57. Βραδιά διασκέδασης!



Στο κάμπινγκ με έκπληξη για άλλη μια φορά μέσα στην μέρα επαληθεύαμε την υποψία μας πως κανένα απ’ τα παιδιά που εργάζονταν εδώ και είχαμε γνωρίσει πριν τρία χρόνια, δεν υπήρχε. Ούτε ένας. Ούτε η Κλαίρη στην ρεσεψιόν, ούτε ο Βασίλης ή ο Θωμάς ή η Τασούλα μέσα απ’ την μπάρα, ούτε η συνονόματη μου η Μαρίνα που καθήκον της τότε ήταν η διοργάνωση των εκδηλώσεων στο κάμπινγκ… Κανείς. Ο καινούριος μπάρμαν ο Ηλίας δεν είχε την γοητεία του Βασίλη κι αυτό που ίσως γοήτευε τις περισσότερες πελάτισσες ήταν οι φουσκωμένοι μυς του. Η Ελένη ήταν εντελώς απρόσιτη σε σχέση με την Τασούλα και μετά βίας μπορούσε κανείς να της ξεκλέψει ένα χαμόγελο. Τα κορίτσια της ρεσεψιόν ήταν επίσης πολύ τυπικά. Δούλευαν τόσο μηχανικά, χαμογελούσαν σπάνια, που μπροστά τους η Κλαίρη ωχριούσε! Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ήταν η Τζούλια που κρατούσε το ταμείο της μπάρας. Την είχαμε απέναντί μας και φλέρταρε με τον Γιάννη. Μόνο ο Στράτος δεν μπορούσε να βρει κάποια να απασχολήσει το ενδιαφέρον του όπως είχε κάνει τότε με την Κλαίρη. Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με τον Ηλία, αλλά εκείνος δεν έδειχνε διατεθειμένος να πιάσει κουβεντούλα με τους πελάτες. Είχε τον αέρα του μη μου άπτου. Τον παρακολουθούσα και όποτε έβαζε ποτά πάντα κοιτούσε πέρα απ’ την μπάρα, αγναντεύοντας το άγνωστο!
Το μπαρ είχε γεμίσει ασφυκτικά απ’ τον κόσμο σε ανυποψίαστο χρόνο. Είχαμε στριμωχθεί. Μάλλον ο Στράτος είχε στριμωχτεί κοντά μου σε επικίνδυνο βαθμό. Το άρωμα του μου έσπαζε την μύτη, και το παραμικρό άγγιγμα του με αναστάτωνε και τις φορές που με αγκάλιαζε τάχα για να μη μου έρθουν ουρανοκατέβατα τα ποτήρια που έπαιρνε ένας πελάτης για όλη την παρέα του έκανε την καρδιά μου να χτυπά τρελά. Κι εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ήθελα τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω αλλά δεν τολμούσα. Δεν είχα το δικαίωμα πια. Τι σημασία πια είχε τι αισθανόμουν εγώ εδώ και τόσο καιρό, εκείνος ήταν πια αλλού δοσμένος. Όσο και να με αγαπούσε, προσπαθούσε να καταπνίξει το κάθε του συναίσθημα στην δικαιολογία της φιλίας μας. Τον κοιτούσα και καταλάβαινα πως ίσως αυτή του η αγάπη να τον ανάγκαζε να μην θέλει να με χάσει οριστικά. Ίσως με ήθελε μέρος της ζωής του. Δίπλα του. Για πάντα. Στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Έτσι όπως δεν θα μπορούσαμε να ήμασταν ποτέ. Εγώ όμως την είχα αυτή την δύναμη να στέκομαι δίπλα του σαν πιστή του φίλη; Είχα τις αντοχές να κρατήσω αυτή την θέση; Κάτι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να βρω την λύση αμέσως ώστε να μας απαλλάξω από αυτό το βασανιστήριο της καρδιά μας. Τον κοιτούσα κι έπινε. Συνεχώς έπινε. Που και που γυρνούσε και μου χαμογελούσε κοιτώντας τα χείλια μου. Πόσο ευχόμουν να σηκωνόταν απ’ το σκαμπό του και να με τραβούσε να χαθούμε στο βάθος του κάμπινγκ και να με πνίξει με τα φιλιά του. Έπινα κι εγώ και αυτό που ήξερα ήταν ότι όσα πράγματα κι αν επιθυμούσα να ζήσω μαζί του, δεν θα τα ζούσα ποτέ. Τον είχα δίπλα μου αλλά δεν τον είχα δικό μου. Ήταν μια αλλόκοτη βραδιά. Ο αδερφός μου ήταν απασχολημένος με την Τζούλια. Έπαιζαν με χαμόγελα και με νοήματα κι ήταν κάτι που ενθουσίαζε τον αδερφό μου. Που και που αντάλλασε και καμιά κουβέντα με τον Στράτο έτσι για να δείχνει η βραδιά πιο ζωηρή. Πως όμως να γίνει ζωηρή, απ’ την στιγμή που νωρίτερα ο Στράτος είχε χαλάσει την βραδιά του από μια λάθος παρανόηση πως εγώ είχα πονηρούς σκοπούς. Πόσο λίγο με ήξερε! Τόσο καιρό δίπλα του, να τον νοιάζομαι και πάντα να μην μπορώ να αγγίξω τρίχα απ’ τα μαλλιά του όσο ήταν με κάποια κι αυτός μάλλον δεν με ήξερε καλά. Δεν είχε καταλάβει πως τον αγαπούσα πάρα πολύ για να του δημιουργήσω διλήμματα με την συμπεριφορά μου. Δεν είχε καταλάβει πως τον αγαπούσα πάρα πολύ και τον ήθελα ευτυχισμένο. «Αχ ψυχή μου! Πρέπει να σε διευκολύνω. Πρέπει να απαλλαγείς απ’ την παρουσία μου, όσο κι αν με πονά αυτό. Και θα το κάνω για δικό σου καλό και μόνο. Για μένα δεν με νοιάζει. Εσύ να είσαι ευτυχισμένος και ξένοιαστος από εμένα», τον κοιτούσα και οι σκέψεις μου έρχονταν η μία μετά την άλλη. Κι έπινα.
Προσποιούμουν ότι διασκέδαζα, αλλά δεν ήταν έτσι. Μέσα μου γινόταν μια μάχη να βρω μια λύση και για τους δυο μας. Η σχέση αυτή δεν είχε γέφυρες. Παλεύαμε να τις χτίσουμε αλλά πάντα κάπου κάτι γινόταν και γκρεμίζονταν. Ήμασταν αδύναμοι κι οι δύο να απλώσουμε ο ένας το χέρι στον άλλον και να βαδίσουμε μαζί. Να παρακάμψουμε όλα τα εμπόδια κι όλα τα λόγια που έβαζαν άλλοι, για να μην προχωρήσουμε. «Πόσο σε αγαπώ». Κάποια λύση θα υπήρχε. Το ποτό δεν με άφηνε να σκεφτώ ξεκάθαρα. Η μουσική επίσης το ίδιο. Η φασαρία του κόσμου και το στριμωξίδι συνεχώς παρέσυραν τις σκέψεις μου και χάνονταν…
Δεν καθίσαμε περισσότερο στο κάμπινγκ. Η σκέψη μας ήταν να συνεχιστεί η βραδιά μας και στο ‘Stadium’. Θέλαμε να πάρουμε δόσεις κι απ’ το κλαμπ. Οι ώρες περνούσαν και ενώ είχαν περάσει τα μεσάνυχτα ξέραμε πως σε λίγες ώρες θα έπρεπε να φύγουμε. Να αποχαιρετίσουμε έτσι για πάντα εκείνο το καλοκαίρι!

Στο ‘Stadium’ δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα. Ο κόσμος παρέμενε πάρα πολύς και το κλαμπ είχε μετατραπεί όπως τόσα άλλα κλαμπς, σε …ορθάδικο! Δεν υπήρχε εκείνη η διάθεση για χορό που γέμιζε η πίστα και έχανες τον συνοδό σου απ’ την πολυκοσμία της! Παραγγείλαμε τα ποτά μας και με μεγάλη απογοήτευση διαπίστωσα πως δεν ήταν καθαρά ποτά. Είχε αλλάξει η διεύθυνση και κάποια πράγματα επίσης είχαν αντικατασταθεί. Ένοιωσα το οινόπνευμα παρά τον χυμό να κάνει το στομάχι μου χάλια. Ο Γιάννης δεν καταλάβαινε κάτι τέτοιο γιατί προφανώς το δικό του ποτό ήταν καθαρό. Το ίδιο και του Στράτου ο οποίος ήπιε αμέσως δύο απανωτά ποτά. Δεν καταλάβαινα γιατί γιόρταζε με τέτοιο τρόπο τα γενέθλιά του και δεν έκανε κάτι ώστε να φτιάξει το κέφι του και την βραδιά μας. Ήμουν σίγουρη πως αν μου ζητούσε συγγνώμη για το λάθος του νωρίτερα ίσως να έφτιαχνε η διάθεσή του και γενικώς όλοι μας να ήμασταν σε μια καλύτερη κατάσταση απ’ το να προσποιούμαστε τους χαρούμενους μπροστά στον Γιάννη.
- Σηκωτό βλέπω να τον βγάζουμε από δω μέσα.
Είπε ο Γιάννης όταν ο Στράτος ξαναχάθηκε στον κόσμο μέσα και πήγε και ξανάφερε κι ένα τρίτο ποτήρι με το ποτό του! Υπήρχαν στιγμές που τα λόγια του Στράτου έβγαιναν μασημένα, ένδειξη πως είχε μεθύσει. Με κοιτούσε και μου χαζογελούσε, λες κι έτσι διόρθωνε την μαλακία που είχε κάνει νωρίτερα. Άφησα το ποτό μου στο πάσο καθώς δεν μπορούσα να το πιω και προσπαθούσα να μην τον παίρνω σοβαρά γιατί πια δεν μιλούσε ο Στράτος παρά μόνο το ποτό του:
- Γιατί δεν πίνεις; Με ρώτησε κάποια στιγμή.
- Είναι μπόμπα και μου έχει κάνει το στομάχι χάλια. Του είπα.
- Να σου φέρω άλλο; Κάνα κοκτέιλ με ρούμι; Νερό; Τι θέλεις;
- Σε ευχαριστώ αλλά δεν θέλω τίποτε.
- Σε πειράζει να πιω το ποτό σου;
- Για να μάθεις τα μυστικά μου; Τον πείραξα.
- Αυτό θέλω. Θέλω να τα μάθω όλα.
Πήρα το ποτήρι μου και του το πρόσφερα με την σιγουριά πως μόλις ένοιωθε ενόχληση στο στομάχι να το άφηνε στην άκρη.
- Ορίστε! Τα μυστικά μου και δικά σου!
Του είπα και του χαμογέλασα. Πήρε το ποτό χωρίς να αντιδράσει και το κατέβασε μεμιάς. Στο πρόσωπο του διαγράφηκε το τσούξιμο στο στομάχι του, αλλά δεν είπε τίποτε. Άφησε το ποτήρι και χάθηκε στον κόσμο.
- Γιατί του έδωσες να το πιει αφού είναι μπόμπα;
- Μα του το είπα. Ούτως ή άλλως και να μην το έδινα μπορεί να το έπαιρνε και μόνος του να το πιει. Είπα στον Γιάννη που έβλεπε τον φίλο του να είναι εντελώς έξω απ’ τα νερά του.
Προσπαθούσαμε με τον Γιάννη να χορέψουμε, αλλά δείχναμε τόσο παράταιροι εκεί μέσα με όλους τους άλλους απλά να κουνάνε τους ώμους που σε κάποια στιγμή σταμάτησα. Μα γιατί πια κανείς δεν χορεύει; Τι σκατά μόδα είναι αυτή να κουνάνε μόνο τους ώμους με το ποτήρι στο χέρι; Τι νόημα έχει να πηγαίνεις σε ένα κλαμπ και να μην διασκεδάζεις και να φωνάζεις στο αυτί του άλλου για να κουβεντιάσεις; Πολλοί παραβρισκόμενοι είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και κουβέντιαζαν! Μα καλά όλη την μέρα όταν είσαι με τους άλλους γιατί δεν κουβεντιάζεις και περιμένεις να τα πεις γκαρίζοντας για να σε ακούσει η παρέα σου, μέσα στο κλαμπ;
Είχα σταθεί πια και παρατηρούσα τον κόσμο. Ακόμη κι ο κόσμος πια είχε γίνει ξενέρωτος! Λες και ξαφνικά μέσα σε τρία χρόνια είχαν μεταλλαχθεί τα πάντα. Ο Στράτος παρατήρησα ότι έλειπε ώρα. Άρχισα να ανησυχώ και σκεφτόμουν να πάω στις τουαλέτες μήπως και είχε λιποθυμήσει απ’ το πολύ ποτό.
- Που εξαφανίστηκε; Ρώτησα τον Γιάννη.
- Στ’ αυτοκίνητο πήγε. Έγινε λιώμα και πήγε να ξαπλώσει. Μου είπε.
Προφανώς ο Στράτος μίλησε στον αδερφό μου όταν εγώ είχα πάει να πάρω νερό απ’ το μπαρ και μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως έλειπε πάρα πολύ ώρα. Δεν ήταν βραδιά διασκέδασης αυτή. Ήταν η τιμητική του κι αντί να το διασκεδάζει με όλη του την καρδιά είχε αφήσει τον εαυτό του να μεθύσει και με σκέψεις να τον βασανίζουν. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η βραδιά μας δεν ήταν τόσο διασκεδαστική όπως όταν βγαίναμε. Μου έλειπε που δεν με πείραζε, που δεν μου έλεγε διάφορα να με κάνει να αισθάνομαι όμορφα όπως έκανε κάποτε, να χορεύουμε αισθησιακά όπως κάποτε… Τίποτε! Ήταν τόσο μακρινά όλα!
Δεν καθίσαμε περισσότερο με τον Γιάννη στο κλαμπ. Ήπιε το ποτό του κι αποφασίσαμε να φύγουμε. Η διασκέδασή μας χωρίς τον Στράτο δεν είχε νόημα!
Στο αυτοκίνητο ο Στράτος ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν για τα καλά. Μέχρι το σπίτι οδήγησε ο Γιάννης:
- Ρε σεις μην κουνάτε!
Ακούγαμε που και που τον Στράτο πίσω να διαμαρτύρεται, μιας και το αυτοκίνητο έπεφτε στις λακκούβες του χωματόδρομου! Με τον Γιάννη γελούσαμε όποτε μας ζητούσε να μην τον κουνάμε. Φτάσαμε στο σπίτι γρήγορα –άλλωστε το ‘Stadium’ ήταν σχεδόν δίπλα μας. Ο Γιάννης άνοιξε την συρόμενη πόρτα του βαν για να βγει ο Στράτος:
- Ρε μαλάκες, τι σας έπιασε και κουνούσατε το αυτοκίνητο;
- Μπορείς να κουνηθείς ή θες βοήθεια; Τον ρώτησε ο αδερφός μου.
- Που είμαι; Ρώτησε με το που τον χτύπησε η δροσιά την νύχτας.
Γέλασα όταν τον άκουσα να ρωτάει να μάθει που βρισκόταν. Ποτέ δεν είχε τύχει να τον δω σε μια τέτοια κατάσταση. Μακάρι να μπορούσα να τον κρατήσω εγώ όπως είχε κάνει τότε εκείνος με μένα με εκείνον τον ‘κόκκινο διάολο’ που με είχε κεράσει και που με κρατούσε απ’ την μέση για να μην πέσω απ’ το μεθύσι μου.
- Θα ξεράσω! Τον άκουσα να λέει στον Γιάννη υποβασταζόμενος.
Παραπατώντας μπήκε στο σπίτι και πήγε κατ’ ευθείαν στην τουαλέτα. Τίποτε δεν ακουγόταν. Δεν ξερνούσε όπως ήθελε να κάνει. Βγήκε μόνο μετά από αρκετή ώρα με το κεφάλι βρεγμένο. Σίγουρα το είχε βάλει στο βαρέλι με το νερό που είχαμε αντί για καζανάκι! Το πουκάμισό του είχε γίνει μούσκεμα κι αυτό. Παρά το μεθύσι του και τα κόκκινα μάτια του ήταν γοητευτικός… «Μαρίνα σύνελθε, δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις».
- Χάλια είμαι! Μου είπε την στιγμή που έμπαινα στο δωμάτιο μου.
- Θες να σε βοηθήσω σε κάτι; Τον ρώτησα
- Όχι! Πάω για ύπνο
- Αν χρειαστείς κάτι την νύχτα μην διστάσεις να με ξυπνήσεις. Έτσι; Του είπα και τον καληνύχτισα.
Έκανα να μπω στο δωμάτιο μου όταν τον άκουσα:
- Μαρίνα;
- Ναι;
Με κοιτούσε στα μάτια κι έστρωνε τα βρεγμένα μαλλιά με τα χέρια του. Το ένοιωθα στο βλέμμα του. Ήταν τρυφερό και ήταν σαν να μου ζητούσε συγγνώμη που χάλασε την βραδιά μας. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» σκέφτηκα και περίμενα να μου ζητήσει κάτι για να τον βοηθήσω… Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε να στεκόμαστε και να κοιταζόμαστε:
- Καληνύχτα. Μου είπε τελικά.
Του χαμογέλασα και μπήκα στο δωμάτιο μου. Ίσως αυτό το ‘καληνύχτα’ να ήταν και το ‘αντίο’ μας σε όλα όσα είχαμε ζήσει. Ίσως εδώ να ήταν και το τέλος. Το οριστικό τέλος μιας αγάπης που δεν εκδηλώθηκε ποτέ. «Σ’ αγαπώ αλλά δεν γίνεται τίποτα» άκουγα τα λόγια του στο κεφάλι μου. Τώρα πια ήμουν σίγουρη πως δεν γινόταν τίποτε. Τώρα πια ήξερα και τι έπρεπε να κάνω. Θα έφευγα. Δεν υπήρχε πια κάτι να με κρατάει. Δουλειά δεν είχα, σχέση δεν υπήρχε, ο Στράτος πια είχε πάρεις τις αποφάσεις του… Κι η δική μου απόφαση ήταν η λύση που θα μας απάλλασσε και τους δύο από αυτό το βασανιστήριο της καρδιάς. Ίσως έτσι να ήταν και καλύτερα. Αύριο θα ήταν η τελευταία μέρα που θα τον έβλεπα.




Κεφάλαιο 58