Κάτι σαν ψέμα, κάτι σαν όνειρο (3)

Με είχε στην αγκαλιά του και κοιτούσαμε τον ήλιο να ανατέλει. Κι εκείνο το μοναδικό πορτοκαλοκόκκινο του χρώμα άρχισε να φωτίζεται και να ξανοίγει και να δίνει φως στην μέρα. Η ψυχή μου μόνο ήταν σε σκοτάδι. Μπερδεμένη σε μια συναισθηματική άβυσσο. Γιατί ήμουν στην αγκαλιά του; Γιατί με πήρε αγκαλιά; Γιατί ξαφνικά τα πρέπει του Στράτου πήγαν περίπατο και ήρθε να με βρει;. Τι θα άλλαζε μετά από αυτή την επίσκεψη; Το μυαλό μου δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε καν να δώσει τις απαντήσεις στα τόσα ερωτηματικά που ξαφνικά άρχισαν να γεννιούνται. Κοιτούσα τον ήλιο που υψωνόταν και σκεφτόμουν ότι η ζωή μου ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι. Καιρό τώρα. Χρόνια τώρα. Σκεφτόμουν πως όσο κι αν προσπαθούσα να τον αποκολλήσω από επάνω μου, εκείνος άλλο τόσο πιο πολύ επέμενε. Σαν να μην ήθελε να με βγάλει απ' την ζωή του ούτε εγώ αυτόν! Λες και ήταν η τιμωρία μου. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει κι ενώ στο βάθος του μυαλού μου ήθελα να του δείξω πόσο πολύ τον αγαπούσα συγκρατιόμουν με την σκέψη ότι αυτός ήταν δοσμένος αλλού. Ήταν όμως δοσμένος αλλού; Είχε δώσει το 100% του εαυτού του στην Δέσποινα ή με δικαιολογία την σχέση του αυτή προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υπήρχε άλλη γυναίκα ιδανικότερη γι' αυτόν απ' την Δέσποινα; Γιατί να ζει στο ψέμα του και ξαφνικά να το παρατά για να έρθει να με βρει; Τι τον έπνιγε και τι ήθελε τελικά από εμένα; 
Δεν μιλούσαμε. Δεν με άφησε στιγμή από κοντά του, αλλά δεν μιλούσαμε. Ήθελα τόσα να τον ρωτήσω, αλλά δεν έβγαινε λέξη απ' το στόμα μου. Δεν ξέρω γιατί. Κοιτούσα την θάλασσα που χρύσιζε απ' τον ήλιο της ανατολής κι αφηνόμουν. Παραδινόμουν στην μαγική εικόνα και στην αγκαλιά του. Έτσι χωρίς λόγια. Όπως τότε που ότι γινόταν μέσα μας δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε και να το αναλύσουμε, γιατί τα λόγια την στιγμή που υπήρχαν δεν έβγαιναν κι έκαναν την στιγμή να κάνει παύση στον χρόνο κι εμάς να κολλάμε τα ερωτηματικά στο μυαλό μας και να μην τα ξεστομίζουμε.
Και στον δρόμο για το σπίτι ήμασταν αμίλητοι. Ήταν σαν τις φορές που βγαίναμε βόλτα και ενώ ξέραμε τι είχαμε να πούμε ποτέ δεν το λέγαμε. Έτσι και τώρα! Η πρωινή δροσιά με έκανε να τρέμω. Εκείνος προσφέρθηκε να με αγκαλιάσει για να με κρατήσει ζεστή, αλλά προτίμησα να μη το δεχτώ. Δεν ήθελα να αφεθώ, αν και στο βάθος το ήθελα. Ήθελα να κρατήσω την υποσχέση μου στον εαυτό μου. Να βάλω τέλος στην ιστορία μας. Κι όταν θες να τελειώσεις με το παρελθόν καλό είναι να κρατάς κάποιες αποστάσεις από αυτό, όσο μπορείς. “Γιατί;” με ρώτησε την στιγμή που αποτραβιόμουν όταν πήγε να με αγκαλιάσει. Δεν ήταν σωστό. Εκείνος μπορεί να είχε αποδιώξει προσωρινά απ' το μυαλό του την Δέσποινα, εγώ δεν μπορούσα. Δεν ήθελα με τίποτε να γίνω το τρίτο πρόσωπο. Δεν είχα δικαίωμα. Αυτός ίσως να είχε παρασυρθεί απ' τα συναισθηματά του, εγώ απ' την άλλη έπρεπε να μας συγκρατήσω και τους δύο. Και δεν μιλούσα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν ξέρω γιατί. Ήθελα τόσο πολύ να του πω τι γίνεται μέσα μου, να του πω για άλλη μια φορά το “σ' αγαπώ” αλλά δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να ξεσπάσω την οργή μου, τον θυμό μου, την αγάπη μου σε αυτόν. Και κατάπινα όλα μου τα συναισθήματα γιατί έτσι έπρεπε. Γιατί έπρεπε να κρατήσω τις ισορροπίες μας στις επιλογές της ζωής μας: εκείνος στον αρραβώνα του κι εγώ στην απόφασή μου να φύγω.  
Φθάνοντας πρόσεξα πως το αυτοκίνητο το ‘χε παρκάρει έξω απ’ την αυλή κάτω απ’ την συκιά. Άρα είχε έρθει εδώ για να με αναζητήσει… Πως όμως πέρασε απ’ το μυαλό του ότι θα βρισκόμουν στην παραλία; Τι ήταν αυτό που τον έκανε να έρθει εκεί και να με βρει;
 - Πως ήξερες ότι θα ήμουν στην παραλία; Τον ρώτησα.
 - Την στιγμή που έστριψα για να έρθω εδώ εσύ ήδη έστριβες παρά κάτω. Δεν ήθελα να μείνω στο αυτοκίνητο και να σε περιμένω και σε ακολούθησα.
Δεν είπα τίποτε. Από σύμπτωση λοιπόν! Ήθελα να τον ρωτήσω τι θα έκανε αν τυχόν και έβλεπε ότι δεν άνοιγα, ότι τελικά δεν ήμουν εδώ. Δεν το έκανα. Τι νόημα είχε άλλωστε; Ξεκλείδωσα και μπήκαμε μέσα:
 - Έχει αλλάξει το σπίτι. Περίμενα να το βρω όπως ήταν τότε.
Είπε όταν αντίκρυσε το εσωτερικό του σπιτιού.Είχαν περάσει πέντε χρόνια απ’ την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί όλοι μαζί εδώ για τις διακοπές μας εκείνο το καλοκαίρι κι από τότε είχαν αλλάξει αρκετά πράγματα. Όχι μόνο στο σπίτι αλλά και σε μας τους ίδιους.
- Κάποτε όλα αλλάζουν.
Του είπα, ενώ εκείνος ήδη είχε περάσει στο καθιστικό και περιεργαζόταν τις κασσέττες που είχα μαζί μου για να βάλει μία στο κασσεττόφωνο.
Στεκόταν μπροστά στο τζάκι και διάβαζε τους τίτλους τραγουδιών στην ετικέτα της κασσεττοθήκης. Τον κοίταζα κι αναρωτιόμουν που βρήκε το θάρρος να κάνει κάτι τόσο τρελό για να ‘ρθει να με βρει. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποια ήταν η πραγματική αιτία για να κάνει κάτι τέτοιο. Τον άφησα να κοιτάζει τις κασσέττες και τον προσπέρασα για να πάω στο υπνοδωμάτιό μου για να αλλάξω, αλλά εκείνος με άρπαξε απ’ το χέρι και με τράβηξε κοντά του. Ένοιωσα αμήχανα και την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Με κοίταξε στα μάτια και ένοιωσα να τρέμω σύγκορμη. Ήταν όπως τότε. Έσκυψε να με φιλήσει. Τραβήχτηκα:
- Γιατί; Τι συμβαίνει; Απόρησε.
- Εσύ να μου πεις τι συμβαίνει! Του ανταπόδωσα σχεδόν επιθετικά. Τώρα πια ήθελα απαντήσεις.
- Σ’ αγαπάω! Αυτό συμβαίνει! Μου ψιθύρισε στο αυτί και το φίλησε τρυφερά, όταν με πλησίασε κι έκλεισε το πρόσωπό μου στις παλάμες του..
Τραβήχτηκα και πάλι, ανατριχιάζοντας απ’ την κίνηση του αυτή. Δεν επέμεινε και με άφησε.
- Στράτο σε παρακαλώ! Μην με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Δεν είναι αυτό που θέλεις από μένα. Τον εγωισμό σου θέλεις να ικανοποιήσεις και μόνο. Του είπα και μπήκα στο υπνοδωμάτιο μου.
- Κι εσύ τον δικό σου.
Μου απάντησε απαλά ακολουθώντας με και με τράβηξε και πάλι κοντά του.
Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στα δικά μου και το έβλεπα. Έβλεπα το πόσο με αγαπούσε και το πόσο με ήθελε: «Σ’ αγαπώ» μου ψιθύριζε κοιτάζοντάς με έτσι έντονα κι έσκυψε και με φίλησε.. «Όλα τελειώνουν όμως, εδώ που άρχισαν» σκέφτηκα κι ανταποκρίθηκα στο φιλί του. Ήταν μια τρέλα. Αντί να τον απομακρύνω τούτη την στιγμή, εγώ βρισκόμουν στην αγκαλιά του και τον αγαπούσα με όλο μου το είναι. Και άρχισε να με χορεύει στους ήχους του τραγουδιού που ακουγόταν απ’ το κασσεττόφωνο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα ακόμη στα δικά μου. Έσκυψε και με φίλησε ξανά τρυφερά στα χείλη. Τράβηξα πίσω το κεφάλι μου για να αποφύγω την πίεση των χειλιών του.. Με φίλησε ξανά δαγκώνοντας τα αυτή την φορά. Δεν μπορούσα πια να αντισταθώ άλλο. Οι άμυνές μου εξαφανίστηκαν. Το φιλί μας έγινε πιο βαθύ. Είχα χαθεί! Είχα χάσει κάθε αίσθηση με τον χώρο και τον χρόνο. Δεν καταλάβαινα τι έκανα. Όλα τα 'πρέπει' που είχα νωρίτερα στο μυαλό μου εξανεμίστηκαν ξαφνικά τούτη την στιγμή. Τα χέρια μας έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι. Μου έβγαλε το μπλουζάκι και του ξεκούμπωσα κι έβγαλα το πουκάμισό του. Με χάιδευε στο στήθος και με φιλούσε με τέτοιο πάθος, που ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ή ονειρευτώ. Γαντζώθηκα επάνω του και δεν ήθελα να με αφήσει ποτέ. Με φιλούσε και ξυπνούσε το πόθο και το πάθος μου γι' αυτόν, όπως παλιά. Όπως τις φορές που ήθελα απεγνωσμένα να γίνουμε ένα. Να τον νοιώσω μέσα μου και να νοιώσει το πόσο πολύ τον αγαπάω. Το πόσο απεγνωσμένα τον αγαπάω. Τον φιλούσα με το ίδιο πάθος που με φιλούσε κι εκείνος. Έπαιζα με τα χείλη του, έγλυφα τον λαιμό του και τα αυτιά του, δαγκώνοντας τον καμιά φορά απαλά και τα χέρια μου τον χάιδευαν με τα νύχια μου όπως λάτρευε να του κάνω. Έτσι αγκαλιασμένοι πέσαμε στο κρεβάτι. Με χάιδευε σε όλο μου το κορμί κάνοντας με να καίγομαι από πόθο. Ένοιωσα την δύναμή του και τον ήθελα. Τον χάιδευα και δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια για να μην χάσω αυτό το όνειρο. Με είχε παρασύρει σε ένα απίστευτο πάθος που ποτέ δεν μου είχε χαρίσει: «Σ’ αγαπώ» μου ψιθύρισε στο αυτί και ένοιωσα την ανάσα του καυτή! Ταξίδευε σε όλο μου το σώμα και το εξερευνούσε. Ήθελε να γνωρίσει κάθε σπιθαμή του. Τα χάδια του και τα φιλιά του δεν τα χόρταινα. Ξαφνικά ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα του έφηβου Στράτου που προσπαθούσε να εξερευνήσει στον χορό τους την 21χρονη Μαρίνα, η εικόνα του στρατιώτη Στράτου που ένα βράδυ στον Άδωνη το πάθος τους ήταν μοναδικό, ανολοκλήρωτο όμως, δίνοντας υπόσχεση να δωθεί συνέχεια στην επόμενη συνάντησή τους. Και μετά από τόσα χρόνια ήρθε η συνάντηση αυτή, αυτό το πρωινό. “Σ' αγαπώ” σκεφτόμουν. Και στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα μου σ' εκείνο το στενάκι να του ομολογεί την αγάπη της κι εκείνος να προσπαθεί να την αρνηθεί... Άνοιξα τα μάτια μου και ήθελα να του πω το ίδιο, αλλά δεν το έκανα. Με κοιτούσε και με χάιδευε στο πρόσωπο και το φιλούσε τώρα τρυφερά. Έπεσε στο πλάι μου και με πήρε στην αγκαλιά του... Με φίλησε τρυφερά στα χείλη, σηκώθηκε και βγήκε απ’ το υπνοδωμάτιο. Έκλεισα τα μάτια πάλι και ήθελα να το ζήσω όλο αυτό που συνέβαινε. Ανυπομονούσα να γίνουμε ένα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και ένοιωθα τόσο ζεστή σαν να ‘χα πυρετό. Τον περίμενα. Τόσο πολύ με αγαπούσε; Τόσο που δεν άντεχε να μη με βλέπει μακριά του; Και τώρα αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του; Κάτι που θα έπρεπε να ‘χε κάνει πολύ καιρό πριν; Περίμενα. Μήπως ήταν κι αυτό όνειρο; Αλλά η καλή του πλευρά; Κι αν ξυπνήσω και όλα αυτά δεν είναι αλήθεια; Δεν θέλω να ξυπνήσω, θέλω να μείνω έτσι. Θέλω έτσι να με έχει στην αγκαλιά του και να μου λέει πάντα «σ’ αγαπώ». Να χαϊδεύει με τα χέρια του και την σκέψη του όλο μου το είναι. Να με κάνει ανυπόμονη η κάθε του κίνηση. Να μου δώσει όλο του τον εαυτό του και να μην φύγει ποτέ μακριά μου. Δεν ήθελα να φύγει…
Μα που ήταν; Τι έγινε; Ανασηκώθηκα στους αγκώνες. Κάτι δεν μου άρεσε εδώ. Μήπως ήταν φάρσα; Μήπως ήταν ένα κακόγουστο αστείο; Μήπως ήθελε να ικανοποιήσει τον εγωισμό του; Σχεδόν πετάχτηκα και ντύθηκα γρήγορα για να καλύψω την γύμνια μου. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ και απορώ με τον εαυτό μου πως έπεσε στην παγίδα. Η πόρτα του μπάνιου ήταν ανοιχτή όπως την είχα αφήσει απ’ το βράδυ. Προχώρησα στην κουζίνα όπου από εκεί ερχόταν κάποιος θόρυβος. Τα μάτια μου δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Έφτιαχνε καφέ! Σαν καλός νοικοκύρης και σαν μην είχε συμβεί κάτι, είχε ανάψει το γκαζάκι κι έψηνε καφέ! Εγώ περίμενα να κάνουμε έρωτα κι αυτός έκανε… καφέ! Ένοιωσα οργή. Μπήκα στο μπάνιο και κλειδώθηκα. Χτύπησα την παλάμη μου με δύναμη στα πλακάκια. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μου συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσα να δεχθώ μια τέτοια συμπεριφορά. Πως ξεγελάστηκα έτσι; Γιατί; Άνοιξα το ντους και άφησα το νερό να τρέχει επάνω μου για ώρα, έτσι με τα ρούχα. Τα έβγαλα και τα πέταξα στο πάτωμα κι άρχισα να τρίβω το σφουγγάρι επίμονα στο κορμί μου. Ένοιωθα βρώμικη. Ένοιωθα να έχει βρωμίσει όλο μου το είναι. Με είχε εξαπατήσει κι είχε παίξει με τα συναισθήματά μου. Αρνιόμουν πεισματικά να δακρύσω, να ξεσπάσω αυτό που ένοιωθα μέσα μου. «Δεν αξίζεις ρε γαμώτο. Δεν θα δακρύσω για σένα» ψιθύριζα και πάλευα να μην το κάνω όσο το νερό έτρεχε στο πρόσωπό μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν στο μπάνιο και προσπαθούσα να ηρεμήσω. Αποφάσισα να βγω. Εκείνος δεν είχε νοιαστεί καν. Δεν καταλαβαίνω τι γινόταν κι είχε αδιαφορήσει. Ούτε καν να με ρωτήσει αν ήθελα κι εγώ καφέ! Και που πολύ ευχαρίστως θα τον έλουζα με αυτόν. Για να καταλάβει πως η ίδια του ξεδιαντροπιά είχε λούσει εμένα που τον περίμενα στον κρεβάτι. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο, έβαλα το μαγιό μου και πέρασα ένα παρεό στην μέση μου. Μάζεψα όλα τα βρεγμένα κουβάρι και τα πέταξα στο καλάθι με τ’ άπλυτα. Πήρα μια γερή ανάσα, πήρα και τα κλειδιά μου κι απ’ το παράθυρο αντίκρισα ότι καθόταν στην βεράντα κι απολάμβανε τον καφέ και το τσιγάρο του με την ησυχία του! Η αναισθησία του δεν είχε όρια. Βγήκα έξω και τον προσπέρασα. Δεν έκανε καν τον κόπο να μου μιλήσει. Τέτοια αναισθησία πια; Με ενόχλησε απίστευτα. Δεν ήθελα να του μιλήσω, αλλά έπρεπε να το κάνω και κοντοστάθηκα:
- Ωραίο το αστείο Στράτο! Δεν ξέρεις πόσο μ’ έκανες και γέλασα. Γι’ αυτό φρόντισε να τσακιστείς και να εξαφανιστείς από δω κι απ’ την ζωή μου. Τελείωσε. Είπα ψύχραιμα κι έκανα να φύγω.
- Ε! Ε! Ε! Που πας; Τι είναι αυτά που λες; Περίμενε! Μου φώναξε.
Δεν μίλησα. Ούτε «αντίο» μπορούσα να του πω. Τον άφησα να μου φωνάζει και εγώ να απομακρύνομαι. Τον άκουγα τώρα να τρέχει ξωπίσω μου και ξαφνικά μου βγαίνει μπροστά κάνοντας να μου κλείσει τον δρόμο. Προσπάθησα να μην δώσω σημασία και να τον προσπεράσω:
- Περίμενε! Γιατί φεύγεις;
Ακούγοντας την ερώτησή του, ένοιωσα τις φλέβες στο κεφάλι μου να χτυπάνε κόκκινο:
- Έχεις το θράσος να ρωτάς; Δεν ντρέπεσαι λίγο; Έγινε ότι έγινε εκεί μέσα και συ ρωτάς γιατί φεύγω;
- Συγγνώμη! Τον άκουσα να ψιθυρίζει σχεδόν τάχα μου από ντροπή.
- Δεν κατάλαβα! Είπα βράζοντας από θυμό.
- Συγγνώμη που…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του κι εγώ είχα βάλει όλη μου την δύναμη και τον χαστούκισα. Ένοιωσα την παλάμη μου να με τσούζει απ’ το χτύπημα. Κι εκείνος κρατούσε το μάγουλό του, με ορθάνοιχτα μάτια μην περιμένοντας μια τέτοια κίνηση. Τον κοίταζα κι ένοιωθα πόσο πολύ τον είχα πονέσει. Μέσα μου ένοιωθα ικανοποίηση που του έδωσα να καταλάβει πόσο με είχε πονέσει ο ίδιος και ήμουν θυμωμένη που δεν έλεγε τίποτε κι ένοιωσα τα δάκρυά μου να βγαίνουν καυτά. Τον άφησα εκεί να με κοιτάει να απομακρύνομαι κρατώντας το μάγουλό του! Δεν καταλάβαινα γιατί ξεγελάστηκα έτσι! Γιατί είχε συμβεί αυτό; Πως είχε συμβεί αυτό; Πως αφέθηκα έτσι; «Συγγνώμη»! Αυτή του η συγγνώμη! Τι μισητή λέξη! Ηχούσε στ’ αυτιά μου ακόμη και την ένοιωθα σαν μαχαιριά στο στήθος. Και πονούσα. Θεέ μου πόσο πονούσα. Πάντα τελείωνε κάτι με ένα «συγγνώμη». Λες και τα συναισθήματα με ένα «συγγνώμη» μπορούμε να τα αποκαταστήσουμε.
Έφτασα πάλι στην παραλία. Όλα μου τα προβλήματα όλες μου τις σκέψεις εδώ τις άφηνα. Λες και εξαγνιζόμουν κάθε φορά που κατέληγα στην παραλία και κοιτώντας την θάλασσα. Πέταξα το παρεό σε μια μεριά της ακτής και βούτηξα στην θάλασσα. Το ντους δεν ήταν αρκετό για να με ξυπνήσει και να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Γύρισα την πλάτη μου στην ακτή και έκλεισα τα μάτια μου. «Θεέ μου κάνε να ‘ναι απλά ένα άσχημο όνειρο» σκέφτηκα. Κολυμπούσα όσο γρήγορα μπορούσα και με όση δύναμη είχα. Κουράστηκα. Είχα μπει τόσο βαθιά που το νερό της θάλασσας δεν είχε πια εκείνο το όμορφο γαλαζοπράσινο χρώμα, εδώ που βρισκόμουν τώρα, ένοιωθα τα ρεύματα του νερού να παγώνουν τα πόδια μου ενώ το χρώμα είχε μετατραπεί σε μαύρο μπλε. Είχα απομακρυνθεί αρκετά απ’ την ακτή και δεν μπορούσα να υπολογίσω την απόσταση. Ήταν ακόμη νωρίς και ήμουν η μοναδική λουόμενη τέτοια ώρα. Σίγουρα αν κάποιοι με παρατηρούσαν απ’ τα παράθυρα των σπιτιών τους θα με θεωρούσαν παράλογη. Σιγά-σιγά άρχισα να κολυμπάω προς τα έξω. Στάθηκα να ξεκουραστώ λιγάκι. Κι άμα δεν σε θέλει η τύχη αυτό που δεν θες αυτό θα συμβεί…Διέκρινα τον Στράτο να εμφανίζεται μέσα απ’ τα πεύκα της παραλίας και να πλησιάζει στην ακτή. Βρήκε το παρεό μου και το σήκωσε. Τον άκουσα να μου σφυρίζει. Δεν έδωσα σημασία. Τι σημασία να δώσει κανείς σε έναν άνθρωπο που παίζει με τα συναισθήματα του; Μου ξανασφύριξε, αλλά και φώναξε:- Ή έρχεσαι εσύ έξω ή έρχομαι μέσα εγώ!
Άκουσα την απειλή του. Πως μπορούσα να τον αποφύγω άραγε; Δεν ήθελα να του μιλήσω. Αυτό που έγινε νωρίτερα ήταν αρκετό για να τον μισήσω τελειωτικά, αλλά και να μου δώσει την αφορμή για να φύγω μια και καλή μακριά του. Δεν παραιτήθηκε. Ξανασφύριξε.
- Τι θέλεις ρε γαμώτο; Φώναξα εγώ μέσα απ’ την θάλασσα.
- Να μιλήσουμε! Μου φώναξε δυνατά κι αποφασιστικά.
Με έκανε και γέλασα. Να μιλήσουμε; Τι να πούμε πια; Έμεινε τίποτε να πούμε; Είχε τόσο χρόνο τόσα χρόνια να μου μιλήσει, αλλά ποτέ δεν το έκανε. Τώρα τι είχαμε να πούμε;
- Δεν έχουμε να πούμε τίποτε. Φύγε! Του φώναξα.
- Έχουμε! Μου ανταπάντησε.
Και περίμενε. Κάθισε στην ακτή. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε και πέρασε το παρεό, στο λαιμό του. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγω. Και να απομακρυνόμουν και να πήγαινα να βγω σε κάποια άλλη μεριά της παραλίας πάλι θα με έφτανε. Ήταν αρκετά γρήγορος. Και πόσο πια να μουλιάσω στην θάλασσα περιμένοντας τον να βαρεθεί και να φύγει; Αποφάσισα να βγω. Βγήκα απ’ την θάλασσα και δεν του μίλησα. Τράβηξα το παρεό απ’ τον λαιμό του και το πέρασα στην μέση μου κι απομακρύνθηκα. Σηκώθηκε και με ακολούθησε. Δεν άξιζε να τον κοιτάξω, ούτε βλέμμα να του ρίξω. Είχε καταφέρει να στραγγίξει κάθε μου συναίσθημα…
- Μη μ’ αγγίζεις! Είπα απότομα μόλις ένοιωσα το χέρι του στην μέση μου.
- Το λες και πονάς! Μου ψιθύρισε στ’ αυτί όταν πια με είχε τραβήξε κοντά στο στήθος του..
Απομακρύνθηκα απότομα από κοντά του. Δεν ήθελα να νοιώθω τίποτε από αυτόν ακόμη και την αύρα του. Νόμιζα πως αν τον ένοιωθα δίπλα μου θα δηλητηριαζόμουν ακόμη περισσότερο. Δεν άντεχα να με παίζει έτσι.
- Το ξέρω ότι πονάς πολύ. Αλλά εγώ πονάω πιο πολύ από σένα! Μου είπε. Και πάντα σε σκεφτόμουν και πάντα ήθελα να μας δώσω μια ευκαιρία. Όμως ο τρόπος σου ήταν αυτός που δεν με άφηνε!
Δεν πίστευα αυτά που άκουγα. Να που έφταιγα εγώ που εκείνος είχε επιλέξει τον δρόμο του. Αλλά ναι! Εγώ έφταιγα που ήθελα να πιστεύω σε αυτόν. Που ήθελα το καλύτερο γι’ αυτόν. Που του συμπαραστεκόμουν σαν καλή φίλη. Που ότι και να συνέβαινε πάντα είχα διαθέσιμη την κουβέντα που ήθελε να ακούσει. Έπρεπε να ‘χα φύγει από καιρό. Δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά!
- Μαρίνα αν και δεν το πιστεύεις, αυτή είναι η αλήθεια!
Θεέ μου τι ψεύτης! Από πού κι ως που έβγαζε ένα τέτοιο συμπέρασμα; Τι ήξερε αυτός για μένα;
- Ακούς τι λες; Ή σου ξεφεύγουν; Τον ρώτησα γυρίζοντας στη μεριά του και κοντοστάθηκα.
- Φοβόμουν μήπως σε πληγώσω. Είπε κοιτώντας με στα μάτια σαν να ζητούσε συγγνώμη.
- Θεέ μου θα τρελαθώ! Πάντα με πλήγωνες. Ξέσκιζες κάθε ίνα μου. Με σκότωνες αργά. Κι όποτε ήμουν μακριά σου, μάζευα τα κομμάτια μου. Ότι έκανες και σήμερα. Αν μ’ αγαπούσες έστω και λίγο δεν θα με άφηνες να πληγώνομαι έτσι. Ή θα έκανες τα πάντα για να είμαστε μαζί ή θα ξεκαθάριζες μια και καλή την κατάσταση μαζί μου, μπροστά μου κι όχι με ένα γράμμα. Κι εσύ δεν έκανες τίποτε. Όποτε στο ανέφερα, εσύ απέφευγες την κουβέντα. Τι ήθελες λοιπόν να πιστέψω; Τα μάτια σου ποτέ δεν με ξεγέλασαν. Εκεί φαίνεται η αλήθεια σου. Στο στόμα σου όμως, τα ψέματα ήταν διαθέσιμα ανά πάσα ώρα και στιγμή.
- Σε ήθελα κοντά μου, φίλη μου. Απολογήθηκε με σκυφτό το κεφάλι.
- Να χέσω την φιλία. Εσύ μου στάθηκες σαν φίλος ρε; Ε; Ενδιαφέρθηκες ποτέ να μάθεις αν είμαι καλά, αν κάτι μου συμβαίνει; Αλλά δεν το έκανες ποτέ γιατί τρόμαζες στην ιδέα του τι θα σου εξομολογιόταν η «φίλη» σου. Πάλι τον εαυτό σου σκέφτηκες. Κι εγώ το ζώον ήθελα να πιστεύω ότι ήμασταν φίλοι.
- Μα είμαστε φίλοι! Επέμεινε με το ίδιο απολογητικό ύφος.
- Δεν είμαστε! Ποτέ δεν ήμασταν επί της ουσίας. Μια γνωριμία ήταν αυτό τελικά που υπήρξε μεταξύ μας, την οποία εγώ δεν αποκαλώ φιλία.
- Είσαι άδικη.
- Όχι δεν είμαι. Ξέρεις ποιος είναι ο άδικος στην όλη ιστορία. Επιτέλους δες τα πράγματα όπως είναι. Δες τι έγινε νωρίτερα. Γιατί αποφεύγεις να μιλήσεις και γι’ αυτό;
Δεν απάντησε. Δεν είχε κάτι να πει, γιατί ήξερε ότι είχα δίκιο. Ήξερε ότι αυτό που έγινε νωρίτερα ήταν τεράστιο λάθος και σίγουρα τώρα καταλάβαινε πως ήταν η αρχή του τέλους κι αυτό τον τρόμαζε ακόμη περισσότερο. Γιατί δεν είχε μάθει ποτέ του να χάνει! Τον άφησα στις σκέψεις του και προχώρησα βγαίνοντας απ’ την παραλία. Αλλά ξαναγύρισα για μια τελευταία και ξεκάθαρη απάντηση:
- Εδώ αλήθεια, τι γυρεύεις Στράτο;
- Ειλικρινά δεν ξέρω. Κάτι με έτρωγε εδώ και μέρες και ήξερα ότι την απάντηση θα την έβρισκα εδώ πάνω. Ένοιωθα πολύ την σκέψη σου και ήρθα.
Τον κοίταζα. Είχε δίκιο. Απόλυτο δίκιο. Τον σκεφτόμουν κι αυτό μου είχε γίνει εμμονή κι η εμμονή, εφιάλτης. Δεν μίλησα. Συνέχισα τον δρόμο μου για το σπίτι και τον άφησα εκεί στην παραλία να σκεφτεί τι τελικά ήθελε στην ζωή του. Αν ποτέ έμπαινε στον κόπο να σκεφτεί…


2 comments:

Ανώνυμος είπε...

Καλογραμμένο. Νομίζω ότι μπορείς να δουλέψεις περισσότερο πάνω σ' αυτό -αν δε βαριέσαι φυσικά- να το αναπτύξεις. Καλή σου μέρα:)

SummerDream είπε...

Λες ε; Θα το προσπαθήσω!