50. Την μισείς!



Τα πράγματα στο ραδιόφωνο δεν πήγαιναν καλά. Η μία απόλυση διαδεχόταν την άλλη. Μόνιμοι συνεργάτες δεν προλάβαιναν να μένουν μόνιμοι. Την μια υπέγραφαν συμφωνητικά συνεργασίας και την άλλη τα ακύρωναν. Η αιτιολογία ήταν ότι οι όροι του ενός ή του άλλου ήταν ασύμφοροι ως προς την εταιρεία. Η διαχείριση πια άρχισε να ξεφεύγει κατά πολύ απ’ τα όρια της και σταματημό δεν είχε.
Περιέργως είχα διαπιστώσει ότι ξαφνικά είχαν ανοίξει οι ευκαιρίες και για μένα. Άρχισα να λαμβάνω τηλεφωνήματα για συνεργασία με άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε μαθευτεί ενώ δεν είχα ιδέα εγώ. Αυτό ήταν ένας λόγος για να σκέφτομαι πια ότι ήμουν κοντά στο τέλος. Ο Γιώργος ήξερε τι γινόταν και μου είχε πει ανοιχτά ότι από εμένα εξαρτιόταν η παραμονή μου στην εταιρεία. Δεν μου έδινε επακριβώς να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε. Αλλά αποφάσισα ότι θα έπρεπε πια να ψάχνω και για δεύτερη δουλειά για παν ενδεχόμενο.
- Μαρίνα γιατί δεν πας να δουλέψεις στο ‘Ρετρό’ μαζί με τον αδερφό μου;
Μου πρότεινε μια μέρα που συναντηθήκαμε η παρέα για καφέ, η Βάνα.
- Να ‘χω να βλέπω συνέχεια την φάτσα του; αστειεύτηκα.
- Γιατί τι έχει η φάτσα μου; Πετάχτηκε ο Στράτος, ευχαριστημένος με την ιδέα της αδερφής του.
- Αλήθεια πως θα σου φαινόταν να εργαζόμασταν στον ίδιο χώρο; Απόρησα.
- Δεν έχω πρόβλημα. Με επιβεβαίωσε εκείνος.
Τελικά το κανονίσαμε. Ο Στράτος φρόντισε μέσα στην βδομάδα να μου κλείσει ραντεβού με τον Σάββα τον ιδιοκτήτη του ‘Ρετρό’ και φυσικά προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει. Ήθελε να είναι παρών στην κουβέντα που θα γινόταν και να ακούσει τι ακριβώς θα έκανα αν τελικά έλεγα το ‘ναι’ για δουλειά στην καφετέρια.
Την βράδυ της συνάντησης αυτής, ο Στράτος κι εγώ θα ξεκινούσαμε απ’ το καθαριστήριο του πατέρα του. Ήμουν εγκαίρως στην ώρα μου και περίμενα. Ο Στράτος δεν ήταν. Κι αυτό με εκνεύρισε. Αισθανόμουν ότι δεν ήταν για καλό. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Η ώρα περνούσε κι αργούσε να φανεί. Έκανα βόλτες πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο και περίμενα κοιτώντας συνεχώς το ρολόι μου. «Είναι με την Δανάη» σκέφτηκα. Πως μου ήρθε η σκέψη αυτή; Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που χώρισαν. Όμως γιατί απέκλεια το ενδεχόμενο να είναι μαζί αυτή την στιγμή; Αν όντως ήταν; Αν τα είχαν ξαναβρεί τελικά; Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν με πονούσε η σκέψη εγώ δεν είχα δικαίωμα να επέμβω στις αποφάσεις του. Ήταν η δική του ζωή και έκανε ότι ήθελε. «Δεν μπορεί! Είναι με την Δανάη!» ξανασκέφτηκα επίμονα. Το διαισθανόμουν. Δεν ήταν εμμονή. Αν της έδινε εκείνη την δεύτερη ευκαιρία; Θα ήταν άδικο! Για μένα θα ήταν άδικο! Ήθελα κι εγώ αυτή την δεύτερη ευκαιρία και την άξιζα που να πάρει!
Ήθελα να κρυφτώ. Πήγα και χώθηκα κάτω απ’ το στέγαστρο της στάσης λεωφορείου που ήταν παραδίπλα στο καθαριστήριο. Το ότι με είχε στήσει και η σκέψη πως ίσως ήταν με την Δανάη με πονούσε. Περίμενα… Ήμουν στο σκοτάδι κι αν εκείνος ερχόταν δεν θα με έβλεπε ενώ εγώ θα μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ξαφνικά ένα διερχόμενο αυτοκίνητο προσπέρασε το στέγαστρο και σταμάτησε ακριβώς μπροστά στο καθαριστήριο. Απ’ την θέση του συνοδηγού είδα που κατέβηκε ο Στράτος. Ο οδηγός ξεχώρισε απ’ το αναμμένο φωτάκι του αυτοκινήτου όσο ο Στράτος κρατούσε την πόρτα ανοιχτή και μιλούσε. Η διαίσθησή μου δεν με απογοήτευσε. Η Δανάη! Ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν η Δανάη! Κι ο Στράτος όλο χαμόγελα κάτι της έλεγε κι εκείνη γελούσε επίσης. Τους κοιτούσα και τους δύο εκεί στο σκοτάδι κι ένοιωσα να τρέμω ολόκληρη, ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν σηκώθηκα απ’ την θέση μου και περίμενα να δω τι θα γινόταν. Προετοιμαζόμουν να τον δω να σκύβει να την φιλήσει. Τον άκουσα όμως που της υποσχόταν να της τηλεφωνήσει σύντομα. Τα είχαν ξαναβρεί; Η ανάσα μου είχε κοπεί. Πνιγόμουν. Είχε τόσο θράσος να με πληγώνει έτσι! Πάντα έβρισκε τον τρόπο να με πληγώνει και απορούσα γιατί το έκανε κι ως πότε θα το έκανε. Όπως τότε σε εκείνο το πάρτυ της φίλης του της Μαρίας…

Ο Στράτος μας είχε προτείνει να πάμε στο πάρτυ που έκανε μια γνωστή του για την γιορτή της. Η Βάνα δεν ακολούθησε γιατί είχε ραντεβού με τον Γιώργο της. Έτσι βρέθηκα να είμαι η μοναδική κοπέλα σε μια αντροπαρέα. Εκείνος ήταν ευδιάθετος μετά από πολύ καιρό και χαιρόμουν που τον έβλεπα έτσι. Θεωρούσα πως αφού πηγαίναμε σε πάρτυ θα περνούσαμε καλά και θα διασκεδάζαμε. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα της Μαρίας και όλοι μαζί βγήκαμε στο μπαλκόνι. Η θέα από εκεί ήταν απίστευτη’ είχαμε όλη την πόλη πιάτο και τα φώτα της να μοιάζουν σαν στολίδια στο σκοτάδι. Είχε κόσμο. Αν και μεγάλο το διαμέρισμα, οι καλεσμένοι είχαν στριμωχθεί όπου βολεύονταν για να αστειευτούν και να χορέψουν. Εγώ στάθηκα στα κάγκελα του μπαλκονιού περιεργαζόμενη τον κόσμο που διασκέδαζε. Το βλέμμα μου έπεσε στον Στράτο όπως και το δικό του στο δικό μου. Χαμογελάσαμε κι οι δύο για την σύμπτωση. Εκείνος δεν βγήκε μαζί μας, απλά κοντοστάθηκε στο σαλόνι και μιλούσε στην Μαρία και με κοιτούσε με χαμόγελο. Περίμενα να με πλησιάσει και να μου ζητήσει να χορέψουμε. Πλησίασε. Αλλά για να πάρει παραγγελίες απ’ την παρέα μας για να τους φέρει ποτά εκτός από εμένα:
- Εσύ έλα μαζί μου, να βάλεις ότι θέλεις!
Ήμουν τελικά η μόνη απ’ την παρέα που αυτοεξυπηρετήθηκε. Δεν μου είπε τίποτε άλλο. Τον κοιτούσα που έβαζε στους άλλους τα ποτά τους και δεν γύρισε καν να με κοιτάξει ή να πει κάτι. Θύμωσα. Ήθελα πάρα πολύ να τον χαστουκίσω για την αγένειά του! Τον ακολούθησα πάλι όταν πια τελείωσε με τα ποτά και τα μοίρασε στην παρέα και χάθηκε στον κόσμο. Στάθηκα δίπλα στον αδερφό μου και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί μου φέρθηκε έτσι. Γιατί ειδικά εγώ θα έπρεπε να βάλω μόνη μου το ποτό μου κι όλοι οι υπόλοιποι το βρήκαν έτοιμο απ’ τον Στράτο; Τον είδα που μιλούσε με διάφορους γνωστούς του και το βλέμμα του τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Δεν είχα κάτι να σκεφτώ. Λες και το μυαλό μου ξαφνικά είχε αδειάσει ή ήταν όλες οι σκέψεις μου μπερδεμένες για να σκεφτώ ξεκάθαρα. Ο Γεράσιμος από δίπλα ο φίλος του αδερφού μου μού έλεγε διάφορες μπαρούφες για να περνά η ώρα. Και οι απαντήσεις μου ήταν μηχανικές: ‘ναι;’, ‘όχι’, ‘αλήθεια;’ και το βλέμμα μου πάντα κολλημένο στον Στράτο. Γύρισα την πλάτη μου για να μην τον βλέπω. Είχε αρχίσει να φλερτάρει με όλες και σε μένα δεν είχε ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Ήξερα ότι το έκανε για τον αδερφό μου, αλλά θα μπορούσε να το κάνει με κάποιον τρόπο. Ήπια το ποτό μου σχετικά γρήγορα. Πήγα και ξαναγέμισα το ποτήρι. Και το ξαναγέμισα. Και ήδη είχα αρχίσει να ζαλίζομαι κι ο αδερφός μου είχε νευριάσει που έπινα το ένα μετά το άλλο ποτό! Μου ζήτησε να μην ξαναβάλω. Δεν το έκανα. Έβλεπα τον Στράτο να χορεύει πότε με την Μαρία, πότε με τις φίλες της και πότε με άγνωστές του. Έπινα και τον είχα καρφώσει με τα μάτια. Δεν τον άφηνα να μου ξεφύγει. Και δεν άκουγα τι μου έλεγε ο Γιάννης ή ο Γεράσιμος. Ήταν σαν να έλειπαν εκείνοι από εκεί. Ο Βασίλης αν και στην παρέα, μιλούσε με τον αδερφό μου για άσχετα πράγματα. «Γιατί; Γιατί με αδικείς; Τι έκανα και με πονάς τόσο;» σκεφτόμουν κοιτάζοντας τον Στράτο που είχε κλείσει τα μάτια του καθώς είχε ακουμπήσει το πρόσωπό του στον ώμο της κοπέλας που χόρευε. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου: «Έναν χορό! Εγώ δεν δικαιούμαι έναν χορό; Μη με αδικείς!» σκεφτόμουν. Δεν έκανε τίποτε άλλο παρά μόνο με κοίταζε. Ένοιωσα ένα ρίγος στην πλάτη. Και του την έστρεψα παραπατώντας απ’ το μεθύσι μου και τον πόνο μου. Με έπνιγαν τα δάκρυα και δεν μπορούσαν να φύγουν. Κάτι μέσα μου είχε σπάσει και ανακάλυπτα πως υπήρχε ένα τεράστιο κενό. Κι εγώ αιωρούμουν σε αυτό προσπαθώντας να πιαστώ από κάτι. Δεν ζητούσα τον ουρανό με τα άστρα, έναν χορό ζητούσα. Δεν γινόταν όμως η επιθυμία μου πραγματικότητα κι αυτό που ήθελα αυτή την στιγμή ήταν να το βάλω στα πόδια, όπως εκείνο το βράδυ που του είχα πει το ‘σ’ αγαπώ’. Δεν πρόλαβα να ξεφύγω όμως:
- Λοιπόν μάγκες, μου προέκυψε νέα κατάκτηση. Τον άκουσα να ανακοινώνει περιχαρής στους φίλους του.
Κι οι φίλοι του βρήκαν την ευκαιρία να τον πειράξουν, γιατί θεωρούσαν πως για άλλη μια φορά τους φούσκωνε με τα ψέματά του. Μόνο που σε μένα δεν φαινόταν να λέει ψέματα. Σίγουρα το έκανε για να με πληγώσει, να με κοροϊδέψει.
- Εσύ γιατί δεν διασκεδάζεις; Με ρώτησε πλησιάζοντάς με.
Έκανα πιο κει γιατί δεν ήθελα να νοιώσω το τυχαίο άγγιγμά του χεριού του στο δικό μου όπως ακουμπούσε κι εκείνος στο κάγκελα. Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια: «είσαι μεγάλο κάθαρμα να παίζεις έτσι μαζί μου» σκέφτηκα.
- Διασκεδάζω! Πως δεν διασκεδάζω; Δεν φαίνεται; Του είπα κι άφησα το βλέμμα μου να κοιτάζει τα φώτα της πόλης.
Δεν απάντησε. Με την γωνία του ματιού μου διέκρινα ότι είχε σκύψει το κεφάλι. Ίσως να κατάλαβε πως είχε καταφέρει να τσακίσει κάθε δύναμη που μου είχε απομείνει, πως με την συμπεριφορά του είχα γίνει κουρέλι. Κι έτσι το μόνο που έκανα για να αποφύγω την παρουσία του από δίπλα μου ήταν να πλησιάσω και πάλι το αυτοσχέδιο μπαράκι στο σαλόνι του διαμερίσματος και να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου με ποτό.

Συνήλθα απ’ την αναπόλησή μου μόλις άκουσα το αυτοκίνητο της Δανάης να απομακρύνεται. Πόσο πια να με παίζει άλλο έχοντας την γνωστή δικαιολογία περί της φιλίας του με τον αδερφό μου! «Μαρίνα σύνελθε» σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα, σκούπισα τα δάκρια μου και τον πλησίασα:
- Συγγνώμη που καθυστέρησα. Δικαιολογήθηκε.
Συγγνώμη; Αυτό που ήθελα εκείνη την στιγμή ήταν να τον χαστουκίσω. Μόλις τον άκουσα να μου ζητά ‘συγγνώμη’ κάτι μέσα μου έσπασε. Δεν ήθελα να ακούω αυτή την λέξη απ’ το στόμα του. Μου θύμιζε πως η δική μας ιστορία εκεί που άρχιζε τελείωσε ξαφνικά με ένα ‘συγγνώμη’ του και μάλιστα γραπτό. Έδιωξα την σκέψη και τον καλησπέρισα.
Ξεκινήσαμε για το ‘Ρετρό’. Δεν είχα διάθεση να μιλήσω, να πω το οτιδήποτε. Άκουγα μόνον εκείνον να μου λέει για την δουλειά του. Τι να έλεγα; Πως η συμπεριφορά του με ταπείνωνε; Προδομένη για μια ακόμη φορά; Τι; Και για ποιο λόγο εγώ τα ένοιωθα αυτά; Τι περίμενα τόσο από αυτόν για να νοιώθω έτσι;
- Γιατί δεν μιλάς; Με ρώτησε τελικά.
- Ακούω εσένα. Δικαιολογήθηκα ευγενικά.
- Ναι, αλλά γιατί δεν λες κάτι; Γιατί δεν αντιδράς;
Τι να έλεγα; Πως περίμενε να αντιδράσω και σε τι; Τι ήταν τώρα αυτές οι ερωτήσεις;
- Τι να πω; Δεν έχω κάτι να πω;
«Ότι και να πω, εγώ τα λέω εγώ τα ακούω» σκέφτηκα και άνοιξα το βήμα μου για να τον προσπεράσω. Αλλά έκανε κι εκείνος το ίδιο.
- Μαρίνα τι έχεις;
- Τίποτε. Είπα κοφτά.
- Δεν νομίζω! Εσύ τρέμεις ολόκληρη.
- Είναι απ’ την ψύχρα.
- Μαρίνα κόψε τις μαλακίες και λέγε.
Δεν υπήρχε κάτι να του πω. Τα εσώψυχά μου ήταν δικά μου και δεν γινόταν να τα μοιραστώ μαζί του. Είχε κάνει τις επιλογές του είτε μου άρεσε είτε όχι.
- Βρε κορίτσι μου πες τι σου συμβαίνει; Τρέχει κάτι με τον Γιώργο;
Ξέσπασα σε νευρικά γέλια. Γέλασε κι ο Στράτος με την δική μου αντίδραση και έπιασα το βλέμμα του να απορεί:
- Γιατί γελάς;
- Ωραίο το ανέκδοτο! Ο Γιώργος! Που τον θυμήθηκες; Πως σου ήρθε;
- Σε βλέπω εκνευρισμένη και υπέθεσα πως κάτι συμβαίνει με αυτόν.
- Ούτε κατά διάνοια.
- Τότε λοιπόν τι είναι;
«Αφού θες να μάθεις, για να δούμε τι θα πεις τώρα, μιας κι εγώ δεν περνάω ποτέ απ’ το μυαλό σου».
- Με την Δανάη τρέχει κάτι; Τον ρώτησα.
Δεν ξέρω για πόσο κράτησε η σιωπή του μέχρι να βρει την κατάλληλη απάντηση και με κοίταξε στα μάτια:
- Τόσος εκνευρισμός για την Δανάη;
- Θα σου πω. Λοιπόν τρέχει κάτι πάλι;
- Τίποτε. Είμαστε φιλαράκια.
«Τα παιδιά τα παιδιά τα φιλαράκια τα καλά. Θεέ μου θα τον κλωτσήσω! Τι κάθεται και μου αραδιάζει; Αυτή είναι φίλη του ξαφνικά; Κι εγώ τι του είμαι π’ ανάθεμά τον;».
- Η Δανάη σε βλέπει σαν φίλο! Ωραίο ανέκδοτο. Να το λες πιο συχνά να γελάμε!
Πολλά τα ανέκδοτα απόψε και δεν ήξερα τελικά ποιος θα γελούσε στο τέλος με την τροπή που έπαιρνε η κουβέντα μας όσο προχωρούσαμε για το ‘Ρετρό’ και με τον Στράτο να με κοιτά με καχυποψία. Προφανώς τα συναισθήματά που του είχα ήταν μια υπόθεση εντελώς ξεχασμένη από τον ίδιο!
- Όπως είμαι με σένα, είμαι και με αυτή. Δικαιολογήθηκε.
Γαμώτο ούτε στο ελάχιστο μπορούσε να δουλέψει η φαντασία του και να βρει μια πιο έξυπνη δικαιολογία.
- Έχεις τυφλωθεί τόσο πολύ ή έχεις βάλει παρωπίδες; Γιατί δεν ανοίγεις λίγο τα μάτια σου;
- Μαρίνα, γιατί πειράχτηκες εσύ τόσο; Και στο κάτω-κάτω τι σου ‘χει κάνει η Δανάη και την αντιπαθείς τόσο;
- Τι μου ‘χει κάνει; Ότι δεν θα μου έκανε η Τόνια.
Πως μου ήρθε αυτό δεν ξέρω. Ίσως επειδή το άκουσμα στο όνομα ‘Τόνια’ δεν με ενοχλούσε. Ίσως επειδή η Τόνια για τον Στράτο ήταν ότι κι ο Γιώργος για μένα. Κοντοστάθηκε και με κοίταζε. Είχε ξαφνιαστεί όταν ανέφερα το όνομα της αγαπημένης του Τόνιας. Δεν την είχε ξεχάσει λοιπόν.
- Τι πράγμα; Ρώτησε με απορία.
- Αρκετά πράγματα. Κι φταις κι εσύ σε ορισμένα.
- Τι σου έχει κάνει; Επέμεινε θυμωμένα πια.
Εντύπωση μου προκαλούσε το γεγονός ότι δεν ήξερε τόσο καλά την Δανάη. Είχε άραγε την εντύπωση πως η παρουσία της είχε δημιουργήσει προβλήματα μόνο στον ίδιο και στην οικογένειά του;
- Ωραία λοιπόν, αφού θες να μάθεις θα σου πω. Αν και νόμιζα πως ήδη θα ήξερες.
- Τι πράγμα ρε Μαρίνα; Μίλα.
- Απ’ την στιγμή που είχες πει στην Δανάη για μας, ο μόνος της φόβος ήταν ότι εγώ θα ήμουν η αιτία που θα χωρίζατε. Αλλά η Δανάη ήταν άρρωστη μαζί σου και δεν αμφιβάλω να είναι ακόμη.
- Δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται!
- Την βραδιά που χωρίσατε η Δανάη έκανε κάτι για το οποίο δεν μίλησα. Θεώρησα ότι δεν ήταν σωστό γιατί έτσι πια θα επιβεβαίωνα τις υποψίες της για μένα. Θυμάσαι τους φίλους της που είχε φέρει μαζί μας; Τον Γιώργο και τον Δημήτρη;
- Ναι!
- Τους γνώριζες;
- Όχι εκείνο το βράδυ τους γνώρισα κι εγώ. Μου είπε η Δανάη πως έλειπαν και γι’ αυτό δεν είχε τύχει να τους γνωρίσω.
- Δεν έτυχε! Τι να σου πει άλλο άλλωστε;
- Δεν καταλαβαίνω που το πας!
- Η σύμπτωση είναι ότι διάλεξε το βράδυ να μας τους γνωρίσει. Εσύ που της είπες ότι ήσουν νωρίτερα;
- Σε σένα.
- Εδώ είναι που πήρε την απόφαση να δράσει και να κάνει ότι της έκανες.
- Δηλαδή;
- Εκείνο το βράδυ αφού εσύ ήσουν στην ‘πρώην σου’ θεώρησε καλό να φέρει κι εκείνη τον ‘πρώην’ της! Απ’ τους δύο της φίλους, με τον Δημήτρη είχε σχέση πριν από σένα!
- Κι εσύ που το ξέρεις;
- Θα φανεί απίστευτο, αλλά η ίδια μου το είπε εκείνο το βράδυ. Ίσως περίμενε να διευκολύνω την κατάσταση σας. Ίσως περίμενε να στο πω, ώστε να σας βάλω στα μαχαίρια και να προχωρήσετε στον χωρισμό, αν και δεν χρειάστηκε!
- Είσαι σίγουρη γι’ αυτά που λες;
- Στράτο, λες να τα ‘βγαλα απ’ το κεφάλι μου; Ρώτησε την τώρα που ξαναβλέπεστε. Απλά δεν ήθελα να στα πω. Αλλά βλέπω ότι δεν τελείωσε η ιστορία σας και θέλω να ξέρεις τι είναι ικανή να κάνει η Δανάη ώστε να πάρει το αίμα της πίσω.
Δεν μου απάντησε. Προχωρούσε αμίλητος και σκεφτικός. Σίγουρα δεν μπορούσε να υποψιαστεί σε τι σημείο κατινιάς μπορεί να έφτανε η Δανάη προκειμένου να βγάλει τα απωθημένα της.
- Την μισείς!
- Την μισώ; Αφού το θέτεις έτσι, ναι! Την αντιπαθώ. Αν και έκανα προσπάθεια να την κάνω να καταλάβει πως δεν έχει λόγο να φοβάται, εκείνη το αντίθετο και μου έδειξε την αντιπάθειά της αλλά και γενικώς όπως έμαθα με κακολογούσε, χωρίς να της δώσω την αφορμή. Δεν ξέρω εσύ τι λες, αλλά είναι άδικο.
- Μαρίνα την μισείς και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Και να ξέρεις δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξαναβρώ μαζί της. Πόσο μάλλον και με την Τόνια αφού την ανέφερες. Ή μήπως το κάνεις για να γίνει κάτι με σένα και μένα; Αν σκέφτηκες κάτι τέτοιο ξέχασέ το. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι μεταξύ μας Μαρίνα.
Αν και με πλήγωναν αυτά τα τελευταία λόγια του, είχε παρεξηγήσει τελικά το ενδιαφέρον μου να μην πέσει στην παγίδα της Δανάης. Αφού ήδη είχε αρχίσει να πλέκει τον ιστό της γύρω του κι εκείνος δεν το καταλάβαινε. Πώς να τον προστάτευα, πώς να τον πείσω ότι σε μια σχέση χρειάζονται και οι δύο κι όχι ο ένας για τους δύο και στην προκειμένη περίπτωση ο ένας ήταν η Δανάη που ήθελε τον Στράτο αποκλειστικά δικό της;
- Με μένα; Ποιος μίλησε για μένα Στράτο; Πόσο λίγο με ξέρεις! Εδώ και καιρό οι δρόμοι μας έχουν χωρίσει. Δεν βρισκόμαστε πουθενά. Όλα αυτά στα λέω για καλό δικό σου κι όχι να ωφεληθώ εγώ. Είναι κακό να σε νοιάζομαι; Ό,τι σου είπα το έκανα για να ξέρεις που βαδίζεις, για να σε προστατεύσω. Γιατί αξίζεις το καλύτερο…
Δεν του έλεγα ψέματα. Του έλεγα αυτά που μου έλεγε η καρδιά μου, την πικρή αλήθεια. Αναθεμάτιζα την στιγμή που άνοιξα το στόμα μου να του πω ένα μυστικό για την συμπεριφορά της Δανάης κι εκείνος με κατηγορούσε πως ήταν από μίσος. Ο Στράτος γύρισε και με κοίταξε. Ήμουν σίγουρη πως προσπαθούσε να βρει μια απάντηση σε αυτά τα τελευταία. Τι να πει; Ήδη με είχε κουρέλι η αναισθησία του και δεν είχα καμιά διάθεση να τον ακούω να την δικαιολογεί. Μέχρι το ‘Ρετρό’ προχωρούσαμε χωρίς να μιλάμε. Και δεν ξέρω πως, αλλά άρχισα να μετανιώνω που θα εργαζόμουν μαζί του αν τελικά ο Σάββας με δεχόταν για δουλειά…





Κεφάλαιο 51