30. Φιλησέ με!


Ένα παιδικό πάρτυ πόση μεγάλη διάρκεια να έχει; Απ’ το παιχνίδι και μόνο τα περισσότερα πιτσιρίκια τρέχουν αποκαμωμένα στους γονείς για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Έτσι και σε αυτό. Τελείωσε νωρίς το πάρτυ, οι σερβιτόροι μάζεψαν όλα όσα έπρεπε απ’ τις μπάρες και τις καθάρισαν. Κι από κει και πέρα όλα τα υπόλοιπα ήταν θέμα των καθαριστών.
Βγήκαμε απ’ το κλαμπ και το κρύο μας περόνιασε τα κόκαλα. Είχα τυλίξει το παλτό μου γύρω μου και σφιχτά για να ζεσταθώ. Περπατούσαμε δίπλα-δίπλα κι ενώ με είδε να τρέμω απ’ το κρύο δεν έκανε καν την κίνηση να με αγκαλιάσει για να ζεσταινόμαστε έτσι και οι δύο. Αυτή μας η απόσταση με αποθάρρυνε. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να περιμένω τίποτε. Ή ήταν μπερδεμένος με τα συναισθήματά του ή είχε μετανιώσει για ότι έκανε στις διακοπές μας και ήθελε να δώσει ένα τέλος. Τον κοίταζα όσο προχωρούσαμε βιαστικά και δεν είχε βγάλει κουβέντα. Ούτε εγώ τολμούσα. Εκεί που νόμιζα ότι τον ήξερα καλά αυτό που έβλεπα μου έλεγε πως δεν ήξερα τίποτε. Αλλά γιατί; Ποιο ήταν το δικό μου λάθος;
Η πρώτη καφετέρια που είδαμε μπροστά μας ήταν ο ‘Άδωνης’. Μπήκαμε μέσα αμέσως χωρίς να σκεφτούμε αν μας αρέσει ή όχι. Το κρύο δεν σου άφηνε αυτή την πολυτέλεια επιλογής. Μπήκαμε και προχωρήσαμε στο βάθος ώστε να μην μας βλέπει κανείς. Να είμαστε απομονωμένοι και που ένα τοιχίο μας έκρυβε απ’ τα βλέμματα όλων όσων κάθονταν διάσπαρτοι. Μπροστά μας μια μεγάλη τζαμαρία μας επέτρεπε να βλέπουμε έξω και που τώρα η βροχή είχε δυναμώσει.
Βγάλαμε τα πανωφόρια μας και βολευτήκαμε στα καθίσματα μας δίπλα-δίπλα. Ούτε καν τυχαία να αγγίξουμε τα χέρια μας τολμήσαμε. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Που είχε πάει εκείνη η οικειότητα; Τι είχε συμβεί από το πρωί και είχε αλλάξει στάση απέναντί μου; Η καρδιά μου σφυροκοπούσε και νόμιζα για λίγο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει να χτυπά σαν ταμπούρλο! Αποφάσισα να διώξω την κατήφεια απ’ το πρόσωπό μου και να δείξω ότι δεν έτρεχε τίποτε κι ότι το κρύο μας είχε κάνει λιγάκι απόμακρους κι ας μην ήταν έτσι. Χαμογελούσα σαν χαζή και μη ξέροντας γιατί χαμογελάω. Ίσως αυτό έδιωχνε την αμηχανία μας; Δεν ξέρω. Ήμουν έτοιμη να του πω και πάλι ότι μου είχε λείψει πάρα πολύ κι ότι δεν έτυχε ποτέ να έχουμε τον χρόνο να βρεθούμε να τα πούμε, αλλά:
- Λοιπόν; Έκοψε την φόρα μου ο Στράτος.
Το ‘λοιπόν’ προήλθε αφού ξεφύσησε τον καπνό απ’ το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Την ήξερα την κίνησή του αυτή. Κίνηση αμηχανίας.
