23. Γράψε μου!




Είχαμε μπει στον Νοέμβρη. Δεν καταλάβαινα πως περνούσαν οι μέρες. Ένοιωθα ότι δεν είχα άλλο σκοπό στην ζωή μου παρά μόνο να δουλεύω. Είχα πέσει με τα μούτρα τελευταία. Καμιά φορά η υπερκόπωση μου έδινε σήματα, ώστε αν δεν χαλάρωνα λίγο δεν με έβλεπα καλά. Ίσως να ήταν και αυτοτιμωρία. Ενώ ήξερα τι ήταν σωστό και τι έπρεπε να υπολογίζω, άφηνα τα συναισθήματα μου να με κυριεύουν και να πέφτω στην παγίδα τους. Οι προϊστάμενοι μου είχαν χάσει πάσα ιδέα με μένα. Ήταν αρκετές οι φορές που ο αρχισυντάκτης μου ζητούσε να πάρω μια μέρα ρεπό για να ανακτήσω δυνάμεις. Δεν ήθελα να ακούω για ρεπό. Μου άρεσε η δουλειά μου, είχα δικτυωθεί αρκετά καλά και η δε εκπομπή μου ήταν πια απ' τις πιο δημοφιλής. Αν δεν είχα να τρέξω για ρεπορτάζ χαλάρωνα μόνο με την προετοιμασία της εκπομπής μου. Ο κυριότερος λόγος που αφοσιωνόμουν τόσο πολύ ήταν ότι δεν ήθελα να σκέφτομαι. Ήταν ένας τρόπος να ξεχνάω ότι η καρδιά μου έχει ένα τεράστιο κενό. Απ' το δημοσιογραφικό πάλι μείναμε δύο: εγώ κι ο Νικόλας. Οι άλλοι δύο είχαν πάρει το υπόλοιπο των αδειών τους. Στην ουσία ήμουν μόνη μου, γιατί ο Νικόλας είπαμε ότι δούλευε ανεξάρτητα! Ο δε Μάνος σαν προϊστάμενος του δημοσιογραφικού προσπαθούσε να εκτελέσει τα χρέη του αρχισυντάκτη όσο καλύτερα μπορούσε, αν και δεν ήταν στον χαρακτήρα του γιατί προτιμούσε να τα έχει όλα έτοιμα και να δίνει εντολές. Συνήθως προτιμούσε να ενισχύει το μεσημεριανό μαγκαζίνο απ' τα ρεπορτάζ που είχε στην πρωινή εκπομπή του. Από εκεί έκοβε δυο - τρεις ατάκες, έγραφε ένα κείμενο και μου τα παρέδιδε για να τα βάλω στην θεματολογία του μαγκαζίνο. Κι έπειτα εξαφανιζόταν. Έπαιρνε τον χαρτοφύλακά του έχοντας μονίμως ένα τσιγάρο στο στόμα, έβαζε την καμπαρτίνα του και …Λούης!
Έτρεχα όλη την ημέρα σαν το Βέγγο για να τα προλάβω όλα. Ειδήσεις και γεγονότα. "Ένας καλός δημοσιογράφος δεν έχει ποτέ ελεύθερο χρόνο" μου τόνιζαν. Αυτό το έκαναν γιατί συνήθως οι έξτρα 'δημοσιογραφικές' τους υποχρεώσεις δεν ήταν άλλο από τα κρυφά ραντεβού με τις ερωμένες τους. Ενώ οι οικογένειες τους πίσω είχαν την εντύπωση πως εργάζονταν σκληρά. Τέτοιο κέρατο πια! Κι εγώ θα έπρεπε να τους δικαιολογώ. Ήμουν διακριτική και δεν ήθελα να ασχολούμαι με τα προσωπικά τους. Ήταν θέμα δικό τους, αλλά θεωρούσα απαράδεκτο το γεγονός να εκμεταλλεύονται καμιά φορά την δική μου διάθεση για δουλειά για να κάνουν αυτοί τις τσιριμόνιες τους! Επιπλέον απ' το πουθενά είχα να διαπραγματεύομαι και με τον Δημήτρη. Ήταν ένας απ' τους πιο φανατικούς ακροατές μου ο οποίος είχε βαλθεί με τα τηλεφωνήματά του να με ενοχλεί και να με πιέζει να βγούμε για καφέ. Δεν μου άρεσε να κάνω αυτού του είδους τις κινήσεις. Του ξεκαθάριζα συνέχεια ότι όποιος ακροατής επιθυμεί να γνωρίσει κάποιον παραγωγό έχει το ελευθέρας να περάσει απ' το ραδιόφωνο. Αυτός το αρνιόταν πεισματικά και επέμενε να βγούμε και να με κεράσει καφέ και να τα πούμε. Τι διάολο πια;







Με τον Στράτο δεν είχαμε καμιά επικοινωνία. Ποτέ δεν μου έστειλε κάποιο γράμμα που να μου λέει τι κάνει και πως περνάει έστω. Από τον Ηλία -όταν τον συνάντησα τυχαία- έμαθα ότι μετά την ορκωμοσία του παρέμεινε στο Μεγάλο Πεύκο στο Κέντρο Εκπαίδευσης. Ότι ήταν αρκετά χωμένος στο πρόγραμμα του στρατού κι ότι αφού επέλεξε τις Ειδικές Δυνάμεις, ο ελεύθερος χρόνος που του παρέμενε ήταν χρόνος μόνο για ξεκούραση και ύπνο και για τίποτε άλλο. Δεν μπορούσα να τα πολυκαταλάβω αυτά τα στρατιωτικά! Ήθελα να μάθαινα τα νέα του από πρώτο χέρι. Δεν τολμούσα όμως να τηλεφωνήσω στους γονείς του έστω στο καθαριστήριο για να μάθω περισσότερα. Υπήρχαν στιγμές που η μορφή του ήταν κολλημένη στο μυαλό μου και ήθελα να ξέρω αν ήταν καλά. Πνιγόμουν! Και γι' αυτό ξεσπούσα στην δουλειά μου. Ξεπατωνόμουν όλη την ημέρα και το βράδυ γυρνούσα στο διαμέρισμά μου αποκαμωμένη.
Ο τηλεφωνητής μου όσες φορές και αν τον έλεγχα δεν έλεγε να καταγράψει κάποιο μήνυμά του. Ένοιωθα τόσο απογοητευμένη. Τι σκατά έψαχνα; Γιατί δεν έπαυα να τον σκέφτομαι, αφού όλα ήταν πια περασμένα ξεχασμένα; Του ήμουν εντελώς αδιάφορη, γιατί δεν έκανα το ίδιο; Τι νόημα έχει να βασανίζω το κεφάλι μου για αυτόν;
Ήταν ήδη απόγευμα και γυρόφερνα μέσα στο ψυχρό δυαράκι μου. Ήταν η πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό που ο Μάνος γύρισε και μου είπε να ξεκουμπιστώ απ' το δημοσιογραφικό γιατί είχε βαρεθεί να με βλέπει και είχε αναθέσει όλη την δουλειά στον Νικόλα. Ο Νικόλας ακούγοντας την απόφαση του Μάνου ξίνισε και τσίνησε συγχρόνως, διαμαρτυρόμενος που ο ίδιος ο διευθυντής ξεχνούσε το τυπικό της συνεργασίας τους! Είχε τα νεύρα του ο διευθυντής μας: έδιωξε εμένα με μιας μέρας ρεπό και διαολόστειλε τον Νικόλα να πάει να κάνει την δουλειά κατά πως πρέπει και να ετοιμάσει τα θέματα για το μαγκαζίνο. Καθόμουν λοιπόν μες το σπίτι μου και τι έκανα; Νωρίτερα είχα επισκεφθεί τους γονείς μου, αλλά δεν μπορούσα να είμαι όλη την ημέρα μες τα πόδια τους. Γύρισα στο σπίτι μου και γυρόφερνα σαν την άδικη κατάρα. Έκανα κάποιες δουλειές που έπρεπε να γίνουν, αλλά και πάλι δεν ήμουν στα καλά μου. Στο ρολόι τοίχου οι δείκτες ήταν λες και είχαν κολλήσει. Συνεχώς τηλεφωνούσα στο 141 για να βεβαιωθώ για την ώρα. Μου φαινόταν ότι ο χρόνος είχε κολλήσει εκεί στην ίδια ώρα και δεν έλεγε να προχωρήσει. Έβαλα στο στέρεο να ακούσω κάποιους νέους δίσκους αλλά βαρέθηκα. Τηλεφώνησα στην κολλητή μου την Πένυ να της κάνω επίσκεψη και μου είπε ότι δεν γινόταν γιατί είχε άρρωστη την κόρη της και είχε να πάει στον παιδίατρο το απόγευμα. Έκατσα στο γραφείο μου και τακτοποίησα όλα μου τα χαρτιά και έπιασα ξάφνου τον εαυτό μου να ζωγραφίζει το όνομα του Στράτου. Μα τι διάολο έπαθα; Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει; Ούτε με τον Γιώργο έκανα έτσι. Τράβηξα το χαρτί απ' το σημειωματάριο και το πέταξα στο καλαθάκι κάτω απ' το γραφείο μου. Το τηλέφωνο ξαφνικά χτύπησε. "Μακάρι να είναι απ' την δουλειά. Μακάρι να υπάρχει φόρτος εργασίας και να με θέλουν" σκέφτηκα και σήκωσα αμέσως το ακουστικό:
- Μαρίνα;
Μια αντρική φωνή ακούστηκε να με καλεί. Για μια στιγμή δεν την αναγνώρισα:
- Ακούω!
Φαντάστηκα πως θα ήταν ο Θοδωρής απ' την ρεσεψιόν:
- Ο Στράτος είμαι!
Μαζεύτηκα! Ένοιωσα να τρέμω και παραλίγο να μου φύγει το ακουστικό απ' το χέρι απ' την στιγμιαία παράλυση που νόμιζα πως ένοιωσα:
- Στράτο; Που είσαι;
Ρώτησα αμέσως περιμένοντας να ακούσω πως είχε έρθει με άδεια και ήθελε να με δει:
- Σου τηλεφωνώ απ' την Ρόδο!
- Τι κάνεις εκεί;
Απογοητεύτηκα όσο δεν γίνεται περισσότερο. Διαγράφηκε με μιας η χαρά μου πως ίσως τον έβλεπα, πως ίσως μου παρουσιαζόταν ξαφνικά στην πόρτα του σπιτιού μου.
- Εδώ με μετέθεσαν.
- Α! Δεν ήξερα! Είναι καλά εκεί;
Τι να ρωτήσω πια; Άρχισα τις γνωστές ερωτήσεις που κάνει κανείς σε έναν φαντάρο.
- Εντάξει! Στρατός είναι, δεν είναι κολλέγιο! Συγγνώμη αν καθυστέρησα να σου τηλεφωνήσω, αλλά μας είχαν πεθάνει στην εκπαίδευση τους νεοσύλλεκτους. Εσύ; Πες μου τα νέα σου. Είσαι καλά;
"Όχι δεν είμαι καλά και μου λείπεις πάρα πολύ" σκέφτηκα να του πω:
- Εντάξει! Τρέχω με την δουλειά.
- Χαίρομαι! Μου λείπεις. Μακάρι να έπιανε ο σταθμός εδώ κάτω να σε ακούω τουλάχιστον. Να 'ξερες πόσο μου λείπεις!
Δάκρυσα. "Αχ και να ήξερες το πόσο μου λείπεις εσύ. Δεν ανασαίνω το ίδιο με σένα μακριά μου".
- Κι εμένα μου λείπεις! Θα πάρεις άδεια να σε δούμε;
- Θα πάρω αλλά δεν ξέρω πότε. Να ξέρεις μόνο ότι όταν έρθω με άδεια, θα είσαι η πρώτη που θα δω. Να με περιμένεις!
"Θα σε περιμένω καρδιά μου, ακόμη κι αν είμαι η τελευταία που θα δεις" σκέφτηκα όταν άκουγα την φωνή του να μου χαϊδεύει το αυτί μου! Απ' την μια χαιρόμουν που μου ζητούσε κάτι τέτοιο, αλλά αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να αλλάξει στην ζωή μου ώστε να τον περιμένω; Δεν είχε κάνει κανένα βήμα πριν παρουσιαστεί στον στρατό και θα το έκανε τώρα; Ή μήπως είχε τον χρόνο να σκεφτεί καλύτερα εκεί για ότι ζήσαμε και ήθελε να μου δείξει πόσο πολύ με νοιαζόταν;
Τον ρώτησα αν ίσχυε η πρότασή μου να αλληλογραφούμε. Αν τον ενδιέφερε και είχε διάθεση να μου γράφει. Ήταν πολύ χαρούμενος όταν του το υπενθύμισα και μου έδωσε αμέσως την διεύθυνσή της μονάδας του. Δεν συνεχίσαμε να μιλάμε περισσότερο. Κλείσαμε αμέσως γιατί τηλεφωνούσε απ' το Κ.Ψ.Μ. και περίμεναν είπε κι άλλοι να τηλεφωνήσουν.
Άφησα το ακουστικό στην βάση του και το κοιτούσα. Συνέβη αλήθεια; Αλήθεια μου τηλεφώνησε ή απλά το ονειρεύτηκα; Η διεύθυνση της μονάδας του στο σημειωματάριο μου επιβεβαίωνε ότι δεν ήταν όνειρο.
Χωρίς άλλες σκέψεις έκατσα αμέσως να του γράψω το πρώτο γράμμα. Σίγουρα θα ένοιωθε μόνος εκεί κάτω χωρίς κάποιον φίλο κοντά. Τώρα πια είχα κάτι να γεμίσω τον χρόνο μου. Θα του έγραφα τα νέα μου και γενικότερα τα νέα της πόλης. Να πάρει έστω μια γεύση για το πώς συνεχίζεται η καθημερινότητα εδώ.






Το γράμμα το έλαβε αλλά απάντηση ποτέ δεν μου έστειλε. Πήγαινα τακτικά στο ταχυδρομείο κοίταζα την θυρίδα μου και δεν έβρισκα τίποτε άλλο παρά μόνο την κλασική μου αλληλογραφία με δύο πολύ καλούς φίλους, τον Βαγγέλη και την Γιωργία. Δεν άργησε όμως η μέρα που μου τηλεφώνησε και πάλι και το χάρηκα:
- Μαρίνα το έλαβα το γράμμα σου. Αλλά συγγνώμη που δεν σου απάντησα δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος. Είμαι στην κυριολεξία στην πίεση. Δεν προλαβαίνω να καθίσω και με τρέχουν σε αγγαρείες.
- Μα… ούτε δυο λέξεις; Ότι είσαι καλά έστω;
Δεν μου αρκούσε που μου τηλεφωνούσε είχα κι απαίτηση να μου γράψει!
- Ούτε μία. Δεν υπάρχει χρόνος κι όταν υπάρχει πέφτω εξαντλημένος για ύπνο. Αν θες ξαναστείλε μου εσύ. Μου αρέσει να μαθαίνω τι γίνεται εκεί. Μη μου κρατάς κακία.
Δεν του το αρνήθηκα. Είχε χρησιμοποιήσει το γλυκό ύφος που χρησιμοποιεί αν θέλει να του κάνουμε χάρες κι αυτό το ύφος με τρέλαινε! Γιατί να του κρατήσω κακία άλλωστε; Δεν μπορούσα. Μέρα με την μέρα πια συνειδητοποιούσα ότι τον ερωτευόμουν όλο και περισσότερο. Και μου άρεσε να του γράφω.
Αν και πνιγόμουν στην δουλειά, θα του έγραφα και πάλι. Δεν ήθελα να του πω πως υπήρχαν άλλες προτεραιότητες στην δουλειά. Είχε τα δικά του άγχη και δεν έπρεπε να του σπάσω το ηθικό αφού μου ζητούσε επικοινωνία. Θα του έγραφα όταν θα ήμουν στο σπίτι.
Όλη την ημέρα έτρεχα. Ήταν μέρα κινητοποιήσεων κι όλοι οι εργαζόμενοι στις προβληματικές επιχειρήσεις είχαν κλείσει κεντρικούς δρόμους δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην κυκλοφορία της πόλης και έπρεπε να είμαι σε συνεχή ραδιοφωνική επαφή ώστε να ενημερώνω ποιοι δρόμοι είναι ελεύθεροι και κατά που κατευθυνόταν η πορεία των εργαζομένων. Όσο κι αν είχα την τρελή επιθυμία να καθίσω και να του γράψω αμέσως, ήταν αδύνατο. Έπρεπε να είμαι στις επάλξεις μέχρι να τελειώσει η κινητοποίηση και βρει τους ρυθμούς της η πόλη, αλλά κι εγώ. Άλλωστε μετά από όλο αυτό το τρέξιμο θα έπρεπε να ετοιμάσω τα ρεπορτάζ για την επόμενη μέρα. Ο Μάνος ήθελε τις ηχογραφήσεις επάνω στο γραφείο του και τα κείμενα κι έπρεπε να το κάνω. Ευτυχώς που αυτή τη φορά ο Νικόλας ήταν συνεργάσιμος μαζί μου και έτσι μοιραστήκαμε το τρέξιμο.
Σήμερα η μέρα μου φάνηκε πιο λαμπερή. Ίσως επειδή το αναγκαίο πέρασμα μου απ' το σπίτι για να βάλω αθλητικά παπούτσια για τα ρεπορτάζ στην κινητοποίηση, μου επιφύλαξε την έκπληξη όταν ο Στράτος μου τηλεφώνησε. Φίλησα το ακουστικό του τηλεφώνου -όταν κλείσαμε- σαν να φιλούσα τον ίδιο και βγήκα στους δρόμους νοιώθοντας πιο ανάλαφρη και πιο δυνατή!


Kεφάλαιο 24