Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι ήταν σούρουπο. Αν με είχαν ακούσει νωρίτερα τώρα δεν θα παιδευόμουν με τα κεριά και τον λιγοστό φωτισμό μιας λάμπας πετρελαίου να τακτοποιήσω τα κρεβάτια μας και να ετοιμαστούμε έπειτα για την βραδυνή μας πια έξοδο. Ο Στράτος ήταν ο μόνος που δεν με άγχωνε και το αντίθετο με πρωτοβουλία του και με βοηθό τον Γιάννη φρόντισαν να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό απ’ το πηγάδι με το μοτέρ. Άφθονο κρύο νερό έβγαινε απ’ το λάστιχο. Ο Στράτος είχε βγάλει το μπλουζάκι του κι έτσι ημίγυμνος όπως ήταν ξέπλυνε την αρμύρα της θάλασσας. Μαζί με αυτόν κι εγώ αναγκαστικά! Μου είχε ζητήσει να αφήσω το στρώσιμο των κρεβατιών για να τον βοηθήσω κι έτσι κρατούσα το λάστιχο για να ξεπλυθεί, που το νερό ερχόταν με πίεση και κατά συνέπεια βρεχόμουν κι εγώ! Ο Γιάννης κρατούσε απόσταση και γελούσε με την αστεία σκηνή. Ήταν τόσο κρύο το νερό που δεν τόλμησα καν να στρέψω το λάστιχο κατά επάνω μου και να διώξω κι εγώ την αρμύρα της θάλασσας απ’ το δέρμα μου. Και μόνο που καταβρεχόμουν ανατρίχιαζα αν και το μαγιό μου ήταν ακόμη βρεγμένο απ’ την θάλασσα. Ο Στράτος προσπάθησε να με πείσει και με την χαλαρή φωνή του να με καθησυχάσει και να με βοηθήσει στο να κάνω ένα υπαίθριο ντους πάνω απ’ το μαγιό. Και μόνο στην ιδέα ότι θα έχω την ίδια φωναχτή αντίδραση με τον Στράτο όπως έπεφτε το κρύο νερό επάνω του, ήδη είχα ανατριχιάσει λες και ήδη το νερό διαπερνούσε το μαγιό και κυλούσε στην ραχοκοκαλιά μου! Δεν το έκανα τελικά το ντους παρά την προσπάθεια του Στράτου να με πείσει και προτίμησα να μπω στο σπίτι να τελειώσω με το στρώσιμο των κρεβατιών και να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Προσπαθούσα να τακτοποιήσω με τον ελάχιστο φωτισμό που είχαμε’ και το μακιγιάζ και το χτένισμα μου έπειτα ήταν μια περιπέτεια. Θα έπρεπε να μαντεύω τι φανέρωνε η εικόνα μου στον καθρέφτη με το φως του κεριού!
Ο Στράτος ήταν συνεχώς κοντά μου και αναρωτιόμουν γιατί το έκανε και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Όσο ο Γιάννης προσπαθούσε να ξεπλύνει τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπο του απ’ την αρμύρα, ο Στράτος με είχε ακολουθήσει και ήταν έτοιμος πολύ νωρίς. Η ίδια του κίνηση επαναλαμβανόταν. Ερχόταν και με κοιτούσε που μακιγιαριζόμουν και χτενιζόμουν. Ήταν σαν να τον εντυπωσίαζε η τελετουργία της μεταμόρφωσης μου! Η μόνη στιγμή που απείχε από κοντά μου ήταν όταν πια έπρεπε να ντυθώ κλείνοντάς του την πόρτα κατάμουτρα!
Τα μαλλιά μου τα είχα κόψει σε ένα κοντό καρέ και επειδή ήταν σπαστά αυτό τους έδινε το προνόμιο να μην θέλουν κάποια ιδιαίτερη ετοιμασία. Το μακιγιάζ περιέργως κάτω απ’ το φως του κεριού είχε βγει μοναδικά εντυπωσιακό. Κάτι που μάλλον έδωσε την ιδέα στον Στράτο να παίζει με το φλας απ’ την φωτογραφική μου μηχανή:
- Φαντάσου πως είσαι ένα αστέρι και όλα τα φλας πέφτουν επάνω σου! Μου είπε παιχνιδιάρικα και μου έριξε μια ξαφνική φλασιά!
Χαμογέλασα για τον αυθορμητισμό του. Τον αγαπούσα τον αυθορμητισμό του. Είχε τον τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι μοναδική. Τον κοίταζα χαμογελώντας του κι εκείνος συνέχισε το παιχνίδι με το φλας και σκέφτηκα πως ήταν πια η κατάλληλη στιγμή. Έβγαλα απ’ το νεσεσέρ μου ένα μικρό κουτάκι:
- Μπορείς να αφήσεις το φλας και να έρθεις λίγο εδώ που σε θέλω; Του είπα.
Με πλησίασε και με κοίταζε περίεργα. Σίγουρα δεν μπορούσε να ξέρει τι τον ήθελα.
- Τι θέλεις να κάνω; Με ρώτησε κοιτώντας με απ’ τον καθρέπτη.
- Αυτό είναι δικό σου.
Του είπα και του άπλωσα το χέρι μου με το μικροσκοπικό κουτάκι που ήταν τυλιγμένο σε συσκευασία δώρου. Το άνοιξε και με κοιτούσε έκπληκτος. Πότε εμένα και πότε την μικρή χρυσή πλακέτα με χαραγμένο το Σ:
- Χρόνια πολλά! Δεν σε ξεχάσαμε…
Του είπα κοιτώντας τον με αγάπη. «Πως να σε ξεχάσω; Σημαίνεις τόσα πολλά για μένα» σκεφτόμουν και με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Αν είχαμε κι άλλες μέρες στην διάθεσή μας, σίγουρα με τον Γιάννη θα συνεχίζαμε να τον αφήνουμε άφωνο κανονίζοντας και πάλι μια μικρή γιορτή με την άφιξη των δικών του, σαν ένα επιπλέον δώρο έκπληξη, όπως τότε!
- Τι είναι αυτό; Και γιατί;
Ρώτησε και πάλι έκπληκτος. Του χαμογέλασα. Δεν περίμενα ότι είχε ξεχάσει τον λόγο που οι διακοπές μας τότε έπαιρναν μια μικρή παράταση μετά από τρία χρόνια με την ευκαιρία των γενεθλίων του. Επέμενα να τον κοιτάζω κατάματα για να καταλάβει:
- Αυτό το δώρο… Δεν το πιστεύω. Το ‘χα ξεχάσει πως σήμερα είναι τα γενέθλια μου.
- Να ένας λόγος παραπάνω που ο πατέρας σου, σου έδωσε το αυτοκίνητο. Για να πας όπου θες το Σαββατοκύριακο. Του υπενθύμισα.
- Σ’ ευχαριστώ δεν ξέρω τι να πω!
- Και τον Γιάννη να ευχαριστήσεις. Το δώρο αυτό είναι κι απ’ τους δυο μας, άσχετα αν το διάλεξα εγώ!
Με κοιτούσε στα μάτια σαν να μη με πίστευε. Με πλησίασε και προς στιγμήν έδιωξε την όποια αμφιβολία είχε και κοιτώντας με στα μάτια έσκυψε και με φίλησε τρυφερά με ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, για το ‘ευχαριστώ’ και πήγε στο διπλανό δωμάτιο που ετοιμαζόταν ο αδερφός μου. Έπιασαν την κουβέντα εκεί κι έτσι δεν ξαναεμφανίστηκε στο δωμάτιο μου αφήνοντάς με έτσι να τελειώσω τις τελευταίες πινελιές του μακιγιάζ μου. Τέλειωσα την ετοιμασία μου χωρίς τις ενοχλήσεις με τις φλασιές του Στράτου. Σηκώθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέπτη με το κερί και μου άρεσα! Ο Γιάννης ετοιμαζόταν ακόμη στο δωμάτιο του και μου έκανε εντύπωση που αργούσε τόσο και που αν το έκανα εγώ θα άρχιζε τις φωνές! Ο Στράτος ήδη είχε μπει στο αυτοκίνητο είχε βάλει μουσική και περίμενε. Τον πλησίασα και προτίμησα να μην μπω στο αυτοκίνητο παρά να πάω κοντά του και να ακουμπήσω στο παράθυρό του:
- Τι ακούς; Τον ρώτησα.
Σκεφτικός και χωρίς να μου απαντήσει δυνάμωσε την ένταση του ηχείου. Άκουγε το ’50 ways to leave your lover’ την εκδοχή του ’92. Γέλασα. Ήταν απ’ τα τραγούδια που είχαν σηματοδοτήσει εκείνη την χρονιά και ιδιαίτερα την περίοδο των διακοπών μας.
- Θες παρέα; Τον ρώτησα για να μπω μπροστά στην θέση του συνοδηγού όσο ετοιμαζόταν με το πάσο του ο αδερφός μου!
Αντί για απάντηση κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κοιτώντας το τιμόνι.
- Δεν δαγκώνω! Αστειεύτηκα κοντά στο αυτί του.
- Αν μας πιάσει ο Γιάννης; Με ρώτησε γυρίζοντας το πρόσωπό του σε μένα κοιτώντας με κατάματα.
- Λες να παρεξηγήσει που θα καθόμαστε ήσυχα-ήσυχα σαν φιλαράκια να ακούμε μουσική;
- Είναι φίλος μου. Δεν παύει να είναι φίλος μου.
Μου τόνισε. Δεν πίστευα στα αυτιά μου πως είχε μετατρέψει μια αθώα ερώτηση. Πως είναι δυνατόν να πιστεύει ότι κάτι θα γινόταν εκεί στα καθίσματα μπροστά απ’ την στιγμή που ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να διεκδικήσω έστω μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του, απ’ την στιγμή που στα χέρια του υπήρχε ένα τεράστιο δαχτυλίδι που επικύρωνε την δέσμευση του ως προς την Δέσποινα. Τον κοίταζα και μου ερχόταν να του ρίξω μπουνιά στο πρόσωπο κι ας ήταν τα γενέθλιά του. Χέστηκα! Πως ήταν δυνατόν να φαντάζεται διάφορα;
- Κι εμένα αδερφός μου είναι. Ενώ εγώ τι σου είμαι; Μήπως κάτι παραπάνω από φίλη; Τον ρώτησα θυμωμένη με μπερδεμένα λόγια απ’ την σύγχυση.
Κάτι μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του αλλά δεν κατάλαβα:
- Τι είπες; Τον ρώτησα να επαναλάβει τα λόγια του.
- Το ξέρεις ότι δεν γίνεται τίποτα. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ με τον αδερφό σου. Σ’ αγαπώ ρε γαμώτο, αλλά δεν γίνεται τίποτε.
Δεν πίστευα αυτό που είχε μόλις ξεστομίσει. Είχε μόλις παρεξηγήσει μια απλή φιλική πρόταση να καθίσω δίπλα του και αυτός μες την δική του σύγχυση αποκάλυπτε τι έκρυβε μέσα του. Με αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε. Προσπαθούσα να συνέλθω. «Γιατί τώρα; Γιατί με κάνεις σκατά; Γιατί τόσο καιρό το κρατούσες και δεν το έλεγες; Γιατί όταν υπήρξες μόνος δεν ήρθες να μου το πεις και το λες τώρα, ξέροντας ότι δεν θα κάνω τίποτε; Γιατί παίζεις με την καρδιά μου;». Τον κοίταζα και μετά βίας κρατούσα τα δάκρυά μου.
- Μ’ αγαπάς ε; Σαν αδερφή σου; Σαν φίλη σου; Σαν κάτι παραπάνω; Σαν τι σκατά με αγαπάς ρε γαμώτο; Του είπα ξεψυχισμένα κι έκπληκτη απ’ το τι τροπή είχε πάρει η στιγμή!
- Τι σημασία έχει Μαρίνα; Ούτως ή άλλως είπαμε, δεν γίνεται τίποτα.
Δαγκωνόμουν να μην κλάψω, να δείξω δυνατή και να μην του ρίξω εκείνη την μπουνιά που ήθελα. Ξέσπασα όμως δίνοντας μια δυνατή κλωτσιά στην ρόδα του αυτοκινήτου μόνο και μόνο για να εξωτερικεύσω τον πόνο της στιγμής στην καρδιά μου.
- Παρέα σε ρώτησα αν θες κι όχι αν θες να κάνουμε έρωτα.
Είπα μέσα απ’ τα δόντια μου και τον άφησα εκεί στις σκέψεις του να κοιτάει το τιμόνι, συνειδητοποιώντας πως τα είχε κάνει μάλλον σκατά και πως από μαλακία του είχε καταφέρει να μου χαλάσει την διάθεση!
- Μαρίνα… Μου φώναξε την στιγμή που απομακρυνόμουν.
- Χέσε μας. Του είπα ενοχλημένη απ’ την συμπεριφορά του.
Ούτε να τον βλέπω ήθελα εκείνη την στιγμή. Μπήκα στην αυλή και κάθισα σε μια καρέκλα γυρνώντας την πλάτη μου. Δεν ήθελα να τον βλέπω. Μισούσα τις στιγμές που η αλήθεια ερχόταν πάντα εκ των υστέρων κι όχι όποτε έπρεπε. Μισούσα που τα αισθήματά μας ήταν τόσο δυνατά ώστε να μη τα αφήσουμε να γεφυρωθούν, γιατί η λογική των ‘πρέπει’ απλά είχε τον πρώτο λόγο στην περίπτωσή μας. Μισούσα την στιγμή που τον είχα αφήσει να με πλησιάσει.
- Γιατί δεν είσαι στο αυτοκίνητο;
Άκουσα ξαφνικά τον Γιάννη που έβγαινε απ’ το σπίτι και κλείδωνε. «Γιατί ο φίλος σου είναι παρανοϊκός και φοβάται, χωρίς να ξέρω τι τελικά είναι αυτό που φοβάται σε μένα». Δεν είπα τίποτε. Τα μέσα μου κι οι σκέψεις μου αφορούσαν εμένα κι όχι τον αδερφό μου. Βγήκα απ’ την αυλή για να κλειδώσει την αυλόπορτα. Άνοιξα την πόρτα της κλούβας του βαν όταν άκουσα τον αδερφό μου να μου προτείνει να μπω στην καμπίνα μπροστά στην μέση ανάμεσα σε αυτόν και τον Στράτο. Έκανα ότι μου πρότεινε. Ήθελα να κάνω τον Στράτο να θυμώσει.
- Τώρα είμαι στο αυτοκίνητο! Είπα στον Γιάννη την στιγμή που βολευόμουν στο μεσαίο κάθισμα.
Ένοιωθα το κεφάλι μου βαρύ να παλεύει να κάνει την χαρούμενη για χάρη του Γιάννη. Για να μην καταλάβει ότι ο ίδιος ο φίλος του μας είχε κάνει σκατά. Και δεν μιλούσαμε. Μόνο ο Γιάννης τελικά μιλούσε κι έλεγε για τις αλλαγές στο κάμπινγκ. Ένοιωθα πως η αμηχανία κι οι ενοχές είχαν τυλίξει τον Στράτο και η παρουσία μου τις ενίσχυαν! Οδηγούσε και χτυπούσε το πόδι μου μαλακά με το χέρι του τάχα να αλλάξει την ταχύτητα. Όσο κι αν στριμωχνόμουν στην μεριά του αδερφού μου τόσο πιο πολύ έδειχνε να τον εμποδίζω να αλλάξει ταχύτητα. Γύρισα και τον κοιτούσα, ήθελα να του δείξω ότι το να με προκαλεί έκανε την κατάσταση χειρότερα. Αλλά δεν πτοήθηκε. Ο Γιάννης δεν είχε καταλάβει τι γινόταν κι ούτε του έδωσα αφορμή να καταλάβει, ήταν ένα παιχνίδι νεύρων μεταξύ σε μένα και τον Στράτο. Ευτυχώς που η απόσταση μέχρι το κάμπινγκ με το αυτοκίνητο ήταν κοντινή κι απαλλάχτηκα απ’ τις ενοχλήσεις του Στράτου γρήγορα, …προς στιγμήν.
Ο Στράτος ήταν συνεχώς κοντά μου και αναρωτιόμουν γιατί το έκανε και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Όσο ο Γιάννης προσπαθούσε να ξεπλύνει τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπο του απ’ την αρμύρα, ο Στράτος με είχε ακολουθήσει και ήταν έτοιμος πολύ νωρίς. Η ίδια του κίνηση επαναλαμβανόταν. Ερχόταν και με κοιτούσε που μακιγιαριζόμουν και χτενιζόμουν. Ήταν σαν να τον εντυπωσίαζε η τελετουργία της μεταμόρφωσης μου! Η μόνη στιγμή που απείχε από κοντά μου ήταν όταν πια έπρεπε να ντυθώ κλείνοντάς του την πόρτα κατάμουτρα!
Τα μαλλιά μου τα είχα κόψει σε ένα κοντό καρέ και επειδή ήταν σπαστά αυτό τους έδινε το προνόμιο να μην θέλουν κάποια ιδιαίτερη ετοιμασία. Το μακιγιάζ περιέργως κάτω απ’ το φως του κεριού είχε βγει μοναδικά εντυπωσιακό. Κάτι που μάλλον έδωσε την ιδέα στον Στράτο να παίζει με το φλας απ’ την φωτογραφική μου μηχανή:
- Φαντάσου πως είσαι ένα αστέρι και όλα τα φλας πέφτουν επάνω σου! Μου είπε παιχνιδιάρικα και μου έριξε μια ξαφνική φλασιά!
Χαμογέλασα για τον αυθορμητισμό του. Τον αγαπούσα τον αυθορμητισμό του. Είχε τον τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι μοναδική. Τον κοίταζα χαμογελώντας του κι εκείνος συνέχισε το παιχνίδι με το φλας και σκέφτηκα πως ήταν πια η κατάλληλη στιγμή. Έβγαλα απ’ το νεσεσέρ μου ένα μικρό κουτάκι:
- Μπορείς να αφήσεις το φλας και να έρθεις λίγο εδώ που σε θέλω; Του είπα.
Με πλησίασε και με κοίταζε περίεργα. Σίγουρα δεν μπορούσε να ξέρει τι τον ήθελα.
- Τι θέλεις να κάνω; Με ρώτησε κοιτώντας με απ’ τον καθρέπτη.
- Αυτό είναι δικό σου.
Του είπα και του άπλωσα το χέρι μου με το μικροσκοπικό κουτάκι που ήταν τυλιγμένο σε συσκευασία δώρου. Το άνοιξε και με κοιτούσε έκπληκτος. Πότε εμένα και πότε την μικρή χρυσή πλακέτα με χαραγμένο το Σ:
- Χρόνια πολλά! Δεν σε ξεχάσαμε…
Του είπα κοιτώντας τον με αγάπη. «Πως να σε ξεχάσω; Σημαίνεις τόσα πολλά για μένα» σκεφτόμουν και με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Αν είχαμε κι άλλες μέρες στην διάθεσή μας, σίγουρα με τον Γιάννη θα συνεχίζαμε να τον αφήνουμε άφωνο κανονίζοντας και πάλι μια μικρή γιορτή με την άφιξη των δικών του, σαν ένα επιπλέον δώρο έκπληξη, όπως τότε!
- Τι είναι αυτό; Και γιατί;
Ρώτησε και πάλι έκπληκτος. Του χαμογέλασα. Δεν περίμενα ότι είχε ξεχάσει τον λόγο που οι διακοπές μας τότε έπαιρναν μια μικρή παράταση μετά από τρία χρόνια με την ευκαιρία των γενεθλίων του. Επέμενα να τον κοιτάζω κατάματα για να καταλάβει:
- Αυτό το δώρο… Δεν το πιστεύω. Το ‘χα ξεχάσει πως σήμερα είναι τα γενέθλια μου.
- Να ένας λόγος παραπάνω που ο πατέρας σου, σου έδωσε το αυτοκίνητο. Για να πας όπου θες το Σαββατοκύριακο. Του υπενθύμισα.
- Σ’ ευχαριστώ δεν ξέρω τι να πω!
- Και τον Γιάννη να ευχαριστήσεις. Το δώρο αυτό είναι κι απ’ τους δυο μας, άσχετα αν το διάλεξα εγώ!
Με κοιτούσε στα μάτια σαν να μη με πίστευε. Με πλησίασε και προς στιγμήν έδιωξε την όποια αμφιβολία είχε και κοιτώντας με στα μάτια έσκυψε και με φίλησε τρυφερά με ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, για το ‘ευχαριστώ’ και πήγε στο διπλανό δωμάτιο που ετοιμαζόταν ο αδερφός μου. Έπιασαν την κουβέντα εκεί κι έτσι δεν ξαναεμφανίστηκε στο δωμάτιο μου αφήνοντάς με έτσι να τελειώσω τις τελευταίες πινελιές του μακιγιάζ μου. Τέλειωσα την ετοιμασία μου χωρίς τις ενοχλήσεις με τις φλασιές του Στράτου. Σηκώθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέπτη με το κερί και μου άρεσα! Ο Γιάννης ετοιμαζόταν ακόμη στο δωμάτιο του και μου έκανε εντύπωση που αργούσε τόσο και που αν το έκανα εγώ θα άρχιζε τις φωνές! Ο Στράτος ήδη είχε μπει στο αυτοκίνητο είχε βάλει μουσική και περίμενε. Τον πλησίασα και προτίμησα να μην μπω στο αυτοκίνητο παρά να πάω κοντά του και να ακουμπήσω στο παράθυρό του:
- Τι ακούς; Τον ρώτησα.
Σκεφτικός και χωρίς να μου απαντήσει δυνάμωσε την ένταση του ηχείου. Άκουγε το ’50 ways to leave your lover’ την εκδοχή του ’92. Γέλασα. Ήταν απ’ τα τραγούδια που είχαν σηματοδοτήσει εκείνη την χρονιά και ιδιαίτερα την περίοδο των διακοπών μας.
- Θες παρέα; Τον ρώτησα για να μπω μπροστά στην θέση του συνοδηγού όσο ετοιμαζόταν με το πάσο του ο αδερφός μου!
Αντί για απάντηση κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κοιτώντας το τιμόνι.
- Δεν δαγκώνω! Αστειεύτηκα κοντά στο αυτί του.
- Αν μας πιάσει ο Γιάννης; Με ρώτησε γυρίζοντας το πρόσωπό του σε μένα κοιτώντας με κατάματα.
- Λες να παρεξηγήσει που θα καθόμαστε ήσυχα-ήσυχα σαν φιλαράκια να ακούμε μουσική;
- Είναι φίλος μου. Δεν παύει να είναι φίλος μου.
Μου τόνισε. Δεν πίστευα στα αυτιά μου πως είχε μετατρέψει μια αθώα ερώτηση. Πως είναι δυνατόν να πιστεύει ότι κάτι θα γινόταν εκεί στα καθίσματα μπροστά απ’ την στιγμή που ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να διεκδικήσω έστω μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του, απ’ την στιγμή που στα χέρια του υπήρχε ένα τεράστιο δαχτυλίδι που επικύρωνε την δέσμευση του ως προς την Δέσποινα. Τον κοίταζα και μου ερχόταν να του ρίξω μπουνιά στο πρόσωπο κι ας ήταν τα γενέθλιά του. Χέστηκα! Πως ήταν δυνατόν να φαντάζεται διάφορα;
- Κι εμένα αδερφός μου είναι. Ενώ εγώ τι σου είμαι; Μήπως κάτι παραπάνω από φίλη; Τον ρώτησα θυμωμένη με μπερδεμένα λόγια απ’ την σύγχυση.
Κάτι μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του αλλά δεν κατάλαβα:
- Τι είπες; Τον ρώτησα να επαναλάβει τα λόγια του.
- Το ξέρεις ότι δεν γίνεται τίποτα. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ με τον αδερφό σου. Σ’ αγαπώ ρε γαμώτο, αλλά δεν γίνεται τίποτε.
Δεν πίστευα αυτό που είχε μόλις ξεστομίσει. Είχε μόλις παρεξηγήσει μια απλή φιλική πρόταση να καθίσω δίπλα του και αυτός μες την δική του σύγχυση αποκάλυπτε τι έκρυβε μέσα του. Με αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε. Προσπαθούσα να συνέλθω. «Γιατί τώρα; Γιατί με κάνεις σκατά; Γιατί τόσο καιρό το κρατούσες και δεν το έλεγες; Γιατί όταν υπήρξες μόνος δεν ήρθες να μου το πεις και το λες τώρα, ξέροντας ότι δεν θα κάνω τίποτε; Γιατί παίζεις με την καρδιά μου;». Τον κοίταζα και μετά βίας κρατούσα τα δάκρυά μου.
- Μ’ αγαπάς ε; Σαν αδερφή σου; Σαν φίλη σου; Σαν κάτι παραπάνω; Σαν τι σκατά με αγαπάς ρε γαμώτο; Του είπα ξεψυχισμένα κι έκπληκτη απ’ το τι τροπή είχε πάρει η στιγμή!
- Τι σημασία έχει Μαρίνα; Ούτως ή άλλως είπαμε, δεν γίνεται τίποτα.
Δαγκωνόμουν να μην κλάψω, να δείξω δυνατή και να μην του ρίξω εκείνη την μπουνιά που ήθελα. Ξέσπασα όμως δίνοντας μια δυνατή κλωτσιά στην ρόδα του αυτοκινήτου μόνο και μόνο για να εξωτερικεύσω τον πόνο της στιγμής στην καρδιά μου.
- Παρέα σε ρώτησα αν θες κι όχι αν θες να κάνουμε έρωτα.
Είπα μέσα απ’ τα δόντια μου και τον άφησα εκεί στις σκέψεις του να κοιτάει το τιμόνι, συνειδητοποιώντας πως τα είχε κάνει μάλλον σκατά και πως από μαλακία του είχε καταφέρει να μου χαλάσει την διάθεση!
- Μαρίνα… Μου φώναξε την στιγμή που απομακρυνόμουν.
- Χέσε μας. Του είπα ενοχλημένη απ’ την συμπεριφορά του.
Ούτε να τον βλέπω ήθελα εκείνη την στιγμή. Μπήκα στην αυλή και κάθισα σε μια καρέκλα γυρνώντας την πλάτη μου. Δεν ήθελα να τον βλέπω. Μισούσα τις στιγμές που η αλήθεια ερχόταν πάντα εκ των υστέρων κι όχι όποτε έπρεπε. Μισούσα που τα αισθήματά μας ήταν τόσο δυνατά ώστε να μη τα αφήσουμε να γεφυρωθούν, γιατί η λογική των ‘πρέπει’ απλά είχε τον πρώτο λόγο στην περίπτωσή μας. Μισούσα την στιγμή που τον είχα αφήσει να με πλησιάσει.
- Γιατί δεν είσαι στο αυτοκίνητο;
Άκουσα ξαφνικά τον Γιάννη που έβγαινε απ’ το σπίτι και κλείδωνε. «Γιατί ο φίλος σου είναι παρανοϊκός και φοβάται, χωρίς να ξέρω τι τελικά είναι αυτό που φοβάται σε μένα». Δεν είπα τίποτε. Τα μέσα μου κι οι σκέψεις μου αφορούσαν εμένα κι όχι τον αδερφό μου. Βγήκα απ’ την αυλή για να κλειδώσει την αυλόπορτα. Άνοιξα την πόρτα της κλούβας του βαν όταν άκουσα τον αδερφό μου να μου προτείνει να μπω στην καμπίνα μπροστά στην μέση ανάμεσα σε αυτόν και τον Στράτο. Έκανα ότι μου πρότεινε. Ήθελα να κάνω τον Στράτο να θυμώσει.
- Τώρα είμαι στο αυτοκίνητο! Είπα στον Γιάννη την στιγμή που βολευόμουν στο μεσαίο κάθισμα.
Ένοιωθα το κεφάλι μου βαρύ να παλεύει να κάνει την χαρούμενη για χάρη του Γιάννη. Για να μην καταλάβει ότι ο ίδιος ο φίλος του μας είχε κάνει σκατά. Και δεν μιλούσαμε. Μόνο ο Γιάννης τελικά μιλούσε κι έλεγε για τις αλλαγές στο κάμπινγκ. Ένοιωθα πως η αμηχανία κι οι ενοχές είχαν τυλίξει τον Στράτο και η παρουσία μου τις ενίσχυαν! Οδηγούσε και χτυπούσε το πόδι μου μαλακά με το χέρι του τάχα να αλλάξει την ταχύτητα. Όσο κι αν στριμωχνόμουν στην μεριά του αδερφού μου τόσο πιο πολύ έδειχνε να τον εμποδίζω να αλλάξει ταχύτητα. Γύρισα και τον κοιτούσα, ήθελα να του δείξω ότι το να με προκαλεί έκανε την κατάσταση χειρότερα. Αλλά δεν πτοήθηκε. Ο Γιάννης δεν είχε καταλάβει τι γινόταν κι ούτε του έδωσα αφορμή να καταλάβει, ήταν ένα παιχνίδι νεύρων μεταξύ σε μένα και τον Στράτο. Ευτυχώς που η απόσταση μέχρι το κάμπινγκ με το αυτοκίνητο ήταν κοντινή κι απαλλάχτηκα απ’ τις ενοχλήσεις του Στράτου γρήγορα, …προς στιγμήν.
Κεφάλαιο 57
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου