Όλα πια είχαν αλλάξει στην ζωή μου. Τίποτε δεν υπήρχε που να την ταράζει. Μάλλον έτσι φαινόταν. Δεν άφηνα να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν ήθελα το οτιδήποτε να με επηρεάζει. Ήταν σαν να είχα σηκώσει ένα τοίχος μπροστά μου για να μην βλέπω. Είχα μπει στο ταμείο ανεργίας και συγχρόνως έψαχνα να βρω δουλειά. Δεν είχα πια εκείνα τα καθημερινά τρεξίματα στο ραδιόφωνο, για τα ρεπορτάζ, τα δελτία ειδήσεων και την εκπομπή, όπως πια και τα δεδομένα στο ‘Ρετρό’ είχαν αλλάξει κι αναγκαστικά σταμάτησα. Αν και μου έλειπαν ήθελα να αποτοξινωθώ και να σκεφτώ καλύτερα με τι άλλο θα μπορούσα να ασχοληθώ. Έκανα μια προσπάθεια να συνεργαστώ με κάποιο άλλο ραδιόφωνο, μόνο και μόνο για να αποδείξω στους άλλους ότι υπήρχαν κι άλλες πόρτες ανοιχτές εκτός απ’ την δική τους! Εκεί βρήκα αυτό που ήθελα αλλά ήταν προσωρινό. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω. Η εκπομπή έβγαινε μετά βίας που όσο κι αν την έσπρωχνα φαινόταν ότι δεν υπήρχε απόδοση από εμένα και αποδοχή απ’ τον κόσμο. Έφυγα με την προοπτική να ξεκουραστώ και να σκεφτώ πως θα μπορούσα να οργανώσω μια εκπομπή ώστε να μην είναι κουραστική και να υπάρχει ενδιαφέρον! Δεν γινόταν να επιμένω άλλωστε σε κάτι μόνο και μόνο για ένα πείσμα. Αυτό που ήταν να αποδείξω το απέδειξα: τους έδειξα ότι υπήρχαν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, παρά τις συνεχείς ενοχλήσεις τους να με ξανά 'χουν στο δυναμικό τους. Ο Θοδωρής που ήταν απ' τους τελευταίους εναπομείναντες του προσωπικού ήταν ο μεσάζων προκειμένου να καταφέρει μια συνάντησή μου με τους από πάνω, μιας και πια διαπίστωσαν την αξία μου και πόσο πια έχανε το ραδιόφωνο. Η άρνησή μου ήταν πεισματική. Θεωρούσα ότι το να μεσολαβεί ο Θοδωρής δεν ήταν το πρέπον και περίμενα κάποιος απ' τους μετόχους να μου τηλεφωνήσει και να παρακαλέσει. Αν όχι ο Μάνος, θα μπορούσε να το είχε κάνει ο Γιώργος. Αλλά δεν έγινε. Αν αυτοί είχαν κάποιον εγωισμό, ήταν πια καιρός μου να τους δείξω πως κι εγώ είχα εγωισμό και πως δεν τους είχα ανάγκη. Δεν γινόταν πια να δουλεύω και τα εύσημα να τα κερδίζουν άλλοι μη κάνοντας σχεδόν τίποτε. Και τελικά παρά την καλή μου διάθεση στο άλλο ραδιόφωνο, διαπίστωσα ότι ένοιωθα πολύ κουρασμένη απ' ότι κι η ίδια φανταζόμουν! Ήταν μια απ' τις φορές που νιώθεις ότι έχεις αδειάσει και χρειάζεσαι ένα διάλειμμα στην ζωή σου για μερικές ώρες (αν όχι μέρες) να φορτώσεις τις μπαταρίες σου και να προχωρήσεις. Και το ένιωθα. Ήμουν άδεια εντελώς και το μυαλό μου δεν έλεγε να δουλέψει για να προχωρήσω επαγγελματικά. Ήθελα την ανάπαυλα μου. Και δεν μου αρκούσαν ώρες ανάπαυλας, απλά χρειαζόμουν διακοπές. Άλλωστε καλοκαιράκι ήταν κι είχα όλο το χρόνο να ξεκουραστώ, να οργανωθώ και να επιστρέψω ραδιοφωνικά δριμύτερη. Δεν μου έμενε τίποτε άλλο απ' το να αρχίσω το γνωστό μου 'καλοκαιρινό πρόγραμμα': μπάνια και πάλι μπάνια, διακοπές στο χωριό του πατέρα μου, συγκεντρώσεις με τα ξαδέρφια και πάει λέγοντας. Δεν ήθελα να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο. Ήθελα να επικεντρωθώ σε αυτό το πρόγραμμα. Όσο μπορούσα...Ο αδερφός μου είχε ανέβει και πάλι απ’ την Ρόδο για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Με το που τελείωσε η εξεταστική δεν περίμενε καν την μέρα να περάσει. Είχε ήδη έτοιμες τις βαλίτσες όταν θα έδινε το τελευταίο μάθημα κι όταν τελείωσε πήγε αμέσως στο λιμάνι και μπήκε στο καράβι. Την επόμενη μέρα βρισκόταν στο σπίτι! Δεν τον ανησυχούσε ιδιαίτερα για το αν θα έπρεπε να είναι παρών για να δει τι είχε κάνει με τα μαθήματά του... Άλλωστε υπήρχαν φίλοι-συμφοιτητές του που θα τον ενημέρωναν αμέσως για τα αποτελέσματα. Θεωρούσε ότι ο χρόνος του ήταν περιορισμένος. Ήθελε λίγες διακοπές και ταυτόχρονα μια πρόσκαιρη εργασία για να μαζέψει λίγα χρήματα, για να μην τον χαρτζιλικώνουν οι γονείς μας, όποτε ήθελε να βγει βόλτα με τους φίλους του. Ανεβαίνοντας από Ρόδο ήμουν μάλλον η τελευταία που το έμαθε μιας και το τηλεφώνημά του ήρθε ξαφνικά:
- Αδερφούλα ετοίμασε το σάκο σου. Το Σαββατοκύριακο ανεβαίνουμε στο χωριό της μαμάς!
Μου ανακοίνωσε ένα βράδυ εντελώς ξαφνικά ο Γιάννης. Μα πως; Απ' το μυαλό μου πέρασε η απορία πως ήταν δυνατόν με το που θα φτάσει από Ρόδο να σηκωθούμε και να φύγουμε εκδρομή και μάλιστα μόνο για ένα Σαββατοκύριακο. Πριν καν προλάβω να θέσω τις απορίες μου με πρόλαβε και μου εξήγησε πως είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα, ότι δεν στάθηκε και πολύ και πήγε και μίλησε με έναν γνωστό του για δουλειά και θα άρχιζε μες την βδομάδα μετά το Σαββατοκύριακο της εκδρομής μας, αν φυσικά συμφωνούσα κι ακολουθούσα.
- Μόνο για το Σαββατοκύριακο; Πως σου ήρθε αυτό κι όχι να μείνουμε λίγες μέρες παραπάνω; Τον ρώτησα. Η αλήθεια στο βάθος ήταν μία: ήθελα να με δοκιμάσω. Αν είχα τις αντοχές να μην θυμάμαι κι αν οι μνήμες απ' τα μέρη που είχαμε περάσει με τον Στράτο με πονούσαν λιγότερο.
- Α, ξέχασα! Δεν είναι δική μου ιδέα. Του Στράτου είναι. Πήρε το δίπλωμα οδήγησης και για δώρο ο πατέρας του, του παραχωρεί το αυτοκίνητο για το Σαββατοκύριακο να πάει όπου θέλει εκδρομή. Ε! Και πρότεινε να πάμε όλοι παρέα.
Η καρδιά μου ξαφνικά πετάρισε. Μου άρεσε η ιδέα. Αλλά μια σκέψη με συγκράτησε:
- Συμφώνησε η Δέσποινα για μια τέτοια διήμερη εξόρμηση; Ρώτησα με απορία.
- Δεν θα έρθει μαζί μας. Δεν μπορεί να πάρει άδεια απ’ την δουλειά της. Υπάρχει έλλειψη προσωπικού και η ίδια τις περισσότερες φορές κάνει διπλοβάρδιες.
Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά ικανοποιητικά! Απ’ την μια πίστευα πως θα κάναμε καλή παρέα με την Δέσποινα μιας και δεν ήμασταν κι εντελώς άγνωστες, αλλά απ’ την άλλη χαιρόμουν που δεν θα ήταν, γιατί ίσως να ήταν τελικά η τελευταία ευκαιρία που ζητούσα. Η ευκαιρία να δώσω ένα τέλος στους ανοιχτούς λογαριασμούς μου με τον Στράτο. Αν κατάφερνα τελικά να το δώσω αυτό το τέλος. Αν δεν γινόταν εφικτό κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αυτό που θα κατάφερνα θα ήταν να κλείσω έστω το κεφάλαιο των διακοπών πριν τρία χρόνια, φέτος! Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως θα έπαιρνα τις απαντήσεις που αποζητούσα εδώ και χρόνια απ' τον ίδιο. Κάπως, με κάποιον τρόπο θα μάθαινα κι απ' τον Στράτο τι γινόταν μέσα του.
Ήρθε το Σάββατο και ξεκινήσαμε νωρίς-νωρίς για το χωριό. Σε μια ώρα θα ήμασταν εκεί και θα μπορούσαμε να χορτάσουμε την μέρα. Ο Στράτος πέρασε απ' το σπίτι των γονιών μου για να μας παραλάβει, πρωί-πρωί. Δεν κατέβηκε καν απ' το αυτοκίνητο και όση ώρα τακτοποιούμασταν για να βολευτούμε στο αυτοκίνητο του εκείνος αδιαφορούσε στην παρουσία μου. Δεν καταλάβαινα τι τον είχε πιάσει. Πρώτη φορά εισέπραττα την ψυχρή αδιαφορία του και αυτό με πίκρανε. Να το έκανε για τον Γιάννη ή απλά δεν ήθελε να είμαι μαζί τους; Αν όντως δεν με ήθελε μαζί τους, τότε γιατί το πρότεινε στον Γιάννη; Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι. Πετάξαμε τα σακίδια μας στο πίσω μέρος του βαν του πατέρα του Στράτου και χώθηκα κι εγώ. Ευτυχώς που οι πάγκοι ήταν πάντα προσαρμοσμένοι πίσω και δεν τους είχαν βγάλει κι οι οποίοι θυμάμαι είχαν βολέψει όλη την παρέα που είχαν έρθει να γιορτάσουν τα γενέθλια-έκπληξη του Στράτου στις διακοπές μας τότε! Μου άρεσε δεν μου άρεσε ο πάγκος που βόλευε και να κρατιέμαι στις στροφές ήταν αυτός πίσω ακριβώς απ’ το κάθισμα του οδηγού, με οδηγό τον Στράτο!
- Καλημέρα! Μου είπε ο Γιάννης ότι πήρες το δίπλωμα. Καλοτάξιδος!!!
Του είπα αστειευόμενη για να διώξω αυτή την αμηχανία ανάμεσά μας. Θα έπρεπε να προσποιηθώ την χαρούμενη ώστε να περάσουμε καλά αυτό το διήμερο.
- Σ' ευχαριστώ ρε Μαρινάκι.
Μου είπε και μου χαμογέλασε απ' το καθρεφτάκι του παρμπρίζ.
- Η Δέσποινα; Γιατί δεν ήρθε;
- Δεν σου είπε ο Γιάννης; Δεν μπορούσε να φύγει απ' την δουλειά. Λείπει το μισό προσωπικό με άδειες και το υπόλοιπο κοιτά να καλύψει κενά. Άσε που καμιά φορά κάνει και διπλοβάρδιες.
Μου είπε χωρίς να δείχνει ότι τον στενοχωρούσε ιδιαίτερα η απουσία της Δέσποινας. Δεν με αφορούσε. Ήταν θέμα δικό του. Εμένα μου αρκούσε που θα περνούσαμε ένα σαββατοκύριακο παρέα.
Βολεύτηκε κι ο Γιάννης και ξεκινήσαμε. Η τέκνο και η ρέϊβ μουσική έπαιζαν στο τέρμα και με το ηχείο να δονείται ακριβώς δίπλα στο αυτιά μου! Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες μου ο Στράτος έκανε ότι δεν άκουγε και δεν μείωνε την ένταση! Απ’ τον καθρέπτη του παρμπρίζ κοιτούσε συνεχώς πίσω’ πότε την κίνηση και πότε εμένα. Δεν ήθελα να δώσω σημασία. Αυτό που μου ερχόταν εκείνη την στιγμή ήταν μια …δολοφονική διάθεση – να πιάσω τον πυροσβεστήρα που ήταν πίσω στο κάθισμα του συνοδηγού και να του δώσω μια στο κεφάλι… Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου δημιουργούσε τέτοια μπερδεμένα συναισθήματα: αγάπης και μίσους! Ήθελα με κάποιο τρόπο να του δείξω ότι υπάρχω. Ότι ήμουν πίσω του, μια ανάσα πίσω του κι ότι ακόμη τον νοιαζόμουν. Ότι όσο κι αν με πλήγωνε η συμπεριφορά του εγώ ήμουν εκεί. Δίπλα του. Όπως πάντα. Εκείνος δεν αντέδρασε στο παραμικρό. Ήταν λες και δεν υπήρχα. Μιλούσε με τον αδερφό μου αλλά απαξιούσε να μιλήσει σε μένα. Αισθάνθηκα ότι ήταν λάθος μου να τους ακολουθήσω, αφού όπως φαίνεται τελικά ο Στράτος δεν δείχνει να συμφώνησε με την καρδιά του να ακολουθήσω κι εγώ σε αυτή μας την εκδρομή.
Αποφάσισα πως ήταν προτιμότερο να μην ασχολούμαι μαζί του. Ίσως το βλέμμα του να ήταν και …κομματάκι τυχαίο! Δεν έχει σημασία αν ήταν σχεδόν μονίμως κολλημένο σε μένα! Δεν κάναμε καμία στάση πουθενά κι έτσι σε μια ωρίτσα είχαμε φτάσει στο χωριό. Κι ανυπομονούσα να φτάσουμε. Δεν μπορούσα να κάθομαι άλλο πίσω του. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, αλλά δεν μπορούσα άλλο πια. Ανεχόμουν την παρουσία του επειδή έτσι έπρεπε... Σκυλομετάνιωνα συνεχώς για την λάθος επιλογή μου να μην μιλήσω ποτέ στον Γιάννη για το πως αισθανόμουν για τον Στράτο. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως με τον Στράτο να ήμασταν μαζί όπως πάντα θέλαμε και με τον αδερφό μου να στηρίζει την επιλογή μας. Τώρα πια είναι αργά. Ο Στράτος έκανε τις επιλογές του, εγώ απλά τον στήριζα όποτε μου το ζητούσε κι ας έμενα μόνη μου. Αρκεί που ήμουν μια επιλογή στήριξης για εκείνον. Ήμουν η φίλη που ποτέ δεν τον πρόδωσε και που δέχθηκε χωρίς αντιδράσεις τις επιλογές της ζωής του. Το βαν μου φαινόταν τόσο μικρό που ένιωθα να με πνίγει. Ξαφνικά είχα την αίσθηση πως οι λαμαρίνες του συρρικνωνόταν και με πίεζαν από παντού και μου κοβόταν η ανάσα και η ζέστη που ανέδιδαν όπως το χτυπούσε ο ήλιος στην διάρκεια της διαδρομής έκανε πιο δύσκολη την κατάσταση παρά τα ανοιχτά παράθυρα! Κοίταζα το ρολόι συνεχώς μέχρι που τελικά φτάσαμε. Κι ένιωθα το οξυγόνο να κατακλύζει τα πνευμόνια μου και ανυπομονούσα να βγω απ' το αυτοκίνητο για να απαλλαγώ απ' το βλέμμα του Στράτου, αλλά και απ' την έντονη εκκωφαντική μουσική που ακουγόταν απ' το ηχείο δίπλα στα αυτιά μου.
Είχε πολυκοσμία κι αρκετή κυκλοφοριακή κίνηση. Λογικό ήταν μιας και βρισκόμασταν στα μέσα της καλοκαιρινής περιόδου κι ήταν η εποχή που ο περισσότερος κόσμος έπαιρνε την άδεια του για τις θερινές του διακοπές. Ο Στράτος οδήγησε κατ’ ευθείαν προς το σπίτι χωρίς να κάνει κάποια ενδιάμεση στάση στην παραλία. Ίσως επειδή το Σαββατοκύριακο θα έπρεπε να είναι γεμάτο και να μην αφήσουμε να πάει χαμένο το παραμικρό δευτερόλεπτο.
Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο αμέσως κι άνοιξα το σπίτι αμέσως. Μπαίνοντας ήρθε έντονη η μυρωδιά της κλεισούρας, αλλά μου άρεσε. Η μυρωδιά της υγρασίας με ανακούφιζε. Κοίταζα το σπίτι και οι αναμνήσεις άρχισαν να μπουκώνουν στο κεφάλι μου. Μία-μία, διαδοχικές κι έπειτα είχα μπερδευτεί γιατί είχαν συσσωρευθεί όλες και οι εικόνες έρχονταν μπερδεμένες μπροστά στα μάτια μου. Με τον Στράτο αυτή την φορά μαζί μας, ένοιωθα ότι δεν είχε περάσει μέρα από τότε. Ήταν σαν να είχα ξυπνήσει από ένα μεγάλο όνειρο και απλά περνούσαμε ένα διήμερο παραπάνω από εκείνο το δεκαήμερο των διακοπών μας πριν τρία χρόνια. Ο Στράτος κι ο Γιάννης με ακολούθησαν κουβαλώντας τους σάκους και τις σακούλες με τα φαγώσιμα:
- Δεν έχει αλλάξει τίποτε. Όπως το είχα αφήσει είναι.
Είπε ο Στράτος περνώντας στην αυλή και χαζεύοντας την ολόγυρα. Όντως, απ’ έξω δεν είχε αλλάξει τίποτε, μόνο μέσα στο σπίτι είχαν γίνει κάποιες απαραίτητες εργασίες. Ο Γιάννης άφησε τα πράγματα τους στο δωμάτιο που μοιράζονταν και τότε με τον Στράτο και τον δικό μου σάκο τον άφησε στο διπλανό υπνοδωμάτιο, σε αυτό που κοιμόμουν εγώ τότε!
- Βάλατε ταβάνι τελικά!
Πρόσεξε ο Στράτος την ξύλινη οροφή που κάλυπτε πια τα ανοίγματα των τοίχων και όλη την εσωτερική κατασκευή της κεραμοσκεπής.
- Και δεν χαίρεσαι; Γλυτώνεις έτσι τις ουρανοκατέβατες παντόφλες!
Του είπα χαμογελώντας έχοντας στο μυαλό μου την στιγμή που ένα βράδυ τότε του είχα πετάξει την παντόφλα του πατέρα μου εκνευρισμένη απ’ την συνεχή του μουρμούρα!
- Τυχερός είσαι φίλε μου!
Του είπε ο Γιάννης χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Γέλασαν μεταξύ τους οι δύο φίλοι καθώς θυμήθηκαν την σκηνή.
Στο σπίτι δεν καθίσαμε περισσότερο. Όλα κινούνταν γρήγορα. Ούτε που υπήρξε καν στο μυαλό μας το να συμμαζέψουμε λίγο τα πράγματά μας, να στρώσουμε τα κρεβάτια μας πριν μας βρει το σκοτάδι –μιας και για άλλη μια χρονιά το σπίτι δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί (ήταν γενικό φαινόμενο της περιοχής τότε, εκτός του κεντρικού οικισμού), να γεμίσουμε τα βαρέλια με κρύο νερό απ’ το πηγάδι, να ετοιμάσουμε φαγητό για το μεσημέρι. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ίσως επειδή όλα αυτά ήταν χαμένος χρόνος και δεν θέλαμε να τον χάσουμε. Ήταν λες και θέλαμε να φανεί πως τώρα εκείνες οι διακοπές τελείωναν! Βάλαμε τα μαγιό μας και φύγαμε για την θάλασσα για μπάνιο. Στην διαδρομή για την παραλία ο Στράτος είχε μιαν ανεξήγητη λογοδιάρροια κι ο αδερφός μου δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον διακόψει. Ίσως επειδή είχε χάσει πολλά επεισόδια από την ζωή του Στράτου, που παρά τα όσα του έλεγα που και που εγώ απ’ το τηλέφωνο δεν ήταν αρκετά ώστε να τον πείσουν για το τι γινόταν στην ζωή του φίλου του! Ο λόγος του Στράτου είχε να κάνει με την Δανάη και το πόσο πολύ δεχόταν να τον βασανίζει με τις απαιτήσεις της, για την Άννα ουδείς λόγος. Ίσως επειδή κι ο αδερφός μου όντας γοητευμένος απ’ την κοπέλα και την προσπάθειά του να προχωρήσουν την γνωριμία τους, έφαγε χυλόπιτα κομψά σερβιρισμένη. Επειδή η Άννα δεν ήταν ο άνθρωπος που αφού χαλούσε μια σχέση με κάποιον θα έκανε κάτι με κάποιον φίλο του, παρά το γεγονός ότι τον Στράτο δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου η πρόθεση του αδερφού μου. Αντιθέτως, είχε εκτιμήσει το γεγονός ότι προηγουμένως ο Γιάννης του μίλησε και ξεκαθάρισε την θέση του. Άλλωστε δεν ήθελε κι ο αδερφός μου να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Τι σημασία είχε αν ο Στράτος κι η Άννα είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους; Ίσως να υπήρχαν αισθήματα μεταξύ τους και δεν ήθελε ο αδερφός μου να είναι το εμπόδιο στην ιστορία τους.
Σε αυτή την κουβέντα δεν συμμετείχα. Δεν ήθελα. Ήταν πια παρελθόν και με πονούσε να θυμάμαι το πόσο πολύ είχε πονέσει ο Στράτος για ένα λάθος πρόσωπο, αλλά που χάρη σε αυτό το λάθος άρχισε να εκτιμά ο ίδιος πολύ καλύτερα τους ανθρώπους και να είναι πιο συγκρατημένος στις σχέσεις του, άσχετα αν τελικά υπήρξαν πολλές απώλειες – δεν είχε καταφέρει να επανακτήσει τους φίλους που είχε χάσει εξαιτίας της Δανάης!
Φτάσαμε στην παραλία. Πέταξα την ψάθα μου στην αμμουδιά και πήγα και βούτηξα στην θάλασσα αμέσως. Ο Στράτος κι ο Γιάννης είχαν απλώσει τις ψάθες τους και κάτω απ’ τον καυτό ήλιο είχαν καθίσει και συνέχιζαν την κουβέντα τους. Ήμουν σίγουρη πως ο Στράτος μεγαλοποιούσε τα λεγόμενα του για να εντυπωσιάσει. Λες κι ο Γιάννης δεν τον ήξερε! Ανοίχτηκα στα βαθιά κολυμπώντας και κοιτούσα την ακτή κατά μήκος. Καλοκαίρι ήταν, πολύς κόσμος υπήρχε και στην μεριά του οικισμού φαινόταν ότι στην ακτή γινόταν το αδιαχώρητο, όπως το ίδιο γινόταν και στην αντίθετη πλευρά στην μεριά του κάμπινγκ. Λες κι όλο το ενδιαφέρον της ακτής το είχαν τα δυο άκρα της!
Σαν ταινία περνούσαν απ’ το μυαλό μου οι στιγμές που είχαμε περάσει πριν τρία χρόνια εδώ. Λες και δεν είχε αλλάξει το παραμικρό. Αισθανόμουν πολύ περίεργα. Το σίγουρο ήταν πως μια μικρή θλίψη με είχε κυριεύσει απ’ την στιγμή που ξεκινήσαμε. Ίσως γιατί πια ο Στράτος δεν ήταν μόνος και τα περιθώρια να φλερτάρουμε και πάλι ήταν εξαιρετικά στενά έως κι ανύπαρκτα. Τον κοιτούσα με τι πάθος μιλούσε στον αδερφό μου. «Πόσο σε λατρεύω πανάθεμα σε. Αχ και να μπορούσες να με διαβάσεις» σκεφτόμουν και πονούσα. Ένοιωσα μια γλυκιά ενόχληση στην καρδιά. Εκείνος είχε επιλέξει πια την ζωή του κι εγώ δεν είχα την δύναμη να ακολουθήσω την δική μου. Ήμουν κολλημένη περιμένοντας τον. Περιμένοντας αγωνιωδώς να μας δώσει μια ευκαιρία. Ήθελα με κάθε τρόπο να του δείξω πόσο πολύ τον αγαπούσα. Αν η συμπαράστασή μου στις δύσκολες στιγμές του δεν σήμαιναν τίποτε γι’ αυτόν κι αν εκείνος ήταν μόνος θα του έδειχνα με πόση δύναμη τον αγαπούσα και τον λαχταρούσα. Όμως οι στιγμές που παρέμενε μόνος ήταν ελάχιστες κι όταν εγώ προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβει πως ήμουν εκεί, κοντά του, για πάντα, εκείνος ήδη είχε προχωρήσει και είχε βρει κάποια για να του αναπληρώσει το κενό. Δεν μπορούσε και δεν άντεχε να μένει μόνος. Και ποτέ δεν έδειχνε ότι είχε την ανάγκη μου. Μόνο όταν ένιωθε να τον πιέζουν οι καταστάσεις θυμόταν ότι βρισκόμουν εκεί κοντά του στο πλάι του κι ερχόταν για να μου μιλήσει, να βγάλει από μέσα του ότι τον έπνιγε κι εγώ τον άκουγα και πάντα αυτό θα κάνω. Τον κοίταζα που συνέχιζε να μιλά στον αδερφό μου και προσπαθούσα να βρω μια δικαιολογία στον εαυτό μου για να μπορέσω να ξεκολλήσω την σκέψη του από πάνω μου. Πως θα το κατάφερνα αυτό; Πως θα έβρισκα την δύναμη να τον αποχωριστώ; Είναι τόσο εύκολο να διώξεις μακριά αυτόν που αγαπάς, απ' την στιγμή που θες να είσαι πάντα κοντά του, γιατί ανά πάσα ώρα και στιγμή θα σου ζητήσει βοήθεια, γνωρίζοντας ότι είσαι το μόνο πρόσωπο που εμπιστεύεται στα δύσκολα; Τον κοίταζα και τον αγαπούσα όλο και περισσότερο. “Μακάρι να ήμασταν μαζί. Άραγε έχεις καταλάβει το πόσο πολύ σε αγαπώ;”.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Βουτηγμένη στις σκέψεις δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν αρκετή ώρα στην θάλασσα. Άρχισα να κολυμπάω προς τα έξω. Ήταν η ώρα που έπρεπε να ‘ξεμουλιάσω’ και να βάλω λίγο αντηλιακό στο σώμα μου. Εκείνη την στιγμή ήταν που ο Γιάννης σηκώθηκε να κολυμπήσει, ενώ ο Στράτος έμεινε στην θέση του για να φουσκώσει το στρώμα θαλάσσης:
- Που πας; Γιατί βγήκες;
Με ρώτησε όταν πλησίασα κι έκατσα στην ψάθα μου.
- Θα μπω και πάλι. Αντηλιακό θέλω να βάλω και θα πέσω πάλι αργότερα.
Είπα χωρίς να τον κοιτάξω. Εκείνος δεν είπε τίποτε και όταν τελείωσε με το φούσκωμα πετάχτηκε και τρέχοντας με το στρώμα παραμάσχαλα έπεσε στην θάλασσα. Οι δυο φίλοι έπαιζαν ανέμελα. Τους κοίταζα και μου θύμιζαν εκείνα τα μικρά παιδιά που είχαν γνωριστεί σε εκείνο το μασκέ πάρτι κι από τότε αποφάσισαν να μην χωρίσουν. «Μαρίνα εγώ θα είμαι με τον φίλο μου τον Στράτο» άκουγα την ηχώ της παιδικής φωνής του αδερφού μου όταν ήρθε να μου το πει για να μην ανησυχώ και να μην το ψάχνω μέσα στην ντίσκο. Που να φανταζόμουν ότι θα ερωτευόμουν τόσο δυνατά εκείνο το πιτσιρίκι που ξαφνικά κι εν μία ‘νυκτί’ έγινε κολλητός του Γιάννη! Που να φανταστεί κανείς πόσα τρελά παιχνίδια κάνει η ίδια η ζωή και παίζει με την καρδιά μας! Είχα αφεθεί να με καίει ο ήλιος κι είχα στρέψει το κεφάλι μου στους δύο φίλους που τους έβλεπα να ανταγωνίζονται στο κολύμπι και να μαλώνουν για το ποιος θα πρωτοπάρει το στρώμα, να παίζουν πόλο-βόλεϊ, να δοκιμάζουν και πάλι την τύχη τους στις ρακέτες κι άντε ξανά στο νερό. Πόσο αλήθεια η θάλασσα καμιά φορά σε κάνει να αδειάζεις απ’ όλα και να την απολαμβάνεις χωρίς να σκέφτεσαι το παραμικρό!
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ‘τραβά’ το δέρμα μου κι ένοιωσα ότι έπρεπε να ξαναβάλω αντηλιακό. Σηκώθηκα κι άρχισα να πασαλείβομαι πάλι.
- Θα βάλεις και σε μένα λάδι;
Άκουσα ξαφνικά τον Στράτο. Ο Γιάννης ήταν στην θάλασσα. Είχε πάρει το στρώμα και αφηνόταν να τον παρασύρουν τα ρεύματα κι εκείνος απλά με λίγες κινήσεις του χεριού άφηνε το στρώμα να επιπλέει εκεί που ήθελε. Δεν αρνήθηκα στον Στράτο να του βάλω αντηλιακό. Ήταν μια στιγμή που θα τον είχα …του χεριού μου! Έριξα λάδι στο πλάτη του και με τα δυο χέρια άρχισα τις μαλάξεις. Το μυαλό μου ήταν άδειο. Απλά αφηνόμουν σε αυτό το χάδι. Ήθελα με αυτό το άγγιγμα να καταλάβει ότι τον σκεφτόμουν συνέχεια κι ότι τον αγαπούσα.
- Αυτό είναι! Μακάρι κι η Δέσποινα να έκανε μασάζ όπως εσύ!
Γέλασα! «Μη με συγκρίνεις μάτια μου…» ψιθύριζα στο μυαλό μου το τραγούδι. Δεν ήθελα να του το χαλάσω. Απολάμβανε το μασάζ και το αποδείκνυαν τα βογγητά του. Δεν είχα αρκεστεί μόνο στην πλάτη, αλλά και στα πλευρά του και στο στήθος του. Κινήσεις εντελώς ασυναίσθητες. Ίσως επειδή μέσα μου πίστεψα προς στιγμήν ότι ήταν δικός μου και ότι είχα δικαίωμα να τον χαϊδέψω παντού έστω και με αφορμή το αντηλιακό. Κι απ' την στιγμή που εκείνος δεν έδειχνε να τον θυμώνουν οι κινήσεις μου άλλο τόσο εγώ είχα παραδοθεί στην σκέψη πως ήταν δικός μου. Κι εκείνος δεν σηκωνόταν, απλά αφηνόταν σε αυτό που ζούσε εκείνη την στιγμή λες και τα χέρια μου τον υπνώτιζαν με το μασάζ. Τον χαλάρωναν και δεν ήθελε μάλλον να το διακόψει. Ένοιωθα ότι κι οι δυο είχαμε παρασυρθεί εκείνη την στιγμή από πολλές σκέψεις και μνήμες. Λες και είχαμε σβήσει το σήμερα και ζούσαμε το χθες, λες και ήταν η επόμενη μέρα εκείνο το καλοκαίρι. Και δεν θέλαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό. Το να ζεις το χθες και σήμερα ήταν πολύ σκληρό την δεδομένη στιγμή… Ξαφνικά κάτι με έκανε να συνέλθω και να διακόψω απότομα το μασάζ. Αν αφηνόμουν η θέση μας θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και δεν ήθελα ο Στράτος να γυρίσει πίσω επηρεασμένος και η Δέσποινα να μην μπορεί να καταλάβει τι γινόταν. Δεν ήθελα έτσι. Δεν ήταν σωστό. Δεν ήμουν έτσι εγώ και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να παρασυρθεί σε κάτι που ίσως κόστιζε σε λάθος άνθρωπο. Τον άφησα και αμέσως ξάπλωσα να συνεχίσω την ηλιοθεραπεία. Ο Στράτος απλά έμεινε να με κοιτά και να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει γιατί διέκοψα. Το κατάλαβε και συνήλθε. Κατάλαβε ότι το παιχνίδι μου αν συνεχιζόταν θα γινόταν επικίνδυνο κι ότι πια δεν ήταν μόνος όπως τότε και να κάτσει να το απολαύσει, όμως με το σκεπτικό ότι ήταν δοσμένος στην Δέσποινα αυτό θα δυσκόλευε την στιγμή και ο Γιάννης θα αντιδρούσε αναλόγως αν έβλεπε ότι κάτι παιζόταν σε βάρος ενός αθώου ανθρώπου που είχε την ατυχία να δουλεύει για ώρες και να μην μπορεί να εξασφαλίσει μιας μέρας άδεια για ένα διήμερο με τον άνθρωπο που αγαπούσε' γιατί κι η Δέσποινα όπως φάνηκε πολύ αργότερα ήταν ερωτευμένη πολύ με τον Στράτο. Πετάχτηκε και έτρεξε προς την θάλασσα για μακροβούτι.
Στην παραλία μείναμε γύρω στις τέσσερις ώρες. Δεν κάναμε άλλη δουλειά απ’ το να μπαινοβγαίνουμε στην θάλασσα και να παίζουμε, να πειραζόμαστε και να βγάζουμε φωτογραφίες. Ώσπου νοιώσαμε τα στομάχια μας να διαμαρτύρονται. Στο σπίτι επιστρέψαμε μόνο και μόνο για να βγάλουμε τα βρεγμένα μας. Αυτή την φορά ο Στράτος στην επιστροφή δεν είχε να λέει στον αδερφό μου την ιστορία του με την Δανάη, τώρα πια ασχολιόταν με μένα και θυμόταν στιγμές απ’ τις διακοπές μας. Συμμετείχα χαρούμενη γιατί μου άρεσε που δεν είχε ξεχάσει λεπτομέρειες. Και κάπου βαθιά μέσα μου με συγκινούσε το γεγονός ότι τον είχαν σημαδέψει τόσο όσο κι εμένα.
- Καλά τι πάθατε εσείς οι δυο; Ο ήλιος σας χτύπησε κατακούτελα και θυμάστε τα παλιά; Πετάχτηκε ο Γιάννης.
Κοιταχτήκαμε με τον Στράτο και γελάσαμε με την καρδιά μας για την αθώα αντίδραση του Γιάννη. Ήταν κάτι που μου άρεσε. Όταν πια σταματήσαμε να μιλάμε οι μνήμες μου έφερναν πίκρα. Μακάρι να γινόταν να γυρνούσα τον χρόνο πίσω!
Στο εστιατόριο είχα τον Γιάννη δίπλα μου και τον Στράτο απέναντί μου. Ο αδερφός μου είχε έτσι όλη την ευχέρεια να μας ελέγχει αν έστω είχε την παραμικρή υποψία ότι του παίζαμε παιχνίδι πίσω απ’ την πλάτη του. Δεν μπήκε όμως σε τέτοιο κόπο. Δεν είχε σκοπό να χαλάσει ένα διήμερο για μια χαζομάρα.
Ο Στράτος απέναντί μου όταν ο Γιάννης χάζευε, είχε τα μάτια του κολλημένα επάνω μου. Όποια κίνηση και να έκανα δεν έλεγε να τα πάρει από επάνω μου. Μου άρεσε. Με γοήτευε. Αλλά η αμηχανία μου εκεί δίπλα στον Γιάννη ήταν μεγάλη. Χρόνια πάλευα με όλα μου τα αισθήματα για να μην μας προδώσω και να μην προδωθώ στον αδερφό μου. Γιατί δεν καταλάβαινε ότι δεν μπορούσα να ανταποκριθώ ακριβώς το ίδιο; Γιατί πάντα θα έπρεπε να με βολιδοσκοπεί την στιγμή που εγώ δεν θα μπορούσα να αντιδράσω; Με έκανε να αισθάνομαι τόσο αμήχανα που πια έφθασα στο σημείο να μην τον κοιτάω καν και να κοιτάζω μόνο τα ποτήρια και τα πιάτα ή τον κόσμο στα άλλα τραπέζια. Όμως δεν σταματούσε. Επέμενε στο παιχνίδι του. Με θύμωσε. Η όψη μου είχε γίνει αυστηρή και τον κοιτούσα αναλόγως για να καταλάβει ότι έπρεπε να σταματήσει αυτό το παιχνίδι. Δεν πτοήθηκε καν αν εγώ τον κοιτούσα αγριεμένη, για να καταλάβει ότι τον είχα κάνει τσακωτό. Κοιτώντας με άρχισε: «Θυμάσαι τότε που…». Συνεχώς. Γιατί θα έπρεπε να συμμετέχω τώρα σε κάτι που το είχα επωμιστεί εδώ και χρόνια και ζούσα με τις αναμνήσεις από τότε, περιμένοντας εκείνον κάτι να κάνει; Τι ήθελε να κερδίσει; Ενώ με έβλεπε να έχω σκύψει το κεφάλι και το χαμόγελο μου να γράφει τον πόνο της καρδιά μου, εκείνος συνέχιζε. Κι όσο εγώ πονούσα και χαμογελούσα για να μην το δείχνω, επέμενε. Σταματημό δεν είχε. Γιατί δεν καταλάβαινε ότι έτσι με βασάνιζε; Ότι έκανε την καρδιά μου κομμάτια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Γιατί εκμεταλλευόταν την παρουσία του αδερφού μου για να μου δείξει ότι δεν είχε πάψει στιγμή να με σκέφτεται μέσα απ’ τις αναμνήσεις εκείνων των διακοπών; Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Κάθε ανάμνηση ήταν και μια μαχαιριά. «Σε παρακαλώ σταμάτα. Μην το κάνεις χειρότερο» σκεφτόμουν και έπινα κρασί συνέχεια κι απέφευγα να τον κοιτάζω έχοντας ένα μόνιμα καρφιτσωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήθελα να του δείξω ότι υπέφερα απ’ το παιχνίδι του και δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει. «Γιατί το κάνεις; Τι νομίζει ότι καταφέρνεις;». Το ίδιο παιχνίδι συνεχίστηκε και στο αυτοκίνητο. Το βασανιστήριο των αναμνήσεων σταματημό δεν είχε. Με κοιτούσε απ’ το καθρεφτάκι του παρμπρίζ και πετούσε μια ανάμνηση στην στιγμή και με τσάκιζε. Ο αδερφός μου δεν καταλάβαινε τι είχε πάθει ο φίλος του. Τι να καταλάβει πια; Πώς να καταλάβει ότι την αδερφή του και τον φίλο του τους ένωναν οι ίδιες αναμνήσεις, τα ίδια συναισθήματα που τα έπνιγαν για χάρη του και για άλλους λόγους που μόνο ο φίλος του ήξερε; Κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλο μου και το είδε και σταμάτησε να μιλά. Είχε καταλάβει ότι με είχε κάνει σμπαράλια κι ότι αν συνέχιζε τότε ίσως να χαλούσε και την διήμερη εκδρομή μας. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο πια να κλείσω αυτόν τον κύκλο. Εκείνος είχε κάνει τις επιλογές του, είχε πάρει τον δρόμο του κι έπρεπε πια να με αφήσει να πάρω κι εγώ τον δικό μου. Αφού δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι γινόταν μέσα του και τι ακριβώς αισθανόταν για μένα, ας με άφηνε. Δεν χρειαζόταν απόψε να παίζει με τις μνήμες που μας ένωναν.
Η επόμενη στάση μας ήταν το κάμπινγκ. Μετά το φαγητό επιβαλλόταν να πιούμε απογευματινό καφέ, ώστε να μας φύγει η ζάλη απ’ το φαγοπότι, μπας κι ο παγωμένος φραπές πάγωνε για λίγο το κεφάλι του Στράτου ώστε να σταματήσει να θυμάται. Καθίσαμε στην μπάρα όπως και τότε. Παραγγείλαμε τους φραπέδες μας και κοιτούσαμε τριγύρω μήπως και βλέπαμε κάνα παλιό γνώριμο απ’ το προσωπικό του κάμπινγκ. Τίποτε. Όλοι είχαν αλλάξει. Αντί της Τασούλας που έφτιαχνε τους καφέδες τότε, βρισκόταν η Τζούλια. Μια γλυκιά κοπέλα καστανόξανθη με μακριές μπούκλες και γαλανά μάτια και που ο Στράτος δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία, μιας κι ο Γιάννης του είχε μιλήσει για το πόσο τον ενδιέφερε. Όμως ο Στράτος ήδη ήταν φορτισμένος απ’ τις μνήμες κι όπως καθόταν δίπλα μου όπως τότε, κόλλησε τον μηρό του στον δικό μου όπως τότε και με κοιτούσε στα χείλη όπως τότε. «Σε παρακαλώ μη με βασανίζεις» σκεφτόμουν. Έκανα μια προσπάθεια να τραβηχτώ από κοντά του, όμως εκείνος συνέχισε. Έστρεψε το δικό του σκαμπό ώστε να με βλέπει ολόκληρη περνώντας το χέρι του στην πλάτη του δικού μου σκαμπό. Καμιά φορά ένιωθα τα δάχτυλα του να χαϊδεύουν την πλάτη μου κι αυτό με έκανε να τραβιέμαι κάθε φορά που ένιωθα το άγγιγμα του. Μιλούσε με τον Γιάννη έχοντας το πρόσωπο του στραμμένο στο δικό μου και καμιά φορά έσκυβε σχεδόν επάνω στον ώμο μου για να τονίσει κάτι τάχα μου. Δεν αντιδρούσα. Ήθελα πολύ να το κάνω αλλά το απέφευγα. Δεν γινόταν να έχω την όποια αντίδραση όσο κι αν ο Στράτος έπαιζε με την φωτιά. Δεν υπήρχε λόγος να σκαλίσω το παραμικρό. Έπρεπε να κρατήσω τις ισορροπίες μας. Σκεφτόμουν την Δέσποινα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μας προστατεύσω. Όσο εκείνος γινόταν πειρασμός το δικό μου το μυαλό πήγαινε στην Δέσποινα, γιατί δεν της άξιζε να πληγωθεί απ' τον Στράτο αν ξαφνικά αντιδρούσε αναπάντεχα. Το πόσο απρόβλεπτος ήταν δεν μπορούσε να το ξέρει . Απέφυγε την βαριά διάθεσή μας κάνοντας χαζομάρες για να μην καταλάβει τίποτε ο Γιάννης. Άρχισε να αστειεύεται και να κουτσομπολεύει τον κόσμο, αλλά συνέχιζε να τρίβει το πόδι του στο δικό μου. Δεν άντεξα. Τον κλότσησα. Γύρισε και με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ θυμωμένη για να του δώσω να καταλάβει πως έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να καταλάβει πως κάναμε κακό στους εαυτούς μας και ήταν κρίμα κι άδικο για την Δέσποινα, να πέσει ο Στράτος στην παγίδα που έκρυβαν οι αναμνήσεις. Για μένα δεν με ένοιαζε. Δεν είχα κάποιον να προσπαθώ να του κρύβομαι. Ο Στράτος όμως; Μετά από όλο αυτό που γινόταν πως θα αντίκριζε την κοπέλα του κατάματα; Ίσως να πέρασε απ’ το μυαλό του και σταμάτησε…, για την ώρα!
Μου ανακοίνωσε ένα βράδυ εντελώς ξαφνικά ο Γιάννης. Μα πως; Απ' το μυαλό μου πέρασε η απορία πως ήταν δυνατόν με το που θα φτάσει από Ρόδο να σηκωθούμε και να φύγουμε εκδρομή και μάλιστα μόνο για ένα Σαββατοκύριακο. Πριν καν προλάβω να θέσω τις απορίες μου με πρόλαβε και μου εξήγησε πως είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα, ότι δεν στάθηκε και πολύ και πήγε και μίλησε με έναν γνωστό του για δουλειά και θα άρχιζε μες την βδομάδα μετά το Σαββατοκύριακο της εκδρομής μας, αν φυσικά συμφωνούσα κι ακολουθούσα.
- Μόνο για το Σαββατοκύριακο; Πως σου ήρθε αυτό κι όχι να μείνουμε λίγες μέρες παραπάνω; Τον ρώτησα. Η αλήθεια στο βάθος ήταν μία: ήθελα να με δοκιμάσω. Αν είχα τις αντοχές να μην θυμάμαι κι αν οι μνήμες απ' τα μέρη που είχαμε περάσει με τον Στράτο με πονούσαν λιγότερο.
- Α, ξέχασα! Δεν είναι δική μου ιδέα. Του Στράτου είναι. Πήρε το δίπλωμα οδήγησης και για δώρο ο πατέρας του, του παραχωρεί το αυτοκίνητο για το Σαββατοκύριακο να πάει όπου θέλει εκδρομή. Ε! Και πρότεινε να πάμε όλοι παρέα.
Η καρδιά μου ξαφνικά πετάρισε. Μου άρεσε η ιδέα. Αλλά μια σκέψη με συγκράτησε:
- Συμφώνησε η Δέσποινα για μια τέτοια διήμερη εξόρμηση; Ρώτησα με απορία.
- Δεν θα έρθει μαζί μας. Δεν μπορεί να πάρει άδεια απ’ την δουλειά της. Υπάρχει έλλειψη προσωπικού και η ίδια τις περισσότερες φορές κάνει διπλοβάρδιες.
Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά ικανοποιητικά! Απ’ την μια πίστευα πως θα κάναμε καλή παρέα με την Δέσποινα μιας και δεν ήμασταν κι εντελώς άγνωστες, αλλά απ’ την άλλη χαιρόμουν που δεν θα ήταν, γιατί ίσως να ήταν τελικά η τελευταία ευκαιρία που ζητούσα. Η ευκαιρία να δώσω ένα τέλος στους ανοιχτούς λογαριασμούς μου με τον Στράτο. Αν κατάφερνα τελικά να το δώσω αυτό το τέλος. Αν δεν γινόταν εφικτό κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αυτό που θα κατάφερνα θα ήταν να κλείσω έστω το κεφάλαιο των διακοπών πριν τρία χρόνια, φέτος! Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως θα έπαιρνα τις απαντήσεις που αποζητούσα εδώ και χρόνια απ' τον ίδιο. Κάπως, με κάποιον τρόπο θα μάθαινα κι απ' τον Στράτο τι γινόταν μέσα του.
Ήρθε το Σάββατο και ξεκινήσαμε νωρίς-νωρίς για το χωριό. Σε μια ώρα θα ήμασταν εκεί και θα μπορούσαμε να χορτάσουμε την μέρα. Ο Στράτος πέρασε απ' το σπίτι των γονιών μου για να μας παραλάβει, πρωί-πρωί. Δεν κατέβηκε καν απ' το αυτοκίνητο και όση ώρα τακτοποιούμασταν για να βολευτούμε στο αυτοκίνητο του εκείνος αδιαφορούσε στην παρουσία μου. Δεν καταλάβαινα τι τον είχε πιάσει. Πρώτη φορά εισέπραττα την ψυχρή αδιαφορία του και αυτό με πίκρανε. Να το έκανε για τον Γιάννη ή απλά δεν ήθελε να είμαι μαζί τους; Αν όντως δεν με ήθελε μαζί τους, τότε γιατί το πρότεινε στον Γιάννη; Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι. Πετάξαμε τα σακίδια μας στο πίσω μέρος του βαν του πατέρα του Στράτου και χώθηκα κι εγώ. Ευτυχώς που οι πάγκοι ήταν πάντα προσαρμοσμένοι πίσω και δεν τους είχαν βγάλει κι οι οποίοι θυμάμαι είχαν βολέψει όλη την παρέα που είχαν έρθει να γιορτάσουν τα γενέθλια-έκπληξη του Στράτου στις διακοπές μας τότε! Μου άρεσε δεν μου άρεσε ο πάγκος που βόλευε και να κρατιέμαι στις στροφές ήταν αυτός πίσω ακριβώς απ’ το κάθισμα του οδηγού, με οδηγό τον Στράτο!
- Καλημέρα! Μου είπε ο Γιάννης ότι πήρες το δίπλωμα. Καλοτάξιδος!!!
Του είπα αστειευόμενη για να διώξω αυτή την αμηχανία ανάμεσά μας. Θα έπρεπε να προσποιηθώ την χαρούμενη ώστε να περάσουμε καλά αυτό το διήμερο.
- Σ' ευχαριστώ ρε Μαρινάκι.
Μου είπε και μου χαμογέλασε απ' το καθρεφτάκι του παρμπρίζ.
- Η Δέσποινα; Γιατί δεν ήρθε;
- Δεν σου είπε ο Γιάννης; Δεν μπορούσε να φύγει απ' την δουλειά. Λείπει το μισό προσωπικό με άδειες και το υπόλοιπο κοιτά να καλύψει κενά. Άσε που καμιά φορά κάνει και διπλοβάρδιες.
Μου είπε χωρίς να δείχνει ότι τον στενοχωρούσε ιδιαίτερα η απουσία της Δέσποινας. Δεν με αφορούσε. Ήταν θέμα δικό του. Εμένα μου αρκούσε που θα περνούσαμε ένα σαββατοκύριακο παρέα.
Βολεύτηκε κι ο Γιάννης και ξεκινήσαμε. Η τέκνο και η ρέϊβ μουσική έπαιζαν στο τέρμα και με το ηχείο να δονείται ακριβώς δίπλα στο αυτιά μου! Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες μου ο Στράτος έκανε ότι δεν άκουγε και δεν μείωνε την ένταση! Απ’ τον καθρέπτη του παρμπρίζ κοιτούσε συνεχώς πίσω’ πότε την κίνηση και πότε εμένα. Δεν ήθελα να δώσω σημασία. Αυτό που μου ερχόταν εκείνη την στιγμή ήταν μια …δολοφονική διάθεση – να πιάσω τον πυροσβεστήρα που ήταν πίσω στο κάθισμα του συνοδηγού και να του δώσω μια στο κεφάλι… Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου δημιουργούσε τέτοια μπερδεμένα συναισθήματα: αγάπης και μίσους! Ήθελα με κάποιο τρόπο να του δείξω ότι υπάρχω. Ότι ήμουν πίσω του, μια ανάσα πίσω του κι ότι ακόμη τον νοιαζόμουν. Ότι όσο κι αν με πλήγωνε η συμπεριφορά του εγώ ήμουν εκεί. Δίπλα του. Όπως πάντα. Εκείνος δεν αντέδρασε στο παραμικρό. Ήταν λες και δεν υπήρχα. Μιλούσε με τον αδερφό μου αλλά απαξιούσε να μιλήσει σε μένα. Αισθάνθηκα ότι ήταν λάθος μου να τους ακολουθήσω, αφού όπως φαίνεται τελικά ο Στράτος δεν δείχνει να συμφώνησε με την καρδιά του να ακολουθήσω κι εγώ σε αυτή μας την εκδρομή.
Αποφάσισα πως ήταν προτιμότερο να μην ασχολούμαι μαζί του. Ίσως το βλέμμα του να ήταν και …κομματάκι τυχαίο! Δεν έχει σημασία αν ήταν σχεδόν μονίμως κολλημένο σε μένα! Δεν κάναμε καμία στάση πουθενά κι έτσι σε μια ωρίτσα είχαμε φτάσει στο χωριό. Κι ανυπομονούσα να φτάσουμε. Δεν μπορούσα να κάθομαι άλλο πίσω του. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, αλλά δεν μπορούσα άλλο πια. Ανεχόμουν την παρουσία του επειδή έτσι έπρεπε... Σκυλομετάνιωνα συνεχώς για την λάθος επιλογή μου να μην μιλήσω ποτέ στον Γιάννη για το πως αισθανόμουν για τον Στράτο. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως με τον Στράτο να ήμασταν μαζί όπως πάντα θέλαμε και με τον αδερφό μου να στηρίζει την επιλογή μας. Τώρα πια είναι αργά. Ο Στράτος έκανε τις επιλογές του, εγώ απλά τον στήριζα όποτε μου το ζητούσε κι ας έμενα μόνη μου. Αρκεί που ήμουν μια επιλογή στήριξης για εκείνον. Ήμουν η φίλη που ποτέ δεν τον πρόδωσε και που δέχθηκε χωρίς αντιδράσεις τις επιλογές της ζωής του. Το βαν μου φαινόταν τόσο μικρό που ένιωθα να με πνίγει. Ξαφνικά είχα την αίσθηση πως οι λαμαρίνες του συρρικνωνόταν και με πίεζαν από παντού και μου κοβόταν η ανάσα και η ζέστη που ανέδιδαν όπως το χτυπούσε ο ήλιος στην διάρκεια της διαδρομής έκανε πιο δύσκολη την κατάσταση παρά τα ανοιχτά παράθυρα! Κοίταζα το ρολόι συνεχώς μέχρι που τελικά φτάσαμε. Κι ένιωθα το οξυγόνο να κατακλύζει τα πνευμόνια μου και ανυπομονούσα να βγω απ' το αυτοκίνητο για να απαλλαγώ απ' το βλέμμα του Στράτου, αλλά και απ' την έντονη εκκωφαντική μουσική που ακουγόταν απ' το ηχείο δίπλα στα αυτιά μου.
Είχε πολυκοσμία κι αρκετή κυκλοφοριακή κίνηση. Λογικό ήταν μιας και βρισκόμασταν στα μέσα της καλοκαιρινής περιόδου κι ήταν η εποχή που ο περισσότερος κόσμος έπαιρνε την άδεια του για τις θερινές του διακοπές. Ο Στράτος οδήγησε κατ’ ευθείαν προς το σπίτι χωρίς να κάνει κάποια ενδιάμεση στάση στην παραλία. Ίσως επειδή το Σαββατοκύριακο θα έπρεπε να είναι γεμάτο και να μην αφήσουμε να πάει χαμένο το παραμικρό δευτερόλεπτο.
Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο αμέσως κι άνοιξα το σπίτι αμέσως. Μπαίνοντας ήρθε έντονη η μυρωδιά της κλεισούρας, αλλά μου άρεσε. Η μυρωδιά της υγρασίας με ανακούφιζε. Κοίταζα το σπίτι και οι αναμνήσεις άρχισαν να μπουκώνουν στο κεφάλι μου. Μία-μία, διαδοχικές κι έπειτα είχα μπερδευτεί γιατί είχαν συσσωρευθεί όλες και οι εικόνες έρχονταν μπερδεμένες μπροστά στα μάτια μου. Με τον Στράτο αυτή την φορά μαζί μας, ένοιωθα ότι δεν είχε περάσει μέρα από τότε. Ήταν σαν να είχα ξυπνήσει από ένα μεγάλο όνειρο και απλά περνούσαμε ένα διήμερο παραπάνω από εκείνο το δεκαήμερο των διακοπών μας πριν τρία χρόνια. Ο Στράτος κι ο Γιάννης με ακολούθησαν κουβαλώντας τους σάκους και τις σακούλες με τα φαγώσιμα:
- Δεν έχει αλλάξει τίποτε. Όπως το είχα αφήσει είναι.
Είπε ο Στράτος περνώντας στην αυλή και χαζεύοντας την ολόγυρα. Όντως, απ’ έξω δεν είχε αλλάξει τίποτε, μόνο μέσα στο σπίτι είχαν γίνει κάποιες απαραίτητες εργασίες. Ο Γιάννης άφησε τα πράγματα τους στο δωμάτιο που μοιράζονταν και τότε με τον Στράτο και τον δικό μου σάκο τον άφησε στο διπλανό υπνοδωμάτιο, σε αυτό που κοιμόμουν εγώ τότε!
- Βάλατε ταβάνι τελικά!
Πρόσεξε ο Στράτος την ξύλινη οροφή που κάλυπτε πια τα ανοίγματα των τοίχων και όλη την εσωτερική κατασκευή της κεραμοσκεπής.
- Και δεν χαίρεσαι; Γλυτώνεις έτσι τις ουρανοκατέβατες παντόφλες!
Του είπα χαμογελώντας έχοντας στο μυαλό μου την στιγμή που ένα βράδυ τότε του είχα πετάξει την παντόφλα του πατέρα μου εκνευρισμένη απ’ την συνεχή του μουρμούρα!
- Τυχερός είσαι φίλε μου!
Του είπε ο Γιάννης χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Γέλασαν μεταξύ τους οι δύο φίλοι καθώς θυμήθηκαν την σκηνή.
Στο σπίτι δεν καθίσαμε περισσότερο. Όλα κινούνταν γρήγορα. Ούτε που υπήρξε καν στο μυαλό μας το να συμμαζέψουμε λίγο τα πράγματά μας, να στρώσουμε τα κρεβάτια μας πριν μας βρει το σκοτάδι –μιας και για άλλη μια χρονιά το σπίτι δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί (ήταν γενικό φαινόμενο της περιοχής τότε, εκτός του κεντρικού οικισμού), να γεμίσουμε τα βαρέλια με κρύο νερό απ’ το πηγάδι, να ετοιμάσουμε φαγητό για το μεσημέρι. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ίσως επειδή όλα αυτά ήταν χαμένος χρόνος και δεν θέλαμε να τον χάσουμε. Ήταν λες και θέλαμε να φανεί πως τώρα εκείνες οι διακοπές τελείωναν! Βάλαμε τα μαγιό μας και φύγαμε για την θάλασσα για μπάνιο. Στην διαδρομή για την παραλία ο Στράτος είχε μιαν ανεξήγητη λογοδιάρροια κι ο αδερφός μου δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον διακόψει. Ίσως επειδή είχε χάσει πολλά επεισόδια από την ζωή του Στράτου, που παρά τα όσα του έλεγα που και που εγώ απ’ το τηλέφωνο δεν ήταν αρκετά ώστε να τον πείσουν για το τι γινόταν στην ζωή του φίλου του! Ο λόγος του Στράτου είχε να κάνει με την Δανάη και το πόσο πολύ δεχόταν να τον βασανίζει με τις απαιτήσεις της, για την Άννα ουδείς λόγος. Ίσως επειδή κι ο αδερφός μου όντας γοητευμένος απ’ την κοπέλα και την προσπάθειά του να προχωρήσουν την γνωριμία τους, έφαγε χυλόπιτα κομψά σερβιρισμένη. Επειδή η Άννα δεν ήταν ο άνθρωπος που αφού χαλούσε μια σχέση με κάποιον θα έκανε κάτι με κάποιον φίλο του, παρά το γεγονός ότι τον Στράτο δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου η πρόθεση του αδερφού μου. Αντιθέτως, είχε εκτιμήσει το γεγονός ότι προηγουμένως ο Γιάννης του μίλησε και ξεκαθάρισε την θέση του. Άλλωστε δεν ήθελε κι ο αδερφός μου να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Τι σημασία είχε αν ο Στράτος κι η Άννα είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους; Ίσως να υπήρχαν αισθήματα μεταξύ τους και δεν ήθελε ο αδερφός μου να είναι το εμπόδιο στην ιστορία τους.
Σε αυτή την κουβέντα δεν συμμετείχα. Δεν ήθελα. Ήταν πια παρελθόν και με πονούσε να θυμάμαι το πόσο πολύ είχε πονέσει ο Στράτος για ένα λάθος πρόσωπο, αλλά που χάρη σε αυτό το λάθος άρχισε να εκτιμά ο ίδιος πολύ καλύτερα τους ανθρώπους και να είναι πιο συγκρατημένος στις σχέσεις του, άσχετα αν τελικά υπήρξαν πολλές απώλειες – δεν είχε καταφέρει να επανακτήσει τους φίλους που είχε χάσει εξαιτίας της Δανάης!
Φτάσαμε στην παραλία. Πέταξα την ψάθα μου στην αμμουδιά και πήγα και βούτηξα στην θάλασσα αμέσως. Ο Στράτος κι ο Γιάννης είχαν απλώσει τις ψάθες τους και κάτω απ’ τον καυτό ήλιο είχαν καθίσει και συνέχιζαν την κουβέντα τους. Ήμουν σίγουρη πως ο Στράτος μεγαλοποιούσε τα λεγόμενα του για να εντυπωσιάσει. Λες κι ο Γιάννης δεν τον ήξερε! Ανοίχτηκα στα βαθιά κολυμπώντας και κοιτούσα την ακτή κατά μήκος. Καλοκαίρι ήταν, πολύς κόσμος υπήρχε και στην μεριά του οικισμού φαινόταν ότι στην ακτή γινόταν το αδιαχώρητο, όπως το ίδιο γινόταν και στην αντίθετη πλευρά στην μεριά του κάμπινγκ. Λες κι όλο το ενδιαφέρον της ακτής το είχαν τα δυο άκρα της!
Σαν ταινία περνούσαν απ’ το μυαλό μου οι στιγμές που είχαμε περάσει πριν τρία χρόνια εδώ. Λες και δεν είχε αλλάξει το παραμικρό. Αισθανόμουν πολύ περίεργα. Το σίγουρο ήταν πως μια μικρή θλίψη με είχε κυριεύσει απ’ την στιγμή που ξεκινήσαμε. Ίσως γιατί πια ο Στράτος δεν ήταν μόνος και τα περιθώρια να φλερτάρουμε και πάλι ήταν εξαιρετικά στενά έως κι ανύπαρκτα. Τον κοιτούσα με τι πάθος μιλούσε στον αδερφό μου. «Πόσο σε λατρεύω πανάθεμα σε. Αχ και να μπορούσες να με διαβάσεις» σκεφτόμουν και πονούσα. Ένοιωσα μια γλυκιά ενόχληση στην καρδιά. Εκείνος είχε επιλέξει πια την ζωή του κι εγώ δεν είχα την δύναμη να ακολουθήσω την δική μου. Ήμουν κολλημένη περιμένοντας τον. Περιμένοντας αγωνιωδώς να μας δώσει μια ευκαιρία. Ήθελα με κάθε τρόπο να του δείξω πόσο πολύ τον αγαπούσα. Αν η συμπαράστασή μου στις δύσκολες στιγμές του δεν σήμαιναν τίποτε γι’ αυτόν κι αν εκείνος ήταν μόνος θα του έδειχνα με πόση δύναμη τον αγαπούσα και τον λαχταρούσα. Όμως οι στιγμές που παρέμενε μόνος ήταν ελάχιστες κι όταν εγώ προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβει πως ήμουν εκεί, κοντά του, για πάντα, εκείνος ήδη είχε προχωρήσει και είχε βρει κάποια για να του αναπληρώσει το κενό. Δεν μπορούσε και δεν άντεχε να μένει μόνος. Και ποτέ δεν έδειχνε ότι είχε την ανάγκη μου. Μόνο όταν ένιωθε να τον πιέζουν οι καταστάσεις θυμόταν ότι βρισκόμουν εκεί κοντά του στο πλάι του κι ερχόταν για να μου μιλήσει, να βγάλει από μέσα του ότι τον έπνιγε κι εγώ τον άκουγα και πάντα αυτό θα κάνω. Τον κοίταζα που συνέχιζε να μιλά στον αδερφό μου και προσπαθούσα να βρω μια δικαιολογία στον εαυτό μου για να μπορέσω να ξεκολλήσω την σκέψη του από πάνω μου. Πως θα το κατάφερνα αυτό; Πως θα έβρισκα την δύναμη να τον αποχωριστώ; Είναι τόσο εύκολο να διώξεις μακριά αυτόν που αγαπάς, απ' την στιγμή που θες να είσαι πάντα κοντά του, γιατί ανά πάσα ώρα και στιγμή θα σου ζητήσει βοήθεια, γνωρίζοντας ότι είσαι το μόνο πρόσωπο που εμπιστεύεται στα δύσκολα; Τον κοίταζα και τον αγαπούσα όλο και περισσότερο. “Μακάρι να ήμασταν μαζί. Άραγε έχεις καταλάβει το πόσο πολύ σε αγαπώ;”.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Βουτηγμένη στις σκέψεις δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν αρκετή ώρα στην θάλασσα. Άρχισα να κολυμπάω προς τα έξω. Ήταν η ώρα που έπρεπε να ‘ξεμουλιάσω’ και να βάλω λίγο αντηλιακό στο σώμα μου. Εκείνη την στιγμή ήταν που ο Γιάννης σηκώθηκε να κολυμπήσει, ενώ ο Στράτος έμεινε στην θέση του για να φουσκώσει το στρώμα θαλάσσης:
- Που πας; Γιατί βγήκες;
Με ρώτησε όταν πλησίασα κι έκατσα στην ψάθα μου.
- Θα μπω και πάλι. Αντηλιακό θέλω να βάλω και θα πέσω πάλι αργότερα.
Είπα χωρίς να τον κοιτάξω. Εκείνος δεν είπε τίποτε και όταν τελείωσε με το φούσκωμα πετάχτηκε και τρέχοντας με το στρώμα παραμάσχαλα έπεσε στην θάλασσα. Οι δυο φίλοι έπαιζαν ανέμελα. Τους κοίταζα και μου θύμιζαν εκείνα τα μικρά παιδιά που είχαν γνωριστεί σε εκείνο το μασκέ πάρτι κι από τότε αποφάσισαν να μην χωρίσουν. «Μαρίνα εγώ θα είμαι με τον φίλο μου τον Στράτο» άκουγα την ηχώ της παιδικής φωνής του αδερφού μου όταν ήρθε να μου το πει για να μην ανησυχώ και να μην το ψάχνω μέσα στην ντίσκο. Που να φανταζόμουν ότι θα ερωτευόμουν τόσο δυνατά εκείνο το πιτσιρίκι που ξαφνικά κι εν μία ‘νυκτί’ έγινε κολλητός του Γιάννη! Που να φανταστεί κανείς πόσα τρελά παιχνίδια κάνει η ίδια η ζωή και παίζει με την καρδιά μας! Είχα αφεθεί να με καίει ο ήλιος κι είχα στρέψει το κεφάλι μου στους δύο φίλους που τους έβλεπα να ανταγωνίζονται στο κολύμπι και να μαλώνουν για το ποιος θα πρωτοπάρει το στρώμα, να παίζουν πόλο-βόλεϊ, να δοκιμάζουν και πάλι την τύχη τους στις ρακέτες κι άντε ξανά στο νερό. Πόσο αλήθεια η θάλασσα καμιά φορά σε κάνει να αδειάζεις απ’ όλα και να την απολαμβάνεις χωρίς να σκέφτεσαι το παραμικρό!
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ‘τραβά’ το δέρμα μου κι ένοιωσα ότι έπρεπε να ξαναβάλω αντηλιακό. Σηκώθηκα κι άρχισα να πασαλείβομαι πάλι.
- Θα βάλεις και σε μένα λάδι;
Άκουσα ξαφνικά τον Στράτο. Ο Γιάννης ήταν στην θάλασσα. Είχε πάρει το στρώμα και αφηνόταν να τον παρασύρουν τα ρεύματα κι εκείνος απλά με λίγες κινήσεις του χεριού άφηνε το στρώμα να επιπλέει εκεί που ήθελε. Δεν αρνήθηκα στον Στράτο να του βάλω αντηλιακό. Ήταν μια στιγμή που θα τον είχα …του χεριού μου! Έριξα λάδι στο πλάτη του και με τα δυο χέρια άρχισα τις μαλάξεις. Το μυαλό μου ήταν άδειο. Απλά αφηνόμουν σε αυτό το χάδι. Ήθελα με αυτό το άγγιγμα να καταλάβει ότι τον σκεφτόμουν συνέχεια κι ότι τον αγαπούσα.
- Αυτό είναι! Μακάρι κι η Δέσποινα να έκανε μασάζ όπως εσύ!
Γέλασα! «Μη με συγκρίνεις μάτια μου…» ψιθύριζα στο μυαλό μου το τραγούδι. Δεν ήθελα να του το χαλάσω. Απολάμβανε το μασάζ και το αποδείκνυαν τα βογγητά του. Δεν είχα αρκεστεί μόνο στην πλάτη, αλλά και στα πλευρά του και στο στήθος του. Κινήσεις εντελώς ασυναίσθητες. Ίσως επειδή μέσα μου πίστεψα προς στιγμήν ότι ήταν δικός μου και ότι είχα δικαίωμα να τον χαϊδέψω παντού έστω και με αφορμή το αντηλιακό. Κι απ' την στιγμή που εκείνος δεν έδειχνε να τον θυμώνουν οι κινήσεις μου άλλο τόσο εγώ είχα παραδοθεί στην σκέψη πως ήταν δικός μου. Κι εκείνος δεν σηκωνόταν, απλά αφηνόταν σε αυτό που ζούσε εκείνη την στιγμή λες και τα χέρια μου τον υπνώτιζαν με το μασάζ. Τον χαλάρωναν και δεν ήθελε μάλλον να το διακόψει. Ένοιωθα ότι κι οι δυο είχαμε παρασυρθεί εκείνη την στιγμή από πολλές σκέψεις και μνήμες. Λες και είχαμε σβήσει το σήμερα και ζούσαμε το χθες, λες και ήταν η επόμενη μέρα εκείνο το καλοκαίρι. Και δεν θέλαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό. Το να ζεις το χθες και σήμερα ήταν πολύ σκληρό την δεδομένη στιγμή… Ξαφνικά κάτι με έκανε να συνέλθω και να διακόψω απότομα το μασάζ. Αν αφηνόμουν η θέση μας θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και δεν ήθελα ο Στράτος να γυρίσει πίσω επηρεασμένος και η Δέσποινα να μην μπορεί να καταλάβει τι γινόταν. Δεν ήθελα έτσι. Δεν ήταν σωστό. Δεν ήμουν έτσι εγώ και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να παρασυρθεί σε κάτι που ίσως κόστιζε σε λάθος άνθρωπο. Τον άφησα και αμέσως ξάπλωσα να συνεχίσω την ηλιοθεραπεία. Ο Στράτος απλά έμεινε να με κοιτά και να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει γιατί διέκοψα. Το κατάλαβε και συνήλθε. Κατάλαβε ότι το παιχνίδι μου αν συνεχιζόταν θα γινόταν επικίνδυνο κι ότι πια δεν ήταν μόνος όπως τότε και να κάτσει να το απολαύσει, όμως με το σκεπτικό ότι ήταν δοσμένος στην Δέσποινα αυτό θα δυσκόλευε την στιγμή και ο Γιάννης θα αντιδρούσε αναλόγως αν έβλεπε ότι κάτι παιζόταν σε βάρος ενός αθώου ανθρώπου που είχε την ατυχία να δουλεύει για ώρες και να μην μπορεί να εξασφαλίσει μιας μέρας άδεια για ένα διήμερο με τον άνθρωπο που αγαπούσε' γιατί κι η Δέσποινα όπως φάνηκε πολύ αργότερα ήταν ερωτευμένη πολύ με τον Στράτο. Πετάχτηκε και έτρεξε προς την θάλασσα για μακροβούτι.
Στην παραλία μείναμε γύρω στις τέσσερις ώρες. Δεν κάναμε άλλη δουλειά απ’ το να μπαινοβγαίνουμε στην θάλασσα και να παίζουμε, να πειραζόμαστε και να βγάζουμε φωτογραφίες. Ώσπου νοιώσαμε τα στομάχια μας να διαμαρτύρονται. Στο σπίτι επιστρέψαμε μόνο και μόνο για να βγάλουμε τα βρεγμένα μας. Αυτή την φορά ο Στράτος στην επιστροφή δεν είχε να λέει στον αδερφό μου την ιστορία του με την Δανάη, τώρα πια ασχολιόταν με μένα και θυμόταν στιγμές απ’ τις διακοπές μας. Συμμετείχα χαρούμενη γιατί μου άρεσε που δεν είχε ξεχάσει λεπτομέρειες. Και κάπου βαθιά μέσα μου με συγκινούσε το γεγονός ότι τον είχαν σημαδέψει τόσο όσο κι εμένα.
- Καλά τι πάθατε εσείς οι δυο; Ο ήλιος σας χτύπησε κατακούτελα και θυμάστε τα παλιά; Πετάχτηκε ο Γιάννης.
Κοιταχτήκαμε με τον Στράτο και γελάσαμε με την καρδιά μας για την αθώα αντίδραση του Γιάννη. Ήταν κάτι που μου άρεσε. Όταν πια σταματήσαμε να μιλάμε οι μνήμες μου έφερναν πίκρα. Μακάρι να γινόταν να γυρνούσα τον χρόνο πίσω!
Στο εστιατόριο είχα τον Γιάννη δίπλα μου και τον Στράτο απέναντί μου. Ο αδερφός μου είχε έτσι όλη την ευχέρεια να μας ελέγχει αν έστω είχε την παραμικρή υποψία ότι του παίζαμε παιχνίδι πίσω απ’ την πλάτη του. Δεν μπήκε όμως σε τέτοιο κόπο. Δεν είχε σκοπό να χαλάσει ένα διήμερο για μια χαζομάρα.
Ο Στράτος απέναντί μου όταν ο Γιάννης χάζευε, είχε τα μάτια του κολλημένα επάνω μου. Όποια κίνηση και να έκανα δεν έλεγε να τα πάρει από επάνω μου. Μου άρεσε. Με γοήτευε. Αλλά η αμηχανία μου εκεί δίπλα στον Γιάννη ήταν μεγάλη. Χρόνια πάλευα με όλα μου τα αισθήματα για να μην μας προδώσω και να μην προδωθώ στον αδερφό μου. Γιατί δεν καταλάβαινε ότι δεν μπορούσα να ανταποκριθώ ακριβώς το ίδιο; Γιατί πάντα θα έπρεπε να με βολιδοσκοπεί την στιγμή που εγώ δεν θα μπορούσα να αντιδράσω; Με έκανε να αισθάνομαι τόσο αμήχανα που πια έφθασα στο σημείο να μην τον κοιτάω καν και να κοιτάζω μόνο τα ποτήρια και τα πιάτα ή τον κόσμο στα άλλα τραπέζια. Όμως δεν σταματούσε. Επέμενε στο παιχνίδι του. Με θύμωσε. Η όψη μου είχε γίνει αυστηρή και τον κοιτούσα αναλόγως για να καταλάβει ότι έπρεπε να σταματήσει αυτό το παιχνίδι. Δεν πτοήθηκε καν αν εγώ τον κοιτούσα αγριεμένη, για να καταλάβει ότι τον είχα κάνει τσακωτό. Κοιτώντας με άρχισε: «Θυμάσαι τότε που…». Συνεχώς. Γιατί θα έπρεπε να συμμετέχω τώρα σε κάτι που το είχα επωμιστεί εδώ και χρόνια και ζούσα με τις αναμνήσεις από τότε, περιμένοντας εκείνον κάτι να κάνει; Τι ήθελε να κερδίσει; Ενώ με έβλεπε να έχω σκύψει το κεφάλι και το χαμόγελο μου να γράφει τον πόνο της καρδιά μου, εκείνος συνέχιζε. Κι όσο εγώ πονούσα και χαμογελούσα για να μην το δείχνω, επέμενε. Σταματημό δεν είχε. Γιατί δεν καταλάβαινε ότι έτσι με βασάνιζε; Ότι έκανε την καρδιά μου κομμάτια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Γιατί εκμεταλλευόταν την παρουσία του αδερφού μου για να μου δείξει ότι δεν είχε πάψει στιγμή να με σκέφτεται μέσα απ’ τις αναμνήσεις εκείνων των διακοπών; Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Κάθε ανάμνηση ήταν και μια μαχαιριά. «Σε παρακαλώ σταμάτα. Μην το κάνεις χειρότερο» σκεφτόμουν και έπινα κρασί συνέχεια κι απέφευγα να τον κοιτάζω έχοντας ένα μόνιμα καρφιτσωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήθελα να του δείξω ότι υπέφερα απ’ το παιχνίδι του και δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει. «Γιατί το κάνεις; Τι νομίζει ότι καταφέρνεις;». Το ίδιο παιχνίδι συνεχίστηκε και στο αυτοκίνητο. Το βασανιστήριο των αναμνήσεων σταματημό δεν είχε. Με κοιτούσε απ’ το καθρεφτάκι του παρμπρίζ και πετούσε μια ανάμνηση στην στιγμή και με τσάκιζε. Ο αδερφός μου δεν καταλάβαινε τι είχε πάθει ο φίλος του. Τι να καταλάβει πια; Πώς να καταλάβει ότι την αδερφή του και τον φίλο του τους ένωναν οι ίδιες αναμνήσεις, τα ίδια συναισθήματα που τα έπνιγαν για χάρη του και για άλλους λόγους που μόνο ο φίλος του ήξερε; Κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλο μου και το είδε και σταμάτησε να μιλά. Είχε καταλάβει ότι με είχε κάνει σμπαράλια κι ότι αν συνέχιζε τότε ίσως να χαλούσε και την διήμερη εκδρομή μας. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο πια να κλείσω αυτόν τον κύκλο. Εκείνος είχε κάνει τις επιλογές του, είχε πάρει τον δρόμο του κι έπρεπε πια να με αφήσει να πάρω κι εγώ τον δικό μου. Αφού δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι γινόταν μέσα του και τι ακριβώς αισθανόταν για μένα, ας με άφηνε. Δεν χρειαζόταν απόψε να παίζει με τις μνήμες που μας ένωναν.
Η επόμενη στάση μας ήταν το κάμπινγκ. Μετά το φαγητό επιβαλλόταν να πιούμε απογευματινό καφέ, ώστε να μας φύγει η ζάλη απ’ το φαγοπότι, μπας κι ο παγωμένος φραπές πάγωνε για λίγο το κεφάλι του Στράτου ώστε να σταματήσει να θυμάται. Καθίσαμε στην μπάρα όπως και τότε. Παραγγείλαμε τους φραπέδες μας και κοιτούσαμε τριγύρω μήπως και βλέπαμε κάνα παλιό γνώριμο απ’ το προσωπικό του κάμπινγκ. Τίποτε. Όλοι είχαν αλλάξει. Αντί της Τασούλας που έφτιαχνε τους καφέδες τότε, βρισκόταν η Τζούλια. Μια γλυκιά κοπέλα καστανόξανθη με μακριές μπούκλες και γαλανά μάτια και που ο Στράτος δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία, μιας κι ο Γιάννης του είχε μιλήσει για το πόσο τον ενδιέφερε. Όμως ο Στράτος ήδη ήταν φορτισμένος απ’ τις μνήμες κι όπως καθόταν δίπλα μου όπως τότε, κόλλησε τον μηρό του στον δικό μου όπως τότε και με κοιτούσε στα χείλη όπως τότε. «Σε παρακαλώ μη με βασανίζεις» σκεφτόμουν. Έκανα μια προσπάθεια να τραβηχτώ από κοντά του, όμως εκείνος συνέχισε. Έστρεψε το δικό του σκαμπό ώστε να με βλέπει ολόκληρη περνώντας το χέρι του στην πλάτη του δικού μου σκαμπό. Καμιά φορά ένιωθα τα δάχτυλα του να χαϊδεύουν την πλάτη μου κι αυτό με έκανε να τραβιέμαι κάθε φορά που ένιωθα το άγγιγμα του. Μιλούσε με τον Γιάννη έχοντας το πρόσωπο του στραμμένο στο δικό μου και καμιά φορά έσκυβε σχεδόν επάνω στον ώμο μου για να τονίσει κάτι τάχα μου. Δεν αντιδρούσα. Ήθελα πολύ να το κάνω αλλά το απέφευγα. Δεν γινόταν να έχω την όποια αντίδραση όσο κι αν ο Στράτος έπαιζε με την φωτιά. Δεν υπήρχε λόγος να σκαλίσω το παραμικρό. Έπρεπε να κρατήσω τις ισορροπίες μας. Σκεφτόμουν την Δέσποινα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μας προστατεύσω. Όσο εκείνος γινόταν πειρασμός το δικό μου το μυαλό πήγαινε στην Δέσποινα, γιατί δεν της άξιζε να πληγωθεί απ' τον Στράτο αν ξαφνικά αντιδρούσε αναπάντεχα. Το πόσο απρόβλεπτος ήταν δεν μπορούσε να το ξέρει . Απέφυγε την βαριά διάθεσή μας κάνοντας χαζομάρες για να μην καταλάβει τίποτε ο Γιάννης. Άρχισε να αστειεύεται και να κουτσομπολεύει τον κόσμο, αλλά συνέχιζε να τρίβει το πόδι του στο δικό μου. Δεν άντεξα. Τον κλότσησα. Γύρισε και με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ θυμωμένη για να του δώσω να καταλάβει πως έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να καταλάβει πως κάναμε κακό στους εαυτούς μας και ήταν κρίμα κι άδικο για την Δέσποινα, να πέσει ο Στράτος στην παγίδα που έκρυβαν οι αναμνήσεις. Για μένα δεν με ένοιαζε. Δεν είχα κάποιον να προσπαθώ να του κρύβομαι. Ο Στράτος όμως; Μετά από όλο αυτό που γινόταν πως θα αντίκριζε την κοπέλα του κατάματα; Ίσως να πέρασε απ’ το μυαλό του και σταμάτησε…, για την ώρα!
Κεφάλαιο 56
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου