Μαραμπού

Μια μέρα, λίγα χρόνια πριν, ένα απογευματάκι, πηγαίνοντας για καφέ για να τα πούμε, εκεί στο αυτοκίνητό του μέσα με ξάφνιασε. Σέρνει το χέρι του στο πίσω κάθισμα και μου τοποθετεί μπροστά μου "στην ποδιά" μου, ένα βιβλίο. Τον κοιτάω και μου χαμογελάει:
- Διάβασε το απόσπασμα εκεί στον σελιδοδείκτη.
Ανοίγω το βιβλίο αμέσως και διαβάζω τα εξής (σε έντονο μαύρο βρίσκεται το απόσπασμα):

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί, 
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπο ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσια και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε μένανε πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη. 

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία. 

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...
..
Διαβάζοντας τις λέξεις των στίχων άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου εικόνες από τότε και το πόσο μοιάζουν οι ήρωες των στίχων με μας τους δύο. Κι εκείνος είχε κάποια να σκέφτεται και να είναι το αποκούμπι του στις δύσκολες στιγμές... Εκεί ένα δάκρυ κύλησε και έκλεισα το βιβλίο να δω για ποιό επρόκειτο. Εκείνος οδηγούσε αργά και παρατηρούσε τις αντιδράσεις μου. Ένα δάκρυ και συγχρόνως ένα χαμόγελο και μια βαθιά ανάσα με επανέφεραν στην πραγματικότητα:
- Θυμίζει κάτα κάποιο τρόπο εμάς... Του είπα.
- Αυτό σκέφτηκα όταν το διάβασα κι εγώ...
- Με ξάφνιασες... Δεν ήξερα ότι διαβάζεις τέτοια βιβλία εσύ;
- Αυτό ήθελα. Κάποια πράγματα να ξέρεις δεν ξεχνιούνται.
Και ναι, είχε δίκιο. Κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται. Πολλές γυναίκες πέρασαν από δίπλα του κι εγώ απλά να παρατηρώ και να τον βοηθάω στα δύσκολα. Αμέτροχη κι απόμακρη. Γιατί έτσι ήταν το σωστό. Μερικά χρόνια μετά από όλο αυτό; Είμαστε ακόμη ζωντανοί όπως λέει το τραγούδι και πάντα διαθέσιμος ο ένας για τον άλλο, να μοιραστεί και να ακούσει σκέψεις και πίκρες, όλα όσα φέρνει η ζωή...

Το βιβλίο; "Μαραμπού" σε ποίηση Νίκου Καββαδία.



1 comments:

lakis είπε...

Υπέροχος ο Καββαδίας. Ταξίδεψα πολλές φορές με τα τραγούδια του. Μέρα καλή