"Πονάω και δεν αντέχεται..."


Το κινητό μου χτυπά. Καθόμουν με ένα σημειωματάριο στα πόδια καταγράφοντας τις υπερωρίες μου -της δουλειάς μου- στο μήνα. Αφοσιωμένη και παρατηρώντας για τυχόν λάθη, πετάχτηκα απ'το ξάφνιασμα κι αρπάζω το κινητό που το είχα δίπλα μου και χωρίς να δω ποιός με καλούσε το ανοίγω αμέσως:
- Που σε πετυχαίνω; Ακούστηκε βαριά η φωνή του Στράτου.
- Σπίτι.
Είπα και σήκωσα το κεφάλι μου απ'τις σημειώσεις μου. Ο τόνος της φωνής του με αναστάτωσε. "Κάτι συνέβη" σκέφτηκα.
- Έρχομαι τώρα. Ετοιμασέ μας ποτά, θέλω να μιλήσουμε.
Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να προλάβω να ρωτήσω τι ήθελε να πούμε. Το ήξερα βαθιά μέσα μου πως αυτά που ήθελε να πούμε δεν αφορούσαν σε τίποτε εμάς τους δύο, παρά μόνο την νέα του σχέση. Μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι "αγάπης" όπως το έλεγε, προσπαθούσε να βρει τις ισορροπίες του ώστε να βγει αλόβητος χωρίς να υπάρξουν απώλειες κι απ'τις δύο πλευρές. Κοίταζα το τηλεφωνό μου και προσπαθούσα να βγάλω ένα συμπέρασμα. Ήταν σπάνιες οι φορές που με ξάφνιαζε με αυτά τα προειδοποιητικά για επίσκεψη τηλεφωνήματα. Κι όταν το έκανε, τα πράγματα πάντα ήταν σοβαρά. Και τώρα κάτι συνέβαινε. Η φωνή του κάτι είχε. Απόγνωση; Απογοήτευση; Τι σκατά γινόταν πάλι στην ζωή του; Τόσες και τόσες σχέσεις, δεν έμαθε τίποτε από αυτές; Πάλι θύμα; Και πάλι εγώ θα βγάλω το φίδι απ'την τρύπα; Ή απλά να θέλει να μιλήσει κάπου και δεν βρίσκει κανέναν "κολλητό" του διαθέσιμο για τις συναισθηματικές μαλακίες του; Δεν μπορούσα να του πω όχι. Με τίποτε. Δεν ήμουν αυτή εγώ! Δεν μπορούσα να το κάνω. Πάλεψα να τον ξεκολλήσω από μέσα μου στο παρελθόν, αλλά μου ήταν τρομερά δύσκολο να το συνεχίσω. Πόσο πολύ μπορεί κανείς να το καταλάβει το πόσο; Πάντα έλεγα δεν θα του τηλέφωνησω κι αν τον πετύχω κάπου να τον αποφύγω. Αυτό που κατάφερνα ερχόταν ο Στράτος να το καταστρέψει, με την παρουσία του ή με ένα τηλεφώνημά του. Και χαιρόμουν πάντα να τον βλέπω ή να τον ακούω. Κατά ένα περίεργο τρόπο με έκανε χαρούμενη. Δεν μου έχει ξανατύχει να νιώθω έτσι για κάποιον άλλον. Κι ο Στράτος το ήξερε. Όπως ήξερε και ξέρει ότι ανά πάσα στιγμή κι όποτε το χρειαστεί ήμουν και συνεχίζω να παραμένω δίπλα του. Να τον ακούω, να κουβεντιάζω μαζί του και να του δίνω τις ιδέες μου για τα αδιέξοδά του. Αν αυτό ακόμη λέγεται αγάπη, μάλλον δεν έχω σταματήσει να τον αγαπάω. Κι ας με πλήγωσε στο παρελθόν. Αλλά δεν γίνεται να μένει κανείς προσκολλημένος στα παλιά. Συγχωρείς και προχωράς. Οι ευκαιρίες προσπερνάνε κι αν κάποιες σου δίνονται απλόχερα, υπάρχουν καταστάσεις που δεν μπορείς να τις αρπάξεις και να τις εκμεταλλευτείς. Κι εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ποτέ μου δεν ήθελα να εκμεταλευτώ τον Στράτο, όταν εκείνος ήταν ευάλωτος.

Αρκετά χρόνια μετά κι ενώ με τον Στράτο παίζαμε με τις λέξεις και κάπου στο βάθος της καρδιάς μου περίμενα να μου δώσει την δική μου ευκαιρία, έβαλε ξαφνικά στην ζωή του μία κατά πολύ μικρότερή του κοπέλα, την Εύα. Εκείνος ήταν στα 31 κι εκείνη στα 19. Θα πει κανείς πως ήταν άβγαλτη κι αναζητούσε την εμπειρία ενός 30άρη. Μόνο που η συγκεκριμένη ήταν πολύ έμπειρη κι απ'τον ίδιο, όπως έλεγαν οι φήμες που κυκλοφορούσαν για το πρόσωπό της. Όταν την είδα ξαφνικά στο αυτοκίνητό του θεώρησα πως επρόκειτο για την κόρη του διευθυντή του ή κάποιου γείτονά του, την οποία μάλλον εξυπηρετούσε σε κάποιο θέλημα. Δεν πήγαινε το ταπεινό μυαλό μου πως επρόκειτο για την νεά του κατάκτηση. Μέχρι που ήρθε το τηλεφώνημα:
- Πως σου φάνηκε; Με ρώτησε.
- Τι πράγμα; Απόρρησα. Και λογικό ήταν άλλωστε.
- Η μικρή που είχα στο αυτοκίνητο.
- Τι να μου φανεί δηλαδή; Κόρη κανενός γειτονά σου είναι;
- Όχι ρε.
- Τότε; Καμιά ξαδέρφη;
- Ρε φιλενάδα με δουλεύεις τώρα;
- Στάσου βρε Στράτο. Βλέπω μια πιτσιρίκα στο αυτοκινητό σου τι να υποθέσω; Ότι είναι η νέα σου κατάκτηση;
- Ας πούμε...
Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν στο άκουσμα του "ας πούμε". Εκεί που έλεγα πως όλα ξεκαθάρισαν πια και δεν υπήρχαν άλλα εμπόδια αναμεσά μας, πως ήρθε επιτέλους η δική μου στιγμή, εκείνος ήδη είχε κάνει ένα βήμα πιο πέρα προσπερνώντας με. Ίσως και να μην ήταν έτσι. Ίσως για τους δικούς του λόγους να με ήθελε δίπλα του. Όχι όμως ερωτικά. Ήθελε την αγάπη μου για οδηγό του. Να του δείχνω τον σωστό δρόμο όταν εκείνος λοξοδρομεί. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και για ακόμη μια φορά ένιωθα μειονεκτικά. Έβριζα τον εαυτό μου που δεν έλεγε να προχωρήσει μπροστά όπως έκανε εκείνος. Ήθελα τόσο πολύ να έχω την ευκαιρία μου μαζί του. "Κλείσ'του το" έπιανα τον εαυτό μου να κραυγάζει στο κεφάλι μου:
- Στράτο είμαι στην δουλειά και δεν μπορώ να μιλήσω περισσότερο. 
Του είπα απογοητευμένη με τα μάτια έτοιμα να βουρκώσουν. Ένιωσα σκουπίδι εκείνη την στιγμή. Εκείνος ανέφερε το γεγονός σε μια καλή του φίλη και η "καλή του φίλη" ήθελε να του κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα!
- Το απόγευμα τι κάνεις;
- Τίποτε στο σπίτι θα είμαι.
- Να περάσω να σε πάρω να πάμε για καφέ να τα πούμε;
- Δεν ξέρω...
Απάντησα με το δίλημμα να του πω ναι ή όχι στην πρότασή του. "Μην δεχθείς, ασ'το ρεμάλι να βράσει στο ζουμί του" έλεγε ο εαυτός μου και ξαφνικά ένιωσα πονοκέφαλο:
- Έλα ρε μωρό... Έχουμε καιρό να τα πούμε κιόλας!
Όταν με αποκαλούσε "μωρό" με τρέλαινε. Ένιωθα άλλος άνθρωπος. Ένιωθα απίστευτα κοντά του και τελικά δεν μπορούσα να του αρνηθώ σε τίποτε... Μια αδυναμία είχα κι όταν την ξεστόμιζε με έκανε ότι ήθελε:
- Εντάξει! Θέλω να μου φύγει η περιέργεια!
Κατέβασα το ακουστικό κι ένας κόμπος στον λαιμό μου είχε σταθεί. Μου είχε κοπεί ο αέρας και προσπαθούσα με βαθιές ανάσες να συνέλθω. Εγώ που έκανα υπομονή και το ήξερε πόσο πολύ τον ήθελα, με προσπερνούσε για ακόμη μια φορά κι αυτή την φορά για χάρη μιας πιτσιρίκας! "Μην το σκέφτεσαι, ένα καπρίτσιο είναι" σκέφτηκα. Η σκέψη πως λόγω της διαφοράς ηλικίας η σχέση αυτή δεν θα είχε διάρκεια με επανέφερε και το γεγονός ότι το απόγευμα θα βρισκόμασταν με ηρέμησε.
"Στις 7 περνάω να σε πάρω. Να είσαι έτοιμη", έλεγε το μήνυμά του στο κινητό μου. Τι άραγε να είχε να μου πει; Άρχισα να σκαλίζω στην βιβλιοθήκή μου τα συρτάρια. Στο βάθος του ενός είχα κρύψει τα παλιά του γράμματα. Τα διάβαζα και κοιτούσα τις φωτογραφίες μας που ήμασταν αγκαλιά. Στα μάτια μας φαινόταν η ανεμελιά της ηλικίας μας και τώρα πια που όλοι μας μεγαλώσαμε, γίναμε ανεξάρτητοι, προσπαθούμε να συνδυάσουμε υποχρεώσεις και παλιές φιλίες! Και τι είχε μείνει απ'το τότε; Μόνο εγώ κι ο Στράτος κι όλοι οι υπόλοιποι στον δικό τους δρόμο. Ο Γιάννης διορισμένος σε κάποιο ακριτικό νησί, η Βάνα παντρεμένη (όχι με τον Γιώργο) και με δυο παιδιά και οι υπόλοιποι που συμπλήρωναν την παρέα ή απομακρύνθηκαν θελημένα ή έφυγαν στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον (το οποίο και κατάφεραν). Διάβαζα τα γράμματά του και με έπιασα να χαμογελάω. Εκείνες οι ατελείωτες σελίδες από χαρτί αλληλογραφίας με τα στιχάκια αφιερωμένα σε μένα... Εκείνες οι τρελές επιθυμίες να επισφραγίσουμε την σχέση μας... Εκείνη η επιθυμία του να μετράω τις μέρες που θα ερχόταν κοντά μου... Εκείνες οι επιθυμίες να μην τον προδώσω γιατί θα το μετανιώσω... Χα! Πόσο αντιστράφηκαν όλα. Ο άνθρωπος που πάντα με προδίδει είναι ο ίδιος. Αυτός που δεν το ήθελε από εμένα. Κι εγώ εδώ... πιστή Πηνελόπη να περιμένω μερικά ψίχουλα αγάπης από εκείνον. Και μυαλό δεν έβαζα. Δεν ήθελα να προσγειωθώ. Αυτό που ένιωθα για αυτόν ήταν χειρότερο και πιο δυνατό από αυτό που ένιωθα κάποτε σαν έφηβη για τον Γιώργο. Πως να κάνω αυτά τα βήματα; Πως να προχωρήσω; Δεν θέλω να απαλλαγώ από αυτόν. Νομίζω πως αν το κάνω θα μείνω άδεια. 
Εκεί στον καφέ μας, μου τα εξομολογήθηκε όλα. Η Εύα ήταν το κέρατο στη Δέσποινα και μάλιστα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Έμεινα σύξυλη όταν μου περιέγραφε πως είχαν συμβεί όλα: η Δέσποινα είχε επαναπαυθεί και θεωρούσε τον Στράτο δεδομένο. Η έννοια της ήταν να τελειώσει το νεόκτιστο σπίτι της και μετά να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες για το γάμο τους. Είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό: τον Στράτο. Εκείνος προσπαθούσε να της δείξει πως ήταν δίπλα της και το ίδιο ήθελε κι εκείνος απ'την ίδια. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω! Όσο κι αν το πάλεψε ο ίδιος δεν άντεχε την αδιαφορία της. Μέχρι που γνώρισε την Εύα. Ήταν μια απ'τις περιστασιακές γνωριμίες, one night stand. Και πάνω στο μεθύσι του ξέροντας ότι η Δέσποινα ήταν νύχτα στην δουλειά της, έκανε ότι έκανε με την Εύα μέσα στο σπίτι που ετοίμαζαν να μείνουν μετά το γάμο τους. Η Εύα εξαφανίστηκε μετά από εκείνο το βράδυ κι εκείνος απλά δεν θυμόταν καν το προσώπο της την επόμενη μέρα όταν συνήλθε. Κι έτυχε και ξανασυνταθήκαν πρόσφατα.
- Δεν ξέρω Μαρίνα. Με κάνει και νιώθω σημαντικός.
- Η Δέσποινα δεν σε έκανε να νιώθεις το ίδιο;
- Όχι! Όλα ήταν μια συνήθεια μαζί της και δεν έκανε κάτι να αποφεύγουμε την συνήθεια. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Ακόμη και το σεξ κατάντησε βαρετό μαζί της. Ότι κι αν έκανα, αυτή επέμενε στα δικά της. Δεν άντεχα. Είχε ξεχυλήσει το ποτήρι. Της έδωσα αμέτρητες ευκαιρίες...
- Ναι! Αλλά μέσα στο σπίτι της;
- Δεν το προγραμμάτισα. Ήταν κάτι της στιγμής κι έγινε.
- Εντάξει! Σε καταλαβαίνω... Αλλά δεν είναι κάπως μικρή η Εύα για σένα;
- Δεν ξέρω ρε Μαρίνα. Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι...
- Σε τι;
- Μεγαλώνω και με ανησυχεί αν έχω την ίδια πέραση όπως ήμουν μικρότερος!
- Πας καλά; Ποια επιβεβαίωση; Τώρα διανύεις τα 30 και μιλάς για επιβεβαίωση; Και την περιμένεις από μία έφηβη; Τι στο διάολο λογική είναι αυτή; Ποτέ δεν έμεινες μόνος και τώρα σε φοβίζει;
- Με φοβίζει, όσο κι αν δεν το πιστεύεις.
"Γαμώτο εδώ μπροστά σου στέκομαι. Όλα τα χρόνια μας μπροστά σου στέκομαι και δεν με βλέπεις; Σε αγαπώ και δίνω την ψυχή μου για να στο αποδείξω κι εσύ με αγνοείς". Απέφευγα να τον κοιτάξω. Όλα όσα άκουγα μου φαίνονταν τόσο ψεύτικα. Η ψυχή μου πονούσε και προσπαθούσα να μην του το δείξω. Ήθελα να δείχνω η φίλη που πάντα ήθελε. Όλα αυτά που ένιωθα ήταν κατώτερα της συζήτησης που είχαμε... Η αμφιβολία του ότι δεν έχει πέραση στο ασθενές φύλο κι ότι δεν τον προσέχουν όπως παλιά! Πως είναι δυνατόν ένας τριαντάρης να νιώθει λες και είναι γέρος κι ότι δεν έχει πέραση; Ο Στράτος γαμώτο δεν ήταν έτσι και ποτέ μα ποτέ δεν έμενε μόνος. Και τώρα ξαφνικά τι σκατά έγινε; Γιατί έχασε έτσι τον μπούσουλα; Γιατί δεν μπορούσε να μείνει για λίγο μόνος να σκεφτεί; Να δώσει ένα διάλειμμα στον εαυτό του και να σκεφτεί ποιές είναι οι προτεραιότητές του στην ζωή και να κάνει τα σωστά βήματα. Και τώρα έπρεπε εγώ να σταθώ κοντά του, να τον πάρω νοητά απ'το χέρι και να τον καθοδηγώ για να μην κάνει το λάθος:
- Τι να σου πω... Κάνε ότι θέλεις, μόνο πρόσεχε. Μην βρεθείς μπλεγμένος!
- Η Εύα είναι ένα απίθανο κορίτσι. Μπορεί να είναι μικρή αλλά στο μυαλό ρίχνει κάτω τις 40άρες.
- Στράτο... Αν είναι έτσι όπως τα λες να προσέχεις περισσότερο.
Του είπα και τον κοίταξα στα μάτια για να καταλάβει ότι είναι αρκετά ώριμος για να παίξει με την καρδιά μιας κοπελίτσας που είναι γεμάτη ενθουσιασμό για την ζωή, που κάνει όνειρα μεγαλεπίβολα και που ακόμα και μια στραβή να τύχει είναι ικανή να γκρεμοτσακίσει τον άνθρωπο που της τα τάζει... αν είναι καπάτσα!

Και μάλλον πρέπει να είχα βγει σωστή. Και την γνώρισα την Εύα και κάποιες φίλες μου την ήξεραν και ήξεραν τι εστί "Εύα" και μου συνέστησαν να πω στον Στράτο να προσέχει. Μου έδωσαν μια περιγραφή του χαρακτήρα της σαν να ήταν αράχνη που υφαίνει τον ιστό της και περιμένει το επίδοξο θύμα για να το κατασπαράξει με κάθε τρόπο: συναισθηματικά & οικονομικά! Ήταν αρκετά καπάτσα και είχε τον τρόπο της να φέρνει τα πράγματα εκεί που ήθελε με όποιο κόστος. Δεν την ενδιέφερε αν και η ίδια γινόταν ένα ψυχολογικό ράκος αρκεί που θα έκανε και τον άλλο να αισθάνεται το ίδιο και να σέρνεται εκείνος στα πόδια της.
Κι ο Στράτος δεν το είχε καταλάβει αλλά ήταν ήδη το θύμα της. Και να που μου ζητούσε βοήθεια. Κι εγώ δεν μπορούσα να του πω περισσότερα. Όσο κι αν ήθελα να του πω όλα όσα είχα μάθει για εκείνη, ήξερα πως και πάλι εγώ θα έφταιγα και θα μου έριχνε την ενοχή πως το κάνω από εκδίκηση που δεν είμαστε μαζί. Γνωστή καραμέλα. Πολυμασημένη. Αλλά δεν θα του έκανα την χάρη. Θα του άφηνα το περιθώριο να κάνει το λάθος και να μάθει κι εν καιρώ κι αναλόγως των συνθηκών θα του έλεγα όλα όσα ήξερα και που προφανώς εκείνη δεν είχε κάνει καν τον κόπο να του πει.Που δεν στάθηκε ειλικρινής απέναντί του.

Ήρθε αργά το απόγευμα στο σπίτι μου.Με το που άνοιξα την πόρτα μου έδωσε δυο πεταχτά φιλιά στα μάγουλα και μπήκε φουριόζος μέσα πηγαίνοντας κατ'ευθείαν στο κασσεττόφωνο. Έβαλε χαλαρή μουσική και κάθισε. Ήταν έτοιμος να σκάσει. 
- Τι τρέχει Στράτο; Τον ρώτησα και του πρόσφερα αμέσως ένα ποτήρι με παγωμένη βότκα.
Έτσι όπως έτρεχε η στιγμή ήταν αργά να ανταλλάξουμε έστω και για τους τύπους τις "καλησπέρες"μας.
- Όλα ήταν ένα ψέμα. Μου είπε και ρούφηξε το ποτό με μιας αφήνοντας άθιχτα τα παγάκια, ανάβοντας αμέσως τσιγάρο.
- Τι έγινε; Τον ρώτησα απαλά και τον κοιτούσα που γέμιζε ξανά το ποτήρι του. Κάθισα δίπλα του.
- Έπαιζε μαζί μου. Δεν με θέλει Μαρίνα. Το καταλαβαίνεις; Και εξαφάνισε και το δεύτερο ποτό του με μιας στο λαρύγγι του.
Χαμογέλασα. Είχα βγει σωστή στην πρόβλεψή μου να προσέχει. Αλλά πότε την άκουσε την Μαρίνα; Πάντα εκ των υστέρων.
- Ναι το ξέρω ρε μωρό, μου'χες πει να προσέχω.
- Σου'χα πει να προσέχεις, γιατί δεν παίζουν με τις μικρούλες. Σίγουρα κάποια όνειρα θα έκανε και προφανώς εσύ την προσγείωσες ανώμαλα...
- Θα σκάσω σου λέω...
Μου είπε με λυγμό και έπεσε στον κόρφο μου κλαίγοντας.
- Αχ ρε Στράτο! Είπα και του χάιδεψα το κεφάλι στοργικά. 
Στο μυαλό μου όλα έτρεχαν. "Τι σκατά κάνω εγώ αυτή την στιγμή;" αναρωτιόμουν και το βλέμμα μου αρνιόμουν να το ρίξω επάνω του. Απλά χάιδευα το κεφάλι του μέχρι να ηρεμήσει. "Εγώ είμαι εδώ. Όπως πάντα. Για σένα πάντα είμαι εδώ". Άπλωσα και πήρα το ποτήρι με το ουίσκυ μου. Το είπια μονορούφι. Εκείνη την στιγμή πονούσαμε κι οι δύο για το ίδιο πράγμα: για την απόρριψη. "Είδες πόσο άσχημα είναι να σε απορρίπτουν έτσι ξαφνικά"; Δεν μου άρεσε που ένιωθε όπως ένιωθα καιρό εγώ γι'αυτόν, αλλά έπρεπε να το ξέρει.
- Πονάει ε; Τον ρώτησα και συνέχισα να του χαιδεύω το κεφάλι.
- Δεν περίμενα ποτέ πως θα ένιωθα έτσι. Πονάω πολύ! 
Μου είπε και σηκώθηκε ξανά στην θέση του και με κοίταξε στα μάτια.
- Είδες πως είναι; Να νιώθεις ότι αγαπάς και ξαφνικά εκεί που όλα είναι μέλι-γάλα, σου έρχεται η απόρριψη για να σε ισοπεδώσει. Να σε κάνει σκατά. Να σε κάνει λιώμα. Να σέρνεσαι.
Είπα και σηκώθηκα να βάλω κι άλλο ουίσκυ στο ποτήρι μου. Δεν ήθελα να με κοιτάξει στα μάτια. Δεν ήθελα να καταλάβει που το πήγαινα. Αν και κατάλαβε:
- Δεν αντέχεται Μαρίνα.
- Εμένα θα μου πεις; Είπα και γύρισα πίσω στο καναπέ.
- Τι θα κάνω;
- Δωσ'της χρόνο. Κι όλα θα πάνε καλά.
- Δεν θέλω να περιμένω.
- Εκείνη το θέλει. Αν ήμουν στην θέση της και είχα μπουκώσει απ'τις μαλακίες σου, θα ήθελα τον χρόνο μου για να ηρεμήσω.
- Μην βάζεις την θέση σου στην δική της. Εσύ είσαι ψυχούλα. Δες με! Σε σένα ήρθα. Γιατί με ξέρεις κι έχεις τον τρόπο και τα λόγια να με ηρεμήσεις. 
Δεν μίλησα. Απλά χαμογέλασα. "Αυτό έφαγε εμένα. Ότι είμαι ψυχούλα και δεν φάνηκα ικανή να σε κάνω να κυλιέσαι στα πατώματα". Σκατά ψυχούλα!
- Καλά. Όπως και να'χει δώσε κι εσύ λίγο χρόνο στον εαυτό σου να ηρεμήσεις και να σκεφτείς ψύχραιμα να δεις που έκανες το λάθος.
Σηκώθηκε ξαφνικά... Δεν ξέρω τι τον έπιασε.
- Αυτό το τραγούδι...
Το κασσεττόφωνο έπαιζε μια μπαλάντα του George Michael κι ο Στράτος στάθηκε μπροστά και δυνάμωσε την ένταση:
- Να'ξερες τι μου θυμίζει;
- Σε πολλούς θυμίζει.
Του είπα και του χαμογέλασα. Έβαλε κι άλλο ποτήρι με βότκα. Το μπουκάλι άδειαζε κι ο Στράτος άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει συμπεριφορά. Χανόταν στον κόσμο του. Έκλεισε τα μάτια και κουνιώταν στο ρυθμό, λες και ο ήχος τον ταξίδευε στις αναμνήσεις του:
- Σήκω!
Με ξάφνιασε.
- Γιατί;
- Σήκω που σου λέω!
Δεν έπαιρνε να τον ρωτήσω πάλι το γιατί, μιας και ήδη είχε πλησιάσει και με τράβηξε απ'τον καναπέ κοντά του.
- Θέλω να το χορέψουμε.
- Οκ. Όπως θες Στράτο. Έχεις πιει πολύ όμως.
- Σσς! Άκου και χόρευε μόνο. Μη μιλάς.
Έριξα το κεφάλι μου στον ώμο του έχοντας όλες τις αισθήσεις μου σε επαγρύπνηση. Ήταν ευάλωτος όσο δεν έπαιρνε άλλο. Έριξε κι εκείνος το κεφάλι του στον δικό μου ώμο και σιγομουρμούριζε το τραγούδι. Στεκόμουν εκεί και χόρευα μαζί του έναν λυπητερό χορό και ήξερα ότι ήταν αβάσταχτο αυτό που ένιωθε. Του είχε κοστήσει η απόρριψη από γυναίκα. "Κάποτε θα γινόταν κι αυτό" σκέφτηκα. Μια μικρή ικανοποίηση πέρασε απ'το μυαλό μου και χαμογέλασα από θλίψη, γιατί δεν ανεχόμουν να αισθάνεται έτσι όπως αισθάνεται...




...συνεχίζεται... ε δ ώ