59. Σε πίνω στο ποτήρι μου...


Είχε περάσει το Σαββατοκύριακο κι είχα μείνει με την αίσθηση πως πια ο Στράτος με τον τρόπο του μου είχε ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του για μένα. Με τον τρόπο του μου δήλωνε πως ήταν αρκετά μπερδεμένος αλλά δεν ήθελε πια να μπερδεύεται ακόμη περισσότερο. Αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στα 'θέλω' και τα 'πρέπει'. Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ ήταν να δώσω το τέλος. Όσο κι αν αυτό με δίσταζε έπρεπε να το κάνω.
Κοιτούσα το σπίτι που είχα νοικιάσει πριν χρόνια και το είχα λατρέψει. Ένα μικρό διαμερισματάκι, αρκετά βολικό για δύο άτομα, οικονομικό και σχετικά άνετο. Μου ήταν δύσκολο να μαζέψω όλα τα πράγματα και να τα μεταφέρω στο πατρικό μου. Ευτυχώς η επίπλωση δεν μου ανήκε κι έτσι όλα όσα θα έπρεπε να μετακομίσω άνετα έμπαιναν σε κούτες. Ο ιδιοκτήτης δυσαρεστήθηκε όταν του ανακοίνωσα ότι θα ελευθερώσω εντός των ημερών το διαμέρισμα. Μου ζήτησε να μείνω για όσο χρειαστεί και να μην του πληρώσω ενοίκιο, μέχρι να βολευθώ και να αδειάσω το σπίτι. Πάντα ήμουν τυπικότατη στην πληρωμή του ενοικίου κι αυτός θεώρησε πως το λιγότερο που μπορούσε να μου προσφέρει ήταν μερικές μέρες δωρεάν διαμονής μέχρι να πακετάρω χωρίς βιασύνες.
Προετοίμασα και τον Γιάννη για τα σχέδια μου. Φυσικά τον έπεισα να μην πει πουθενά που θα πήγαινα ούτε και στον Στράτο. Θέλησε να μάθει το γιατί. Τι να του έλεγα; Προσπαθούσα να δικαιολογηθώ πως ήμουν αρκετά φορτισμένη με το θέμα δουλειάς και ήθελα να ηρεμήσω και να ξεφύγω για λίγο από όλους κι από όλα και δεν ήθελα να δώσω καμιά αναφορά σε κανέναν.
- Και στο κάτω-κάτω τι τον ενδιαφέρει τον Στράτο για το τι θα κάνω εγώ; Είπα στον Γιάννη.
- Μα επειδή κάνετε αρκετή παρέα μαζί γι’ αυτό ρωτάω! Δικαιολογήθηκε ο αδερφός μου.
- Δεν είμαι σε φάση τώρα να αρχίσω να ανακοινώνω σε όλους τι θα κάνω. Δεν είμαι ψυχολογικά καλά και θέλω λίγη ηρεμία. Τίποτε άλλο. Μπορείς λοιπόν να μην πεις τίποτε σε κανέναν;
- Οκ. Δική σου είναι η απόφαση και την σέβομαι.
Δεν με ξαναρώτησε τίποτε. Ήδη άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρησή του στην Ρόδο.
Με τον Στράτο είχαμε να συναντηθούμε μέρες. Όμως υπήρξε και κάποια μέρα που ήταν αναγκαία η συνάντησή μας: στα γενέθλια της αδερφής του. Δεν γινόταν να μην την δω. Θα ήταν η τελευταία φορά και ήθελα έστω με την παρουσία μου στην γιορτή της να την αποχαιρετήσω με τον τρόπο μου.
Είχαμε πάει μαζί με τον Γιάννη στην γιορτή των γενεθλίων της. Άλλωστε το τελευταίο διάστημα δεν την έβλεπα πολύ συχνά μιας και το ενδιαφέρον της το μονοπωλούσε μονίμως ο Γιώργος της. Αυτή ήταν και η ευκαιρία των υπόλοιπων φίλων της που την είχαν χάσει επίσης! Εκεί έμαθα απ’ την Βάνα ότι ο Στράτος είχε χωρίσει απ’ την Δέσποινα σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή μας απ’ την διήμερη εκδρομή μας. Η Δέσποινα καθόταν σε μια πολυθρόνα και μιλούσε με δύο φίλες της Βάνας, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ήμουν σίγουρη πως μέσα της γινόταν μεγάλος πόλεμος μιας και η Βάνα μου είχε πει πως ήταν ερωτευμένη με τον αδερφό της, γι’ αυτό κι αποφάσισε να την προσκαλέσει στα γενέθλιά της, μπας και τα ξανάβρισκαν:
- Δεν φταίει σε τίποτε η Δέσποινα αν ο αδερφός μου κάνει μαλακίες.
Μου ξεκαθάρισε η Βάνα. Δεν καταλάβαινα γιατί πάντα είχε σχεδόν τον πρώτο λόγο στα συναισθήματα του αδερφού της και δεν τον άφηνε ανεπηρέαστο να αποφασίζει ο ίδιος για την ίδια του την ζωή. Γιατί δεν τον άφηνε να μάθει απ’ τα λάθη του. Την κοιτούσα κι αναρωτιόμουν σε τι βαθμό είχε επηρεάσει με τα λόγια της τον αδερφό της σε ότι αφορούσε εμένα. Ίσως και να έκανα λάθος, αλλά μια καχυποψία πάντα με έτρωγε.
Με τον Στράτο χαιρετηθήκαμε πολύ τυπικά. Ανταλλάξαμε φιλιά στα μάγουλα σαν καλά …αδερφάκια εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Άλλωστε δεν ήταν χώρος που θα μπορούσε να εκφραστεί όπως θα ήθελε έστω και με ένα πεταχτό φιλί στα χείλια. Όταν μείναμε οι δυο μας προσπάθησα να μάθω γιατί χώρισε με την Δέσποινα. Δεν μου έλεγε. Δεν επέμεινα, αλλά μου επιβεβαίωσε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρούν. Πόσο ψεύτης αποδείχθηκε τελικά φάνηκε στην πορεία. Γιατί τελικά μόνο στην δική μου περίπτωση είχε ισχύ η γνωστή επιβεβαίωση. Μόνο με μένα δεν τα ξαναβρήκε. Μόνο σε μένα δεν έδωσε την δεύτερη ευκαιρία και δεν καταλάβαινα το γιατί. Κι αυτό που με θύμωνε περισσότερο είναι που δεν έκανε τον κόπο να μου εξηγήσει. Να ξέρω. Να ξεκαθαρίσω κι εγώ με τον εαυτό μου. Γιατί τα περί φιλίας με τον αδερφό μου είχαν αρχίσει να με κουράζουν. Θα ήταν προτιμότερο να μου πει ευθέως: ‘δεν σε γουστάρω’ και να τελειώνει εκεί η ιστορία, παρά να με παίζει με λόγια, φιλοσοφίες κι αινίγματα! Ο ίδιος ήξερε τι τελικά αισθανόταν.
Η βραδιά μας δεν έμεινε έτσι. Συνεχίστηκε στα μπουζούκια. Η Βάνα είχε κλείσει τραπέζια και μας είχε προσκαλέσει όλους. Μοιραστήκαμε σε δυο αυτοκίνητα. Σε ένα απ’ τα δύο βρισκόμασταν οι τρεις μας, εγώ, ο Γιάννης κι ο Στράτος. Έτσι ακριβώς’ με τον αδερφό μου ανάμεσα μας! Και στο τραπέζι που καθίσαμε έπειτα όλοι μας, είχα τον Στράτο ακριβώς απέναντί μου. Να με κοιτά και να παίζει με τις αντοχές μου. Να καπνίζει και να πίνει νευρικά και να μου ρίχνει εκείνο το βλέμμα που με έκανε να λιώνω. Η Δέσποινα καθόταν πολύ πιο μακριά από μας, δίπλα στην Βάνα.
Τα μπουκάλια ουίσκι, οι τεκίλες και οι βότκες μαζί με τα φρούτα και τους ξηρούς καρπούς κι όλα τα υπόλοιπα συνοδευτικά έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Η Βάνα έδειχνε να χαίρεται τα γενέθλιά της και μαζί της στην πίστα παρέσερνε και την Δέσποινα. Σαν να ήθελε να δείξει στον αδερφό της πως η κοπέλα αυτή ήταν μια ευκαιρία που κλωτσούσε από βλακεία του. Πως δεν ήταν σαν τις άλλες και πως έπρεπε να την προσέξει καλά:
- Το μόνο καλό που έχει η Δέσποινα είναι ότι έχει ωραίο σώμα! Άκουσα τον Στράτο να λέει στον Γιάννη.
Ήταν η αλήθεια. Όντως είχε όμορφο σώμα κι επιπλέον μπορεί να μην ήταν η ‘κούκλα’ ήξερα πως ήταν μια κοπέλα με μυαλό και αρκετά προσγειωμένη. Αυτό που δεν ήξερα ήταν κατά πόσο ταίριαζε με τον Στράτο μιας κι εκείνος ήταν άνθρωπος που ήθελε να χαίρεται την ζωή στο έπακρο της σε αντίθεση με την Δέσποινα που ήταν ‘κορίτσι για σπίτι’. Αναρωτιόμουν όμως γιατί ο Στράτος έβλεπε μόνο το σώμα της. Ο χαρακτήρας της δεν ήταν όμορφος; Η προσωπικότητά της δεν είχε κάποια αξία; «Τι κάθεσαι και ψάχνεις Μαρίνα; Αυτή είναι η ζωή του κι η επιλογή του. Εσύ πια δεν ανήκεις σε αυτήν». Το βλέμμα του Στράτου ήταν στραμμένο στην πίστα που χόρευαν οι δυο κοπέλες και λικνιζόντουσαν, αλλά μετά από λίγο χάθηκε στο σκοτάδι του μαγαζιού. Δεν ήξερα που είχε πάει. Ένοιωθα εντελώς έξω απ’ τα νερά μου. Ήταν σαν να ζούσα στην ζώνη του λυκόφωτος και δεν είχα τρόπο να ξεφύγω.
Ο Στράτος επέστρεψε γρήγορα. Η μουσική σταμάτησε και ξαφνικά όλοι όσοι χόρευαν στην πίστα επέστρεψαν στις θέσεις τους. Τα φώτα έκλεισαν κι ένας μικρός προβολέας απλά χάριζε το ισχνό φως του για να σπάει το σκοτάδι. Όλοι αναρωτιόμασταν τι γινόταν. Ο Στράτος ήταν λες και βρισκόταν στον δικό του κόσμο. Έπινε το ποτό και με κοιτούσε επίμονα. Τον κοίταξα κι εγώ και του χαμογέλασα:
- Άκου τραγούδι που διάλεξα. Μου είπε όταν πήγε να μου γεμίσει το ποτήρι με ποτό.
- Τι τραγούδι διάλεξες; Τον ρώτησα περίεργα.
- Άκουσε προσεκτικά. Αφιερωμένο…
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τον λόγο ή αν κάτι σήμαινε αυτή η αφιέρωση. Εκεί στο σκοτάδι το μπουζούκι άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες. Ένας προβολέας έριξε όλo το δυνατό φως του στο δικό μας τραπέζι κι αμέσως στράφηκε επάνω στον τραγουδιστή που στεκόταν δίπλα στον Στράτο. Κοιτούσα έκπληκτη: «Σε βλέπω στο ποτήρι μου…» άρχισε το τραγούδι. Το βλέμμα του Στράτου είχε καρφωθεί επάνω μου καθώς έπινε απ’ το γεμάτο ποτήρι του με ουίσκι. Έμεινα να τον χαζεύω. Είχα παραλύσει ολόκληρη. Και να ήθελα να αντιδράσω δεν μπορούσα. Μόνο τα μάτια μου ένοιωθα έτοιμα να ξεσπάσουν σε δάκρια. Κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείτε απ’ τα καμώματα του Στράτου και δεν ξέρω τι είχε καταλάβει η Δέσποινα κι αν όλο αυτό ήταν για εκείνη. Πως είναι δυνατόν να είναι για εκείνη ενώ ο Στράτος μου είχε ζητήσει να προσέξω το τραγούδι; Ο Στράτος τραγουδούσε κι αυτός και κοιτούσε το ποτό του, εμένα, τους φίλους του τριγύρω… Μόλις ο τραγουδιστής απομακρύνθηκε κι έφυγε κι ο προβολέας, άφησα το βλέμμα μου εκεί στο μισοσκόταδο κολλημένο στα μάτια του Στράτου. Κοιταζόμασταν. Εκείνος ψιθύριζε τα λόγια του τραγουδιού που μου ζήτησε να ακούσω προσεκτικά:

Σε βλέπω στο ποτήρι μου
και πίνοντας σε πίνω
κι όταν τελειώσει το πιοτό
δεν ξέρω τι θα γίνω

Σαν ακούρδιστο ρολόι
που δεν παίρνει πια στροφή
το μυαλό μου έχει μείνει
στη δική σου τη μορφή

Σε βλέπω στο ποτήρι μου
και πίνοντας σε πίνω
κι όταν τελειώσει το πιοτό
δεν ξέρω τι θα γίνω

Πίνω από τις εννιά το βράδυ
και έφτασε τρεισήμισι
και το νου μου βασανίζει
η δική σου θύμηση

Σε βλέπω στο ποτήρι μου
και πίνοντας σε πίνω
κι όταν τελειώσει το πιοτό
δεν ξέρω τι θα γίνω.

Δεν άντεξα άλλο. Ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να κάνει. Σηκώθηκα και πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού. Χώθηκα μέσα σε μία και τράβηξα τον σύρτη. Ξέσπασα σε δάκρυα. Με πονούσε. Δεν μπορούσε να ξέρει πόσο πολύ με είχε πληγώσει. Πόσο πολύ είχε στρίψει το μαχαίρι στην καρδιά μου και με είχε διαλύσει. Γιατί σε μένα όλα αυτά; Γιατί να ζω μια ανύπαρκτη αγάπη; Γιατί να ζω ένα θέατρο του παραλόγου; Γιατί; Ήταν τόσο μεγάλο το λάθος μου που τον αγάπησα; Δάκρυζα. Ένοιωθα τον αέρα ανύπαρκτο και να προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου. Αφέθηκα και ξέσπασα. Βρήκα δύναμη να βγω και να πάω στον νιπτήρα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο για να συνέλθω. Το μακιγιάζ με είχε μετατρέψει σε απομεινάρι του εαυτού μου. Ήθελα να κάνω εμετό. Δεν μπορούσα. Μου ήταν αδύνατο. Η Βάνα κι η Δέσποινα μπήκαν μετά από λίγο και κείνες στις τουαλέτες. Έδειχνα χάλια κάτι που πρόσεξε η Δέσποινα με ενδιαφέρον. Η Βάνα με ρώτησε αν ήμουν καλά. Δικαιολογήθηκα πως είχα πιει πάρα πολύ και με είχε πειράξει το πότο. Σουλουπώθηκα κάπως. Δεν μπορούσα να τους δίνω ψεύτικες δικαιολογίες για το που οφειλόταν το μαύρο μου το χάλι. Επέστρεψα στο τραπέζι. Δεν τόλμησα να τον κοιτάξω λεπτό. Παρέμενα εκεί για χάρη του Γιάννη. «Μαρίνα μην τον κοιτάξεις. Τελείωσαν όλα απόψε».
Και στο τέλος της βραδιάς, πάλι μοιραστήκαμε στα αυτοκίνητα. Ο Στράτος χάθηκε κάπου με την Δέσποινα κι εγώ με τον Γιάννη επιστρέψαμε σπίτια μας.
Ένοιωθα πια ότι το μικρό διαμερισματάκι μου είχε ανεχτεί πολλές πληγές δικές μου. Έπρεπε σύντομα να το εγκαταλείψω για να πάψω να θυμάμαι όλα όσα με πλήγωσαν, γιατί έκανα το λάθος να τα αγαπήσω.




Κεφάλαιο 60