53. Σε απόγνωση



Το βράδυ στο ‘Ρετρό’ είχα κάτσει εκεί κοντά του στο γνωστό πάσο. Και η Δανάη ήταν στην γνωστή της θέση στο βάθος του μαγαζιού στην μπάρα. Της έριξα μια ματιά και το βλέμμα της για πρώτη φορά δεν μου έδειξε την ανταγωνιστικότητά της. Ήταν σαν να μου ζητούσε βοήθεια. Ίσως πάλι να ήταν καλή υποκρίτρια προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της. Για τους τύπους της χαμογέλασα και γύρισα την προσοχή μου στον Στράτο. Αυτός ήταν που με ενδιέφερε κι όχι εκείνη. Αν και ήθελα να του ζητήσω τον λόγο τι δουλειά είχε εκείνη απόψε εδώ, δεν το έκανα. Ήταν αρκετά εκνευρισμένος για να ακούσει μια τέτοια ερώτηση. Θα ήταν σαν να του πήγαινα κι εγώ κόντρα. Και δεν ήθελα να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Δεν είχα λόγο να του πάω κόντρα. Άλλωστε αν δεν ήταν εκείνη εδώ ποια θα έπρεπε να είναι; Η κολλητή της δεν στεκόταν δίπλα της όπως συνήθως και μου έκανε εντύπωση. Δεν έδωσα σημασία. Δεν με ενδιέφερε. Προφανώς είχε επιλέξει έτσι όπως ήταν τα πράγματα να μείνει μόνη. Μόνο ο Σάββας της έλεγε καμιά κουβέντα έτσι για να της αποσπά την προσοχή που την είχε σε μένα και τον Στράτο. Χαιρέτησα και τον Σάββα ο οποίος μάλλον τακτικά πρέπει να γινόταν μάρτυρας καταστάσεων μεταξύ του Στράτου και της Δανάης.
Ο Στράτος στεκόταν καμαρωτός στην πόρτα του μπροστά χωρίς να μιλά έχοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό του.
- Βλέπω ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Στράτο δεν είσαι καλά και δεν είναι ιδέα μου. Τον αιφνιδίασα.
- Μαρίνα θέλω να μιλήσουμε, αλλά όχι τώρα.
- Εντάξει όπως θες. Εγώ άλλωστε γι’ αυτό είμαι εδώ. Κατάλαβα το μεσημέρι ότι ήθελες να μου μιλήσεις, γι’ αυτό και ήρθα.
Δεν μου απάντησε. Δεν με κοιτούσε. Μου είχε την πλάτη του γυρισμένη και κοιτούσε έξω στο σκοτάδι. Ένοιωθα τον πόνο του. Ένοιωθα την πίεση στο στήθος . Ένοιωθα την απόγνωσή του. Κι ένοιωθα ότι αυτό που του δημιουργούσε τα προβλήματα, που στην ουσία ήταν εντελώς χαζά, ήταν το πείσμα του. Η αγάπη του στην Δανάη ήταν ένα πείσμα. Ένα πείσμα για να πάει κόντρα στους δικούς του και τους φίλους του. Η ίδια η ξεροκεφαλιά του τον έκανε να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Λες και δεν ήξερε ποιο ήταν το σωστό, λες και δεν μπορούσε να φέρει τα πράγματα εκεί που ήθελε κι όπως ήθελε. Άμα αυτό το άτιμο το πείσμα! Στην ψυχή μου ένοιωθα το βάρος της δικής του ψυχής. Στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη και δεν έλεγε το παραμικρό. Άφηνε το μυαλό του προφανώς να ταξιδεύει. Να προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει. Πώς να εξομαλύνει την κατάσταση για να ηρεμήσουν όλοι. Τον ένοιωθα. Γύρισε απότομα και πήρε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο που είχε αφήσει επάνω στο πάσο. Το άναψε και με κοίταξε:
- Είμαι σε απόγνωση!
Μου είπε και μου ξαναγύρισε την πλάτη κοιτώντας έξω. «Είσαι σε απόγνωση κι αυτή τι κάνει για να σε βοηθήσει;» σκέφτηκα και πήγε το μυαλό μου στην Δανάη, που προφανώς δεν του έδινε λύσεις. Τον κοιτούσα και δεν έπαυα να τον αγαπώ. Πόσο ήθελα να τον τραβήξω απ’ το χέρι και να τον πάρω να χαθούμε στο σκοτάδι της νύχτας και να τον απομακρύνω από εκείνη που του δημιουργούσε όλο αυτόν τον πόνο. Γιατί αν ήταν έρωτας η αιτία, τότε θα είχαν βρει άλλες λύσεις. Ίσως να έφευγαν μαζί, να κλεβόντουσαν. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Έτσι σε πείσμα των μεγάλων θα τους έδιναν να καταλάβουν ότι η αγάπη τους ήταν δυνατή για να της πάνε κόντρα. Αλλά μάλλον δεν ήταν η αγάπη που τους έφερνε τα προβλήματα. Ήταν το πείσμα του. Όλα τα προβλήματα ήταν συνέπειες του πείσματός του και δεν ήθελε να το καταλάβει. Και δεν ήταν σε θέση να το σκεφτεί.
Ο Τάκης εμφανίστηκε εκεί έξω κι όταν τον είδε ο Στράτος του άνοιξε την πόρτα χωρίς να του δώσει σημασία ή να τον καλησπερίσει για τους τύπους. Ο Τάκης όμως του μίλησε και καλησπέρισε κι εμένα και μου χαμογέλασε. Αλλά ήταν αποφασισμένος να δράσει. Ούτε καν που στάθηκε σε μένα να πει δυο κουβέντες. Φαινόταν ότι ο σκοπός του τελικά ήταν να μιλήσει στην Δανάη:
- Δεν μιλάτε με τον Τάκη; Ρώτησα τον Στράτο που κοιτούσε να δει τι γινόταν στο βάθος εκεί που καθόταν η Δανάη.
- Ο Τάκης δεν έχει πάρει με καλό μάτι την Δανάη. Και κοίτα να δεις που ήρθε για να τα κάνει χειρότερα. Μαρίνα κάνε μου την χάρη και κάτσε λίγο στην πόρτα, πάω να ακούσω τι της λέει, για να μην χεστούμε με τον μαλάκα.
- Στράτο θα κάτσω στην πόρτα αλλά δώσε τόπο στην οργή. Φίλος σου είναι και θέλει το καλό σου. Ίσως ξέρει καλύτερα την Δανάη.
- Μαρίνα άσε δεν ξέρεις. Μείνε κι επιστρέφω σε λίγο.
Έκατσα στην πόρτα να υποδέχομαι τους πελάτες. Έβαζα το καλύτερο χαμόγελό μου και όσοι έρχονταν έμεναν έκπληκτοι που ‘πορτιέρισσα’ ήταν μια γυναίκα. Αισθανόμουν άνετα. Ήταν σαν να ήμουν στο σπίτι μου και υποδεχόμουν διάφορους καλεσμένους. Ίσως επειδή είχα εξοικειωθεί κατά πολύ με όλη την ‘οικογένεια’ του μαγαζιού! Όταν πια δεν φαινόταν να πλησιάζει κανείς στο μαγαζί εγώ έβρισκα την ευκαιρία να κοιτάζω στο βάθος να δω τι συμβαίνει. Ο Στράτος ήταν θυμωμένος και είχε αγκαλιά την Δανάη κι ο Τάκης να προσπαθεί να του μιλήσει. Δεν υπήρχε διάθεση κι απ’ τις δυο πλευρές να γίνει μια ήσυχη κουβέντα. Το αντίθετο έμοιαζαν όλοι τους να έχουν πάρει φωτιά. Δεν μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Ο Στράτος μόλις έχανε τον τελευταίο φίλο του. Δεν ανεχόμουν να τους βλέπω να τρώγονται. Ήθελα πολύ να τους πλησιάσω και να κάνω τον διαιτητή, αλλά ήμουν σε …σκοπιά και δεν γινόταν. Ο Τάκης αποχώρησε. Στο πρόσωπο του είχε διαγραφεί ο εκνευρισμός κι ο θυμός. Λίγο πριν του ανοίξω να βγει τον ρώτησα τι έγινε και τι ειπώθηκε:
- Μαρίνα, πολύ ασχολήθηκα με τον μαλάκα τον Στράτο. Αφού δεν λέει να καταλάβει πως η π… άντε να μην πω, που τα ‘χει μαζί της είναι η αιτία των προβλημάτων του, ας πάνε να γαμηθούνε. Για μένα τελείωσε ο Στράτος. Άμα έχεις τέτοιους φίλους… Εσύ θα μείνεις;
- Ναι.
- Δεν τον χέζεις να πάμε να πιούμε κάνα ποτό κάπου άλλου; Δεν έχει νόημα να κάτσεις, ούτε εσένα πρόκειται να ακούσει.
- Τάκη! Σ’ ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι. Θέλει να μου μιλήσει.
- Όπως θέλεις. Κάνε ότι καταλαβαίνεις. Καλή συνέχεια!
Μου ευχήθηκε και έφυγε. Τον κοίταζα να απομακρύνεται κι αναρωτιόμουν τι σόι κολλητός του Στράτου ήταν που άφηνε τον φίλο του να πνίγεται στα προβλήματά του. Ή μήπως είχε κάνει υπερπροσπάθειες να συνετίσει τον φίλο του κι αφού είδε κι απόειδε, τον σιχτίρισε γιατί πια βαρέθηκε; Όλα εξελισσόταν γρήγορα. Ο Στράτος κάτι είπε στην Δανάη κι έφυγε από κοντά της. Προσπέρασε κι εμένα χωρίς να πει κουβέντα, έσπρωξε την πόρτα δυνατά και βγήκε έξω. Νόμισα πως πήγαινε να βρει τον Τάκη. Ήταν όμως πολύ εγωιστής για να κάνει κάτι τέτοιο. Εκεί πίσω απ’ το τζάμι της πόρτας εισόδου του μαγαζιού τον κοίταζα που με γρήγορες δρασκελιές κατευθυνόταν στο απέναντι πάρκινγκ. Κάτι άρχισε να με φοβίζει. «Θες να πάρει το αυτοκίνητο της Δανάης και να κάνει καμιά τρέλα;» σκέφτηκα. Τον είχα ικανό. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε τυχαία πόσο έτρεχε για να πάει να δώσει τις παραγγελίες απ’ το καθαριστήριο και για πότε είχαμε βρεθεί να καθόμαστε και να συζητάμε πάλι για τον ίδιο θέμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η απόγνωση του ανεβάζει την αδρεναλίνη και τον κάνει να αντιδρά έτσι. Είχε ακουμπήσει σε μια κολώνα φωτισμού και τον κοίταζα πόσο απεγνωσμένος ήταν. Κρατούσε το κεφάλι του και πονούσε. Τον κοίταζα κι ένοιωθα την μοναξιά του, παγερή και θλιβερή. Κι η Δανάη να είναι απόμακρη και να μην του συμπαραστέκεται. Αν τον αγαπούσε τόσο πολύ όπως η ίδια διέδιδε θα τον βοηθούσε να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους αντί να τα ενισχύει. Αλλά μάλλον δεν είχε την διάθεση να το κάνει. Ίσως πίστευε πως έτσι θα εξανάγκαζε τον Στράτο να απαρνηθεί την οικογένειά του και να μείνει μαζί της για πάντα. Κι ο Στράτος δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Όσο κι αν η οικογένειά του αντιδρούσε σε ότι έκανε ήταν από αγάπη κι ενδιαφέρον κι εκείνος το ήξερε. Ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή το ήθελε ο ίδιος θα τους είχε με το μέρος του. Ότι έκαναν ήταν από αγάπη και δεν μπορούσε να απαρνηθεί αυτή την αγάπη τους, του ήταν σκληρό. Μπορεί να το έκανε προσωρινά μόνο και μόνο για να τους δείξει ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια του και μόνος του, αλλά δεν είχε την δύναμη να το κάνει. Κι απ’ την άλλη η Δανάη. Να θέλει την αποκλειστικότητα. Να προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να τον έχει πάντα κοντά της. Να τον πνίγει απ’ την υποτιθέμενη αγάπη της και να μην τον αφήνει να ανασάνει. Ποιος ξέρει τι είχε σκαρφιστεί στο μυαλό της για να τον έχει του χεριού της κι εκείνος να θέλει να φύγει και να μην μπορεί και να δέχεται αμαχητί τις απαιτήσεις της. «Γιατί; Γιατί άφησες να φτάσουν τα πράγματα εκτός ορίων;» τον κοίταζα και πονούσα μαζί του. Κάτι μέσα μου είχε ραγίσει. Ένοιωθα την καρδιά του, την ψυχή του, το μυαλό του. Η μοναξιά τον είχε τυλίξει και τον ένοιωθα. Δεν είχε πια φίλους και δεν ήξερα αν με υπολόγισε στο ελάχιστο. Πώς να με υπολογίσει; Μάλλον είχε διαισθανθεί πόσο με τραυμάτιζε κάθε φορά που ερχόταν να ζητήσει βοήθεια. Και δεν ήθελε μάλλον να το επαναλάβει. Στεκόταν μόνος και βημάτιζε πάνω-κάτω εκνευρισμένος προσπαθώντας μάλλον να βρει λύση. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι αλλά δεν μπορούσα πια να το αρνηθώ, ήμουν βέβαιη πως η Δανάη με κάτι τον κρατούσε. Δεν άντεξα. «Αχ, ψυχή μου να ‘ξερες πόσο αλήθεια σε αγαπώ και δεν το έχεις πιστέψει. Δεν θα σε αφήσω έτσι να πονάς». Πετάχτηκα έξω απ’ το μαγαζί. Δεν με ένοιαξε αν ήμουν σε ‘διατεταγμένη υπηρεσία’. Ο άνθρωπος που αγαπούσα πονούσε και δεν μπορούσα να τον βλέπω να μην ξέρει τι να κάνει. Έτρεξα κοντά του και δεν σκέφτηκα ότι πίσω μου ήταν κι η Δανάη κι ότι θα μπορούσε και πάλι να δημιουργήσει έντονο πρόβλημα στον Στράτο τώρα που είμαι κοντά του. Όχι δεν θα υπολόγιζα την Δανάη. Δεν ήμασταν φίλες ώστε να την σκέφτομαι. Αγαπούσα τον Στράτο και γι’ αυτόν νοιαζόμουν. Ήθελα να είναι καλά και να μην πονά.
- Εγώ μπορώ να σε ακούσω. Του είπα διστακτικά καθώς τον πλησίαζα με αργά βήματα.
Είχε κάτσε στο καπό ενός αμαξιού έχοντας σκυμμένο το κεφάλι. Δεν ήξερα τι τρελά πράγματα είχε στο μυαλό του. Με ανησύχησε προς στιγμήν γιατί κρατούσε κλειδιά αυτοκινήτου στα χέρια. «Όχι δεν θα επιτρέψω να κάνεις καμιά τρέλα. Δεν θέλω να σε χάσω για μια ανοησία.».
- Όλοι έχουν πέσει επάνω μου και με πιέζουν. Μου είπε συνεχίζοντας να έχει το κεφάλι σκυφτό.
- Αν νοιώθεις ότι σε πιέζω κι εγώ, τότε να φύγω!
Με τρόμαζε η εικόνα του. Ήταν ανησυχητικά κι απεγνωσμένα ήρεμη. Ένοιωθα ότι αν έστω τον άγγιζα για να χαϊδέψω το κεφάλι του θα χανόταν αμέσως η ηρεμία και το κακό θα γινόταν. Ήταν ράκος. Ένας άνθρωπος που τα συναισθήματά του είχαν γίνει σμπαράλια. Δεν ήθελα να φύγω. Και να μου το ζητούσε δεν θα έφευγα. Θα έμενα κοντά του. Θα τον βοηθούσα. Θα έκανα ότι περνούσε απ’ το χέρι μου. Θυσία θα γινόμουν αν αυτό θα τον βοηθούσε. Δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι. Μέσα μου η καρδιά μου γινόταν κομμάτια. Πονούσα πολύ. Δεν ανάσαινα. Περίμενα να ακούσω μια του λέξη. Να μείνω ή να φύγω!
- Μόνο εσύ έμεινες Μαρίνα. Μόνο εσύ μου δείχνεις πόσο πραγματική φίλη είσαι.
Είπε τελικά και σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο και τα μάτια του έτοιμα να ξεσπάσουν σε δάκρυα.
- Ο Τάκης; Τον ρώτησα απαλά και πήγα κοντά του.
- Αν ήταν φίλος θα δεχόταν την Δανάη όπως και να ‘χε με ότι κουσούρι έχει. Και ξέρεις γιατί ήρθε απόψε; Για να τα βάλει μαζί της.
- Μήπως υπάρχει κάποια παρεξήγηση μεταξύ τους;
Ρώτησα τάχα μου αθώα. Αν και ήξερα ότι ο Τάκης δεν συμφωνούσε με την άποψη του Στράτου ότι έπρεπε ντε και καλά να δεχτεί και την κοπέλα του η οποία με κάθε τρόπο έδειχνε την αντιπάθειά της προς τους φίλους του ανθρώπου της. Και γιατί θα έπρεπε οι φίλοι του Στράτου να συμφωνήσουν με την επιθυμία του και να μην υπολογίσει κι ο ίδιος τις δικές τους; Ο Στράτος απέφυγε να μου απαντήσει. Και δεν ξέρω αν έτσι μου απαντούσε στο ότι υπήρξε κάποια παρεξήγηση.
- Σκέφτομαι να φύγω απ’ το σπίτι.
Μου είπε μετά από λίγο. «Δεν φεύγεις απ’ τον πρόβλημα αγάπη μου, το κάνεις χειρότερο» σκέφτηκα. Η φυγή για τον Στράτο ήταν το διέξοδο προκειμένου να μην σκέφτεται ο ίδιος. Δεν ήταν πια παιδάκι για να σκέφτεται ανώριμα. Αντί να τα βάλει κάτω και να δει πραγματικά το πρόβλημα κοιτάζει να το αποφύγει ενώ αυτό υποβόσκει.
- Δείχνεις να φοβάσαι να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Του είπα τελικά.
- Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έχω προσπαθήσει. Όταν οι δικοί μου άνθρωποι δεν δέχονται την σχέση μου με την Δανάη, πως μπορώ να μείνω σε ένα σπίτι που με αρνιέται;
Εν μέρει είχε δίκιο. Δεν γινόταν οι άλλοι να του επιβάλουν με ποια θα έκανε σχέση. Το σίγουρο ήταν ότι κάτι έλειπε απ’ την όλη ιστορία. Δεν μπορούσα να το πιάσω. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι οι γονείς του Στράτου είχαν τέτοια εμμονή με την Δανάη. Σίγουρα κάτι θα είχε πάρει το αυτί τους, αλλά δεν απέκλεια και την περίπτωση ο Στράτος να ήθελε να τους περάσει την δική του λογική: όπου εγώ κι η Δανάη. Αν όντως επικρατούσε αυτό, τότε είχαν κι εκείνοι τα δίκια τους να αντιδρούν. Δεν γινόταν όπου κανόνιζαν να πάνε να την έχουν μπάστακα επειδή το ήθελε ο γιος τους παντού και πάντα. Δεν γινόταν να φορτωθούν μια τέτοια ευθύνη μιας ξένης κοπέλας γι’ αυτούς –που ναι μεν ενήλικη- δεν ήθελαν να την έχουν μαζί τους χωρίς να ξέρουν κι οι δικοί της γονείς. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σχέση για να περνάνε καλά κι οι δυο τους. Δεν υπήρχαν μακροπρόθεσμα σχέδια Ο Στράτος δεν μου είχε μιλήσει για κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήθελε να γίνει κάποια στιγμή ήταν να συμβιώσουν με την Δανάη, να αποκατασταθεί επαγγελματικά και μετά θα έβλεπε. Τον κοίταζα και δεν μπορούσα να του δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση. Δεν μπορούσα να του πω ότι συμφωνούσα απόλυτα με τις επιθυμίες του. Δεν γινόταν. Είναι το βάρος που σου προσθέτει ως ενήλικας με την συμβίωση με τους γονείς σου και θα πρέπει που και που να σκύβεις το κεφάλι, μιας και οι κανόνες ορίζονται από εκείνους όσο είσαι κάτω απ’ την στέγη τους. Κι ο Στράτος απλά δεν ήθελε να σκύψει το κεφάλι. Γι’ αυτόν η Δανάη ήταν τα πάντα. Ο κόσμος του όλος! Ένας κόσμος που τον κατέστρεφε. Αναρωτιόμουν αν εκείνη απόψε συνειδητοποιούσε ότι ήταν μέρος του προβλήματος ή εθελοτυφλούσε επίμονα και στενοχωριόταν μόνο που ο Στράτος ήταν στενοχωρημένος; Γύρισα να κοιτάξω στο ‘Ρετρό’ να δω αν υπήρχε κανείς στην είσοδο. Στεκόταν η Δανάη να μας κοιτάζει. Δεν με ένοιαζε. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα νοιαζόμουν. Εξαιτίας της ο άνθρωπος που αγαπούσα βρισκόταν σε αδιέξοδο. Τον άκουσα που ρουφούσε την μύτη. Τελικά τα δάκρυα ξέσπασαν και κάλυψαν τα μάγουλα του Στράτου. Τον πλησίασα και τον τράβηξα να σηκωθεί απ’ το καπό. Δάκρυσα μαζί του. Πονούσε και πονούσα. Δάκρυζε και δάκρυζα. Σκούπισα τα δάκρυά του απ’ τα μάτια του και του χάιδεψα στοργικά τα μαλλιά:
- Σσς! Ησύχασε. Θα βρούμε λύση. Του είπα και τον τράβηξα στην αγκαλιά μου.
Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι. Η ζέστη του κορμιού του μου έδινε να καταλάβω πως με χρειαζόταν. Ήταν σαν ένα μωρό που σταματά να κλαίει όταν η μάνα του το παίρνει στην αγκαλιά της! Θα ήμουν κοντά του απόψε. Είτε το ήθελε η Δανάη είτε όχι. Τον φίλησα στον λαιμό και προσπάθησα και πάλι να τον καθησυχάσω:
- Αν σκέφτεσαι τον Τάκη και τον αποψινό του τρόπο, ίσως το σκεφτεί καλύτερα και σου ζητήσει συγγνώμη. Αν συμβεί, δεν χάθηκαν όλα. Έχεις εμένα.
Τον άφησα απ’ την αγκαλιά μου και τον κοίταξα στα μάτια για να τον βεβαιώσω για την πρόθεσή μου. Του σήκωσα το πρόσωπο για να με κοιτάξει στα μάτια:
- Μαζί θα βρούμε την λύση. Πως έγινε την προηγούμενη φορά; Αν με ακούσεις όλα θα πάνε καλά.
Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η Δανάη μην αντέχοντας να μας βλέπει από απόσταση τελικά βγήκε απ’ το ‘Ρετρό’ και μας πλησίασε. Ήμουν βέβαιη πως δεν της άρεσε η εικόνα μας και σίγουρα θα θεωρούσε ότι την κακολογούσα στον Στράτο. Έβγαλα και του έδωσα ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα δάκρυά του. Η Δανάη τον κοιτούσε και πέρασε το χέρι της στην μέση του. Ή είχε το θράσος να μου δείξει ότι της ανήκε ή τάχα έτσι θα τον παρηγορούσε.
- Το πρόβλημα λοιπόν είναι η Δανάη κι ότι η δικοί σου και γενικώς όλοι δεν την δέχονται. Είναι έτσι;
Τον ρώτησα γυρνώντας το βλέμμα μου στην Δανάη για να της τονίσω έτσι πως ήταν υπεύθυνη για ότι γινόταν κι ότι αν αυτή εθελοτυφλούσε οι υπόλοιποι βλέπαμε καθαρά.
- Έτσι είναι. Είπε ο Στράτος
- Με το πείσμα όμως δεν βγαίνει κάτι. Γιατί εδώ υπάρχει πείσμα και δεν μου το βγάζεις απ’ το μυαλό. Δώσε λοιπόν χρόνο στον εαυτό σου και συζήτησέ το με τους δικούς σου όταν θα είσαι έτοιμος. Συνέχισα εγώ ακάθεκτη.
- Μαρίνα αυτό κάνω όλο αυτόν τον καιρό.
Διαμαρτυρήθηκε ο Στράτος κι η Δανάη δίπλα του τώρα κρεμόταν απ’ τον μπράτσο του, μην τυχόν και πλησιάσει και με αγγίξει εκείνος.
- Με τους καβγάδες και με το έτσι θέλω; Για μια φορά στην ζωή σου κάτσε και σκέψου.
- Ρε Μαρίνα γιατί θα πρέπει να σκέφτομαι πάντα εγώ κι όχι κι εκείνοι εμένα;
- Γιατί ίσως κάπου έχεις άδικο. Γιατί σκέφτεσαι μόνο την δική σου πλευρά. Έλα και στην θέση των δικών σου. Το ‘χεις κάνει;
Απάντηση δεν έπαιρνα κι ούτε θα μου έδινε γιατί είχα δίκιο.
- Δανάη μη με παρεξηγήσεις. Στράτο, μείνε λίγο μακριά απ’ την Δανάη και προσπάθησε να σκεφτείς μόνος σου όλες τις πιθανότητες. Να είσαι σίγουρος ότι με ξεκάθαρο μυαλό θα βρεις την λύση. Από εσένα εξαρτάται. Είσαι αρκετά έξυπνος να φέρεις τα πράγματα στα μέτρα σου. Απλά έχεις βάλει μπροστά το πείσμα σου και δεν βλέπεις τίποτε. Θα το κάνεις; Μου υπόσχεσαι ότι θα το κάνεις;
- Θα προσπαθήσω. Είπε και γύρισε και κοίταξε την Δανάη να δει πως θα αντιδρούσε.
- Μαρίνα εγώ δεν έχω δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα όπως λένε. Έχω ξαφνιαστεί με όλα αυτά. Και δεν έχω πρόβλημα να μείνει για λίγο μόνος. Ίσα-ίσα που αυτό θα βοηθήσει την σχέση μας.
Είπε κι η Δανάη, έτσι για να δικαιολογηθεί πως είναι αθώα περιστερά.
- Εγώ σου είχα πει κάποτε να τον βλέπεις και σαν φίλο. Θέλω να πιστέψω ότι θα το κάνεις αυτή την φορά. Της είπα και κοίταζα τον Στράτο που κοιτούσε το άγνωστο κι άκουγε εμάς τις δύο.
- Έχεις δίκιο.
Δεν ξέρω κατά πόσο θα έμενε στην άκρη η Δανάη, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι ο Στράτος θα το έκανε. Έδειχνε πιο ήρεμος. Ίσως τα λόγια μου τον έκαναν να καταλάβει ότι τελικά πνιγόταν σε μια κουταλιά νερό. Μια κουταλιά που πήγαινε να πνίξει όλους! Τον αγκάλιασα και τον φίλησα στο μάγουλο πριν φύγω για παρηγοριά. Ήθελα έτσι να του μεταδώσω πως εγώ ήμουν κοντά του. Ακόμη κι αν αμφέβαλε σε όλα όσα του είπα. Ήθελα να ξέρει ότι θα τον άκουγα.
Γύρισα στο σπίτι με έναν φριχτό πονοκέφαλο. Δεν καταλάβαινα γιατί ο Στράτος είχε αφήσει την κατάσταση να βγει εκτός ελέγχου. Αντί να κάτσει και να σκεφτεί ώριμα, σκεφτόταν όπως όταν ήταν στα δεκάξι! Δεν ξέρω αλλά ξαφνικά είχα την αίσθηση πως το αποψινό ήταν η αρχή του τέλους της σχέσης του Στράτου με την Δανάη. Και σίγουρα θα ήταν μια δοκιμασία για εκείνη. Ήμουν σίγουρη πια πως τα λόγια μου τον είχαν επηρεάσει και θα ξυπνούσε απ’ τον λήθαργο που τον είχε ρίξει εκείνη. Αν ο Στράτος έβλεπε ότι η Δανάη δεν του άφηνε τον χώρο και τον χρόνο για να σκεφτεί, τότε θα της έδινε τα παπούτσια στο χέρι. Δεν ξέρω πόσο πολύ είχαν παλέψει για αυτή την σχέση αλλά ήμουν σίγουρη ότι κοίταζαν μόνο το δέντρο κι όχι το δάσος!




Κεφάλαιο 54