Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, τα αυγά και τα πασχάλια αλλά και την ορθογραφία μου, γι’ αυτό μη με παρεξηγείς.
Μαρινάκι και μωράκι γεια σου, τη κάνεις; Έλαβα και τα δύο γράμματα σου. Ευχαριστώ για τα βριξίδια που μου έχωσες, αλλά δεν τα αξήζω, αφού να φανταστείς δεν έχω πάρει τηλέφωνο τον Γιάννη. Οπότε κατάλαβες.
Τώρα βρίσκομαι στα μαγειρία υπηρεσία και η υπηρεσεία εδώ είναι εβδομαδιέα δηλ. από Παρασκευή σε Παρασκευή. Και έχωντας υπηρεσία εδώ πιάνεις από τις 6 παρά και τελειώνεις 12 το βράδυ. Τώρα και μετά από μια γερή λάντζα, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω και αυτό διακεκομένο.
Την Πέμπτη η μοίρα φεύγει για άσκηση και ίσως πάω κι εγώ μαζί. Α! Τώρα που το θυμήθηκα, θα πας απ’ το μαγαζί μου ή από το σπίτι και θα πάρεις την φωτό που έχω βγάλει με τα γυαλιά και την στολή εξόδου. Κατάλαβες; Αν δεν σου δίνει η μάνα μου, πες της ότι σου είπα εγώ. Ο.Κ.;
Άντε παραπονιάρικο σου έγραψα και εγώ και δεν σε έχω ξεχάσει
Άντε καθήκη μη νευριάσω τώρα. Όσο γι’ αυτό που μου γράφεις που γνώρισες, πρόσεχε μην είναι τίποτα σκάρτο κι αυτό το λέω γιατί τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να τους προσέχουμε.
Κατά τ’ άλλα πάω καλά. Από γυναίκα τίποτα, γιατί τηρώ την παροιμία που λέει «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι και NIKE» Χα! Χα!
Ωχ! Ωχ! Ο μάγειρας.
Μωράκι μου σε αφήνω.
Σε αφήνω’ στο επόμενο γράμμα που θα είναι λίαν συντόμος, θα σου γράψω και τα τηλέφωνα να ακούσουμε και τη φωνούλα σου.
KISS, KISS, KISS IN YOUR ΣΤΟΜΑ.
Μαρινάκι και μωράκι γεια σου, τη κάνεις; Έλαβα και τα δύο γράμματα σου. Ευχαριστώ για τα βριξίδια που μου έχωσες, αλλά δεν τα αξήζω, αφού να φανταστείς δεν έχω πάρει τηλέφωνο τον Γιάννη. Οπότε κατάλαβες.
Τώρα βρίσκομαι στα μαγειρία υπηρεσία και η υπηρεσεία εδώ είναι εβδομαδιέα δηλ. από Παρασκευή σε Παρασκευή. Και έχωντας υπηρεσία εδώ πιάνεις από τις 6 παρά και τελειώνεις 12 το βράδυ. Τώρα και μετά από μια γερή λάντζα, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω και αυτό διακεκομένο.
Την Πέμπτη η μοίρα φεύγει για άσκηση και ίσως πάω κι εγώ μαζί. Α! Τώρα που το θυμήθηκα, θα πας απ’ το μαγαζί μου ή από το σπίτι και θα πάρεις την φωτό που έχω βγάλει με τα γυαλιά και την στολή εξόδου. Κατάλαβες; Αν δεν σου δίνει η μάνα μου, πες της ότι σου είπα εγώ. Ο.Κ.;
Άντε παραπονιάρικο σου έγραψα και εγώ και δεν σε έχω ξεχάσει
Άντε καθήκη μη νευριάσω τώρα. Όσο γι’ αυτό που μου γράφεις που γνώρισες, πρόσεχε μην είναι τίποτα σκάρτο κι αυτό το λέω γιατί τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να τους προσέχουμε.
Κατά τ’ άλλα πάω καλά. Από γυναίκα τίποτα, γιατί τηρώ την παροιμία που λέει «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι και NIKE» Χα! Χα!
Ωχ! Ωχ! Ο μάγειρας.
Μωράκι μου σε αφήνω.
Σε αφήνω’ στο επόμενο γράμμα που θα είναι λίαν συντόμος, θα σου γράψω και τα τηλέφωνα να ακούσουμε και τη φωνούλα σου.
KISS, KISS, KISS IN YOUR ΣΤΟΜΑ.
Πετούσα απ’ την χαρά μου! Είχε περάσει τόσος καιρός κι ενώ εγώ του έστελνα γράμματα εκείνος δεν έλεγε να μου γράψει ούτε μια σειρά. Άρχισα να αισθάνομαι εντελώς ανόητη που ήθελα να του γράφω τακτικά και να μην παίρνω καμιά απόκριση απ’ τον ίδιο. Δεν ήξερα καν αν ερχόταν να δει του γονείς του και την αδερφή του ή τους φίλους του. Είχαν περάσει περίπου δύο μήνες. Μετρούσα τις ώρες και τις μέρες κι εγώ βρισκόμουν σε μια απόγνωση άνευ προηγουμένου. Είχαν περάσει κι οι γιορτές των Χριστουγέννων και τελικά δεν υπήρξε ούτε ένα ‘χρόνια πολλά’ γραμμένο απ’ τον ίδιο σε κάποιο έστω χασαπόχαρτο! Είχε βάλει ‘χι’ στην ύπαρξή μου. Και προσπαθούσα να το ξεχάσω με την δουλειά. Δεν έτρωγα και πάλι και κρατιόμουν με τα δυναμωτικά αναψυκτικά και με λίγο ψωμοτύρι. Η υπερκόπωση είχε χτυπήσει κόκκινο. Πήγαινα τακτικά στο ταχυδρομείο και κοιτούσα αν στην θυρίδα μου είχε κάνα γράμμα απ’ τον Στράτο και απογοητευόμουν που όσοι φάκελοι έβρισκα δεν ήταν κανένας δικός του.
Εκείνο το μεσημέρι όντας τρομερά κουρασμένη πήγα και πάλι στο Ταχυδρομείο με βαριά καρδιά γνωρίζοντας τι θα βρω στην θυρίδα μου. Άρπαξα τους φάκελους, τους πέταξα στην τσάντα μου και πήγα σπίτι μου. Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κανένα μήνυμα. Και τι να καταγράψει; Εκείνη την ημέρα για τεχνικούς λόγους το ραδιόφωνο δεν λειτουργούσε. Ήταν μέρα συντήρησης των μηχανημάτων κι έτσι η μετάδοση θα ξεκινούσε αργά το απόγευμα.
Δεν είχα διάθεση να πάω να δουλέψω στο ραδιόφωνο και ειδοποίησα πως ότι ήταν να ετοιμάσω θα το έκανα στο σπίτι και θα περνούσα αργά το απόγευμα για να ασχοληθώ με το μοντάζ κάποιων ρεπορτάζ.
Έβγαλα τους φακέλους απ’ την τσάντα κι ενώ ήταν λογαριασμοί ο ένας ξεχώριζε: ήταν ένας μικρός κλασικός φάκελος αλληλογραφίας και τα γράμματα του αποστολέα ήταν μικρά που σε απόσταση έδειχναν ορνιθοσκαλίσματα αλλά από κοντά έδειχναν ότι το χέρι του αποστολέα είχε μια καλλιγραφική τάση. Χαμογέλασα και μύρισα τον φάκελο. Δεν είχε το άρωμα του. Παρά μόνο την μυρωδιά καπνού. Ο Στράτος προφανώς επηρεασμένος απ’ το τελευταίο μου γράμμα αποφάσισε να μου απαντήσει. Δεν μου άρεσε να του γράφω συνεχώς εγώ, να μαθαίνει τα πάντα κι εκείνος να μην αποφασίζει να γράψει δυο σειρές. Σχεδόν τον είχα αποπάρει στο τελευταίο μου γράμμα. Δεν είχα τίποτε από αυτόν. Ούτε γράμμα του ούτε φωτογραφία του, τίποτε. Φερόμουν σαν παιδούλα στην κυριολεξία και αρνιόμουν να καταλάβω πως προσπαθούσα να επικοινωνήσω με φαντάρο που ήταν χαμένος στον κόσμο του και που το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να μου στείλει απάντηση. Και ειδικά όταν αυτός ο φαντάρος είναι ο Στράτος.
Η ορθογραφία του ήταν απίστευτη! Σκέφτηκα για μια στιγμή να βγάλω φωτοτυπία το γράμμα του και να κάνω τις διορθώσεις με κόκκινο στυλό. Το μετάνιωσα. Ήταν μεγάλη ανοησία να το κάνω. «Δεν φτάνει που αποφάσισε τελικά να σου στείλει γράμμα, σε ενοχλεί κι η ορθογραφία του» σκέφτηκα και γέλασα. Τα νέα του ήταν σύντομα και περιεκτικά και υπήρχε αυτή η απόσταση φιλίας μεταξύ μας. Κάτι που δεν ήθελα, αλλά αν του είχα αναφέρει για τον Δημήτρη ήταν γιατί δεν ήθελα να νοιώθει πως πιέζω την κατάσταση που είχε προκύψει μεταξύ μας. Ήθελα να νομίζει ότι προχωρούσα, ότι έκανα βήματα στην ζωή μου. Ενώ εκείνος ήταν μόνος. Και με πονούσε. «Αχ να ήμουν εκεί δίπλα σου καρδιά μου» σκεφτόμουν κι αναστέναζα κι ένας γλυκός πόνος με μαράζωνε.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ καλός στα λόγια. Έστελνε που και που κάνα γράμμα στο ραδιόφωνο και τα λόγια του ήταν τόσο ρομαντικά που με ταξίδευαν. Αλλά αυτό το ταξίδι δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που είχα ζήσει κοντά στον Στράτο. Το μυστήριο του τι μας συμβαίνει με είχε συνεπάρει και δεν μπορούσα να το ανταλλάξω με τίποτε. Η αγκαλιά και τα τρυφερά φιλιά του δεν μπορούσαν αν αντικατασταθούν από τα όμορφα λόγια και τις μαγικές εικόνες που έπλαθε στα γράμματά του ο Δημήτρης. Που όταν τα διάβαζα νόμιζα πως τα ζούσα με τον Στράτο.
Και τι μου γράφει; Να περάσω απ’ το μαγαζί ή το σπίτι του και να ζητήσω φωτογραφία του; «Αχ! Βρε Στράτο! Πώς να κάνω κάτι τέτοιο; Από κι ως που εγώ να εμφανιστώ μπροστά στους δικούς σου και να τους ζητήσω φωτογραφία;» σκεφτόμουν. Πως αλήθεια να έκανα κάτι τέτοιο; Περίμενα να μου έστελνε φωτογραφία του ο ίδιος κι όχι να την ζητιανέψω απ’ τους δικούς του. Δεν γινόταν, δεν είχα το θάρρος. Δεν το έκανα.
Του έγραψα αμέσως. Πίστευα πως τα γράμματα μου τον συντρόφευαν τα βράδια που ξάπλωνε να κοιμηθεί αποκαμωμένος απ’ τις ασκήσεις και τις αγγαρείες:
«Αγαπημένε μου Στράτο….»…
Εκείνο το μεσημέρι όντας τρομερά κουρασμένη πήγα και πάλι στο Ταχυδρομείο με βαριά καρδιά γνωρίζοντας τι θα βρω στην θυρίδα μου. Άρπαξα τους φάκελους, τους πέταξα στην τσάντα μου και πήγα σπίτι μου. Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κανένα μήνυμα. Και τι να καταγράψει; Εκείνη την ημέρα για τεχνικούς λόγους το ραδιόφωνο δεν λειτουργούσε. Ήταν μέρα συντήρησης των μηχανημάτων κι έτσι η μετάδοση θα ξεκινούσε αργά το απόγευμα.
Δεν είχα διάθεση να πάω να δουλέψω στο ραδιόφωνο και ειδοποίησα πως ότι ήταν να ετοιμάσω θα το έκανα στο σπίτι και θα περνούσα αργά το απόγευμα για να ασχοληθώ με το μοντάζ κάποιων ρεπορτάζ.
Έβγαλα τους φακέλους απ’ την τσάντα κι ενώ ήταν λογαριασμοί ο ένας ξεχώριζε: ήταν ένας μικρός κλασικός φάκελος αλληλογραφίας και τα γράμματα του αποστολέα ήταν μικρά που σε απόσταση έδειχναν ορνιθοσκαλίσματα αλλά από κοντά έδειχναν ότι το χέρι του αποστολέα είχε μια καλλιγραφική τάση. Χαμογέλασα και μύρισα τον φάκελο. Δεν είχε το άρωμα του. Παρά μόνο την μυρωδιά καπνού. Ο Στράτος προφανώς επηρεασμένος απ’ το τελευταίο μου γράμμα αποφάσισε να μου απαντήσει. Δεν μου άρεσε να του γράφω συνεχώς εγώ, να μαθαίνει τα πάντα κι εκείνος να μην αποφασίζει να γράψει δυο σειρές. Σχεδόν τον είχα αποπάρει στο τελευταίο μου γράμμα. Δεν είχα τίποτε από αυτόν. Ούτε γράμμα του ούτε φωτογραφία του, τίποτε. Φερόμουν σαν παιδούλα στην κυριολεξία και αρνιόμουν να καταλάβω πως προσπαθούσα να επικοινωνήσω με φαντάρο που ήταν χαμένος στον κόσμο του και που το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να μου στείλει απάντηση. Και ειδικά όταν αυτός ο φαντάρος είναι ο Στράτος.
Η ορθογραφία του ήταν απίστευτη! Σκέφτηκα για μια στιγμή να βγάλω φωτοτυπία το γράμμα του και να κάνω τις διορθώσεις με κόκκινο στυλό. Το μετάνιωσα. Ήταν μεγάλη ανοησία να το κάνω. «Δεν φτάνει που αποφάσισε τελικά να σου στείλει γράμμα, σε ενοχλεί κι η ορθογραφία του» σκέφτηκα και γέλασα. Τα νέα του ήταν σύντομα και περιεκτικά και υπήρχε αυτή η απόσταση φιλίας μεταξύ μας. Κάτι που δεν ήθελα, αλλά αν του είχα αναφέρει για τον Δημήτρη ήταν γιατί δεν ήθελα να νοιώθει πως πιέζω την κατάσταση που είχε προκύψει μεταξύ μας. Ήθελα να νομίζει ότι προχωρούσα, ότι έκανα βήματα στην ζωή μου. Ενώ εκείνος ήταν μόνος. Και με πονούσε. «Αχ να ήμουν εκεί δίπλα σου καρδιά μου» σκεφτόμουν κι αναστέναζα κι ένας γλυκός πόνος με μαράζωνε.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ καλός στα λόγια. Έστελνε που και που κάνα γράμμα στο ραδιόφωνο και τα λόγια του ήταν τόσο ρομαντικά που με ταξίδευαν. Αλλά αυτό το ταξίδι δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που είχα ζήσει κοντά στον Στράτο. Το μυστήριο του τι μας συμβαίνει με είχε συνεπάρει και δεν μπορούσα να το ανταλλάξω με τίποτε. Η αγκαλιά και τα τρυφερά φιλιά του δεν μπορούσαν αν αντικατασταθούν από τα όμορφα λόγια και τις μαγικές εικόνες που έπλαθε στα γράμματά του ο Δημήτρης. Που όταν τα διάβαζα νόμιζα πως τα ζούσα με τον Στράτο.
Και τι μου γράφει; Να περάσω απ’ το μαγαζί ή το σπίτι του και να ζητήσω φωτογραφία του; «Αχ! Βρε Στράτο! Πώς να κάνω κάτι τέτοιο; Από κι ως που εγώ να εμφανιστώ μπροστά στους δικούς σου και να τους ζητήσω φωτογραφία;» σκεφτόμουν. Πως αλήθεια να έκανα κάτι τέτοιο; Περίμενα να μου έστελνε φωτογραφία του ο ίδιος κι όχι να την ζητιανέψω απ’ τους δικούς του. Δεν γινόταν, δεν είχα το θάρρος. Δεν το έκανα.
Του έγραψα αμέσως. Πίστευα πως τα γράμματα μου τον συντρόφευαν τα βράδια που ξάπλωνε να κοιμηθεί αποκαμωμένος απ’ τις ασκήσεις και τις αγγαρείες:
«Αγαπημένε μου Στράτο….»…
Κεφάλαιο 26
2 comments:
όταν ξεκινισα να διαβάζω αυτά που γράφεις, δε φαντάστηκα ότι θα διάβαζα κάτι που μοιάζει τόσο μα τόσο μ'αυτό που περνάω τώρα... η μόνη διαφορά είναι ότι εγώ έχω την πολυτέλεια να τον παίρνω τηλέφωνο και να του στέλνω μηνύματα... δε θέλω όμως να τελειώσει άδοξα η δική μου ιστορία... θέλω για μια φορά να είμαι και εγώ ευτυχισμένη... γινεται?????????
Αχ! Αργυρούλα μου! Αυτά συμβαίνει όταν ο έρωτας μας έχει γραπώσει για τα κάλα. Δεν ξέρω σε ποιο κεφάλαιο είσαι, αλλά θα δεις στην πορεία πόσο πολύ δοκιμάστηκε η Μαρίνα... ίσως εκεί να δεις πάλι κι εσένα!
Δημοσίευση σχολίου