34. Δίλημμα



«Αυτά για σήμερα φίλοι μου. Ραντεβού και πάλι αύριο στην γνωστή μας ώρα και στην γνωστή σας συχνότητα. Καλό σας απόγευμα».
Όταν οι μέρες της δουλειάς κυλούσαν σε φυσιολογικούς ρυθμούς το ίδιο ομαλά κυλούσε κι η εκπομπή μου. Πολλές φορές ακούγοντας τις ηχογραφημένες εκπομπές μου έπιανα στις εκφωνήσεις μου ένα άγχος και μια διάθεση να προλάβω τα πάντα. Βέβαια σε μιας ώρας εκπομπή δεν μπορούσες να προλάβεις τα πάντα. Αλλά πάντα υπήρχε και η επόμενη μέρα. Άρχισα να μαζεύω τα χαρτιά μου, τα στυλό μου, τα ακουστικά μου και τον καφέ μου όταν χτύπησε η ενδοεπικοινωνία στο τηλέφωνο:
- Θα σηκώσεις καμιά φορά την γραμμή;
Μου αγριοφώναξε ο Λάμπης ο ηχολήπτης μου από απέναντι. Του χαμογέλασα και πάτησα την γραμμή που ήταν στην αναμονή. Τι να πω στον Λάμπη, που η συμπεριφορά του ήταν απρόβλεπτη;
- Ο Δημήτρης είμαι. Συγγνώμη που δεν σου τηλεφώνησα κατά την διάρκεια της εκπομπής σου, αλλά είχα δουλειά. Δικαιολογήθηκε.
Από απέναντι ο Λάμπης είχε καρφώσει το βλέμμα του σε μένα. Υποψιαζόμουν ότι μάλλον άκουγε την συνομιλία μου με τον Δημήτρη απ’ το μόνιτορ της κονσόλας, όσο εκείνος ετοίμαζε τα διαφημιστικά που θα έπαιζαν. Ήξερα ότι ήταν περίεργος και κουτσομπόλης και ήθελε να μαθαίνει από πρώτο χέρι τι γίνεται με όλους!
- Δημήτρη μην κλείσεις, σε βάζω στην αναμονή για λίγο να πάρω την γραμμή απ’ το γραφείο μου!
Δεν είχα σκοπό να διευκολύνω τον Λάμπη για το κουτσομπολιό του με τους υπόλοιπους περίεργους! Στο δημοσιογραφικό δεν ήταν κανένας κι έτσι η συνομιλία μου θα γινόταν χωρίς τα αδιάκριτα αυτιά των υπολοίπων. Κλείδωσα. Έκατσα στο γραφείο μου απλώνοντας τα πόδια και σήκωσα το ακουστικό:
- Καιρό είχα να σε ακούσω. Είπα στον Δημήτρη.
- Εγώ όμως όχι! Παραμένω συντονισμένος άσχετα αν δεν σου τηλεφωνώ συχνά.
- Και τώρα πως και με θυμήθηκες; Ρώτησα.
- Ήθελα να μάθω αν τελικά συμφωνείς να συναντηθούμε. Πέρασε πολύς καιρός πια και θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα.
- Μάλιστα.
Είπα σκεπτική. Με δυσκόλευε αντί να με διευκολύνει. Αντί να παραιτηθεί απ’ την ιδέα του να βγει για καφέ μαζί μου γινόταν επίμονος. Μου ήρθε στο μυαλό η επιμονή του Στράτου στις διακοπές μας να πείσει την Κλαίρη. Χαμογέλασα στην σκέψη: «κοίτα να δεις πως έρχονται τα πράγματα καμιά φορά»!
- Εντάξει! Θα το κανονίσουμε.
- Πότε; Επέμεινε ο Δημήτρης.
«Κοίτα να δεις βιασύνες»! Λες και του υποσχέθηκα ότι θα το κανονίσουμε εδώ και τώρα.
- Αυτές τις μέρες! Θα μου επιτρέψεις να σου τηλεφωνήσω εγώ όμως, γιατί δεν μπορώ να προβλέψω τι μπορεί να γίνει με την δουλειά;
- Και βέβαια.
Έπρεπε να δω τι γινόταν και με αυτόν. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω. Να πάρει ένα τέλος όλο αυτό το σκαμπανέβασμα με μένα. Δεν γινόταν να με επηρεάζουν τα γράμματα του. Έκλεισα το τηλέφωνο και σκεφτόμουν ότι ο Στράτος ήταν και πάλι χαμένος. Μου έλειπε. Μάζεψα τα πόδια μου απ’ το γραφείο και ξεκλείδωσα το δημοσιογραφικό. Άναψα ένα τσιγάρο και ήπια μια μεγάλη γουλιά καφέ απ’ την κούπα μου. Ο Δημήτρης μου είχε κινήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον μαζί. Κι ο Στράτος δεν έλεγε ούτε ένα τηλεφώνημα να κάνει. Περνούσαν οι μέρες χωρίς να το καταλάβουμε και δεν ήξερα τι γινόταν. Ήταν καλά; Είχε νέα για την μετάθεσή του; Κάτι, οτιδήποτε! Αρκεί να μάθαινα νέα του. Αλλά τίποτε. Η μόνη μου συντροφιά ήταν η φωτογραφία του που την είχα μόνιμα στην τσάντα μου και την κοιτούσα πάντα για να πω μια ‘καλημέρα’ ή ‘καληνύχτα’ για να νοιώθω ότι ήταν δίπλα μου. Αν ήταν εδώ σίγουρα δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να επηρεαστεί απ’ τον Δημήτρη ή τον κάθε Δημήτρη. Αλλά η απουσία του Στράτου και η έλλειψη επικοινωνίας για μια ακόμα φορά μου άφηναν ένα κενό μέσα μου. «Αχ Στράτο γιατί να μην είσαι εδώ; Που είσαι και δεν δίνεις έστω ένα σημείο ζωής; Γιατί δεν μου τηλεφωνείς;». Έπρεπε να δράσω εγώ αυτή την φορά. Ένοιωθα πολύ άσχημα και άρχισα να ψάχνω τα τηλέφωνα στην ατζέντα μου. Δεν μπορούσα να περιμένω και σχημάτισα στο τηλέφωνό μου τον αριθμό τηλεφώνου του στρατοπέδου που βρισκόταν ο Στράτος. Στην αρχή το τηλέφωνο έδειχνε κατειλημμένο, τελικά κατάφερα μετά από μερικές προσπάθειες να πιάσω γραμμή. Αφού τελικά δεν έβγαζα άκρη με τους στρατιώτες του Κ.Ψ.Μ., κάποιος επιτέλους διανοήθηκε να με συνδέσει με τον αξιωματικό υπηρεσίας. Αυτός τουλάχιστον δεν άρχισε να φωνάζει σε κάναν διάδρομο για τον Στράτο, απλά αμέσως με ενημέρωσε πως ήταν υπηρεσία’ σκοπιά στο φυλάκιο. Με ρώτησε αν ήταν κάτι επείγον που έπρεπε να του μεταφέρει. Αισθάνθηκα καλά που μου είπε που βρισκόταν κι έτσι επιβεβαίωσα τον αξιωματικό πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας κι ότι απλά εγώ ‘η φίλη του’ ήθελα να βεβαιωθώ πως ήταν καλά. Ευχαρίστησα τον άνθρωπο και κατέβασα το ακουστικό ήρεμη πια και με την σκέψη πως εκεί που βρισκόταν ο Στράτος ίσως να μου ετοίμαζε κάποιο γράμμα.
Όμως τι θα έπρεπε να κάνω με τον Δημήτρη; Αισθανόμουν άσχημα γιατί ανακάλυπτα ότι ο Δημήτρης κάλυπτε τα κενά που άφηνε ο Στράτος. Μάλλον ζητούσα πολλά, γιατί άλλο το να είσαι στον στρατό κι άλλο να είσαι ένας πολίτης με την δουλειά σου και τον χρόνο σου να κάνεις ότι θέλεις. Μου έλειπε πολύ και ήθελα να τον δω. Δυστυχώς ο Μάνος ήταν επίμονος στην απόφασή του. Παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα να τον πείσω να μου δώσει δυο μερούλες απ’ την άδεια μου, επέμενε να είναι αρνητικός: «Ξέχασέ το. Άδεια θα πάρεις το καλοκαίρι. Βλέπεις ότι πνιγόμαστε και δεν γίνεται να φύγει κανείς. Μόνο σε περίπτωση ασθένειας». Μου είχε ξεκαθαρίσει. Έφταιγα τώρα εγώ να σηκωθώ και να το παίξω άρρωστη; Έφταιγα εγώ να πάω σε κάναν γνωστό μου γιατρό να μου γράψει μερικές μέρες αναρρωτική; Παρόλα αυτά ήξερα ότι είχε δίκιο. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να παρατραβήξω το θέμα. Κι απ’ την άλλη, άντε και μου έδινε το πολυπόθητο διήμερο, πως θα δικαιολογούσα την απουσία μου στους γονείς μου; Δεν μπορούσα να σηκωθώ να φύγω και να κάνω ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι και να μην τους ενημερώσω. Η κατάσταση θα μπλεκόταν περισσότερο. Δεν μπορούσα να το σκεφτώ πια άλλο. Έπρεπε να κάνω υπομονή μέχρι ο Στράτος να κατάφερνε εκείνη την μετάθεση που μου είχε αναφέρει.
Ξεκλείδωσα το δημοσιογραφικό και άρχισα να συμμαζεύω το γραφείο μου, όταν εισέβαλε ο Λάμπης και κάθισε στο γραφείο του Μάνου απέναντί μου:
- Η κατάκτηση ήταν; Με ρώτησε να μάθει για το τηλεφώνημα του Δημήτρη.
- Πες το κι έτσι! Του είπα, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσω απ’ την περιέργειά του.
Τεντώθηκε και άναψε τσιγάρο. Ήταν σαν να έβλεπα τον αδερφό του, τον Μάνο. Ίδιες κινήσεις, ίδιο ύφος, ίδιος αέρας!
- Συγγνώμη για πριν ρε Μαρινάκι, που σου φώναξα! Μου είπε και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του και με πλησίασε.
- Κανένα πρόβλημα. Του είπα και το μυαλό μου συνέχισε να ταξιδεύει στην Ρόδο και στην μορφή του Στράτου.
- Φίλοι; Είπε ο Λάμπης και μου άπλωσε το χέρι του για να οριστικοποιήσουμε την ‘φιλία’ μας!
- Φίλοι! Του είπα και του χαμογέλασα και ανταπέδωσα στην χειραψία του.
Έφυγε και πήγε πάλι στο στούντιο. Αλλά αυτό που με αιφνιδίασε ήταν το χειροφίλημα! Δεν το περίμενα. Αλλά ο Λάμπης έτσι ήταν. Απρόβλεπτος!
Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάπως έπρεπε να τελειώσει αυτό το μπλέξιμο. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να τηλεφωνήσω στον Δημήτρη και να του δώσω ώρα και τοποθεσία συνάντησης και μέρα. Ήταν σωστό όμως; «Μαρίνα δώσε ένα τέλος. Το ξέρεις ότι δεν είναι σωστό». Έτσι ήταν. Δεν ήταν σωστό. Δεν μπορούσα να δώσω ελπίδες σε κάποιον άνθρωπο που με γοήτευε μεν, αλλά που δεν ένοιωθα καλά έχοντας στο μυαλό μου τον Στράτο. . Ήθελα όμως πολύ να τον γνωρίσω. Στο βάθος με είχε πείσει και ήμουν περίεργη. Θα τολμούσα την έξοδο μαζί του και από αυτό θα έκρινα αν τελικά άξιζε να διαβάζω όλα αυτά τα γράμματα που μου έστελνε. Ίσως σε αυτή την συνάντηση να έδινα τέλος στο δίλλημα μου: Στράτος ή Δημήτρης;




Κεφάλαιο 34