49. Ωχ! Ο πατέρας του;




Ο Στράτος ξαναμπήκε στην ζωή μου. Βλεπόμασταν συχνά και γενικά είχαμε αρχίσει να βρίσκουμε τους χαμένους εαυτούς μας. Ερχόταν σπίτι μου, πήγαινα στο δικό του και η ζωή μας κυλούσε σ’ ένα ρυθμό που τουλάχιστον εμένα μου άρεσε και με έκανε να ξεχνώ τα προβλήματα που προέκυπταν τελευταία πολύ συχνά στην δουλειά. Με την Βάνα είχαμε γίνει καλές φίλες και παρά το ότι δεν μου μιλούσε για τα δικά της προβλήματα, παρατηρούσα ότι ήταν αρκετές οι φορές που έδειχνε αγχωμένη, όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τον Γιώργο της. Ο δε αδερφός μου ήταν συχνά στο σπίτι μου και είχαμε καταφέρει να γίνουμε οι φίλοι του κι οι φίλοι μου, μια παρέα. Μου άρεσε που αυτό το καλοκαίρι όλα κυλούσαν τόσο ομαλά στην ζωή μου και που δεν άφηνα την δουλειά να με επηρεάσει. Ίσως να ευθυνόταν η παρουσία του Στράτου, που πια πήγαινα στην δουλειά σαν άνθρωπος και δεν ξημεροβραδιαζόμουν εκεί! Όλη η παρέα φέτος είχε αλλάξει στέκια. Προτιμούσαμε να εξορμούμε σε κοντινές παραλίες για μπάνιο και καφέ και συνήθως μαζευόμασταν στο σπίτι μου για την συνέχεια της μέρας παίζοντας χαρτιά, τάβλι ή σκάκι. Ο Γιώργος της Βάνας βρήκε αλλού δουλειά και δούλευε πια σαν σερβιτόρος σε μια νέα καφετέρια, το ‘Καφέ ντελ αρτ’ κι ο Στράτος ενώ δούλεψε για ένα διάστημα μαζί με τον Γιώργο στο ίδιο μαγαζί, τελικά προτίμησε να αλλάξει και να πάει σε μια άλλη καφετέρια, στη ‘Ρετρό’- μάλλον τα χρήματα θα ήταν πιο δελεαστικά εκεί.
Οι νύχτες και οι μέρες μας ήταν γεμάτες για μια μεγάλη παρέα. Με τον Στράτο είχαμε έρθει πιο κοντά. Αν και υπήρχαν φορές που δεν με άφηνε να τον μάθω ακόμη περισσότερο, υπήρχαν στιγμές όμως που πάντα με κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα που με αναστάτωνε. Στο βάθος ήξερα ότι νοιαζόταν για μένα, όπως κι εγώ για εκείνον. Ήταν φορές που μέναμε μόνοι οι δυο μας και ένοιωθα ότι υπήρχε κάτι μεταξύ μας που μας έδενε. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Μάλιστα τον είχα ρωτήσει αν συμβαίνει και στον ίδιο αυτό. Με επιβεβαίωσε. Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε τι ήταν αυτό που φαινόταν να μας δένει κατά περίεργο τρόπο. Περιέργως δεν μπορούσαμε ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το διάστημα της απουσίας του ενός απ’ τον άλλο, ερχόταν πάντα κάποιο γεγονός να μας φέρει κοντά. Για μένα εξηγούσα το γεγονός ότι οφειλόταν πως ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Για κείνον όμως; Ότι κι αν ήταν αυτό που δημιουργούσε εκείνη την ενέργεια μεταξύ μας, απέφευγα την σκέψη πως υπήρχε η ελάχιστη ελπίδα να γίνει κάτι μεταξύ μας. Ήταν κάτι που το ήθελα πάρα πολύ, αλλά πια ήξερα ότι όσο θες κάτι πάρα πολύ εκείνο τόσο πιο πολύ απομακρύνεται. Με πονούσε να το σκέφτομαι. Ο Στράτος δε, δεν ήταν σε φάση να σκέφτεται το οτιδήποτε. Διασκεδάζαμε και το μυαλό του ήταν αλλού. Ένοιωθα ότι πονούσε. Από εκείνο το βράδυ που χώρισε με την Δανάη η ζωή του είχε μεταλλαχθεί. Το κενό του ήταν ακόμη μεγαλύτερο κι εγώ ήμουν η μοναδική φίλη που προσπαθούσε με διάφορες χαζομάρες να τον κάνει να μην σκέφτεται. Ίσως το κενό αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι η σχέση του με την Δανάη του κόστισε τους φίλους. Όλοι όσοι ήξερε και θεωρούσε φίλους, τον έκαναν πέρα. Και του έμεινα εγώ κι ο Γιάννης. Αλλά με τον Γιάννη πια που ήταν στην Ρόδο τους χειμώνες, πόσο φίλοι να είναι; Ο φίλος χρειάζεται να είναι δίπλα σου και να σου συμπαραστέκεται στα δύσκολα ανά πάσα στιγμή. Κι εδώ για τους δύο υπήρχε μια απόσταση, ένα ολόκληρο Αιγαίο να τους χωρίζει! Πέραν αυτού δεν μπορούσε να κάνει κάτι και να φέρει τα πράγματα με τους παλιούς του φίλους εκεί που τα είχε αφήσει. Όλοι είχαν προχωρήσει και δεν έβρισκαν τον λόγο να γυρίσουν πίσω σε μια φιλία που ο Στράτος για χάρη της Δανάης είχε διαγράψει. Ο αδερφός μου απ’ την άλλη προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε στον Στράτο και το τελευταίο διάστημα είχε σκαμπανεβάσματα στην συμπεριφορά του. Τις περισσότερες φορές ήταν απόμακρος και το τελευταίο διάστημα μας απέφευγε όλους με την δικαιολογία πως είχε δουλειά. Δεν μπορούσα να καταλάβω κι η ίδια τι γινόταν. Η Βάνα το μόνο που μου έλεγε ήταν ότι στην νέα του δουλειά ξενυχτούσε πολύ κι η ορθοστασία τον κούραζε γι’ αυτό και κοιμόταν. Δεν το πίστευα. Ο Στράτος δεν ήταν έτσι. Κούραση ξε-κούραση, όταν ήθελε να είναι με τους φίλους του, ήταν πάντα πρώτος! Και το τελευταίο διάστημα δεν ήταν έτσι. Η συμπεριφορά του αυτή με είχε επηρεάσει και μένα. Στις συγκεντρώσεις που οργανώναμε όλη η παρέα ο Στράτος ήταν μονίμως απών κι αυτό με τρέλαινε. Το διαισθανόμουν πως κάτι του συνέβαινε. Όσο πιο πολύ τον σκεφτόμουν τόσο περισσότερο πονούσα. Ένοιωθα τον πόνο του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μου έλεγε. Του τηλεφωνούσα κι όταν του ζητούσα να μου πει τι του συνέβαινε, η δικαιολογία του ήταν πως ήταν κουρασμένος απ’ την δουλειά και δεν είχε τίποτε. Ήταν ψέμα όμως! Και χειροτέρευε η διαίσθησή μου μέρα με τη μέρα. Και υποκρινόμουν την χαρούμενη στους υπόλοιπους για να μην καταλάβουν τι γινόταν μέσα μου και πόσο με επηρέαζε η απουσία του Στράτου. Δεν ήταν το ίδιο που εγώ έμενα μακριά του όσο ήταν με την Δανάη, τώρα είναι αλλιώς. Δεν ξέρω αν αυτό είναι λόγω της αγάπης που του έχω. Αλλά δεν νομίζω. Είναι αλλιώς. Για πρώτη φορά στην ζωή μου με επηρεάζει τόσο πολύ. Νομίζω πως νοιώθω την ανάσα του, το περπάτημά του, την σκέψη του, την αγωνία του, τον πόνο του. «Τι μου συμβαίνει;» απορούσα. Και δεν μπορούσα να μου απαντήσω. Δεν υπήρχε λογική σε αυτό που ένοιωθα ώρες-ώρες. Ποτέ άλλοτε η διαίσθησή μου δεν ήταν τόσο δυνατή. Προσπαθούσα να είμαι τυπική και να μην δείχνομαι. Θα με θεωρούσαν και τρελή. Ο Στράτος ξενυχτούσε στην δουλειά, απέφευγε να μιλήσει γι’ αυτό που τον απασχολούσε και οι γονείς του ήταν μες την καλή χαρά που τον έβλεπαν πια στο σπίτι, που η ιστορία του με την Δανάη τελείωσε και η συμπεριφορά τους προς εμένα ήταν σαν να ήμουν ο φύλακας άγγελος του!
Ένα βράδυ ο πατέρας του με ξάφνιασε. Τηλεφώνησε στο σπίτι μου ένα από αυτά τα βράδια που μαζευόμασταν η παρέα για φαγητό. Τον Στράτο δεν τον είχα καλέσει αυτοπροσώπως, το είχα πει στην Βάνα να του το πει, μιας κι εκείνος κοιμόταν. Σήκωσα το τηλέφωνο κι όταν μου είπε ποιος ήταν θεώρησα πως θα ήθελε την κόρη του τη Βάνα:
- Εσένα θέλω, όχι την Βάνα. Μου είπε.
Κοίταζα την παρέα πίσω μου που έτρωγε και γέμιζαν τα ποτήρια τους με μπύρες και νόμιζα πως αυτό το τηλεφώνημα μάλλον της φαντασίας μου είναι:
- Τάξε μου! Συνέχισε με την επιβλητική φωνή του ο κυρ-Μιχάλης.
- Τι να τάξω; Γιατί; Απόρησα.
- Τάξε μου ρε κορίτσι μου και σου ‘χω έκπληξη.
- Τι να τάξω τώρα; Ένα μπουκάλι κρασί, είναι καλό;
Είπα για να μου ξεδιαλύνει το μυστήριο του τηλεφωνήματός του και τον λόγο να του τάξω κάτι!
- Έγινε! Σου στέλνω τον Στράτο στο σπίτι. Περιποιήσου τον!
- Μα. Τι έγινε;
Είχα μείνει έκπληκτη. Τι ήταν τώρα αυτό; Με δούλευε;
- Άστα τα ‘τι έγινε’! Δεν θες να δεις τον Στράτο;
- Ναι. Αλλά…
- Ωραία. Είναι δικός σου, μόνο να τον περιποιηθείς! Και περιμένω το κρασί!
Κι έκλεισε. Άλλο και τούτο! Έβαλα το ακουστικό στην θέση του και στεκόμουν εκεί μπροστά στην συσκευή μου για να καταλάβω τι γινόταν. Τι πάει να πει ‘μου στέλνει τον Στράτο’; Και το ‘περιποιήσου τον’ τι σήμαινε; Τι περιποίηση έπρεπε να του κάνω; Δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτε. Τι γινόταν ρε γαμώτο;
- Ε! Εσύ εκεί; Γιατί κόλλησες στο τηλέφωνο; Μου φώναξε ο αδερφός μου και με έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου.
- Έρχεται ο Στράτος. Ανακοίνωσα στην παρέα.
- Ο αδερφός μου ήταν στο τηλέφωνο; Με ρώτησε η Βάνα.
- Όχι. Ο πατέρας σου. Της είπα με έκπληξη.
- Ο πατέρας μου; Και τι ήθελε;
- Να μου πει ότι έρχεται ο Στράτος.
Δεν τολμούσα να τους πω επακριβώς τι μου είπε ο κυρ-Μιχάλης. Η Βάνα κι ο Γιώργος σίγουρα θα καταλάβαιναν τι παιζόταν. Ο αδερφός μου όμως; Τι να πω στον αδερφό μου; Θα εξαναγκαζόμουν να του πω την ιστορία απ’ την αρχή’ από εκείνες τις διακοπές πριν δύο χρόνια. Δεν ήθελα να μπω στην διαδικασία να τα θυμηθώ όλα. Αυτό που καταλάβαινα ήταν ότι υπέφερα πολύ περισσότερο αυτή την στιγμή. Ο πατέρας του! Από πού κι ως που; Η Βάνα δεν μπορούσε να καταλάβει τι δουλειά είχε ο πατέρας της να τηλεφωνήσει. Ο Γιώργος απέναντι μου, με κοιτούσε και χαμογελούσε. Ήταν σαν να καταλάβαινε. Αποφάσισα πως έπρεπε να διώξω αυτή την αμηχανία που επικρατούσε και τα ερωτηματικά κι πήρα το ποτήρι μου να πιω λίγη μπύρα και άλλαξα θέμα συζήτησης, προτείνοντας τους να κανονίζαμε να πηγαίναμε καμιά εκδρομή κάνα Σαββατοκύριακο. Ο Γιώργος σαν να είχε καταλάβει δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του από επάνω μου, σαν να προσπαθούσε να μου πάρει απ’ το μυαλό την απάντηση. Ήταν σαν να ήθελε να επιβεβαιωθεί πως κάτι συνέβαινε και πάλι με μένα και τον Στράτο. Απέφυγα να τον κοιτάξω. Δεν ευθυνόμουν εγώ για την κίνηση του κυρ-Μιχάλη. Ίσως να είχε τους λόγους του, ίσως κάτι να ήξερε!
Ο Στράτος ήρθε μετά από λίγη ώρα. Φαινόταν ότι η διάθεσή του δεν ήταν καλή. Έδειχνε απόμακρος και με διάθεση να μην μιλήσει σε κανέναν. Το μόνο που έκανε ήταν να πίνει. Η μπύρα δεν του ήταν αρκετή, δεν είχε διάθεση για φαγητό, παρά μόνο για ουίσκι. Κουβεντιάζαμε όλοι μαζί και πάντα το βλέμμα μου το έριχνα σε εκείνον. Χαμογελούσε γιατί έπρεπε να χαμογελάσει. Όχι επειδή έβρισκε τα αστεία της συζήτησής μας νόστιμα. Υπέφερε μέσα του κι υπέφερα κι εγώ. «Αχ μόνο να μπορούσες να νοιώσεις το πώς σε νοιώθω» σκεφτόμουν όταν το βλέμμα μου ήταν στο κενό αλλά πάντα η εικόνα του μπροστά μου. Δεν ξέρω τι επεδίωκε ο κυρ-Μιχάλης για απόψε, αλλά με τον Στράτο κρατούσαμε τις αποστάσεις. Σαν ξένοι! Ακόμη κι όταν κάποια στιγμή αργότερα αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την βραδιά μας κάπου έξω. Ένοιωθα πως η ζωή που έκανε τον τελευταίο καιρό δεν ήταν αυτή που φανταζόταν. Δεν υπήρχε ανεξαρτησία, δεν υπήρχε εκείνη για να κάνει πράγματα δικά του, υπήρχε μόνο μοναξιά. Αναρωτήθηκα αν η Δανάη ήταν στην σκέψη του. Αν θεωρούσε πως είχε κάνει μεγάλο λάθος που της ζήτησε να χωρίσουν. Ήθελα τόσο πολύ να τον ρωτήσω, αλλά δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Αν την σκεφτόταν ακόμη θα μπορούσε να της δώσει μια ακόμη ευκαιρία κι απορούσα τι ήταν αυτό που τον συγκρατούσε και δεν έκανε το βήμα. Ήθελα τόσο πολύ να τον απομονώσω και να μιλήσουμε. Ένοιωθα πως είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Δεν τολμούσα να κάνω την κίνηση. Ο Γιώργος θα σχημάτιζε λάθος εντύπωση για μένα κι η Βάνα με τον αδερφό μου θα απορούσαν που θα χανόμουν για λίγο μόνη με τον Στράτο. Δεν ήθελα να δώσω αφορμές για λανθασμένα σχόλια. Ήθελα να τον περιποιηθώ, να τον φροντίσω, να τον αγκαλιάσω και να του δώσω λίγη δύναμη για να αισθανθεί καλύτερα. Αλλά πως; Πώς να του τα προσφέρω όλα αυτά με όλους τους άλλους γύρω μας; Δεν έκανα τίποτε όλο το βράδυ. Υπέφερα πολύ περισσότερο να τον βλέπω να υποφέρει. Να θέλει να φωνάξει βοήθεια, να τον πνίγουν τα συναισθήματά του και να μην μπορεί να το κάνει. Να συγκρατεί και να καταπνίγει ότι είχε στο μυαλό του. Κι εγώ τελικά να είμαι τόσο αδύναμη να τον περιποιηθώ: «Συγγνώμη κυρ-Μιχάλη, αλλά αυτό που μου ζήτησες ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις μας».




Κεφάλαιο 50