29. Με δεκαήμερη...



Προχωρούσα βιαστική και κοιτούσα συνεχώς το ρολόι μου. Η αγωνία μου ήταν απερίγραπτη και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Τακτικά σταματούσα μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων για να κοιτάζω το είδωλό μου στο τζάμι για να δω αν ήμουν εντάξει και δεν χάλασε τίποτε απ’ την εμφάνιση μου. Έβρεχε αλλά δεν με ένοιαζε αν καμιά στάλα βροχής κατάβρεχε το παλτό μου ή τις άκρες των μαλλιών μου. Η ώρα κόντευε δύο. Μακάρι Θεέ μου να είναι στο καθαριστήριο. Προχωρούσα βιαστικά όσο μπορούσα. Είχε περάσει απ’ το μυαλό μου να πάρω ταξί και να πάω, αλλά δεν ήθελα να δώσω αμέσως το στίγμα μου όταν θα σταματούσε το αυτοκίνητο ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί. Ενώ τώρα με τα πόδια θα μπορούσα να σταθώ σε κάποια απόσταση να πάρω μια ανάσα πριν τολμήσω και μπω μέσα. Αν ήταν τελικά εκεί, πως θα τον αντιμετώπιζα; Τι θα του έλεγα; Πως θα του μιλούσα; Πως θα τον χαιρετούσα; Ήταν σαν το πρώτο ραντεβού που αγωνιάς για το τι θα πει ο άλλος που θα βγει μαζί σου για πρώτη φορά. Είχα την αίσθηση πως η μορφή μου θα ήταν ξεχασμένη στο μυαλό του Στράτου. Αν ήταν απόμακρος απέναντί μου; Όχι-όχι, δεν γίνεται. Πως είναι δυνατόν να είναι απόμακρος όταν θέλει να μου κάνει έκπληξη; Μήπως θα έπρεπε να κάνω διάφορες σκέψεις και να δράσω αυθόρμητα κι ότι γινόταν τελικά; Μάλλον ήταν το καλύτερο που είχα να κάνω!
Όταν έφτασα τελικά στο καθαριστήριο, έτρεμα ολόκληρη. Δεν υπήρχε ποτέ άλλη φορά στην ζωή μου που να τρέμω τόσο πολύ. Κάτι μου έλεγε πως ο Στράτος ήταν μέσα και δούλευε κάπου στο βάθος. Πήρα βαθιά ανάσα και μπήκα:
- Καλώς την! Μου είπε η μητέρα του με ένα πλατύ χαμόγελο μόλις με είδε να μπαίνω.
- Δεν με περιμένατε! Αλλά περνούσα από δω κι είπα να μπω να μάθω κάνα νέο για τον Στράτο που μας έχει ξεχάσει!
‘Περνούσα από δω’ πολύ πρωτότυπο! Τι να άλλο να πω; Δεν έβρισκα κάτι άλλο να δικαιολογήσω την εμφάνισή μου στο μαγαζί τους! Κι έτρεμα σαν το ψάρι και τα λόγια μου ακούγονταν τόσο χαζά! Η κυρά Σταυρούλα χαμογέλασε και κοίταξε τον άντρα της που χαμογελούσε κι εκείνος που σιδέρωνε ένα παντελόνι στην πρέσα:
- Πόσο καιρό έχεις να του μιλήσεις; Με ρώτησε ο κυρ Μιχάλης.
- Ούτε που θυμάμαι! Πάνω από δύο τρεις μήνες. Δεν θυμάμαι ειλικρινά!
- Και γιατί δεν του τηλεφωνείς; Ήρθε η επόμενη ερώτηση απ’ την κυρά Σταυρούλα.
Με αιφνιδίασε αυτός ο διάλογος και ειλικρινά δεν περίμενα να υπάρχει μια τέτοια θετική ανταπόκριση απέναντί μου. Δεν ξέρω αν ο Στράτος τους είχε πει τίποτε για μένα. Ποτέ άλλη φορά δεν είχα επικοινωνήσει μαζί τους και δεν τολμούσα να το κάνω, γιατί δεν ήθελα να δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα. Δεν μπορούσα να ξέρω τι άνθρωποι ήταν κι αν ανακατεύονταν στο ποιους θα έκανε παρέα ο γιος τους. Υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά ποτέ δεν άφηναν να δημιουργηθεί μια τέτοια εντύπωση στους γύρω. Αυτού του είδους τις συμπεριφορές τις κρατούσαν γι’ αυτούς. Για την ώρα στεκόμουν μπροστά τους λες και με ανέκριναν και έτρεμα ολόκληρη, περιμένοντας με αγωνία την στιγμή που το πρόσωπό τους θα γινόταν πιο σκληρό και θα με πετούσαν με τις κλωτσιές έξω:
- Δεν μου έχει δώσει κάποιο τηλέφωνο για να τον βρίσκω. Η μόνη επαφή που έχουμε είναι με αλληλογραφία και έχω να λάβω γράμμα του πάρα πολύ καιρό και δεν ξέρω αν είναι καλά, δεν ξέρω τι κάνει.
Είπα με παράπονο κάπως διστακτικά και κοίταζα τις μύτες των παπουτσιών μου θεωρώντας πως ίσως τώρα να μου την φύλαγαν και να με απόπαιρναν και να με διαολόστελναν:
- Όποιος ενδιαφέρετε για κάποιον Μαρίνα βρίσκει τον τρόπο να μάθει τα νέα του.
Δεν ήξερα τι να πω! Δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο. Δεν ήξερα τι άνθρωποι ήταν και είχα τον φόβο. Και να που άρχισα σιγά-σιγά να ηρεμώ, διώχνοντας την εικόνα που θεωρούσα πως κρυβόταν πίσω απ’ τα πρόσωπα των γονιών του Στράτου. Είχε δίκιο η μητέρα του. «Όποιος ενδιαφέρεται»! Κι εγώ ενδιαφερόμουν όμως αλλά ντρεπόμουν να το κάνω. Πως; Δεν είχα το θάρρος και τώρα με τα χίλια ζόρια με κρατούσαν τα πόδια μου για να μάθω:
- Θα μπορούσες να μας είχες ζητήσει τα τηλέφωνα και θα στα δίναμε. Συνέχισε η κυρά Σταυρούλα καθησυχάζοντάς με.
- Τρέχω με την δουλειά και δεν προλαβαίνω κι απ’ την άλλη δεν ήθελα να σας ενοχλήσω. Δεν είχα το θάρρος. Είναι καλά; Είχατε νέα του;
Η κυρά Σταυρούλα με κοίταξε με εκείνο το σπινθηροβόλο βλέμμα της, όταν ήθελε να επιβεβαιώσει πως όλα ήταν καλά κι ο δε κυρ Μιχάλης χαμογελούσε επίσης πονηρά. Δεν ξέρω αν είχαν καταλάβει το ψέμα μου, αλλά νοιαζόμουν: και τυχαία δεν περνούσα και με έτρωγε η αγωνία να τον δω!
- Τράβα πίσω απ’ το πλυντήριο να δεις μόνη σου.
Μου είπε ο πατέρας του Στράτου την στιγμή που έφτιαχνε τις τσακίσεις του παντελονιού και τις έστρωνε στην πρέσα. Η στιγμή ήρθε λοιπόν;
Προχώρησα αργά στην πίσω μεριά του πλυντηρίου του καθαριστηρίου όπως μου είπε ο κυρ Μιχάλης και τον είδα. Στάθηκα σε μιαν άκρη και τον κοιτούσα. Η εικόνα του με μάγευε. Πόσο μου είχε λείψει! Μου άρεσε να τον βλέπω να δουλεύει εκεί και τα ρούχα του να είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Τον κοιτούσα και πίστευα πώς αν πλησίαζα θα διαλυόταν σαν σύννεφο η εικόνα. Και δεν ήθελα να την διαλύσω. Τον έβλεπα που έσκυβε και έπαιρνε κάποια ρούχα και τα έτριβε με μια βούρτσα επίμονα. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκανε αλλά η μυρωδιά του υγρού που έριχνε πρόδιδε πως μάλλον καθάριζε επίμονους λεκέδες. Όταν τελείωσε αυτό με αυτό που είχε στα χέρια του πήρε την πεταμένη στοίβα μπροστά του και την έριξε στο πλυντήριο. Γύρισε να πάει να φέρει την επόμενη παρτίδα ρούχων και ξαφνιάστηκε όταν με αντίκρισε να στέκομαι εκεί στην άκρη και να τον χαζεύω χαμογελώντας του:
- Μαρίνα! Είπε ξαφνιασμένος με χαμόγελο κι έκπληξη στο βλέμμα.
Πέταξε το τσιγάρο που είχε βάλει στα χείλη του σε ένα τασάκι και με πλησίασε.
- Τι έκπληξη είναι αυτή μωράκι μου;
Έκανε να με αγκαλιάσει αλλά ήταν λερωμένος απ’ τα φάρμακα που έριχνε στα ρούχα για το καθάρισμα και δεν το τόλμησε κάτι που φάνηκε στο βλέμμα του η απογοήτευσή του. Του χαμογελούσα και αυτό τον έκανε να το ξεχάσει και με πλησίασε πιο προσεκτικά και με φίλησε τρυφερά και πεταχτά στα χείλη.
- Θέλω τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω αλλά κοίτα χάλια!
Μου είπε δείχνοντας μου την ιδρωμένη και λερωμένη εικόνα του και τα χέρια του ακόμη είχαν πάρει χρώμα απ’ τα ρούχα.
- Όταν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό! Τον πείραξα.
Έπιασε το απολυμαντικό που ήθελε απ’ το ράφι πίσω μου και μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Μου είπε πως είχε φτάσει το περασμένο βράδυ κι ότι αν δεν είχε τόση δουλειά στο μαγαζί, θα μου έκανε έκπληξη. Είχε πάρει δεκαήμερη άδεια.
- Φυσικά στο είπε η μητέρα σου πως ήρθα.
- Όχι απλά περνούσα τυχαία. Κι επειδή δεν μου είχες στείλει κανένα γράμμα μπήκα να ρωτήσω για σένα.
Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια με τον τρόπο που ήξερε να με αναστατώνει. Τον κοίταξα κι εγώ για να με πιστέψει:
- Αλλού αυτά!
Γέλασα. Δεν μπορούσα να του κρυφτώ. Μου άρεσε να παίζω με τα λόγια μαζί του. Μου είχε λείψει τόσο πολύ η κουβέντα μαζί του, που μου άρεσε να τον ακούω να μου μιλά.
- Έχεις δίκιο. Μου τηλεφώνησε και μου το είπε. Ήθελα τόσο να σε δω που δεν μπορούσα να περιμένω να μου κάνεις έκπληξη κι ήρθα να στην κάνω εγώ Και να ‘μαι! Μου έλειψες!
- Κι εμένα! Δέκα μέρες όμως θα βαρεθείς να με βλέπεις!
Δεν ήμουν και τόσο σίγουρη για αυτό. Εγώ θα προσπαθούσα να ξεκλέψω ώρες απ’ την δουλειά για να βρισκόμαστε, αυτός θα είχε το χρόνο να δει όλους τους συγγενείς και τους φίλους και συγχρόνως να δουλεύει στο καθαριστήριο και τέλος να βλέπει κι εμένα; Τον κοιτούσα που επέμενε να πιέζει με το εξάρτημα τα ρούχα, νοιώθοντας μια μικρή απογοήτευση στην τελευταία σκέψη. «Μην τα θες όλα δικά σου Μαρίνα». Είχα να τον δω τόσο πολύ καιρό που τα ήθελα όλα δικά μου. Δεν τον χόρταινα να τον κοιτάω. Ήξερα πως οι δέκα μέρες αυτές που θα βρισκόταν εδώ, δεν θα ήταν χορταστικές ή βαρετές για μένα!
Άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις για τα πάντα. Το τι γινόταν γενικώς, αν είχα νέα απ’ τον Γιάννη, πως πήγαιναν τα πράγματα με τον Δημήτρη… «Αυτό το τελευταίο δεν έπρεπε να το ρωτήσεις» σκέφτηκα. Το λάθος ήταν δικό μου γιατί στα τελευταία μου γράμματα του είχα αναφέρει για τον Δημήτρη και τι γινόταν. Όχι με λεπτομέρειες, αλλά έτσι γενικώς κι αορίστως. Το προσπέρασα γρήγορα λέγοντας πως δεν γινόταν κάτι κι ότι εκείνος απλά έπαιζε. Μετά άρχισε να μου διηγείται ιστορίες του στρατού λες κι εγώ καιγόμουν γι’ αυτές. Όμως τον άφηνα να μιλήσει. Ήθελε κάπου να της πει.
- Ειδικές δυνάμεις ήθελες! Του είπα.
Και λες και το έκανε επίτηδες. Συνέχιζε να μου μιλά για τον στρατό. Για μας, κουβέντα! Τσιμουδιά! Έκανα υπομονή και δεν μιλούσα και του χαμογελούσα απλά υπομένοντας την πολυλογία του για τον στρατό.
- Δεν θα ήταν καλύτερα να τα λέγαμε το απόγευμα; Του πρότεινα αμέσως.
- Ωχ! Έχεις δίκιο. Έχω τόσα να σου πω. Τι λες για απόψε το βράδυ;
- Ωραία!
Κανονίσαμε τις λεπτομέρειες για το πότε και που θα συναντιόμασταν και θα πηγαίναμε μετά για καφέ. Επιτέλους! Χάρηκα που το κανονίσαμε τελικά. Δεν ήθελα να τον απασχολώ άλλο. Τον φίλησα στο μάγουλο και τον αποχαιρέτησα ανανεώνοντας την συνάντηση μας για το βράδυ.

Επέστρεψα στο σπίτι μου χαρούμενη. Απίστευτα χαρούμενη. Και είχα απίστευτη όρεξη να τελειώσω την δουλειά που ανέλαβα με την συνέντευξη. Και την τέλειωσα. Δεν μπορούσα να το αφήσω για αργότερα. Δεν ήξερα τι θα προέκυπτε απόψε το βράδυ βγαίνοντας με τον Στράτο. Πήγα τα θέματα που είχα ετοιμάσει στο ραδιόφωνο τα άφησα στο γραφείο του αρχισυντάκτη κι έφυγα τρέχοντας. Ο Θοδωρής στην ρεσεψιόν είχε όρεξη να με πειράξει, αλλά εγώ δεν είχα χρόνο. Έπρεπε να γίνω όμορφη. Θα συναντούσα τον Στράτο μου κι έπρεπε να είμαι όμορφη. Έπρεπε να δει και πόσο όμορφα με έκανε να αισθάνομαι η παρουσία του.


Με την ψυχή στο στόμα κατάφερα να είμαι στην ώρα μου. Κοίταξα ολόγυρά μου να δω αν ο Στράτος ήταν κάπου και με περίμενε. Έκανα μια βόλτα κατά μήκος του δρόμου. Δεν φαινόταν πουθενά. Έκανε κρύο έριχνε ψιλόβροχο και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ένα τέτοιο απόγευμα θα με άφηνε να τον περιμένω για πολύ. Θα ερχόταν! Αλλά ήδη είχε αργήσει. Αν δεν ερχόταν; Το σπίτι του βέβαια ήταν κοντά αλλά και πάλι δεν τολμούσα να τηλεφωνήσω πόσο μάλλον να περάσω η ίδια από εκεί! «Μαρίνα ηρέμησε ίσως κάτι του έτυχε» σκέφτηκα. Δεν μου άρεσε που στεκόμουν εκεί στην άκρη του δρόμου και τον περίμενα κι αυτός δεν εμφανιζόταν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Τα λεπτά περνούσαν. Κόντευε πια να κλείσει ώρα… Ένοιωσα να χάνω το οξυγόνο και να μην μπορώ να αναπνεύσω. Ένας κόμπος μου είχε σταθεί στο στομάχι και στο στήθος είχα ένα απίστευτο βάρος. Δεν ήθελα να σκεφτώ το οτιδήποτε. Το αρνιόμουν πεισματικά. Έκανα βόλτες στο πεζοδρόμιο πάνω-κάτω. «Άλλα πέντε λεπτά Μαρίνα. Ίσως έρθει» σκεφτόμουν συνέχεια. Και τα πέντε λεπτά περνούσαν. Έδωσα ξανά άλλα πέντε λεπτά χρόνο. «Μαρίνα φύγε. Δεν πρόκειται να έρθει. Αυτό ήταν. Το παραμύθι τελείωσε» σκέφτηκα κι έκανα να φύγω απογοητευμένη:
- Καλησπέρα Μαρίνα! Άκουσα πίσω μου μια γνώριμη φωνή.
Έστρεψα το βλέμμα μου πάνω απ’ τον ώμο μου και έβλεπα τον Ηλία να με πλησιάζει. Δεν είχα καμία διάθεση να του μιλήσω. Το ‘στήσιμο’ του Στράτου μου έδινε την οριστική του απάντηση για μας.
- Καλησπέρα Ηλία! Του απάντησα με όση δύναμη είχα.
- Τον Στράτο περιμένεις; Με ρώτησε.
- Ναι. Του είπα με επιφύλαξη και με απορία πως ήξερε ποιον περιμένω.
- Μου ζήτησε να έρθω να σε βρω.
Κι έπρεπε να κάνει τόση ώρα για να έρθει να με βρει; Ήμουν αρκετή ώρα στον δρόμο είχα ξεπαγιάσει κι ο Ηλίας δεν έδειχνε ότι βιαζόταν. Μάλλον από αγγαρεία το έκανε και για τίποτε άλλο. Σου λέει ‘αν την βρω, την βρήκα’!
- Τι έγινε; Που είναι; Έγινε κάτι; Ρώτησα με ανησυχία.
- Μην ανησυχείς. Απλά το ραντεβού σας αναβάλετε για αύριο μου είπε, γιατί του έτυχε δουλειά.
- Τι δουλειά;
- Γίνεται ένα παιδικό πάρτυ στο Palladium και τον ζήτησαν για σερβιτόρο.
- Δηλαδή είναι εκεί τώρα;
Κάπως με καθησύχασε η σκέψη πως προσπάθησε να στείλει τον Ηλία να με βρει. Ο θυμός μου καταλάγιασε. Ο Ηλίας μου απάντησε καταφατικά και χωρίς να ρωτήσω περισσότερα τον προσπέρασα για να πάω να βρω τον Στράτο. Ο Ηλίας προσφέρθηκε να με συνοδεύσει. Δεν δέχθηκα. Δεν τον αφορούσε πια. Ότι γινόταν αφορούσε εμένα και τον Στράτο και ήθελα να τον δω απόψε.
Έβαλα φτερά στα πόδια και έφτασα πολύ γρήγορα στο γνωστό κλαμπ. Ανέβηκα τα σκαλιά, προσπέρασα τους πορτιέρηδες αλλά με εμπόδισαν αμέσως να περάσω μέσα. «Όχι δεν μπορεί να γίνει κι αυτό τώρα»! Σκέφτηκα. Με ρώτησαν αν είχα πρόσκληση. Αρνήθηκα. Ήξερα όμως ότι όταν ζητούσαν τον Στράτο για σερβιτόρο πίσω από αυτό υπήρχε ο Γιώργος. Ο φίλος της Βάνας, της αδερφής του Στράτου.
- Θα ήθελα να μιλήσω στον Γιώργο τον σερβιτόρο.
Δεν ήξερα το επίθετό του και ήμουν έτοιμη να δεχθώ για ακόμη μια φορά την απαγόρευση να μπω στο κλαμπ. Κοίταξα τον πορτιέρη που με ρώτησε για την πρόσκληση και περίμενα την έγκριση του:
- Άσ’ την Παύλο. Είπε τελικά και η καρδιά μου μπήκε στην θέση της.
Ανέβηκα τα σκαλιά γρήγορα. Γινόταν πανικός απ’ τα πιτσιρίκια. Όμως τα νεύρα κι ο θυμός μετατράπηκαν αυτομάτως σε μια θετική σκέψη. Ένας τέτοιος χορός σε αυτό εδώ το κλαμπ –που κάποτε είχε άλλη ονομασία- είχαν γνωριστεί ο αδερφός μου κι ο Στράτος. Δεν τους ένοιαζε που τα άλλα παιδιά χόρευαν και διασκέδαζαν με τους κλόουν και τους τραγουδιστές. Αυτοί οι δυο έπαιζαν ‘πόλεμο’ ο ένας καουμπόι κι ο άλλος ζορό. Μικρό παιδάκι ο Στράτος τελείωνε το δημοτικό κι ο αδερφός μου ότι είχε μπει στο γυμνάσιο. «Μαρίνα εγώ θα ‘μαι με τον φίλο μου τον Στράτο. Να μην ανησυχείς» μου είχε πει ο αδερφός μου όταν μου είχε ζητήσει να τον συνοδεύσω στον χορό αυτό. Δεν του το αρνήθηκα. Τον άφησα να παίζει με τον καινούριο του φίλο. Που να φανταζόμουν τότε στην αρχή της εφηβείας μου ότι εκείνο το παιδάκι θα ήταν ο άνθρωπος που θα με έκανε να καρδιοχτυπώ κάθε στιγμή και που τώρα αντί για ζορό είχε μεταμφιεστεί …σερβιτόρος!
Προσπέρασα αρκετά πιτσιρίκια χαμογελώντας στην τελευταία σκέψη. Στεκόμουν σε ύψος και προσπαθούσα να βρω τον Γιώργο μες τον γενικό χαμό. Ο Γιώργος σίγουρα θα ήταν πίσω από κάποιο απ’ τα δύο πλαϊνά μπαρ της πίστας. Τον είδα. Με δυσκολία και με αρκετό στρίμωγμα κατάφερα να πλησιάσω στην αριστερή μπάρα. Μου χαμογέλασε έκπληκτος που με είδε εκεί:
- Καλησπέρα! Πως από εδώ; Μου φώναξε πλησιάζοντας την μεριά μου.
Στάθηκα στην άκρη της μπάρας. Δεν μπορούσα να προχωρήσω περισσότερο κι έτσι βολεύτηκα στην μεριά που υπήρχε και χώρος να ακουμπήσω το παλτό μου και την τσάντα μου.
- Για τον Στράτο ήρθα. Είναι εδώ; Τον ρώτησα.
Μου χαμογέλασε και το ύφος τους πρόδινε ότι κάτι ήξερε. Ήταν σαν να ήξερε για μένα και τον Στράτο. Μου πρότεινε να καθίσω και θα εμφανιζόταν κι ο Στράτος μιας και είχε χαθεί στην κουζίνα να φέρει μια παραμάνα με ποτήρια καθαρά.
- Νομίζω ότι σου τηλεφώνησε! Μου είπε μετά από λίγο ο Γιώργος κι αφού έβαλε ποτό σε κάποιον απ’ τους πολλούς γονιούς που στέκονταν στην μπάρα.
Ξαφνιάστηκα όταν μου είπε ο Γιώργος ότι ο Στράτος μου είχε τηλεφωνήσει. Τον είχα παρεξηγήσει τελικά; Άρα προσπαθούσε να με ειδοποιήσει κι εγώ είχα φανταστεί άλλα. Πράγματα που με είχαν στενοχωρήσει.
- Δεν ξέρω. Ίσως τηλεφώνησε όταν εγώ ήμουν καθ’ οδόν! Είπα στον Γιώργο.
Ο Γιώργος και πάλι χαμογέλασε και μου έκανε νόημα. Ο Στράτος μόλις είχε καταφτάσει στην μπάρα έχοντας υψωμένη πάνω απ’ το κεφάλι του την παραμάνα με τα ποτήρια προκειμένου να μην χτυπήσει κάποιον πελάτη ή κάποιο πιτσιρίκι! Έδωσε στον Γιώργο και το μπλοκάκι με τις παραγγελίες ορισμένων και όταν έστρεψε το βλέμμα του να κοιτάξει ολόγυρα, με είδε. Ξαφνιάστηκε. Μου χαμογέλασε και με πλησίασε. Με φίλησε στο μάγουλο ζητώντας μου χίλιες συγγνώμες που τελικά η βραδιά μας δεν πήγε όπως ήθελε, αλλά είχε ανάγκη τα χρήματα από αυτή την έκτακτη δουλειά. Είπε στο Γιώργο να μου φτιάξει ένα ποτό κι στράφηκε πάλι σε μένα:
- Δεν σε βρήκε ο Ηλίας; Με ρώτησε.
- Με βρήκε αλλά γιατί δεν μου τηλεφώνησες εγκαίρως;
- Μωράκι μου τηλεφώνησα και στο σπίτι και στο ραδιόφωνο. Φαντάστηκα ότι ήδη είχες φύγει για το καθαριστήριο και γι’ αυτό έστειλα τον Ηλία.
Ο Γιώργος έδωσε το ποτό μου στον Στράτο χαμογελαστός. Και με την σειρά του ο Στράτος το έδωσε σε μένα αφού ήπιε πρώτος μια γουλιά από αυτό:
- Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω άλλο, αλλά δεν ξέρω τι ώρα θα τελειώσει το πάρτυ. Συμπλήρωσε με την απογοήτευση γραμμένη στα μάτια του.
- Θα περιμένω. Του είπα αποφασιστικά και ήπια κι εγώ μια γουλιά απ’ το κοκτέιλ μου. Ευτυχώς, δεν ήταν ‘κόκκινος διάολος’!
- Μπορεί να τελειώσει αργά. Επέμεινε.
- Θα περιμένω. Ότι ώρα και να τελειώσει θα περιμένω. Κανονίσαμε κάτι και είμαι διατεθειμένη να περιμένω όσο κρατήσει το πάρτυ. Είναι η βραδιά μας και δεν με νοιάζει.
- Όπως θέλεις! Μου χαμογέλασε και με χάιδεψε στο μάγουλο.
Πήγε πήρε τον δίσκο με τα ποτά κι εξαφανίστηκε μέσα στον κόσμο για να τα δώσει σε όσους τα παράγγειλαν.
Απόψε έπρεπε να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις. Δεν χωρούσαν άλλο αναβολές κι άλλα ‘μου λείπεις’! Σε θέλω! Με θέλεις;


Κεφάλαιο 30