11. Νύχτα στην ακτή



Η βραδιά ήταν ξάστερη. Ο αέρας και το κύμα που υπήρχαν το πρωί είχαν πέσει. Έδειχνε ότι όλα ήταν ήρεμα και γαλήνια. Ποτέ άλλη φορά δεν είχα δει πως ήταν η παραλία αυτή εδώ, το βράδυ. Φάνταζε εντελώς διαφορετική. Τεράστια και σκοτεινή. Τα φώτα απ’ τα σπίτια της περιοχής έδειχναν μακρινά, όπως κι αυτά απ’ τις βάρκες που είχαν συρθεί στο βάθος της θάλασσας για το νυχτερινό ψάρεμα που προτιμούσαν ορισμένοι. Δεν ήμασταν οι μοναδικοί πάντως που είχαμε βγει στην παραλία για να κάτσουμε. Από μακριά διακρίνονταν κι άλλες διάσπαρτες φλόγες και διάφορες ανθρώπινες φιγούρες να τις ζωντανεύουν ρίχνοντας ξύλα απ’ αυτά πιθανώς που ξέβραζε η θάλασσα όταν είχε κύμα και που σήμερα είχε βγάλει αρκετά κατά μήκος της ακτής. Κρατήσαμε κάποια απόσταση απ’ το νερό της θάλασσας για να καταφέρουμε να ανάψουμε την φωτιά μας σε στεγνή μεριά. Είχαμε μαζέψει ξύλα. Δεν ήταν αρκετά όμως. Από νωρίς τους έλεγα ότι έπρεπε να έρθουμε για να μαζέψουμε όσο είχε φως η μέρα ώστε να μας φτάσουν για όλη την διάρκεια της βραδιάς. Ο Στράτος είχε την επιθυμία να ξημερωθούμε στην ακτή, κάτι που μου άρεσε και υποστήριζα, αλλά δεν ήταν πρόθυμος να βοηθήσει μαζεύοντας επιπλέον ξύλα. Εγώ με έναν μικρό φακό προχωρούσα στο σκοτάδι ανιχνεύοντας τσ, τα οποία μάζευα και συγκέντρωνα σε μια μεριά κοντά στην φωτιά.
- Μαρίνα παράτα τα! Φώναζε ο Στράτος.
- Αν είναι να μείνουμε μέχρι το πρωί, χρειαζόμαστε ξύλα. Γιατί δεν βοηθάτε κι εσείς; Αυτά που έχουμε δεν φτάνουν και άντε μετά στο σκοτάδι να τα ψάξουμε.
Απάντηση δεν πήρα. Δεν τους ενδιέφερε εκείνη την στιγμή να κάνουν την οποιαδήποτε κίνηση. Οι ζαριές στο τάβλι ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες απ’ το να μαζέψουν μερικά κουτσουράκια παραπάνω και που η φωτιά τα έτρωγε με μιας! Μάζεψα όσα ακόμη μπόρεσα, μέχρι που κουράστηκα.
- Να δούμε μέχρι πόση ώρα θα φτάσουν αυτά που έχουμε. Είπα δείχνοντας την μικρή ντάνα με τα ξύλα.
- Δεν θα σκάσουμε κιόλας αν δεν φτάσουν. Γυρνάμε σπίτι. Είπε ο Γιάννης.
- Φίλε μου γύρνα μόνος σου. Εγώ είπα ότι θέλω να κάτσω μέχρι το πρωί να δω το ηλιοβασίλεμα. Του απάντησε ο Στράτος.
- Συμφωνώ κι εγώ μαζί του. Αποκρίθηκα και προσπάθησα να βολευτώ σε μια μεριά της φωτιάς.
Περίμενα εκείνη την στιγμή να φιλοτιμηθεί κάποιος τους, έστω ο Στράτος και να σηκωθεί να μαζέψει μερικά ακόμη ξύλα. Δυστυχώς πρόσεξα ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση και κάτι μου έλεγε ότι μάλλον η βραδιά μας κάποια στιγμή θα τελείωνε νωρίς. Η φωτιά έτρωγε τα ξύλα πολύ γρήγορα και αυτό με στενοχώρησε. Εκτός αν ο Στράτος έκανε τον κόπο και κάποια στιγμή αργότερα πήγαινε να μαζέψει μερικά ακόμη. Κάτι δεν έπρεπε να κάνουμε όλοι, ώστε να μπορέσουμε να απολαύσουμε την βραδιά όπως έπρεπε; Δεν ξαναμίλησα. Ιδέα δική τους ήταν άλλωστε κι εγώ απλώς την βρήκα όμορφη. Έδειξα την καλή διάθεση να βοηθήσω όσο γινόταν για να ‘χει διάρκεια η βραδιά μας, αλλά… ποιος ξέρει τι είχαν στο νου τους. Πήρα το ραδιοκασετόφωνο κι έβαλα μια απ’ τις κασσέττες να παίζει. Ήταν η πρώτη φορά που θα περνούσα μια τέτοια βραδιά. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τύχει. Και πώς να τύχει άλλωστε; Όταν τρέχεις με την δουλειά σου το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι όταν ξεκλέβεις λίγο χρόνο είναι να ξαπλώσεις στο κρεβατάκι σου και να απλωθείς. Αυτό κι αν είναι απόλαυση! Και πώς να μην το απολαύσει κανείς όταν το τρέξιμο στην δουλειά του έχει και συνέχεια! Κάθισα έχοντας την φωτιά πίσω μου όπως και τους συνοδούς μου. Τι να κοιτάξω σε αυτούς; Η έννοια τους ήταν οι επόμενες κινήσεις που θα έκαναν στην παρτίδα σκάκι που είχαν στρώσει τώρα. Η μουσική ήταν απαλή κι αρκετή για να σε ηρεμήσει από όλες τις αρνητικές σκέψεις. Καθόμουν αμίλητη. Περίμενα να πει κάποιος τους μιαν κουβέντα. Δεν ξέρω αλλά όσο περνούσε η ώρα κι εκείνοι πίσω μου έπαιζαν σκάκι με εκνεύριζε. Ρε γαμώτο, είμαστε εδώ για να το ρίξουμε στο παιχνίδι ή να κουβεντιάσουμε; Να μιλήσουμε για μας, τα σχέδιά μας, τις σκέψεις μας, τους προβληματισμούς μας… Οι μέρες που θα επιστρέφαμε πλησίαζαν και λόγος δεν γινόταν τι θα κάναμε από κει και πέρα. Αν οι διακοπές αυτές θα άφηναν κάτι καλό! Καλά για μένα ήξερα. Με περίμενε δουλειά. Και ποιος ξέρει τι θα έβρισκα; Η ουσία πάντως είναι ότι όσο βρισκόμουν σε διακοπές ποτέ μου δεν σκέφτηκα την δουλειά μου. Ούτε καν να κάνω έστω ένα τηλεφώνημα να δω πως πάνε τα πράγματα. Λες κι είχα ρίξει μαύρη πέτρα. Προφανώς όλο αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι δούλευα πάρα πολύ και η οποιαδήποτε επικοινωνία δεν θα μου έκανε καλό. Ήταν ικανοί να μου κόψουν την άδεια για το τίποτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Άραγε ο Βασίλης θα εμφανιζόταν; Κοίταξα πέρα στο μήκος της ακτής, μήπως διακρινόταν κάποιος να μας πλησιάζει. Τίποτε και κανένας. Ο Βασίλης για άλλη μια βραδιά μάλλον θα ήταν αποκλεισμένος εκεί πίσω στην μπάρα να εξυπηρετεί τους πελάτες, μόνιμους ή περαστικούς και να δίνει τον καλύτερο εαυτό του ώστε να μην είναι κανείς παραπονεμένος. Δεν βρίσκεις τόσο εύκολα τέτοιους ανθρώπους. Κι ο Βασίλης ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος. Ήταν μάλλον η εξαίρεση στον κανόνα. Τυχερή θα ήταν όποια κοπέλα είχε σχέση μαζί του ή ήταν φίλη του απλά. Κόντευε δέκα. Ήταν πολύ νωρίς για να μπορέσει να φύγει αν τελικά ο Θωμάς αναλάμβανε από μόνος του. Αλλά αν είχε ρεπό τελικά ο Βασίλης, δεν χρειαζόταν να πάρει από κανέναν άδεια κι ούτε να περιμένει τον Θωμά να τον αντικαταστήσει. Καθόμουν με την φωτιά πίσω μου και τώρα αντίκριζα τον σκοτεινό ορίζοντα. Η θάλασσα απόψε ήταν ήρεμη και σχεδόν έγλυφε την αμμουδιά κι ακουγόταν μόνο το σύρσιμο του νερού στα βότσαλα. Ήθελα πολύ να ερχόταν ο Βασίλης αυτή την στιγμή. Και που κάθομαι τώρα εδώ, μόνη μου δεν είμαι; Υποτίθεται ότι έχω παρέα, αλλά η παρέα δεν νοιάζεται για την δική μου παρουσία. Ο δε Στράτος απόψε ούτε να μου πει μια κουβέντα. Κάθομαι κι ακούω την μουσική, σκέφτομαι ότι σκέφτομαι και είναι λες και είμαι αόρατη. Μήπως τελικά είμαι αόρατη και δεν το κατάλαβα πότε έγινε αυτή η μετάλλαξη; Άει στο καλό σας πια. Κάτσε να σηκωθώ και να φύγω από εδώ.
Σηκώθηκα και περπατούσα ξυπόλυτη στην αμμουδιά. Δεν ασχολήθηκαν καν. Δεν πρόσεξαν ότι εγώ χανόμουν στο σκοτάδι της παραλίας; Φτου σας ρε! Δηλαδή τι πρέπει να κάνω για να καταλάβετε ότι δεν είστε μόνοι σας; Πλησίασα αρκετά τη θάλασσα κι έβαλα το πόδια μου στο νερό. Με ανατρίχιασε. Ήταν παγωμένο. Έκανα πίσω κι άφηνα απλώς τα δάχτυλα μου να βρέχονται. Άραγε οι επιβάτες του Τιτανικού πώς να είχαν αισθανθεί όταν έπεσαν στα παγωμένα νερά του ωκεανού; Μαρίνα πρέπει να κάνεις κάνα διάλλειμα απ’ τα ντοκιμαντέρ! Τώρα πως έφτασε το μυαλό μου εκεί –άκου ‘τιτανικός’!- ακόμα απορώ! Για γέλια ήμουν. Το μυαλό μου είχε γίνει κουρκούτι απ’ την πολλή σκέψη! Εμ! Τι να σου κάνει κι αυτό χειμώνα – καλοκαίρι το ίδιο; Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και πρόσεξα ότι τα αστέρια φαίνονταν τόσο έντονα λες κι αν άπλωνες το χέρι θα κατέβαζες αμέσως μια χούφτα από δαύτα! Έκανα μια προσπάθεια να διακρίνω τους σχηματισμούς τους. Η μεγάλη άρκτος ήταν επιβλητική. Έδειχνε σαν μια μεγάλη γαλατιέρα έτοιμη να ρίξει τόνους αστέρια επάνω σου. Η δε μικρή… παρέμενε μικρή! Θα έπρεπε να έχεις πολύ καλή παρατηρητικότητα για να την βρεις εκεί που κρυβόταν. Όσα μυστικά έκρυβε η νύχτα άλλο τόσο μεγάλη ήταν η ομορφιά της μες το κατακαλόκαιρο.
Κοίταξα ολόγυρά μου. Εκεί που νόμιζες ότι όλα ήταν ήσυχα απόψε κάτι υπήρχε να σε αποσπά απ’ τις σκέψεις σου: το σκάσιμο των ξύλων στην φωτιά, κάποιοι άνθρωποι εκεί στο βάθος κατά μήκος της ακτής που φώναζαν σε όσους ψάρευαν στο βάθος της θάλασσας κι έκαναν σινιάλα με τους φακούς τους και καμιά φορά ερχόταν με το αεράκι της νύχτας η μουσική απ’ το κάμπινγκ.
- Ε! Τι κάνεις εκεί κάτω; Άκουσα ξαφνικά την φωνή του αδερφού μου.
- Βουτιές! Αστειεύτηκα.
Προφανώς διαπίστωσαν ότι κάτι τους έλειπε από δίπλα! Γύρισα και τους κοίταξα. Δεν φάνηκε να πτοήθηκαν και τόσο απ’ την απουσία μου. Συνέχιζαν να παίζουν σκάκι. Όση ώρα εγώ κατάβρεχα τα δάχτυλά των ποδιών μου στο νερό της θάλασσας δεν μπορούσα να συνηθίσω το παγωμένο νερό. Ήταν ανεξήγητο, μες το κατακαλόκαιρο που σκάει ο τζίτζικας την μέρα, την νύχτα η θερμοκρασία να κατεβαίνει και να γίνεται δροσερή. Η δροσιά αυτή πάγωνε κάθε κύτταρο του κορμιού μου, αλλά δεν ήξερα γιατί επέμεινα πεισματικά να παραμένω εκεί με τα πόδια στο νερό. Όσο κι αν ήθελα να απολαύσω αυτή την βραδιά άρχισα να διαισθάνομαι ότι αν οι συνοδοί μου είχαν σκοπό να περάσουν την ώρα τους παίζοντας, εγώ θα βαριόμουν απίστευτα. Και δεν πήρα μαζί μου το βιβλίο μου γιατί θεώρησα πως όταν είσαι παρέα με κάποιους δεν τους δείχνεις ότι τους βαριέσαι και το ρίχνεις στο διάβασμα. Και πόσο μάλλον όταν με αυτή την παρέα βρίσκεσαι σε διακοπές. Τους πλησίασα. Έκατσα έχοντας την φωτιά μπροστά μου να καίει το πρόσωπό μου.
- Τι έγινε και χάθηκες; Με ρώτησε ο Γιάννης.
- Σκέφτηκα να περπατήσω λίγο, αλλά μου άρεσε εκεί κάτω κι έκατσα εκεί.
Είπα απλώνοντας τα χέρια στην φωτιά να τα ζεστάνω. Η μουσική στο κασσεττόφωνο δεν έπαιζε’ είχα ξεχάσει να πατήσω το κουμπάκι της ανακατεύθυνσης κι έτσι είχε κλείσει. Και κανένας τους μάλλον δεν έδωσε και τόση σημασία στο να γυρίσει πλευρά στην κασσέττα. Τέτοια αφοσίωση πια; Αναρωτιόμουν πως ο Στράτος δεν είχε βαρεθεί τόση ώρα που έπαιζαν. Δεν ήταν της προτίμησής του το σκάκι και δεν ξέρω πως απόψε κόλλησε τόσο πολύ. Τους κοίταζα και σκεφτόμουν πως δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκολλήσουν απ’ το παιχνίδι και τελικά κακώς έκανα και τους πλησίασα και δεν καθόμουν εκεί στα σκοτεινά με τα πόδια στο νερό.
- Μια λάθος κίνηση και την έβαψες! Είπε ο Γιάννης.
Τώρα καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο αφοσιωμένοι. Κρινόταν το παιχνίδι τους τώρα στο τέλος. Εντύπωση μου έκανε που ο Στράτος ήταν σχολαστικός στις κινήσεις του σε αυτή την παρτίδα.
- Αφού ξέρεις ότι δεν τα πάω καλά στο σκάκι.
Δικαιολογήθηκε ο Στράτος. Γέλασα όταν τον άκουσα. «Στο σκάκι δεν τα πας καλά, αλλά τα πας αλλού» σκέφτηκα και τον κοίταζα να δω τι θα κάνει με το που ο Γιάννης θα τον αποτελείωνε με την ματ κίνησή του! Τα μάτια του Στράτου ήταν σε ένα συνεχές πέρα – δώθε, κοιτάζοντας τα πιόνια. Πότε έπιανε έναν στρατιώτη, πότε ένα πύργο ή ένα άλογο. Προσπαθούσε να βρει ποια ήταν η κατάλληλη κίνηση ώστε να προστατέψει τον βασιλιά του. Βαριόσουν να κοιτάς και να λες ‘τώρα θα κάνει την κίνηση’. Το σκέφτηκε πολύ και τελικά μετακίνησε έναν στρατιώτη.
- Ματ! Φώναξε θριαμβευτικά ο αδερφός μου.
«Σιγά θα κατουρηθείς. Δεν νίκησες τον Κασπάρωφ! Τον Στράτο νίκησες που δεν έχει ιδέα»! Ο Στράτος είχε μείνει με κολλημένο το βλέμμα στην σκακιέρα μετρώντας την τελευταία κίνηση του αδερφού μου. Κι όπως φάνηκε την έβγαλε σωστή και μάλιστα ήταν αρκετά έξυπνη που όποιο πιόνι και να μετακινούσε ο κίνδυνος ήταν μπροστά. Δυστυχώς η παράταξη της ομάδας του δεν έγινε όπως θα ήθελε και γι’ αυτό ο Γιάννης του… ξεβράκωσε τον βασιλιά!
- Πάμε άλλη μια παρτίδα;
Όρεξη που την είχε ο αδερφός μου! Με νευρίασε. Εκείνη την στιγμή μου ήρθε να αρπάξω κάνα χοντρό κούτσουρο να του το εκσφενδονίσω στο κεφάλι, μήπως και του περνούσε απ’ το κεφάλι ότι ήμουν κι εγώ στην παρέα τους! Τι κακό κι αυτό δηλαδή πια. Εντάξει να παίξει, αλλά θα ήταν πιο διασκεδαστικό αν συμμετείχαμε κι οι τρεις μαζί απ’ το να κάθεται ο ένας και να κοιτάζει και να μην ξέρει τι να κάνει άλλο, πέρα απ’ το να ακούει μουσική και να κάνει βόλτες στην ακτή. Τώρα σκάκι εις τριπλούν δεν γίνεται νομίζω, αλλά θα μπορούσαμε να είχαμε μαζί μας κάποιο επιτραπέζιο που να βγάζει γέλιο. Τέλος πάντων, ποσώς ενδιαφερόμουν εκείνη την στιγμή για το οποιοδήποτε παιχνίδι, αφού εγώ ήθελα να πιάσουμε κουβεντούλα. Ήμασταν εδώ πάνω και δεν είχαμε μοιραστεί πράγματα για μας. Να μιλήσουμε σαν παρέα. Να κάνουμε τον απολογισμό μας από αυτές τις διακοπές μέχρι σήμερα. Ήθελα να μάθω ποιος ήταν τελικά ο Στράτος. Τι έκανε στην ζωή του. Πως κυλούσε η καθημερινότητα του. Ήθελα να μάθω ο Γιάννης τι θα έκανε με τις σπουδές του. Αν ήταν προετοιμασμένος για κάνα μεγάλο ταξίδι αν τελικά περνούσε κάπου μακριά. Για τίποτε από όλα αυτά δεν είχαμε μιλήσει. Ο Στράτος είχε ρίξει το βλέμμα του στην φωτιά κι εγώ απ’ την άλλη είχα βάλει πάλι την μουσική να παίζει στο κασσεττόφωνο.
- Μπα βαριέμαι! Απάντησε στον Γιάννη ο Στράτος.
Έπιασε το μπουκάλι με το κρασί και διάβαζε την ετικέτα του. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν το πόσο είχε βαρεθεί με την παρτίδα.
- Να το ανοίξω; Πρότεινε.
- Καιρός δεν είναι; Άσε που μπορεί και να ‘χει γίνει ξύδι τόση ώρα που το ‘χαμε στην άκρη!
Η αλήθεια ήταν ότι ήθελα να πιω για να ζεσταθεί όλο μου το σώμα. Η φωτιά δεν βοηθούσε. Ήταν μια περίεργα ψυχρή βραδιά απόψε. Η φωτιά με έκαιγε κι όταν απομακρυνόμουν πάγωνα. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε περάσει τις έντεκα. Επιβεβαιωνόμουν ότι ο Βασίλης τελικά δεν είχε καταφέρει τίποτε και μάλλον το ρεπό του το είχαν ακυρώσει λόγω φόρτου εργασίας στην μπάρα!
- Μάλλον δεν θα έρθει ο Βασίλης. Είπα την στιγμή που έβγαζα απ’ την τσάντα που είχαμε μαζί με όλα τα πράγματα μας, ένα ποτήρι.
- Αυτό σκέφτεσαι; Με τόση δουλειά που έχει ο άνθρωπος κάθε βράδυ, πώς να έρθει; Αλλά κι απ’ την άλλη, υπάρχει κι η περίπτωση να ήρθε και να μην κατάφερε να μας βρει.
Απάντησε ο Γιάννης. Αυτό το τελευταίο πολύ με στενοχώρησε. Για φαντάσου να ήταν κάπου εδώ γύρω και να μην μπόρεσε να καταλάβει ποια απ’ όλες τις παρέες κατά μήκος της αχανούς ακτής ήμασταν εμείς! Κρίμα ρε γαμώτο. Ήθελα να ήταν εδώ ο Βασίλης. Θα είχα κάποιον για παρέα και κουβέντα όσο οι άλλοι ήθελαν να ασχοληθούν ή με το τάβλι ή με το σκάκι. Ο Στράτος ήταν σαν να διάβασε την σκέψη μου και με κοιτούσε χωρίς να κοιτά πόσο κρασί έβαζε στο ποτήρι μου. Μέχρι που ξεχείλισε. Του γέλασα.
- Φτάνει! Του είπα.
- Γούρι – γούρι! Μου απάντησε.
Γούρι! Ποιος έχασε την τύχη του να την βρω εγώ; Με όλη αυτή την συναισθηματική ατυχία που κουβαλούσα, δεν μπορούσα να ελπίζω και σε πάρα πολλά πράγματα. Τον κοίταζα κι αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας. Ήταν λες και ήμασταν μαζί αλλά δεν ήμασταν. Δεν ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα. Αισθανόμουν πως κάτι υπήρχε μεταξύ μας, αλλά δεν μπορούσα να το εντοπίσω παρά την προσπάθεια μου. Αυτά τα μπερδέματα ήταν που με έκαναν να ανησυχώ και το κεφάλι μου γινόταν καζάνι προσπαθώντας να βγάλω μια άκρη. Γι’ αυτό και ήθελα απόψε τον Βασίλη. Θα ήταν μια καλή παρέα ώστε να μην σκέφτομαι πολλά και διάφορα. Επέστρεψα στην θέση μου και έπινα το κρασί βιαστικά. Η φωτιά το είχε ζεστάνει και δεν καταλάβαινα πως έπινα αλκοόλ. Άφησα το ποτήρι στην άμμο και αγκάλιασα τα πόδια μου. Η φωτιά αριστερά μου με κατάκαιγε, ενώ απ’ την άλλη ήταν λες και είχα μπει στο ψυγείο. Παρέμεινα εκεί και δεν μιλούσα καν. Δεν έδειχνα ότι αισθανόμουν άβολα, πως καιγόμουν και πάγωνα ταυτόχρονα. Ο Γιάννης κι ο Στράτος άρχισαν να κουβεντιάζουν για ποδόσφαιρο: παίχτες, ντέρμπι, πρωτάθλημα, προπονητές κλπ.. Ο Στράτος ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Ολυμπιακού κι ο Γιάννης της ΑΕΚ. Ο αδερφός μου, φίλος των σπορ και ιδιαίτερα του ποδοσφαίρου, έβγαζε τον αθλητικογράφο από μέσα του καθώς είχε έτοιμη την απάντηση σε κάθε φράση που θα ξεστόμιζε ο Στράτος, για να τον πείσει ποια ήταν τα υπέρ και τα κατά της νέας σεζόν πρωταθλήματος και ειδικά στην πρώτη κατηγορία. Χαμογελούσα ακούγοντας τον αδερφό μου γιατί παρά το νεαρό της ηλικίας του, δεν ήταν τυχαίο που κάποιοι αθλητικογράφοι του είχαν ζητήσει να κάνει το μεράκι του επάγγελμα. Που τελικά λόγω των σπουδών του εν όψει, δεν πραγματοποίησε αυτό που αγαπούσε πολύ. Ο δε Στράτος τον άκουγε κι άρχισε να το παίζει πνεύμα αντιλογίας! Γελούσα με την κουβέντα που είχαν ανοίξει. Και να ήθελα δεν μπορούσα να συμμετάσχω σε αυτή τους την κουβέντα καθότι ήμουν εντελώς άσχετη κι έτσι όσο αυτοί ασχολιόντουσαν κουβεντιάζοντας για πολλές και διάφορες μπαρούφες με… δίχτυα, προτίμησα να σηκωθώ για άλλη μια φορά και να περπατήσω λίγο για να μπορέσω να φέρω μια κάποια ισορροπία στην θερμοκρασία τους σώματός μου. Κρύο – ζέστη και τα δύο μαζί δεν λειτουργούσαν και πολύ καλά σε μένα! Ο Στράτος με κοιτούσε που έβαζα λίγο κρασί ακόμη στο ποτήρι μου:
- Πείτε τα εσείς. Πάω να περπατήσω λίγο.


Τους άφησα πίσω μου κι εκείνη την στιγμή εκείνο που ευχόμουν ήταν να σηκωθεί ο Στράτος και να με ακολουθήσει. Γύρισα και τον κοίταξα από μακριά. Έπινε το κρασί του γουλιά – γουλιά και συνέχιζε να κουβεντιάζει με τον αδερφό μου με το ίδιο ενδιαφέρον. Μια μικρή απογοήτευση ένοιωσα, αλλά δεν μπορούσα και να τα έχω όλα. Και να που παρέμενα μόνη μου κι απόψε. Ο Βασίλης ήταν άφαντος και έτσι θα έπρεπε να συμβιβαστώ μόνο με το γεγονός ότι τελικά βρισκόμασταν στην παραλία απόψε οι τρεις μας. Έκατσα στην ακτή κι άφησα τα πόδια μου να βρέχονται απ’ την θάλασσα. Κοίταζα το σκοτάδι στον ορίζοντα. «Στο υπόσχομαι» αντηχούσε η φράση στο βάθος του μυαλού μου απ’ τον Στράτο. Θυμάμαι την βραδιά που είχαν προτείνει στον Βασίλη να την περάσουμε όλοι μαζί παρέα κι ο Στράτος μου είχε υποσχεθεί πως θα ήταν μια όμορφη βραδιά. Γύρισα και τον κοίταξα. Έπιασα τον εαυτό μου να γελά με το ψέμα του! Πως είναι δυνατόν να καταγράφει το μυαλό μας, υποσχέσεις που ποτέ δεν μπορεί να κρατήσει κανείς μας και που απλά ήταν έτσι για να λέμε κάτι και να περνά ευχάριστα η ώρα! Αχ! Οι φλόγες τον ομόρφαιναν. Του φώτιζαν το πρόσωπο και τον έκαναν απίστευτα γοητευτικό. Ποτέ μου δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έκανα παρέα μαζί του, ότι θα αισθανόμουν διάφορα για αυτόν που ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω τι αισθανόμουν. Δεν μπορούσα να αφεθώ και δεν ήθελα να παρερμηνεύσω το οτιδήποτε. Το κόλλημα μου με τον Γιώργο με δίδαξε πολλά κι αυτή την φορά δεν ήθελα στο εξής –όπως κι αν συνέχιζε η ζωή μου- να επαναλάβω τα ίδια. Όχι δεν θα το επέτρεπα και πάλι στον εαυτό μου. Μπορεί όλα αυτά που συμβαίνουν να είναι οι δικές μου ερμηνείες και τελικά να μην σημαίνουν τίποτε απολύτως, επειδή ποτέ άλλοτε δεν είχα παρόμοια εμπειρία ώστε να μπορώ να πιάνω τα κατάλληλα σημάδια. Συνέχιζα να τον κοιτάζω εκεί σε αυτή την απόσταση που βρισκόμουν. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτός ο άνθρωπος είχε τον τρόπο να με κάνει να ξεχάσω τόσο σύντομα. Σηκώθηκα αποφασισμένη να συνεχίσω το περπάτημά μου στην ακτή. Χαμογέλασα! Γιατί ήταν μαζί μου τόσο γλυκός και πεισματάρης και γιατί… Ωχ! Το στομάχι μου! Το έσφιξα όσο μπορούσα με την παλάμη μου. Ένας διαξιφιστικός πόνος με έκανε να διπλωθώ. Το κρασί άρχισε σιγά-σιγά να αναλαμβάνει δράση στο άδειο μου στομάχι. Το πρώτο ποτήρι το ήπια γρήγορα κι αχόρταγα κι αυτό το δεύτερο μάλλον αν δεν ήμουν πιο συγκρατημένη θα μου χαλούσε την βραδιά. Και δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Ένοιωσα τα πόδια μου να τρέμουν και νόμιζα ότι αν συνέχιζα το περπάτημα θα έχανα την ισορροπία μου αμέσως. Πήρα βαθιά ανάσα και από πείσμα συνέχισα το περπάτημα. Ήθελα να ξεπεράσω τον πόνο, παρά την επιμονή μου να μην αγγίζω κανονικό φαγητό όλη την ημέρα. Περιέργως ένοιωσα τα πόδια μου βαριά, λες και τα είχαν αλυσοδέσει. Δεν είμαστε καλά! Μα καθόλου καλά! Και Μαρίνα το ‘χεις χάσει το μυαλό σου εντελώς; Όντως το είχα χάσει γιατί εκεί που πονούσα σκεφτόμουν ότι έπρεπε να συνεχίζω το περπάτημα στην ακτή, σαν μια καλή ευκαιρία να γυμναστώ μιας και στο γυμναστήριο είχα να πατήσω κι εγώ δεν ξέρω από πότε! Με το τρέξιμο της δουλειάς, είχε μείνει μυαλό να σκεφτώ και το γυμναστήριο! Το πρόσωπό μου έκαιγε λες και είχα πυρετό, ενώ η δροσιά της νύχτας μου ριγούσε την ραχοκοκαλιά. «Τι καλά που θα ήταν αν επιστρέφοντας έβλεπα τον Βασίλη μαζί με τους άλλους»! Αν έστω υπήρχε το ελάχιστο ενδιαφέρον από πλευράς του –όπως με διαβεβαίωσε ο Γιάννης- τότε θα έβρισκε τον τρόπο να έρθει. Ο περίπατος στην αμμουδιά με κούρασε πάρα πολύ. Τα πόδια μου δεν είχαν δύναμη ώστε να μου επιτρέψουν να συνεχίσω. Έκατσα. Δεν γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να ξεκουραστώ λιγάκι, να πάρω δυνάμεις και να επιστρέψω στην παρέα μου. Δεν μπορούσα να με καταλάβω. Η συμπεριφορά μου ήταν ανεξήγητη. Ήταν άραγε τόσο πολύ ανεξήγητη ή απλά δοκιμαζόμουν; Καινούρια πράγματα συνέβαιναν στην ζωή μου τα οποία δεν ήθελα να εξηγήσω αλλά μου άρεσαν. Άσχετα αν κάπου στο βάθος ήξερα ότι είχαν ημερομηνία λήξης και μάλιστα πολύ σύντομη! Δεν ήξερα τι θα φέρει η ώρα, η στιγμή η ίδια. Όλα ήταν τόσο απρόβλεπτα. Δεν ξέρω αν έτσι συμβαίνει και στους άλλους. Αλλά όλες αυτές οι μέρες δεν ήταν προβλέψιμες στο παραμικρό και γενικώς τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι ώρες ακόμη, δεν ήξερα τι θα μου φανέρωναν. Κοίταξα την παρέα μου. Η κουβέντα τους ήταν πολύ ενδιαφέρουσα μάλλον. Στιγμή δεν είχαν σταματήσει. Και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν υπήρχε και κάνας τρίτος στην παρέα τους. Σηκώθηκα κι άρχισα σιγά – σιγά να βαδίζω προς το μέρος τους. Ένοιωθα πολύ κουρασμένη αλλά έπρεπε να γυρίσω. Έπιναν κρασί και κοιτούσαν την φωτιά κουβεντιάζοντας. Ποιος ξέρει ποιο θα ήταν το θέμα τους τώρα. Η Ολυμπιάδα ή η επίσκεψη Μπους στην Ελλάδα; Η Ολυμπιάδα ήταν το πιθανότερο θέμα στην δική τους συζήτηση παρά η πολιτική! Πέρα μακριά οι φλόγες που είχα δει νωρίτερα είχαν σβήσει. Τα πυροφάνια είχαν μειωθεί και διακρινόταν μόνο ένας φακός να κάνει σινιάλο σε ένα ψαρά στην θάλασσα. Η νύχτα παρέμενε ξάστερη και όσο η ώρα περνούσε τόσο περισσότερο έπεφτε η θερμοκρασία. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μες το καλοκαίρι γινόταν κάτι τέτοιο. Δεν είναι λογικό όλη την μέρα η θερμοκρασία να φτάνει σε όρια καύσωνα και το βράδυ να πέφτει σε όρια πολικού ψύχους! Επιτέλους έφτασα. Με τα χίλια ζόρια και με πίεση να αντέξουν τα πόδια μου, άνοιξα το βήμα μου ώστε να φτάσω στην φωτιά να ζεσταθώ. Η κουβέντα των συνοδών μου δεν είχε καμία σχέση με την Ολυμπιάδα και πόσο μάλλον για την επίσκεψη Μπους στην χώρα μας. Ο Γιάννης μιλούσε για μαθήματα και σχολές και ο δε Στράτος για την αγωνία του πότε θα παραλάμβανε το χαρτί της στρατολόγησης. Δεν έδωσα σημασία. Δεν με ενδιέφεραν και τόσο. Το στομάχι μου ήταν σε καλύτερη κατάσταση τώρα. Δεν τους διέκοψα κι αναζήτησα το μπουκάλι με το κρασί. Θα έπινα μικρές γουλιές για να ζεσταίνομαι και να μην επιβαρύνω το στομάχι μου με τις ‘άσπρο πάτο’ γουλιές μου!
- Δεν είναι όμορφη βραδιά; Αποφάσισα να τους χαλάσω την κουβέντα.
- Ναι πραγματικά. Μου είπε ο Στράτος και μου έβαλε κρασί στο ποτήρι.
- Τελικά θα μείνουμε μέχρι το πρωί; Ρώτησε τώρα ο Γιάννης.
- Μέχρι να εμφανιστεί ο ήλιος δεν είπαμε; Είπε και πάλι ο Στράτος κοιτώντας με στα μάτια.
- Αν μας φτάσουν τα ξύλα! Απάντησα με την σειρά μου και τράβηξα το ποτήρι μου.
Γύρισα και κοίταξα την ντάνα με τα ξύλα. Είχε ελαττωθεί. Απογοητεύτηκα προς στιγμήν γιατί έτσι και τελείωναν τα ξύλα, θα τελείωνε και η βραδιά μας. Και οι ίδιοι δεν ήταν πρόθυμοι με τον μικρό φακό που είχαμε μαζί μας να πάνε να μαζέψουν μερικά ακόμη. Κοίταξα το ρολόι μου στο φως της φωτιάς:
- Δεν πρόκειται να έρθει. Μου είπε ο Γιάννης.
Έκανα ότι δεν τον κατάλαβα τι εννοούσε. Τάχα μου ότι δεν σκεφτόμουν τον Βασίλη. Τάχα μου τώρα…
- Δεν κοιτάζω να δω πόσο άργησε ο Βασίλης. Κοιτάζω απλά να δω τι ώρα είναι.
Ο αδερφός μου δεν μίλησε. Έλεγε αλήθεια όμως. Εγώ δεν ήθελα να τον επιβεβαιώσω και ίσως δεν ήθελα να κάνω και τον Στράτο να αισθανθεί άσχημα. Κάθισα κοντά στην φωτιά για να ζεσταθώ. Δεν ξέρω αλλά γενικώς δεν βολευόμουν. Ο καιρός δεν ήταν αρμονικός και έτσι όπου προσπαθούσα να βολευτώ δεν υπήρχε σημείο που να με κρατήσει εκεί. Οι μοναδικοί που δεν είχαν κουνηθεί απ’ την θέση τους ήταν ο Στράτος με τον Γιάννη. Εγώ όπου κι αν πήγαινα ή θα είχα τις φλόγες κατά πάνω μου ή τον καπνό κατά πάνω μου και φυσικά η άλλη μου πλευρά θα πάγωνε. Δεν βολευόμουν πουθενά. Κι αυτό με εκνεύριζε. Στάθηκα μόνο στην μεριά που είχα την φωτιά πίσω μου. Αλλά κι έτσι είχα πίσω μου τους συνοδούς μου. Αν είχα την φωτιά κατά πρόσωπο θα πάγωνε η πλάτη μου. Αισθανόμουν παρείσακτη και κάθε λίγο και λιγάκι σηκωνόμουν απ’ την οποιαδήποτε θέση. Δεν με ήθελε η φωτιά. Με τίποτε. Ή τον καπνό της ή τις φλόγες της θα έριχνε κατά πάνω μου. Άρχισα να μισώ την απόφασή μας να βγάλουμε την βραδιά εδώ στην ακτή. Και δεν ξέρω αν οι αντοχές μου θα το επέτρεπαν, αλλά δεν το ‘χα σε τίποτε να πάρω τον φακό και να γυρίσω σπίτι. Οι συνοδοί μου είχαν κάτσει σε σημείο που το ελαφρό αεράκι της βραδιάς απομάκρυνε τις φλόγες από μπροστά τους όπως και τον καπνό κι εγώ θα έπρεπε να βολευτώ εκεί που δεν ήταν και τόσο βολικά. Σηκώθηκα και έπινα το κρασί μου στα όρθια. Κοίταζα την θάλασσα. Το κρασί δεν με ζέσταινε με τίποτε. Και γενικώς αυτή την στιγμή όλα μου έφταιγαν. Ο Γιάννης δεν αντιδρούσε κι ούτε καν είχε στο νου να τραβηχτεί λίγο πιο κει να βολευτώ κι εγώ εκεί δίπλα του ή ανάμεσά τους. Κοίταζα τριγύρω και τελικά αποφάσισα να μην τους ξεσηκώσω απ’ τα νεύρα που είχα ξαφνικά και πήγα και έκατσα δίπλα στα πόδια του Στράτου μιας και ήταν σχεδόν ξαπλωμένος στην ακτή. Εκεί τουλάχιστον η φωτιά δεν μου πήγαινε κόντρα και χέστηκα τελικά αν είχα στην πλάτη μου τους συνοδούς μου.
- Συγγνώμη αν σε ενοχλώ, αλλά η φωτιά απόψε δεν με θέλει. Είπα στον Στράτο.
- Κι εκεί που έκατσες πάλι δεν βολεύεσαι. Μου είπε.
Κι εσύ ρε Στράτο; Κι εσύ δεν με θες. Εμ, η φωτιά εντάξει το καταλαβαίνω, πάει όπου την πάει το αεράκι. Εσύ; Σηκώθηκα γιατί ένοιωσα ότι με έδιωχνε. Λίγο ακόμη ήθελα και θα με έπαιρνε το παράπονο. Έτοιμη να δακρύσω ήμουν απ’ τα νεύρα μου. Πήγα να κάτσω σε κάποια απόσταση ώστε η φωτιά να μην με ενοχλεί. Θα ήμουν μακριά τους, θα πάγωνα, αλλά θα ήταν βολεμένοι.
- Που πας; Έλα εδώ.
Άκουσα τον Στράτο ξαφνικά και τον είδα που μου παραχωρούσε τον χώρο μπροστά του. Δεν μίλησα και τον κοιτούσα. Ήταν σαν να μου έκανε πλάκα και δεν ήθελα να πλησιάσω και να μου πει «στην έσκασα». Όχι και τέτοια ξεφτίλα απόψε. Θα ήταν μια εντελώς γελοία βραδιά αν γινόταν και κάτι τέτοιο. Θα έβλεπα μετά περίεργα σενάρια συνομωσίας εναντίον μου! Ο Στράτος επέμεινε και μου έδειξε ξανά το σημείο που ήθελε να καθίσω. Δεν μίλησα άλλο και πλησίασα. Ότι ήταν να γίνει ας γινόταν τώρα. Να τελειώνουμε! Τόσο αλλόκοτη βραδιά ποτέ άλλοτε δεν μου είχε τύχει. Έκατσα και σφίχτηκα. Δεν ήξερα τι να περιμένω πια. Ένας απ’ τους φόβους μου ήταν να μην το αγγίξω ούτε καν τυχαία. Φοβόμουν πως και το παραμικρό άγγιγμα θα το πρόσεχε ο αδερφός μου και θα άρχισε τα περίεργα σχόλια. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Την ένοιωθα να χορεύει κάτω απ’ το μπλουζάκι μου και προσπάθησα να μαζευτώ μη τυχόν και φανεί και το καταλάβει ο Στράτος. Ήταν εκεί κοντά μου και δεν μπορούσα να κινηθώ ελεύθερα. Περιέργως πιεζόμουν. Σαν να ήμουν σε μέγγενη. Δεν καταλάβαινα γιατί συνέβαινε αυτό αυτή την στιγμή.
- Μαρίνα, χαλάρωσε και κάθισε πιο άνετα.
Μου είπε ο Στράτος σαν να διάβασε την σκέψη μου. Με τράβηξε απαλά απ’ τον ώμο να κάνω πίσω. Σχεδόν κοντά του. Μόλις σταματούσα εκείνος με ξανατραβούσε. Μέχρι που με έριξε σχεδόν επάνω του απαλά. Η πλάτη μου πια ακουμπούσε στο στήθος του.


Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και ξαφνικά δεν μπορούσα να ανασάνω. Αισθανόμουν το στήθος του να πάλετε απ’ την ανάσα του, στην πλάτη μου κι αυτό με έκανε να χάσω την ηρεμία μου. Κοίταξα τον Γιάννη στο επάνω μέρος απ’ την φωτιά, έπινε το κρασί του αργά και σιγομουρμούριζε το τραγούδι που ακουγόταν απ’ το κασσεττόφωνο. Η ηρεμία στο πρόσωπό του με χαλάρωσε κάπως. Δεν ήθελα με τίποτε να δυσκολέψω την κατάσταση. Σίγουρα ο Στράτος μια δικαιολογία θα την είχε έτοιμη αν ο Γιάννης αντιδρούσε, εγώ όμως δεν ήξερα τι να πω και πώς να δικαιολογηθώ έτσι όπως ήμουν εκείνη την στιγμή. Έβαλα τα πόδια μου οκλαδόν και προσπαθούσα να μην αγγίζω τον Στράτο. Κοίταζα την φωτιά παίζοντας με το ποτήρι μου γυροφέρνοντας το στα χέρια μου και σκεφτόμουν πως έπρεπε να ηρεμήσω. Απ’ την στιγμή που ο αδερφός μου δεν έδειξε να ενοχλείτε η καρδιά μου άρχισε να χαλαρώνει. Άλλωστε ο Στράτος προσφέρθηκε να διευκολύνει λίγο την κατάσταση μου και τίποτε άλλο. Δεν νομίζω πως υπήρχε κάτι που θα έπρεπε να με κάνει να σκεφτώ το οτιδήποτε. Άλλωστε αν ήμουν κι εγώ στην θέση του, θα έκανα χώρο να βολευτεί κι αυτός. Η φωτιά άρχισε να με ζεσταίνει και η πλάτη μου πια δεν εισέπραττε το κρύο της βραδιάς όπως γινόταν νωρίτερα. Είχα τον Στράτο σαν καλό απάγκιο. Κοιτούσα τις φλόγες που έπαιζαν και το μυαλό μου ήταν άδειο. Ξαφνικά όλος ο εκνευρισμός μου νωρίτερα χάθηκε και το κρασί μου φαινόταν μέλι. Κάθε του γουλιά με γλύκαινε και το ένοιωθα να ρέει όχι μόνο στο στομάχι αλλά σε όλο το σώμα μου, χαρίζοντας ζεστασιά. Τραβήχτηκα ελαφρά μπροστά ώστε να μην αισθάνεται το βάρος μου ο Στράτος. Δεν ήταν σωστό άλλωστε. Όσο και να ήθελα να νοιώθω το στήθος του στην πλάτη μου, δεν έπρεπε να τον φέρω σε δύσκολη θέση εκεί μπροστά στον φίλο του. Τι να σκεφτόταν άραγε ο Γιάννης; Δεν μιλούσαμε και που και που ψιθυρίζαμε ο καθένας ξεχωριστά κάνα ρεφρέν απ’ τα τραγούδια που ακούγαμε. Πότε ήταν γρήγορα και διασκεδαστικά και άλλοτε στενόχωρα, για να μας θυμίζουν όλα όσα θα μπορούσαμε να ζήσουμε και που αμφιβάλαμε αν ποτέ θα τα ζούσαμε. Εγώ όμως στους στίχους αυτών των τραγουδιών ήταν σαν άκουγα για μένα. Και το μυαλό μου πήγε στον Στράτο. Ζούσα στιγμές που ποτέ δεν είχα ζήσει και ποτέ δεν περίμενα ότι θα συνέβαιναν τόσα. Ένοιωσα ένα μικρό χάδι στα μακριά μαλλιά μου. Γύρισα το κεφάλι μου πίσω στον Στράτο:
- Χαλάρωσε βρε συ και κάτσε πιο άνετα.
Δεν ξέρω αν έπρεπε να τον ακούσω. Δεν είπα τίποτε και γύρισα μπροστά μου. Η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο. Αισθανόμουν λες και με είχαν σφίξει με σχοινί. Αφέθηκα αργά – αργά και ο Στράτος τραβήχτηκε κοντά μου. Συνέχιζε να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Με ανατρίχιασε. Κανείς δεν είχε χαϊδέψει τα μαλλιά μου κι αισθανόμουν όμορφα εκείνη την στιγμή. Ήταν υπέροχη η αίσθηση. Ένοιωθα μια σιγουριά. Ήταν απίστευτο το συναίσθημα εκείνης της στιγμής. Έκανα λίγο πίσω για να καθίσω πιο άνετα απλώνοντας τα πόδια στο πλάι και βρέθηκα να ακουμπάω στον κόρφο του Στράτου που κι εκείνος πια είχε πάρει την ίδια θέση με μένα:
- Έτσι μπράβο! Μου είπε απαλά κι ένοιωσα το πηγούνι του να ακουμπά στον δεξί μου ώμο κι έπειτα το πρόσωπο του να κρύβεται για λίγο στα μαλλιά μου.
Ανατρίχιασα. Τι ήταν αυτό τώρα; Τι έκανε εκεί; Λες να μείνει για ώρα έτσι; Μην με τρελαίνεις έτσι. Σε παρακαλώ! Κάνε χώρο. Δώσε μου χώρο να νοιώσω άνετα. Κοιτούσα τις φλόγες και προσπαθούσα να δώσω μια ερμηνεία στο παιχνίδι τους. Αυτό που ήθελα τώρα ήταν να μείνω έτσι κοντά του για πάντα. Αν ήταν όνειρο αυτό που ζούσα δεν ήθελα να ξυπνήσω. Είναι ότι δεν έζησα. Έκλεισα τα μάτια κι αφέθηκα. Κάτι γινόταν. Κάτι απρόσμενο κι αναπάντεχο. Κάτι τρελό. Είχε περάσει το αριστερό του χέρι κάτω απ’ το δικό μου, αγκαλιάζοντας με σχεδόν. Δεν μπορεί! Ήταν όνειρο τελικά. Η στιγμή, η βραδιά μου μεταλλασσόταν αναπάντεχα. Ήμουν ανίκανη εκείνη την στιγμή να συνειδητοποιήσω αν όντως συνέβαινε ότι συνέβαινε. Έσφιξα το μπράτσο μου και επιβεβαιώθηκα. Το χέρι του ήταν κάτω απ’ το δικό μου! Αισθανόμουν πολύ περίεργα, λες και είχα τρυπώσει ξαφνικά σε ένα αισθηματικό μυθιστόρημα και ζούσα ότι ζούσε η ηρωίδα του.
Όσο κι αν ήθελα να μην κουνηθώ στιγμή από εκεί, ένοιωσα την ανάγκη να αλλάξω θέση μιας κι άρχισα να κουράζομαι αφού το δικό μου το βάρος δεν ήταν τέτοιο ώστε να αντέξει και το βάρος του Στράτου που σχεδόν είχε πέσει επάνω στην πλάτη μου. Έγειρα στο πλάι ακουμπώντας το κεφάλι μου στο δεξί μου χέρι. Σχεδόν ξάπλωσα. Ο Στράτος δεν παραμέρισε το χέρι του από επάνω μου και με άφησε να ρίξω την πλάτη μου στο στήθος του. Ήταν μαγική η στιγμή. Απίστευτη στιγμή. Δεν με ένοιαζε ότι δεν ήμασταν μόνοι μας. Μου αρκούσε που με είχε εκεί κοντά του και δεν το κατάλαβα πως έγινε. Αχ και να μην ήταν ο Γιάννης εκεί. Κοίταξα τον αδερφό μου ο οποίος κι αυτός είχε ξαπλώσει στο πλάι ακουμπώντας το χέρι στο κεφάλι ώστε να μπορεί να κοιτά το οτιδήποτε, την φωτιά, εμάς ή το σκοτάδι! Δεν με ένοιαζε πια. Η ζεστασιά του κορμιού του Στράτου με έκανε πιο δυνατή. Χάιδεψα την παλάμη του για να τον ευχαριστήσω γι’ αυτό που μου πρόσφερε εκείνη την στιγμή και δεν ξέρω αν καταλάβαινε πόσο ανάγκη το είχα. Ίσως να μην σήμαινε κάτι για τον ίδιο αυτή η στιγμή, αλλά σήμαινε για μένα. Μου έδινε ζωή! Συνέχιζα να χαϊδεύω την παλάμη του και δεν αντιδρούσε. Περιέργως ένοιωθα την ψυχή του. Ήταν άδεια εκείνη την στιγμή και δεν τον ένοιαζε ότι κι αν έκανα εγώ. Έχωσα δειλά-δειλά την παλάμη μου κάτω απ’ την δική του κι έπλεξα τα δάχτυλά μου με τα δικά του, έχοντας πάντα τον φόβο ότι θα τραβούσε μακριά μου το χέρι του δείχνοντας μου ότι το είχα παρατραβήξει. Θεέ μου κάνε να μην συμβεί! Έσφιξα τα δάχτυλα μου στα δικά του και τα έσφιξε κι εκείνος! Το είναι του είχε εισβάλλει μέσα μου εκείνη την στιγμή. Ξαφνικά όλα γύρω είχα χαθεί και ήμασταν μόνο οι δυο μας. Δεν είχαμε λόγια να πούμε. Το ότι ήμασταν σχεδόν αγκαλιασμένοι δίνοντας ο καθένας παρηγοριά στον άλλο, ήταν ότι πολύτιμο είχαμε εκείνη την στιγμή. Οι δυο μας. Μόνοι μας. Ένοιωσα το πηγούνι του να ακουμπά στον αριστερό ώμο μου και η ανάσα του ερχόταν καυτή στον λαιμό μου. Έσφιξα το χέρι του και πάλι κλείνοντας τα μάτια: «Γίνε δικός μου» ευχόμουν συνέχεια. Δεν ξέρω τι τρόπο θα έβρισκε αλλά τον ήθελα. Ήθελα αυτή του την ζεστασιά του να την νοιώσω μέσα μου. Ήθελα να γίνω ένα μαζί του και να χαθώ στον κόσμο του, στο όνειρό του! «Γίνε δικός μου» ξανάλεγα στον εαυτό μου. Τον ήθελα στην ζωή μου. Για τώρα και για πάντα. Γίνεται να είναι δικός μου; Ένοιωθα το καρδιοχτύπι του στην πλάτη μου. Η ανάσα του ήταν βαριά. Οι ξεχασμένοι πόθοι μας είχαν ξυπνήσει και δεν μπορούσαμε να τους εξημερώσουμε. Έπρεπε να αρκεστούμε μόνο στην στιγμή και σε τίποτε άλλο. Αχ, πόσο σε θέλω. Αχ και να ήξερες! Γιατί παίζεις έτσι επικίνδυνα μαζί μου; Γιατί;
Ένα μικρό φωτάκι κάπου στο βάθος του είναι μου με έκανε να πιστέψω εκείνη την στιγμή πως καμιά φορά τα πράγματα έρχονται έτσι όπως ακριβώς τα θέλουμε έστω κι αργά, έστω κι αν το πρόσωπο δεν είναι αυτό που στο βάθος θα θέλαμε. Όμως αυτή την στιγμή κάπου στο βάθος του μυαλού μου ακόμη δεν υπήρχε κανείς άλλος παρά μόνο ο Στράτος. Σαν μια ιδέα μου πέρασε μόνο η εικόνα του Γιώργου, αλλά τελικά δεν ταίριαζε καθόλου με όλο αυτό που ζούσα αυτή την στιγμή. Και ξαφνικά αυτό το συννεφάκι σκέψης χάθηκε. Και μου άρεσε αυτό πάρα πολύ. Μου άρεσε να νοιώθω τον Στράτο τόσο κοντά μου και αυτό που ήθελα τώρα ήταν να γυρίσω και να τον φιλήσω για να τον ευχαριστήσω που με είχε σώσει απ’ την απελπισία μου. Ίσως να μην το καταλάβαινε αλλά τελικά η παρουσία του ήταν λυτρωτική για μένα. Ήταν εκεί κοντά μου να με έχει κλείσει κοντά του και η ανάσα του να μου λέει: «υπάρχεις, μην αφήνεσαι να χαθείς»! Λάτρεψα αυτή μας την στιγμή και δεν ήθελα με τίποτε στον κόσμο να διαλυθεί. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά βρίσκοντας ελαφρά το πηγούνι του Στράτου και κοίταξα τον ουρανό. Εκεί πάνω βρισκόμουν τώρα και πετούσα ακόμη ψηλότερα νοιώθοντας τον να μυρίζει τα μαλλιά μου. Ταξίδευα στα αστέρια και τον είχα μαζί μου και ήταν σαν να διάβαζα την σκέψη του: «όπου κι αν ταξιδεύεις είμαι κι εγώ κοντά σου» και ξαφνικά ένοιωσα το χάδι του στο χέρι μου που ήταν κλεισμένο στο δικό του. Ήθελα τόσο πολύ να του δείξω πόσο τον ήθελα, αλλά… Η παρουσία του αδερφού μου δημιουργούσε την απόσταση που δεν έπρεπε να έχω αυτή την στιγμή με τον Στράτο, ενώ εκείνος συνέχιζε να μου χαϊδεύει τρυφερά το χέρι μου σαν να με βεβαίωνε πως τίποτε δεν χανόταν: «εγώ είμαι εδώ». Το ένοιωθα. Γύρισα να τον κοιτάξω. Μου χαμογέλασε:
- Σε κούρασα ε; Τον ρώτησα.
Κάπως έπρεπε να σπάσω την αμηχανία μας, μιας και τόση ώρα που καθόμασταν έτσι δεν μιλούσαμε.
- Καθόλου. Βολέψου όπως θες. Μου είπε γλυκά.
- Αν νομίζεις ότι σε κουράζω πες το μου.
Εγώ είχα βολευτεί εκεί ακουμπώντας επάνω του και ξαφνικά καταλάβαινα ότι το βάρος μου ίσως να τον έκανε να μην αισθάνεται καλά. Ίσως από ευγένεια να μην με ξεβολέψει δεν μιλούσε και υπέμενε την δική μου ρομαντική αναισθησία. Ανασήκωσα την πλάτη ελαφρά ώστε να μπορέσει να βολευτεί καλύτερα όσο εγώ έβαζα λίγο κρασί στο ποτήρι μου. Αλλά δεν έκανε τίποτε και με τράβηξε απαλά επάνω του. Ο αδερφός μου είχε ξαπλώσει κι αυτός στην άμμο και έπινε το κρασί του και σκεφτόταν. Δεν ξέρω τι περνούσε απ’ το μυαλό του και μάλιστα δεν μιλούσε καν. Χαλάρωσα περισσότερο και βρέθηκα να έχω σχεδόν ξαπλώσει κι εγώ και να ακουμπώ τους ώμους μου και το κεφάλι μου στο στήθος και το στομάχι στου Στράτου. Απολάμβανα τις μικρές γουλιές απ’ το κρασί μου και μου είχε δώσει μια γλυκιά ζαλάδα. Έκλεισα τα μάτια και φανταζόμουν ότι πηγαίναμε στο σπίτι αγκαλιά και με έπαιρνε στα χέρια του και με έβαζε για ύπνο και καθόταν στο κρεβάτι μου μέχρι να αποκοιμηθώ δίνοντας μου ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Τι όμορφο όνειρο! Ευχόμουν και ξαναευχόμουν να μην τελειώσει αυτή η βραδιά, να μην περνά η ώρα για να το ζήσω σε αργή κίνηση. Δεν ήθελα να τελειώσει η στιγμή και δεν ήθελα να τελειώσουν αυτές οι διακοπές. Με τίποτε. Τι τρόπο να έβρισκα ώστε να ξανάρχιζα αυτές τις διακοπές με λιγότερη θλίψη και περισσότερη δύναμη και θέληση για να τον γνωρίσω καλύτερα. Άνοιξα τα μάτια και ήξερα πως η φαντασία παρέμενε φαντασία και καμιά φορά κι ευχές παρέμεναν ευχές. Και σε λίγο το όνειρο θα τελείωνε και θα επέστρεφα στην πεζή πραγματικότητα: θα έπρεπε να συνεχίζω να υποδύομαι την αδερφή του φίλου του, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό, σαν να μην ήμασταν έτσι όπως είμαστε τώρα. Δεν μου άρεσε αυτό που σκεφτόμουν, αλλά μου άρεσε που η γοητεία του Στράτου με είχε παρασύρει σε μια στιγμή που ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ζούσα. Αναρωτήθηκα τι είχα λατρέψει στον Γιώργο απ’ την στιγμή που δεν μου είχε προσφέρει απολύτως τίποτε. Κι εγώ αυτή την στιγμή λάτρευα τον Στράτο γιατί ένοιωθα με σιγουριά ότι είχε καταλάβει το τι γινόταν μέσα μου και τόλμησε να με παρασύρει στον κόσμο του για να με βοηθήσει μακριά απ’ τον δικό μου τον τόσο απεγνωσμένο και μπερδεμένο. Άραγε θα υπήρχε και συνέχεια; Ή απλά θα αφήναμε τον χρόνο να μας το δείξει;


Η φωτιά είχε πέσει αρκετά. Τα ξύλα είχαν τελειώσει κι αυτό μου έφερε θλίψη, γιατί πια η στιγμή της επιστροφής στο σπίτι ερχόταν πολύ πιο γρήγορα από όσο ήθελα. Και δεν ήθελα να φύγουμε. Δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι και να κοιμηθώ σε εκείνο το τεράστιο κρεβάτι μόνη μου. Απόψε τον ήθελα κοντά μου. Πόσο θα ήθελα να ξημερωθούμε μαζί εδώ στην παραλία. Όμως το ένοιωθα πως δεν θα βλέπαμε τον ήλιο να ανατέλλει. Αχ, πόσο ήθελα να έφευγε ο αδερφός μου και να μας άφηνε και τους δύο εδώ. Να χαζεύουμε τα αστέρια, να κρατηθούμε αγκαλιά όσο η νύχτα περνούσε κρύα και να μας βρει το ξημέρωμα κάνοντας έρωτα! Ήθελα τόσο πολύ να δω το πρωινό χαμόγελο του ήλιου με τον Στράτο στο πλάι μου.
«Μωρό μου» άκουσα να μου ψιθυρίζει στο αυτί. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου χαμογέλασε. Όμως τα μάτια του μου έλεγαν πως είχε κουραστεί τόση ώρα στην ίδια θέση και έφταιγα εγώ μιας και είχα βολευτεί εκεί στην ζεστασιά του. Δεν του μίλησα και χωρίς δεύτερη σκέψη τραβήχτηκα μακριά του. Πήρα το ποτήρι με το κρασί και πήγα απ’ την άλλη πλευρά της σχεδόν σβηστής φωτιάς. Τον κοίταζα που προσπαθούσε να αλλάξει θέση και να ξεκουραστεί. Άφησα το ποτήρι μου κι απομακρύνθηκα. Είχα πάει λίγο παρακάτω κοντά στην θάλασσα. Ήθελα να την νοιώσω εκείνη την στιγμή. Ήθελα να εμπεδώσω την πραγματικότητα. Έβαλα τα πόδια μου στο νερό και γύρισα να τους διακρίνω, όσο γινόταν δηλαδή με την τελευταία φλόγα που έκαιγε. Οι δυο φίλοι στέκονταν σχεδόν απέναντι και δεν μιλούσαν. Ο Στράτος ήταν απίστευτα γοητευτικός και εγώ δεν είχα δικαίωμα να τον επιθυμώ, παρά μόνο να ονειρεύομαι στιγμές μαζί του. Tην αποψινή όμως θα την έβαζα για πάντα στην καρδιά μου. Γιατί τα καλά πράγματα δεν κρατάνε όσο πρέπει; Όσο εμείς θέλουμε; Δεν μπορούσα όμως να τα έχω όλα. Ήδη αισθανόμουν την θέση μου επιβαρυμένη. Το πρόσωπο του Γιάννη ήταν τόσο σκεφτικό που άρχισα να αναρωτιέμαι αν τελικά είχα προδοθεί στα μάτια του. Όπως και να ‘χε καταλάβαινα πια πως με τον Στράτο δεν είχαμε πολλά να μοιραστούμε και θα έπρεπε μάλλον να περιοριστούμε στο εξής στα τυπικά. Πως άλλωστε να μοιραστώ κάτι μαζί του όταν η φιλία του με τον αδερφό μου ήταν ένα εμπόδιο βασικό, που ήμουν μερικά χρόνια μεγαλύτερή του και που καμιά φορά οι γνώμες μας ήταν διαφορετικές. Γιατί αλλιώς τα έβλεπα εγώ τα πράγματα κι αλλιώς ο Στράτος. Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι ‘Γιώργος’ στην συμπεριφορά του. Απ’ την αποψινή βραδιά αποδείχθηκε πόσο διαφορετικός ήταν. Ήταν ειλικρινής στις πράξεις του. Κι ότι ήθελε το άγγιζε, έστω και μέχρι εκεί που υπήρχαν όρια. Και το γεγονός ότι απόψε τελικά κράτησε την υπόσχεσή του, μέτρησε αλλιώς στα μάτια μου. Ξαφνικά εξανεμίστηκε η εικόνα εκείνου του ενοχλητικού, σπασίκλα κι ανεπιθύμητου στην ζωή μου, ανθρώπου. Και τώρα πια ήξερα ότι ό,τι γινόταν ήξερα γιατί γινόταν και οι αμφιβολίες του τύπου «γιατί το κάνει» ή «με θέλει ή δεν με θέλει» είχαν εξαφανιστεί. Για πρώτη φορά δεν είχα κάτι να ερμηνεύσω. Η ουσία ήταν πια ότι το παρόν μετρά όσο τίποτε άλλο. Πρέπει να το ζεις μέχρι τέλους και να ρουφάς και την παραμικρή σταγόνα. Γιατί δεν ξέρεις τι θα σου φέρει αργότερα.
Βγήκα απ’ την θάλασσα και τους πλησίασα. Δεν μπορούσα να μείνω μακριά απ’ την ζέστη της χόβολης της φωτιάς. Βολεύτηκα στην παλιά μου θέση που οι φλόγες κι ο καπνός έπαιζαν με τα νεύρα μου νωρίτερα.
- Έλα εδώ! Μου είπε σχεδόν παρακαλετά ο Στράτος.
«Αχ, Στράτο μου. Να ήξερες πόσο θέλω να έρθω εκεί κοντά σου» σκέφτηκα. Κοίταξα τον αδερφό μου τάχα μου τυχαία και η έκφραση του ήταν θυμωμένη. Ίσως να είχε ενοχληθεί απ’ το όλο σκηνικό νωρίτερα. Και κάτι μου έλεγε πως έπρεπε να συγκρατηθώ για να μην προκαλέσω κάποια δυσφορία μεταξύ των φίλων.
- Μπα! Τώρα πια ξύπνησα! Την στιγμή που θα με έπαιρνε ο ύπνος με ξύπνησες.
Δεν είχα άλλη πιο χαζή δικαιολογία εκείνη την στιγμή για να δείξω στον αδερφό μου πως αυτό που είχε δει ήταν απλά ένα βόλεμα δικό μου κοντά στον Στράτο κάτι σαν το στρώμα και το μαξιλάρι! Και ότι αυτό που είχε δει, δεν ήταν αυτό που νόμιζε! Ο Στράτος γέλασε αλλά κατάλαβε και δεν επέμεινε.
- Φεύγουμε;
Είπε ο Γιάννης. Κοίταξα τον Στράτο που διαμαρτυρόταν πως δεν ήθελε να φύγει. Ο Γιάννης το μόνο που είπε ήταν πως ένοιωθε κουρασμένος και ψηλοβαριόταν και ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι για ύπνο. Παρακολουθούσα αυτό που γινόταν εκείνη την στιγμή. Δεν ξεκινούσε να φύγει μόνος του. Δεν έπαιρνε τον φακό και τα κλειδιά και να κινούσε να φύγει, παρά μας ήθελε μαζί του. Αυτό επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι είχε ενοχληθεί απ’ την στάση μας. Και δεν ήθελε να μας αφήσει μόνους, για να μην συμβούν τα ‘χειρότερα’. Ένα πράγμα που ήξερα είναι ότι ο αδερφός μου ήξερε καλά τον φίλο του και φοβόταν ότι θα ήμουν κι εγώ το επόμενο θύμα του και έτσι ήθελε να με προστατέψει. Αχ Γιάννη και να ήξερες. Να ήξερες τι κουρέλι ήμουν μέσα μου όλο αυτό το διάστημα. Να ήξερες πως ο φίλος σου με ένοιωσε και κατάλαβε το τι γινόταν μέσα μου. Δεν θα ήμουν το θύμα του πάντως. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος που σε βγάζει απ’ την μιζέρια σου, να το κάνει με κάποιον απώτερο σκοπό. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Κοιταχτήκαμε με τον Στράτο και καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσει η επιθυμία του Γιάννη. Ξαφνικά αυτό το δύο εναντίων ενός, άλλαζε θέση και γινόταν ένας εναντίων δύο. Δεν υπήρχε περίπτωση να συμβιβαστεί με την δική μας επιθυμία. Σκεφτόμουν πως ίσως να υπήρχε κι άλλος λόγος που ο αδερφός μου ήθελε να φύγουμε όλοι μαζί: αν παραμέναμε μέχρι την ανατολή του ήλιου κι εγώ συνέχιζα να είμαι στην αγκαλιά του Στράτου, αυτό θα βασάνιζε τον αδερφό μου που θα την αντίκριζε μόνος χωρίς την κοπέλα που νοιαζόταν. Δεν υπήρχε επιλογή. Έπρεπε να σεβαστούμε κι αυτό το ενδεχόμενο. Μπορεί ο Γιάννης να έδειχνε δυνατός, ένας Θεός ξέρει τι θα περνούσε μέσα του βλέποντας μας αγκαλιά λίγο πριν και που αυτός δεν είχε την ευκαιρία να το ζήσει έτσι. Όπως και να ‘χε δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή να κάνω τον Στράτο να καταλάβει περισσότερα και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μας. Η βραδιά μας είχε αυτό το άδοξο τέλος και επιστρέφοντας στο σπίτι με τον Στράτο δεν ανταλλάξαμε καν ‘καληνύχτα’.


Κεφάλαιο 12