38. Χαστούκι...



Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια για να καταφέρω να ηρεμήσω. Μάταια όμως. Το μαξιλάρι μου είχε μουσκέψει απ’ τα δάκρυά μου, όσο το μυαλό μου γυρνούσε σε όλες εκείνες τις στιγμές που είχαμε μοιραστεί με τον Στράτο απ’ την αρχή της γνωριμίας μας μέχρι τώρα. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι κι έκλεισα το ξυπνητήρι πριν αρχίσει να χτυπά. Ήδη είχα ένα κεφάλι πολύ βαρύ απ’ την αϋπνία και την απεγνωσμένη προσπάθεια να κοιμηθώ, δεν άντεχα τον παραμικρό θόρυβο. Δεν είχα και την διάθεση να πάω στο σταθμό Σαββατιάτικα και έξι η ώρα το πρωί ποιον αν έβρισκα να με αντικαταστήσει;
Άνοιξα την μπαλκονόπορτα του δωματίου και άφησα να μπει λίγο φρέσκος πρωινός αέρας. Ήπια ένα ντεπόν για τον πονοκέφαλό μου και χώθηκα κάτω απ’ το ντους. Ούτε το νερό μπορούσε να με συνεφέρει. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και τα μάτια μου, ήταν κατακόκκινα απ’ την έλλειψη ύπνου και είχαν και μαύρους κύκλους. Έβαλα ένα μπουρνούζι και τράβηξα προς το καθιστικό. Βρωμούσε απ’ το ποτό που είχε πεταχτεί την στιγμή που εγώ είχα πετάξει το ποτήρι. Στο τραπεζάκι είχα παραπεταμένο το γράμμα του Στράτου. Το δίπλωσα και το καταχώνιασα στο συρτάρι του γραφείου μου. Μάζεψα τα κομμάτια απ’ το σπασμένο ποτήρι με μια σκούπα και σφουγγάρισα το σημείο που το ποτό είχε αφήσει λεκέδες.
Το ρολόι στον τοίχο μου πρόδινε πως έπρεπε να ετοιμαστώ αμέσως για το ραδιόφωνο. Δεν είχα αρκετό χρόνο για να ασχοληθώ με το σπίτι. Ετοιμάστηκα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γινόταν για να πάω στο σταθμό. Τουλάχιστον σήμερα δεν θα είχα το τρέξιμο το χθεσινό κι αν ο Λάμπης είχε όρεξη θα μπορούσε να με διευκολύνει αν χρειαζόμουν κάποια βοήθεια. Καμιά φορά τύχαιναν ξαφνικά πράγματα και έπρεπε να τα προλάβω, αν δεν μπορούσα να βρω άλλον συνάδελφο για να καλύψει κάτι έκτακτο.
Το ρολόι μου έγραφε εξήμιση. Ευτυχώς και δεν ήμουν μακριά απ’ το ραδιόφωνο. Σε δέκα λεπτά ήδη βρισκόμουν απ’ έξω’ μάλιστα είδα πως τα φώτα στο δημοσιογραφικό ήταν ανοικτά. Μπήκα μέσα γρήγορα. Ο Λάμπης είχε ξυπνήσει νωρίτερα, είχε ξεκλειδώσει το δημοσιογραφικό, το καθάρισε απ’ την καθιερωμένη Παρασκευιάτικη ολονυχτία και το άφησε να αεριστεί για να μην αρχίσω πρωί-πρωί την γκρίνια. Στην ρεσεψιόν το φαξ δεν είχε κανένα ‘σεντόνι’ από ειδήσεις και ανακοινώσεις. Το γραφείο μου δε, ήταν καθαρό και τακτοποιημένο όπως το’ χα αφήσει το βράδυ. Άφησα την τσάντα μου στο γραφείο μου και καλημέρισα τον Λάμπη και πήγα να φτιάξω καφέ.
