56. Σ'αγαπώ, αλλά...



Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι ήταν σούρουπο. Αν με είχαν ακούσει νωρίτερα τώρα δεν θα παιδευόμουν με τα κεριά και τον λιγοστό φωτισμό μιας λάμπας πετρελαίου να τακτοποιήσω τα κρεβάτια μας και να ετοιμαστούμε έπειτα για την βραδυνή μας πια έξοδο. Ο Στράτος ήταν ο μόνος που δεν με άγχωνε και το αντίθετο με πρωτοβουλία του και με βοηθό τον Γιάννη φρόντισαν να γεμίσουν τα βαρέλια με νερό απ’ το πηγάδι με το μοτέρ. Άφθονο κρύο νερό έβγαινε απ’ το λάστιχο. Ο Στράτος είχε βγάλει το μπλουζάκι του κι έτσι ημίγυμνος όπως ήταν ξέπλυνε την αρμύρα της θάλασσας. Μαζί με αυτόν κι εγώ αναγκαστικά! Μου είχε ζητήσει να αφήσω το στρώσιμο των κρεβατιών για να τον βοηθήσω κι έτσι κρατούσα το λάστιχο για να ξεπλυθεί, που το νερό ερχόταν με πίεση και κατά συνέπεια βρεχόμουν κι εγώ! Ο Γιάννης κρατούσε απόσταση και γελούσε με την αστεία σκηνή. Ήταν τόσο κρύο το νερό που δεν τόλμησα καν να στρέψω το λάστιχο κατά επάνω μου και να διώξω κι εγώ την αρμύρα της θάλασσας απ’ το δέρμα μου. Και μόνο που καταβρεχόμουν ανατρίχιαζα αν και το μαγιό μου ήταν ακόμη βρεγμένο απ’ την θάλασσα. Ο Στράτος προσπάθησε να με πείσει και με την χαλαρή φωνή του να με καθησυχάσει και να με βοηθήσει στο να κάνω ένα υπαίθριο ντους πάνω απ’ το μαγιό. Και μόνο στην ιδέα ότι θα έχω την ίδια φωναχτή αντίδραση με τον Στράτο όπως έπεφτε το κρύο νερό επάνω του, ήδη είχα ανατριχιάσει λες και ήδη το νερό διαπερνούσε το μαγιό και κυλούσε στην ραχοκοκαλιά μου! Δεν το έκανα τελικά το ντους παρά την προσπάθεια του Στράτου να με πείσει και προτίμησα να μπω στο σπίτι να τελειώσω με το στρώσιμο των κρεβατιών και να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Προσπαθούσα να τακτοποιήσω με τον ελάχιστο φωτισμό που είχαμε’ και το μακιγιάζ και το χτένισμα μου έπειτα ήταν μια περιπέτεια. Θα έπρεπε να μαντεύω τι φανέρωνε η εικόνα μου στον καθρέφτη με το φως του κεριού!
Ο Στράτος ήταν συνεχώς κοντά μου και αναρωτιόμουν γιατί το έκανε και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Όσο ο Γιάννης προσπαθούσε να ξεπλύνει τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπο του απ’ την αρμύρα, ο Στράτος με είχε ακολουθήσει και ήταν έτοιμος πολύ νωρίς. Η ίδια του κίνηση επαναλαμβανόταν. Ερχόταν και με κοιτούσε που μακιγιαριζόμουν και χτενιζόμουν. Ήταν σαν να τον εντυπωσίαζε η τελετουργία της μεταμόρφωσης μου! Η μόνη στιγμή που απείχε από κοντά μου ήταν όταν πια έπρεπε να ντυθώ κλείνοντάς του την πόρτα κατάμουτρα!
Τα μαλλιά μου τα είχα κόψει σε ένα κοντό καρέ και επειδή ήταν σπαστά αυτό τους έδινε το προνόμιο να μην θέλουν κάποια ιδιαίτερη ετοιμασία. Το μακιγιάζ περιέργως κάτω απ’ το φως του κεριού είχε βγει μοναδικά εντυπωσιακό. Κάτι που μάλλον έδωσε την ιδέα στον Στράτο να παίζει με το φλας απ’ την φωτογραφική μου μηχανή:
- Φαντάσου πως είσαι ένα αστέρι και όλα τα φλας πέφτουν επάνω σου! Μου είπε παιχνιδιάρικα και μου έριξε μια ξαφνική φλασιά!
Χαμογέλασα για τον αυθορμητισμό του. Τον αγαπούσα τον αυθορμητισμό του. Είχε τον τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι μοναδική. Τον κοίταζα χαμογελώντας του κι εκείνος συνέχισε το παιχνίδι με το φλας και σκέφτηκα πως ήταν πια η κατάλληλη στιγμή. Έβγαλα απ’ το νεσεσέρ μου ένα μικρό κουτάκι:
- Μπορείς να αφήσεις το φλας και να έρθεις λίγο εδώ που σε θέλω; Του είπα.
Με πλησίασε και με κοίταζε περίεργα. Σίγουρα δεν μπορούσε να ξέρει τι τον ήθελα.
- Τι θέλεις να κάνω; Με ρώτησε κοιτώντας με απ’ τον καθρέπτη.
- Αυτό είναι δικό σου.
Του είπα και του άπλωσα το χέρι μου με το μικροσκοπικό κουτάκι που ήταν τυλιγμένο σε συσκευασία δώρου. Το άνοιξε και με κοιτούσε έκπληκτος. Πότε εμένα και πότε την μικρή χρυσή πλακέτα με χαραγμένο το Σ:
- Χρόνια πολλά! Δεν σε ξεχάσαμε…
Του είπα κοιτώντας τον με αγάπη. «Πως να σε ξεχάσω; Σημαίνεις τόσα πολλά για μένα» σκεφτόμουν και με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Αν είχαμε κι άλλες μέρες στην διάθεσή μας, σίγουρα με τον Γιάννη θα συνεχίζαμε να τον αφήνουμε άφωνο κανονίζοντας και πάλι μια μικρή γιορτή με την άφιξη των δικών του, σαν ένα επιπλέον δώρο έκπληξη, όπως τότε!
- Τι είναι αυτό; Και γιατί;
Ρώτησε και πάλι έκπληκτος. Του χαμογέλασα. Δεν περίμενα ότι είχε ξεχάσει τον λόγο που οι διακοπές μας τότε έπαιρναν μια μικρή παράταση μετά από τρία χρόνια με την ευκαιρία των γενεθλίων του. Επέμενα να τον κοιτάζω κατάματα για να καταλάβει:
- Αυτό το δώρο… Δεν το πιστεύω. Το ‘χα ξεχάσει πως σήμερα είναι τα γενέθλια μου.
- Να ένας λόγος παραπάνω που ο πατέρας σου, σου έδωσε το αυτοκίνητο. Για να πας όπου θες το Σαββατοκύριακο. Του υπενθύμισα.
- Σ’ ευχαριστώ δεν ξέρω τι να πω!
- Και τον Γιάννη να ευχαριστήσεις. Το δώρο αυτό είναι κι απ’ τους δυο μας, άσχετα αν το διάλεξα εγώ!
Με κοιτούσε στα μάτια σαν να μη με πίστευε. Με πλησίασε και προς στιγμήν έδιωξε την όποια αμφιβολία είχε και κοιτώντας με στα μάτια έσκυψε και με φίλησε τρυφερά με ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, για το ‘ευχαριστώ’ και πήγε στο διπλανό δωμάτιο που ετοιμαζόταν ο αδερφός μου. Έπιασαν την κουβέντα εκεί κι έτσι δεν ξαναεμφανίστηκε στο δωμάτιο μου αφήνοντάς με έτσι να τελειώσω τις τελευταίες πινελιές του μακιγιάζ μου. Τέλειωσα την ετοιμασία μου χωρίς τις ενοχλήσεις με τις φλασιές του Στράτου. Σηκώθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέπτη με το κερί και μου άρεσα! Ο Γιάννης ετοιμαζόταν ακόμη στο δωμάτιο του και μου έκανε εντύπωση που αργούσε τόσο και που αν το έκανα εγώ θα άρχιζε τις φωνές! Ο Στράτος ήδη είχε μπει στο αυτοκίνητο είχε βάλει μουσική και περίμενε. Τον πλησίασα και προτίμησα να μην μπω στο αυτοκίνητο παρά να πάω κοντά του και να ακουμπήσω στο παράθυρό του:
- Τι ακούς; Τον ρώτησα.
Σκεφτικός και χωρίς να μου απαντήσει δυνάμωσε την ένταση του ηχείου. Άκουγε το ’50 ways to leave your lover’ την εκδοχή του ’92. Γέλασα. Ήταν απ’ τα τραγούδια που είχαν σηματοδοτήσει εκείνη την χρονιά και ιδιαίτερα την περίοδο των διακοπών μας.
- Θες παρέα; Τον ρώτησα για να μπω μπροστά στην θέση του συνοδηγού όσο ετοιμαζόταν με το πάσο του ο αδερφός μου!
Αντί για απάντηση κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κοιτώντας το τιμόνι.
- Δεν δαγκώνω! Αστειεύτηκα κοντά στο αυτί του.
- Αν μας πιάσει ο Γιάννης; Με ρώτησε γυρίζοντας το πρόσωπό του σε μένα κοιτώντας με κατάματα.
- Λες να παρεξηγήσει που θα καθόμαστε ήσυχα-ήσυχα σαν φιλαράκια να ακούμε μουσική;
- Είναι φίλος μου. Δεν παύει να είναι φίλος μου.
Μου τόνισε. Δεν πίστευα στα αυτιά μου πως είχε μετατρέψει μια αθώα ερώτηση. Πως είναι δυνατόν να πιστεύει ότι κάτι θα γινόταν εκεί στα καθίσματα μπροστά απ’ την στιγμή που ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να διεκδικήσω έστω μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του, απ’ την στιγμή που στα χέρια του υπήρχε ένα τεράστιο δαχτυλίδι που επικύρωνε την δέσμευση του ως προς την Δέσποινα. Τον κοίταζα και μου ερχόταν να του ρίξω μπουνιά στο πρόσωπο κι ας ήταν τα γενέθλιά του. Χέστηκα! Πως ήταν δυνατόν να φαντάζεται διάφορα;
- Κι εμένα αδερφός μου είναι. Ενώ εγώ τι σου είμαι; Μήπως κάτι παραπάνω από φίλη; Τον ρώτησα θυμωμένη με μπερδεμένα λόγια απ’ την σύγχυση.
Κάτι μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του αλλά δεν κατάλαβα:
- Τι είπες; Τον ρώτησα να επαναλάβει τα λόγια του.
- Το ξέρεις ότι δεν γίνεται τίποτα. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ με τον αδερφό σου. Σ’ αγαπώ ρε γαμώτο, αλλά δεν γίνεται τίποτε.
Δεν πίστευα αυτό που είχε μόλις ξεστομίσει. Είχε μόλις παρεξηγήσει μια απλή φιλική πρόταση να καθίσω δίπλα του και αυτός μες την δική του σύγχυση αποκάλυπτε τι έκρυβε μέσα του. Με αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε. Προσπαθούσα να συνέλθω. «Γιατί τώρα; Γιατί με κάνεις σκατά; Γιατί τόσο καιρό το κρατούσες και δεν το έλεγες; Γιατί όταν υπήρξες μόνος δεν ήρθες να μου το πεις και το λες τώρα, ξέροντας ότι δεν θα κάνω τίποτε; Γιατί παίζεις με την καρδιά μου;». Τον κοίταζα και μετά βίας κρατούσα τα δάκρυά μου.
- Μ’ αγαπάς ε; Σαν αδερφή σου; Σαν φίλη σου; Σαν κάτι παραπάνω; Σαν τι σκατά με αγαπάς ρε γαμώτο; Του είπα ξεψυχισμένα κι έκπληκτη απ’ το τι τροπή είχε πάρει η στιγμή!
- Τι σημασία έχει Μαρίνα; Ούτως ή άλλως είπαμε, δεν γίνεται τίποτα.
Δαγκωνόμουν να μην κλάψω, να δείξω δυνατή και να μην του ρίξω εκείνη την μπουνιά που ήθελα. Ξέσπασα όμως δίνοντας μια δυνατή κλωτσιά στην ρόδα του αυτοκινήτου μόνο και μόνο για να εξωτερικεύσω τον πόνο της στιγμής στην καρδιά μου.
- Παρέα σε ρώτησα αν θες κι όχι αν θες να κάνουμε έρωτα.
Είπα μέσα απ’ τα δόντια μου και τον άφησα εκεί στις σκέψεις του να κοιτάει το τιμόνι, συνειδητοποιώντας πως τα είχε κάνει μάλλον σκατά και πως από μαλακία του είχε καταφέρει να μου χαλάσει την διάθεση!
- Μαρίνα… Μου φώναξε την στιγμή που απομακρυνόμουν.
- Χέσε μας. Του είπα ενοχλημένη απ’ την συμπεριφορά του.
Ούτε να τον βλέπω ήθελα εκείνη την στιγμή. Μπήκα στην αυλή και κάθισα σε μια καρέκλα γυρνώντας την πλάτη μου. Δεν ήθελα να τον βλέπω. Μισούσα τις στιγμές που η αλήθεια ερχόταν πάντα εκ των υστέρων κι όχι όποτε έπρεπε. Μισούσα που τα αισθήματά μας ήταν τόσο δυνατά ώστε να μη τα αφήσουμε να γεφυρωθούν, γιατί η λογική των ‘πρέπει’ απλά είχε τον πρώτο λόγο στην περίπτωσή μας. Μισούσα την στιγμή που τον είχα αφήσει να με πλησιάσει.
- Γιατί δεν είσαι στο αυτοκίνητο;
Άκουσα ξαφνικά τον Γιάννη που έβγαινε απ’ το σπίτι και κλείδωνε. «Γιατί ο φίλος σου είναι παρανοϊκός και φοβάται, χωρίς να ξέρω τι τελικά είναι αυτό που φοβάται σε μένα». Δεν είπα τίποτε. Τα μέσα μου κι οι σκέψεις μου αφορούσαν εμένα κι όχι τον αδερφό μου. Βγήκα απ’ την αυλή για να κλειδώσει την αυλόπορτα. Άνοιξα την πόρτα της κλούβας του βαν όταν άκουσα τον αδερφό μου να μου προτείνει να μπω στην καμπίνα μπροστά στην μέση ανάμεσα σε αυτόν και τον Στράτο. Έκανα ότι μου πρότεινε. Ήθελα να κάνω τον Στράτο να θυμώσει.
- Τώρα είμαι στο αυτοκίνητο! Είπα στον Γιάννη την στιγμή που βολευόμουν στο μεσαίο κάθισμα.
Ένοιωθα το κεφάλι μου βαρύ να παλεύει να κάνει την χαρούμενη για χάρη του Γιάννη. Για να μην καταλάβει ότι ο ίδιος ο φίλος του μας είχε κάνει σκατά. Και δεν μιλούσαμε. Μόνο ο Γιάννης τελικά μιλούσε κι έλεγε για τις αλλαγές στο κάμπινγκ. Ένοιωθα πως η αμηχανία κι οι ενοχές είχαν τυλίξει τον Στράτο και η παρουσία μου τις ενίσχυαν! Οδηγούσε και χτυπούσε το πόδι μου μαλακά με το χέρι του τάχα να αλλάξει την ταχύτητα. Όσο κι αν στριμωχνόμουν στην μεριά του αδερφού μου τόσο πιο πολύ έδειχνε να τον εμποδίζω να αλλάξει ταχύτητα. Γύρισα και τον κοιτούσα, ήθελα να του δείξω ότι το να με προκαλεί έκανε την κατάσταση χειρότερα. Αλλά δεν πτοήθηκε. Ο Γιάννης δεν είχε καταλάβει τι γινόταν κι ούτε του έδωσα αφορμή να καταλάβει, ήταν ένα παιχνίδι νεύρων μεταξύ σε μένα και τον Στράτο. Ευτυχώς που η απόσταση μέχρι το κάμπινγκ με το αυτοκίνητο ήταν κοντινή κι απαλλάχτηκα απ’ τις ενοχλήσεις του Στράτου γρήγορα, …προς στιγμήν.




Κεφάλαιο 57

55. Εκδρομή



Όλα πια είχαν αλλάξει στην ζωή μου. Τίποτε δεν υπήρχε που να την ταράζει. Μάλλον έτσι φαινόταν. Δεν άφηνα να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν ήθελα το οτιδήποτε να με επηρεάζει. Ήταν σαν να είχα σηκώσει ένα τοίχος μπροστά μου για να μην βλέπω. Είχα μπει στο ταμείο ανεργίας και συγχρόνως έψαχνα να βρω δουλειά. Δεν είχα πια εκείνα τα καθημερινά τρεξίματα στο ραδιόφωνο, για τα ρεπορτάζ, τα δελτία ειδήσεων και την εκπομπή, όπως πια και τα δεδομένα στο ‘Ρετρό’ είχαν αλλάξει κι αναγκαστικά σταμάτησα. Αν και μου έλειπαν ήθελα να αποτοξινωθώ και να σκεφτώ καλύτερα με τι άλλο θα μπορούσα να ασχοληθώ. Έκανα μια προσπάθεια να συνεργαστώ με κάποιο άλλο ραδιόφωνο, μόνο και μόνο για να αποδείξω στους άλλους ότι υπήρχαν κι άλλες πόρτες ανοιχτές εκτός απ’ την δική τους! Εκεί βρήκα αυτό που ήθελα αλλά ήταν προσωρινό. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω. Η εκπομπή έβγαινε μετά βίας που όσο κι αν την έσπρωχνα φαινόταν ότι δεν υπήρχε απόδοση από εμένα και αποδοχή απ’ τον κόσμο. Έφυγα με την προοπτική να ξεκουραστώ και να σκεφτώ πως θα μπορούσα να οργανώσω μια εκπομπή ώστε να μην είναι κουραστική και να υπάρχει ενδιαφέρον! Δεν γινόταν να επιμένω άλλωστε σε κάτι μόνο και μόνο για ένα πείσμα. Αυτό που ήταν να αποδείξω το απέδειξα: τους έδειξα ότι υπήρχαν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, παρά τις συνεχείς ενοχλήσεις τους να με ξανά 'χουν στο δυναμικό τους. Ο Θοδωρής που ήταν απ' τους τελευταίους εναπομείναντες του προσωπικού ήταν ο μεσάζων προκειμένου να καταφέρει μια συνάντησή μου με τους από πάνω, μιας και πια διαπίστωσαν την αξία μου και πόσο πια έχανε το ραδιόφωνο. Η άρνησή μου ήταν πεισματική. Θεωρούσα ότι το να μεσολαβεί ο Θοδωρής δεν ήταν το πρέπον και περίμενα κάποιος απ' τους μετόχους να μου τηλεφωνήσει και να παρακαλέσει. Αν όχι ο Μάνος, θα μπορούσε να το είχε κάνει ο Γιώργος. Αλλά δεν έγινε. Αν αυτοί είχαν κάποιον εγωισμό, ήταν πια καιρός μου να τους δείξω πως κι εγώ είχα εγωισμό και πως δεν τους είχα ανάγκη. Δεν γινόταν πια να δουλεύω και τα εύσημα να τα κερδίζουν άλλοι μη κάνοντας σχεδόν τίποτε. Και τελικά παρά την καλή μου διάθεση στο άλλο ραδιόφωνο, διαπίστωσα ότι ένοιωθα πολύ κουρασμένη απ' ότι κι η ίδια φανταζόμουν! Ήταν μια απ' τις φορές που νιώθεις ότι έχεις αδειάσει και χρειάζεσαι ένα διάλειμμα στην ζωή σου για μερικές ώρες (αν όχι μέρες) να φορτώσεις τις μπαταρίες σου και να προχωρήσεις. Και το ένιωθα. Ήμουν άδεια εντελώς και το μυαλό μου δεν έλεγε να δουλέψει για να προχωρήσω επαγγελματικά. Ήθελα την ανάπαυλα μου. Και δεν μου αρκούσαν ώρες ανάπαυλας, απλά χρειαζόμουν διακοπές. Άλλωστε καλοκαιράκι ήταν κι είχα όλο το χρόνο να ξεκουραστώ, να οργανωθώ και να επιστρέψω ραδιοφωνικά δριμύτερη. Δεν μου έμενε τίποτε άλλο απ' το να αρχίσω το γνωστό μου 'καλοκαιρινό πρόγραμμα': μπάνια και πάλι μπάνια, διακοπές στο χωριό του πατέρα μου, συγκεντρώσεις με τα ξαδέρφια και πάει λέγοντας. Δεν ήθελα να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο. Ήθελα να επικεντρωθώ σε αυτό το πρόγραμμα. Όσο μπορούσα...Ο αδερφός μου είχε ανέβει και πάλι απ’ την Ρόδο για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Με το που τελείωσε η εξεταστική δεν περίμενε καν την μέρα να περάσει. Είχε ήδη έτοιμες τις βαλίτσες όταν θα έδινε το τελευταίο μάθημα κι όταν τελείωσε πήγε αμέσως στο λιμάνι και μπήκε στο καράβι. Την επόμενη μέρα βρισκόταν στο σπίτι! Δεν τον ανησυχούσε ιδιαίτερα για το αν θα έπρεπε να είναι παρών για να δει τι είχε κάνει με τα μαθήματά του... Άλλωστε υπήρχαν φίλοι-συμφοιτητές του που θα τον ενημέρωναν αμέσως για τα αποτελέσματα. Θεωρούσε ότι ο χρόνος του ήταν περιορισμένος. Ήθελε λίγες διακοπές και ταυτόχρονα μια πρόσκαιρη εργασία για να μαζέψει λίγα χρήματα, για να μην τον χαρτζιλικώνουν οι γονείς μας, όποτε ήθελε να βγει βόλτα με τους φίλους του. Ανεβαίνοντας από Ρόδο ήμουν μάλλον η τελευταία που το έμαθε μιας και το τηλεφώνημά του ήρθε ξαφνικά:
- Αδερφούλα ετοίμασε το σάκο σου. Το Σαββατοκύριακο ανεβαίνουμε στο χωριό της μαμάς!
Μου ανακοίνωσε ένα βράδυ εντελώς ξαφνικά ο Γιάννης. Μα πως; Απ' το μυαλό μου πέρασε η απορία πως ήταν δυνατόν με το που θα φτάσει από Ρόδο να σηκωθούμε και να φύγουμε εκδρομή και μάλιστα μόνο για ένα Σαββατοκύριακο. Πριν καν προλάβω να θέσω τις απορίες μου με πρόλαβε και μου εξήγησε πως είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα, ότι δεν στάθηκε και πολύ και πήγε και μίλησε με έναν γνωστό του για δουλειά και θα άρχιζε μες την βδομάδα μετά το Σαββατοκύριακο της εκδρομής μας, αν φυσικά συμφωνούσα κι ακολουθούσα.
- Μόνο για το Σαββατοκύριακο; Πως σου ήρθε αυτό κι όχι να μείνουμε λίγες μέρες παραπάνω; Τον ρώτησα. Η αλήθεια στο βάθος ήταν μία: ήθελα να με δοκιμάσω. Αν είχα τις αντοχές να μην θυμάμαι κι αν οι μνήμες απ' τα μέρη που είχαμε περάσει με τον Στράτο με πονούσαν λιγότερο.
- Α, ξέχασα! Δεν είναι δική μου ιδέα. Του Στράτου είναι. Πήρε το δίπλωμα οδήγησης και για δώρο ο πατέρας του, του παραχωρεί το αυτοκίνητο για το Σαββατοκύριακο να πάει όπου θέλει εκδρομή. Ε! Και πρότεινε να πάμε όλοι παρέα.
Η καρδιά μου ξαφνικά πετάρισε. Μου άρεσε η ιδέα. Αλλά μια σκέψη με συγκράτησε:
- Συμφώνησε η Δέσποινα για μια τέτοια διήμερη εξόρμηση; Ρώτησα με απορία.
- Δεν θα έρθει μαζί μας. Δεν μπορεί να πάρει άδεια απ’ την δουλειά της. Υπάρχει έλλειψη προσωπικού και η ίδια τις περισσότερες φορές κάνει διπλοβάρδιες.
Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά ικανοποιητικά! Απ’ την μια πίστευα πως θα κάναμε καλή παρέα με την Δέσποινα μιας και δεν ήμασταν κι εντελώς άγνωστες, αλλά απ’ την άλλη χαιρόμουν που δεν θα ήταν, γιατί ίσως να ήταν τελικά η τελευταία ευκαιρία που ζητούσα. Η ευκαιρία να δώσω ένα τέλος στους ανοιχτούς λογαριασμούς μου με τον Στράτο. Αν κατάφερνα τελικά να το δώσω αυτό το τέλος. Αν δεν γινόταν εφικτό κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αυτό που θα κατάφερνα θα ήταν να κλείσω έστω το κεφάλαιο των διακοπών πριν τρία χρόνια, φέτος! Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως θα έπαιρνα τις απαντήσεις που αποζητούσα εδώ και χρόνια απ' τον ίδιο. Κάπως, με κάποιον τρόπο θα μάθαινα κι απ' τον Στράτο τι γινόταν μέσα του. 

Ήρθε το Σάββατο και ξεκινήσαμε νωρίς-νωρίς για το χωριό. Σε μια ώρα θα ήμασταν εκεί και θα μπορούσαμε να χορτάσουμε την μέρα. Ο Στράτος πέρασε απ' το σπίτι των γονιών μου για να μας παραλάβει, πρωί-πρωί. Δεν κατέβηκε καν απ' το αυτοκίνητο και όση ώρα τακτοποιούμασταν για να βολευτούμε στο αυτοκίνητο του εκείνος αδιαφορούσε στην παρουσία μου. Δεν καταλάβαινα τι τον είχε πιάσει. Πρώτη φορά εισέπραττα την ψυχρή αδιαφορία του και αυτό με πίκρανε. Να το έκανε για τον Γιάννη ή απλά δεν ήθελε να είμαι μαζί τους; Αν όντως δεν με ήθελε μαζί τους, τότε γιατί το πρότεινε στον Γιάννη; Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι. Πετάξαμε τα σακίδια μας στο πίσω μέρος του βαν του πατέρα του Στράτου και χώθηκα κι εγώ. Ευτυχώς που οι πάγκοι ήταν πάντα προσαρμοσμένοι πίσω και δεν τους είχαν βγάλει κι οι οποίοι θυμάμαι είχαν βολέψει όλη την παρέα που είχαν έρθει να γιορτάσουν τα γενέθλια-έκπληξη του Στράτου στις διακοπές μας τότε! Μου άρεσε δεν μου άρεσε ο πάγκος που βόλευε και να κρατιέμαι στις στροφές ήταν αυτός πίσω ακριβώς απ’ το κάθισμα του οδηγού, με οδηγό τον Στράτο! 
- Καλημέρα! Μου είπε ο Γιάννης ότι πήρες το δίπλωμα. Καλοτάξιδος!!!
Του είπα αστειευόμενη για να διώξω αυτή την αμηχανία ανάμεσά μας. Θα έπρεπε να προσποιηθώ την χαρούμενη ώστε να περάσουμε καλά αυτό το διήμερο.
- Σ' ευχαριστώ ρε Μαρινάκι.
Μου είπε και μου χαμογέλασε απ' το καθρεφτάκι του παρμπρίζ. 
- Η Δέσποινα; Γιατί δεν ήρθε;
- Δεν σου είπε ο Γιάννης; Δεν μπορούσε να φύγει απ' την δουλειά. Λείπει το μισό προσωπικό με άδειες και το υπόλοιπο κοιτά να καλύψει κενά. Άσε που καμιά φορά κάνει και διπλοβάρδιες.
Μου είπε χωρίς να δείχνει ότι τον στενοχωρούσε ιδιαίτερα η απουσία της Δέσποινας. Δεν με αφορούσε. Ήταν θέμα δικό του. Εμένα μου αρκούσε που θα περνούσαμε ένα σαββατοκύριακο παρέα. 
Βολεύτηκε κι ο Γιάννης και ξεκινήσαμε. Η τέκνο και η ρέϊβ μουσική έπαιζαν στο τέρμα και με το ηχείο να δονείται ακριβώς δίπλα στο αυτιά μου! Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες μου ο Στράτος έκανε ότι δεν άκουγε και δεν μείωνε την ένταση! Απ’ τον καθρέπτη του παρμπρίζ κοιτούσε συνεχώς πίσω’ πότε την κίνηση και πότε εμένα. Δεν ήθελα να δώσω σημασία. Αυτό που μου ερχόταν εκείνη την στιγμή ήταν μια …δολοφονική διάθεση – να πιάσω τον πυροσβεστήρα που ήταν πίσω στο κάθισμα του συνοδηγού και να του δώσω μια στο κεφάλι… Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου δημιουργούσε τέτοια μπερδεμένα συναισθήματα: αγάπης και μίσους! Ήθελα με κάποιο τρόπο να του δείξω ότι υπάρχω. Ότι ήμουν πίσω του, μια ανάσα πίσω του κι ότι ακόμη τον νοιαζόμουν. Ότι όσο κι αν με πλήγωνε η συμπεριφορά του εγώ ήμουν εκεί. Δίπλα του. Όπως πάντα. Εκείνος δεν αντέδρασε στο παραμικρό. Ήταν λες και δεν υπήρχα. Μιλούσε με τον αδερφό μου αλλά απαξιούσε να μιλήσει σε μένα. Αισθάνθηκα ότι ήταν λάθος μου να τους ακολουθήσω, αφού όπως φαίνεται τελικά ο Στράτος δεν δείχνει να συμφώνησε με την καρδιά του να ακολουθήσω κι εγώ σε αυτή μας την εκδρομή.
Αποφάσισα πως ήταν προτιμότερο να μην ασχολούμαι μαζί του. Ίσως το βλέμμα του να ήταν και …κομματάκι τυχαίο! Δεν έχει σημασία αν ήταν σχεδόν μονίμως κολλημένο σε μένα! Δεν κάναμε καμία στάση πουθενά κι έτσι σε μια ωρίτσα είχαμε φτάσει στο χωριό. Κι ανυπομονούσα να φτάσουμε. Δεν μπορούσα να κάθομαι άλλο πίσω του. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, αλλά δεν μπορούσα άλλο πια. Ανεχόμουν την παρουσία του επειδή έτσι έπρεπε... Σκυλομετάνιωνα συνεχώς για την λάθος επιλογή μου να μην μιλήσω ποτέ στον Γιάννη για το πως αισθανόμουν για τον Στράτο. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως με τον Στράτο να ήμασταν μαζί όπως πάντα θέλαμε και με τον αδερφό μου να στηρίζει την επιλογή μας. Τώρα πια είναι αργά. Ο Στράτος έκανε τις επιλογές του, εγώ απλά τον στήριζα όποτε μου το ζητούσε κι ας έμενα μόνη μου. Αρκεί που ήμουν μια επιλογή στήριξης για εκείνον. Ήμουν η φίλη που ποτέ δεν τον πρόδωσε και που δέχθηκε χωρίς αντιδράσεις τις επιλογές της ζωής του. Το βαν μου φαινόταν τόσο μικρό που ένιωθα να με πνίγει. Ξαφνικά είχα την αίσθηση πως οι λαμαρίνες του συρρικνωνόταν και με πίεζαν από παντού και μου κοβόταν η ανάσα και η ζέστη που ανέδιδαν όπως το χτυπούσε ο ήλιος στην διάρκεια της διαδρομής έκανε πιο δύσκολη την κατάσταση παρά τα ανοιχτά παράθυρα! Κοίταζα το ρολόι συνεχώς μέχρι που τελικά φτάσαμε. Κι ένιωθα το οξυγόνο να κατακλύζει τα πνευμόνια μου και ανυπομονούσα να βγω απ' το αυτοκίνητο για να απαλλαγώ απ' το βλέμμα του Στράτου, αλλά και απ' την έντονη εκκωφαντική μουσική που ακουγόταν απ' το ηχείο δίπλα στα αυτιά μου.
Είχε πολυκοσμία κι αρκετή κυκλοφοριακή κίνηση. Λογικό ήταν μιας και βρισκόμασταν στα μέσα της καλοκαιρινής περιόδου κι ήταν η εποχή που ο περισσότερος κόσμος έπαιρνε την άδεια του για τις θερινές του διακοπές. Ο Στράτος οδήγησε κατ’ ευθείαν προς το σπίτι χωρίς να κάνει κάποια ενδιάμεση στάση στην παραλία. Ίσως επειδή το Σαββατοκύριακο θα έπρεπε να είναι γεμάτο και να μην αφήσουμε να πάει χαμένο το παραμικρό δευτερόλεπτο.
Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο αμέσως κι άνοιξα το σπίτι αμέσως. Μπαίνοντας ήρθε έντονη η μυρωδιά της κλεισούρας, αλλά μου άρεσε. Η μυρωδιά της υγρασίας με ανακούφιζε. Κοίταζα το σπίτι και οι αναμνήσεις άρχισαν να μπουκώνουν στο κεφάλι μου. Μία-μία, διαδοχικές κι έπειτα είχα μπερδευτεί γιατί είχαν συσσωρευθεί όλες και οι εικόνες έρχονταν μπερδεμένες μπροστά στα μάτια μου. Με τον Στράτο αυτή την φορά μαζί μας, ένοιωθα ότι δεν είχε περάσει μέρα από τότε. Ήταν σαν να είχα ξυπνήσει από ένα μεγάλο όνειρο και απλά περνούσαμε ένα διήμερο παραπάνω από εκείνο το δεκαήμερο των διακοπών μας πριν τρία χρόνια. Ο Στράτος κι ο Γιάννης με ακολούθησαν κουβαλώντας τους σάκους και τις σακούλες με τα φαγώσιμα:
- Δεν έχει αλλάξει τίποτε. Όπως το είχα αφήσει είναι.
Είπε ο Στράτος περνώντας στην αυλή και χαζεύοντας την ολόγυρα. Όντως, απ’ έξω δεν είχε αλλάξει τίποτε, μόνο μέσα στο σπίτι είχαν γίνει κάποιες απαραίτητες εργασίες. Ο Γιάννης άφησε τα πράγματα τους στο δωμάτιο που μοιράζονταν και τότε με τον Στράτο και τον δικό μου σάκο τον άφησε στο διπλανό υπνοδωμάτιο, σε αυτό που κοιμόμουν εγώ τότε!
- Βάλατε ταβάνι τελικά!
Πρόσεξε ο Στράτος την ξύλινη οροφή που κάλυπτε πια τα ανοίγματα των τοίχων και όλη την εσωτερική κατασκευή της κεραμοσκεπής.
- Και δεν χαίρεσαι; Γλυτώνεις έτσι τις ουρανοκατέβατες παντόφλες!
Του είπα χαμογελώντας έχοντας στο μυαλό μου την στιγμή που ένα βράδυ τότε του είχα πετάξει την παντόφλα του πατέρα μου εκνευρισμένη απ’ την συνεχή του μουρμούρα!
- Τυχερός είσαι φίλε μου!
Του είπε ο Γιάννης χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Γέλασαν μεταξύ τους οι δύο φίλοι καθώς θυμήθηκαν την σκηνή.
Στο σπίτι δεν καθίσαμε περισσότερο. Όλα κινούνταν γρήγορα. Ούτε που υπήρξε καν στο μυαλό μας το να συμμαζέψουμε λίγο τα πράγματά μας, να στρώσουμε τα κρεβάτια μας πριν μας βρει το σκοτάδι –μιας και για άλλη μια χρονιά το σπίτι δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί (ήταν γενικό φαινόμενο της περιοχής τότε, εκτός του κεντρικού οικισμού), να γεμίσουμε τα βαρέλια με κρύο νερό απ’ το πηγάδι, να ετοιμάσουμε φαγητό για το μεσημέρι. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ίσως επειδή όλα αυτά ήταν χαμένος χρόνος και δεν θέλαμε να τον χάσουμε. Ήταν λες και θέλαμε να φανεί πως τώρα εκείνες οι διακοπές τελείωναν! Βάλαμε τα μαγιό μας και φύγαμε για την θάλασσα για μπάνιο. Στην διαδρομή για την παραλία ο Στράτος είχε μιαν ανεξήγητη λογοδιάρροια κι ο αδερφός μου δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον διακόψει. Ίσως επειδή είχε χάσει πολλά επεισόδια από την ζωή του Στράτου, που παρά τα όσα του έλεγα που και που εγώ απ’ το τηλέφωνο δεν ήταν αρκετά ώστε να τον πείσουν για το τι γινόταν στην ζωή του φίλου του! Ο λόγος του Στράτου είχε να κάνει με την Δανάη και το πόσο πολύ δεχόταν να τον βασανίζει με τις απαιτήσεις της, για την Άννα ουδείς λόγος. Ίσως επειδή κι ο αδερφός μου όντας γοητευμένος απ’ την κοπέλα και την προσπάθειά του να προχωρήσουν την γνωριμία τους, έφαγε χυλόπιτα κομψά σερβιρισμένη. Επειδή η Άννα δεν ήταν ο άνθρωπος που αφού χαλούσε μια σχέση με κάποιον θα έκανε κάτι με κάποιον φίλο του, παρά το γεγονός ότι τον Στράτο δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου η πρόθεση του αδερφού μου. Αντιθέτως, είχε εκτιμήσει το γεγονός ότι προηγουμένως ο Γιάννης του μίλησε και ξεκαθάρισε την θέση του. Άλλωστε δεν ήθελε κι ο αδερφός μου να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Τι σημασία είχε αν ο Στράτος κι η Άννα είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους; Ίσως να υπήρχαν αισθήματα μεταξύ τους και δεν ήθελε ο αδερφός μου να είναι το εμπόδιο στην ιστορία τους.
Σε αυτή την κουβέντα δεν συμμετείχα. Δεν ήθελα. Ήταν πια παρελθόν και με πονούσε να θυμάμαι το πόσο πολύ είχε πονέσει ο Στράτος για ένα λάθος πρόσωπο, αλλά που χάρη σε αυτό το λάθος άρχισε να εκτιμά ο ίδιος πολύ καλύτερα τους ανθρώπους και να είναι πιο συγκρατημένος στις σχέσεις του, άσχετα αν τελικά υπήρξαν πολλές απώλειες – δεν είχε καταφέρει να επανακτήσει τους φίλους που είχε χάσει εξαιτίας της Δανάης!

Φτάσαμε στην παραλία. Πέταξα την ψάθα μου στην αμμουδιά και πήγα και βούτηξα στην θάλασσα αμέσως. Ο Στράτος κι ο Γιάννης είχαν απλώσει τις ψάθες τους και κάτω απ’ τον καυτό ήλιο είχαν καθίσει και συνέχιζαν την κουβέντα τους. Ήμουν σίγουρη πως ο Στράτος μεγαλοποιούσε τα λεγόμενα του για να εντυπωσιάσει. Λες κι ο Γιάννης δεν τον ήξερε! Ανοίχτηκα στα βαθιά κολυμπώντας και κοιτούσα την ακτή κατά μήκος. Καλοκαίρι ήταν, πολύς κόσμος υπήρχε και στην μεριά του οικισμού φαινόταν ότι στην ακτή γινόταν το αδιαχώρητο, όπως το ίδιο γινόταν και στην αντίθετη πλευρά στην μεριά του κάμπινγκ. Λες κι όλο το ενδιαφέρον της ακτής το είχαν τα δυο άκρα της!
Σαν ταινία περνούσαν απ’ το μυαλό μου οι στιγμές που είχαμε περάσει πριν τρία χρόνια εδώ. Λες και δεν είχε αλλάξει το παραμικρό. Αισθανόμουν πολύ περίεργα. Το σίγουρο ήταν πως μια μικρή θλίψη με είχε κυριεύσει απ’ την στιγμή που ξεκινήσαμε. Ίσως γιατί πια ο Στράτος δεν ήταν μόνος και τα περιθώρια να φλερτάρουμε και πάλι ήταν εξαιρετικά στενά έως κι ανύπαρκτα. Τον κοιτούσα με τι πάθος μιλούσε στον αδερφό μου. «Πόσο σε λατρεύω πανάθεμα σε. Αχ και να μπορούσες να με διαβάσεις» σκεφτόμουν και πονούσα. Ένοιωσα μια γλυκιά ενόχληση στην καρδιά. Εκείνος είχε επιλέξει πια την ζωή του κι εγώ δεν είχα την δύναμη να ακολουθήσω την δική μου. Ήμουν κολλημένη περιμένοντας τον. Περιμένοντας αγωνιωδώς να μας δώσει μια ευκαιρία. Ήθελα με κάθε τρόπο να του δείξω πόσο πολύ τον αγαπούσα. Αν η συμπαράστασή μου στις δύσκολες στιγμές του δεν σήμαιναν τίποτε γι’ αυτόν κι αν εκείνος ήταν μόνος θα του έδειχνα με πόση δύναμη τον αγαπούσα και τον λαχταρούσα. Όμως οι στιγμές που παρέμενε μόνος ήταν ελάχιστες κι όταν εγώ προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβει πως ήμουν εκεί, κοντά του, για πάντα, εκείνος ήδη είχε προχωρήσει και είχε βρει κάποια για να του αναπληρώσει το κενό. Δεν μπορούσε και δεν άντεχε να μένει μόνος. Και ποτέ δεν έδειχνε ότι είχε την ανάγκη μου. Μόνο όταν ένιωθε να τον πιέζουν οι καταστάσεις θυμόταν ότι βρισκόμουν εκεί κοντά του στο πλάι του κι ερχόταν για να μου μιλήσει, να βγάλει από μέσα του ότι τον έπνιγε κι εγώ τον άκουγα και πάντα αυτό θα κάνω. Τον κοίταζα που συνέχιζε να μιλά στον αδερφό μου και προσπαθούσα να βρω μια δικαιολογία στον εαυτό μου για να μπορέσω να ξεκολλήσω την σκέψη του από πάνω μου. Πως θα το κατάφερνα αυτό; Πως θα έβρισκα την δύναμη να τον αποχωριστώ; Είναι τόσο εύκολο να διώξεις μακριά αυτόν που αγαπάς, απ' την στιγμή που θες να είσαι πάντα κοντά του, γιατί ανά πάσα ώρα και στιγμή θα σου ζητήσει βοήθεια, γνωρίζοντας ότι είσαι το μόνο πρόσωπο που εμπιστεύεται στα δύσκολα; Τον κοίταζα και τον αγαπούσα όλο και περισσότερο. “Μακάρι να ήμασταν μαζί. Άραγε έχεις καταλάβει το πόσο πολύ σε αγαπώ;”. 
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Βουτηγμένη στις σκέψεις δεν είχα καταλάβει ότι ήμουν αρκετή ώρα στην θάλασσα. Άρχισα να κολυμπάω προς τα έξω. Ήταν η ώρα που έπρεπε να ‘ξεμουλιάσω’ και να βάλω λίγο αντηλιακό στο σώμα μου. Εκείνη την στιγμή ήταν που ο Γιάννης σηκώθηκε να κολυμπήσει, ενώ ο Στράτος έμεινε στην θέση του για να φουσκώσει το στρώμα θαλάσσης:
- Που πας; Γιατί βγήκες;
Με ρώτησε όταν πλησίασα κι έκατσα στην ψάθα μου.
- Θα μπω και πάλι. Αντηλιακό θέλω να βάλω και θα πέσω πάλι αργότερα.
Είπα χωρίς να τον κοιτάξω. Εκείνος δεν είπε τίποτε και όταν τελείωσε με το φούσκωμα πετάχτηκε και τρέχοντας με το στρώμα παραμάσχαλα έπεσε στην θάλασσα. Οι δυο φίλοι έπαιζαν ανέμελα. Τους κοίταζα και μου θύμιζαν εκείνα τα μικρά παιδιά που είχαν γνωριστεί σε εκείνο το μασκέ πάρτι κι από τότε αποφάσισαν να μην χωρίσουν. «Μαρίνα εγώ θα είμαι με τον φίλο μου τον Στράτο» άκουγα την ηχώ της παιδικής φωνής του αδερφού μου όταν ήρθε να μου το πει για να μην ανησυχώ και να μην το ψάχνω μέσα στην ντίσκο. Που να φανταζόμουν ότι θα ερωτευόμουν τόσο δυνατά εκείνο το πιτσιρίκι που ξαφνικά κι εν μία ‘νυκτί’ έγινε κολλητός του Γιάννη! Που να φανταστεί κανείς πόσα τρελά παιχνίδια κάνει η ίδια η ζωή και παίζει με την καρδιά μας! Είχα αφεθεί να με καίει ο ήλιος κι είχα στρέψει το κεφάλι μου στους δύο φίλους που τους έβλεπα να ανταγωνίζονται στο κολύμπι και να μαλώνουν για το ποιος θα πρωτοπάρει το στρώμα, να παίζουν πόλο-βόλεϊ, να δοκιμάζουν και πάλι την τύχη τους στις ρακέτες κι άντε ξανά στο νερό. Πόσο αλήθεια η θάλασσα καμιά φορά σε κάνει να αδειάζεις απ’ όλα και να την απολαμβάνεις χωρίς να σκέφτεσαι το παραμικρό!
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ‘τραβά’ το δέρμα μου κι ένοιωσα ότι έπρεπε να ξαναβάλω αντηλιακό. Σηκώθηκα κι άρχισα να πασαλείβομαι πάλι.
- Θα βάλεις και σε μένα λάδι;
Άκουσα ξαφνικά τον Στράτο. Ο Γιάννης ήταν στην θάλασσα. Είχε πάρει το στρώμα και αφηνόταν να τον παρασύρουν τα ρεύματα κι εκείνος απλά με λίγες κινήσεις του χεριού άφηνε το στρώμα να επιπλέει εκεί που ήθελε. Δεν αρνήθηκα στον Στράτο να του βάλω αντηλιακό. Ήταν μια στιγμή που θα τον είχα …του χεριού μου! Έριξα λάδι στο πλάτη του και με τα δυο χέρια άρχισα τις μαλάξεις. Το μυαλό μου ήταν άδειο. Απλά αφηνόμουν σε αυτό το χάδι. Ήθελα με αυτό το άγγιγμα να καταλάβει ότι τον σκεφτόμουν συνέχεια κι ότι τον αγαπούσα.
- Αυτό είναι! Μακάρι κι η Δέσποινα να έκανε μασάζ όπως εσύ!
Γέλασα! «Μη με συγκρίνεις μάτια μου…» ψιθύριζα στο μυαλό μου το τραγούδι. Δεν ήθελα να του το χαλάσω. Απολάμβανε το μασάζ και το αποδείκνυαν τα βογγητά του. Δεν είχα αρκεστεί μόνο στην πλάτη, αλλά και στα πλευρά του και στο στήθος του. Κινήσεις εντελώς ασυναίσθητες. Ίσως επειδή μέσα μου πίστεψα προς στιγμήν ότι ήταν δικός μου και ότι είχα δικαίωμα να τον χαϊδέψω παντού έστω και με αφορμή το αντηλιακό. Κι απ' την στιγμή που εκείνος δεν έδειχνε να τον θυμώνουν οι κινήσεις μου άλλο τόσο εγώ είχα παραδοθεί στην σκέψη πως ήταν δικός μου. Κι εκείνος δεν σηκωνόταν, απλά αφηνόταν σε αυτό που ζούσε εκείνη την στιγμή λες και τα χέρια μου τον υπνώτιζαν με το μασάζ. Τον χαλάρωναν και δεν ήθελε μάλλον να το διακόψει. Ένοιωθα ότι κι οι δυο είχαμε παρασυρθεί εκείνη την στιγμή από πολλές σκέψεις και μνήμες. Λες και είχαμε σβήσει το σήμερα και ζούσαμε το χθες, λες και ήταν η επόμενη μέρα εκείνο το καλοκαίρι. Και δεν θέλαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό. Το να ζεις το χθες και σήμερα ήταν πολύ σκληρό την δεδομένη στιγμή… Ξαφνικά κάτι με έκανε να συνέλθω και να διακόψω απότομα το μασάζ. Αν αφηνόμουν η θέση μας θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και δεν ήθελα ο Στράτος να γυρίσει πίσω επηρεασμένος και η Δέσποινα να μην μπορεί να καταλάβει τι γινόταν. Δεν ήθελα έτσι. Δεν ήταν σωστό. Δεν ήμουν έτσι εγώ και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να παρασυρθεί σε κάτι που ίσως κόστιζε σε λάθος άνθρωπο. Τον άφησα και αμέσως ξάπλωσα να συνεχίσω την ηλιοθεραπεία. Ο Στράτος απλά έμεινε να με κοιτά και να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει γιατί διέκοψα. Το κατάλαβε και συνήλθε. Κατάλαβε ότι το παιχνίδι μου αν συνεχιζόταν θα γινόταν επικίνδυνο κι ότι πια δεν ήταν μόνος όπως τότε και να κάτσει να το απολαύσει, όμως με το σκεπτικό ότι ήταν δοσμένος στην Δέσποινα αυτό θα δυσκόλευε την στιγμή και ο Γιάννης θα αντιδρούσε αναλόγως αν έβλεπε ότι κάτι παιζόταν σε βάρος ενός αθώου ανθρώπου που είχε την ατυχία να δουλεύει για ώρες και να μην μπορεί να εξασφαλίσει μιας μέρας άδεια για ένα διήμερο με τον άνθρωπο που αγαπούσε' γιατί κι η Δέσποινα όπως φάνηκε πολύ αργότερα ήταν ερωτευμένη πολύ με τον Στράτο. Πετάχτηκε και έτρεξε προς την θάλασσα για μακροβούτι.

Στην παραλία μείναμε γύρω στις τέσσερις ώρες. Δεν κάναμε άλλη δουλειά απ’ το να μπαινοβγαίνουμε στην θάλασσα και να παίζουμε, να πειραζόμαστε και να βγάζουμε φωτογραφίες. Ώσπου νοιώσαμε τα στομάχια μας να διαμαρτύρονται. Στο σπίτι επιστρέψαμε μόνο και μόνο για να βγάλουμε τα βρεγμένα μας. Αυτή την φορά ο Στράτος στην επιστροφή δεν είχε να λέει στον αδερφό μου την ιστορία του με την Δανάη, τώρα πια ασχολιόταν με μένα και θυμόταν στιγμές απ’ τις διακοπές μας. Συμμετείχα χαρούμενη γιατί μου άρεσε που δεν είχε ξεχάσει λεπτομέρειες. Και κάπου βαθιά μέσα μου με συγκινούσε το γεγονός ότι τον είχαν σημαδέψει τόσο όσο κι εμένα.
- Καλά τι πάθατε εσείς οι δυο; Ο ήλιος σας χτύπησε κατακούτελα και θυμάστε τα παλιά; Πετάχτηκε ο Γιάννης.
Κοιταχτήκαμε με τον Στράτο και γελάσαμε με την καρδιά μας για την αθώα αντίδραση του Γιάννη. Ήταν κάτι που μου άρεσε. Όταν πια σταματήσαμε να μιλάμε οι μνήμες μου έφερναν πίκρα. Μακάρι να γινόταν να γυρνούσα τον χρόνο πίσω!

Στο εστιατόριο είχα τον Γιάννη δίπλα μου και τον Στράτο απέναντί μου. Ο αδερφός μου είχε έτσι όλη την ευχέρεια να μας ελέγχει αν έστω είχε την παραμικρή υποψία ότι του παίζαμε παιχνίδι πίσω απ’ την πλάτη του. Δεν μπήκε όμως σε τέτοιο κόπο. Δεν είχε σκοπό να χαλάσει ένα διήμερο για μια χαζομάρα. 
Ο Στράτος απέναντί μου όταν ο Γιάννης χάζευε, είχε τα μάτια του κολλημένα επάνω μου. Όποια κίνηση και να έκανα δεν έλεγε να τα πάρει από επάνω μου. Μου άρεσε. Με γοήτευε. Αλλά η αμηχανία μου εκεί δίπλα στον Γιάννη ήταν μεγάλη. Χρόνια πάλευα με όλα μου τα αισθήματα για να μην μας προδώσω και να μην προδωθώ στον αδερφό μου. Γιατί δεν καταλάβαινε ότι δεν μπορούσα να ανταποκριθώ ακριβώς το ίδιο; Γιατί πάντα θα έπρεπε να με βολιδοσκοπεί την στιγμή που εγώ δεν θα μπορούσα να αντιδράσω; Με έκανε να αισθάνομαι τόσο αμήχανα που πια έφθασα στο σημείο να μην τον κοιτάω καν και να κοιτάζω μόνο τα ποτήρια και τα πιάτα ή τον κόσμο στα άλλα τραπέζια. Όμως δεν σταματούσε. Επέμενε στο παιχνίδι του. Με θύμωσε. Η όψη μου είχε γίνει αυστηρή και τον κοιτούσα αναλόγως για να καταλάβει ότι έπρεπε να σταματήσει αυτό το παιχνίδι. Δεν πτοήθηκε καν αν εγώ τον κοιτούσα αγριεμένη, για να καταλάβει ότι τον είχα κάνει τσακωτό. Κοιτώντας με άρχισε: «Θυμάσαι τότε που…». Συνεχώς. Γιατί θα έπρεπε να συμμετέχω τώρα σε κάτι που το είχα επωμιστεί εδώ και χρόνια και ζούσα με τις αναμνήσεις από τότε, περιμένοντας εκείνον κάτι να κάνει; Τι ήθελε να κερδίσει; Ενώ με έβλεπε να έχω σκύψει το κεφάλι και το χαμόγελο μου να γράφει τον πόνο της καρδιά μου, εκείνος συνέχιζε. Κι όσο εγώ πονούσα και χαμογελούσα για να μην το δείχνω, επέμενε. Σταματημό δεν είχε. Γιατί δεν καταλάβαινε ότι έτσι με βασάνιζε; Ότι έκανε την καρδιά μου κομμάτια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Γιατί εκμεταλλευόταν την παρουσία του αδερφού μου για να μου δείξει ότι δεν είχε πάψει στιγμή να με σκέφτεται μέσα απ’ τις αναμνήσεις εκείνων των διακοπών; Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Κάθε ανάμνηση ήταν και μια μαχαιριά. «Σε παρακαλώ σταμάτα. Μην το κάνεις χειρότερο» σκεφτόμουν και έπινα κρασί συνέχεια κι απέφευγα να τον κοιτάζω έχοντας ένα μόνιμα καρφιτσωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήθελα να του δείξω ότι υπέφερα απ’ το παιχνίδι του και δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει. «Γιατί το κάνεις; Τι νομίζει ότι καταφέρνεις;». Το ίδιο παιχνίδι συνεχίστηκε και στο αυτοκίνητο. Το βασανιστήριο των αναμνήσεων σταματημό δεν είχε. Με κοιτούσε απ’ το καθρεφτάκι του παρμπρίζ και πετούσε μια ανάμνηση στην στιγμή και με τσάκιζε. Ο αδερφός μου δεν καταλάβαινε τι είχε πάθει ο φίλος του. Τι να καταλάβει πια; Πώς να καταλάβει ότι την αδερφή του και τον φίλο του τους ένωναν οι ίδιες αναμνήσεις, τα ίδια συναισθήματα που τα έπνιγαν για χάρη του και για άλλους λόγους που μόνο ο φίλος του ήξερε; Κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλο μου και το είδε και σταμάτησε να μιλά. Είχε καταλάβει ότι με είχε κάνει σμπαράλια κι ότι αν συνέχιζε τότε ίσως να χαλούσε και την διήμερη εκδρομή μας. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο πια να κλείσω αυτόν τον κύκλο. Εκείνος είχε κάνει τις επιλογές του, είχε πάρει τον δρόμο του κι έπρεπε πια να με αφήσει να πάρω κι εγώ τον δικό μου. Αφού δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι γινόταν μέσα του και τι ακριβώς αισθανόταν για μένα, ας με άφηνε. Δεν χρειαζόταν απόψε να παίζει με τις μνήμες που μας ένωναν.

Η επόμενη στάση μας ήταν το κάμπινγκ. Μετά το φαγητό επιβαλλόταν να πιούμε απογευματινό καφέ, ώστε να μας φύγει η ζάλη απ’ το φαγοπότι, μπας κι ο παγωμένος φραπές πάγωνε για λίγο το κεφάλι του Στράτου ώστε να σταματήσει να θυμάται. Καθίσαμε στην μπάρα όπως και τότε. Παραγγείλαμε τους φραπέδες μας και κοιτούσαμε τριγύρω μήπως και βλέπαμε κάνα παλιό γνώριμο απ’ το προσωπικό του κάμπινγκ. Τίποτε. Όλοι είχαν αλλάξει. Αντί της Τασούλας που έφτιαχνε τους καφέδες τότε, βρισκόταν η Τζούλια. Μια γλυκιά κοπέλα καστανόξανθη με μακριές μπούκλες και γαλανά μάτια και που ο Στράτος δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία, μιας κι ο Γιάννης του είχε μιλήσει για το πόσο τον ενδιέφερε. Όμως ο Στράτος ήδη ήταν φορτισμένος απ’ τις μνήμες κι όπως καθόταν δίπλα μου όπως τότε, κόλλησε τον μηρό του στον δικό μου όπως τότε και με κοιτούσε στα χείλη όπως τότε. «Σε παρακαλώ μη με βασανίζεις» σκεφτόμουν. Έκανα μια προσπάθεια να τραβηχτώ από κοντά του, όμως εκείνος συνέχισε. Έστρεψε το δικό του σκαμπό ώστε να με βλέπει ολόκληρη περνώντας το χέρι του στην πλάτη του δικού μου σκαμπό. Καμιά φορά ένιωθα τα δάχτυλα του να χαϊδεύουν την πλάτη μου κι αυτό με έκανε να τραβιέμαι κάθε φορά που ένιωθα το άγγιγμα του. Μιλούσε με τον Γιάννη έχοντας το πρόσωπο του στραμμένο στο δικό μου και καμιά φορά έσκυβε σχεδόν επάνω στον ώμο μου για να τονίσει κάτι τάχα μου. Δεν αντιδρούσα. Ήθελα πολύ να το κάνω αλλά το απέφευγα. Δεν γινόταν να έχω την όποια αντίδραση όσο κι αν ο Στράτος έπαιζε με την φωτιά. Δεν υπήρχε λόγος να σκαλίσω το παραμικρό. Έπρεπε να κρατήσω τις ισορροπίες μας. Σκεφτόμουν την Δέσποινα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μας προστατεύσω. Όσο εκείνος γινόταν πειρασμός το δικό μου το μυαλό πήγαινε στην Δέσποινα, γιατί δεν της άξιζε να πληγωθεί απ' τον Στράτο αν ξαφνικά αντιδρούσε αναπάντεχα. Το πόσο απρόβλεπτος ήταν δεν μπορούσε να το ξέρει . Απέφυγε την βαριά διάθεσή μας κάνοντας χαζομάρες για να μην καταλάβει τίποτε ο Γιάννης. Άρχισε να αστειεύεται και να κουτσομπολεύει τον κόσμο, αλλά συνέχιζε να τρίβει το πόδι του στο δικό μου. Δεν άντεξα. Τον κλότσησα. Γύρισε και με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ θυμωμένη για να του δώσω να καταλάβει πως έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να καταλάβει πως κάναμε κακό στους εαυτούς μας και ήταν κρίμα κι άδικο για την Δέσποινα, να πέσει ο Στράτος στην παγίδα που έκρυβαν οι αναμνήσεις. Για μένα δεν με ένοιαζε. Δεν είχα κάποιον να προσπαθώ να του κρύβομαι. Ο Στράτος όμως; Μετά από όλο αυτό που γινόταν πως θα αντίκριζε την κοπέλα του κατάματα; Ίσως να πέρασε απ’ το μυαλό του και σταμάτησε…, για την ώρα!






Κεφάλαιο 56

54. Απολύσεις!



O Γιώργος ήταν ο άνθρωπος που μου έκανε πρόταση συνεργασίας με το ραδιόφωνο. Ήταν για μένα κάτι σαν δώρο από εκείνον. Εκείνο τον καιρό εγώ εργαζόμουν σε άλλον σταθμό. Είχα το πρωινό καθημερινό μαγκαζίνο και το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων. Δεν είχα ιδέα από τέτοιου είδους εκπομπές κι ούτε που υπήρξε κάποιος να δείξει σε μένα και τους συνεργάτες μου πως μπορούσαμε να την οργανώσουμε και να υπάρξει μια εκπομπή με σειρά θεμάτων που ενδιέφεραν τους ακροατές. Έτσι λοιπόν όλοι όσοι ξέραμε από ελεύθερο ρεπορτάζ βάζαμε τις γνώσεις μας, γινόταν ένα τουρλουμπούκι κι έβγαινε μια εκπομπή η οποία εμένα δεν με ικανοποιούσε. Προσπαθούσα να περάσω τις ιδέες μου και δυστυχώς ο διευθυντής επέμενε να ακολουθώ το ίδιο μοτίβο και γενικά να περιορίζομαι μόνο στην παρουσίαση. Το γεγονός ότι δεν είχα το ελεύθερο να κάνω ένα πρωινό όπως το ήθελα, με αγανακτούσε και πολλές φορές δεν ήθελα να μπω στο στούντιο για να κάνω εκπομπή. Η κεντρική ιδέα ήταν η πρωινή εκπομπή να είναι ανάλαφρη με ειδήσεις που θα ενδιέφεραν τους πάντες και να αποφεύγαμε την αναφορά σε πολιτικά θέματα. Αυτό και μόνο επηρέαζε κατά κάποιο τρόπο και την μορφή του δελτίου ειδήσεων. Η έλλειψη συνεργασίας με κάποιο ειδησεογραφικό πρακτορείο και η αντιγραφή των δελτίων από άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς με έκανε το τελευταίο διάστημα να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς κι όταν ήρθε η πρόταση του Γιώργου ήταν για μένα το καλύτερο που μου είχε συμβεί. Θεωρούσα ότι σαν ερασιτέχνις πρόσφερα πολλά περισσότερα και δημιουργώντας ένα μοναδικά πολυάριθμο ακροατήριο απολάμβανα μοναδικές στιγμές. Κάτι που δεν το έζησα στα πρώτα μου επαγγελματικά ραδιοφωνικά βήματα!
Συναντηθήκαμε με τον Γιώργο εντελώς τυχαία και μετά από πάρα πολύ καιρό στο ταχυδρομείο. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει –μια απ’ τις πολλές φορές- να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου και να προχωρήσω την ζωή μου. Η τύχη μάλλον ήθελε να δώσει μια ευκαιρία ακόμη, άσχετα αν αυτή έστριψε στην γωνία. Ήταν πολύ χαρούμενος που με έβλεπε και με ρώτησε τι έκανα και με τι ασχολιόμουν. Του εξήγησα. Και παραξενεύτηκε με το γεγονός ότι εγώ είχα παρατήσει την εφημερίδα που εργαζόμουν και βρισκόμουν σε ένα ραδιόφωνο που προσπαθούσε μετά βίας να εκπέμπει. Η αλήθεια είναι ότι με τον Γιώργο γνωριστήκαμε όταν εγώ εργαζόμουν στην εφημερίδα για το χαρτζιλίκι μου και να μάθω την δουλειά του δημοσιογράφου και μου είχε ανατεθεί να ανακαλύψω ράδιο-ερασιτέχνες και να κάνω ένα ρεπορτάζ για τα χρόνια του ερασιτεχνικού ραδιοφώνου. Ο Γιώργος είχε έναν απ’ τους καλύτερους ερασιτεχνικούς σταθμούς. Είχε συγκεκριμένες ώρες και μέρες που εξέπεμπε και που ο ακροατής ήξερε ότι θα περνούσε μερικές ώρες καλές με πολύ μουσική κι αφιερώσεις και με ένα πρόγραμμα που ήξερες ότι θα ακούσεις μουσική χωρίς πολλές διακοπές. Από τότε που του πήρα την συνέντευξη, η γνωριμία μας παρέμεινε και ήταν κάτι που το θέλησε ο ίδιος. Κράτησα επικοινωνία μαζί του και το τηλέφωνο ήταν ένα μέσο μόνιμης επικοινωνίας μεταξύ μας. Οι συναντήσεις μας ήταν σπάνιες και εντελώς τυχαίες. Ήμουν αρκετά μικρή και ήθελα να μάθω την δημοσιογραφία. Ήθελα να τελειώσω το σχολείο και να ασχοληθώ πια για τα καλά με αυτή. Ο Γιώργος ήταν μέρος της ζωής μου. Ο πλατωνικός ερωτάς μου. Όμως μας χώριζαν δέκα χρόνια και έτσι αλλιώς σκεφτόταν ο Γιώργος κι αλλιώς εγώ. Είχα κολλήσει μαζί του μη ξέροντας για ποιο λόγο. Δεν μου είχε δώσει ποτέ έναν σοβαρό λόγο να τον ερωτευτώ, αλλά μάλλον την είχα πατήσει. Έτσι αισθανόμουν τότε. Ίσως επειδή μια έφηβη μπορεί πιο εύκολα να πιστέψει ότι είναι ερωτευμένη, άσχετα αν όλο αυτό στην πορεία αποδεικνύεται πως ήταν απλά μια συναισθηματική αναζήτηση και τίποτε παραπάνω.
Εκεί στο ταχυδρομείο μου πρότεινε να επανδρώσω την δημοσιογραφική ομάδα του ραδιοφώνου που έστηνε με τον Μάνο:
- Σκέψου το και πέρνα μεθαύριο απ’ τις εγκαταστάσεις να το συζητήσουμε.
Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ και πάρα πολύ. Είχα την περιέργεια να δω τι ήταν αυτό που έστηνε αλλά και να βρεθώ κοντά του. Πήγα στις εγκαταστάσεις. Ο σταθμός βρισκόταν στα σκαριά. Ο δε Γιώργος έγινε ξεναγός μου στον χώρο ο οποίος με εντυπωσίασε. Τα στούντιο, τα γραφεία και υπόλοιποι χώροι δεν είχαν καμία σχέση με τον χώρο που εγώ εργαζόμουν: που ήταν ένα σπίτι που τη σαλονοτραπεζαρία την είχαν μοιράσει σε στούντιο και κοντρόλ φτιάχνοντας ένα πρόχειρο διαχωριστικό κλείνοντας τη διπλή συρόμενη πόρτα που χώριζε τους χώρους, τοποθετώντας διπλή γυψοσανίδα και ένα διπλό μονωμένο τζάμι. Το ένα υπνοδωμάτιο είχε μετατραπεί σε γραφείο του διευθυντή και η κουζίνα ήταν ο χώρος που φτιάχναμε τους καφέδες μας αλλά κι ο χώρος των δημοσιογράφων! Το ραδιόφωνο του Γιώργου ήταν κανονικός ραδιοφωνικός σταθμός καθαρά επαγγελματικός και δεν συγκρινόταν με αυτόν που εγώ εργαζόμουν.
- Όπως βλέπεις όλα είναι έτοιμα και περιμένουμε τον τεχνολογικό εξοπλισμό. Και είμαστε έτοιμοι. Λοιπόν θα έρθεις να συμπληρώσουμε την ομάδα;
Τα είχα χάσει από όλα όσα έβλεπα και δεν ήξερα τι να πω. Θεώρησα πως θα ήταν ένας σταθμός σε πειραματικό στάδιο εκπομπής και πρότεινα να τους ακολουθήσω χωρίς να χάσω και την θέση μου στο άλλο ραδιόφωνο. Πως μου ήρθε τώρα αυτό ούτε κι εγώ το κατάλαβα:
- Μαρίνα αυτό που λες δεν γίνεται. Θα πρέπει να απασχολείσαι μόνο σε έναν απ’ τους δύο. Κι εμείς εδώ θέλουμε να εργαστείς σε μας και μόνο.
Η αλήθεια είναι πως δείλιασα με αυτό που μου είπε. Στο μυαλό μου περνούσαν όλα αστραπιαία. Ήθελα να εργαστώ μαζί του πάση θυσία!
- Κοίτα, όποτε τελειώσει η συνεργασία σου με τον άλλον σταθμό, να ξέρεις πως η πόρτα εδώ για σένα είναι πάντα ανοιχτή!
Και ήταν ανοιχτή! Παραιτήθηκα απ’ το άλλο ραδιόφωνο και ο Γιώργος είχε χαρεί πολύ που θα συνεργαζόμουν τελικά με τον δικό του σταθμό. Όμως όπως τότε που μου είχε κάνει την πρόταση να που και τώρα ερχόταν στην δύσκολη θέση να βάλει ένα τέλος. Άχαρος ο ρόλος του, αλλά του τον είχαν αναθέσει!
Ο τελευταίος μήνας ήταν απελπιστικά κουραστικός. Αυτή την φορά το είχαν παρακάνει. Το να με μεταθέτουν από τμήμα σε τμήμα ήταν κάτι που το είχα συνηθίσει μιας και το έκαναν κατά καιρούς, το τελευταίο διάστημα όμως το είχαν παραχέσει! Δεν με άφηναν σε χλωρό κλαρί. Προκειμένου η κίνησή τους αυτή να με αγχώνει και να με αποδιοργανώνει, αφέθηκα να το διασκεδάζω. Ήταν κάτι που τους εκνεύριζε πολύ περισσότερο. Ίσως επειδή πίστευαν ότι ο πόλεμος νεύρων θα με εξανάγκαζε να συμφωνήσω με τους δικούς τους όρους. Δεν ήμουν όμως διατεθειμένη να κάνω το χατίρι του προέδρου. Περίμενα την στιγμή που θα με απέλυαν. Δεν θα χανόμουν. Ήθελα να πάρω την αποζημίωσή μου και προτιμούσα να κόβω δελτίο παροχής υπηρεσιών σε κάποιο άλλο ραδιόφωνο! Αν και στην ουσία αυτό που ήθελα ήταν να κάτσω για κάποιο χρονικό διάστημα να ηρεμήσω και μετά να βγω προς άγρα εργασίας! Ήταν πια και θέμα γοήτρου!
Ο κλήρος είχε πέσει στον Γιώργο να μου ανακοινώσει την απόλυσή μου! Ο Μάνος έκανε την πάπια και προτίμησε να σηκωθεί να φύγει που ως διευθυντής ήταν δική του ευθύνη να με απολύσει. Όταν με κάλεσε εκείνο το πρωί στο γραφείο του ο Γιώργος δεν τον αναγνώριζα. Ήταν λες και του είχαν αναθέσει ένα καταναγκαστικό έργο. Τον παρατηρούσα και κοίταζα να βρω αν όντως τον είχε στενοχωρήσει η απόφαση του συμβουλίου ή απλά το έπαιζε για να με ρίξει στο φιλότιμο:
- Μαρίνα το σκέφτηκες καλά κορίτσι μου; Μου είσαι πολύτιμη για το σταθμό.
- Για σένα! Οι υπόλοιποι δεν βλέπουν ότι είμαι πολύτιμη.
Απάντησα υπενθυμίζοντάς του έτσι ότι ήξερα την απόφαση της εταιρείας μέλος της οποίας ήταν κι ο ίδιος. Παρ’ όλη την προσπάθειά του να με πείσει να συνεχίσω με τις νέες εργασιακές συνθήκες, εγώ παρέμεινα αρνητική. Του έθεσα το σκεπτικό μου: να με απολύσουν και να με επαναπροσλάβουν. Αρνήθηκε. Φαινόταν πια ότι η διοίκηση μετρούσε και το παραμικρό φράγκο ώστε να εξοικονομήσει χρήματα για την τσέπη της. Αφού η εναλλακτική μου δεν άρεσε, δεν έκανα πίσω. Ήταν το γαμώτο της υπόθεσης. Και τελικά όπως αποδείχθηκε μόνο ο Γιώργος αναγνώρισε την προσφορά μου στο ραδιόφωνο. Τόσος αγώνας, τόσο τρέξιμο παραγκωνίζοντας και την προσωπική μου ζωή, για το τίποτα. Κι η απόλυσή μου ήταν η επιβράβευση, το ‘ευχαριστώ’!
- Μαρίνα με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Επέμεινε ο Γιώργος.
Εγώ όμως εκεί το βιολί μου! Όλα τα συναισθήματα μου έβγαιναν εκείνη την στιγμή που τον έβλεπα να στριφογυρίζει στο κάθισμα του γραφείου του: θυμός κι οργή. Ξαφνικά έβλεπα ένα μέρος της ίδιας μου της ζωής βρισκόταν εκεί. Όλες οι αναμνήσεις και οι στιγμές απ’ την ζωή μου στο ραδιόφωνο, συμπιέζονταν και περνούσαν απ’ το μυαλό μου σαν γρήγορες εικόνες ενός τηλεοπτικού τρέιλερ! Για άλλη μια φορά προσπάθησε να με μεταπείσει. Στάθηκε ειλικρινής απέναντί μου κι ούτε που χρησιμοποίησε την γοητεία του για να μου αλλάξει γνώμη. Καθόταν αμίλητος και με κοιτούσε. Έδειχνε θυμωμένος μάλλον για το πείσμα μου. Άρχισα να εκνευρίζομαι που δεν έδινε το τέλος. Απέφευγα να τον κοιτάζω και κοιτούσα το ρολόι μου: «Πες το, έλα πες το να τελειώνουμε» έλεγα μέσα μου. Ο χρόνος φαινόταν να παρατείνεται λες κι οι δείχτες στο ρολόι μου είχαν κολλήσει: «Πες το π’ ανάθεμά σε». Ώσπου το πήρε απόφαση. Φαινόταν το πόσο δύσκολο του ήταν να μου το πει:
- Θέλω να ξέρεις πως εγώ ήμουν κατά αυτής της απόφασης. Όμως αναγκάζομαι να διακόψω την συνεργασία μας.
- Δηλαδή; Τον ρώτησα. Ήθελα να ακούσω την ακριβή λέξη.
- Απολύεσαι! Είπε μετά από κάποια στιγμή κι αρνούμενος να με κοιτάξει στα μάτια.
- Ωραία! Κάντε ότι είναι να κάνετε και πάω να μαζέψω τα πράγματά μου. Είπα.
Ξαφνικά όλα ένοιωσα ότι γίνονταν ξεκάθαρα. Σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από επάνω μου. Ήταν ίσως επειδή η απόλυσή μου σήμαινε και το τέλος της γνωριμίας μου με τον Γιώργο. Ενώ χάρη στον Στράτο τον είχα ξεπεράσει, στο εξής δεν θα ήταν πια μέρος της ζωής μου, της επαγγελματικής μου ζωής. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Ίσως εκείνος να μάθαινε για μένα απ’ τον αδερφό μου –όταν βρισκόταν σε διακοπές- που τύχαινε κάποιες φορές να συναντιούνται. Εγώ δεν επεδίωξα να μάθω νέα του. Δεν μ’ αφορούσε πια. Ήταν ένα κεφάλαιο που πια έκλεισε οριστικά.
Πολύ αργότερα μετά την απόλυσή μου οι μόνες προσπάθειες προσέγγισης που έγιναν από εκείνον ήταν μέσω άλλου συναδέλφου, προκειμένου να με επαναπροσλάβουν στο ραδιόφωνο. Ήταν που ο Γιώργος προφανώς είχε πείσει τους μετόχους με την δική μου ιδέα. Αλλά ήταν πια αργά.


Απολύσεων συνέχεια. Η Δανάη βγήκε απ’ την ζωή του Στράτου, αφού προηγουμένως βγήκε απ’ την δική της η κολλητή της η Ράνια. Ήταν την στιγμή που η Δανάη φανταζόταν εχθρούς ολόγυρα και είχε τις ανασφάλειές της. Και στην ανάγκη της να βρει κάποιο στήριγμα όταν με τον Στράτο χώρισαν, το εύκολο θύμα της ήταν το έτερον ήμισυ της Ράνιας, ο Ευάγγελος. Ο Στράτος ήταν αυτός που πρότεινε στην Ράνια να με πλησιάσει μιας και είχε τις επιφυλάξεις της. Ποιος ξέρει τι να είχε ακούσει για μένα απ’ την πρώην φίλη της; Ξαφνιάστηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν ήμουν τελικά ο εχθρός που φανταζόταν η Δανάη.
- Αν είχε το μυαλό, τώρα δεν θα χώριζαν με τον Στράτο. Κρίμα που δεν θέλησε να σε δει σαν φίλη και ντρέπομαι που κι εγώ η ίδια δεν σε πλησίασα για να σε γνωρίσω. Ίσως να ήταν ακόμη μαζί και ίσως να μην έκανε βλακείες. Με την Δανάη ξέρεις έκανα πολύ υπομονή και αρκετές προσπάθειες για να την λογικέψω. Ο Στράτος είναι πολύ γλυκός άνθρωπος και φιλότιμος αλλά η Δανάη δεν το εκτίμησε και το εκμεταλλεύτηκε μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε. Δυστυχώς. Εδώ εκμεταλλεύτηκε κι εμένα την ίδια και πίσω απ’ την πλάτη μου. Όταν χώρισαν την πρώτη φορά με τον Στράτο ο πρώτος άνθρωπος που βρήκε να φλερτάρει ήταν ο Ευάγγελος, το παιδί που τα ‘χουμε. Εκείνος φυσικά δεν έπεσε στην παγίδα και το αντίθετο μου μίλησε για το τι γινόταν. Από τότε την είχα στο μάτι να δω τις κινήσεις της. Ώσπου μια μέρα που τα ‘χε πιει και λίγο φανερώθηκε. Έκανε σκηνή μπροστά στον Ευάγγελο κι εμένα και του έλεγε ότι δεν του αξίζω κι ότι είμαι πουτάνα, τσόκαρο κι άλλα τέτοια! Βγήκα απ’ τα ρούχα μου. Αν ήξερα με τι φίδι έκανα παρέα θα την έκανα πέρα πολύ καιρό πριν. Δεν αξίζει να είναι φίλη με κανέναν. Τότε ήταν που ήθελα να προειδοποιήσω τον Στράτο για να ξέρει τι γίνεται, αλλά ο Ευάγγελος με κράτησε και μου είπε πως δεν έπρεπε να ανακατευτώ και πως θα ήταν καλύτερα να διαπίστωνε μόνος του ποια ήταν στην πραγματικότητα.
- Ράνια αν του μιλούσες κι εσύ τότε, σίγουρα θα σκεφτόταν πολύ πιο ώριμα. Εγώ του είχα μιλήσει, αλλά δεν με πίστεψε. Δεν πειράζει όμως, κάλιο αργά παρά ποτέ!
Ήταν χείμαρρος η Ράνια. Λες και είχε μπουκώσει από όλα όσα της είχαν συμβεί και ήθελε να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ήθελε να σιγουρευτεί αν όντως ήμουν η αντίζηλος της Δανάης, αν ήμουν αυτή που τους δημιουργούσε προβλήματα. Η Ράνια πια ήρθε ως επιβεβαίωση στις σκέψεις μου, στις εντυπώσεις μου και τις απόψεις μου για τον χαρακτήρα της πρώην φίλη της.
- Μαρίνα, αν μπορείς και θέλει κι ο Στράτος, προχωρήστε μαζί. Εσείς οι δύο ταιριάζετε. Δεν σε ξέρω καλά αλλά σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να σου μιλήσω. Ο Στράτος μου ‘χει πει τα καλύτερα για σένα. Αν το θέλετε προχωρήστε μαζί. Στο λέω απ’ την καρδιά μου.
Την ευχαρίστησα για την ψήφο εμπιστοσύνης. Αλλά στο παιχνίδι των σχέσεων δεν γίνεται να πιέζεις τις καταστάσεις και δεν γίνεται να απαιτείς να προχωρήσεις με αυτόν που αγαπάς ενώ εκείνος δεν θέλει. Δεν της είπα καν για το τι αισθανόμουν. Ίσως να παρατηρούσε η ίδια καιρό πριν ότι τον νοιαζόμουν κι ότι ήμουν διακριτική στην ζωή του κι ότι ήμουν κοντά του μόνο στα δύσκολα.
Η Βάνα ήταν αυτή που μου πρόφτασε το νέο του οριστικού χωρισμού του αδερφού της απ’ την Δανάη. Γελούσα με το σκεπτικό ότι είχαν προκύψει ταυτόχρονοι ‘χωρισμοί’, εγώ με την δουλειά μου κι ο Στράτος με την ‘καλή’ του! Ο Στράτος είχε αλλάξει τακτική. Είχε αποφασίσει να πάρει κι αυτός κάποιες πρωτοβουλίες στην σχέση του με την Δανάη κάτι που οι δικοί του εκτίμησαν και χαίρονταν για αυτή του την απόφαση. Δεν ήξεραν τι είχε προηγηθεί κι ούτε ρώτησαν αλλά χαίρονταν που τα μεσημέρια έτρωγαν όλοι μαζί σαν οικογένεια, που συζητούσαν κι αποφάσιζαν σαν οικογένεια και νοιάζονταν ο ένας τον άλλον όπως σε κάθε οικογένεια. Ένοιωθα ευχαρίστηση για τις εξελίξεις αυτές. Έδειχνε πως ο Στράτος είχε εκτιμήσει για μια ακόμη φορά αυτά που του είχα πει. Έμεινε μόνος και σκέφτηκε κι αποφάσισε να πράξει αυτό που ήταν το σωστό. Η Δανάη όπως έμαθα πολύ αργότερα ήταν αντίθετη με όλα αυτά. Ήθελε τον Στράτο ψυχή τε και σώματι. Δεν την αφορούσε η οικογένειά του. Ίσως έτσι να νόμιζε πως ποδοπατιόταν η περηφάνια της από μια …επιπόλαια απόφαση του Στράτου! Ο Στράτος ήταν πιο ήρεμος πια. Το διαπίστωσα όταν συναντηθήκαμε τυχαία που πηγαίναμε ο καθένας για καφέ σε ένα παλιό στέκι. Και που κάτσαμε να τον πιούμε μαζί στο ίδιο τραπέζι!
- Κι όλα από ένα πείσμα; Τον ρώτησα για να πάρω την επιβεβαίωσή του.
Μου χαμογέλασε και μου κούνησε θετικά το κεφάλι. Άναψε ένα τσιγάρο και ρούφηξε λίγο απ’ τον φραπέ του:
- Μαρίνα απ’ όλα αυτά ξέρεις τι μου έχει μείνει; Με ρώτησε κοιτάζοντας με στα μάτια με εκείνο τον γνωστό γνώριμό τρόπο.
- Φυσικά οι καλές στιγμές με την Δανάη.
Απάντησα βέβαιη γι’ αυτό το ενδεχόμενο με μια κρυφή απογοήτευση πως ήθελε να μου μιλήσει για αυτές.
- Κι αυτές, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο.
- Τι πράγμα;
Με κοιτούσε και χαμογελούσε και ήταν σαν να περίμενε εγώ να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Πώς να μπορέσω να φανταστώ τι πραγματικά είχε κρατήσει μέσα του;
- Βοήθησέ με λίγο! Του ζήτησα.
- Οι διακοπές μας! Μου είπε.
Δεν ξέρω αλλά ακούγοντας τη λέξη ‘διακοπές’ κάτι μέσα μου έσπασε. Ήμουν βέβαιη πως με την Δανάη είχαν περάσει κάπου αξέχαστες διακοπές, ξένοιαστες από προβλήματα και υποχρεώσεις και σίγουρα ήθελε να τις κρατήσει για πάντα μέσα του.
- Που είχατε πάει;
Τον ρώτησα περιμένοντας να μου αφηγηθεί λεπτομέρειες απ’ την περίοδο που θα είχαν πάει διακοπές οι δυο τους.
- Ποιοι; Απόρησε.
- Εσύ κι η Δανάη. Ή μήπως είχατε πάει με παρέα διακοπές;
- Εγώ δεν μιλάω για την Δανάη. Εγώ μιλάω για τις δικές μας: εγώ, εσύ κι ο Γιάννης!
- Τι είπες;
Παραλίγο να πνιγώ απ’ τον καφέ μου όταν τον άκουσα να μου λέει σε ποιες διακοπές αναφερόταν.
- Γι’ αυτές τις διακοπές μιλάω. Είναι περίεργο ρε Μαρίνα αλλά νοιώθω σαν να μην έχει περάσει ούτε μέρα από τότε. Λες και ήταν μόλις χθες!
Ένοιωσα τα πόδια μου να παραλύουν, ένα βουητό τριγύριζε στο κεφάλι μου και τα χέρια μου ήταν αδύναμα να σηκώσουν το ποτήρι με το νερό. Κοιταζόμασταν στα μάτια και δεν έβρισκα τις λέξεις:
- Είσαι απίστευτος!
Κατάφερα και είπα και προσπάθησα να συγκρατηθώ να μην δείξω την παραμικρή συγκίνηση.
Έστρεψα τα μάτια μου αλλού. Ξαφνικά συνειδητοποιούσα πως όλα ήταν ένα τίποτε μέσα του. Ήταν λες και δεν είχε περάσει απ’ την ζωή του η Δανάη, λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, σαν είχε σταματήσει τον χρόνο στο τότε, σε εκείνο το καλοκαίρι. Δυόμιση ολόκληρα χρόνια. Με ενόχλησε που εκείνος τώρα άρχισε να διαπιστώνει τι του είχε λείψει τελικά περισσότερο από ποτέ. Με θύμωνε που ξαναγυρνούσε στην αρχή. Ή μήπως ήθελε να κλείσει τον κύκλο όλης αυτής της ιστορίας; Δεν ξέρω αν ποτέ ένοιωσε ότι ένοιωθα εγώ όλο αυτό το διάστημα γι’ αυτόν. Αν με είχε αγαπήσει κάπως. Αν ποτέ του κατάλαβε πόσο πραγματικά τον αγαπούσα και που παρέμενα κοντά του παρά τις προδοσίες του:
- Να σ’ ακούσει από μια μεριά η Δανάη! Του είπα τελικά για να διώξω την αμηχανία της στιγμής.
- Τώρα η Δανάη! Να ‘ταν κι άλλη. Μου είπε με σχετική άνεση.
- Δηλαδή;
Απόρησα λες και δεν ήξερα! Λες κι η Βάνα δεν φρόντισε να με ενημερώσει εγκαίρως!
- Τελειώσαμε. Οριστικά κι αμετάκλητα.
- Γιατί;
- Δεν τράβαγε ρε Μαρίνα άλλο αυτή η σχέση. Κατάλαβα ότι είχε καταφέρει να κάνει ότι θέλει κι εγώ συμφωνούσα σε όλα. Έκατσα και σκέφτηκα όπως μου είχες πει. Και κατάλαβα ότι έπρεπε κάπως να αντιδράσω. Κατάλαβα ότι στην σχέση αυτή το πάνω χέρι είχε η Δανάη.
- Σε αυτό έχεις δίκιο και χαίρομαι που το κατάλαβες.
- Ναι! Δυστυχώς είχε αυτό το ελάττωμα. Της έδωσα αμέτρητες ευκαιρίες για να μπορέσει να το καταλάβει. Έκανα υπομονή αρκετή τελευταία. Δεν το κατάλαβε όμως. Της είπα ότι για να προχωρήσει αυτή η σχέση θα πρέπει να υπάρχουν και κάποιες υποχωρήσεις. Αλλά δεν ήθελε. Κι επέμεινε. Έτσι πήρε πόδι.
- Και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο!
- Ακριβώς.
- Και πως αισθάνεσαι μετά από όλα αυτά που έζησες;
- Όμορφα. Αυτή την φορά που τελείωσε οριστικά πια, αισθάνομαι πολύ όμορφα.
- Ελπίζω στο εξής να είσαι πιο προσεκτικός στις επιλογές σου και να μην είσαι επιπόλαιος στις σχέσεις σου.
Έτσι έκλεισε η τελευταία μας συνάντηση. Το κεφάλαιο ‘Δανάη’ είχε κλείσει κι ήταν ένα πολύ καλό μάθημα για τον Στράτο ο οποίος συνέχισε την ζωή του. Ξανασυναντηθήκαμε όταν θέλησε να μου ζητήσει την γνώμη μου για την νεώτερη σχέση του. Ήταν η Άννα. Ένα γλυκό κορίτσι και πανέμορφο. Όταν μας γνώρισε ο Στράτος δεν έδειξε ίχνος ζήλιας απέναντί μου. Ίσα-ίσα που εκείνος μάλλον είχε προφυλάξει τις δικές μας στιγμές κι είχε προετοιμάσει το έδαφος κατάλληλα. Με την Άννα γίναμε φίλες. Κι έτσι εγώ, η Βάνα κι η Άννα αποτελούσαμε ένα μοναδικό τρίο στις εξόδους μας, όποτε τύχαινε να βγούμε μαζί. Όμως η σχέση της Άννας με τον Στράτο δεν κράτησε. Και η Βάνα ξαφνικά έβγαλε τα νύχια της.

Είχαμε μαζευτεί εγώ κι η Βάνα ένα βράδυ για καφέ στης Άννας. Και η κουβέντα έφτασε στο επίμαχο θέμα: Στράτος. Και πάνω που πήγα να εκφράσω την αθώα άποψή μου για την Δανάη, η Βάνα βγήκε στην επίθεση εντελώς ξαφνικά:
- Γιατί εσύ δεν κυνηγάς τον αδερφό μου; Είναι ολοφάνερο!
Έμεινα κόκαλο και η Άννα κοίταζε την Βάνα γιατί ποτέ δεν την είχε δει να πετάει κατά αυτό τρόπο το δηλητήριο της σε τόσο ανύποπτη στιγμή και που η κουβέντα γινόταν μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Λούφαξα και δεν ήξερα τι να κάνω. Ήξερα ότι η Άννα είχε χωρίσει απ' τον Στράτο κάτι μήνες αλλά ποτέ μου δεν είχα στο μυαλό την πιθανότητα να εκφράσω τα συναισθήματά μου σε μια κοπέλα που συμπαθούσα πολύ και που χαιρόμουν όσο ήταν στην ζωή του Στράτου.
Η Βάνα έφυγε και μείναμε οι δυο τους. Η Άννα ήταν πρόθυμη να ακούσει. Και εγώ μην μπορώντας να αρχίσω να δικαιολογούμαι, ανοίχτηκα και της είπα τα εσώψυχα μου. Για πρώτη φορά κάποια κοπέλα με άκουγε τόσο προσεκτικά και με ενδιαφέρον. Η δε Άννα ακόμη απορούσε για την στάση της Βάνας και την επίθεση, γιατί τα λεγόμενα μου δεν έδειχναν ότι είχα βάλει στόχο ζωής τον Στράτο.
- Μαρίνα αν μεσολαβήσω και κάνετε κάτι με τον Στράτο;
Προσφέρθηκε με όλη της την καλή θέληση και διάθεση χωρίς να δείχνει ότι είχε ψυχρανθεί ή είχε απογοητευτεί απ' την εξομολόγηση μου. Την ευχαρίστησα ευγενικά για την καλή της πρόθεση και της είπα ότι δεν είναι σωστό:
- Αυτό είναι ένα θέμα που αφορά τον ίδιο και είναι μια απόφαση καθαρά δική του. Όσο κι αν τον αγαπάω δεν θέλω να τον πιέσω να προχωρήσει μαζί μου, επειδή του το ζήτησε κάποιος.
Η Άννα συμφώνησε μαζί μου και έτσι έμεινε το θέμα εκεί. Το θετικό απ' όλη αυτή την βραδιά ήταν ότι δεθήκαμε πάρα πολύ μεταξύ μας, καλύτερα κι από φίλες κι από αδερφές επίσης. Πάντα η γνώμη της μιας ή της άλλης μετρούσε στην μετέπειτα πορεία της ζωής μας, έστω κι αν η φιλία μας χάθηκε στα βάθη του Ατλαντικού, όταν πια η Άννα βρήκε τον άνθρωπο που της έπλασε το όνειρο για να την πάρει μαζί του στην Αμερική.

Και ήρθε η αμέσως επόμενη στην ζωή του Στράτου: η Δέσποινα. Τύχαινε να την γνωρίζω. Ήταν ξαδέρφη μιας γνωστής μου. Ήταν μια κοπέλα χαμηλών τόνων που κοίταζε την δουλειά της και το σπίτι της. Όταν έμαθα ότι ο Στράτος έβγαινε μαζί της, το χάρηκα. Μου έδειξε πως πλέον πρόσεχε και ήθελε πια να κατασταλάξει. Και το έκανε. Με ρώτησε αν ήταν καλή η επιλογή του. Ήταν. Δεν του είπα κάτι παραπάνω. Δεν μπορούσα πια να μετέχω στην ζωή του. Είχε την δύναμη πια να δημιουργήσει τον δικό του κύκλο χωρίς να είμαι κι εγώ μέσα του. Είχε όμως κρατήσει ένα μου κομμάτι, ήμουν σίγουρη πως αυτό θα ήταν για καλό και ίσως κάποια μέρα να μου το έδινε πίσω, λέγοντας έτσι και την τελευταία του λέξη.


Κεφάλαιο 55

Black Machine - How Gee

How Gee
Black Machine

One two three four
One two three four

*
DJ in a bade when it comes to scratch
Matching my style, matching my style
DJ in a bade when it comes to scratch
Matching my style, how gee
DJ in a bade when it comes to scratch
Matching my style, matching my style

DJ in a bade when it comes toscratch
One two three four

Repeat *

**
Never can express, how gee
Never can express, huh

One two three four
One two three four
How gee

Repeat *
Repeat **

Never can express, how gee
DJ in a bade when it comes to scratch
Matching my style, matching my style
DJ in a bade when it comes to scratch
Matching my style, how gee
How gee


53. Σε απόγνωση



Το βράδυ στο ‘Ρετρό’ είχα κάτσει εκεί κοντά του στο γνωστό πάσο. Και η Δανάη ήταν στην γνωστή της θέση στο βάθος του μαγαζιού στην μπάρα. Της έριξα μια ματιά και το βλέμμα της για πρώτη φορά δεν μου έδειξε την ανταγωνιστικότητά της. Ήταν σαν να μου ζητούσε βοήθεια. Ίσως πάλι να ήταν καλή υποκρίτρια προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της. Για τους τύπους της χαμογέλασα και γύρισα την προσοχή μου στον Στράτο. Αυτός ήταν που με ενδιέφερε κι όχι εκείνη. Αν και ήθελα να του ζητήσω τον λόγο τι δουλειά είχε εκείνη απόψε εδώ, δεν το έκανα. Ήταν αρκετά εκνευρισμένος για να ακούσει μια τέτοια ερώτηση. Θα ήταν σαν να του πήγαινα κι εγώ κόντρα. Και δεν ήθελα να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Δεν είχα λόγο να του πάω κόντρα. Άλλωστε αν δεν ήταν εκείνη εδώ ποια θα έπρεπε να είναι; Η κολλητή της δεν στεκόταν δίπλα της όπως συνήθως και μου έκανε εντύπωση. Δεν έδωσα σημασία. Δεν με ενδιέφερε. Προφανώς είχε επιλέξει έτσι όπως ήταν τα πράγματα να μείνει μόνη. Μόνο ο Σάββας της έλεγε καμιά κουβέντα έτσι για να της αποσπά την προσοχή που την είχε σε μένα και τον Στράτο. Χαιρέτησα και τον Σάββα ο οποίος μάλλον τακτικά πρέπει να γινόταν μάρτυρας καταστάσεων μεταξύ του Στράτου και της Δανάης.
Ο Στράτος στεκόταν καμαρωτός στην πόρτα του μπροστά χωρίς να μιλά έχοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό του.
- Βλέπω ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Στράτο δεν είσαι καλά και δεν είναι ιδέα μου. Τον αιφνιδίασα.
- Μαρίνα θέλω να μιλήσουμε, αλλά όχι τώρα.
- Εντάξει όπως θες. Εγώ άλλωστε γι’ αυτό είμαι εδώ. Κατάλαβα το μεσημέρι ότι ήθελες να μου μιλήσεις, γι’ αυτό και ήρθα.
Δεν μου απάντησε. Δεν με κοιτούσε. Μου είχε την πλάτη του γυρισμένη και κοιτούσε έξω στο σκοτάδι. Ένοιωθα τον πόνο του. Ένοιωθα την πίεση στο στήθος . Ένοιωθα την απόγνωσή του. Κι ένοιωθα ότι αυτό που του δημιουργούσε τα προβλήματα, που στην ουσία ήταν εντελώς χαζά, ήταν το πείσμα του. Η αγάπη του στην Δανάη ήταν ένα πείσμα. Ένα πείσμα για να πάει κόντρα στους δικούς του και τους φίλους του. Η ίδια η ξεροκεφαλιά του τον έκανε να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Λες και δεν ήξερε ποιο ήταν το σωστό, λες και δεν μπορούσε να φέρει τα πράγματα εκεί που ήθελε κι όπως ήθελε. Άμα αυτό το άτιμο το πείσμα! Στην ψυχή μου ένοιωθα το βάρος της δικής του ψυχής. Στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη και δεν έλεγε το παραμικρό. Άφηνε το μυαλό του προφανώς να ταξιδεύει. Να προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει. Πώς να εξομαλύνει την κατάσταση για να ηρεμήσουν όλοι. Τον ένοιωθα. Γύρισε απότομα και πήρε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο που είχε αφήσει επάνω στο πάσο. Το άναψε και με κοίταξε:
- Είμαι σε απόγνωση!
Μου είπε και μου ξαναγύρισε την πλάτη κοιτώντας έξω. «Είσαι σε απόγνωση κι αυτή τι κάνει για να σε βοηθήσει;» σκέφτηκα και πήγε το μυαλό μου στην Δανάη, που προφανώς δεν του έδινε λύσεις. Τον κοιτούσα και δεν έπαυα να τον αγαπώ. Πόσο ήθελα να τον τραβήξω απ’ το χέρι και να τον πάρω να χαθούμε στο σκοτάδι της νύχτας και να τον απομακρύνω από εκείνη που του δημιουργούσε όλο αυτόν τον πόνο. Γιατί αν ήταν έρωτας η αιτία, τότε θα είχαν βρει άλλες λύσεις. Ίσως να έφευγαν μαζί, να κλεβόντουσαν. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Έτσι σε πείσμα των μεγάλων θα τους έδιναν να καταλάβουν ότι η αγάπη τους ήταν δυνατή για να της πάνε κόντρα. Αλλά μάλλον δεν ήταν η αγάπη που τους έφερνε τα προβλήματα. Ήταν το πείσμα του. Όλα τα προβλήματα ήταν συνέπειες του πείσματός του και δεν ήθελε να το καταλάβει. Και δεν ήταν σε θέση να το σκεφτεί.
Ο Τάκης εμφανίστηκε εκεί έξω κι όταν τον είδε ο Στράτος του άνοιξε την πόρτα χωρίς να του δώσει σημασία ή να τον καλησπερίσει για τους τύπους. Ο Τάκης όμως του μίλησε και καλησπέρισε κι εμένα και μου χαμογέλασε. Αλλά ήταν αποφασισμένος να δράσει. Ούτε καν που στάθηκε σε μένα να πει δυο κουβέντες. Φαινόταν ότι ο σκοπός του τελικά ήταν να μιλήσει στην Δανάη:
- Δεν μιλάτε με τον Τάκη; Ρώτησα τον Στράτο που κοιτούσε να δει τι γινόταν στο βάθος εκεί που καθόταν η Δανάη.
- Ο Τάκης δεν έχει πάρει με καλό μάτι την Δανάη. Και κοίτα να δεις που ήρθε για να τα κάνει χειρότερα. Μαρίνα κάνε μου την χάρη και κάτσε λίγο στην πόρτα, πάω να ακούσω τι της λέει, για να μην χεστούμε με τον μαλάκα.
- Στράτο θα κάτσω στην πόρτα αλλά δώσε τόπο στην οργή. Φίλος σου είναι και θέλει το καλό σου. Ίσως ξέρει καλύτερα την Δανάη.
- Μαρίνα άσε δεν ξέρεις. Μείνε κι επιστρέφω σε λίγο.
Έκατσα στην πόρτα να υποδέχομαι τους πελάτες. Έβαζα το καλύτερο χαμόγελό μου και όσοι έρχονταν έμεναν έκπληκτοι που ‘πορτιέρισσα’ ήταν μια γυναίκα. Αισθανόμουν άνετα. Ήταν σαν να ήμουν στο σπίτι μου και υποδεχόμουν διάφορους καλεσμένους. Ίσως επειδή είχα εξοικειωθεί κατά πολύ με όλη την ‘οικογένεια’ του μαγαζιού! Όταν πια δεν φαινόταν να πλησιάζει κανείς στο μαγαζί εγώ έβρισκα την ευκαιρία να κοιτάζω στο βάθος να δω τι συμβαίνει. Ο Στράτος ήταν θυμωμένος και είχε αγκαλιά την Δανάη κι ο Τάκης να προσπαθεί να του μιλήσει. Δεν υπήρχε διάθεση κι απ’ τις δυο πλευρές να γίνει μια ήσυχη κουβέντα. Το αντίθετο έμοιαζαν όλοι τους να έχουν πάρει φωτιά. Δεν μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Ο Στράτος μόλις έχανε τον τελευταίο φίλο του. Δεν ανεχόμουν να τους βλέπω να τρώγονται. Ήθελα πολύ να τους πλησιάσω και να κάνω τον διαιτητή, αλλά ήμουν σε …σκοπιά και δεν γινόταν. Ο Τάκης αποχώρησε. Στο πρόσωπο του είχε διαγραφεί ο εκνευρισμός κι ο θυμός. Λίγο πριν του ανοίξω να βγει τον ρώτησα τι έγινε και τι ειπώθηκε:
- Μαρίνα, πολύ ασχολήθηκα με τον μαλάκα τον Στράτο. Αφού δεν λέει να καταλάβει πως η π… άντε να μην πω, που τα ‘χει μαζί της είναι η αιτία των προβλημάτων του, ας πάνε να γαμηθούνε. Για μένα τελείωσε ο Στράτος. Άμα έχεις τέτοιους φίλους… Εσύ θα μείνεις;
- Ναι.
- Δεν τον χέζεις να πάμε να πιούμε κάνα ποτό κάπου άλλου; Δεν έχει νόημα να κάτσεις, ούτε εσένα πρόκειται να ακούσει.
- Τάκη! Σ’ ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι. Θέλει να μου μιλήσει.
- Όπως θέλεις. Κάνε ότι καταλαβαίνεις. Καλή συνέχεια!
Μου ευχήθηκε και έφυγε. Τον κοίταζα να απομακρύνεται κι αναρωτιόμουν τι σόι κολλητός του Στράτου ήταν που άφηνε τον φίλο του να πνίγεται στα προβλήματά του. Ή μήπως είχε κάνει υπερπροσπάθειες να συνετίσει τον φίλο του κι αφού είδε κι απόειδε, τον σιχτίρισε γιατί πια βαρέθηκε; Όλα εξελισσόταν γρήγορα. Ο Στράτος κάτι είπε στην Δανάη κι έφυγε από κοντά της. Προσπέρασε κι εμένα χωρίς να πει κουβέντα, έσπρωξε την πόρτα δυνατά και βγήκε έξω. Νόμισα πως πήγαινε να βρει τον Τάκη. Ήταν όμως πολύ εγωιστής για να κάνει κάτι τέτοιο. Εκεί πίσω απ’ το τζάμι της πόρτας εισόδου του μαγαζιού τον κοίταζα που με γρήγορες δρασκελιές κατευθυνόταν στο απέναντι πάρκινγκ. Κάτι άρχισε να με φοβίζει. «Θες να πάρει το αυτοκίνητο της Δανάης και να κάνει καμιά τρέλα;» σκέφτηκα. Τον είχα ικανό. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε τυχαία πόσο έτρεχε για να πάει να δώσει τις παραγγελίες απ’ το καθαριστήριο και για πότε είχαμε βρεθεί να καθόμαστε και να συζητάμε πάλι για τον ίδιο θέμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η απόγνωση του ανεβάζει την αδρεναλίνη και τον κάνει να αντιδρά έτσι. Είχε ακουμπήσει σε μια κολώνα φωτισμού και τον κοίταζα πόσο απεγνωσμένος ήταν. Κρατούσε το κεφάλι του και πονούσε. Τον κοίταζα κι ένοιωθα την μοναξιά του, παγερή και θλιβερή. Κι η Δανάη να είναι απόμακρη και να μην του συμπαραστέκεται. Αν τον αγαπούσε τόσο πολύ όπως η ίδια διέδιδε θα τον βοηθούσε να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους αντί να τα ενισχύει. Αλλά μάλλον δεν είχε την διάθεση να το κάνει. Ίσως πίστευε πως έτσι θα εξανάγκαζε τον Στράτο να απαρνηθεί την οικογένειά του και να μείνει μαζί της για πάντα. Κι ο Στράτος δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Όσο κι αν η οικογένειά του αντιδρούσε σε ότι έκανε ήταν από αγάπη κι ενδιαφέρον κι εκείνος το ήξερε. Ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή το ήθελε ο ίδιος θα τους είχε με το μέρος του. Ότι έκαναν ήταν από αγάπη και δεν μπορούσε να απαρνηθεί αυτή την αγάπη τους, του ήταν σκληρό. Μπορεί να το έκανε προσωρινά μόνο και μόνο για να τους δείξει ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια του και μόνος του, αλλά δεν είχε την δύναμη να το κάνει. Κι απ’ την άλλη η Δανάη. Να θέλει την αποκλειστικότητα. Να προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να τον έχει πάντα κοντά της. Να τον πνίγει απ’ την υποτιθέμενη αγάπη της και να μην τον αφήνει να ανασάνει. Ποιος ξέρει τι είχε σκαρφιστεί στο μυαλό της για να τον έχει του χεριού της κι εκείνος να θέλει να φύγει και να μην μπορεί και να δέχεται αμαχητί τις απαιτήσεις της. «Γιατί; Γιατί άφησες να φτάσουν τα πράγματα εκτός ορίων;» τον κοίταζα και πονούσα μαζί του. Κάτι μέσα μου είχε ραγίσει. Ένοιωθα την καρδιά του, την ψυχή του, το μυαλό του. Η μοναξιά τον είχε τυλίξει και τον ένοιωθα. Δεν είχε πια φίλους και δεν ήξερα αν με υπολόγισε στο ελάχιστο. Πώς να με υπολογίσει; Μάλλον είχε διαισθανθεί πόσο με τραυμάτιζε κάθε φορά που ερχόταν να ζητήσει βοήθεια. Και δεν ήθελε μάλλον να το επαναλάβει. Στεκόταν μόνος και βημάτιζε πάνω-κάτω εκνευρισμένος προσπαθώντας μάλλον να βρει λύση. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι αλλά δεν μπορούσα πια να το αρνηθώ, ήμουν βέβαιη πως η Δανάη με κάτι τον κρατούσε. Δεν άντεξα. «Αχ, ψυχή μου να ‘ξερες πόσο αλήθεια σε αγαπώ και δεν το έχεις πιστέψει. Δεν θα σε αφήσω έτσι να πονάς». Πετάχτηκα έξω απ’ το μαγαζί. Δεν με ένοιαξε αν ήμουν σε ‘διατεταγμένη υπηρεσία’. Ο άνθρωπος που αγαπούσα πονούσε και δεν μπορούσα να τον βλέπω να μην ξέρει τι να κάνει. Έτρεξα κοντά του και δεν σκέφτηκα ότι πίσω μου ήταν κι η Δανάη κι ότι θα μπορούσε και πάλι να δημιουργήσει έντονο πρόβλημα στον Στράτο τώρα που είμαι κοντά του. Όχι δεν θα υπολόγιζα την Δανάη. Δεν ήμασταν φίλες ώστε να την σκέφτομαι. Αγαπούσα τον Στράτο και γι’ αυτόν νοιαζόμουν. Ήθελα να είναι καλά και να μην πονά.
- Εγώ μπορώ να σε ακούσω. Του είπα διστακτικά καθώς τον πλησίαζα με αργά βήματα.
Είχε κάτσε στο καπό ενός αμαξιού έχοντας σκυμμένο το κεφάλι. Δεν ήξερα τι τρελά πράγματα είχε στο μυαλό του. Με ανησύχησε προς στιγμήν γιατί κρατούσε κλειδιά αυτοκινήτου στα χέρια. «Όχι δεν θα επιτρέψω να κάνεις καμιά τρέλα. Δεν θέλω να σε χάσω για μια ανοησία.».
- Όλοι έχουν πέσει επάνω μου και με πιέζουν. Μου είπε συνεχίζοντας να έχει το κεφάλι σκυφτό.
- Αν νοιώθεις ότι σε πιέζω κι εγώ, τότε να φύγω!
Με τρόμαζε η εικόνα του. Ήταν ανησυχητικά κι απεγνωσμένα ήρεμη. Ένοιωθα ότι αν έστω τον άγγιζα για να χαϊδέψω το κεφάλι του θα χανόταν αμέσως η ηρεμία και το κακό θα γινόταν. Ήταν ράκος. Ένας άνθρωπος που τα συναισθήματά του είχαν γίνει σμπαράλια. Δεν ήθελα να φύγω. Και να μου το ζητούσε δεν θα έφευγα. Θα έμενα κοντά του. Θα τον βοηθούσα. Θα έκανα ότι περνούσε απ’ το χέρι μου. Θυσία θα γινόμουν αν αυτό θα τον βοηθούσε. Δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι. Μέσα μου η καρδιά μου γινόταν κομμάτια. Πονούσα πολύ. Δεν ανάσαινα. Περίμενα να ακούσω μια του λέξη. Να μείνω ή να φύγω!
- Μόνο εσύ έμεινες Μαρίνα. Μόνο εσύ μου δείχνεις πόσο πραγματική φίλη είσαι.
Είπε τελικά και σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο και τα μάτια του έτοιμα να ξεσπάσουν σε δάκρυα.
- Ο Τάκης; Τον ρώτησα απαλά και πήγα κοντά του.
- Αν ήταν φίλος θα δεχόταν την Δανάη όπως και να ‘χε με ότι κουσούρι έχει. Και ξέρεις γιατί ήρθε απόψε; Για να τα βάλει μαζί της.
- Μήπως υπάρχει κάποια παρεξήγηση μεταξύ τους;
Ρώτησα τάχα μου αθώα. Αν και ήξερα ότι ο Τάκης δεν συμφωνούσε με την άποψη του Στράτου ότι έπρεπε ντε και καλά να δεχτεί και την κοπέλα του η οποία με κάθε τρόπο έδειχνε την αντιπάθειά της προς τους φίλους του ανθρώπου της. Και γιατί θα έπρεπε οι φίλοι του Στράτου να συμφωνήσουν με την επιθυμία του και να μην υπολογίσει κι ο ίδιος τις δικές τους; Ο Στράτος απέφυγε να μου απαντήσει. Και δεν ξέρω αν έτσι μου απαντούσε στο ότι υπήρξε κάποια παρεξήγηση.
- Σκέφτομαι να φύγω απ’ το σπίτι.
Μου είπε μετά από λίγο. «Δεν φεύγεις απ’ τον πρόβλημα αγάπη μου, το κάνεις χειρότερο» σκέφτηκα. Η φυγή για τον Στράτο ήταν το διέξοδο προκειμένου να μην σκέφτεται ο ίδιος. Δεν ήταν πια παιδάκι για να σκέφτεται ανώριμα. Αντί να τα βάλει κάτω και να δει πραγματικά το πρόβλημα κοιτάζει να το αποφύγει ενώ αυτό υποβόσκει.
- Δείχνεις να φοβάσαι να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Του είπα τελικά.
- Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έχω προσπαθήσει. Όταν οι δικοί μου άνθρωποι δεν δέχονται την σχέση μου με την Δανάη, πως μπορώ να μείνω σε ένα σπίτι που με αρνιέται;
Εν μέρει είχε δίκιο. Δεν γινόταν οι άλλοι να του επιβάλουν με ποια θα έκανε σχέση. Το σίγουρο ήταν ότι κάτι έλειπε απ’ την όλη ιστορία. Δεν μπορούσα να το πιάσω. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι οι γονείς του Στράτου είχαν τέτοια εμμονή με την Δανάη. Σίγουρα κάτι θα είχε πάρει το αυτί τους, αλλά δεν απέκλεια και την περίπτωση ο Στράτος να ήθελε να τους περάσει την δική του λογική: όπου εγώ κι η Δανάη. Αν όντως επικρατούσε αυτό, τότε είχαν κι εκείνοι τα δίκια τους να αντιδρούν. Δεν γινόταν όπου κανόνιζαν να πάνε να την έχουν μπάστακα επειδή το ήθελε ο γιος τους παντού και πάντα. Δεν γινόταν να φορτωθούν μια τέτοια ευθύνη μιας ξένης κοπέλας γι’ αυτούς –που ναι μεν ενήλικη- δεν ήθελαν να την έχουν μαζί τους χωρίς να ξέρουν κι οι δικοί της γονείς. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σχέση για να περνάνε καλά κι οι δυο τους. Δεν υπήρχαν μακροπρόθεσμα σχέδια Ο Στράτος δεν μου είχε μιλήσει για κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήθελε να γίνει κάποια στιγμή ήταν να συμβιώσουν με την Δανάη, να αποκατασταθεί επαγγελματικά και μετά θα έβλεπε. Τον κοίταζα και δεν μπορούσα να του δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση. Δεν μπορούσα να του πω ότι συμφωνούσα απόλυτα με τις επιθυμίες του. Δεν γινόταν. Είναι το βάρος που σου προσθέτει ως ενήλικας με την συμβίωση με τους γονείς σου και θα πρέπει που και που να σκύβεις το κεφάλι, μιας και οι κανόνες ορίζονται από εκείνους όσο είσαι κάτω απ’ την στέγη τους. Κι ο Στράτος απλά δεν ήθελε να σκύψει το κεφάλι. Γι’ αυτόν η Δανάη ήταν τα πάντα. Ο κόσμος του όλος! Ένας κόσμος που τον κατέστρεφε. Αναρωτιόμουν αν εκείνη απόψε συνειδητοποιούσε ότι ήταν μέρος του προβλήματος ή εθελοτυφλούσε επίμονα και στενοχωριόταν μόνο που ο Στράτος ήταν στενοχωρημένος; Γύρισα να κοιτάξω στο ‘Ρετρό’ να δω αν υπήρχε κανείς στην είσοδο. Στεκόταν η Δανάη να μας κοιτάζει. Δεν με ένοιαζε. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα νοιαζόμουν. Εξαιτίας της ο άνθρωπος που αγαπούσα βρισκόταν σε αδιέξοδο. Τον άκουσα που ρουφούσε την μύτη. Τελικά τα δάκρυα ξέσπασαν και κάλυψαν τα μάγουλα του Στράτου. Τον πλησίασα και τον τράβηξα να σηκωθεί απ’ το καπό. Δάκρυσα μαζί του. Πονούσε και πονούσα. Δάκρυζε και δάκρυζα. Σκούπισα τα δάκρυά του απ’ τα μάτια του και του χάιδεψα στοργικά τα μαλλιά:
- Σσς! Ησύχασε. Θα βρούμε λύση. Του είπα και τον τράβηξα στην αγκαλιά μου.
Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι. Η ζέστη του κορμιού του μου έδινε να καταλάβω πως με χρειαζόταν. Ήταν σαν ένα μωρό που σταματά να κλαίει όταν η μάνα του το παίρνει στην αγκαλιά της! Θα ήμουν κοντά του απόψε. Είτε το ήθελε η Δανάη είτε όχι. Τον φίλησα στον λαιμό και προσπάθησα και πάλι να τον καθησυχάσω:
- Αν σκέφτεσαι τον Τάκη και τον αποψινό του τρόπο, ίσως το σκεφτεί καλύτερα και σου ζητήσει συγγνώμη. Αν συμβεί, δεν χάθηκαν όλα. Έχεις εμένα.
Τον άφησα απ’ την αγκαλιά μου και τον κοίταξα στα μάτια για να τον βεβαιώσω για την πρόθεσή μου. Του σήκωσα το πρόσωπο για να με κοιτάξει στα μάτια:
- Μαζί θα βρούμε την λύση. Πως έγινε την προηγούμενη φορά; Αν με ακούσεις όλα θα πάνε καλά.
Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η Δανάη μην αντέχοντας να μας βλέπει από απόσταση τελικά βγήκε απ’ το ‘Ρετρό’ και μας πλησίασε. Ήμουν βέβαιη πως δεν της άρεσε η εικόνα μας και σίγουρα θα θεωρούσε ότι την κακολογούσα στον Στράτο. Έβγαλα και του έδωσα ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα δάκρυά του. Η Δανάη τον κοιτούσε και πέρασε το χέρι της στην μέση του. Ή είχε το θράσος να μου δείξει ότι της ανήκε ή τάχα έτσι θα τον παρηγορούσε.
- Το πρόβλημα λοιπόν είναι η Δανάη κι ότι η δικοί σου και γενικώς όλοι δεν την δέχονται. Είναι έτσι;
Τον ρώτησα γυρνώντας το βλέμμα μου στην Δανάη για να της τονίσω έτσι πως ήταν υπεύθυνη για ότι γινόταν κι ότι αν αυτή εθελοτυφλούσε οι υπόλοιποι βλέπαμε καθαρά.
- Έτσι είναι. Είπε ο Στράτος
- Με το πείσμα όμως δεν βγαίνει κάτι. Γιατί εδώ υπάρχει πείσμα και δεν μου το βγάζεις απ’ το μυαλό. Δώσε λοιπόν χρόνο στον εαυτό σου και συζήτησέ το με τους δικούς σου όταν θα είσαι έτοιμος. Συνέχισα εγώ ακάθεκτη.
- Μαρίνα αυτό κάνω όλο αυτόν τον καιρό.
Διαμαρτυρήθηκε ο Στράτος κι η Δανάη δίπλα του τώρα κρεμόταν απ’ τον μπράτσο του, μην τυχόν και πλησιάσει και με αγγίξει εκείνος.
- Με τους καβγάδες και με το έτσι θέλω; Για μια φορά στην ζωή σου κάτσε και σκέψου.
- Ρε Μαρίνα γιατί θα πρέπει να σκέφτομαι πάντα εγώ κι όχι κι εκείνοι εμένα;
- Γιατί ίσως κάπου έχεις άδικο. Γιατί σκέφτεσαι μόνο την δική σου πλευρά. Έλα και στην θέση των δικών σου. Το ‘χεις κάνει;
Απάντηση δεν έπαιρνα κι ούτε θα μου έδινε γιατί είχα δίκιο.
- Δανάη μη με παρεξηγήσεις. Στράτο, μείνε λίγο μακριά απ’ την Δανάη και προσπάθησε να σκεφτείς μόνος σου όλες τις πιθανότητες. Να είσαι σίγουρος ότι με ξεκάθαρο μυαλό θα βρεις την λύση. Από εσένα εξαρτάται. Είσαι αρκετά έξυπνος να φέρεις τα πράγματα στα μέτρα σου. Απλά έχεις βάλει μπροστά το πείσμα σου και δεν βλέπεις τίποτε. Θα το κάνεις; Μου υπόσχεσαι ότι θα το κάνεις;
- Θα προσπαθήσω. Είπε και γύρισε και κοίταξε την Δανάη να δει πως θα αντιδρούσε.
- Μαρίνα εγώ δεν έχω δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα όπως λένε. Έχω ξαφνιαστεί με όλα αυτά. Και δεν έχω πρόβλημα να μείνει για λίγο μόνος. Ίσα-ίσα που αυτό θα βοηθήσει την σχέση μας.
Είπε κι η Δανάη, έτσι για να δικαιολογηθεί πως είναι αθώα περιστερά.
- Εγώ σου είχα πει κάποτε να τον βλέπεις και σαν φίλο. Θέλω να πιστέψω ότι θα το κάνεις αυτή την φορά. Της είπα και κοίταζα τον Στράτο που κοιτούσε το άγνωστο κι άκουγε εμάς τις δύο.
- Έχεις δίκιο.
Δεν ξέρω κατά πόσο θα έμενε στην άκρη η Δανάη, αλλά ήθελα να πιστεύω ότι ο Στράτος θα το έκανε. Έδειχνε πιο ήρεμος. Ίσως τα λόγια μου τον έκαναν να καταλάβει ότι τελικά πνιγόταν σε μια κουταλιά νερό. Μια κουταλιά που πήγαινε να πνίξει όλους! Τον αγκάλιασα και τον φίλησα στο μάγουλο πριν φύγω για παρηγοριά. Ήθελα έτσι να του μεταδώσω πως εγώ ήμουν κοντά του. Ακόμη κι αν αμφέβαλε σε όλα όσα του είπα. Ήθελα να ξέρει ότι θα τον άκουγα.
Γύρισα στο σπίτι με έναν φριχτό πονοκέφαλο. Δεν καταλάβαινα γιατί ο Στράτος είχε αφήσει την κατάσταση να βγει εκτός ελέγχου. Αντί να κάτσει και να σκεφτεί ώριμα, σκεφτόταν όπως όταν ήταν στα δεκάξι! Δεν ξέρω αλλά ξαφνικά είχα την αίσθηση πως το αποψινό ήταν η αρχή του τέλους της σχέσης του Στράτου με την Δανάη. Και σίγουρα θα ήταν μια δοκιμασία για εκείνη. Ήμουν σίγουρη πια πως τα λόγια μου τον είχαν επηρεάσει και θα ξυπνούσε απ’ τον λήθαργο που τον είχε ρίξει εκείνη. Αν ο Στράτος έβλεπε ότι η Δανάη δεν του άφηνε τον χώρο και τον χρόνο για να σκεφτεί, τότε θα της έδινε τα παπούτσια στο χέρι. Δεν ξέρω πόσο πολύ είχαν παλέψει για αυτή την σχέση αλλά ήμουν σίγουρη ότι κοίταζαν μόνο το δέντρο κι όχι το δάσος!




Κεφάλαιο 54

52. