SMS



Η εικόνα είναι τόσο μαγική που όσο καλά και να την περιγράψω το σίγουρο είναι ότι δεν θα φανούν καθόλου τα μοναδικά συναισθήματα που μου δημιούργησε, ακόμη κι αν δεν είναι αληθινή.
Επί της ουσίας η εικόνα είναι σε βιντεάκι: ένα κοριτσάκι που κάνει άφοβα κούνια και χαρούμενα μπροστά σε ένα καφέ σε ένα παλιό πλακόστρωτο στενάκι με φόντο έναν ενετικό πύργο. Λες και κάπου σε κάποιο παραμύθι, το κοριτσάκι αυτό τρύπωσε εκεί μέσα και με το ευτυχισμένο του χαμόγελο, να χαιρετά σηκώνοντας άφοβα το χέρι του να χαιρετήσει αυτόν που εκείνη την στιγμή αποτύπωνε την "εικόνα.
Αυτό και μόνο με έκανε να ξεχάσω το βράδυ μιας συνηθισμένης εξόδου, που και πάλι δεν ήμασταν οι δυο μας και που είχαμε παρέα και που αναπάντεχα βρέθηκε να κάθεται στο τραπέζι μας, η Εύα. Εκείνη που είχε αναστώσει την ζωή του τόσο πολύ, που της είχε αλλάξει τροχιά, που και το παραμικρό παιχνίδισμά της τον έκανε να χάνει την γη κάτω απ'τα πόδια του. Την Εύα, που γενικά ήξερε να τον χειραγωγεί κι εκείνος να μην θέλει να το παραδεχτεί.

Ήταν ένα μπερδεμένο βράδυ. Από εκείνα που αλλού θες να πας κι αλλού καταλήγεις. Όποιο δρόμο κι αν ήθελα να πάρω στο ίδιο σημείο κατέληγα. Έτσι ξαφνικά με βλέπω μέσα σε ένα πολύβουο καφέ, να τον έχω απέναντί μου που μαζί του είχε μια "γλυκόξυνη" ξανθιά με ατημέλλητο -όχι επιμελώς- αχτένιστο μαλλί που δεν είχα καταλάβει ποιός ακριβώς ήταν ο ρόλος της. Πολλά φρούτα είχε ο μπαξές του και αυτό πρέπει να ήταν τελευταίας εσοδειάς!
Το καφέ ως χώρος μου ήταν γνώριμος, μόνο που δεν ήταν στην πόλη μας. Κάπου μακριά ήταν. Καπνός αρκετός,  αποπνικτικό περιβάλλον, φασαρία. Η "γλυκόξυνη" χαμογελούσε σαστισμένα κι εκείνος κοιτούσε στο κινητό. Αναρωτιόμουν πως βρέθηκα εγώ μαζί τους. Αλλού ήμουν, πως έγινε και βρέθηκα εκεί, δεν το κατάλαβα καθόλου. Χαμογελούσα κι εγώ από ευγένεια και δεν είχα κάτι να πω. Απλά περίμενα να κάνει τις συστάσεις εκείνος. Δεν τον πολυένοιαζε όπως φαινόταν. Άρχισα να αισθάνομαι παρείσακτη. Κάτι με εμπόδιζε να σηκωθώ. Λες και με είχαν βιδώσει στο κάθισμα.
Ήθελα να φύγω. Να ξεφύγω. Επαναλαμβανόταν μια γνώριμη σκηνή, που ακόμη και ως θεάτρια με πονούσε. Πως είναι δυνατόν να βγαίνεις, να τον κοιτάς, να τον νοιάζεσαι, να πονάς γι'αυτόν και δίπλα του να κάθεται απλά μια "γλυκόξυνη". Δεν έχει σημασία το χρώμα των μαλλιών της. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. "Γλυκόξυνες" ήταν κι όσες άλλες πέρασαν απ'την ζωή του κι απλά προσπέρασαν. 
Και ξάφνου εκείνη την "γλυκόξυνη" στιγμή ήρθε και μετάλλαξε μια "γλυκόπικρη". Η Εύα. Παρουσιάστηκε αιφνίδια. Το χαμόγελό της ήταν τόσο δηλητηριασμένο, που ένιωθες πως τα μάτια της σε κέντριζαν μόνο και μόνο για να σου τονίσει πως αυτή είχε το πάνω χέρι εκείνη την στιγμή:
- Καλησπέρα σας. Στράτο; Μαρίνα; Αχ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω...
Αυτός ο αναγνωριστικός τόνος της φωνής της σε έκανε να νοιώσεις πως θα σε τύλιγε στον ιστό της σε λίγο για να σε ξεζουμίσει αργά αργά. Η εικόνα της έτσι όπως ήταν ντυμένη στα μαύρα, μου φάνηκε πως αν έβγαζε το παλτό της θα ξεπετάγοντας 8 μακριά πόδια και το χαμόγελό της ως προσωπείο θα χανόταν απ'το αληθινό πρόσωπό της.
Ένιωσα την ατμόσφαιρα να παγώνει και το μόνο που έκανα εγώ ήταν να χαμογελάσω. Εκείνη στρώθηκε στο κάθισμα που ήταν ακριβώς δίπλα στο Στράτο. Κι έτσι η εικόνα: Εύας, Στράτου και "γλυκόξυνης" ήταν τόσο αποκρουστική, που το μόνο που έκανα από αντίδραση μόνο και μόνο για να ξεφύγω απ'το γελοίο του θεάματος ήταν να σηκωθώ να φύγω:
- Ω! Μην ξεσηκώνεσαι καλή μου! Θα φύγω. Απλά ήρθα να σας χαιρετήσω, μέχρι να συμμαζευτεί η παρέα μου.
Και σηκώθηκε κι έκατσα πάλι στην θέση μου.
Ο Στράτος την κοιτούσε αναστατωμένος λέγοντας μέσα απ'τα δόντια του: "άντε αδειαζέ μας την γωνιά". Αλλά εκείνη συνέχιζε να φορά το χαμόγελο της "γλυκόπικρης" και να τον ηρεμεί:
- Μα γιατί αναστατώθηκες χρυσό μου; Δεν χάρηκες που με είδες;
- Κορίτσια φεύγουμε!
Είπε με μιας ο Στράτος και με είδα να σηκώνομαι πρώτη πριν προλάβει να το πει. Η "γλυκόξυνη" από δίπλα, προσπαθούσε να συμμαζέψει την μεγάλη τσάντα της, να κουμπώσει το μαύρο της παλτό, να φτιάξει τον γιακά απ'το λαιμό του μεγάλου μουσταρδί ζιβάγκου της... Μάλλον το παλιομοδίτικό ντύσιμό της πρέπει κάπως να μου έκατσε απ'την πρώτη στιγμή που την είδα.
Προπορεύθηκα και βγήκα έξω. Άκουσα την Εύα με το ίδιο χαλαρό υφάκι να ζητάει του Στράτου να μην χαθούν.
- Βρε δεν μας παρατάς... τον άκουσα που της είπε και βγήκε κι αυτός έξω. 
Από πίσω να τον ακολουθεί η ξανθιά, σαν πιστό σκυλάκι. Μα τελικά τι ρόλο βάραγε; Ποιά ήταν;
- Εγώ φεύγω. Πάω σπίτι. Καληνύχτα... τους είπα.
Ο Στράτος δεν ξέρω αν είπε κάτι, η ξανθιά μόνο μου χαμογέλασε και τον ακολούθησε από πίσω όταν είπε:
- Πάω στο αυτοκίνητο!
Καθόμουν εκεί. Κι εγώ η ανόητη περίμενα για μερικά λεπτά να φανεί με το αυτοκίνητό του μήπως και με πήγαινε μέχρι το σπίτι. Η τοποθεσία ήταν ερημική. Ακουγόταν μόνο η θάλασσα στην κάτω μεριά του καφέ, που ήταν χτισμένο επάνω σε βράχο. "Βράχος" λεγόταν το μαγαζί. Φωτιζόταν με απαλό κόκκινο και πράσινο φωτισμό και 2 νεαροί φοίνικες αποτελούσαν την είσοδό του. 
Κοιτώντας την πολυκοσμία του μαγαζιού με την ερημιά που επικρατούσε έξω και ήταν η απόλυτη αντίθεση. Τώρα εγώ που πηγαίνω;
Βλέπω την Εύα να βγαίνει με την παρέα της. Ειλικρινά χαρούμενη και ανέμελη. Μήπως τελικά απλά την είχα παρεξηγήσει. Μήπως πλέον αρκετά μεγαλύτερη και με "ψημένο" το μυαλό, είχε αλλάξει η ίδια; Με είδε εκεί στην απόσταση που βρισκόμουν απ'το μαγαζί περιμένοντας να φανεί ο Στράτος:
- Θέλει να σε πετάξουμε κάπου; Με ρώτησε φωνάζοντας.
- Όχι ευχαριστώ. Της είπα.
Γύρισα την πλάτη και πήρα να περπατάω τον ερημικό χωματόδρομο, περιμένοντας να ακούσω την κόρνα απ'το αυτοκίνητο του Στράτου. Αλλά θυμήθηκα πως δεν ήταν μόνος. Είχε την ξανθιά μαζί του. Είχε να περάσει το βράδυ του. Εγώ ήμουν τελικά παρείσακτη και με τον τρόπο του με "έφτυσε". Αναστέναξα! Μπορεί να μεγαλώνουν κάποιοι άνθρωποι, αλλά συνήθειες καμιά φορά δεν αλλάζουν. Ξάφνικά το κινητό μου άρχισε να τα απανωτά "τουτ-τουτ" για εισερχόμενα μηνύματα. 
Πάταγα να ανοίξει το ένα μήνυμα μετά το άλλο. Δεν ξέρω τι είδους διασκέδαση είχε στο νου του απόψε ο Στράτος, αλλά όλα τα μηνύματα ήταν παιδιάστικα εικονομηνύματα, με καρικατούρες που κάνουν διάφορες κινήσεις έκπληξεις.
Χαμογέλασα για το αιώνιο παιδί που έκρυβε μέσα του, αλλά αυτό δεν μου άλλαζε το γεγονός ότι περπατούσα μέσα στο σκοτάδι, σε έναν  έρημο δρόμο, που δεν υπήρχε ούτε ταξί, ούτε λεωφορείο, ούτε αυτοκίνητο, για να μπορέσεις να ξεφύγεις.
Που πήγε η ευγένεια και το φιλοτιμό του; Ένιωσα ότι με εγκατέλειψε, ότι με αγνόησε, ότι δεν ήμουν μαζί του αυτό το βράδυ. Κάτι που ποτέ δεν υπήρχε φορά άλλοτε να κάνει. Δεν υπήρξε περίπτωση να μην προθυμοποιηθεί να σε συνοδεύσει μέχρι σε ένα ασφαλές μέρος. Που πήγε απόψε αυτή η προθυμία;
Και κάποια στιγμή τα εικονομηνύματα σταμάτησαν. Πλέον το κινητό μου ήταν ο φακός μου για οδηγός μου σε εκείνη την ερημιά. Κι όταν πλέον ένιωσα ότι κατάφερα κι έφτασα κοντά στην πόλη, -πλέον ήμουν κοντά για το σπίτι μου- ξαφνικά άλλο ένα εισερχόμενο μήνυμα έφτασε. Το άνοιξα. Ήταν ένα βίντεο. Κι όχι κάποιο χαζο-ανιμέϊσον. Χαμογέλασα! Η μικρή του έκανε χαρούμενη κούνια. Φαινόταν ότι είχε μάθει καλά να κουνά σωστά τα ποδαράκια της για να  δίνει ώθηση και να ανεβαίνει ψηλότερα. Χαιρετούσε με το ένα της χεράκι:
- Γεια σου μπαμπά, κοίτα πόσο ψηλά πάω!
Και συνέχισε ανέμελη να γελά και να υψώνεται. Μια μαγική εικόνα! Μια κούνια που ήταν μπροστά σε ένα καφενείο σε ένα παλιό πλακόστρωτο στενό δρομάκι, με φόντο πίσω έναν ενετικό πύργο. Και πολύχρωμα γεράνια που υπήρχαν μπροστά σε κάθε πόρτα ή παράθυρο σε εκείνο το δρομάκι, έκαναν την εικόνα ιδανικά παραμυθένια.

Μου έδωσε ζωή! Χαμογέλασα. Ήξερα... Η ξανθιά ήταν σπίτι της κι εκείνος απλά δεν μπορούσε να αποχωριστεί το οτιδήποτε δικό του. Το βιντέακι ήταν μια απάντηση σε όλες τις αρνητικές μου σκέψεις. Η οικογένειά του ήταν η πρωτεραιότητα του, όλα τα άλλα ήταν δευτερεύουσας σημασίας. 
Καθησυχασμένη απ'την περίεργη τροπή που πήρε το βράδυ μας, ήδη είχα φτάσει στο σπίτι μου.