58. Τέλος διακοπών!



Η άλλη μέρα ήρθε. Και γενικώς επικρατούσε μια αλλόκοτη ηρεμία. Με το που ξύπνησα προσπάθησα να συνέλθω και να καταλάβω που βρισκόμουν. Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Έβγαλα νερό απ’ το πηγάδι κι έπλυνα το πρόσωπο μου για να ξυπνήσω. Είχα μια περίεργη ανησυχία. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το παραμικρό. Αυτό που ήξερα ήταν ότι σήμερα θα φεύγαμε και ότι πια έτσι δινόταν το οριστικό τέλος των διακοπών του παρελθόντος κι ότι επιστρέφοντας θα έπρεπε να χαθώ για πάντα απ’ την ζωή του Στράτου. Μπήκα στο σπίτι και κοντοστάθηκα στην πόρτα του υπνοδωματίου που κοιμόντουσαν ο Στράτος με τον Γιάννη. Τον χάζευα. Ήταν τόσο όμορφος και κοιμόταν τόσο ήρεμα. «Αγάπη μου» σκεφτόμουν και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. Το σκούπισα αμέσως. Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να διώξω τους συναισθηματισμούς. Αν ήθελα να ξεφύγω από αυτόν ήταν ο μόνος τρόπος για να το καταφέρω και να τον ξεχάσω. «Πώς να βρω την δύναμη να σε ξεχάσω που σε αγαπάω τόσο; Γιατί με έκανες να σε αγαπήσω όσο δεν φαντάζεσαι;». Μπήκα στο δωμάτιο και στάθηκα κοντά στο κρεβάτι που κοιμόταν και τον κοιτούσα. Πόσο το λάτρευα αυτό το πρόσωπο! Λάτρευα όλη την εικόνα του. Τα μαλλιά του είχαν στεγνώσει στον ύπνο του και το πρόσωπό του ήταν τόσο γαλήνιο. Τον πλησίασα. Άπλωσα το χέρι να τον χαϊδέψω στο στήθος. Το πήρα αμέσως. Δεν ήταν σωστό. Όσο και να ήθελα να τον ξυπνήσω με ένα χάδι κι ένα φιλί, δεν ήταν σωστό. Δεν είχα το δικαίωμα. Δεν ήταν πια ελεύθερος. Το μεγάλο ασημένιο δαχτυλίδι στο δεξί του χέρι, μου υπενθύμισε την αλήθεια, γι’ αυτό και τραβήχτηκα. Γύρισα και σκούντησα πρώτα τον αδερφό μου να ξυπνήσει και αμέσως μετά τον Στράτο.
Δεν μίλησα. Δεν έβγαιναν λέξεις απ’ το στόμα. Αντίθετα πήγα στο δωμάτιο μου και ετοίμασα τα λιγοστά πράγματα μου και ντύθηκα.
- Πω-πω το κεφάλι μου πάει να σπάσει! Τον άκουσα να λέει.
- Άλλη φορά να πίνεις περισσότερο! Τον πείραξε ο Γιάννης.
Προσπάθησα να κάνω διάφορα καραγκιοζιλίκια για να του φτιάξω το κέφι. Μάταια όμως. Δεν ασχολιόταν μαζί μου. Ήταν σαν η παρουσία μου ήταν ανύπαρκτη. Ετοίμαζε τα πράγματα του και δεν μου έδινε σημασία. Καμιά φορά μόλις και μετά βίας έλεγε ‘ναι’ ή ‘όχι’ ως απάντηση σε ότι τον ρωτούσα. Ακόμη και στον κάμπινγκ που πήγαμε για καφέ και φαγητό ήταν το ίδιο. Καθόταν μακριά από εμένα αμίλητος, άκεφος και σκεφτικός και που όταν τον μιλούσα δεν γυρνούσε να με κοιτάξει. Με την γωνία των ματιών μου έπιανα ότι με κοιτούσε όποτε εγώ έπαιζα με το καλαμάκι στο ποτήρι του φραπέ μου! Όταν γυρνούσα να του χαμογελάσω, τότε εκείνος έσκυβε το κεφάλι ή άφηνε το βλέμμα του να κοιτάει τον κόσμο του κάμπινγκ! «Λες να έχει διαισθανθεί ότι θα μείνω μακριά του;» αναρωτήθηκα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό το κρυφτούλι με τα μάτια. Ο Γιάννης θεωρούσε ότι ο φίλος του είχε έναν μόνιμο πονοκέφαλο. Μόνο που ο πονοκέφαλος του Στράτου ήταν λίγο διαφορετικός και κάποια στιγμή μου έδωσε την επιβεβαίωση.
Η κατάσταση σώθηκε προς στιγμήν με την άφιξη της Τζούλιας. Φύγαμε απ’ την μπάρα, πήραμε τους καφέδες μας και καθίσαμε σε ένα τραπέζι για χάρη του Γιάννη που ήθελε την κοπέλα δίπλα του. Οι δυο τους άρχισαν να μιλούν για πολλά και διάφορα και διέκρινα ότι υπήρχε ένα ενδιαφέρον κι από πλευράς της Τζούλιας προς τον αδερφό μου. Ευχόμουν αυτή η γνωριμία να πήγαινε καλά. Κάποια στιγμή ήταν τόσο αφοσιωμένοι οι δυο τους που εγώ κι ο Στράτος μάλλον φανήκαμε να είμαστε παρείσακτοι. Αυτή την στιγμή εκμεταλλεύτηκε ο Στράτος:
- Είδες ωραία μαλλιά που έχει η Τζούλια; Έσκυψε και μου είπε στο αυτί.
- Ναι! Όπως ήταν τα δικά μου κάποτε! Του είπα και χαμογέλασα.
- Αυτό λέω κι εγώ.
Μου είπε και άναψε τσιγάρο. Έσκυψα τα μάτια μου αποφεύγοντας να κοιτάξω ή την Τζούλια ή τον Γιάννη. Αισθανόμουν πολύ άβολα, γιατί ήταν σαν να επιβεβαίωνε τις σκέψεις μου πως ήμουν στο μυαλό του.
Τα είχα κόψει τα μαλλιά μου σε ένα κοντό καρέ, αμέσως μετά την απόλυση μου απ’ το ραδιόφωνο. Θεώρησα πως απ’ την στιγμή που άρχισαν να αλλάζουν κάποια πράγματα στην ζωή μου, έπρεπε να κάνω και κάποιες αλλαγές στην εμφάνισή μου. Κι άρχισα απ’ τα μαλλιά. Γύρισα και τον κοίταξα και μου χαμογελούσε. Ήταν η πρώτη φορά που σήμερα με κοιτούσε στα μάτια και μου χαμογελούσε και έτσι αναπάντεχα ένιωσα τον μηρό του να τρίβεται στον δικό μου! Όπως τότε. Κοιταχτήκαμε πάλι στα μάτια και ξαφνικά κάτω απ’ το τραπέζι μου έπιασε το χέρι:
- Αν μπορούσα να διεκδικώ αυτά που θέλω κι αγαπώ, τώρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για όλους μας. Δεν με αφήνουν όμως. Δεν έχω τέτοια δύναμη…
Μου είπε και σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας στο μπαρ να ζητήσει μπύρα. Τι ήταν τώρα αυτό; Ένιωσα να τρέμω ολόκληρη, γιατί κάπου στο βάθος το ήξερα αυτό. Ήξερα ότι η ζωή του δεχόταν παρεμβολές και συνήθως έκανε τα αντίθετα απ’ ότι του έλεγε η καρδιά του.
- Τι τον έπιασε και άρχισε τις φιλοσοφίες; Ρώτησε ο Γιάννης μόλις είδε τον φίλο του να απομακρύνετε.
- Μακάρι να ‘ξερα. Του είπα.
Αν κι ήξερα. Η Τζούλια έδειχνε να είχε καταλάβει το υπονοούμενο του Στράτου και δεν δίστασε να εκφράσει την απορία της:
- Ο άνθρωπός σου;
«Παρά λίγο» θα της απαντούσα, αλλά χαμογέλασα στην απορία της, γιατί ένιωσα ότι επαναλαμβανόταν η σκηνή.
- Απλά ένας καλός φίλος. Της απάντησα.
- Α! Φίλος…
Επανέλαβε η Τζούλια κουνώντας το κεφάλι της σαν μου έλεγε ότι δεν με πίστευε και στράφηκε πάλι στον Γιάννη. Σχεδόν την ίδια απορία και την ίδια απάντηση είχε κι ο Βασίλης πριν τρία χρόνια. Δεν κατάλαβα ποτέ τι ήταν αυτό που φάνταζε πως εγώ κι ο Στράτος ήμασταν μαζί, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήμασταν.

Δεν ήθελα να ζητήσω εξηγήσεις απ’ τον Στράτο. Καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Αν ήταν στο χέρι του σίγουρα θα είχε διεκδικήσει την Τόνια κι αν εκείνη συνέχιζε να είναι απούσα απ’ την ζωή του, τότε σίγουρα θα είχε διεκδικήσει εμένα, χωρίς παρεμβολές από τρίτους, χωρίς να καταλήγει σε σχέσεις που τον πλήγωναν ή από υποχρέωση και χωρίς τα ‘πρέπει’ να του κλείνουν τον δρόμο, με τον κίνδυνο ότι αν τα προσπερνούσε θα διαλύονταν τα πάντα στην ζωή του!
Όσο παραμείναμε στο κάμπινγκ εγώ κι ο Στράτος προφασιζόμασταν τα δυο καλά φιλαράκια κι αρχίζαμε να κάνουμε χαζομάρες, μόνο και μόνο για να φανούμε δυο καλά φιλαράκια στα μάτια της Τζούλιας, αν και με πλήγωνε.

Στον δρόμο της επιστροφής μέσα στο αυτοκίνητο τα μάτια του Στράτου ήταν σχεδόν κολλημένα απ’ το καθρεφτάκι σε μένα που καθόμουν στον πάγκο πίσω του κι ενώ η μουσική που ακουγόταν ήταν άλλη εκείνος τραγουδούσε που και που άλλο, έτσι για να μου υποδείξει ότι με σκεφτόταν και του ανήκα: You belong to me!
Μόνο που όσο κι αν ανήκα στην καρδιά του, δεν ήξερε πως σύντομα θα ήμουν ένα μακρινό παρελθόν.





Κεφάλαιο 59