- Τελικά τι έγινε; Θα δουλέψεις στο ‘Ρετρό’; Με ρώτησε η Βάνα απ’ το τηλέφωνο.
- Ναι! Στα ρεπό του dj. Θα πηγαίνω και θα βάζω μουσική. Είναι μια καλή και βολική λύση για μένα, για τώρα έτσι όπως είναι τα πράγματα στην δουλειά μου.
Αυτό ήταν η αλήθεια. Κατ’ αρχήν ο Σάββας όταν με είδε μου πρότεινε αμέσως να αναλάβω την μπάρα της καφετέριας. Ήταν μια δύσκολη θέση με απαιτήσεις και τεράστια υπομονή με τους πελάτες και τους σερβιτόρους. Κι ήταν μια μόνιμη θέση σε καθημερινή βάση. Δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Ήθελα μια εργασία μερικής απασχόλησης για να καλύψω ένα την περίπτωση που θα με απέλυαν απ’ το ραδιόφωνο. Ο Σάββας δεν ήταν διατεθειμένος να με χάσει όπως φάνηκε και μου πρότεινε να βάζω την μουσική στο μαγαζί όταν ο dj θα έπαιρνε τα ρεπό του. Ήταν μια καλή πρόταση την οποία και δέχθηκα. Ο Στράτος χάρηκε που έγινε αυτή η επιλογή, μιας και ήξερε τις μουσικές μου προτιμήσεις, ήξερε ότι ήξερα τι θέλει να ακούει ο κόσμος και κυρίως που θα δουλεύαμε μαζί. Κι εγώ το χάρηκα, αυτό το τελευταίο. Ίσως επειδή την παρουσία του την είχα ανάγκη σε αυτή την φάση που βρισκόντουσαν τα επαγγελματικά μου.
Από εκείνο το βράδυ η καφετέρια αυτή έγινε το στέκι μου. Ήθελα να εξοικειωθώ με το περιβάλλον, με τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί, αλλά και κυρίως να μάθω τι μουσική ακουγόταν στο μαγαζί. Ακόμη και δουλειά έφερνα μαζί μου αντί να την κάνω στο ραδιόφωνο. Όταν τελείωνα από κάποιες συνεντεύξεις ή ομιλίες πήγαινα στο ‘Ρετρό’ κι ετοίμαζα τα κείμενα και στο ραδιόφωνο ετοίμαζα μόνο τα ηχογραφημένα. Έτσι δεν είχα να κάνω με τον Μάνο που ήταν σε μια μόνιμη εγρήγορση και που οι εκρήξεις του μας αποδιοργάνωναν όλους στο δημοσιογραφικό. Ακόμη και την εκπομπή προετοίμαζα στην καφετέρια. Κουβαλούσα μια αγκαλιά εφημερίδες και περιοδικά και έπιανα ένα τραπέζι ολοδικό μου για να τα ξεφυλλίσω και να βρίσκω τις ειδησούλες που είχαν ένα παράξενο ενδιαφέρον ή ετοίμαζα σχόλια σε κάποια θέματα που απασχολούσαν τα τηλεοπτικά κανάλια.
Παρόλα αυτά οι απολύσεις καλά κρατούσαν. Η κουμπάρα του Γιώργου η Κατερίνα που ήταν στην ρεσεψιόν ήταν η πιο πρόσφατα απολυθείς. Εικονικά απολυμένη. Στην ουσία τον άντρα της απέλυσαν και μη μπορώντας να δεχτεί το γεγονός αυτό, ζήτησε απ’ τον Γιώργο να την απολύσουν αντί να παραιτηθεί για να ωφεληθεί του ταμείου ανεργίας! Θα της ήταν δύσκολο να βρει δουλειά όντας παντρεμένη και με παιδί. Ο Γιώργος δεν της έφερε καμιά αντίρρηση κι έτσι έπεισε τους μετόχους για την απόλυση της κουμπάρας του.
Το δημοσιογραφικό είχε εμπλουτιστεί με νέο αίμα! Τα ‘βαμπίρ’ της επιχείρησης είχαν οργανώσει σχέδιο προκειμένου να αφαιμάξουν τους τελευταίους εναπομείναντες στην δουλειά. Κι άρχισαν από εμένα. Το πρώτο τους κάλεσμα είχε να κάνει με την πρόταση τους να παραιτηθώ και να πάψουν να με ασφαλίζουν στο ΙΚΑ και να με εντάξουν στο ΤΕΒΕ κόβοντας δελτίο παροχής υπηρεσιών και με την υπόσχεση ότι θα πλήρωναν και τα ανάλογα ένσημα και θα μου ανέβαζαν τον μισθό κατά πολύ, απ’ ότι τώρα! Με θεωρούσαν πολύ ηλίθια και μου μιλούσαν σαν να ήμουν άσχετη των θεμάτων. Ο σκοπός τους ήταν να μου φάνε την αποζημίωση και να με διώξουν απ’ την δουλειά μου χωρίς κανένα άλλο δικαίωμα, γιατί όλα τα άλλα περί ΤΕΒΕ κι αύξηση μισθού ήταν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Δεν θα τους διευκόλυνα. Ο πρόεδρος είχε βγει απ’ τα ρούχα του όταν είδε ότι τον άκουγα πάρα πολύ ψύχραιμα και αρνιόμουν με την ίδια στάση. Αποχώρησα απ’ το γραφείο του χαμογελώντας και φυσικά με την απάντηση που δεν ήθελε να ακούσει: «Σας ευχαριστώ, αλλά θα ήθελα να παραμείνω όπως είμαι»!
- Και να σε διώξουν σίγουρα θα σου ‘χουν έτοιμη θέση σε άλλο ραδιόφωνο!
Μου είπε ο αδερφός μου σε μια απ’ τις τελευταίες μας συναντήσεις πριν φύγει για την Ρόδο. Γέλασα όταν τον άκουσα να μου το λέει. Δεν ήξερε ότι όλα τα ραδιόφωνα περνούσαν κρίση και κοιτούσαν πώς να επιβιώσουν. Ότι όλοι οι ιδιοκτήτες κοίταζαν πώς να φάνε ο ένας τον άλλον κι ότι όλα είχαν μετατραπεί σε ένα πεδίο μάχης επικράτησης του πιο οικονομικά δυνατού και ισχυρού ώστε να έχει και την άδεια λειτουργίας στα χέρια του πριν απ’ τους άλλους! Ήδη ήμουν το επόμενο θύμα. Αρνιόμουν να γίνω και πάλι το θύμα σε άλλο ραδιόφωνο όσο τα πράγματα δεν ήταν ξεκαθαρισμένα.
- Ναι! Στα ρεπό του dj. Θα πηγαίνω και θα βάζω μουσική. Είναι μια καλή και βολική λύση για μένα, για τώρα έτσι όπως είναι τα πράγματα στην δουλειά μου.
Αυτό ήταν η αλήθεια. Κατ’ αρχήν ο Σάββας όταν με είδε μου πρότεινε αμέσως να αναλάβω την μπάρα της καφετέριας. Ήταν μια δύσκολη θέση με απαιτήσεις και τεράστια υπομονή με τους πελάτες και τους σερβιτόρους. Κι ήταν μια μόνιμη θέση σε καθημερινή βάση. Δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Ήθελα μια εργασία μερικής απασχόλησης για να καλύψω ένα την περίπτωση που θα με απέλυαν απ’ το ραδιόφωνο. Ο Σάββας δεν ήταν διατεθειμένος να με χάσει όπως φάνηκε και μου πρότεινε να βάζω την μουσική στο μαγαζί όταν ο dj θα έπαιρνε τα ρεπό του. Ήταν μια καλή πρόταση την οποία και δέχθηκα. Ο Στράτος χάρηκε που έγινε αυτή η επιλογή, μιας και ήξερε τις μουσικές μου προτιμήσεις, ήξερε ότι ήξερα τι θέλει να ακούει ο κόσμος και κυρίως που θα δουλεύαμε μαζί. Κι εγώ το χάρηκα, αυτό το τελευταίο. Ίσως επειδή την παρουσία του την είχα ανάγκη σε αυτή την φάση που βρισκόντουσαν τα επαγγελματικά μου.
Από εκείνο το βράδυ η καφετέρια αυτή έγινε το στέκι μου. Ήθελα να εξοικειωθώ με το περιβάλλον, με τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί, αλλά και κυρίως να μάθω τι μουσική ακουγόταν στο μαγαζί. Ακόμη και δουλειά έφερνα μαζί μου αντί να την κάνω στο ραδιόφωνο. Όταν τελείωνα από κάποιες συνεντεύξεις ή ομιλίες πήγαινα στο ‘Ρετρό’ κι ετοίμαζα τα κείμενα και στο ραδιόφωνο ετοίμαζα μόνο τα ηχογραφημένα. Έτσι δεν είχα να κάνω με τον Μάνο που ήταν σε μια μόνιμη εγρήγορση και που οι εκρήξεις του μας αποδιοργάνωναν όλους στο δημοσιογραφικό. Ακόμη και την εκπομπή προετοίμαζα στην καφετέρια. Κουβαλούσα μια αγκαλιά εφημερίδες και περιοδικά και έπιανα ένα τραπέζι ολοδικό μου για να τα ξεφυλλίσω και να βρίσκω τις ειδησούλες που είχαν ένα παράξενο ενδιαφέρον ή ετοίμαζα σχόλια σε κάποια θέματα που απασχολούσαν τα τηλεοπτικά κανάλια.
Παρόλα αυτά οι απολύσεις καλά κρατούσαν. Η κουμπάρα του Γιώργου η Κατερίνα που ήταν στην ρεσεψιόν ήταν η πιο πρόσφατα απολυθείς. Εικονικά απολυμένη. Στην ουσία τον άντρα της απέλυσαν και μη μπορώντας να δεχτεί το γεγονός αυτό, ζήτησε απ’ τον Γιώργο να την απολύσουν αντί να παραιτηθεί για να ωφεληθεί του ταμείου ανεργίας! Θα της ήταν δύσκολο να βρει δουλειά όντας παντρεμένη και με παιδί. Ο Γιώργος δεν της έφερε καμιά αντίρρηση κι έτσι έπεισε τους μετόχους για την απόλυση της κουμπάρας του.
Το δημοσιογραφικό είχε εμπλουτιστεί με νέο αίμα! Τα ‘βαμπίρ’ της επιχείρησης είχαν οργανώσει σχέδιο προκειμένου να αφαιμάξουν τους τελευταίους εναπομείναντες στην δουλειά. Κι άρχισαν από εμένα. Το πρώτο τους κάλεσμα είχε να κάνει με την πρόταση τους να παραιτηθώ και να πάψουν να με ασφαλίζουν στο ΙΚΑ και να με εντάξουν στο ΤΕΒΕ κόβοντας δελτίο παροχής υπηρεσιών και με την υπόσχεση ότι θα πλήρωναν και τα ανάλογα ένσημα και θα μου ανέβαζαν τον μισθό κατά πολύ, απ’ ότι τώρα! Με θεωρούσαν πολύ ηλίθια και μου μιλούσαν σαν να ήμουν άσχετη των θεμάτων. Ο σκοπός τους ήταν να μου φάνε την αποζημίωση και να με διώξουν απ’ την δουλειά μου χωρίς κανένα άλλο δικαίωμα, γιατί όλα τα άλλα περί ΤΕΒΕ κι αύξηση μισθού ήταν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Δεν θα τους διευκόλυνα. Ο πρόεδρος είχε βγει απ’ τα ρούχα του όταν είδε ότι τον άκουγα πάρα πολύ ψύχραιμα και αρνιόμουν με την ίδια στάση. Αποχώρησα απ’ το γραφείο του χαμογελώντας και φυσικά με την απάντηση που δεν ήθελε να ακούσει: «Σας ευχαριστώ, αλλά θα ήθελα να παραμείνω όπως είμαι»!
- Και να σε διώξουν σίγουρα θα σου ‘χουν έτοιμη θέση σε άλλο ραδιόφωνο!
Μου είπε ο αδερφός μου σε μια απ’ τις τελευταίες μας συναντήσεις πριν φύγει για την Ρόδο. Γέλασα όταν τον άκουσα να μου το λέει. Δεν ήξερε ότι όλα τα ραδιόφωνα περνούσαν κρίση και κοιτούσαν πώς να επιβιώσουν. Ότι όλοι οι ιδιοκτήτες κοίταζαν πώς να φάνε ο ένας τον άλλον κι ότι όλα είχαν μετατραπεί σε ένα πεδίο μάχης επικράτησης του πιο οικονομικά δυνατού και ισχυρού ώστε να έχει και την άδεια λειτουργίας στα χέρια του πριν απ’ τους άλλους! Ήδη ήμουν το επόμενο θύμα. Αρνιόμουν να γίνω και πάλι το θύμα σε άλλο ραδιόφωνο όσο τα πράγματα δεν ήταν ξεκαθαρισμένα.
Δεν είχα καταλάβει ότι αλλάξαμε εποχή. Περνούσαν οι μέρες του καλοκαιριού τόσο γρήγορα και το φθινόπωρο είχε ήδη μπει. Αυτό που μου είχε μείνει είναι ότι φέτος ήμασταν μια μεγάλη παρέα και περάσαμε σχετικά καλά το καλοκαίρι μας. Κι από διακοπές… Κατάφερα να πάρω μόνο δέκα ημέρες άδεια κι αυτό μετά από δυσκολία να πείσω τον Μάνο, αφού αν έφευγα εγώ δεν υπήρχε άνθρωπος να εκφωνήσει τις ειδήσεις. Τελικά τον έπεισα και με έδιωξε για ένα δεκαήμερο με την ίδια κλασσική πρόταση’ να επιστρέψω με φορτωμένες τις μπαταρίες μου! Ένα δεκαήμερο που το περάσαμε με τον αδερφό μου πηγαίνοντας πάλι για διακοπές στο χωριό της μητέρας μας για μπάνια και ηρεμία και χωρίς τον Στράτο κοντά μας.
Είχα ταξιδέψει με όλη την καλή διάθεση κι αποφασισμένη να περάσω όσο καλύτερα γινόταν. Μόνο που τελικά η καλή διάθεση μέρα με την μέρα άρχισε να εξατμίζεται. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε. Από τότε που οι διακοπές εκείνες μου έμειναν ανεξίτηλες στην μνήμη, γιατί είχαν και τον Στράτο μέσα! Και τώρα δεν ήταν το ίδιο. Κάθε γωνιά του σπιτιού που μέναμε, κάθε μέρος που περνούσα μου θύμιζε εκείνον. Κι έκανα τους ίδιους περιπάτους που κάναμε και τότε και κοντοστεκόμουν στα μέρη που κάτι σήμαιναν για μένα: εκεί που με έπιασε να μην παραπατάω όταν ο ‘κόκκινος διάολος’ με είχε κάνει να λέω βλακείες, εκεί που σταθήκαμε και με φίλησε, εκεί που αναρωτηθήκαμε τι μας συμβαίνει, εκεί που ένα βράδυ στην παραλία στην φωτιά μπροστά με είχε στην αγκαλιά του… Πόσο μου έλειπε. Τριγυρνούσα μέσα στο σπίτι και πήγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο και είχα την αίσθηση πως με γυρόφερνε και με φλέρταρε ή κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο έχοντας την εικόνα πως εκεί κάτω απ’ την σκιά της συκιάς που ο αδερφός μου διαβάζει την αθλητική εφημερίδα του καθόταν κι ο Στράτος και διάβαζε με ενδιαφέρον την ‘Σιωπή των αμνών’! Κοίταζα τον αδερφό μου και ήθελα τόσο πολύ να του τα πω όλα. Ήθελα να ξέρει το πόσο ερωτευμένη ήμουν με τον φίλο του. Όμως δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με κρατούσε δέσμια και δεν το έκανα. Ίσως να μην ήθελα να χαλάσω τα πράγματα έτσι όπως είχαν έρθει. Άλλωστε τι θα κέρδιζα λέγοντας τα στον αδερφό μου μετά από τόσο καιρό; Ο Στράτος θα παρέμενε με την Δανάη κι εγώ και πάλι μόνη.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε. Και στο κάμπινγκ δεν είχε αλλάξει τίποτε. Ο Βασίλης ο μπαρ-μαν ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν με είδε να εμφανίζομαι μπροστά του ξαφνικά. Μετά είδε και τον αδερφό μου και χάρηκε περισσότερο. Νόμιζε πως τον είχαμε ξεχάσει. Παρατήρησε πως έλλειπε ο Στράτος απ’ την παρέα. Δεν ξέρω αλλά ένοιωθα έξω απ’ τα νερά μου να είμαι στο κάμπινγκ χωρίς τον Στράτο κι ο Βασίλης να διακρίνει το συννεφάκι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Του χαμογέλασα για να διώξω την όποια σκέψη έκανε και να νομίσει ότι δεν συνέβαινε τίποτε κι όλα ήταν καλά. Δεν ήταν πια ο ίδιος. Έδειχνε πιο ώριμος, πιο οικείος, πιο κατασταλαγμένος. Μας είπε ότι τελείωνε την σχολή του, μετά είχε και το στρατιωτικό του κι ότι η χρονιά η φετινή ήταν η τελευταία που θα εργαζόταν στο κάμπινγκ. Είχε ήδη μια σχέση με μια κοπέλα που εργαζόταν στο κάμπινγκ, την Γιάννα. Ήταν παιδαγωγός κι ασχολιόταν με τα παιχνίδια που οργάνωναν για τους μικρούς τους πελάτες! Χαιρόμουν που ο Βασίλης είχε στόχους στην ζωή του και του ευχήθηκα να πάνε όλα όπως ήθελε.
Σ’ αυτές τις σύντομες διακοπές είχαμε μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ήταν μοναδική η αίσθηση που σου χάριζε το φως του και έκανε την σκοτεινή να παραλία να φωτίζεται και να χτυπά η αντανάκλαση του στο νερό της θάλασσας. Ήταν σαν το ασήμι που γυάλιζε στο φως. Καθόμασταν στην αμμουδιά με τον αδερφό μου κι αναπολούσα το βράδυ που είχαμε ανάψει φωτιά πριν δύο χρόνια σε αυτό το σημείο. Και να που τώρα ο Στράτος ήταν απών. Ένοιωθα απίστευτα μόνη:
- Ωραία βραδιά! Είπε ο αδερφός μου, όταν πρόσεξε ότι για ώρα μέναμε αμίλητοι.
- Ναι ωραία είναι! Αλλά τι να το κάνεις αν δεν έχεις δίπλα σου αυτόν που αγαπάς;
- Συμφωνώ. Μακάρι να ήταν η Χριστίνα εδώ.
- Ποια Χριστίνα;
Με ξάφνιασε ο αδερφός μου. Δεν είχε αναφέρει άλλη φορά αυτό το όνομα και δεν είχε τύχει να μου γνωρίσει κάποια Χριστίνα ή να μου αναφέρει έστω!
- Μια συμφοιτήτρια μου. Όταν έρθεις Ρόδο θα την γνωρίσεις. Εσύ ποιόν θα ήθελες να είχες εδώ;
- Ποιόν να θέλω; Δεν έχω κάποιον για να πω!
Πόσο ψεύτρα ήμουν; Η μορφή του ήταν κολλημένη μπροστά μου αλλά αρνιόμουν να το ομολογήσω.
- Ούτε καν κάποιον γνωστό μας;
Τι να του πω; Ένοιωθα ότι με ψάρευε. Ήταν σαν κάτι να είχε καταλάβει και περίμενε να τον επιβεβαιώσω. Αλλά πώς να καταλάβει; Προσπαθούσα να μην δίνω αφορμές για σχόλια για οτιδήποτε με αφορούσε. Δεν ήθελα να του απαντήσω και επέμεινα να κοιτάω στο βάθος το σκοτάδι της θάλασσας.
- Τι σκέφτεσαι;
- Τον Στράτο! Αυτός είναι ιδανικός για τέτοιες βραδιές.
Είπα έχοντας την εικόνα του όταν πριν δυο χρόνια ήμουν στην αγκαλιά του και με κρατούσε απ’ το χέρι για να ζεσταθώ μπροστά στην φωτιά που είχαμε ανάψει εδώ στην παραλία. Ο αδερφός μου δεν αποκρίθηκε και συνέχισε να κοιτά μπροστά τη θάλασσα που φωτιζόταν στο φεγγάρι:
- Μήπως είσαι τσιμπημένη με τον Στράτο;
Με ρώτησε ξαφνικά και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω από πού μου ήρθε η πετριά! Ήξερε;
- Πως σου ‘ρθε τώρα αυτό; Αντέδρασα τάχα ενοχλημένη.
- Έχω προσέξει πως κοιτάζεστε με τον Στράτο και φαντάζομαι ότι…
- Να μην φαντάζεσαι –τον έκοψα πριν ολοκληρώσει την φράση του. Δεν τον προσέχω περισσότερο από εσένα ή την Βάνα ή τον Γιώργο…
- Ναι δίκιο έχεις.
Είπε για να με καθησυχάσει. Είχε καταλάβει λοιπόν. Και μάλλον πρέπει να υποψιαζόταν από τότε ότι κάτι έτρεχε με μένα και τον Στράτο και τώρα βρήκε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Ήταν όμως η ευκαιρία που πάντα ήθελα για να πω στον αδερφό μου το τι αισθανόμουν για τον φίλο του, αλλά πια είχε περάσει καιρός και ήταν αργά. Του ζήτησα να φύγουμε. Δεν άντεχα να παίζω με την ανάμνηση της βραδιάς στην παραλία πριν δυο χρόνια. Είχε στοιχειώσει το μυαλό μου. Γύρισα στο σπίτι με πονοκέφαλο κι ο ύπνος μου έπειτα ήταν ανησυχητικός. Έβλεπα συνέχεια τον Στράτο να στέκεται στην πόρτα του δωματίου μου και να με κοιτά τρυφερά. Ξύπνησα αρκετές φορές κατά την διάρκεια της βραδιάς. Δεν ήταν στην πόρτα και αυτό με κούραζε. Με κούραζε να προσπαθώ να αγγίξω το όνειρό μου στον ξύπνιο μου. Τον σκεφτόμουν συνέχεια κι ίσως το υποσυνείδητο μου, μου έκανε παιχνίδια.
Δεν συνέβηκε κάτι άλλο συναρπαστικό στις διακοπές αυτές! Η μοναδική εξαίρεση στην μονοτονία μας και στις έμμονες σκέψεις μου ήταν η διήμερη επίσκεψη του Γιώργου και της Βάνας. Παρά την πρόσκληση του αδερφού μου να έρθει κι ο Στράτος εκείνος δεν το έκανε. Με πρόφαση την δουλειά αρνήθηκε να μας ακολουθήσει έστω και για ένα Σαββατοκύριακο. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι, γιατί αν ερχόταν θα υπήρχε μια βαριά διάθεση μεταξύ μας και σίγουρα θα ήταν εφιάλτης και για τους δύο το να μην μπορούμε να εκδηλώσουμε όλα τα συναισθήματα που είχαμε πνίξει για χάρη της φιλίας!
Είχα ταξιδέψει με όλη την καλή διάθεση κι αποφασισμένη να περάσω όσο καλύτερα γινόταν. Μόνο που τελικά η καλή διάθεση μέρα με την μέρα άρχισε να εξατμίζεται. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε. Από τότε που οι διακοπές εκείνες μου έμειναν ανεξίτηλες στην μνήμη, γιατί είχαν και τον Στράτο μέσα! Και τώρα δεν ήταν το ίδιο. Κάθε γωνιά του σπιτιού που μέναμε, κάθε μέρος που περνούσα μου θύμιζε εκείνον. Κι έκανα τους ίδιους περιπάτους που κάναμε και τότε και κοντοστεκόμουν στα μέρη που κάτι σήμαιναν για μένα: εκεί που με έπιασε να μην παραπατάω όταν ο ‘κόκκινος διάολος’ με είχε κάνει να λέω βλακείες, εκεί που σταθήκαμε και με φίλησε, εκεί που αναρωτηθήκαμε τι μας συμβαίνει, εκεί που ένα βράδυ στην παραλία στην φωτιά μπροστά με είχε στην αγκαλιά του… Πόσο μου έλειπε. Τριγυρνούσα μέσα στο σπίτι και πήγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο και είχα την αίσθηση πως με γυρόφερνε και με φλέρταρε ή κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο έχοντας την εικόνα πως εκεί κάτω απ’ την σκιά της συκιάς που ο αδερφός μου διαβάζει την αθλητική εφημερίδα του καθόταν κι ο Στράτος και διάβαζε με ενδιαφέρον την ‘Σιωπή των αμνών’! Κοίταζα τον αδερφό μου και ήθελα τόσο πολύ να του τα πω όλα. Ήθελα να ξέρει το πόσο ερωτευμένη ήμουν με τον φίλο του. Όμως δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με κρατούσε δέσμια και δεν το έκανα. Ίσως να μην ήθελα να χαλάσω τα πράγματα έτσι όπως είχαν έρθει. Άλλωστε τι θα κέρδιζα λέγοντας τα στον αδερφό μου μετά από τόσο καιρό; Ο Στράτος θα παρέμενε με την Δανάη κι εγώ και πάλι μόνη.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε. Και στο κάμπινγκ δεν είχε αλλάξει τίποτε. Ο Βασίλης ο μπαρ-μαν ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν με είδε να εμφανίζομαι μπροστά του ξαφνικά. Μετά είδε και τον αδερφό μου και χάρηκε περισσότερο. Νόμιζε πως τον είχαμε ξεχάσει. Παρατήρησε πως έλλειπε ο Στράτος απ’ την παρέα. Δεν ξέρω αλλά ένοιωθα έξω απ’ τα νερά μου να είμαι στο κάμπινγκ χωρίς τον Στράτο κι ο Βασίλης να διακρίνει το συννεφάκι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Του χαμογέλασα για να διώξω την όποια σκέψη έκανε και να νομίσει ότι δεν συνέβαινε τίποτε κι όλα ήταν καλά. Δεν ήταν πια ο ίδιος. Έδειχνε πιο ώριμος, πιο οικείος, πιο κατασταλαγμένος. Μας είπε ότι τελείωνε την σχολή του, μετά είχε και το στρατιωτικό του κι ότι η χρονιά η φετινή ήταν η τελευταία που θα εργαζόταν στο κάμπινγκ. Είχε ήδη μια σχέση με μια κοπέλα που εργαζόταν στο κάμπινγκ, την Γιάννα. Ήταν παιδαγωγός κι ασχολιόταν με τα παιχνίδια που οργάνωναν για τους μικρούς τους πελάτες! Χαιρόμουν που ο Βασίλης είχε στόχους στην ζωή του και του ευχήθηκα να πάνε όλα όπως ήθελε.
Σ’ αυτές τις σύντομες διακοπές είχαμε μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ήταν μοναδική η αίσθηση που σου χάριζε το φως του και έκανε την σκοτεινή να παραλία να φωτίζεται και να χτυπά η αντανάκλαση του στο νερό της θάλασσας. Ήταν σαν το ασήμι που γυάλιζε στο φως. Καθόμασταν στην αμμουδιά με τον αδερφό μου κι αναπολούσα το βράδυ που είχαμε ανάψει φωτιά πριν δύο χρόνια σε αυτό το σημείο. Και να που τώρα ο Στράτος ήταν απών. Ένοιωθα απίστευτα μόνη:
- Ωραία βραδιά! Είπε ο αδερφός μου, όταν πρόσεξε ότι για ώρα μέναμε αμίλητοι.
- Ναι ωραία είναι! Αλλά τι να το κάνεις αν δεν έχεις δίπλα σου αυτόν που αγαπάς;
- Συμφωνώ. Μακάρι να ήταν η Χριστίνα εδώ.
- Ποια Χριστίνα;
Με ξάφνιασε ο αδερφός μου. Δεν είχε αναφέρει άλλη φορά αυτό το όνομα και δεν είχε τύχει να μου γνωρίσει κάποια Χριστίνα ή να μου αναφέρει έστω!
- Μια συμφοιτήτρια μου. Όταν έρθεις Ρόδο θα την γνωρίσεις. Εσύ ποιόν θα ήθελες να είχες εδώ;
- Ποιόν να θέλω; Δεν έχω κάποιον για να πω!
Πόσο ψεύτρα ήμουν; Η μορφή του ήταν κολλημένη μπροστά μου αλλά αρνιόμουν να το ομολογήσω.
- Ούτε καν κάποιον γνωστό μας;
Τι να του πω; Ένοιωθα ότι με ψάρευε. Ήταν σαν κάτι να είχε καταλάβει και περίμενε να τον επιβεβαιώσω. Αλλά πώς να καταλάβει; Προσπαθούσα να μην δίνω αφορμές για σχόλια για οτιδήποτε με αφορούσε. Δεν ήθελα να του απαντήσω και επέμεινα να κοιτάω στο βάθος το σκοτάδι της θάλασσας.
- Τι σκέφτεσαι;
- Τον Στράτο! Αυτός είναι ιδανικός για τέτοιες βραδιές.
Είπα έχοντας την εικόνα του όταν πριν δυο χρόνια ήμουν στην αγκαλιά του και με κρατούσε απ’ το χέρι για να ζεσταθώ μπροστά στην φωτιά που είχαμε ανάψει εδώ στην παραλία. Ο αδερφός μου δεν αποκρίθηκε και συνέχισε να κοιτά μπροστά τη θάλασσα που φωτιζόταν στο φεγγάρι:
- Μήπως είσαι τσιμπημένη με τον Στράτο;
Με ρώτησε ξαφνικά και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω από πού μου ήρθε η πετριά! Ήξερε;
- Πως σου ‘ρθε τώρα αυτό; Αντέδρασα τάχα ενοχλημένη.
- Έχω προσέξει πως κοιτάζεστε με τον Στράτο και φαντάζομαι ότι…
- Να μην φαντάζεσαι –τον έκοψα πριν ολοκληρώσει την φράση του. Δεν τον προσέχω περισσότερο από εσένα ή την Βάνα ή τον Γιώργο…
- Ναι δίκιο έχεις.
Είπε για να με καθησυχάσει. Είχε καταλάβει λοιπόν. Και μάλλον πρέπει να υποψιαζόταν από τότε ότι κάτι έτρεχε με μένα και τον Στράτο και τώρα βρήκε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Ήταν όμως η ευκαιρία που πάντα ήθελα για να πω στον αδερφό μου το τι αισθανόμουν για τον φίλο του, αλλά πια είχε περάσει καιρός και ήταν αργά. Του ζήτησα να φύγουμε. Δεν άντεχα να παίζω με την ανάμνηση της βραδιάς στην παραλία πριν δυο χρόνια. Είχε στοιχειώσει το μυαλό μου. Γύρισα στο σπίτι με πονοκέφαλο κι ο ύπνος μου έπειτα ήταν ανησυχητικός. Έβλεπα συνέχεια τον Στράτο να στέκεται στην πόρτα του δωματίου μου και να με κοιτά τρυφερά. Ξύπνησα αρκετές φορές κατά την διάρκεια της βραδιάς. Δεν ήταν στην πόρτα και αυτό με κούραζε. Με κούραζε να προσπαθώ να αγγίξω το όνειρό μου στον ξύπνιο μου. Τον σκεφτόμουν συνέχεια κι ίσως το υποσυνείδητο μου, μου έκανε παιχνίδια.
Δεν συνέβηκε κάτι άλλο συναρπαστικό στις διακοπές αυτές! Η μοναδική εξαίρεση στην μονοτονία μας και στις έμμονες σκέψεις μου ήταν η διήμερη επίσκεψη του Γιώργου και της Βάνας. Παρά την πρόσκληση του αδερφού μου να έρθει κι ο Στράτος εκείνος δεν το έκανε. Με πρόφαση την δουλειά αρνήθηκε να μας ακολουθήσει έστω και για ένα Σαββατοκύριακο. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι, γιατί αν ερχόταν θα υπήρχε μια βαριά διάθεση μεταξύ μας και σίγουρα θα ήταν εφιάλτης και για τους δύο το να μην μπορούμε να εκδηλώσουμε όλα τα συναισθήματα που είχαμε πνίξει για χάρη της φιλίας!
Και στρώθηκα στην δουλειά! Ο δε αδερφός μου ετοιμαζόταν να φύγει στην Ρόδο, ο Στράτος τα είχε ξαναβρεί με την Δανάη κι εγώ απλώς δούλευα. Απέφευγα να τον συναντήσω. Δεν ήθελα να τον δω ούτε καν τυχαία. Δεν ήθελα να δημιουργήσω προβλήματα. Μου έλειπε αλλά δεν ήθελα να νομίζει πως εγώ ήμουν αυτή που δημιουργούσα τα χειρότερα επειδή δεν συμπαθούσα την κοπέλα του. Ήδη με είχε χρεώσει με το ‘την μισείς’. Που στην προκειμένη περίπτωση ο Στράτος την αντιπάθεια με το μίσος τα είχε κάνει ένα. Ακόμη κι όταν πήγαινα στα ρεπό του dj να βάλω μουσική στο ‘Ρετρό’, τα περισσότερα βράδια έλειπε κι ο Στράτος με ρεπό. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Το πρώτο βράδυ το είχε περάσει έχοντας την προσοχή του σε μένα μήπως τυχόν και κανείς με ενοχλήσει. Η Δανάη ήταν κάτω στο ισόγειο κι εγώ στο πατάρι κι ο Στράτος ήταν σε ένα συνεχές πάνω-κάτω. Απ’ την μια με είχε γοητεύσει το ότι με πρόσεχε μήπως κάποιος ενοχλητικός μου δημιουργήσει κάνα πρόβλημα –μιας και φαινόταν παράξενο και πρωτόγνωρο να βλέπουν μια γυναίκα σε ένα πόστο που θεωρείτε αντρικό- αλλά και απ’ την άλλη δεν σκεφτόταν καν την περίπτωση μήπως εγώ ήθελα να κάνω κάποια γνωριμία –αν και δεν είχα τέτοια πρόθεση!
Από εκείνο το βράδυ ο Στράτος έπαιρνε ρεπό όποτε έλειπε ο κανονικός dj. Δεν ξέρω πως αλλά επειδή πια δεν τον έβλεπα τακτικά σκέφτηκα ένα βράδυ να τον δω από κοντά πηγαίνοντας για ένα ποτό στο ‘Ρετρό’. Η Δανάη πάντα ήταν παρούσα, αλλά αυτή την φορά αφού ήμουν χρεωμένη πως την μισώ, θα τους έκανα την χάρη να τους βγάλω αληθινούς. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει. Είχα διάθεση για κατινιές! Ίσως να ήταν η αγανάκτηση που με έπνιγε, ίσως να ήταν το πόσο άδικος ήταν απέναντί μου ο Στράτος.
Το πόστο του Στράτου ήταν στην πόρτα! Εκείνος έκρινε ποιος θα έμπαινε στο μαγαζί και ποιος όχι, έπειτα από συμφωνία με τον Σάββα. Δίπλα στον Στράτο υπήρχε πάσο κι εκεί πήγα κι έκατσα. Η Δανάη ήταν πίσω στην μπάρα και καθόταν και απ’ την στιγμή που με είδε δεν ξεκολλούσε τα μάτια από επάνω μου. Ο Στράτος μου εξήγησε πως ο Σάββας δεν ήθελε να κάθεται κανείς στον πάσο –εκτός αν είναι κάποιος που συμπαθεί ή πελάτης, εκτός της Δανάης, μιας και δεν της είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Όταν το άκουσα έκανα να φύγω να πάω πίσω στην μπάρα. Θα ανεχόμουν την παρουσία της Δανάης, αλλά τουλάχιστον θα είχα και τον Σάββα και την γυναίκα του να αστειευτούμε για να περάσει ευχάριστα η ώρα:
- Που πας; Μου είπε ο Στράτος μόλις με είδε να σηκώνομαι απ’ το σκαμπό μου.
- Αφού δεν επιτρέπεται, φεύγω.
- Είσαι καλά; Κάτσε κάτω.
- Στράτο δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Η Δανάη νομίζω έχει αντίρρηση.
- Δεν έχω εγώ όμως.
- Θα ‘χει ο Σάββας.
- Καθόλου. Εσύ είσαι άλλο. Δεν είσαι Δανάη!
- Δεν το κατάλαβα αυτό.
- Δεν θέλει η Δανάη να κάθεται εδώ. Δεν την συμπαθεί και τόσο.
Η Δανάη καθόταν πίσω και με κοιτούσε ενοχλημένη να χαζογελάμε με τον Στράτο μιας και ήταν σε καλή διάθεση άγνωστο για ποιο λόγο. Η Δανάη είχε μαζί της και την κολλητή της. Κάτι της είπε και μετά από λίγο και οι δυο τους με κοιτούσαν σαν ήμουν εχθρός τους. Χαιρέτησα την Δανάη αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Η απέχθεια για το πρόσωπό μου είχε γραφτεί στο δικό της και ήταν μόνιμα καρφιτσωμένη, όπως και την πρώτη στιγμή που είχαμε συναντηθεί. Ώρα για παιχνίδι όμως! Καιρός για κατινιές, έτσι για να μου φύγει το απωθημένο! «Τούρμπο θα σε κάνω και θα σηκωθείς να φύγεις» σκέφτηκα ενοχλημένη απ’ το βλέμμα της.
- Δεν θα μου πεις χρόνια πολλά; Είπα στον Στράτο ξαφνικά.
- Χρόνια πολλά; Για ποιο πράγμα;
- Έχω τα γενέθλιά μου.
Γενέθλια δεν είχα και το κακό με το μυαλό του Στράτου ήταν ότι δεν συγκρατούσε ημερομηνίες, ειδικά των γενεθλίων. Δεν ήταν ότι είχα την απαίτηση να το θυμάται. Ίσως γιατί αυτό για την δεδομένη στιγμή με βόλευε!
- Και γιατί δεν μιλάς τόση ώρα ρε Μαρινάκι; Να σε χαιρόμαστε.
Είπε χαρούμενος και πλησίασε να με φιλήσει στο μάγουλο, αφού πέρασε και το χέρι του στον λαιμό μου! Γύρισα λίγο και το κεφάλι να φανεί ότι με φιλούσε στα χείλη, αν και δεν ήταν έτσι. Αυτό ήθελα. Και το πέτυχα. Γύρισα στην Δανάη και της χαμογέλασα με ένα βλέμμα επιτυχίας κι εκείνη… Πολύ το χάρηκα! Δεν άντεξε. Πήρε την φίλη της, είπε στο Στράτο ότι φεύγουν να πάνε να συναντήσουν μιαν άλλη φίλη τους και θα ερχόταν πολύ αργότερα.
- Δεν έπρεπε να με φιλήσεις. Είδες τι έγινε; Σηκώθηκε κι έφυγε.
Είπα με ένα μισοκακόμοιρο υφάκι. Φουσκωμένη απ’ την ικανοποίηση της μικρής μου εκδίκησης.
- Όχι δεν έφυγε γι’ αυτό. Είχε μια δουλειά.
- Καλά! Ότι πεις!
Είπα. Όμως η σκέψη μου είχε άλλη γνώμη: «είσαι τόσο βλάκας και κολλημένος μαζί της και που πάλι σου έβαλε παρωπίδες» σκέφτηκα και του χαμογελούσα. Δεν κάθισα παραπάνω από δέκα λεπτά. Αφού ικανοποίησα το απωθημένο μου, εξαφανίστηκα και πάλι απ’ την ζωή του. Δεν τον ξαναενόχλησα, αλλά ούτε και έτυχε να συμπέσουν οι βραδιές που δούλευα στο ‘Ρετρό’ με τις δικές του, συνέχισε να απουσιάζει όποτε εργαζόμουν εγώ.
Από εκείνο το βράδυ ο Στράτος έπαιρνε ρεπό όποτε έλειπε ο κανονικός dj. Δεν ξέρω πως αλλά επειδή πια δεν τον έβλεπα τακτικά σκέφτηκα ένα βράδυ να τον δω από κοντά πηγαίνοντας για ένα ποτό στο ‘Ρετρό’. Η Δανάη πάντα ήταν παρούσα, αλλά αυτή την φορά αφού ήμουν χρεωμένη πως την μισώ, θα τους έκανα την χάρη να τους βγάλω αληθινούς. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει. Είχα διάθεση για κατινιές! Ίσως να ήταν η αγανάκτηση που με έπνιγε, ίσως να ήταν το πόσο άδικος ήταν απέναντί μου ο Στράτος.
Το πόστο του Στράτου ήταν στην πόρτα! Εκείνος έκρινε ποιος θα έμπαινε στο μαγαζί και ποιος όχι, έπειτα από συμφωνία με τον Σάββα. Δίπλα στον Στράτο υπήρχε πάσο κι εκεί πήγα κι έκατσα. Η Δανάη ήταν πίσω στην μπάρα και καθόταν και απ’ την στιγμή που με είδε δεν ξεκολλούσε τα μάτια από επάνω μου. Ο Στράτος μου εξήγησε πως ο Σάββας δεν ήθελε να κάθεται κανείς στον πάσο –εκτός αν είναι κάποιος που συμπαθεί ή πελάτης, εκτός της Δανάης, μιας και δεν της είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Όταν το άκουσα έκανα να φύγω να πάω πίσω στην μπάρα. Θα ανεχόμουν την παρουσία της Δανάης, αλλά τουλάχιστον θα είχα και τον Σάββα και την γυναίκα του να αστειευτούμε για να περάσει ευχάριστα η ώρα:
- Που πας; Μου είπε ο Στράτος μόλις με είδε να σηκώνομαι απ’ το σκαμπό μου.
- Αφού δεν επιτρέπεται, φεύγω.
- Είσαι καλά; Κάτσε κάτω.
- Στράτο δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Η Δανάη νομίζω έχει αντίρρηση.
- Δεν έχω εγώ όμως.
- Θα ‘χει ο Σάββας.
- Καθόλου. Εσύ είσαι άλλο. Δεν είσαι Δανάη!
- Δεν το κατάλαβα αυτό.
- Δεν θέλει η Δανάη να κάθεται εδώ. Δεν την συμπαθεί και τόσο.
Η Δανάη καθόταν πίσω και με κοιτούσε ενοχλημένη να χαζογελάμε με τον Στράτο μιας και ήταν σε καλή διάθεση άγνωστο για ποιο λόγο. Η Δανάη είχε μαζί της και την κολλητή της. Κάτι της είπε και μετά από λίγο και οι δυο τους με κοιτούσαν σαν ήμουν εχθρός τους. Χαιρέτησα την Δανάη αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Η απέχθεια για το πρόσωπό μου είχε γραφτεί στο δικό της και ήταν μόνιμα καρφιτσωμένη, όπως και την πρώτη στιγμή που είχαμε συναντηθεί. Ώρα για παιχνίδι όμως! Καιρός για κατινιές, έτσι για να μου φύγει το απωθημένο! «Τούρμπο θα σε κάνω και θα σηκωθείς να φύγεις» σκέφτηκα ενοχλημένη απ’ το βλέμμα της.
- Δεν θα μου πεις χρόνια πολλά; Είπα στον Στράτο ξαφνικά.
- Χρόνια πολλά; Για ποιο πράγμα;
- Έχω τα γενέθλιά μου.
Γενέθλια δεν είχα και το κακό με το μυαλό του Στράτου ήταν ότι δεν συγκρατούσε ημερομηνίες, ειδικά των γενεθλίων. Δεν ήταν ότι είχα την απαίτηση να το θυμάται. Ίσως γιατί αυτό για την δεδομένη στιγμή με βόλευε!
- Και γιατί δεν μιλάς τόση ώρα ρε Μαρινάκι; Να σε χαιρόμαστε.
Είπε χαρούμενος και πλησίασε να με φιλήσει στο μάγουλο, αφού πέρασε και το χέρι του στον λαιμό μου! Γύρισα λίγο και το κεφάλι να φανεί ότι με φιλούσε στα χείλη, αν και δεν ήταν έτσι. Αυτό ήθελα. Και το πέτυχα. Γύρισα στην Δανάη και της χαμογέλασα με ένα βλέμμα επιτυχίας κι εκείνη… Πολύ το χάρηκα! Δεν άντεξε. Πήρε την φίλη της, είπε στο Στράτο ότι φεύγουν να πάνε να συναντήσουν μιαν άλλη φίλη τους και θα ερχόταν πολύ αργότερα.
- Δεν έπρεπε να με φιλήσεις. Είδες τι έγινε; Σηκώθηκε κι έφυγε.
Είπα με ένα μισοκακόμοιρο υφάκι. Φουσκωμένη απ’ την ικανοποίηση της μικρής μου εκδίκησης.
- Όχι δεν έφυγε γι’ αυτό. Είχε μια δουλειά.
- Καλά! Ότι πεις!
Είπα. Όμως η σκέψη μου είχε άλλη γνώμη: «είσαι τόσο βλάκας και κολλημένος μαζί της και που πάλι σου έβαλε παρωπίδες» σκέφτηκα και του χαμογελούσα. Δεν κάθισα παραπάνω από δέκα λεπτά. Αφού ικανοποίησα το απωθημένο μου, εξαφανίστηκα και πάλι απ’ την ζωή του. Δεν τον ξαναενόχλησα, αλλά ούτε και έτυχε να συμπέσουν οι βραδιές που δούλευα στο ‘Ρετρό’ με τις δικές του, συνέχισε να απουσιάζει όποτε εργαζόμουν εγώ.
Κεφάλαιο 52
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου