Ήταν Σάββατο πρωί. Στις 6.30 βρισκόμουν στο ραδιόφωνο. Στην ρεσεψιόν είδα ότι υπήρχε ένας σιδηρόδρομος χαρτί φαξ να με περιμένει με τα τελευταία νέα. Ενώ επάνω στο γραφείο, σε μια κόλλα αναφοράς υπήρχε με μεγάλα γράμματα ένα μήνυμα για μένα: «Είμαι στο πατάρι. Ξύπνα με στις 7. Λάμπης». Το ότι ο Λάμπης ήταν πρωινός δεν ήταν κι ότι καλύτερο για μένα. Με το που τον προσέλαβαν στο ραδιόφωνο άρχισε να φέρνει τα πάνω κάτω και γενικώς να ανακατεύεται στις ζωές μας όταν δεν έπρεπε. Είχε μια τάση να φλερτάρει με όλες μας στο σταθμό ανεξαιρέτως οικογενειακής κατάστασης. Την πρώτη βδομάδα είχαμε ξαφνιαστεί. Αλλά όταν πια διαπιστώσαμε πως απλά έκανε παιχνίδι για να μας διασκεδάζει και να ξεχνιόμαστε όταν ήμασταν φορτισμένες με την δουλειά, ηρεμήσαμε και το διασκεδάζαμε κι εμείς. Αλλά μέχρι εκεί. Σαν φίλοι. Ήταν η πρώτη φορά που προτίμησε να κοιμηθεί στον σταθμό κι αυτό κάπως με ξένιζε. Αν είχε ξενυχτίσει το βράδυ το καταλάβαινα, γιατί που να προλάβει να ξυπνήσει στο σπίτι κι ας βαρούσαν κανόνια! Κι επιπλέον θα αργούσε να έρθει. Εκτός αν είχε γίνει καμιά ραδιοφωνική ολονυχτία όπως συνήθιζαν τα τελευταία βράδια.
Πήρα το φαξ, πέταξα στο καλάθι το μεγάλο μήνυμα και τράβηξα για το γραφείο μου. Όπως ακριβώς το περίμενα! Είχαν ολονυχτία! Βρήκα ένα δημοσιογραφικό σε μαύρο χάλι και με την μπόχα διάχυτη σ’ όλο τον χώρο. Ήθελα να ‘ξερα τα σπίτια τους έτσι τα άφηναν; Καθάρισα το γραφείο μου που ‘χαν χύσει ουίσκι, είχαν τινάξει τις στάχτες απ’ τα τσιγάρα τους –τα τασάκια ξεχείλιζαν απ’ τις γόπες κι επιπλέον μερικά ήταν λασπωμένα απ’ το νερό που είχαν ρίξει μέσα για να μην ξεφεύγει η παραμικρή στάχτη- κι είχαν αφήσει τα σακούλια απ’ τα πατατάκια και τα γαριδάκια.
Ευτυχώς που ‘χα να τσεκάρω μόνο τα φαξ για νέες ειδήσεις. Όλα τα υπόλοιπα ήταν έτοιμα από χθες. Ανάμεσα στα χαρτιά διέκρινα κι ένα μικρό. Ήταν μήνυμα και προφανώς βρισκόταν εκεί απ’ το βράδυ: «Τηλεφώνησε μου το πρωί. Γιώργος». Ώστε κι αυτός ήταν το βράδυ εδώ; Ποιος ξέρει τι να ήθελε πάλι. Πέταξα το χαρτάκι στο καλάθι και κοίταξα την δουλειά μου. Τίποτε νεώτερο δεν υπήρχε ειδησεογραφικά. Είχα λοιπόν την άνεση να φτιάξω τον καφέ μου και να ανοίξω τα μάτια μου για τα καλά. Λίγη καφεΐνη θα με ξυπνούσε σίγουρα!
Αυτό που συνέχιζε να απασχολεί την σκέψη μου ήταν ο Στράτος. Είχε περάσει πολύς καιρός και νέα του δεν είχα: ούτε τηλέφωνο ούτε γράμμα. Ούτε καν που είχε πάρει άδεια κάτι που μου το επιβεβαίωσε ο πατέρας του. Μόνο απ’ τον Γιάννη έμαθα όταν μου τηλεφώνησε ότι είχε να τον δει καιρό και ίσως να τον φιλοξενούσε κάποιο βράδυ μιας και είχε σκοπό να συναντηθεί με κάποιους γνωστούς του καθηγητές απ’ το Λύκειο που θα κατέβαινε για πενταήμερη στην Ρόδο σε μερικές μέρες. Δεν τον ένοιαζα εγώ και τον ένοιαζε το σχολείο που πήγαινε κάποτε! Και ποιοι ήταν αυτοί οι γνωστοί που είχε; Δεν τόλμησα να ρωτήσω τον Γιάννη αν ήταν ‘γνωστοί’ ή ‘γνωστή’! Η ανησυχία μου είχε μεγαλώσει αρκετά και το χειρότερο δεν θα αργούσε να έρθει. Το προαισθανόμουν. Κάτι έπιανα στον αέρα αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ευχόμουν να μην ήταν η αιτία η πενταήμερη του Λυκείου του που θα μου έφερνε αργότερα τα κακά μαντάτα. Ευχόμουν να μην ήταν καν προαίσθημα αυτό που με τσίγκλαγε, αλλά η έννοια μου, που είχε χαθεί τόσο καιρό και δεν είχα νέα του.
Άφησα τον καφέ μου στο γραφείο μου κι ανέβηκα στο πατάρι για να ξυπνήσω τον Λάμπη. Με φόβιζε κάπως το γεγονός ότι ήμασταν οι δυο μας στο ραδιόφωνο τόσο πρωί, σχεδόν αξημέρωτο! Ανέβηκα κάνοντας θόρυβο επίτηδες στην σιδερένια σκάλα, για να καταλάβει πως κάποιος βρισκόταν στον σταθμό και να ξυπνήσει αμέσως, χωρίς να κάνω τον κόπο να τον σκουντήσω. Δυστυχώς όμως το έκανα. Μπήκα στο δωμάτιο που κάποτε φιλοξενούσε το γραφείο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας του ραδιοφώνου και που τώρα είχε μετατραπεί σε πρόχειρο υπνοδωμάτιο σε περίπτωση ανάγκης. Ο Λάμπης κοιμόταν μπρούμυτα και δεν είχε καταλάβει τίποτε. Ο θόρυβος στις σκάλες μάλλον δεν τον ενόχλησε. Τον σκούντηξα και γύρισε ανάσκελα. Μισάνοιξε τα μάτια και με κοίταξε:
- Τι έγινε; Με ρώτησε με βραχνή φωνή απ’ τον βαθύ ύπνο.
- Πήγε εφτά. Δεν θα σηκωθείς; Τον ρώτησα.
- Εφτά; Μου είπε κι έτριψε τα μάτια του.
- Ναι. Μου έγραψες να σε ξυπνήσω. Του θύμισα.
- Α! Ναι! Είπε κι ανασηκώθηκε.
Άρχισε να στρώνει τα ανακατεμένα μαλλιά του και κοίταξε το ρολόι του. Έκανα να φύγω, σίγουρη πως δεν θα ξαναχρειαζόταν να του μιλήσω:
- Ήταν το πιο ωραίο ξύπνημα που είχα ποτέ! Μου είπε.
Του χαμογέλασα. Δεν είχα να πω κάτι. Και δεν με ξάφνιαζε με αυτό που έλεγε. Αυτός ήταν ο Λάμπης.
- Έλα εδώ! Μου είπε.
- Τι είναι; Ρώτησα και προχώρησα αργά προς αυτόν.
- Πιάσε το παντελόνι μου στην καρέκλα.
Του έκανα την χάρη αδιαμαρτύρητα. Δεν πρόλαβα να του αφήσω το παντελόνι στο κρεβάτι και με άρπαξε απ’ το χέρι και με τράβηξε κοντά του:
- Στο εξής θα με ξυπνάς με ένα φιλί. Μου είπε ξαφνιάζοντάς με.
Χαμογέλασα και τραβήχτηκα μακριά του. δεν ήθελα να του δείξω πόσο με είχε ξαφνιάσει.
- Ετοιμάσου γιατί περνά η ώρα! Του είπα βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο.
Άλλο πάλι και τούτο! Δεν του είχα δώσει κανένα δικαίωμα, δεν του είχα δείξει κανένα ενδιαφέρον και ξαφνικά μία καθαρά επαγγελματική σχέση –αυτή του ηχολήπτη με τον παρουσιαστή- έδειχνε να διαταράσσεται απ’ τις αναλαμπές του Λάμπη! Πως του ‘ρθε έτσι ξαφνικά αυτή η επιθυμία…
Στον Γιώργο δεν τηλεφώνησα όπως μου ζήτησε με το μήνυμά του. Όμως τηλεφώνησα στον Δημήτρη. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω και να δοθεί ένα τέλος στο δίλημμά μου. Το έκανα με κρύα καρδιά, αλλά έπρεπε. Θα έβγαινα τελικά μαζί του για εκείνον τον καφέ προετοιμασμένη για παν ενδεχόμενο. Ήξερα πως ήταν ένα επικίνδυνο παιχνίδι αλλά ήμουν πια περίεργη να δω τι θα μου έλεγε, μιας και πολύ καιρό τόσο στο τηλέφωνο όσο και στα γράμματα του επέμενε να μου μιλήσει. Επέμενε ότι είχε να μου πει κάτι πολύ σημαντικό. Του πρότεινα να βγαίναμε το απόγευμα της Κυριακής. Ήμουν περίεργη να μάθω τι θα μου έλεγε. Δεν ήθελα με τίποτε να δώσω τέλος στην σχέση μου εξ’ αποστάσεως –κι αναγκαστικά- με τον Στράτο. Αλλά αν ο Δημήτρης είχε τον τρόπο να με πείσει και να κάνω ένα βήμα παραπάνω; Αν κατάφερνε να κερδίσει την συμπάθεια και το ενδιαφέρον μου; Θεέ μου πως αφήνομαι και σκέφτομαι έτσι; Ο Στράτος είχε αλλάξει όλη τη ζωή μου ξαφνικά μέσα σε δέκα μέρες και εγώ ήμουν έτοιμη να κάνω αυτό που ο ίδιος φοβόταν; Ετοιμαζόμουν να προδώσω την εμπιστοσύνη του σε μένα; «Πάρε με ένα τηλέφωνο Στράτο! Δώσε μου ένα σημάδι σου. Άλλαξε μου την γνώμη τώρα Και τώρα που σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ;».
Τι κι αν το δικό μου μυαλό ταξίδευε στον Στράτο; Τι κι αν παρακαλούσα μέσα μου να μου τηλεφωνήσει; Υπήρχε μεγάλη απόσταση για να λειτουργήσει η τηλεπάθεια μεταξύ μας! Επικοινώνησα και πάλι στο στρατόπεδο του στην Ρόδο. Και πάλι οι απαντήσεις που μου έδιναν αυτοί που σήκωναν το τηλέφωνο στο Κ.Ψ.Μ. δεν ήταν ξεκάθαρες αλλά πολύ μπερδεμένες. Άλλος μου έλεγε ότι ήταν στα μαγειρεία, άλλος πως κοιμόταν, άλλος πως βρισκόταν σε άσκηση, άλλος πως φύλαγε σκοπιά κι άλλος μπέρδευε το επίθετο του με κάποιου άλλου! Δεν έβγαζα άκρη καμία. Κανένας δεν ήταν συνεργάσιμος για να με βοηθήσει κι έτσι η αναζήτησή μου για τον Στράτο πήγε και πάλι χαμένη. Και πάλι δεν τον βρήκα. Και πάλι είναι άφαντος. Και πάλι νοιώθω να απομακρύνεται απ’ όσα ζήσαμε.
Έκανα άλλη μια προσπάθεια να μιλήσω μαζί του. Αλλά μου είπαν ότι ήταν εξοδούχος. Δεν με καθησύχαζε το γεγονός ότι θα περνούσε ένα απόγευμα ελεύθερο. Αν ήταν ήδη θα μου είχε τηλεφωνήσει για να μιλήσουμε με την άνεσή μας και χωρίς τα στημένα αυτιά των καψιμιτζήδων! Δεν το έκανε. Έτσι πήρα την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσω στο σπίτι του για να μάθω νέα του. Μίλησα με τον πατέρα του ο οποίος μου είπε ότι πριν λίγο τους τηλεφώνησε κι ότι ήταν καλά. Σε μένα γιατί; Γιατί με είχε ξεχάσει; Πικράθηκα πολύ. Δεν καταλάβαινα γιατί έστω μέσα σε ένα κομμάτι χαρτιού αλληλογραφίας δεν έκανε τον κόπο να μου εξηγήσει τι γινόταν με αυτόν. Έκλεισα το τηλέφωνο απογοητευμένη, κοιτάζοντας την φωτογραφία του.
Κεφάλαιο 36
2 comments:
1ον θα με πεθάνεις από την αγωνία. 2ον αχ και να ξερες πόσο πολύ καταλαβαίνω τι πέρναγες. 3ον ευχαριστώ πολύ για το λινκ!
Αργυρούλα μου χαίρομαι να σου κρατώ αμείωτο το ενδιαφέρον! Βέβαια αυτά που νοιώθει κανείς όταν ζει μια παρόμοια ιστορία είναι πολλά περισσότερα και πολλές φορές δεν υπάρχουν και τα λόγια για να τα περιγράψει.
;)
Δημοσίευση σχολίου