- Τι ‘λοιπόν’; Απόρησα με την σειρά μου.
- Τα νέα σου!
Μου είπε κάπως αναίσθητα. Δεν ήταν αυτός ο Στράτος. Αποφάσισα να μην δώσω πολύ σημασία. Ίσως ήταν το γνωστό χαζό ερωτηματολόγιο λίγο πριν έρθουν οι ζεστοί καφέδες που παραγγείλαμε.
- Δουλειά σπίτι κι αντιστρόφως. Όπως τα ξέρεις. Είπα κάνοντας την χαρούμενη και σαν να μην τρέχει τίποτε.
- Κι από κατακτήσεις; Ήρθε η επόμενη ερώτησή του την στιγμή που και πάλι ξεφυσούσε τον καπνό του και τίναζε την στάχτη του τσιγάρου στο τασάκι.
- Όπως τα ξέρεις. Είπα απαλά και κοιτάζοντας τις μηχανικές του κινήσεις.
Αναρωτιόμουν γιατί έκανε αυτές τις ερωτήσεις και δεν είχε μπει καν στα δικά μας. Η συνάντηση αυτή αφορούσε εμάς και μόνο. Απ’ την στιγμή που καθίσαμε δεν είχε ρίξει ούτε μια τυχαία ματιά επάνω μου. Γιατί;
Η σερβιτόρα μας έφερε τους καφέδες και χάθηκε για άλλες παραγγελίες. Τώρα πια δεν υπήρχε κάτι να περιμένουμε. Ήμασταν οι δυο μας. Δεν ξέρω αυτή η στιγμή αμηχανίας μεταξύ μας είχε μεγαλώσει κι ώρα περνούσε πίνοντας γουλιές απ’ το ζεστό καφέ μας, κοιτάζοντας έξω την βροχή. Πάλευα μέσα μου να μην δείξω ότι αισθανόμουν άσχημα. Που αλλιώς περίμενα να είμαστε κι αλλιώς τελικά μας βγήκε. Ένοιωσα ότι ίσως εγώ είχα δημιουργήσει αυτή την απόσταση μεταξύ μας. Ίσως να μην ήθελε να βγούμε απόψε για να ‘χει τον χρόνο να σκεφτεί και που εγώ δεν του τον έδωσα. Μα πως; Τόσο καιρό εκεί κάτω στην Ρόδο στην μοίρα του δεν είχε τον χρόνο; Ή πως βρήκε τον χρόνο να μου γράψει τις μαντινάδες που του έδωσε ο φίλος του ο κρητικός που ήταν κι εκείνος καψούρα με μια Μαρίνα;
- Με αυτόν τον Δημήτρη που μου είχες γράψει; Γίνεται κάτι;
«Αχ Στράτο. Πως είναι δυνατόν να είμαι εδώ μαζί σου και να σκέφτομαι άλλον; Αφού μόνο εσένα σκέφτομαι. Ο άλλος είναι …σαν παιχνίδι να περνά η ώρα, όσο είσαι μακριά».
- Δεν έχω νέα του εδώ και καιρό. Απάντησα τελικά.
- Πως κι έτσι;
- Στράτο για τον Δημήτρη θα μιλήσουμε; Δεν τρέχει κάτι με αυτόν. Για μας με νοιάζει και τίποτε άλλο.
Είπα τελικά, αλλά τον είδα να δυσανασχετεί. Λες και του είχα βάλει το μαχαίρι στον λαιμό. Ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του, άναψε άλλο τσιγάρο και βολεύτηκε καλύτερα στο κάθισμά του και το πρόσωπό του σοβάρεψε.
- Κοίτα Μαρίνα. Το σκέφτηκα αρκετά το θέμα…
Τώρα καταλάβαινα. Ο τρόπος που καθόταν μου έδινε την απάντηση. Αμυνόταν στα συναισθήματά μας. Κι η απάντηση που θα ακολουθούσε θα του εξασφάλιζε την ησυχία του. Ένοιωθα μέσα μου πόσο μετανιωμένος ήταν. Είχε μετανιώσει για όλα όσα έκανε για μένα, για όλα όσα είχε γράψει σε μένα κι επιπλέον απ’ την στιγμή που του είχα αναφέρει και τον Δημήτρη ένιωθε ότι θα έπρεπε να είμαι ελεύθερη να κάνω ότι θέλω στην ζωή μου και να μην περιμένω τίποτε από αυτόν, όπως κι ο ίδιος να μην περιμένει τίποτε από εμένα.
- Δηλαδή τι σκέφτηκες; Τον ρώτησα δειλά και μη θέλοντας να ακούσω αυτό που στο βάθος γνώριζα ότι θα έλεγε αλλά αρνιόμουν να σκεφτώ.
- Δεν βλέπω να γίνεται κάτι με μας.
Είπε κι έπιασε το φλιτζάνι του να πιει καφέ προκειμένου να αποφύγει να αντικρύσει την έκπληξη μου. Είχα μείνει έκπληκτη κι αδύναμη να αντιδράσω. Παρά την ζέστη μέσα στην καφετέρια ξαφνικά ένα ρίγος είχε κολλήσει στην πλάτη μου και με έκανε να τρέμω. Ήθελα να του φωνάξω μα δεν μπορούσα:
- Στα γράμματα σου άλλα άρχισες να μου λες. Του είπα δειλά και ξεροκατάπια.
Ένα λυγμός μου είχε σταθεί στον λαιμό και αρνιόμουν να τον ξεσπάσω για να αλαφρώσω. Πνιγόμουν εκείνη την στιγμή.
- Ναι, αλλά το σκέφτηκα καλύτερα και πιο ψύχραιμα.
Απάντησε προσπαθώντας να κάνει τον αναίσθητο αρνούμενος πεισματικά να μου ρίξει έστω κι ένα τυχαίο βλέμμα. Κάτι μου έλεγε πως αν το έκανε θα έβλεπα το ψέμα του. Δεν ήθελα να του ζητήσω να μου μιλάει και να με κοιτάει στα μάτια:
- Και τι είναι αυτό που σε κάνει να νομίζεις ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι με μας;
Τον ρώτησα κοιτώντας τον στο πρόσωπο μήπως και του ξεφύγει έστω και λίγο το βλέμμα του προς τα μένα. Εκείνος δεν έκανε τίποτε. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Το ίδιο έκανα κι εγώ αυτή την φορά, μπας και έδιωχνα μακριά μου το ρίγος:
- Από την μια υπολογίζω την φιλία μου με τον αδερφό σου κι απ’ την άλλη είσαι εσύ. Δεν θέλω να πληγωθούμε αν κάτι πάει στραβά μεταξύ μας. Δεν είναι προτιμότερο να μείνουμε φίλοι;
Μου είπε και γύρισε και κοίταξε τα χείλια μου. Τα μάτια του! Δεν έλεγε αλήθεια. Το φιλότιμό του υπολόγιζε και σεβόταν τον αδερφό μου, ενώ η καρδιά του ήταν σε μένα. Το βλέμμα του στα χείλη μου ήταν η διάψευση όλου αυτού που γινόταν αυτή την στιγμή. Ήταν σαν μου ζητούσε βοήθεια. Πάντα στα χείλη μου κοιτούσε όταν ένοιωθε πνιγμένος. Κρεμόταν απ’ τα χείλη μου και τι θα έλεγα. Βασιζόταν σε μένα να κάνω την κατάσταση πιο συμβατή με μας. Δεν ήθελα όμως να τον διώξω. Δεν ήθελα να δώσω μια κλωτσιά σε όλα όσα αισθανόμουν και να πω ‘εντάξει δεν έγινε τίποτε, συνεχίζουμε σαν φίλοι’. Δεν μπορούσα. Δεν άντεχα να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν γινόταν να στεριώσει φιλία μεταξύ μας. Τα αισθήματά μας ήταν πιο δυνατά για να τα προσπεράσουμε έτσι. Έπιασα το χέρι του και το έσφιξα:
- Εγώ; Νομίζεις πως είσαι μόνος σου; Εγώ λες ότι δεν το έχω σκεφτεί; Εγώ Στράτο βασανίζομαι πολύ περισσότερο από εσένα. Καταλαβαίνω πως υπολογίζεις την φιλία σου με τον αδερφό μου, αλλά δεν υπολογίζεις εμένα. Όλο αυτό τον καιρό νόμιζα πως κάτι σήμαινα για σένα.
Δεν άντεξε. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια και έσφιξε τα χέρια μου στις παλάμες του:
- Μου είσαι σημαντική και μην νομίζεις πως έχω ξεχάσει όλα όσα έκανες για να το ανακαλύψω. Όμως… αξίζεις κάτι καλύτερο. Εγώ τι είμαι; Ένα αλήτης είμαι. Δεν κάνω για σένα.
«Ένας αλήτης». Τετριμμένη απάντηση. Γνωστή. Τι λέει κανείς όταν θέλει να αποφύγει κάποια κατάσταση; Μόνο που εγώ αυτόν τον ‘αλήτη’ τον νοιαζόμουν και δεν μπορούσα να του δώσω μια κλωτσιά σαν να μην πέρασε ποτέ απ’ την ζωή μου. Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια μου. Ώρα το κρατούσα αλλά δεν άντεξα. Το σκούπισα βιαστικά να μην το προσέξει ο Στράτος. Και πόσο πια να μην το προσέξει όταν καθόταν δίπλα μου κρατώντας το χέρι μου:
- Γιατί κλαις; Με ρώτησε.
Πως είναι δυνατόν να μην κλάψεις όταν αυτή την στιγμή σου διαλύονται οι επιθυμίες και τσακίζονται τα συναισθήματά σου;
- Δεν κλαίω. Με έτσουξε ο καπνός απ’ το τσιγάρο. Δικαιολογήθηκα.
- Μην λες ψέματα. Ξέρω γιατί κλαις. Μου είπε και σκούπισε το επόμενο δάκρυ που φάνηκε στα μάτια μου.
- Αφού ξέρεις γιατί ρωτάς τότε;
Τράβηξα τα χέρια μου απ’ τα δικά του. Και απέφυγα να τον κοιτάω. Έριξα το βλέμμα μου στην τζαμαρία και κοιτούσα έξω. Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά και πολλοί περαστικοί έτρεχαν να βρουν μέρος να μην βρέχονται, ακόμη κι αυτοί που είχαν ομπρέλα. Η βροχή ήταν ότι γινόταν και μέσα μου. Κάθε στάλα βροχής ένα δικό μου δάκρυ. Ήθελα να το βάλω στα πόδια. Όπως εκείνος μπήκε ξαφνικά στην ζωή μου ήθελα κι εγώ εκείνη την στιγμή να βγω ξαφνικά απ’ την δική του. Όμως κάτι με κρατούσε εκεί. Καρφωμένη στο κάθισμά μου. Ένας κόμπος στον λαιμό μου με έπνιγε. Ένιωθα περίεργα λες και είχα χάσει το έδαφος απ’ τα πόδια. Δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι αυτό το παραμύθι. Το δικό μου παραμύθι. Συνειδητοποιούσα ότι ο πόνος της ψυχής μου αυτή την στιγμή ήταν πιο αβάσταχτος από αυτόν που είχα νοιώσει με τον Γιώργο. Ένοιωθα άλλα πράγματα πιο δυνατά και που ο Στράτος βοήθησε με τον τρόπο του να ανακαλύψω. Και που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα αισθανόμουν έτσι. «Σ’ αγαπάω» σκεφτόμουν και νόμιζα πως θα διάβαζε την σκέψη μου. Τον αγάπησα γιατί ήταν δίπλα μου όταν εγώ πονούσα εξαιτίας κάποιου άλλου και συνεχίζω να τον αγαπάω παρά τον πόνο που μου δημιούργησε αυτή την στιγμή. Ήθελα τόσο πολύ να του το πω. Αλλά πώς να πεις σε ένα άνθρωπο το τι αισθάνεσαι, όταν ο ίδιος θέλει να αποφύγει τα δικά του αισθήματα γιατί τον φόβιζαν.
- Αν κοιτάξεις γύρω σου, υπάρχουν άνθρωποι που σε νοιάζονται. Απλά άνοιξε τα μάτια σου.
Μου είπε χαϊδεύοντας μου την πλάτη, όπως ένας φίλος σε φίλο για παρηγοριά.
- Ανοιχτά είναι. Είπα και τραβήχτηκα.
- Δεν είναι Μαρίνα. Δεν κοιτάς να δεις ποιοι άλλοι σε νοιάζονται και κοιτάς μόνο εκεί που δεν πρέπει. Συνέχισε προσπαθώντας να μου κλέψει ένα βλέμμα.
Δεν μπορούσα να μιλήσω ή να του εξηγήσω. Πως θα μπορούσε να καταλάβει ότι αυτοί οι ‘που δεν πρέπει’ ήταν ο ίδιος ο κόσμος μου όλος. Δεν μπορούσα να του το πω. Κάτι με κρατούσε να μην του μιλήσω. Ίσως η ψευτοπερηφάνια της στιγμής για να μην πέσω χαμηλά. Ήθελα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου όσο μπορούσα. Ήμουν ικανή εκείνη την στιγμή να πέσω στα πόδια του και να με κρατήσει στην ζωή του. Ήθελα να τον παρακαλέσω. Κρατήθηκα κι άφησα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται και να χάνεται κομμάτι-κομμάτι όπως δημιουργήθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Όπως δημιουργήθηκε τις φορές που μιλήσαμε, που συναντηθήκαμε, που αλληλογραφήσαμε, που νοιαστήκαμε ο ένας για τον άλλο, που αναρωτηθήκαμε για το τι μας συνέβαινε τελικά. Και να τι τελικά συνέβη! Χαλάσματα!



Ο χρόνος ήταν λες και είχε σταματήσει λες κι όλα είχαν παγώσει. Δεν υπήρξε ποτέ άλλη στιγμή στην ζωή μου που να νοιώθω έτσι κι όλα να μου μοιάζουν τόσο αταίριαστα. Άναψα τσιγάρο. Πίστευα πως καταπίνοντας το φαρμάκι του θα κατάπινα και το δικό μου παράπονο. Απόψε δεν ήξερα τι γινόταν και διαλυόταν όλο αυτό που μέσα μου φάνταζε τόσο όμορφο και γλυκό για πολύ καιρό. Ήπια την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ μου και κοίταξα τον Στράτο. Με κοίταξε κι εκείνος κι έκανε να μιλήσει. Δεν χρειαζόταν. Τον έκοψα με ένα μου νεύμα. Τον κοιτούσα στα μάτια. Μόνο αυτά έπρεπε να μιλήσουν τώρα. Μόνο αυτά θα μου έλεγαν την αλήθεια. Το βλέμμα του τον πρόδωσε. Όσο κι αν προσπαθούσε όλα όσα έλεγε τα έλεγε με δυσκολία. Δεν ήταν η φιλία του με τον αδερφό μου που τον εμπόδιζε να κάνει ένα βήμα παραπέρα, αλλά τα ίδια του τα αισθήματα. Τον είχαν τρομάξει και ήθελε να ξεφύγει. Γιατί όμως; Συνήθως όταν νοιώθουμε κάτι για κάποιον φροντίζουμε να του το δείξουμε, γιατί δεν έκανε κι εκείνος το ίδιο; Σίγουρα έπειτα θα αντλούσαμε μαζί την δύναμη για να κρατηθούμε και να προχωρήσουμε χέρι-χέρι. Δεν ήταν καν παγόβουνο που να μην μπορούμε να προσπελάσουμε, αλλά μια σχέση δυο νέων ανθρώπων. Απλά μια σχέση. Κι όσο κρατούσε. Τα μάτια του ήταν κολλημένα στα δικά μου: «Σε νοιώθω. Η καρδιά σου χτυπά μαζί με την δική μου. Δεν είσαι συ που θες να δώσεις αυτό το τέλος» σκεφτόμουν όσο τον κοιτούσα:
- Αγκάλιασε με! Τόλμησα να πω σιγανά.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή απ’ την αγωνία και περίμενα να ακούσω ξαφνικά το ‘όχι Μαρίνα δεν πρόκειται να το κάνω’, προκειμένου να μου δείξει ότι όσο κι αν ο ίδιος το ήθελε θα έπρεπε να μην το κάνει για χάρη της… φιλίας! Άφησε το τσιγάρο του στο τασάκι και με τα δυο του χέρια μου σκούπισε τα δάκρυα. Δεν είχα καταλάβει ότι τόση ώρα δάκρυζα. Με έσφιξε στην αγκαλιά του:
- Αχ! Μαρίνα…
Ένοιωθα την καρδιά του να χτυπά το ίδιο σαν την δική μου τρελά. Κούρνιασα στην αγκαλιά του και δεν ήθελα με τίποτε να δεχθώ πως ήμασταν φίλοι ή θα παραμέναμε φίλοι. Δεν γινόταν να είμαστε φίλοι εμείς οι δύο. Ποια φιλία μπορούσε να χωρέσει ανάμεσα στα αισθήματά μας;
- Φίλησέ με.
Δεν ξέρω πως βρήκα δύναμη να ξεστομίσω αυτές τις δυο λεξούλες. Ή τώρα ή ποτέ. Ίσως να ήταν και το τελευταίο φιλί που θα γευόμουν απ’ τα χείλη του. Ήθελα αν ήταν να τελειώσει όλο αυτό, ας τελείωνε με μια γλυκιά ανάμνηση έστω κι από ένα τελευταίο φιλί. Ίσως και να τον δοκίμαζα. Δεν ξέρω. Ήθελα με κάθε τρόπο να ανακαλύψω την αλήθεια του. Αν πραγματικά εννοούσε όλα αυτά που μου είπε νωρίτερα θα απέφευγε να με φιλήσει. Ήμουν έτοιμη να ακούσω: ‘μην κάνεις την στιγμή πιο δύσκολη’. Δεν αντιδρούσε. Τραβήχτηκα απ’ την αγκαλιά του για να μην νοιώθει ότι τον πιέζω με αυτό που του ζήτησα. Για μια στιγμή ένοιωσα να μετανιώνω. Το πρόσωπό του όμως μου έλεγε ότι είχα κάνει λάθος. «Αχ να ήξερες πόσο πολύ σε αγαπώ» σκεφτόμουν και τον κοιτούσα. Με κοιτούσε κι εκείνος. Με τα δάχτυλα του χάιδεψε τις γραμμές του προσώπου μου, σήκωσε μερικές τούφες απ’ τα μαλλιά μου για να φαίνονται τα μάτια μου και ξαφνικά με τράβηξε στην αγκαλιά του. Με έσφιγγε κι ένοιωθα τον αναστεναγμό του. Τον αναστεναγμό ενός ανθρώπου που δεν θέλει με τίποτε στον κόσμο να διώξει αυτόν που αγαπάει μακριά του. Ένοιωσα ότι κάτι τον έπνιγε. Ήταν σαν να μου έλεγε ότι όλα όσα μου είπε ήταν λόγια του αέρα, ότι ήθελε να με διώξει γιατί δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένη.
Φιλούσε κάθε πόντο του προσώπου μου και γευόταν κάθε χιλιοστό. Ρίγη ηδονής με κυρίεψαν ξαφνικά γιατί δεν περίμενα ότι δεν θα αρνιόταν αυτό που του ζήτησα. Ήθελα τα χείλη του στα χείλη μου αλλά τον άφηνα να εξερευνά το πρόσωπό μου, τον λαιμό μου με τα χείλη του και με τα χέρια του. Ήταν σαν να ήθελε να ‘γνωρίσει’ την Μαρίνα εξολοκλήρου. Να μυρίσει τα μαλλιά, το δέρμα μου, το άρωμά μου. Τον άφηνα να χαθεί σε αυτό του το ταξίδι. Το λάτρεψα αυτό του το ταξίδι. Με γέμιζε με μικρά φιλιά σε όλο το πρόσωπο και τον λαιμό, ρουφούσε τους λοβούς των αυτιών μου και τους πιπίλιζε κάνοντας με να ανατριχιάζω με μια γλυκιά ανατριχίλα. Ξαφνικά ένοιωθα να ξυπνά εκείνο το χαμένο πάθος απ’ την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε στο πάρτυ μου πριν χρόνια. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ξυπνούσε αυτές τις παλιές αισθήσεις μου. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου. Και ξαφνικά κόλλησα επάνω του εκεί στα καθίσματά μας. Τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου κι έκανε κι εκείνος το ίδιο. Μου έκοβε την ανάσα αλλά δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που ζούσα. Άφησα τα χείλη μου να οδηγηθούν σε όλο του το πρόσωπο. Μου άρεσε να τον αναστατώνω με τις μικρέ ς μου δαγκωματιές στο πηγούνι του και τα χείλη του. Με οδήγησε ο ίδιος στον λαιμό του. Ήθελε να παίξω εκεί. Έκλεισα τα μάτια για να γευτώ την μυρωδιά του δέρματός του. Όσες φορές είχαμε πλησιάσει τόσο κοντά η επαφή των χειλιών μας απλά ξυπνούσε την επιθυμία. Έσυρα τα χείλη μου στον λαιμό του υγραίνοντάς τον ελαφρά με την γλώσσα μου κι έφτασα στα αυτιά του. Το μυστικό του. Του άρεσε το φιλί στους λοβούς των αυτιών του. Τον αναστάτωνε και του ξυπνούσε τον πόθο. Πήρα με τα χείλη μου τον δεξί λοβό του και άφηνα την γλώσσα μου να παίζει μαζί του. Έκανα ακριβώς το ίδιο και με τον άλλο. Ότι έκανα έκανε κι εκείνος. Τα φιλιά πια δεν μου αρκούσαν ήθελα περισσότερο. Ήθελα τον ίδιο ολόκληρο. Να γευτώ το κορμί του σπιθαμή προς σπιθαμή. Στην σκέψη αυτή ένοιωσα να μου κόβεται η ανάσα κι η καρδιά να χτυπά σαν τρελή.
Τραβήχτηκα να ανασάνω. Δεν με άφησε εκείνος. Συνέχισε ότι εγώ δεν πρόλαβα να σταματήσω. Έκλεισα τρυφερά στα χέρια μου το πρόσωπό του και του φιλούσα απλά τα χείλη. Εκείνος δοκίμασε άλλο παιχνίδι για να με κάνει να λιώσω απ’ τον πόθο και να τον θέλω περισσότερο. Δάγκωνε απαλά τα χείλη μου. Κάθε φορά που δοκίμαζα να φιλήσω τρυφερά τα δικά του εκείνος άρπαζε αμέσως τα δικά μου και τα δάγκωνε απαλά. Του ξέφευγα και με τραβούσε κοντά του κι έκανε το ίδιο παιχνίδι:
- Δεν τελειώνει έτσι, μια τέτοια στιγμή.
Άκουσα σιγανά την βραχνή απ’ τον πόθο φωνή του στο αυτί μου. «Το ξέρω αγάπη μου» σκέφτηκα και τον κοιτούσα και δεν χόρταινα τον κοιτάω. Κι εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από επάνω μου. Έβγαλε το πουλόβερ του και με τράβηξε πάλι κοντά του. Κοιτούσε το πρόσωπό μου με αγάπη και το χάιδεψε απαλά με τα δάχτυλά του. Άγγιξε και πάλι τα χείλη μου με τα χείλη του και το φιλί του ήταν απίστευτα τρυφερό. Ένα δάκρυ ξέφυγε απ’ τα μάτια μου γιατί αυτό που ζούσα ήταν η υπέρτατη ευτυχία με τον άνθρωπο που αγαπούσα. Τα φιλιά του ήταν αχόρταγα και δεν ήθελα να είναι τα τελευταία. Δεν γινόταν να είναι τα τελευταία. Με ήθελε όσο κι εγώ. Τώρα πια ήμουν σίγουρη. Η γλώσσα του άγγιζε την δική μου και το παιχνίδι ήταν απίστευτα διεγερτικό. Τον ποθούσα. Τον ήθελα όσο τίποτε άλλο. Ήθελα να με ταξιδέψει στον έρωτά του και δεν μ’ ένοιαζε τίποτε άλλο. Με γευόταν: πιπίλησε τις άκρες των δαχτύλων μου στα χέρια μου κι έβαλε τα χέρια του κάτω απ’ το μπλουζάκι μου. Με χάιδευε και δεν ήθελα να ξεκολλήσω από επάνω του. Έχωσα και τα δικά μου χέρια κάτω απ’ το δικό το μπλουζάκι και τον χάιδευα με τα νύχια όπως του άρεσε όπως κάποτε μου είχε πει. Είχε κλείσει τα μάτια κι αφηνόταν σε αυτό μου το χάδι. Ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου κι έδειχνε να χαλαρώνει. Τον άφησα εκεί κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα χαϊδεύοντας τον ατελείωτα. Τότε ένοιωσα να ρουφά τον λαιμό μου, να τον δαγκώνει, να δαγκώνει τα χείλη μου, το πηγούνι μου, τ’ αυτιά μου και να αφήνει την γλώσσα του να παίζει με την δική μου κι εγώ να επιμένω να τον χαϊδεύω. Ήθελα τόσο πολύ να φύγουμε και να συνεχίσουμε κάπου αλλού ή σε κάποιο κοντινό ξενοδοχείο ή στο σπίτι μου. Τον ήθελα.
- Μη συνεχίζεις. Πρέπει να πάμε κάπου απόμερα. Όχι εδώ μέσα. Μου είπε απαλά κοιτώντας με στα χείλη.
Είχε δίκιο. Έπρεπε να κλείσουμε την βραδιά μας σε ένα δωμάτιο κλεισμένοι οι δυο μας κι όχι εκεί στο βάθος της καφετέριας. Μείναμε αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε ή να ψάχνουμε δικαιολογίες για το αν τελικά τελείωσε η ιστορία μας. Δεν είχαμε την δύναμη να σκεφτούμε κάτι τέτοιο. Ήταν σαν να είχαμε κάνει έρωτα με το μυαλό και τα φιλιά και προσπαθούσαμε να χαλαρώσουμε νοιώθοντας γεμάτοι, που είχε ο ένας κοντά του τον άλλο. Τον κοίταξα κάποια στιγμή στα μάτια εκεί χωμένη στην αγκαλιά του: «σ’ αγαπώ» σκέφτηκα κι εκείνος μου χαμογέλασε.


Κεφάλαιο 31