτσι δεν θα φταίω εγώ που θα σηκωθώ να φύγω. Του είπα και του έστειλα το καλύτερο χαμόγελό μου!
Τον ξάφνιασα. Με κοίταζε που έπινα τον καφέ μου απαθέστατα. Ήμουν σίγουρη πως είχε εκνευριστεί που είχα καταλάβει το παιχνίδι του:
- Ωραία λοιπόν! Ας μιλήσω σοβαρά.
Και ήταν η δική μου η σειρά να εκνευριστώ. Γιατί όσο κι αν το διασκέδαζα τελικά, ένοιωθα πολύ άβολα και η υπομονή μου άρχισε να εξαντλείτε. Έπινε με απάθεια τον καφέ του δείχνοντας μου πόσο τον απολάμβανε. Άναψε και τσιγάρο κι έτσι ότι έλειπε απ’ την εικόνα, ολοκληρώθηκε. Του χαμογέλασα και σηκώθηκα απ’ το κάθισμά μου:
- Καληνύχτα Δημήτρη! Του είπα.
Αυτομάτως άφησε το φλιτζάνι στο τραπέζι και το τσιγάρο στο τασάκι και με συγκράτησε να μην φύγω:
- Που πας; Με ρώτησε.
- Σου είπα κάτι πριν. Αλλά φαίνεται ότι δεν καταλαβαινόμαστε εμείς οι δύο.
Με τράβηξε με ευγένεια και με έσπρωξε να καθίσω. Το έκανα. Τον κοίταζα και καταλάβαινα ότι κάτι δεν μου ταίριαζε στον Δημήτρη. Και μόλις φάνηκε ότι όσο καλός κι αν ήταν στο να γράφει γράμματα, άλλο τόσο δεν ήξερε πώς να κάνει κουβέντα για κάτι που ήθελε να μου πει εδώ και καιρό. Με κοίταζε στα μάτια έντονα:
- Θέλω να με παντρευτείς!
Συγκρατήθηκα να μην ξεσπάσω σε γέλια. Ήταν το καλύτερο αστείο που είχα να ακούσω εδώ και πολύ καιρό. Κοίταζα έξω απ’ την τζαμαρία, προκειμένου να αποφύγω το ξέσπασμα και δεν το άξιζε ο Δημήτρης. Ήμουν σίγουρη πως ήθελε να μου κάνει κάπως διαφορετικά την πρόταση αλλά ο δικός μου ο εκνευρισμός και το δικό του παιχνιδάκι δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Γύρισα και τον κοίταξα. Μιλούσε σοβαρά. Το βλέμμα του δεν έλεγε ψέματα Μα πως του ήρθε; Δεν με ήξερε καν. Όλες τις φορές που μου τηλεφωνούσε στο ραδιόφωνο εγώ ήμουν συνήθως απότομη και του έκλεινα πολλές φορές το τηλέφωνο κατάμουτρα. Αυτή μου η συμπεριφορά δεν τον είχε πτοήσει; Τον κοίταξα αμήχανη και του χαμογέλασα:
- Σίγουρα αστειεύεσαι! Δεν μιλάς σοβαρά ε; Τον ρώτησα για να μπορέσω να συνέλθω!
- Δεν αστειεύομαι! Μου είπε με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα.
- Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Του είπα κοιτάζοντας ολόγυρα στην καφετέρια τον κόσμο που ήταν σκόρπιος κι έπινε τους καφέδες του.
- Δεν νομίζω. Εγώ το ‘χω σκεφτεί πολύ καλά.
- Εσύ! Εγώ; Δεν είχα ιδέα ότι αυτό ήταν το τόσο σημαντικό που ήθελες να μου πεις. Εγώ έχω το χρόνο να το σκεφτώ καλά;
- Ή τώρα ή ποτέ!
Αισθανόμουν ξαφνικά πολύ αδύναμη να αντιδράσω. Με έφερνε εξ’ απροόπτου και δεν είχα λόγια. Με γοήτευαν τα γράμματα του αλλά αυτό που συμβαίνει αυτή την στιγμή μου δίνει να καταλάβω ότι δεν μπορώ να είμαι με τον Δημήτρη. Μόλις μου έκανε πρόταση και το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να ξεσπάσω σε γέλια. Δεν γινόταν. Δεν μπορούσα να δεχτώ. Και πώς να δεχτώ; Ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι με τον Δημήτρη ήμασταν αντίθετοι και πουθενά δεν συναντιόμασταν. Η καρδιά μου δεν ήταν εδώ. Και δεν γινόταν να ανταποκριθώ σε κάτι τόσο σοβαρό, με έναν σχεδόν άγνωστό μου.
- Δημήτρη, πραγματικά με τιμά η πρότασή σου. Αλλά κάτι δεν μου ταιριάζει εδώ. Δεν με ξέρεις καθόλου. Επειδή μιλήσαμε στο τηλέφωνο μερικές φορές δεν γίνεται να με κρίνεις και σαν άνθρωπο. Δεν γίνεται απ’ την μια στιγμή στην άλλη να αποφασίσεις ότι εγώ είμαι η ιδανική γυναίκα της ζωής σου.
Είχε σκύψει το κεφάλι και κοιτούσε το φλιτζάνι με τον καφέ του. Αισθανόμουν ότι είχα αγγίξει ευαίσθητη χορδή.
- Με συγχωρείς, αλλά όσο κι αν εσύ δεν το νοιώθεις, σε νοιώθω κοντά μου. Και θέλω να σε έχω κοντά μου.
- Ναι αλλά πως; Με τον γάμο; Εγώ δεν πρέπει να έχω την ίδια επιθυμία, να αισθάνομαι κάτι για σένα;
- Και με τον γάμο!
- Ναι αλλά δεν υπάρχει μόνο ο Δημήτρης αλλά και η Μαρίνα, την οποία και δεν σκέφτηκες.
- Πάντα σε σκέφτομαι. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό.
- Δημήτρη λυπάμαι που θα στο πω, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και σε μένα. Όχι ότι τα γράμματα σου μου ήταν αδιάφορα, αλλά αν εσύ είσαι παθιασμένος με μένα, εγώ δεν είμαι μαζί σου.
Ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι έλεγα την αλήθεια. Όντως δεν είχα αισθήματα για τον Δημήτρη. Και αυτό που έβλεπα ήταν ένας άνθρωπος που αποφάσιζε αυτός και για τους δυο. Χωρίς να κάνει τον κόπο να ρωτήσει και τον άλλον αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε. Και στην περίπτωσή του δεν χωρούσαν οι διαφωνίες κι οι αρνήσεις.
- Θα μπορούσες όμως να δεχόσουν την πρότασή μου. Μου είπε κοιτώντας με στα μάτια.
- Όχι έτσι Δημήτρη. Δεν γίνεται. Δεν γνωριζόμαστε.
Δεν είχα καταλάβει ότι μιλούσα πολύ σκληρά κι έξω απ’ τα δόντια. Δεν με αναγνώριζα για μια στιγμή. Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος με το ‘έτσι θέλω’ του Δημήτρη. Με κοιτούσε αμίλητος και σίγουρα περίμενε να τον διευκολύνω. Δεν είχα διάθεση να μιλάω συνεχώς απ’ την στιγμή που δεν ήταν διατεθειμένος κι ο ίδιος να με βγάλει απ’ την δύσκολη θέση. Τον κοίταζα και περίμενα να πει κάτι. Η ησυχία του με εξόργιζε και ενώ ήθελα να φύγω δεν θα με άφηνε εκείνος, γιατί η κουβέντα δεν είχε τελειώσει. Δεν τον καταλάβαινα. Ακούς εκεί: ‘θέλω να με παντρευτείς’! Από πού κι ως που;
- Η φωνή σου μου θυμίζει πολύ την Μαρία. Μίλησε τελικά.
Σιγά-σιγά άρχισε να μου μιλά για τον εαυτό του και για την ζωή του. Στιγμές που ποτέ δεν είχε καταγράψει στα γράμματα του. Ούτε καν που είχε αναφέρει κάτι για τις σχέσεις του. Ήταν κάτι που με έκανε να αναρωτιέμαι. Και να που υπήρχε μια Μαρία στην ζωή του. Μου μιλούσε και δεν είχε σταματημό, σαν να ξεσπούσε όλα όσα κρατούσε μέσα του εδώ και πολύ καιρό: ήταν γι’ αυτόν το αγαπημένο του πρόσωπο και σε μένα έβλεπε εκείνη. Όταν είχε αρχίσει να επικοινωνεί μαζί μου το έκανε απλώς για να την ξεχνάει και όταν ήρθε στο ραδιόφωνο για να με γνωρίσει πριν από πολύ καιρό, είχε ξαφνιαστεί απ’ την ομοιότητά μου μαζί της και φυσικά με το πόσο πολύ έμοιαζαν και οι φωνές μας. Την Μαρία την είχε γνωρίσει μέσω ενός κοινού τους φίλου. Βγήκαν αρκετές φορές μαζί και ανακάλυψαν ότι οι δυο τους ταίριαζαν σε πολλά πράγματα. Η σχέση τους πήγαινε πολύ καλά ώσπου απ’ την μια στιγμή στην άλλη όλα γκρεμίστηκαν. Όλα έγιναν κομμάτια στην ζωή του και παρά την προσπάθειά του να τα συμμαζέψει δεν κατάφερε τίποτα. Ώσπου είδε εμένα!
- Λυπάμαι αν η ζωή σου έπαιξε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι. Καταλαβαίνω πόσο πόνο σου έφερε ο χαμός της. Όμως πρέπει να κοιτάξεις μπροστά και να συνεχίσεις την ζωή σου.
- Δεν είναι το ίδιο χωρίς εκείνη.
- Ναι αλλά δεν μπορείς να την φέρεις πίσω.
Το βλέμμα του έδειχνε τόσο πληγωμένο κι αυτό που καταλάβαινα ήταν ότι δεν είχε ένα ώμο να ακουμπήσει, να κλάψει, να μιλήσει, να ξεσπάσει.
- Αν πάψουν να ανακατεύονται στη ζωή της οι γονείς της, ναι τότε μπορεί να γυρίσει πίσω!
Δαγκώθηκα! Εγώ είχα φανταστεί πως η Μαρία στην οποία αναφερόταν με τόση στενοχώρια, δεν υπήρχε στην ζωή. Αν συνέχιζε την κλάψα δεν θα απέφευγα να του πω: δυστυχώς έτσι είναι η ζωή!
- Και για την ώρα βρήκες το υποκατάστατό της στο πρόσωπό μου! Του είπα.
Με κοίταξε κι έσκυψε τα μάτια του. Φαινόταν πως αισθανόταν άσχημα μετά απ’ την τροπή που πήρε η συνάντησή μας. Απ’ την μια δικαιολογούσα την απόγνωσή του αλλά κι απ’ την άλλη είχα θυμώσει που με είχε θεωρήσει υποκατάστατο της προηγούμενης αγαπημένης του.
- Ότι και να πεις έχεις απόλυτο δίκιο.
- Και πες ότι δεχόμουν την πρότασή σου. Κι ότι είχαμε πια όλο το χρόνο να γνωριστούμε μεταξύ μας καλύτερα. Και πες ότι εκείνη τελικά επέστρεφε. Δεν θα με έδιωχνες αφού θα είχες εκείνη κοντά σου; Ή μήπως χρησιμοποιώντας εμένα θα είχες καταφέρει να την κάνεις να ζηλέψει για να γυρίσει κοντά σου; Δημήτρη καταλαβαίνω ότι όλο αυτό είναι μια βιασύνη δική σου για να καλύψεις την απουσία της κι εγώ δεν μπορώ να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι. Είναι κάτι που αφορά εσένα κι εκείνη. Μεταξύ σας θα πρέπει να βρείτε λύση στο πρόβλημά σας κι όχι χρησιμοποιώντας ανθρώπους για ένα καπρίτσιο.
Είχε σκύψει το κεφάλι στο τσιγάρο του και στο πρόσωπό του φαινόταν η απογοήτευσή του.
- Έχεις δίκιο. Απόλυτο δίκιο.
- Γιατί δεν επιδιώκεις να συναντηθείτε και να συζητήσετε; Να βρείτε μια λύση.
Με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι δείχνοντας μου ότι ήταν ακατόρθωτο.
- Μια παροιμία λέει: ‘Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός…’. Αστειεύτηκα.
Και πάλι δεν απάντησε. Προτίμησε να κοιτά το φλιτζάνι του απ’ το να αντιδράσει και να πει κάτι. Δεν συνέχισα άλλο. Έβγαλα έναν στεναγμό ανακούφισης όσο τον κοίταζα. Μέσα μου ένοιωθα μια χαρά. Και ήμουν πια ξεκάθαρη. Ήμουν σίγουρη πια για τον Στράτο. Αυτός ήταν ο άνθρωπός μου και δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι για να το διαπιστώσω για ακόμη μια φορά. Καταλάβαινα τον Δημήτρη και το πρόβλημά του, αλλά αυτός μπορούσε να κάνει κάτι με την Μαρία του. Υπήρχαν χιλιάδες λύσεις και δεν ήταν το μοναδικό ζευγάρι που αντιμετώπιζε τις επικρίσεις των γονιών τους. Αλλά το να φτάσει να κάνει πρόταση γάμου σε μια άγνωστή του μόνο και μόνο επειδή η φυσιογνωμία της του θύμιζε την Μαρία, έδειχνε σε τι απόγνωση βρισκόταν. Κοίτα τώρα, αυτός είχε τους γονείς της να αντιμετωπίσει και εγώ με τον Στράτο τον αδερφό μου… Λες και ζούσαμε σε μια άλλη παλιά εποχή που έτσι και μάθαιναν οι πρώτοι συγγενείς την σχέση δύο ανθρώπων αμέσως έβγαζαν τα κουμπούρια για να ξεκαθαρίσουν το θέμα!
- Νομίζω πως έχεις δίκιο. Θα προσπαθήσω να την βρω και να της μιλήσω. Είμαι τόσο εγωιστής που ακόμα κι αυτό δεν ήθελα να το σκεφτώ. Ήθελα να κάνει η ίδια την κίνηση αυτή.
Μου είπε τελικά και κάπως πιο ήρεμος. Ίσως να ήταν η ανάγκη του να μιλήσει κάπου κι όχι να ‘παντρευτεί’ μια άγνωστή του!
- Ίσως να μην είναι του χαρακτήρα της. Γι’ αυτό τόλμησε το εσύ. Του είπα με την σειρά μου.
Μου χαμογέλασε και από τα μάτια του χάθηκε εκείνο το φουρτουνιασμένο χρώμα της θάλασσας. Το γαλάζιο βλέμμα του έγινε πιο ήρεμο και το πρόσωπο του πιο χαλαρό. Ήταν που η ιστορία του με την Μαρία τον πίεζε καιρό και δεν είχε με ποιον να την μοιραστεί. Τα μάτια του μου έλεγαν ‘ευχαριστώ’. Εγώ όμως του έλεγα πολλά περισσότερα γιατί με είχε βγάλει απ’ το δίλημμα μου. Κι αισθανόμουν υπέροχα. Ήθελα να φύγω αμέσως να τηλεφωνήσω στον Στράτο να του πω πόσο πολύ τον ‘αγαπάω’. Αλλά δεν το έκανα για να μην προσβάλω τον Δημήτρη. Ήταν πιο ήρεμος πια και η κουβέντα μας γενικεύτηκε κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τους εαυτούς μας, για τα χόμπι μας, τα επαγγελματικά μας… Όπως κάνουν δυο φίλοι που έχουν πολύ καιρό να συναντηθούν.


Κοίταξα το ρολόι μου μπαίνοντας στο σπίτι. Ήταν γύρω στις εννιάμιση το βράδυ. Ίσως να κατάφερνα τέτοια ώρα να μιλήσω στον Στράτο. Ευτυχώς ο Δημήτρης προσφέρθηκε να με φέρει με το αυτοκίνητό του απ’ το να περιμένω κάποιο ταξί να περάσει. Πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ και πήρα τηλέφωνο αμέσως. Σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου που μου ‘χε δώσει ο Στράτος για να τον βρίσκω όποτε ήθελα και που ποτέ δεν έβρισκα. Μετά από αρκετή ώρα που χτύπησε κάποιος διανοήθηκε να το σηκώσει. Του είπα να φωνάξει τον Στράτο κι εκείνος βγήκε στην αναζήτηση. Θόρυβοι ακούγονταν και αντίλαλοι, ένδειξη του ότι το τηλέφωνο βρισκόταν κάπου σε κάποιον μεγάλο διάδρομο. Μετά από αρκετή ώρα μου μίλησε ο ίδιος που σήκωσε το τηλέφωνο λέγοντάς μου πως ήταν ‘εξοδούχος’. Για ακόμη μια φορά δεν τον έβρισκα. Για ακόμη μια φορά δεν θα του μιλούσα. Για μια ακόμη φορά δεν θα τον άκουγα. Αν όμως είχε τηλεφωνήσει όσο έλειπα στην συνάντησή μου με τον Δημήτρη; Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κάτι. Αν όμως είχε αφήσει μήνυμα στο ραδιόφωνο; Τηλεφώνησα εκεί. Το σήκωσε ο Θοδωρής –η απογευματινή βάρδια της ρεσεψιόν- και με βεβαίωσε ότι δεν είχα άλλο μήνυμα πέρα απ’ του Γιώργου ο οποίος επέμενε και πάλι να του τηλεφωνήσω. Μπούχτισα πια! Κάθε φορά ‘τηλεφώνησέ μου’ και κάθε φορά να θέλει βλακείες που δεν ήταν της αρμοδιότητάς μου. Δεν προλάβαινε τάχα η Λίτσα γιατί είχε πολύ δουλειά στην γραμματεία και η Κατερίνα που είχε τις δημόσιες σχέσεις δεν είχε τον χρόνο. Θεωρούσε ότι ήμουν χαζή κι ότι δεν ήξερα τι γινόταν στη δουλειά και τι δουλειά πρόσφεραν η μία και η άλλη! Ευχαρίστησα τον Θοδωρή κι έκλεισα το τηλέφωνο. Έκατσα στον καναπέ αναστενάζοντας που για ακόμη μια φορά ο Στράτος μάλλον κάτι ήθελε να αποφύγει.
Ένοιωθα θυμωμένη. Θυμωμένη με τον ίδιο που με αγνοούσε, αλλά και με μένα που ότι έκανα ήταν μέσα σε μια απόγνωση να πιαστώ από κάπου. Στο βάθος θεώρησα ότι ο Δημήτρης θα μπορούσε να καλύψει την απουσία του Στράτου, έστω κάνοντας λίγη παρέα. Αλλά εκείνος αποσκοπούσε στο να με κάνει υποκατάστατο της αγαπημένης του που για ένα πείσμα κάποιων είχαν χωρίσει. Άραγε πώς να ήταν η σχέση με τον Δημήτρη αν δεν υπήρχε ο Στράτος; Μάλλον δεν θα έπρεπε να το σκέφτομαι. Εφιάλτης θα ήταν. Ο Δημήτρης θα προσπαθούσε να με πλάσει όπως εκείνος ήθελε ώστε να του θυμίζω την Μαρία. Θα ήθελε να συμπεριφέρομαι όπως εκείνη. Θα με ήθελε πιστό αντίγραφό της. Αρρώστια!
Ήθελα τόσο πολύ να συνεχίσω με τον Στράτο. Όμως αυτό θα γινόταν αν ερχόταν κοντά μου. Δεν λεγόταν σχέση αυτό που υπήρχε μεταξύ μας και που μια τεράστια απόσταση μας χώριζε, το Αιγαίο ολόκληρο. Μακάρι να μπορούσα να ξεφύγω και να πάω να τον βρω. Έπρεπε όμως να κάνω ένα διαφορετικό βήμα για να διευκολύνω την κατάσταση μεταξύ μας. Θα μιλούσα στον αδερφό μου. Θα του ξεκαθάριζα ότι με τον Στράτο είμαστε μαζί. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεθήκαμε και θέλουμε να συνεχίσουμε μαζί κι όπου βγάλει. Πιστεύω ότι ο θυμός του Γιάννη θα ήταν στιγμιαίος. Αλλά σίγουρα θα το σκεφτόταν λογικά, σίγουρα θα με συμβούλευε και σίγουρα ότι θα μου έλεγε θα ήταν για το δικό μου καλό και να μην πληγωθώ. Όπως και να είχε έπρεπε να το κάνω το βήμα. Ήταν καιρός να φέρω την σχέση μου με τον Στράτο στο επόμενο επίπεδο, για να νοιώσουμε πιο ελεύθεροι.






Κεφάλαιο 37