15. Μια βραδιά με αλήθειες!



Επιστρέψαμε στο σπίτι αργά. Απόψε τίποτε δεν θύμιζε τις προηγούμενες βραδιές που περνούσαμε με τον Στράτο. Χάρηκα που πέρασε καλά με τους ανθρώπους που έχει πάντα κοντά του στην καθημερινότητά του, αλλά δεν χάρηκα καθόλου που απόψε μου έδειξε το άλλο πρόσωπό του. Μάλλον μου έδειξε την αλήθεια του. Αφού δεν κατάφερε να κάνει παιχνιδάκι του την Κλαίρη το αμέσως επόμενο θύμα του ήμουν εγώ. Διαθέσιμη την κατάλληλη στιγμή.
Στην επιστροφή δεν μιλούσα κι ούτε που τον άφησα να με πλησιάσει. Ήθελα τον χώρο και τον χρόνο για να συνειδητοποιήσω τι σκατά είχε συμβεί κι όλα είχαν ανατραπεί. Να μου δώσω να καταλάβω ότι τίποτε δεν φαίνεται όπως δείχνει.
Μπήκαμε στο σπίτι και δεν το αναγνώριζα. Ήταν λες και είχε περάσει τυφώνας. Ρούχα ήταν πεταμένα από δω κι από κει, καρέκλες αναποδογυρισμένες, ανοιχτές βαλίτσες, κάδρα στραβά, παπούτσια πεταμένα σε όλο το σπίτι, μαξιλάρια πεταμένα…
Στο δωμάτιο μου τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα.
- Μα τι έγινε εδώ μέσα; Απόρησα σαστισμένη.
- Δεν ξέρω. Η Βάνα με τον Γιώργο ήθελαν να μείνουν μόνοι τους. Απάντησε ο Στράτος που με είχε ακολουθήσει.
- Δεν μπορώ να πιστέψω ότι άφησες την Βάνα να πειράξει τα πράγματα μου.
Είπα θυμωμένα στον Στράτο. Προσπαθούσα να τακτοποιήσω ότι μπορούσα μέσα στο λιγοστό φως ενός κεριού. Ορισμένα πράγματα μάλιστα έλειπαν. Το κρεβάτι μου ήταν αναστατωμένο. Η εικόνα του με ενόχλησε ακόμη περισσότερο. Ενώ ο Στράτος προσπαθούσε να μας πείσει πως έφερε τους φίλους του για να δουν το σπίτι, μου είχε καρφωθεί στο μυαλό πως στο κρεβάτι μου κάποιος είχε κάνει …έρωτα! Αυτό ήταν πια που τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο:
- Είναι απαράδεκτο! Είπα μέσα απ’ τα δόντια μου κι απ’ τα νεύρα μου άρχισα να βγάζω τα σεντόνια και να τα πετάω στο πάτωμα.
Ο Στράτος παρέμενε εκεί στο δωμάτιο μου και προσπαθούσε με μερικά ‘ηρέμησε’ να με καλμάρει. Δεν γινόταν όμως τίποτε. Η αδρεναλίνη μου ήταν στα ύψη και είχα ξαφνικά μια απίστευτη υπερένταση. Αλλού έβρισκα τα κοσμήματά μου, αλλού τα καλλυντικά μου, τα ρούχα μου πεταμένα απ’ τον σάκο μου. Ανάστα ο Κύριος!
- Λείπει ένα παπούτσι μου! Φώναξε απ’ το άλλο δωμάτιο ο Γιάννης όσο τακτοποιούσε τα δικά του πράγματα.
Ο Στράτος πήγε δίπλα να βοηθήσει τον αδερφό μου, αλλά μου έκανε εντύπωση πως δεν είχαν πειράξει τα δικά του πράγματα. Πήρα το κερί κι έψαχνα σε όλο το δωμάτιο μου μήπως ήταν κάπου παραπεταμένο:
- Να βοηθήσω; Με ρώτησε ο Στράτος μπαίνοντας και πάλι στο δωμάτιο μου.
- Ναι. Εξαφανίσου! Του είπα κοιτώντας τον θυμωμένη και συνέχισα το ψάξιμο. Δεν μίλησε. Εξαφανίστηκε! Έβαλε την ουρά στα σκέλια και βγήκε απ’ το δωμάτιο μου. Η παρουσία του κάθε άλλο παρά βοηθούσε. Δεν ήθελα να τον βλέπω.
- Γιάννη το βρήκα.
Το ‘χαν παραπετάξει τελικά σε μια μεριά που ήταν μαζεμένα τα παπούτσια των γονιών μου. Έτσι όπως ήταν το δωμάτιο μου θα έπρεπε να ψάξω παντού κάθε άκρη και κάθε γωνία για να δω τι έχουν πετάξει. Πήγα έδωσα το παπούτσι στον Γιάννη κι επέστρεψα στο δωμάτιο μου. Τακτοποίησα όσα μπόρεσα να δω με το φως του κεριού και έβαλα καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι μου. Αυτό που κανονικά έπρεπε να κάνω ήταν να πετάξω το στρώμα έξω. Αν δεν ήταν η Βάνα με τον Γιώργο στο κρεβάτι μου, τότε σίγουρα θα ήταν ο Στράτος με την Τόνια. Δεν μου άρεσε καθόλου η εικόνα. Εκείνος στεκόταν τώρα στην πόρτα και με κοιτούσε που επανέφερα την τάξη στο δωμάτιό μου:
- Ηρέμησε ρε Μαρίνα!
- Ήρεμη είμαι. Μπορώ να μείνω μόνη μου;
- Ξέρεις τα παιδιά, μια φάρσα ήθελαν να κάνουν. Δεν έκαναν τίποτε άλλο.
«Έκανες εσύ αν δεν το κατάλαβες. Απόψε με έστειλες στον διάολο» σκέφτηκα κοιτώντας τον και πλησίασα κι έκλεισα την πόρτα μου σχεδόν στα μούτρα του. Τόσο πολύ με ενόχλησε μια ανθοδέσμη που δεν ήταν σίγουρο αν τελικά θα γινόταν αποδεκτή; Τόσο πολύ με ενόχλησε που απόψε ήταν λες και δεν υπήρχα; Τόσο πολύ με ενόχλησε η παρουσία της αδερφής του Ηλία που συμπτωματικά την έλεγαν Τόνια; Και να που δεν ήταν μαζί μας. Είχε φύγει κι αυτή. Μαζί κι ο Ηλίας. Αχ Θεέ μου, δεν θα τον άντεχα εδώ μαζί μας. Μήπως είχα μεγαλύτερες προσδοκίες απ’ ότι περίμενα; «Μήπως Μαρίνα θα πρέπει να αρχίσεις να προσγειώνεσαι γιατί πήρες πολύ φόρα και δεν θα βγει σε καλό;» σκέφτηκα. Όντως είχα πάρει φόρα. Γιατί τώρα καταλάβαινα ότι ο Στράτος δεν ήξερε τι είχα στην καρδιά μου, δεν γνώριζε το πόσο πολύ με ένοιαζε, δεν γνώριζε ότι άρχισα να έχω αισθήματα γι’ αυτόν. Αν ήξερε ίσως να ήταν αλλιώς. Ίσως να μην είχε ζητήσει να στείλουν στην πρώην κοπέλα του ανθοδέσμη. Μάλλον δεν θα το έκανε μπροστά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και τώρα πια με την έντασή μου μειωμένη άρχισα να καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα. Από αύριο θα έπρεπε να είμαι πιο συγκρατημένη και να αποφεύγω τις πολλές οικειότητες. Δεν υπήρχε κάτι μεταξύ μας, ότι κι αν αισθανόμουν για αυτόν. Έπρεπε πια να λειτουργώ πιο προσγειωμένα και με σύνεση.
Αφού τελείωσα το συμμάζεμα κι αφού έβαλα καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι μου, άλλαξα κι εγώ βάζοντας το νυχτικό μου. Είχα κάτσει στην άκρη του κρεβατιού μου και προσπαθούσα να αφαιρέσω ότι μπορούσα να δω στο φως του κεριού απ’ το μακιγιάζ μου. Κοιταζόμουν στον καθρέπτη και αναρωτιόμουν για μένα. «Πως μέσα σε τόσες λίγες μέρες ανατράπηκε η ζωή μου; Πως έγινε και γύρισε στην κυριολεξία τούμπα; Πως έγινε και ξέχασα τον Γιώργο κι έβαλα τον Στράτο στην ζωή μου;». Περίμενα μήπως μου απαντήσει το είδωλό μου! «Ας πρόσεχες»! Μου απάντησα και άνοιξα την πόρτα. Ο Στράτος δεν ήταν στο καθιστικό και τον άκουγα που σιγομουρμούριζε δίπλα. Μάλλον θα είχαν ξαπλώσει οι κύριοι. Δεν τους μίλησα. Δεν είχα διάθεση να τους πω καληνύχτα. Τα νεύρα μου είχαν περάσει, αλλά δεν είχα κέφι να μιλήσω. Ξάπλωσα. Έκλεισα τα μάτια κι έρχονταν μπροστά μου εικόνες απ’ την αποψινή γιορτή. Διαδοχικές. Και μπερδεμένες καμιά φορά. Γύρισα απ’ το ένα πλευρό, μετά γύρισα απ’ το άλλο. Ο ύπνος δεν είχε κέφι να με πάρει! Η διπλανή σιγομουρμούρα έγινε ψιλοκουβεντούλα, η οποία έφερε και τα ανάλογα χάχανα! Έκλεισα τα μάτια πιο σφιχτά. Τίποτε. Ο Γιάννης κι ο Στράτος δεν είχαν σκοπό να ησυχάσουν και η μουρμούρα τους ερχόταν στα αυτιά μου σαν να ήταν δίπλα μου. Βέβαια τα δωμάτια μόνο ένας τοίχος τα χώριζε και δεν υπήρχε οροφή που να απομονώνει τα δοκάρια της κεραμοσκεπής με τα δωμάτια. Έκλεισα τα μάτια πιο σφιχτά και βούλωσα τα αυτιά μου σφιχτά με τα χέρια. Και πάλι τίποτε. Απ’ το σφίξιμο τα αυτιά μου πονούσαν! Έκρυψα το κεφάλι μου με το μαξιλάρι. Οι φωνές τους πια ήταν πιο δυνατές και η συζήτηση τους εκνευριστική. Εκεί που έλεγες «επιτέλους τελείωσαν» έβρισκαν άλλη βλακεία να πουν!
- Μα πως το κατάφερες και το κανόνισες το αποψινό; Ρώτησε τον αδερφό μου ο Στράτος.
- Τι ψάχνεις ρε Στράτο τώρα; Καλά δεν πέρασες; Δεν χάρηκες που τους είδες όλους εδώ; Του είπε ο Γιάννης.
- Τι λες τώρα; Καλύτερο δώρο δεν γινόταν να έχω και σ’ ευχαριστώ ρε φίλε!
Η κουβέντα τους μου έφερε στο μυαλό την εικόνα του Στράτου. Ήταν απίστευτα γοητευτικός. Ήταν μελαχρινός και ο ήλιος τόνισε το χρώμα του περισσότερο κι έδειχνε πιο όμορφος. Και το ντύσιμο του ερχόταν σε αντίθεση με το χρώμα του δέρματός του: εκρού σαλβάρι και εκρού λινό πουκάμισο. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν ανάκατα και τα καστανά του μάτια έδιναν την αντίθεση στο πρόσωπο που το ομόρφαιναν ακόμη περισσότερο τα σαρκώδη χείλη του. Δεν είχα ξεκολλήσει τα μάτια μου από επάνω του σχεδόν σε όλη την διάρκεια της γιορτής. Όμως αυτός ο γοητευτικός άνθρωπος απόψε φέρθηκε σαν να μην υπήρχα.
- Θα σταματήσετε καμιά φορά; Τους φώναξα εκνευρισμένη απ’ την τελευταία σκέψη.
Για λίγο σταμάτησαν και δεν μιλούσαν. Έβαλα το μαξιλάρι μου κάτω απ’ το κεφάλι μου και προσπάθησα να ηρεμήσω πια και να κοιμηθώ. Εκεί που μετρούσα τα προβατάκια, τους ακούω και πάλι να ψιθυρίζουν. Δεν σκέφτηκα τίποτε. Με μια κίνηση πιάνω το μαξιλάρι και τους το πετάω πάνω απ’ το τοίχο.
- Ωχ! Από πού ήρθε αυτό; Άκουσα τον Στράτο να ρωτά τον αδερφό μου.
Το μαξιλάρι επεστράφη όπως το έστειλα: ουρανοκατέβατο!
- Αν δεν το βουλώσετε θα σας πετάξω παντόφλα!
Φώναξα αγανακτισμένη κι αρκετά νευριασμένη. Απάντηση δεν έλαβα. Ίσως πια να το ‘ραβαν! Έβαλα το μαξιλάρι μου κάτω απ’ το κεφάλι και προσπάθησα να κοιμηθώ. Δεν νομίζω ότι είχε περάσει πολύ ώρα και ακούω τον Στράτο να ψιθυρίζει. Τον αφήνω. Τι θα κάνει; Θα πει ότι είναι να πει και θα σταματήσει. Το πολύ-πολύ να πει καμιά καληνύχτα στον Γιάννη. Δεν σταματούσε. Ξανάκρυψα το πρόσωπο μου με το μαξιλάρι μου. Τίποτε! Ήταν ακόμη χειρότερο. Ε! Δεν πάει άλλο. Δεν κρατήθηκα και αρπάζω την σαγιονάρα του πατέρα μου που ήταν κάτω απ’ το κρεβάτι και την έστειλα δίπλα πάνω απ’ τον τοίχο με όλη μου την δύναμη!
- Ωχ, ρε μαλάκα, την πέταξε.
Διαμαρτυρήθηκε ο Στράτος. Ότι και να πετούσα πάντως εκείνη την στιγμή, παραλήπτης θα ‘ταν ο Στράτος μιας και το κρεβάτι του βρισκόταν στην …κατάλληλη θέση! Προσπάθησα για λίγο να φανταστώ την σκηνή με την παντόφλα να προσγειώνεται στο κεφάλι του Στράτου. Γέλασα. Μου φάνηκε τόσο αστείο.
- Τώρα θες δεν θες θα ‘ρθεις να την πάρεις!
Μου φώναξε ο Στράτος από δίπλα. Δεν μίλησα. «Αν έχεις τα κότσια φέρ’ την» σκέφτηκα και βολεύτηκα πάλι κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να κοιμηθώ. Λες και είχε φάει γλιστρίδες και το στόμα του δεν έλεγε να το κλείσει. Μάλλον επίτηδες το έκανε. Ίσως στο μυαλό του κάτι τέτοιο να ‘χε για να δει τι θα ήταν το επόμενο πράγμα που θα του πετούσα. Δεν είχα διάθεση όμως για παιχνίδια. Και το ακόμη πιο ωραίο ήταν ότι τώρα συμμετείχε κι ο Γιάννης στην μεγαλόφωνη κουβεντούλα που άνοιξαν. Ανασηκώθηκα. Σταμάτησαν. Ξάπλωσα. Κουβέντα και πάλι! Τα νεύρα μου. Σηκώθηκα και πήγα δίπλα. Στάθηκα στην πόρτα:
- Άκου να σου πω Στρατούλη. Εσύ έχεις όρεξη για κουβεντούλα, εγώ δεν έχω όρεξη να σε ακούω. Και θέλω να κοιμηθώ. Γι’ αυτό βούλωσέ το επιτέλους.
Δεν ξέρω πως ήταν ο τόνος της φωνής μου αλλά δεν ακούστηκε κιχ! Κι απ’ τους δύο. Ο αδερφός μου περιεργαζόταν τα νύχια του κι ο Στράτος με κοιτούσε διαπεραστικά απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια χαμογελώντας. Τον κοίταξα άγρια και έκανα να γυρίσω στο δωμάτιο μου. Δεν πρόλαβα να μπω και τον άκουσα να μου φωνάζει:
- Δεν το βλέπω!
- Τι δεν βλέπεις Στράτο; Γύρισα και πάλι πίσω.
- Να κοιμάσαι. Μου είπε ήρεμα κοιτώντας με στα μάτια και μου έδειχνε την σαγιονάρα .
Τον αγριοκοίταξα. Καπνούς έβγαζα απ’ την μύτη και τα αυτιά. Ήμουν έτοιμη να σκάσω. Αυτό που ήθελα ήταν να τον χαστουκίσω. Το βλέμμα του με προκαλούσε. Αλλά εκείνος συνέχιζε να με περιεργάζεται ολόκληρη. Κοιτάχτηκα. Ξεροκατάπια. Απ’ τα νεύρα μου είχα ξεχάσει να βάλω κάτι επάνω μου που να καλύπτει το διάφανο νυχτικό μου. Τα εσώρουχα έσωζαν λίγο την κατάσταση αλλά ντράπηκα γι’ αυτό που αποκαλυπτόταν μπροστά του. Το βλέμμα του δεν έδειχνε ότι έβλεπε κάτι παράξενο, αλλά κάτι που του άρεσε. Εξοργίστηκα απ’ τον προκλητικό του τρόπο. Τον αγριοκοίταξα και συνέχισε να μου χαμογελά. Έκανα ένα βήμα πίσω να φύγω. Ο αδερφός μου είχε ξαπλώσει κι είχε βάλει προσκέφαλο τα χέρια του και κοιτούσε τα δοκάρια που κρατούσαν την κεραμοσκεπή. Ο Στράτος συνέχισε να επιδεικνύει προκλητικά την σαγιονάρα ώστε να πλησιάσω και να την πάρω. Πλησίασα αργά-αργά. Με κοίταζε. Δεν είχα σκοπό να υποκύψω στο κάλεσμα του. Του χαμογέλασα. Όρμησα να του πάρω την σαγιονάρα. Δεν ήθελα να μου την πετάξει απ’ την άλλη μεριά. Σίγουρα θα έτρωγα καμιά αδέσποτη και θα έτσουζε! Μέσα μου έβραζα αλλά χαμογελούσα πονηρά και περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να ορμήσω και να του πάρω την παντόφλα. Τον είδα να χαλαρώνει και… Δεν πρόλαβα. Αντί να αρπάξω την σαγιονάρα με είχε αρπάξει εκείνος με τα δυο του χέρια και τα έβαλε πίσω στην μέση μου. Πάλευα να ελευθερωθώ. Ξαφνικά ήταν λες και είχε γίνει μια έκρηξη μέσα μου και ήθελα να ελευθερωθώ απ’ τα χέρια του. Ήταν αρκετά δυνατός και είχε πεισμώσει. Όταν τελικά τα κατάφερα προσπάθησα να πιάσω τα δικά του όσο κι εκείνος προσπαθούσε να κάνει ξανά το ίδιο. Είχα νευριάσει αρκετά. Ήταν σαν κόκκινο πανί μπροστά μου κι από αντίδραση άρχισα να πετάω τα μαξιλάρια του και το σεντόνι στο πάτωμα, έτσι με κάποια απότομη κίνησή του να βρει στα σκληρά. Να χτυπήσει. Δεν με ένοιαζε σε τι βαθμό αρκεί να καταλάβαινε πως με είχε κάνει απόψε. Να καταλάβαινε με τι τρόπο είχε φερθεί. Έκανε να σκύψει και να πιάσει τα σκεπάσματα. Τότε ήταν που βάλθηκα με την πλάτη μου κόντρα να τον εμποδίσω. Παλεύαμε. Ήταν μια δυνατή για μένα πάλη. Προσπαθούσα να του επιτεθώ και να τον χτυπήσω. Ότι και να έκανα πάντα ένοιωθα την ανάσα του καυτή στον λαιμό μου, να βγαίνει γρήγορη και λαχανιασμένη απ’ την προσπάθεια.
Ο αδερφός μου στο απέναντι κρεβάτι απέφευγε να μας κοιτάξει από διακριτικότητα. Δεν με ένοιαζε και τόσο η παρουσία του. Αυτό που ήθελα ήταν να ξεσπάσω στον Στράτο. Ήθελα να τον χτυπάω και να πονάει. Να νοιώσει ότι νοιώθω. Είχε καταφέρει να δέσει τα χέρια μου με τα δικά του έχοντας την πλάτη μου στο στήθος του, όταν ξαφνικά τον άκουσα στο αυτί μου:
- Τώρα πως το βλέπεις το πράγμα; Να σε πάρω αγκαλιά και να σε πάω στο κρεβάτι σου;
Χαμογέλασα όταν μου το είπε και στο βάθος της ψυχής μου ήθελα σαν τρελή να το κάνει. Δεν με ένοιαζε το ότι ήταν ο Γιάννης εκεί μπροστά ήθελα με όλο μου το είναι να με σηκώσει στα χέρια του και να με πάει στο κρεβάτι μου:
- Στοίχημα ότι δεν το κάνεις; Τον προκάλεσα γυρίζοντας το κεφάλι μου στο πρόσωπο του.
Απογοητεύτηκα στην σκέψη αλλά σίγουρα δεν θα τολμούσε να κάνει το παραμικρό. Με ελευθέρωσε και τον άφησα να μαζέψει το σεντόνι και τα μαξιλάρια απ’ το πάτωμα κι εγώ απλά μετακινήθηκα και έκατσα στην άλλη άκρη του κρεβατιού του. Ένοιωσα ελεύθερη. Ένοιωσα ότι όλα όσα είχα εναντίον του είχαν βγει πια από μέσα μου. Ήταν σαν να του είχα συγχωρέσει τα πάντα. Ήταν σαν να μην είχε τελειώσει ακόμη τίποτε μεταξύ μας. Είχα λαχανιάσει απ’ την προσπάθεια της πάλης, αλλά χαμογέλασα τελικά γιατί όλο αυτό και το είχα ανάγκη αλλά και μου άρεσε. Τον κοίταζα που βολευόταν στο προσκέφαλο του κρεβατιού βάζοντας τα μαξιλάρια στην πλάτη του:
- Δεν είχες πολύ κέφι απόψε. Μου είπε ήρεμα.
Απέφυγα να απαντήσω παρά προτίμησα να κοιτάζω το πάτωμα. Τι να του πω; Ότι αυτό ήταν εξαιτίας του;
- Γιατί τα άλλα βράδια ήταν σε καλύτερη φάση; Συμπλήρωσε ο Γιάννης.
Ένοιωθα τα μάτια του Στράτου επάνω μου. Με παρατηρούσε κι έβλεπε πως κάτι συνέβαινε. Όμως ποτέ δεν με ρώτησε τι ήταν αυτό που με απασχολούσε. Ποτέ δεν ασχολήθηκε με μένα, να δει τι τρέχει, να με ρωτήσει να μου πει μια κουβέντα. Τίποτε! Τώρα με έφερνε σε δύσκολη θέση. Αλλά δεν θα τους μιλούσα, αν και το είχα ανάγκη. Τώρα πια δεν χρειαζόταν. Δεν μπορούσα να πω ότι ο Στράτος ήταν αυτός που απασχολούσε μονίμως το μυαλό μου κι ότι χάρη σε αυτόν ξέχασα σχεδόν τον Γιώργο. Κι ότι απόψε το ότι δεν είχα κέφι οφειλόταν στον Στράτο.
- Είμαι κουρασμένη! Καληνύχτα. Είπα κι έκανα να σηκωθώ.
- Μαρίνα τι σε απασχολεί;
Ο Στράτος ζητούσε εξηγήσεις για την αποψινή συμπεριφορά μου κι εγώ τι θα έπρεπε να του απαντήσω;
- Ο Γιώργος! Του πρόλαβε ο αδερφός μου.
Αγριοκοίταξα τον αδερφό μου. Δεν ήθελα με τίποτε να του μιλήσει. Πόσο μάλλον να μάθει ποιος ήταν ο Γιώργος που μου είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον χρόνια τώρα.
- Ποιος Γιώργος; Απόρησε ο Στράτος.
- Κάποιο ενδιαφέρον! Πρόλαβα να απαντήσω πριν κάνει την χαζομάρα ο αδερφός μου και του πει για ποιον πρόκειται.
Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να υποστώ κάποιο ενοχλητικό σχόλιο απ’ τον Στράτο και που για πρώτη φορά κουβεντιάζαμε έτσι ανοιχτά για μένα.
- Το οποίο; Επέμεινε ο Στράτος.
Γιατί θα έπρεπε τώρα να περάσω από ανάκριση. Τι τον ένοιαζε; Γιατί δεν το άφηνε να προσπεράσει, να πάμε για ύπνο;
- Το οποίο μας έχει τελειώσει. Είπα αναστενάζοντας απογοητευμένη που η κουβέντα θα τραβούσε με τις απορίες του!
- Κι απόψε τι έφταιγε;
Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. «Ο Φούφουτος! Εσύ φυσικά βλάκα. Ποιος άλλος;» σκέφτηκα καθώς είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό περιμένοντας την απάντησή μου. Μου έκανε δύσκολες ερωτήσεις και θα έπρεπε να απαντάω σαν …ούφο!
- Το ότι είμαι μόνη. Κι όχι μόνο απόψε, αλλά και κάθε μέρα.
Τι χαζή απάντηση έδωσα τώρα; Διόλου πιστευτή. Άκου επειδή ήμουν μόνη μου. Δηλαδή τι είδα που με ενόχλησε κι εγώ ήμουν ένα μάτσο χάλια επειδή αισθανόμουν μόνη μου; Εντάξει η εικόνα του Στράτου με την Τόνια χεράκι-χεράκι να κάνουν βόλτα στην ακτή με ενόχλησε πολύ! Άντε να δω πως θα το μπαλώσω.
- Εσύ μόνη σου; Περίεργο μου φαίνεται!
Με κοίταξε πονηρά. Δεν ξέρω αν υπονοούσε κάτι, αλλά ναι ήμουν μόνη μου! Πώς να το κάνουμε δηλαδή; Επειδή φλερτάραμε μεταξύ μας αυτό μου έδινε την δικαιολογία να μην θεωρώ τον εαυτό μου μόνο του;
- Γιατί δηλαδή που είναι το περίεργο;
- Μα έχεις μια δουλειά που λογικά θα έχεις κάνει ένα σωρό γνωριμίες. Επέμεινε.
- Και τι με αυτό; Γνωριμίες είναι που παραμένουν γνωριμίες. Του είπα.
Όχι ότι δεν με φλέρταραν ορισμένοι από αυτές τις γνωριμίες, αλλά δεν ήθελα με τίποτε να μπερδέψω τα της δουλειάς με τα συναισθηματικά. Και κυρίως όταν αυτοί οι ‘ορισμένοι’ θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο δημόσια πρόσωπα. Τόσα γίνονταν και δεν ήθελα με τίποτε να παρασυρθώ σε περιπέτειες και ξαφνικά να με δω πρωτοσέλιδο στις ντόπιες εφημερίδες. Απαπά! Δεν είμαι εγώ για τέτοια.
- Και ποιο το αποτέλεσμα; Ξανά επέμεινε.
Γύρισα και τον κοίταξα θυμωμένη που συνέχιζε να με ρωτά πράγματα που στην ουσία δεν νομίζω ότι τον αφορούσαν. Όταν μέναμε μόνοι μας γιατί δεν ρωτούσε; Τι τον έπιασε ειδικά απόψε και μάλιστα μπροστά στον αδερφό μου;
- Το αποτέλεσμα; Για έναν αθώο καφέ βγαίνεις κι άλλος απαιτεί να σε κρεβατώσει!
- Μήπως είσαι υπερβολική; Το ‘χεις ψάξει;
Αγάπη μου διατριβή έχω κάνει στο θέμα, λες να μην το έχω ψάξει; Όταν είσαι στην δημοσιογραφία κάνεις γνωριμίες με κάθε καρυδιάς καρύδι και μαθαίνεις χαρακτήρες. Το θετικό είναι ότι σου δίνεται η ευκαιρία να μάθεις να χειρίζεσαι τους χαρακτήρες αυτούς κατά πως πρέπει ώστε να μην βγεις θιγμένη από τις οποιεσδήποτε πονηρές βλέψεις έχουν για σένα!
- Μη μου πεις ότι δεν σκέφτεσαι το πήδημα όταν δεις κάποια που σου αρέσει;
Του είπα στα ίσια. Ή θα πούμε αλήθειες απόψε ή όχι. Βολεύτηκα όσο μπορούσα πιο άνετα πια στην άκρη του κρεβατιού του Στράτου για να βλέπω και τους δυο τους. Απέφυγε να μου απαντήσει, σε μια γενική μεν ερώτηση αλλά και προσωπική:
- Δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν κι εξαιρέσεις.
Τον κοίταξα στα μάτια. Με κοίταξε. Ήταν λες και μου έλεγε «ίσως είμαι εγώ η εξαίρεση αυτή».
- Γι’ αυτήν την εξαίρεση ψάχνω. Του είπα.
Δεν απάντησε. Έριξε το βλέμμα του στα χέρια του αποφεύγοντας να πει κάτι ή να κάνει την επόμενη ερώτηση. Ο Γιάννης παρακολουθούσε τον διάλογο μας τόση ώρα και δεν είχε μιλήσει:
- Για ποιες γνωριμίες μιλάς Μαρίνα; Μία είχες και ήσουν κολλημένη σε αυτή!
Μου έριξε την μαχαιριά για να με κολλήσει στον τοίχο. Αν ήξερε σίγουρα δεν θα μιλούσε για το κόλλημα μου. Δεν είχε ιδέα πόσο απεγνωσμένα ήθελα να ξεκολλήσω απ’ τον Γιώργο. Κι επειδή δεν ήθελα να προχωρήσω σε κάποια σχέση με κάποιον βιαστικά ήθελα τον χρόνο μου για να τον γνωρίσω καλύτερα. Κι όταν ο άλλος αυτόν τον χρόνο δεν μου το δίνει γιατί άλλα έχει στο μυαλό, τότε δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζει η γνωριμία. Πέρασα όμορφα, χάρηκα για την γνωριμία. Κι από δω παν κι άλλοι. Τέλος. Ο επόμενος παρακαλώ! Και πάει λέγοντας!
- Μην απογοητεύεσαι. Θα υπάρξουν ευκαιρίες.
Είπε ο Στράτος και μου χάιδεψε απαλά την πλάτη. Απομακρύνθηκα και στριμώχθηκα και πάλι στην άκρη του κρεβατιού του. Δεν ήθελα το χάδι του. Όσο φιλικό κι αν ήταν. Εκείνη την στιγμή μου έρχονταν στο μυαλό σαν ταινία οι γνωριμίες που έκανα που και που και που ήταν όλες αποτυχημένες. Ο Στράτος με κοίταζε κι έδειχνε να καταλαβαίνει. Μόνο που καταλάβαινε πολύ λίγα για μένα, γιατί τελικά το κόλλημα μου με τον Γιώργο κόστισε πολύ περισσότερο απ’ ότι φανταζόμουν.


Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες εδώ πάνω που αρχίσαμε να μιλάμε για τα προσωπικά μας. Ίσως με αφορμή την δική μου διάθεση ήθελαν κι αυτοί να μιλήσουν για πράγματα που τους απασχολούσαν και τους έπνιγαν. Ο Γιάννης δεν είχε μιλήσει για πολλές ιστορίες. Του άρεσε η Γιώτα κι ενώ ήταν θετική ως προς τα καλέσματά του και τις εξόδους τους για καφέ, εκείνη εντελώς ξαφνικά μια μέρα του είπε πως προέκυψε κάτι άλλο. Η ιστορία δεν πρόλαβε καν να αρχίσει και έτσι τελείωσε άδοξα για τον Γιάννη.
Ο Στράτος ήταν κι αυτός κολλημένος. Του άρεσε πάρα πολύ η Τόνια. Η οποία δεν είχε καμία σχέση με την Τόνια την αδερφή του Ηλία.
- Αυτή είναι κολλητή φίλη και γι’ αυτό είδες να είμαστε λίγο άνετοι μεταξύ μας. Δικαιολογήθηκε. Ήταν λες και όφειλε να μου δώσει την εξήγηση, για μια εικόνα που με πλήγωσε.
Η Τόνια είχε κερδίσει την καρδιά του. Δεν ήταν καμία απ’ τις σουρλουλούδες που γνώριζε. Και του άρεσε που είχε σταθερή σχέση. Της είχε δώσει τον εαυτό του χωρίς ανταλλάγματα. Η σχέση τους μέρα με την μέρα γινόταν όλο και καλύτερη. Ώσπου ξαφνικά φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα. Εκείνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να νοιώθει όμορφα στην σχέση τους και ήταν συνέχεια μαζί.
- Εκείνη όμως ένοιωθε να πνίγεται. Δεν ξέρω τι την έπιασε και δεν αισθανόταν καλά με αυτή την σχέση. Ίσως να έφταιγα κι εγώ. Ίσως να την έπνιγα. Ίσως η σχέση μας να γινόταν πολύ πιο σοβαρή απ’ ότι περίμενε κι αυτό να την φόβισε.
Απολογήθηκε ο Στράτος όσο μας διηγιόταν την δική του ιστορία. Η υπερβολική του αγάπη την φόβισε και νόμισε πως δεν ήταν άξια να ανταποκριθεί όσο πρέπει σε αυτή. Ήθελε να δώσει ένα τέλος στην σχέση αυτή. Ήθελε να ανασάνει και πάλι. Ο Στράτος αποφάσισε να της δώσει τον χρόνο να σκεφτεί και θα δεχόταν όποια απόφαση κι αν έπαιρνε. Ακόμη κι αν αυτή κόστιζε την σχέση αυτή. Εκείνος είχε καταλάβει ότι την είχε χάσει από καιρό. Την νοιαζόταν πολύ. Την αγαπούσε πολύ. Κι εκείνη ασφυκτιούσε από όλη αυτή την έννοια του. Και δεν άντεχε. Του ζήτησε να χωρίσουν λέγοντάς του ότι η σχέση τους δεν οδηγούσε πουθενά.
Κι εκείνη το έβαλε στα πόδια. Προφανώς τρομοκρατημένη από μια σχέση που δεν της ταίριαζε. Καταλάβαινα το σκεπτικό της όπως και το ότι ήταν ακόμη τόσο νέα ώστε να δεσμευτεί ακόμη περισσότερο σε μια σχέση που την έπνιγε. Κι εδώ το λάθος ήταν του Στράτου. Δεν της άφηνε περιθώρια να σκεφτεί, να ανασάνει. Και την έχασε. Προσπάθησε να την ξαναδεί αλλά εκείνη αρνιόταν τις προσκλήσεις του. Συνέχιζε την ζωή της όπως εκείνη ήθελε. Και ήρθε κάποτε και η στιγμή που την είδε με κάποιον άλλον. Αυτό του έδωσε να καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρούν. Αργότερα έμαθε ότι η Τόνια ήταν σχεδόν αρραβωνιασμένη με εκείνον που την είχε δει μαζί. Ο Στράτος δεν μπορούσε να δεχτεί ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Προσπάθησε και πάλι να την πείσει να γυρίσει κοντά του, αλλά εκείνη αρνήθηκε.
- Δεν την έχω ξεχάσει. Την αγαπώ ακόμη. Μακάρι να έβρισκα έναν τρόπο να την πείσω.
- Δεν υπάρχει περίπτωση! Ψιθύρισα ενοχλημένη.
Άκουσα προσεκτικά την ιστορία του. Το μόνο κοινό σημείο που είχαμε ήταν πως αυτοί που είχαμε αγαπήσει, αρραβωνιάστηκαν. Τώρα καταλάβαινα την επιθυμία του να της στείλει ανθοδέσμη. Τώρα καταλάβαινα γιατί υπήρχε ο φόβος ότι δεν θα την δεχόταν. Η Τόνια είχε κάνει τις επιλογές της και δεν δεχόταν την οποιαδήποτε παρέμβαση από τρίτα πρόσωπα, πόσο μάλλον από κάποιον ενοχλητικό πρώην!
- Τι είπες; Με ρώτησε ο Στράτος, που δεν άκουσε τι ψιθύρισα.
- Δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση να γυρίσει. Άκου που στο λέω! Του είπα. Όχι ότι αυτό θα του άλλαζε γνώμη ώστε να στρέψει την προσοχή του σε μένα.
- Έχει δίκιο η Μαρίνα, Στράτο –συμφώνησε μαζί μου ο αδερφός μου. Ίσως είναι μπερδεμένη. Ίσως να μην ξέρει τι θέλει. Μην την πιέζεις. Αυτό σίγουρα θα το θέλει. Κι αν γίνεται μείνε φίλος της.
Εκείνος έμεινε σκεπτικός. Ίσως να ανακάλυπτε πως την έχασε από δική του βλακεία. Ίσως να συνειδητοποιούσε ότι ήταν μια χαμένη αγάπη. Από εκείνες που πάντα σου μένουν μέσα σου και ποτέ δεν εκπληρώνονται. Όπως αυτό που νόμιζα ότι ένοιωθα για τον Γιώργο. Ο Στράτος με κοίταξε σκεπτικός κι έδειξε ότι καταλάβαινε αυτό που του λέγαμε. Μου έπιασε την παλάμη, όπως ακουμπούσα το στρώμα του κρεβατιού. Του χαμογέλασα. Κάτι μου έλεγε ότι ο Στράτος θα το πάλευε όσο μπορούσε με την Τόνια. Όπως έκανα εγώ με τον Γιώργο.
- Έχεις δίκιο… Έχετε δίκιο! Πρέπει να την ξεχάσω.
Μείναμε αμίλητοι όλοι μας για μερικές στιγμές. Ήταν σαν ξαφνικά όλα όσα μας έπνιγαν να έφυγαν και να νοιώσαμε πιο ανάλαφροι. Εγώ δεν έλεγα να σηκωθώ και να πάω για ύπνο. Δεν νύσταζα πια. Και ήμουν πολύ πιο ήρεμη τώρα. Η εξομολόγηση του Στράτου με έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα. Άδικα είχα την ανησυχία πολύ πριν έρθουν οι δικοί του. Άδικα του είχα θυμώσει κι άδικα είχα θεωρήσει ότι αυτό που γινόταν μεταξύ μας είχε τελειώσει. Ή μήπως τελικά είχε;
Εκείνος συνέχισε απτόητος να μιλά. Μας έλεγε για την φήμη του ‘ευρωγκόμενου’ που του είχαν βγάλει οι φίλοι του. Δικαίως του την είχαν κολλήσει, μιας και δεν έκανε άλλη δουλειά παρά να τους λέει κάθε φορά ότι γνώρισε και κάποια άλλη. Που τελικά οι περισσότερες σχέσεις που τους έλεγε ότι είχε ήταν απλώς αποκυήματα της φαντασίας του. Δεν του άρεσε να λέει στην παρέα του ότι κάθε φορά που προσπαθούσε να προσεγγίσει μια κοπέλα αυτή του πρόσφερε χυλόπιτα. Ακόμη και καμιά παλιά συμμαθήτρια του να τους γνώριζε αυτός κατάφερνε να τους πείθει ότι ήταν η κοπέλα του κι ας μην ήξερε εκείνη τίποτε. Του ήταν πολύ εύκολο μετά να πει ότι δεν τα βρήκαν και χώρισαν. Ποιος άλλωστε θα καθόταν να ασχοληθεί και να ψάξει να βρει την κοπέλα και να μάθει. Κανείς!
- Εσύ δεν έλεγες ότι νύσταξες; Με ρώτησε ξαφνικά
- Εμ! Τώρα ξενύσταξα… Απάντησα απότομα.
- Άντε πήγαινε στο κρεβάτι σου μην σηκωθώ και σε πάω εγώ αγκαλιά.
- Τώρα είναι που δεν σηκώνομαι!
Του είπα πειραχτικά μπας και σηκωθεί και το κάνει.
- Το πας φιρί-φιρί!
- Σου είπα’ δεν σηκώνομαι.
Επέμεινα. Το ήθελα τόσο πολύ να το κάνει. Κι αναρωτιόμουν αν θα το τολμούσε εκεί μπροστά στον Γιάννη. Τότε ανασηκώθηκε και… «θα το κάνει Θεέ μου»! Έβαλε τα πόδια οκλαδόν κοιτώντας με.
- Κάτσε όπως είσαι. Καλά είσαι. Άλλωστε δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις τον κόπο να με πας δίπλα. Του είπα τάχαμου ενοχλημένη.
Επικράτησε για λίγο σιγή. Κανένας μας δεν μιλούσε. Λες και είχαμε εξαντλήσει τα πάντα. Μάλλον ήταν κάτι που είχαμε ανάγκη να κάνουμε αλλά ποτέ δεν δόθηκε η ευκαιρία. Και να που απόψε τουλάχιστον για μένα η εξομολόγηση του Στράτου με έκανε πιο ήρεμη και μου έδωσε την ευκαιρία να πιστέψω και πάλι σε αυτό που μας συνέβαινε.
- Μιας και είσαι εδώ. Δεν κάνεις κάτι χρήσιμο; Μου είπε ξαφνικά κι ενώ σκεφτόμουν ότι ήταν ώρα να πάω στο δωμάτιο μου.
- Τι πράγμα; Τον ρώτησα και τον είδα που ξάπλωνε μπρούμυτα.
- Κάνε μου λίγο μασάζ στην πλάτη!
Έτοιμη ήμουν να του αρνηθώ. Ο Γιάννης είχε ξαπλώσει και είχε βάλει τα χέρια πίσω στον λαιμό του κοιτώντας και πάλι τα δοκάρια της κεραμοσκεπής. Ένοιωθα λίγο πιεσμένη. Ο Στράτος είχε πάρει θέση και δεν ήθελα να του πω ‘όχι’. Με τίποτε! Σηκώθηκα και έκατσα κοντά του. Άπλωσα τα χέρια μου στην πλάτη του και μου άρεσε να τον χαϊδεύω για την ώρα. Θυμήθηκα πόσο πολύ είχε ερεθιστεί όταν του άπλωνα λάδι στην παραλία. Θα παίξουμε πάλι επικίνδυνα. «Αχ! Βρε Στράτο! Γιατί μου ζήτησες κάτι τέτοιο και δεν άφηνες μια άλλη στιγμή να είμαστε οι δυο μας;». Δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Όσο και αν η λογική έλεγε ‘κάνε πίσω’ δεν μπορούσα με τίποτε να το κάνω. Ήταν άλλη μια ευκαιρία να τον αγγίξω. Άρχισα να του κάνω απαλές μαλάξεις. Οι μύες του ήταν σφιγμένοι. Ίσως ο ίδιος να έτσι απ’ το τι βλακεία μου ζήτησε να κάνω εκεί μπροστά στον φίλο του, αφού επηρεαζόταν. Συνέχιζα τις μαλάξεις με δύναμη αυτή την φορά. Άρχισα απ’ τους ώμους του, όπου καταλάβαινα πόσο πολύ τα νεύρα του ήταν τεντωμένα. Ένδειξη πως προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμος σε ότι γινόταν στο εξής. Ο λαιμός του ήταν μια απ’ τα ίδια. Έβαλα ρυθμό στα χέρια και άρχισα να ζυμώνω μαλακά το δέρμα του. Συνέχισα με μαλάξεις χαμηλά στις ωμοπλάτες. Το δέρμα του εκεί ήταν τόσο απαλό που νόμιζα ότι άγγιζα ένα μωρό! Και συνέχισα πια σε όλο το ύψος της πλάτης του κάνοντας στο τέλος μια τεράστια διαδρομή της παλάμης μου απ’ την μέση του χαμηλά και σε όλη την ραχοκοκαλιά του. Το απολάμβανε αυτός, αλλά πονούσαν σε μένα τα χέρια μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα του έκανα μασάζ. Ο αδερφός μου έλειπε απ’ το κρεβάτι του όταν γύρισα να του μιλήσω, για να σπάσω την ησυχία και να καλύψω τα βογγητά απόλαυσης του Στράτου. Δεν έδωσα σημασία, μου αρκούσε που ο Στράτος είχε χαλαρώσει και σχεδόν είχε παραδοθεί. Φαντάζομαι ότι και να του έκανα εκείνη την στιγμή δεν θα έλεγε όχι. Άρχισα να τον τσιμπάω ελαφρά στα πλευρά και χαμηλά στην μέση. Τον άκουγα να βογγάει από απόλαυση και με ερέθιζε. «Γιατί μου κάνεις τέτοια πράγματα; Είναι ανάγκη να βγάζεις και ήχους;»!
- Ωραίο είναι! Του ψιθύρισα στο αυτί.
- Ναι. Μου είπε και ξαφνικά γύρισε ανάσκελα.
Πρώτη φορά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο κι είχα μετατρέψει τις μαλάξεις σε χάδια, σχεδόν ερωτικά. Είχα επηρεαστεί κι εγώ κι η ανάσα μου είχε βαρύνει σαν του Στράτου. Ήμουν σε μια περίεργη έξαψη. Τον ήθελα όσο με ήθελε κι εκείνος εκείνη την στιγμή.
- Μαρίνα, μην συνεχίζεις! Μου είπε σχεδόν παρακαλετά κοιτώντας τα χείλη μου.
Ανασηκώθηκε στους αγκώνες του κλείνοντας τα μάτια απολαμβάνοντας τα χάδια μου στο στήθος του και μετά στην κοιλιά του.
- Μην συνεχίζεις δεν ξέρω τι θα κάνω! Με παρακάλεσε σχεδόν ικετευτικά.
Δεν τον άκουσα. Μου άρεσε αυτό που του έκανα. Απολάμβανα όσο ποτέ άλλοτε αυτή την μοναδική στιγμή που ο αδερφός μου δεν ήταν εκεί.
- Σσς! Χαλάρωσε! Του ψιθύρισα στο αυτί και το φίλησα αφήνοντας τον μόνο να νοιώσει το απαλό άγγιγμα απ’ τα χείλη μου στον λοβό του.
Συνέχιζα τα χάδια. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Δεν ήθελα να κάνω πίσω. Περίμενα να με αρπάξει με τα χέρια και να με πνίξει με φιλιά. Να με βάλει στην αγκαλιά του και να κλειστούμε στο δωμάτιο μου να σβήσουμε το πάθος μας με τον έναν και μοναδικό τρόπο. Όμως… όσο και να το ήθελε, δεν μπορούσε να το κάνει. Υπήρχε κι ο αδερφός μου! Και τι να λέγαμε στον αδερφό μου; Ο Στράτος ξαναγύρισε μπρούμυτα. Τα δάχτυλα μου πονούσαν και δεν μπορούσα να συνεχίσω το ίδιο. Άρχισα να τον χαϊδεύω απαλά και μετά άφηνα τα νύχια μου να ταξιδεύουν στην πλάτη του. Του άρεσε κι αυτό. Περίμενα να τον ανατριχιάσει αλλά του άρεσε.
- Να ‘ξερες πόσο πολύ μου αρέσει αυτό που κάνεις τώρα! Μου είπε απαλά.
- Αλήθεια; Είπα κι εγώ σιγανά στο αυτί του.
- Αυτό το έκανε άλλη μια γυναίκα που αγαπώ πολύ… Μου είπε.
Συνέχισα να τον χαϊδεύω με τα νύχια μου. Σίγουρα η άλλη γυναίκα θα ήταν η Τόνια.
- Ποια ήταν; Τον ρώτησα να μου φύγει η περιέργεια.
- Η μάνα μου. Έτσι με χάιδευε κι εκείνη στην πλάτη όταν ήμουν μικρός και με ηρεμούσε.
- Καμιά άλλη δεν το ξαναέκανε; Επέμεινα εγώ μπας κι ακούσω αυτό που δεν ήθελα να ακούσω.
- Ναι! Άλλη μία!
Ένα χαμόγελο απογοήτευσης διαγράφηκε στα χείλη μου μιας και τελικά θα έβγαινε αληθινή η πικρή σκέψη. Ότι αυτή η άλλη γυναίκα ήταν η Τόνια. Τα χέρια μου λες και παράλυσαν ξαφνικά και σταμάτησα να τον χαϊδεύω. Ξαφνικά δεν ένοιωθα άνετα. Ο Στράτος σχεδόν πετάχτηκε και γύρισε αμέσως ανάσκελα και ανακάθισε στο κρεβάτι. Με κοίταζε στα μάτια. Εγώ κρατούσα την αναπνοή μου. «Μαρίνα όσο κι αν μην σου αρέσει αυτό που θα ακούσεις, θα είναι μια αλήθεια του Στράτου. Πρέπει να την δεχτείς και να την σεβαστείς. Κι η Τόνια είναι η αλήθεια του». Μου χαμογέλασε και με κοίταξε απ’ τα μάτια στα χείλη. Δεν ξέρω γιατί πάντα με κοιτούσε στα χείλη:
- Εσύ.
Τι έκανα εγώ; Κάτι έκανα και τώρα με κατηγορεί; Τι ήταν τώρα αυτό;
- Τι εγώ; Απόρησα.
- Η μάνα μου κι εσύ. Καμιά άλλη!
Δεν το πίστευα αυτό που άκουγα. Δεν ξέρω, αλλά ένοιωσα περίεργα. Με έκανε να νοιώθω ξεχωριστή. Σαν να σήμαινα κάτι γι’ αυτόν. Του χαμογέλασα. Ήταν μια όμορφη αναπάντεχη έκπληξη. Δεν φαντάστηκα ένα χάδι μου που το έκανα εντελώς τυχαία θα σήμαινε κάτι για τον Στράτο. Με είχε συγκινήσει ο αλήτης!
- Σ’ ευχαριστώ. Ψιθύρισα. Ένοιωθα να με πνίγει η ικανοποίηση.
- Γιατί; Απόρησε.
- Γιατί με έκανες να αισθανθώ ξεχωριστή.
Μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τρυφερά το χέρι. Και το πήρε αμέσως. Μόλις εισέβαλε στο δωμάτιο ο αδερφός μου. Ήθελα να φιλήσω τον Στράτο για να καταλάβει πόσο όμορφα με ξάφνιασε και πόσο ικανοποιημένη ένοιωσα που όσο μείναμε μόνοι μας δεν αναφέρθηκε το όνομα της Τόνιας. Δεν είχα επιλογή πια. Του έσφιξα την παλάμη και του χαμογέλασα. Καληνύχτισα τον αδερφό μου και τον Στράτο και πήγα στο δωμάτιο μου.
Δεν ξέρω αλλά τελικά απέκλεισε να υπάρξει κάποιο τέλος μεταξύ μας σε αυτό που γινόταν ανάμεσά μας. Με έκανε να νοιώσω ξεχωριστή. Και δεν νομίζω να το έκανε επίτηδες. Και τουλάχιστον ο αποψινός μου ύπνος θα ήταν γεμάτος ευχάριστα όνειρα, μετά από πολύ καιρό!


Κεφάλαιο 16

2 comments:

dim juanegro είπε...

Καλή σου μέρα.
Σε διαβάζω εδώ και ρεις μέρες-νύχτες.
Προς το παρόν δεν θα σου αφήσω κανένα εμπνευσμένο σχόλιο. Με έχεις απορροφήσει πλήρως. Ίσως και γιατί δεν μου μοιάζουν άγνωστα όλα αυτά. Συνεχίζω για 16...

SummerDream είπε...

Καλημέρα dim! Θα περιμένω εναγωνίως το εμπνευσμένο σχόλιο όποτε τελειώσεις ...κάποτε! :)