Ήταν σχετικά νωρίς το μεσημέρι που καθόμουν στο καφέ ‘Ρετρό’ σε μια γωνιά προετοιμάζοντας τα θέματα για την αυριανή εκπομπή μου. Δεν ήξερα αν θα πρόφταινα και να την κάνω αφού το θέμα των απολύσεων στο ραδιόφωνο καλά κρατούσε. Η απόλυση μου ήταν θέμα ωρών αν όχι ημερών! Ο πρόεδρος προσπάθησε κι άλλες φορές σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις να με πείσει να δεχτώ την πρότασή του κι εγώ επέμεινα να μην δέχομαι. Επέμεινα για το δικό μου συμφέρον. Την τελευταία φορά που το προσπάθησε, η προσφορά του ήταν περισσότερο δελεαστική όσον αφορά την αύξηση του μισθού. Έδινε 30% παραπάνω αρκεί να δεχόμουν να παραιτηθώ και να με προσλάβουν με τα νέα δεδομένα. Δεν ήταν και μικρή η αύξηση. Όμως αν πήγαινα για τα πολλά θα έχανα και τα λίγα. Κι έτσι για άλλη μια φορά αρνήθηκα. Ο θυμός του στην τελευταία μας συνάντηση έβγαινε απ’ την τυπικότατη συμπεριφορά του και τη σύντομη διάρκεια που κράτησε μόνο και μόνο για να εισπράξει για άλλη μια φορά το ‘όχι’ μου. Ο Γιώργος απ’ την άλλη με είχε ήδη προειδοποιήσει πως η διοίκηση δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω και να το σκεφτόμουν καλά το τι θα έκανα. Του εξήγησα πως οι προτάσεις τους εμένα δεν με σιγούρευαν. Τα λόγια είναι πάντα λόγια. Έβλεπα πως οι αντιδράσεις μου τον επηρέαζαν. Ήξερε ότι το να χάνεις ένα καλό χαρτί, αυτό θα έφερνε περισσότερα αρνητικά αποτελέσματα και το σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελε να βλέπει το ραδιόφωνο που έστησε με τον Μάνο με μεράκι να πηγαίνει κατά διαόλου.
Είχα σκύψει με ενδιαφέρον επάνω στα χαρτιά μου και κρατούσα σημειώσεις, προσπαθώντας να μην σκέφτομαι το πόσο πολύ πια –τα προβλήματα της δουλειάς- με έκαναν να χάνω κάποιες στιγμές την διάθεση να ετοιμάσω το οτιδήποτε.
- Πόσο καιρό έχω να σε δω;
Η φωνή ήταν γνώριμη. Σήκωσα το κεφάλι μου και πραγματικά η εικόνα που αντίκρισα με απογοήτευσε. Την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν άλλος άνθρωπος και τώρα… «Γιατί καταστρέφεσαι έτσι μάτια μου;» αναρωτήθηκα βλέποντας τον Στράτο που ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο και βρωμοκοπούσε ουίσκι! Κάθισε ακριβώς απέναντί μου και η Δανάη πιο πίσω στεκόταν στο πάσο δίπλα στην είσοδο-έξοδο αρνούμενη να με αντιμετωπίσει. Ίσως πια να με μισούσε ακόμη περισσότερο για το παιχνίδι που της είχα παίξει. Δεν της έδωσα σημασία. Είχα κουραστεί απ’ την παρουσία της. Θυμήθηκα που κάποια στιγμή η Βάνα προσφέρθηκε να δημιουργήσει ένα κλίμα ενότητας αφήνοντας μας και τις δύο εδώ στο ‘Ρετρό’ σε ένα τραπεζάκι η μία απέναντι στην άλλη να ξεδιαλύνουμε τις διαφορές μας. Ήταν μια συνάντηση που δεν έφερε αποτέλεσμα. Παρά την διαβεβαίωση μου ότι δεν τρέχει τίποτε με τον καλό της κι ότι ήμαστε δύο καλοί φίλοι και θα ήθελα να είμαι και με την ίδια, εκείνη δεν έδειξε να έχει τέτοια πρόθεση. Δεν ήθελε να μου δώσει την ευκαιρία να της αποδείξω ότι ο Στράτος ήταν αποκλειστικά δικός της. Από εκείνη την στιγμή άρχισα πια να έχω αμφιβολίες και για την Βάνα. Δεν κατάλαβα γιατί το είχε κάνει. Εδώ αναστάτωνε την οικογένειά της και θα έπρεπε να μπω σε ένα παιχνίδι που σαν θεατής με απογοήτευε; Η Δανάη με κοιτούσε και ήταν σαν να σιχαινόταν που με έβλεπε και πάλι. Ο Στράτος την ξέχασε προσωρινά και την άφησε εκεί πίσω για λίγο. Πήγε έφτιαξε δύο καφέδες για εκείνον κι εκείνη και μετά ήρθε και κάθισε απέναντί μου ανάβοντας τσιγάρο. Εγώ έκανα την αναίσθητη, την αδιάφορη. Κοίταζα τα χαρτιά μου κι έκανα πως συνέχιζα την δουλειά μου χωρίς να με απασχολεί τάχα η παρουσία του.
- Μη με βλέπεις έτσι. Ήμουν στης Δανάης και κατέβασα δύο ποτηράκια ουίσκι. Μου είπε με ψεύτικο κέφι.
- Ποτηράκια μπύρας μήπως; Τον ρώτησα σηκώνοντας αυτή την φορά το βλέμμα μου απ’ τα χαρτιά μου.
Ήπιε μια γερή γουλιά απ’ τον καφέ του και μου χαμογέλασε. Μυριζόμουν το πρόβλημα! Το διαισθανόμουν! Και τώρα τα πράγματα ήταν χειρότερα από ποτέ.
- Γιορτάζεις κάτι και τα ήπιες; Τον ρώτησα
- Όχι. Απλά κάτι έπρεπε να κάνω.
- Πάλι μπελάδες έχεις; Πάλι τα ίδια;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και στρέφοντας το βλέμμα του στην Δανάη της έκανε νόημα να πλησιάζει στο τραπέζι μου. Την έσπρωξε να κάτσει στα γόνατά του. Εκείνη κοίταζε να δει τις αντιδράσεις μου. Δεν έκανα τίποτε. Ούτε ζήλεψα. Ήταν μια δεδομένη εικόνα.
- Το ουίσκι δεν δίνει λύσεις. Του είπα.
Η Δανάη για πρώτη φορά έδιωξε μακριά της το βλέμμα μίσους που μου έριχνε και για πρώτη φορά την είδα να με κοιτά με ένα βλέμμα που ζητούσε βοήθεια. Κατέβηκε απ’ τα πόδια του Στράτου και κάθισε στο διπλανό του κάθισμα. Μου φάνταζαν κι οι δύο σαν ένα κακό αντίγραφο του Σεξπηρικού ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’. Κοίταζα και τους δύο και περίμενα να μου μιλήσουν.
- Μας κυνηγάνε Μαρίνα. Δεν εγκρίνουν την σχέση μας.
Μου είπε τελικά ο Στράτος και φίλησε επιδεκτικά την παλάμη της Δανάης. Όπως το είχα μυριστεί. Και η ιστορία επαναλαμβανόταν. Της είχε δώσει μια δεύτερη ευκαιρία και όλα πήγαιναν κατά διαόλου για άλλη μια φορά και ίσως και χειρότερα. «Σκατά τα ‘χεις κάνει» σκέφτηκα. Για άλλη μια φορά την ευθύνη ήθελα να την ρίξω στον ίδιο γιατί επέμενε να μην έχει πρωτοβουλία κι αυτός στην σχέση του. Μην πει τίποτε η Δανάη, μην στενοχωρηθεί η Δανάη και ποιος ακούει την Δανάη, αυτό η Δανάη, εκείνο η Δανάη… «Ε! Άντε και γαμηθείτε εσύ κι η Δανάη. Μας έχεις πρήξει τα συκώτια!» σκέφτηκα. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να μιλήσω στους δικούς του. Ήθελα να δω που βρισκόταν η κατάσταση. Και γιατί να το κάνω ρε γαμώτο; Τι θα έβγαινε; Ακόμη και η ικανοποίηση πως ο Στράτος είναι καλά πάλι μετά απ’ όλη αυτή την μπόρα, δεν θα με χαροποιούσε. Αντίθετα θα με πονούσε. Έβγαζα τα φίδια απ’ την τρύπα χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες και τελικά δεν άκουγα ούτε ένα ‘ευχαριστώ’. Από κανέναν. «Έχε χάρη που σε αγαπάω και δεν θέλω να σε βλέπω να χαλιέσαι για μαλακίες» σκέφτηκα:
- Το βράδυ δουλεύεις ή έχεις ρεπό; Τον ρώτησα καθώς μάζευα τις σημειώσεις μου, τα περιοδικά και τις εφημερίδες.
- Δουλεύω.
- Ωραία! Τα λέμε το βράδυ!
Έχωσα στην τσάντα μου όλα τα χαρτιά μου κι έκανα να φύγω. Εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ εκνευρισμένη για να τον ακούσω. Έπρεπε να δω τι γινόταν και στην άλλη πλευρά. Προηγουμένως κοντοστάθηκα, πριν βγω απ’ το μαγαζί:
- Στο χέρι σας είναι να σταματήσουν τα προβλήματα. Μόνοι σας τα δημιουργείτε. Είπα και έφυγα.
Ήταν ένα καρφί προς τον Στράτο μπας κι έκανε τον κόπο να σκεφτεί τι μαλακίες έκανε και του πήγαινε η ζωή στραβά. Η Δανάη μπορεί να ήταν όποια ήθελε να είναι, εκείνος δεν καταλάβαινα για άλλη μια φορά γιατί δεν μάθαινε απ’ το πρώτο πάθημα!
Βγαίνοντας απ’ το ‘Ρετρό’ το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τηλεφωνήσω στην Βάνα. Την ρώτησα αν το απόγευμα θα ήταν εκεί. Με επιβεβαίωσε πως θα ήταν και ήθελε να μιλήσουμε. Της είπα ότι κι εγώ αυτό ήθελα.
Δεν είχα χρόνο για περισσότερες κουβέντες. Η μέρα μου θα ήταν μια διαδρομή. Θα πήγαινα στο σπίτι του Στράτου να ακούσω τι ακριβώς γίνεται και μετά θα πήγαινα να βρω και τον ίδιο για να δούμε τι μπορεί να γίνει. Να τον βοηθήσω ρε γαμώτο.
Πετάχτηκα στο ραδιόφωνο άφησα ότι σημειώσεις είχα και τις εφημερίδες και τα περιοδικά και έφυγα. Δεν είχα την διάθεση να αντικρίσω κανέναν τους. Τελείωσα την δουλειά μου κι από κει και πέρα ας έκοβαν το λαιμό τους για τα υπόλοιπα. Ήθελα για μια φορά να σηκώσω κι εγώ το κεφάλι μου. Αρκετό καιρό το είχα κατεβασμένο και δεχόμουν την μία μετά την άλλη τις σφαλιάρες.
Πήγα στο σπίτι των γονιών μου να καθίσω λίγο μαζί τους μιας και είχα καιρό να τους δω. Δεν ξέρω άλλα το περιβάλλον στο πατρικό μου με έκανε να σκέφτομαι περισσότερο. Τους μίλησα για τα νέα δεδομένα στην δουλειά και ανησύχησαν. Τους ανησυχούσε που θα έμενα άνεργη αν με απέλυαν και τι θα έκανα, πως θα τα κατάφερνα. Τους είπα να μην ανησυχούν κι όλο και κάτι θα βρεθεί για να μην κάθομαι. Η έννοιά τους ήταν ότι εγώ μεγάλωνα και θα έπρεπε να εξασφαλίσω το συντάξιμο μέλλον μου κι ότι εγώ μπορεί να μην το σκεφτόμουν αλλά θα ερχόταν η στιγμή που θα έσπαγα το κεφάλι μου! Ήταν λογική η ανησυχία τους, αλλά δεν μπορούσαν όμως και να φανταστούν ότι τα πράγματα στον εργασιακό τομέα γίνονταν πιο σκληρά και ότι πλησίαζε η στιγμή που το συντάξιμο μέλλον θα φάνταζε πολύ μακρινό όταν θα πρέπει να φροντίζεις για το σήμερα. Δεν ήταν πια τα πράγματα όπως την εποχή τους, που αν δεν σου άρεσε η μια δουλειά πήγαινες στην αμέσως επόμενη που θα έβρισκες. Που οι πόρτες ήταν ανοιχτές για όλους. Σήμερα αυτές τις πόρτες θα πρέπει να τις χτυπήσεις και να τις ξαναχτυπήσεις, γιατί οι περισσότεροι θέλουν να κωφεύουν και να σε αγνοούν και μόνο αν έχεις μπάρμπα στην Κορώνη, μπορείς να εξασφαλίσεις έστω και για προσωρινά το συντάξιμο μέλλον σου!
Τους αποχαιρέτησα νωρίς το απόγευμα με μια καρδιά …περιβόλι! Μου έκαναν τα 26 μου χρόνια να φαντάζουν γεροντικά. Δεν τους είπα τίποτε. Δεν ήθελα να τους πείσω ότι ήμουν ακόμη πολύ νέα και θα τα κατάφερνα. Θέληση είχα. Και φυσικά έδιωξα την εικόνα της γερασμένης 26χρονης που ήθελαν ντε και καλά να μου περάσουν!
Γύρισα στο σπίτι μου, έκανα ένα ντους κι άρχισα σιγά-σιγά να ετοιμάζομαι για την επικείμενη επίσκεψη στο πατρικό του Στράτου. Το τι θα μάθαινα εκεί δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω μόνο είναι ότι ο πόνος του είχε γίνει και δικός μου κι αναλογιζόμουν όλα τις δυσκολίες μας. Εγώ του συμπαραστεκόμουν κι εκείνος είχε τον τρόπο να με πείθει. Ίσως να εκμεταλλευόταν την αγάπη που του είχα. Δεν του παραπονέθηκα ποτέ όμως. Όμως ούτε κι εκείνος έκανε τον κόπο να αναρωτηθεί γιατί τα έκανα όλα αυτά, γιατί ενώ εγώ ήμουν δίπλα του όποτε τον χρειαζόταν εκείνος δεν ήταν όταν τον χρειαζόμουν. Και υπήρχαν στιγμές που τον χρειαζόμουν. Κι το ότι δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον, με πλήγωνε. Ίσως να μην τον ένοιαζε ακόμη κι αν υπήρχα. Ποτέ δεν μου ξανατηλεφώνησε έστω να δει αν ζω ή πέθανα. Με θυμόταν μόνο όταν τον έπνιγαν τα προβλήματα και ήξερε πως θα τον βοηθούσα, όπως και τώρα. Γιατί ο ίδιος δεν είχε τον χρόνο να σκεφτεί. Γιατί δεν τον άφηνε η Δανάη να σκεφτεί. Δεν του έδινε τον χρόνο. Ενώ εγώ είχα τον χρόνο και μπορούσα να σκεφτώ εγώ γι’ αυτόν. Και του έκανα το χατίρι. Τον αγαπούσα.
Το απόγευμα βρέθηκα στο σπίτι του Στράτου. Η Βάνα με συνόδευσε στο καθιστικό τους κι εκεί βρίσκονταν οι γονείς τους με έναν φίλο του Στράτου, τον Τάκη. Με καλωσόρισαν όλοι τους. Ο Τάκης χαιρόταν που με έβλεπε μετά από καιρό. Μου τον είχε γνωρίσει ο Στράτος την εποχή που έκανε την στρατιωτική του θητεία στην Ρόδο κι είχε ανέβει –μια απ’ τις πολλές- με άδεια απ’ τον στρατό. Είχαν έρθει παρέα. Ήθελε να μου τον γνωρίσει. Δεν ξέρω γιατί και πως. Ίσως να ήθελε να δει ο φίλος του ποια ήταν η κοπέλα που του μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Ο Τάκης είχε χαρεί και μου είχε ζητήσει να τον προσέχω και έφυγε για να μας αφήσει μόνους. Και που τι κι αν μας άφησε μόνους; Βρήκαμε ευκαιρία να παίξουμε ‘καραόκε’ εκφωνώντας σποτάκια για το σταθμό ενός κοινού γνωστού μας! Όταν τον είδα τον Τάκη, γέλασα αμέσως γιατί ήρθε στο μυαλό εκείνο το βράδυ και το πόσο διασκεδάσαμε με τον Στράτο και που όταν ερχόμασταν λίγο πιο κοντά, μας έπιαναν νευρικά γέλια!
Ο Τάκης δεν έκατσε πολύ. Το μόνο που είπε στον κυρ-Μιχάλη είναι ότι θα έκανε μια προσπάθεια να του μιλήσει. Τότε μου εξήγησαν κι εμένα ότι η κουβέντα τους είχε να κάνει με τον Στράτο κι ότι τώρα πια τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Τώρα πια σχεδόν συγκατοικούσαν με την Δανάη και στο σπίτι του εμφανιζόταν λιγότερο σε σχέση με άλλες φορές. Έχει γίνει αντιδραστικός με το παραμικρό κι αντί να τα βάλει κάτω τα πράγματα και να σκεφτεί πως προχωρά εκείνος απλώς αδιαφορεί και κάνει του κεφαλιού του. Τα σχόλια για την Δανάη δεν ήταν ευνοϊκά. Για κάποιο λόγο την αντιπαθούσε κι ο Τάκης:
- Δεν ξέρω, αλλά δεν έχει τύχει να γνωρίσω τόσο αντιπαθητική κοπέλα. Κι όχι τίποτε άλλο ο άλλος ο βλάκας δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του.
Άκουγα με προσοχή τα όσα μου έλεγαν. Η ζωή του Στράτου είχε γίνει πολύ πιο πιεσμένη. Είχε αρχίσει το σχολείο προκειμένου να τελειώσει την τελευταία τάξη λυκείου που την είχε χάσει πριν χρόνια λόγω καταστάσεων. Επιπλέον δούλευε. Και στο ενδιάμεσο διάβαζε στης Δανάης, έτρωγε στης Δανάης, έκανε κάνα μπάνιο σπίτι του για να δηλώσει και την ύπαρξή του, έφευγε για την δουλειά και μετά ξανά με την Δανάη.
- Βασικά δεν με νοιάζει η σχέση του. Ας έχει όποια θέλει. Αλλά δεν δέχομαι να με περνά για μαλάκα όποτε του ζητήσω να βγούμε για κάνα καφέ οι δυο μας σαν άντρες και να μου λέει ότι δεν πάει πουθενά αν δεν είναι κι η Δανάη! Κάτσε ρε! Στο βρακί της σ’ έχει βάλει και σε σέρνει;
Είχε δίκιο ο Τάκης. Σαν φίλος του δικαίως ήταν αγανακτισμένος να μην μπορεί να τον δει ούτε καν στο σπίτι του.
- Φεύγω. Θα του μιλήσω το βράδυ αν δουλεύει. Μαρίνα χάρηκα που σε είδα.
- Δουλεύει. Θα είμαι κι εγώ στο ‘Ρετρό’.
Επιβεβαίωσα τον Τάκη. Μας καλησπέρισε κι έφυγε. Οι γονείς του Στράτου κι η Βάνα με κοιτούσαν λες και περίμεναν κι από εμένα την επόμενη χείρα βοηθείας!
- Τ’ άκουσες Μαρίνα; Αυτά τραβάμε και χειρότερα.
Μου είπε ο κυρ-Μιχάλης και άνοιξε την τηλεόραση.
- Δίκιο έχετε, αλλά αφού κάθε μέρα έχει ένα πρόγραμμα που τον πιέζει γιατί δεν τον αφήνετε;
- Μαρίνα, να κοιτάξει το σχολείο του και την δουλειά του κι όταν έχει χρόνο να πηγαίνει και σε αυτή. Αυτός πρώτα πρέπει να δώσει αναφορά στην Δανάη και μετά κοιτάει όλα τα άλλα. Τον ταΐζουμε, τον ποτίζουμε, τον χαρτζιλικώνουμε… μην φανταστείς επειδή δουλεύει του μένει δραχμή, είναι μονίμως άφραγκος. Τον έχει ξεβρακώσει η άλλη και δεν καταλαβαίνει. Που θα πάει αυτό το βιολί μου λες;
Ήταν τέτοια η αγανάκτηση του κυρ-Μιχάλη που με έπεισε για το τι γινόταν. Επιπλέον η Βάνα επιβεβαίωσε την κατάσταση:
- Δεν μπορείς να φανταστείς τι σούργελο είναι…
- Είναι ε; Και περίμενες εγώ κι αυτή να γίνουμε φίλες;
- Έλα μωρέ για πλάκα το έκανα!
Απολογήθηκε η Βάνα για τότε που με είχε αφήσει στο ίδιο τραπέζι στο ‘Ρετρό’ με την Δανάη για να τα συμβιβάσουμε. Λες και είχαμε χωράφια να μοιράσουμε!
- Αν δεν γίνει τίποτε εγώ θα την ξεμαλλιάσω και θα την πετάξω έξω απ’ το σπίτι. Μας έχει ανακατέψει όλους το τσουλί!
Είπε η κυρά-Σταυρούλα όταν τελείωσε το μαγείρεμα στο μαγειρείο της.
- Είναι προτιμότερο να της μιλήσετε στα ίσα. Πρότεινα.
- Δεν παίρνει από λόγια αυτή κορίτσι μου. Κάναμε υπομονή αρκετή. Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Δεν θα πεθάνουμε εξαιτίας της.
- Πάντως ο Στράτος δεν είναι καλά.
- Δεν είναι καλά ε; Εμάς μας σκέφτεται να δει αν είμαστε καλά; Συνέχισε η κυρά-Σταυρούλα έντονα ανάβοντας τσιγάρο.
- Κάτσε και θα στην φτιάξω. Της απάντησε ο κυρ-Μιχάλης χαζεύοντας στην τηλεόραση.
Η κουβέντα ήταν τόσο έντονη και δεν μπορούσα να ισορροπήσω τίποτε στην όλη κατάσταση. Όντως το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο σε σχέση με την πρώτη φορά. Προφανώς η Δανάη είχε τον χρόνο να σκεφτεί και ίσως είχε θέσει όρους στην επανένωση της με τον Στράτο. Κι αυτή την φορά θα έπρεπε να είμαι κοντά του, είτε άρεσε στην Δανάη είτε όχι.
Κεφάλαιο 53
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου