Κάτι σαν ψέμα, κάτι σαν όνειρο (4)


Περπατούσα αφήνοντας τον ήλιο να καίει την επιδερμίδα μου. Δεν σκεφτόμουν ότι καιγόμουν. Ήταν μια χαζή λεπτομέρεια για να δώσω σημασία. Προσπαθούσα να βάλω μια σειρά σε όσα ξαφνικά άρχισαν να συμβαίνουν απ' την ώρα που ξύπνησα. Δεν γινόταν να συμβαίνουν όλα αυτά. Δεν υπήρχε λογική σε όλα αυτά. Προχωρούσα αργά. Τίποτε δεν έλεγε να μου δώσει μια λογική εξήγηση. Κι αυτή η ησυχία... Τόση ερημιά παντού... Η ερημιά του Σεπτέμβρη σου τρυπούσε τ’ αυτιά. Σου άνοιγε το μυαλό σαν παράθυρο κι εκεί μπροστά σου απλωνόταν σαν μια απέραντη θέα, η ίδια σου η ζωή. Κι η δική μου σκόνταφτε συνεχώς επάνω στον Στράτο. Το παράθυρο του δικού μου μυαλού όμως ήταν κλειστό κι ήθελα τόσο πολύ να ανοίξω ένα άλλο και να βάλω την νέα μου ζωή εκεί. Να την κάνω πιο ήρεμη, πιο σταθερή, πιο βέβαιη, πιο ασφαλή. Η μέρα μου φάνταζε τόσο περίεργη, τόσο αλλόκοτη. Σαν να μην ταίριαζα σε αυτό το περιβάλλον. Δεν ένοιωθα να είμαι ο εαυτός μου. Η αίσθηση του πρωινού εφιάλτη μου είχε γραπωθεί επάνω μου και δεν με άφηνε να τον αποβάλω και να τον ξεχάσω. Σαν να 'χε μολύνει την ύπαρξή μου και δεν μπορούσα με τίποτε να απαλλαγώ από αυτόν! Λες και κάποιος δεν ήθελε να αποκολλήσω από σκέψεις, συναισθήματά κι από εκείνον. Δεν άντεχα! Δεν ήθελα άλλο πια να είμαι έρμαιο της σκέψης του. Ήθελα τόσο πολύ να βρω τον χαμένο εαυτό μου. Να βρω την Μαρίνα των προ εφηβικών χρόνων. Την Μαρίνα που δεν είχε γνωρίσει τον Γιώργο και στην συνέχεια τον Στράτο. Να κόψω αυτό το κομμάτι της ζωής μου που τελικά μόνο προσμονή και πόνο ήταν γεμάτο κι ελάχιστα από όμορφες αναμνήσεις. 
 Έφτασα στο σπίτι δακρυσμένη κι εκεί επάνω στο τραπέζι της αυλής με περίμενε ένα τριαντάφυλλο κι από κάτω του ένας φάκελος. Έβγαλα την καρτούλα του κι αμέσως αναγνώρισα τον μερικώς ανορθόγραφο γραφικό χαρακτήρα του Στράτου: 

«Όσα λόγια και να χρησιμοποιήσω, όσα φύλα χαρτιά κι αν μουτζουρόσω, τίποτα δεν θα αποδόσει τόσο σωστά αυτό που νοιώθω για σένα παρά μόνο μια λέξη: 
Σ’ ΑΓΑΠΩ, Σ.».


Δεν μπορούσα να αντιδράσω. Είχα παγώσει στην θέση μου ξάφνου. Ότι έγραφε το ήξερα. Πόσες μέρες και πόσες νύχτες δεν είχα περάσει με την σκέψη ότι “δεν μπορεί κι αυτός με αγαπάει, αλλά δεν θέλει να το παραδεχθεί”. Όσο κι αν η αγάπη λειτουργεί μονόπλευρα, σίγουρα κάτι υπάρχει στο βάθος της καρδιάς και της άλλης πλευράς, αλλά εθελοτυφλεί. Μόνο που τελικά η αλήθεια έρχεται εκ των υστέρων κι αυτό είναι αδικία. Γιατί καμιά φορά η αγάπη ανταποκρίνεται στην αγάπη όταν πια δεν μπορείς να την δείξεις με τον τρόπο που θες, με την δύναμη που έχεις, να την μεγαλουργήσεις, να την χτίσεις περισσότερο και να της πας μερικά βήματα πιο κει, να δώσεις όλον τον εαυτό σου γι' αυτήν. Αλλά δεν ήταν αυτό που με έπνιγε, παρά μόνο ο τρόπος του που με κρατούσε δέσμια. 
Μπήκα στο σπίτι για να ετοιμάσω τα πράγματά μου και οι κινήσεις μου ήταν μηχανικές. Έριχνα ματιές στο τριαντάφυλλο που το άφησα στην θέση του κι έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελά. Αρνιόμουν να το βάλω στο σπίτι σε ένα ποτήρι νερό. Θα έδειχνα ότι αποδεχόμουν αυτό που γινόταν σήμερα, θα ήταν σαν να ικανοποιούσα τον εγωισμό του. Και δεν ήθελα κάτι τέτοιο, ήθελα μόνο να κόψω και το παραμικρό που μας έφερνε κοντά και να τελειώσει η ιστορία. Αν μπορούσα θα έφευγα και σήμερα. Αλλά αν δεν κανονίσεις την διαδρομή σου μια μέρα πριν (με ταξί και λεωφορείο) όταν δεν έχεις δικό σου αυτοκίνητο θα πρέπει να υποστείς τις όποιες εξελίξεις και συνέπειες. Γυρόφερνα στο σπίτι να βρω αλήθειες, σαν αγρίμι που στο κλουβί του προσπαθεί να βρει την ελεύθεριά του. Και ποιά ελευθερία μου; Η μορφή του ήταν κολλημένη μπροστά μου κι όσο κι αν προσπαθούσα να απαλλαγώ από αυτήν, δεν μπορούσα. Μου ήταν αδύνατο. Υπάρχει άραγε τρόπος με μια κίνηση να απαλλαγείς από τέτοιες επίμονες σκέψεις; Υπάρχει τρόπος να τις αρπάξεις και να τις πετάξεις, όπως βλέπεις μια τρίχα στο ρούχο; Κοιτούσα το τριαντάφυλλο κι αναρωτιόμουν ποιό να ήταν τελικά το σχέδιο του και εγώ μάλλον του είχα χαλάσει... Γιατί δεν μπορεί να ήταν προορισμένο να με παρηγορήσει μια τέτοια στιγμή. Ποιός ξέρει τι σχέδια είχε στο νου του κι εγώ του χάλασα! Πνιγόμουν! Γιατί η αλήθειά μου ήταν μόνο μία. Τον αγαπούσα! Κοιτούσα το τριαντάφυλλο και τον αγαπούσα περισσότερο, αλλά δεν ήθελα να το αγγίξω. Ήθελα έτσι να του δηλώσω πως έπρεπε να απαλλαγούμε ο ένας απ' τον άλλον. Ξαφνικά άκουσα έντονα χτυπήματα στην πόρτα της εισόδου. Δυνάμωναν. Κοίταξα απ' το παράθυρο κι έβλεπα τον Στράτο με σκυφτό το κεφάλι να χτυπά έντονα την πόρτα. Επέμεινε. Έδειχνε αποφασισμένος να μην παραιτηθεί. Αν δεν άνοιγα σίγουρα τα χτυπήματά του θα γινόντουσαν πολύ πιο έντονα και συνεχή μέχρις σπάσιμο νεύρων. Άνοιξα αμέσως και μπήκε μέσα μαινόμενος . Άραγε θα με άφηνε ποτέ στην ηρεμία μου; Άραγε θα έβαζε ποτέ ένα τέλος στην όλη ιστορία; Τι ήθελε πάλι; Έκανα πίσω μερικά βήματα. Είχα τρομάξει απ' την απρόσμενη συμπεριφορά του: 
- Ε, λοιπόν δεν παραιτούμαι. Με ξάφνιασε.
- Τι πράγμα;
Με πήρε απ’ το χέρι και σχεδόν σπρώχνοντας με βία με έβαλε να κάτσω.
- Μην το κουνήσεις, φτιάχνω καφέδες και έρχομαι να μιλήσουμε. Να ξεκαθαρίσουμε δεν θες; Ήρθε η ώρα!
Ένοιωσα μια στιγμιαία ζαλάδα. Ήταν τόσο ξαφνικό όλο αυτό. Έτριψα τον καρπό του χεριού μου που τράβηξε και τον κοίταζα που έμπαινε στην κουζίνα. Ήταν λες κι ο εφιάλτης μου δεν είχε τελειώσει κι εγώ δεν ήμουν ξύπνια. Ο καρπός του χεριού μου πονούσε και ένοιωθα λες και με είχε ταρακουνήσει χιλιάδες φορές επιμένοντας να του πω που ήμουν που με έψαχνε χωρίς να με αφήνει να του απαντήσω. Και να που με βρήκε τώρα... Το κινητό μου ήταν επάνω στο τραπέζι. Το κοίταζα κι ήθελα να τηλεφωνήσω κι εγώ δεν ξέρω σε ποιον, για να με βοηθήσει. Να τηλεφωνούσα στους γονείς του και να τους έλεγα ότι ο γιος τους ήταν ένα βήμα πριν την καταστροφή του αρραβώνα του για ένα ανικανοποίητο απωθημένο; Σίγουρα το φταίξιμο θα το έριχναν σε μένα σαν να ‘μουν εγώ αυτή που τον κάλεσα να έρθει εδώ. Και σίγουρα δεν ήταν μικρό παιδί για να το συνετίσουν, λες και έκανε κάποια αταξία. Δεν ήταν ανήλικος κι ας φερόταν έτσι! Θα έπρεπε να δώσω εξηγήσεις. Και τι να τους πω; Θα έπρεπε να απολογηθώ για κάτι για το οποίο δεν ευθυνόμουν εγώ. Και πως να απολογηθώ; Αν έστω είχαν υποψιαστεί παλιότερα τα συναισθήματά μου για τον γιο τους, θα έπρεπε να επιμείνω πως δεν έτρεχε τίποτε μεταξύ μας και πως ξαφνικά ο γιος τους φερόταν παράλογα κι ανόητα κι ότι δεν καταλάβαινα τι πραγματικά συνέβαινε. Απόδιωξα την σκέψη. Ήταν αδύνατο να κάνω κάτι τέτοιο. Χειρότερα θα τα έκανα παρά καλύτερα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσω είτε ήθελα είτε όχι. Ίσως να με διευκόλυνε περισσότερο να δώσω το τέλος που ήθελα να δώσω από καιρό αλλά δεν μπορούσα εγώ να το κάνω. Ίσως ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή.
Πετάχτηκα όταν ξαφνικά μου άφησε έναν φραπέ στο τραπέζι. Τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε στο πλάι μου:
- Με συγχωρείς για πριν. Δεν ήθελα να φερθώ έτσι. Πρέπει όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, δε νομίζεις;
Μου είπε ήρεμα και το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στον αφρό του καφέ κι από αμηχανία τον ανακάτευα με το καλαμάκι, σαν να του έλεγα «ναι έχεις δίκιο»:
- Κοίτα είχες δίκιο πριν. Ναι ήμουν άδικος μαζί σου και φέρθηκα εγωιστικά. Ενδιαφερόμουν για σένα από τότε που γνωριστήκαμε. Σε θαύμαζα. Η δουλειά σου με γοήτευε και πάντα ήθελα να μπω στον κόσμο της γνωρίζοντάς σε. Με απογοήτευε η σκέψη που δεν θα μου έδινες την παραμικρή σημασία. Είχες τόσες γνωριμίες άλλωστε. Όταν ο αδερφός σου μου πρότεινε να έρθω μαζί σας διακοπές για μένα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να σε γνωρίσω. Ναι μεν υπήρχε η Τόνια στην ζωή μου, αλλά εκείνη αποφάσισε να φύγει. Και ξαφνικά εσύ βρέθηκες μπροστά μου, χωρίς να το θέλεις. Αλλά βρέθηκες... Και ήταν για καλό. Μαρίνα, ποτέ δεν μετάνιωσα γι’ αυτές τις διακοπές. Και πραγματικά από την μέρα που επιστρέψαμε σε σκεφτόμουν ακόμη περισσότερο και είχα αποφασίσει να σου μιλήσω και να προχωρήσω μαζί σου. Αλλά όπως ξέρεις, οι γονείς μου πάντα είχαν έναν λόγο για ότι ήταν να κάνω… Με επηρέασαν. Στην αρχή ήταν δεκτικοί, είχαν τις επιφυλάξεις τους μεν αλλά επειδή ήξεραν τον Γιάννη, πίστευαν ότι θα ήσουν το πρόσωπο που θα με άλλαζε και θα με 'έστρωνε'.
Σταμάτησε να πιει λίγο από τον καφέ του. Δεν μιλούσα κι ούτε που τολμούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Για πρώτη φορά δεν ήθελα να μάθω αν έλεγε αλήθεια.
- Άρχισε να με κουράζει να μου λένε συνεχώς για σένα. Και να προσέχω και να μην σε απογοητεύσω γιατί είσαι σοβαρή εσύ και δεν είσαι σαν τις άλλες... Και ξέρεις πως είμαι αντιδραστικό στοιχείο. Έκανα λοιπόν αυτό που θα τους έκλεινε το στόμα. Γνώρισα την Δανάη και σ' άφησα να πληγωθείς. Απογοητεύτηκαν βέβαια οι δικοί μου, αλλά εγώ αισθανόμουν μια χαρά γιατί τους είχα δώσει με αυτό τον τρόπο την απάντησή μου. Έπρεπε να σταματήσουν να ανακατεύονται στην ζωή μου. Στα προσωπικά μου… Άσχετα αν συνέχισαν να κάνουν τα ίδια και να επιμένουν ακόμη περισσότερο για σένα. Στην πορεία κατάλαβα ότι ήδη μου είχες δώσει την ευκαιρία που πάντα περίμενα, αλλά από λάθος επιλογή μου, την κλότσησα. Και δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ σε πλήγωσε αυτό. Δεν είχα καταλάβει το τι αισθανόσουν για μένα πραγματικά όσο ήσουν δίπλα μου και με βοηθούσες να ξεπεράσω τα προβλήματά μου και τις μαύρες σκέψεις μου. Μέχρι την στιγμή που ήρθες εσύ η ίδια για να μου πεις ότι με αγαπούσες. Αλήθεια πόση δύναμη βρήκες για να μου το πεις απ' την στιγμή που εγώ δεν σου φέρθηκα τίμια; Το σκεφτόμουν όποτε ήμουν μόνος και αυτό που έδιωχνε το κακό που σου έκανα ήταν η σκέψη πως αν ήμασταν μαζί, θα χαλούσε έτσι η φιλία μου με τον αδερφό σου. Σκεφτόμουν πως δεν ήθελα να σε χάσω, αν δεν βάδιζε η σχέση μας. Θα με πλήγωνε πολύ. Σε ήθελα μαζί μου, δίπλα μου, φίλη μου, ότι κι αν κόστιζε αυτό. Θέλω να ξέρεις ότι σε αγάπησα τελικά κι εγώ. Αρνιόμουν να το παραδεχτώ, αλλά στην πορεία διαπίστωσα ότι σε αγάπησα πάρα πολύ. Δυστυχώς όταν το κατάλαβα ήταν πια αργά. Ήθελα να ξέρεις κι εσύ, ότι κι εγώ δεν ήμουν σε καλύτερη θέση. Απ’ την μια το πείσμα μου, απ’ την άλλη ο εγωισμός, δεν μου άφηναν το περιθώριο να σ' αγαπάω και να το εκδηλώνω. Αυτό που πήγε να γίνει νωρίτερα ήθελα πολύ να το κάνω, ήθελα να σου δείξω πόσο πολύ σε έχω αγαπήσει και σ' αγαπώ ακόμη. Όμως η σκέψη πως αν το έκανα θα μεγάλωνα περισσότερο την πληγή σου με έκανε να μην το κάνω. Θα ήθελα να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Από καιρό με βασάνιζαν οι σκέψεις και ήθελα να στις πω. Θα ήθελα να δώσω μια κλωτσιά σε όλα και να είμαι μαζί σου για πάντα. Έχω μετανοιώσει για πράγματα κι ένα από αυτά είναι ότι πήρα στον λαιμό μου και την Δέσποινα. Δεν θέλω να την πληγώσω. Βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μου και γραπώθηκα από αυτήν για να μην κατρακυλήσω. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να την πετάξω έτσι λες και είναι ένα τίποτε. Ήδη προκάλεσα ένα κακό σε σένα και δεν θέλω να προκαλέσω κι άλλο σε έναν άνθρωπο που δεν φταίει σε τίποτε. Τα έχω κάνει σκατά στην κυριολεξία και δεν έχω την δύναμη να βάλω μια τάξη σε όλα όσα με πνίγουν. Επειδή σε ξέρω κι επειδή με ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα κι από εμένα τον ίδιο ακόμη, ήθελα να στα πω όλα. Να ξέρεις ότι δεν βασανίζεσαι μόνο εσύ. Ίσως να είναι η δική μου τιμωρία που φέρθηκα τόσο ανέντιμα απέναντί σου, ενώ δεν το αξίζεις. Κι είσαι ότι καλύτερο στην ζωή μου. Το ξέρεις ότι όποτε νοιώθω να πνίγομαι σε σκέφτομαι και αμέσως ξεχνιέμαι; Που να το ξέρεις όμως; Δεν σου έδωσα ποτέ την ευκαιρία να το μάθεις. Δεν στο είπα ποτέ γιατί πίστευα πως αυτό θα σου έκανε περισσότερο κακό. Αλλά εγώ ήδη στο είχα κάνει. Μαρίνα δεν θέλω να σε χάσω απ' την ζωή μου. Όμως μην χαθείς κι εσύ απ' την δική σου. Προχώρα. Σε παρακαλώ, μην αφήνεσαι και συνέχισε την ζωή σου. Προχώρησε τη. Οι συνθήκες δεν μας θέλησαν μαζί… με τον τρόπο που θέλαμε, αλλά μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί με τον δικό μας τρόπο... Σαν φίλοι ή δεν ξέρω κι εγώ τι, αλλά σε παρακαλώ, μην αφήνεσαι. Κι αν χρειαστεί, εγώ θα είμαι κοντά σου. Δεν θέλω να σε πληγώνω, αλλά αφήσέ με να είμαι δίπλα σου και να σε προσέχω σε ότι θέλεις. Θέλω το καλύτερο για σένα και δεν θα ησυχάσω αν δεν το βρεις.
Δεν ήπια γουλιά απ’ τον καφέ μου αλλά συνέχιζα να τον ανακατεύω και περίμενα να συνεχίσει το λογύδριο του. Δεν το έκανε και άναψε τσιγάρο.
- Μάλιστα. Είπα χωρίς να αντιδράσω.
Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή του που μου μιλούσε έτσι. Ξεκάθαρα κι έξω απ’ τα δόντια. Ήταν η πρώτη φορά που παραδέχθηκε πως με είχε αγαπήσει. Ήταν η πρώτη φορά που έλεγε την αλήθεια κι ας μην τον κοίταζα στα μάτια. Κάπνιζε και με κοιτούσε περιμένοντας να του απαντήσω. Δεν είχα τι να πω. Μέσα μου συνειδητοποιούσα πως αυτός ήταν τελικά ο λόγος που με έψαχνε στον ύπνο μου. Ένοιωθε βάρος στην καρδιά του και ήθελε να μου τα εξομολογηθεί για να νοιώσει πιο ανάλαφρος. Μου έπιασε τα χέρια και τα φίλησε μαλακά:
- Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι ένα αθώο φλερτ θα κατέληγε σε μια τόσο όμορφη αγάπη κι ας μην υπήρξαμε μαζί.
Τον κοίταζα και προσπαθούσα να πνίξω τα δάκρυα μου που έκαναν τα μάτια μου να τσούζουν. Δεν ήθελα να κλάψω.
- Δεν έχεις να πεις κάτι; Με ρώτησε.
Δεν άντεξα και τα δάκρυα μου κυλούσαν ποτάμι κι έβρεχαν τα χέρια του. Ένοιωθα μια μικρή λύτρωση που τελικά παραδεχόταν αυτό που του συνέβαινε μέσα του. Ένοιωθα την ψυχή μου πιο ανάλαφρη, γιατί μετά από τόσο καιρό είχα ακούσει τις σωστές λέξεις.
- Μαρίνα... Σε παρακαλώ! Δεν έχεις να πεις κάτι για όλα αυτά; 
Τον κοιτούσα και προσπαθούσα να βρω τις λέξεις. Τις κατάλληλες λέξεις. Έβλεπα την παραμορφωμένη εικόνα του απ' τα δάκρυά μου και ήταν σαν να έβλεπα την ψυχή του, την καρδιά του...
 -Όλα αυτά τα ήξερα. Από καιρό τα ήξερα και να που τα επιβεβαιώνεις. Κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να διορθώσω τα πράγματα, γιατί δεν ήταν στο χέρι το δικό μου. Όλη μου η ύπαρξη σε αγαπάει, αλλά δεν μπορώ και δεν έχω δικαίωμα να σε διεκδικήσω. Έκανες τις επιλογές σου και τις σέβομαι. Θέλω να απαλλαγώ από σένα. Να σε ξεχάσω. Να ξυπνήσω ένα πρωί και να έχω την ψευδαίσθηση πως ήταν απλά ένα όνειρο όλα αυτά. Γίνεται;
- Τελικά σου έχω κάνει μεγάλο κακό. Πως μπορώ να διορθώσω το λάθος μου;
- Να με απαλλάξεις απ' την παρουσία σου αυτή την στιγμή!
Είπα και σηκώθηκα απ' την καρέκλα μου, μην εννοώντας αυτό που του έλεγα. Του γύρισα την πλάτη για να μην βλέπει τον πόνο της ψυχής μου στα μάτια μου.
- Δεν μπορώ να φύγω και να σε αφήσω. Τόσα χρόνια αυτό είχα κάνει. Όχι τώρα όμως.
Ήρθε και με έπιασε απ' τους ώμους και με φίλησε στον λαιμό τρυφερά. Αποτραβήχτηκα και πλησίασα στο παράθυρο. Συνέχισα να αρνιέμαι στον εαυτό μου να γυρίσει να τον κοιτάξει.
- Το καλύτερο που έχεις να κάνεις και για τους δυο μας είναι να φύγεις. Έκανες αυτό που έπρεπε να είχες κάνει καιρό, οι αποφάσεις της ζωής σου δεν φαίνεται ότι με αφορούν οπότε και δεν με ενδιαφέρει, οπότε θα ήθελα να φύγεις. Τώρα σε παρακαλώ και μην το κάνεις πιο δύσκολο.
Συνέχισα να του μιλάω ψύχραιμα με την πλάτη γυρισμένη, για να μην δει το πόσο πολύ με πονούσαν τα λόγια μου.
- Δεν πρόκειται να σε αφήσω εδώ μόνη σου μια τέτοια στιγμή. Είμαστε και οι δύο φορτισμένοι και θα πρέπει να ηρεμήσουμε. Ίσως μπορέσεις να με βοηθήσεις να πάρω την σωστή απόφαση. Γιατί ήδη νοιώθω ότι τα τελευταία λόγια μου δεν ήταν τα σωστά και θέλω να τα διορθώσω. Μαρίνα, θέλω να είμαι μαζί σου...
- Σήκω και φύγε. Τώρα!
Τόνισα με πυγμή και άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην αυλή. Έπρεπε να βρω την δύναμη να τον πληγώσω για να απαλλαγούμε τελικά ο ένας απ' τον άλλον. Κάθισα σε ένα απ' τα καθίσματα της αυλής έχοντας την πλάτη μου γυρισμένη στο σπίτι. Δεν ήθελα -ακόμη κι απ' το παράθυρο αν κοιτούσε- να δει το πρόσωπό μου. Δεν ήθελα να δει πόσο πολύ με πλήγωναν τα ίδια μου τα λόγια άλλα έπρεπε να δώσω πια το οριστικό τέλος. Έπρεπε να γυρίσει στην Δέσποινα, να αφοσιωθεί σε αυτήν και να ξεχάσει ότι κάποτε ένα αθώο φλερτ θα εξελισσόταν σε έναν έρωτα ανεκδήλωτο χρόνια τώρα και που η εξομολόγησή του πόνο φέρνει μόνο. Εγώ πήρα πια τις απαντήσεις στα ερωτηματικά που χρόνια βασάνιζαν το μυαλό μου κι αυτός εκδήλωσε όλες του τις σκέψεις που είχαν μεταλλαχθεί σε τύψεις που με είχε παρασύρει σε ένα παιχνίδι που δεν περίμενε πως θα εξελισσόταν όπως εξελίχθηκε. 
- Γιατί επιμένεις να φύγω; Δεν πρόκειται να το κάνω. Τουλάχιστον τώρα αμέσως.
Μου είπε ακριβώς πίσω μου στην βεράντα που με είχε ακολουθήσει βγαίνοντας απ' το σπίτι.
- Πρέπει να φύγεις. Γιατί δεν το καταλαβαίνεις;
Επέμεινα. Έπρεπε να καταλάβει πως όλα πια έπαιρναν τον δρόμο τους κι αυτός έπρεπε να πάρει το δικό του και να ακολουθήσει την ίδια του την ζωή όπως ο ίδιος την είχε διαμορφώσει.
- Να φύγω ναι. Αλλά γιατί;
Τι είχα τώρα να του απαντήσω; Γιατί ήθελα να φύγει; Τι ήταν αυτό που μου επέβαλα να του ζητήσω να φύγει; Δεν μπορούσα πια να ζω με άλλα ερωτηματικά. Ήθελα να βγω απ' την ζώνη του λυκόφωτος. Αυτό ήθελα. Ήθελα να ξυπνήσω. Ένοιωθα ότι ο εφιάλτης μου δεν θα τελείωνε οριστικά αν δεν με απάλλασσε απ' την παρουσία του.
- Σε παρακαλώ Μαρίνα. Μίλησέ μου. Γιατί θέλεις να φύγω;
Επέμεινε πάλι. Όμως η καρδιά μου ήξερε το 'γιατί...
- Επειδή...
Δεν έβγαιναν οι λέξεις. Πως είχα το θάρρος πριν μερικά χρόνια να της πω και τώρα πια που βγήκαν οι αλήθειες του δεν μπορώ να του τις ξαναπώ; Έψαχνα να βρω μέσα μου τι ήταν αυτό που με κρατούσε.
- Γιατί;
Με ξαναρώτησε και με πλησίασε. Κάθισε στα γόνατά του μπροστά μου και με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που πάντα αγαπούσα. Εκείνο το βλέμμα που ένοιωθα να τυλίγεται στους ώμους μου σαν να ήταν η αγκαλιά του. Δεν το άντεχα επάνω μου. Σηκώθηκα απ' το κάθισμα μου κι απομακρύνθηκα από κοντά του:
- Επειδή... Δεν ξέρω!
Είπα αδύναμα. Με πλησίασε και με έστρεψε μπροστά του. Με έκλεισε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά στο μέτωπο:
- Σε παρακαλώ πες μου. Γιατί βασανίζεσαι;
Δεν μπορούσα μου ήταν αδύνατο. Με έπιασε απ' τους καρπούς των χεριών μου απαλά κι αυτό με έκανε να τρομάξω. Πήγα να τραβηχτώ από κοντά του αλλά δεν με άφησε. Η δύναμή του πόνεσε τους καρπούς των χεριών μου:
- Άφησέ με! Του ζήτησα τρεκλίζοντας απ' τον πόνο.
- Θα σε αφήσω, μόνο όταν μου πεις. Γιατί ξέρω τι θέλεις να μου πεις, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το κάνεις και τι σε φοβίζει.
Με τράβηξε στην αγκαλιά του. Με έσφιξε μέσα της τόσο που μάλλον είχε υποψιαστεί πως το τέλος της ιστορίας μας ήταν δυο βήματα πιο κει. Έχωσα το πρόσωπό μου στον λαιμό μου και το άρωμα του δέρματός του με αναστάτωνε γλυκά και πονούσα που αυτή ήταν η τελευταία μας αγκαλιά:
- Επειδή... σ' αγαπώ!
Είπα τελικά σχεδόν ψιθυριστά. Εκείνος δεν είπε τίποτε. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και η ανάσα του να ζεσταίνει την ίδια μου την ύπαρξη. Χαμήλωσε το πρόσωπό του στο δικό μου και με κοίταξε στα μάτια:
- Αυτό ήθελα να ακούσω. Και να ξέρεις ότι σε αγαπώ κι εγώ μικρή μου. Αυτό δεν πρόκειτε να αλλάξει ότι και να γίνει από δω και πέρα...
Μου είπε και με φίλησε στα χείλη. Τρυφερά και παθιασμένα συνάμα. Έμεινα στην αγκαλιά του για αρκετή ώρα. Τα λόγια κι οι σκέψεις είχαν στερέψει. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτε άλλο. Ένοιωθα ότι η ώρα είχε φτάσει που θα έπρεπε να τον αποχωριστώ. Οριστικά. Με πονούσε λιγότερο που θα εξαφανιζόμουν απ' την ζωή του, αλλά ένιωθα καλά που κι εκείνος αισθανόταν ότι κι εγώ και που βρήκε το θάρρος μετά από χρόνια να 'ρθει και να μου εξομολογηθεί ότι τον βασάνιζε χρόνια τώρα. Τον κοιτούσα κι η μορφή του ήταν ήρεμη και το βλέμμα του πιο ζεστό από κάθε άλλη φορά και με ανατρίχιαζε που ακόμη και τώρα με κοιτούσε στα χείλη με λαχτάρα και τα φιλούσε το ίδιο με λαχτάρα. Σαν να ένιωθε ότι αυτό που ζούσε τελείωνε και ήθελε απλά κάτι από μένα να θυμάται έστω κι αν ήταν μερικά φιλιά. Τον κοίταξα με λαχτάρα. Χάιδεψα το πρόσωπό του και τα χείλη του που τα λάτρευα. Τον φίλησα στα μάτια τρυφερά και έπειτα στα χείλη απαλά. Και τον αγκάλιασα και τον έσφιξα μήπως και το άρωμα του γινόταν ένα με το δικό μου για να 'χω μαζί μου κάτι δικό του για πάντα φεύγοντας. Ένα δάκρυ κύλησε απ' τα μάτια μου και χαμογέλασα. Εκείνος με χάιδεψε στα μαλλιά σαν να ήμουν μικρό κοριτσάκι:
- Έχω ετοιμάσει τα πράγματά μου. Μπορείς να με πάρεις μαζί σου; Θέλω να γυρίσω πίσω, να βάλω τέλος σε κάποιες εκκρεμότητες που έχω αφήσει.
- Ναι βέβαια.
- Μπορούμε να φύγουμε αμέσως;
- Είναι τόσο επείγουσες οι εκκρεμότητες; Δεν είναι καλά να φύγουμε αύριο το πρωί;
- Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
Δεν με κρατούσε τίποτε αυτή την στιγμή σε αυτό το σπίτι. Ήθελα να φύγω. Το τέλος είχε έρθει. Καμιά φορά οι αγάπες δεν έχουν το τέλος που θέλουμε. Κι αυτή την φορά ο εφιάλτης μου μετατράπηκε σε ένα τρυφερό όνειρο που τελείωνε έτσι όπως έπρεπε να τελειώσει. 

“Αγάπη στα ερείπια. Ίσως μερικοί από σας το θεωρούν αστείο κι οι υπόλοιποι απωθητικό, αλλά θα σας πω κάτι: καλύτερα αλλόκοτη αγάπη, παρά καθόλου αγάπη...”
Απ'το βιβλίο: “Πράσινο Μίλι” του Stephen King.


ΤΕΛΟΣ