Ο Λάμπης ήταν στα κέφια του και είχε όρεξη για κουβέντα. Ο πονοκέφαλός μου, είχε γίνει ανυπόφορος και όση ώρα έβραζε το νερό στο γκάζι, έκανα μασάζ στους κροτάφους μου μπας και ησύχαζα. Έφτιαξα τον στιγμιαίο καφέ μου χωρίς να τον χτυπήσω και πήγα στο γραφείο μου όπου κι εκεί συνέχισα το μασάζ, ενώ ένοιωθα τα μάτια μου έτοιμα να διαμαρτυρηθούν και πάλι, δακρύζοντας! Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η γραπτή ‘συγγνώμη’ του Στράτου. Βγήκα απότομα απ’ την σκέψη μου, όταν ένοιωσα δυο χέρια να μου κάνουν μασάζ στους ώμους και τον λαιμό μου.
- Δεν δείχνεις καλά. Συμβαίνει κάτι; Με ρώτησε ο Λάμπης και συνέχισε τις μαλάξεις του στον λαιμό μου.
- Όχι. Απλά ξενυχτισμένη και άυπνη είμαι. Του απάντησα.
- Διασκέδαζες το βράδυ;
- Αφάνταστα κι ανεπανάληπτα!
Τραβήχτηκα απ’ τα χέρια του και έπιασα να κοιτάζω τα χθεσινά γραπτά, που θα διάβαζα στο πρωινό δελτίο ειδήσεων. Αχ! Λάμπη, αν γνώριζες πως ήταν η δική μου διασκέδαση το βράδυ, θα είχες φρικάρει! Έκατσε στο κάθισμα που ήταν μπροστά μου στο γραφείο μου και με κοιτούσε που τα μάτια μου ήταν υγρά:
- Εσύ κλαις! Μαρίνα τι συμβαίνει; Επέμεινε.
- Είναι απ’ την αϋπνία. Λάμπη σε παρακαλώ άσε με να κοιτάξω τη δουλειά μου και κοίτα κι εσύ την δική σου.
- Όπως θες!
Δεν επέμεινε έτσι όπως είχα θυμώσει. Ένοιωθα να μισώ κι αυτόν. Η υποκρισία θα έπρεπε να είναι γένους αρσενικού κι όχι θηλυκού. Ο Λάμπης με κοιτούσε αμίλητος πια και γύρισε στο στούντιο. Με το που πρόσεξα πως είχα απαλλαγεί απ’ την παρουσία του, άφησα τα γραπτά κι άναψα τσιγάρο αμέσως. Τα δάκρυά μου κύλησαν αργά-αργά στα μάγουλά μου. Όσο κι αν ήθελα να αποβάλω από μέσα μου αυτά που μου είχε γράψει ο Στράτος ήταν αδύνατον. Το φταίξιμο ήταν ολότελα δικό μου. Εγώ ήμουν αυτή που ήθελα να μην του σταθώ εμπόδιο σε ότι κι αν αποφάσιζε. Αλλά δεν υπολόγισα το κόστος. Το συναισθηματικό κόστος. Και τώρα το πληρώνω. Ίσως με το ίδιο νόμισμα. Εγώ δεν ήμουν αυτή που αποφάσισε να βγει με τον Δημήτρη; Το ίδιο έκανε κι ο Στράτος. Μόνο που εκείνος το προχώρησε. Και είχε την πλήρη αναισθησία να με ξεκάνει εντελώς περιγράφοντας το πώς πέρασαν το βράδυ τους. Όσο κι αν προσπάθησα να κάνω ‘πέτρα την καρδιά μου’ όπως ο ίδιος μου ζητούσε στο γράμμα του, δεν μπορούσα. Η καρδιά μου είχε γίνει χιλιάδες κομμάτια. Εκατομμύρια κομμάτια.
Άφησα το τσιγάρο και πήγα στην τουαλέτα. Κοίταξα τα μάτια μου. Ήταν ακόμη χειρότερα πια. Το μακιγιάζ των ματιών μου είχε παραποιηθεί απ’ τα δάκρυα και αυτό που έβλεπα δεν ήταν η εικόνα μου, αλλά ο πόνος όπως διαγραφόταν με χρώματα στο πρόσωπο μου. Έβρεξα λίγο χαρτί τουαλέτας και σκούπισα τα μάτια μου όπως-όπως, για να φύγει το χρώμα. Άραγε ο ίδιος πώς να αισθανόταν εκεί κάτω, τώρα που ήταν μόνος; Άραγε είχε τύψεις; Ή πίστευε πως εγώ το ‘χα πάρει ψύχραιμα; Πως μπορείς να κάνεις πέτρα την καρδιά σου μετά από έναν τέτοιο κεραυνό; Πώς να συνεχίσεις την ζωή σου σαν μην συμβαίνει τίποτα; Πως θα καταφέρω να τον αντικρίσω όταν μου ζητήσει ο αδερφός μου κάποια στιγμή να τον συναντήσουμε; Πώς να αρνηθώ στον Γιάννη κάτι τέτοιο; Τι δικαιολογία να βρω; Τι να του πω; Ξέρεις με τον φίλο σου υπήρχε κάτι μεταξύ μας, το οποίο και διαλύσαμε και ξέρεις δεν μπορώ να τον αντικρίσω; Και να που τώρα έπρεπε να κρατήσω τα προσχήματα και πάλι. Και να που έπρεπε να μην μπω στην διαδικασία να του εξηγήσω για την σχέση μου με τον Στράτο. Και να που το πράγμα δυσκόλευε περισσότερο.
Ο Λάμπης καθόταν στο γραφείο μου και με περίμενε. Δεν του μίλησα. Πήρα τα χαρτιά μου και τα κοίταζα πάλι κάνοντας πως δεν συνέβαινε τίποτε. Κατάφερα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να υποκρίνομαι πως ήμουν απλά ξενυχτισμένη.




Όλα σήμερα μου φάνταζαν να κολυμπούν στην υποκρισία. Ο Λάμπης έκανε ότι μπορούσε κι ότι περνούσε απ’ το χέρι του για να με δει να χαμογελάω. Ο Γιώργος απ’ την άλλη που εμφανίστηκε αργότερα άρχισε να δείχνει ένα περίεργο ενδιαφέρον. Πολύ οικείο. Προφανώς είχε διαπιστώσει ότι ήμουν αρκετά ευάλωτη κι αυτό τον έκανε να κρίνει πως ήταν ίσως η ευκαιρία που περίμενε:
- Καλημέρα Μαρίνα! Μου είπε και κάθισε ακριβώς μπροστά μου, την ώρα που κοίταζα ένα φαξ.
- Καλημέρα. Του πέταξα αδιάφορα.
- Θέλω μια χάρη από εσένα. Θέλω να φτιάξουμε μια διαφήμιση και θα την πληρωθείς.
Δεν είχα το μυαλό να καταλάβω τι μου είπε, αλλά δέχτηκα αμέσως. Στην δε ηχογράφηση υπέφερα. Το κείμενο έπρεπε να το διαβάζω χαρούμενα και να φαίνεται. Δεν μπορούσα, πνιγόμουν. Δεν ήμουν χαρούμενη. Δεν μπορούσα να κάνω την χαρούμενη.
- Μα τι έπαθες μωρό μου σήμερα; Με ρώτησε ο Γιώργος όταν ήρθε στο διπλανό στούντιο σε μένα για να του εξηγήσω που οφειλόταν η αλλόκοτη συμπεριφορά μου.
Τον κοίταξα ανέκφραστη: «Άει στο διάολο κι εσύ και το δούλεμά σου κι όλοι σας»!
- Τίποτα. Εσύ πως είσαι μετά από ξενύχτι; Τον ρώτησα κρατώντας την ψυχραιμία μου να μην ξεσπάσω.
- Κοίτα αγάπη μου γλυκιά. Θυμήσου κάτι ευχάριστο και να δεις που θα βγει αμέσως η διαφήμιση όπως θέλουμε.
Όσο καιρό τον ήξερα ποτέ του δεν με είχε αποκαλέσει ‘μωρό’ του ή ‘αγάπη’ του. Και βρήκε την κατάλληλη στιγμή να τα πει. Λες και το έκανε επίτηδες. Δεν του μίλησα και δεν θυμήθηκα τίποτε ευχάριστο. Προσποιήθηκα ότι θυμήθηκα κάτι ευχάριστο και τουλάχιστον βγήκε η διαφήμιση όπως την ήθελε. Βγήκα απ’ το προντάξιον εξουθενωμένη. Μου φάνηκε ότι το συγκεκριμένο διαφημιστικό ήταν απίστευτη ταλαιπωρία. Ο Γιώργος έκανε την υπόλοιπη δουλειά στο στούντιο και εγώ άρχισα να γυροφέρνω. Τότε μου ‘ρθε να κάνω την επόμενη τρέλα. Κλειδώθηκα στο δημοσιογραφικό και τηλεφώνησα στο στρατόπεδο του Στράτου. Με ρώτησαν ποια ήμουν. Τους είπα πως ήμουν μια ξαδέρφη του. Μου είπαν πως ήταν αδειούχος για το Σαββατοκύριακο. Το επόμενο βήμα μου ήταν να τηλεφωνήσω στον αδερφό μου. Τον ρώτησα τι έκανε και πως τα περνούσε. Ήταν μια γενική ερώτηση μεν αλλά που έδινε την τροφή για κάποιον να πει τα πάντα. Τον άφηνα να πει τα πάντα και τον είχε πιάσει λογοδιάρροια. Και τελικά μες την περιέργεια τάχα ρώτησα τι έκανε ο Στράτος κι αν είχε νέα του. Μου είπε πως τον περίμενε μες το Σαββατοκύριακο και θα τον φιλοξενούσε. Τον ρώτησα αλλά γενικά πράγματα, για τους φίλους του και τις παρέες του και τα μαθήματά του. Τον άφηνα να μιλάει. Τελικά μετά από αρκετή ώρα πια τον διέκοψα για να τον αποχαιρετήσω λέγοντάς του να διαβιβάσει τα χαιρετίσματά μου στον Στράτο. Δεν θα ανέβαινε λοιπόν στην πόλη μας. Ή δεν υπήρχαν τα χρήματα για να της κάνει την έκπληξη ή δεν ήταν και τόσο τρελός μαζί της. Έκανα σπασμωδικές κινήσεις για να μάθω τα πάντα. Ήθελα να μάθω πως κυλούσε η καθημερινότητά του, αποβάλλοντας εμένα απ’ την ζωή του.
Στο ρολόι του σταθμού η ώρα έδειχνε πως ήταν μεσημέρι πια κι έπρεπε να μπω για το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων –ευτυχώς που η μέρα ήταν ήσυχη και δεν υπήρχε κάτι έκτακτο. Δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ήθελα να τελειώνω με το δελτίο και να γυρίσω στο σπίτι μου και να κλειδωθώ και να μείνω εκεί μέσα και να μην βγω ποτέ. Ξεκλείδωσα το δημοσιογραφικό κι πήρα μαζί μου όλα όσα είχα ήδη ετοιμάσει: κείμενα και ηχογραφημένα, τα οποία τελευταία τα άφησα δίπλα στην κονσόλα καθώς περνούσα απ’ το κοντρόλ πριν μπω στο στούντιο. Ο Λάμπης καθόταν πιο κει και κουβέντιαζε με τον Λάκη, έναν απ’ τους διαφημιστές του ραδιοφώνου:
- Για έλα εδώ! Άκουσα τον Λάμπη ξαφνικά την στιγμή που ήμουν έτοιμη να βγω απ’ το κοντρόλ.
- Λάμπη βιάζομαι. Του είπα κι έκανα να φύγω.
- Έλα δω ρε παιδί μου που σε θέλω. Δεν αργούμε. Επέμεινε.
Κοίταξα το ρολόι κι ο χρόνος περνούσε γρήγορα και αυτό δεν μου άρεσε.
- Σ’ ακούω λέγε γρήγορα γιατί βγαίνουμε αέρα. Του είπα την στιγμή που πλησίασα.
- Δώσε μου ένα φιλάκι. Είπε παιδιαρίζοντας και με αγκάλιασε απ’ την μέση.
Με θύμωσε αυτό που έκανε. Ήμουν ήδη πολύ χάλια, αισθανόμουν άβολα εκεί μπροστά στον Λάκη και δεν υπήρχε χρόνος για σαλιαρίσματα.
- Λάμπη άφησε με! Του ζήτησα σοβαρά κι έκανα να τραβηχτώ.
- Δεν σ’ αφήνω αν δεν μου δώσεις ένα φιλάκι.
Ξαφνικά άρχισε να με αγαπά ο Λάμπης; Κι από πού κι ως που εγώ θα του έδινα ένα ‘φιλάκι’;
- Λάμπη πρέπει να αρχίσουμε τις ειδήσεις. Επέμεινα.
- Πρώτα το φιλάκι.
- Αν δεν μ’ αφήσεις θα σε χαστουκίσω.
Ήδη με είχε εκνευρίσει πάρα πολύ και με δυσκολία συγκρατούσα τα νεύρα μου.
- Πρώτα το φιλάκι. Επέμεινε ο Λάμπης και με έσφιξε περισσότερο με τα μπράτσα του.
- Θα φας χαστούκι και δεν αστειεύομαι.
Τα χέρια του είχαν τυλιχτεί πια ακόμη πιο σφιχτά γύρω απ’ την μέση μου και με δυσκολία κινιόμουν και πρόσεξα πια ότι ήδη είχαμε περάσει το χρονικό περιθώριο.
- Φιλάκι και ξεκινάμε ειδήσεις.
- Επιμένεις και θα το φας το χαστούκι και μιλάω σοβαρά. Γι’ αυτό άφησέ με!
- Δεν σ’ αφήνω αν δεν μου δώσεις φιλάκι.
«Φιλάκι θες; Παρ’ το»! Δεν υπολόγισα στο ελάχιστο την παρουσία του Λάκη –τον οποίο άνθρωπο σεβόμουν για την δουλειά του και προσφορά στο ραδιόφωνο και μάλιστα χωρίς τυμπανοκρουσίες. Υπολόγισα όμως ότι με εκνεύριζε αυτή η ξαφνική συμπεριφορά του Λάμπη κι ότι πια είχαμε βγει αρκετά απ’ την κανονική ροή του προγράμματος. Δεν ξέρω πόση δύναμη έβαλα, αλλά ακούστηκε δυνατά να σκάει το χέρι μου στο μάγουλο του Λάμπη, το οποίο κοκκίνισε αμέσως. Με άφησε αμέσως, ξαφνιασμένος απ’ την πραγματοποίηση της προειδοποίησης μου. Ίσως θεωρούσε ότι δεν θα έκανα τίποτε. Ο Λάκης βλέποντας όλη την σκηνή όπως παίχτηκε κι όπως εξελίχθηκε, έμεινε έκπληκτος. Δεν με ένοιαξε τίποτε.
Ξαφνικά ένοιωθα πιο χαλαρή. Σαν να μου είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου. Λες και στο πρόσωπο του Λάμπη έβλεπα τον Στράτο. Ίσως και να το έκανα αν τον είχα μπροστά μου, όταν μάλιστα θα άρχισε να ξεστομίζει την ηλίθια ‘συγγνώμη’ του και την ακόμη πιο ηλίθια επιθυμία να μείνουμε φίλοι. Του άξιζε που με εξαπάτησε τόσο ξεδιάντροπα.
- Αφού το θέλετε έτσι δεσποινίς Θεοδώρου, στο εξής η συνεργασία μας θα περιορίζεται μόνο στο τεχνικό μέρος.
Γύρισα και τον κοίταξα λίγο πριν βγω απ’ το κοντρόλ. Το κοίταζα και νόμιζα πως με δούλευε, πως έπαιζε μαζί μου μια τέτοια στιγμή κι όπως εγώ ήμουν απ’ το βράδυ:
- Ωραία λοιπόν! Να σου θυμίσω Λάμπη ότι η συνεργασία μας μέχρις εκεί φτάνει και πουθενά αλλού. Σε προειδοποίησα κι εσύ θέλησες να ξεπεράσεις τα όριο της συνεργασίας μας.
- Παρακαλώ να μου μιλάτε στο εξής στον πληθυντικό. Τέρμα οι οικειότητες.
Δεν μπορεί να είναι τόσο ανώμαλη η μέρα! Ακούς να του μιλάω στον πληθυντικό! Τον άφησα να παραληρεί και πέρασα δίπλα στο στούντιο. Είχα άλλες έννοιες πολύ πιο ενδιαφέρουσες για να ασχοληθώ παρά το να δώσω σημασία στο τι μου έλεγε ο Λάμπης.


Κεφάλαιο 39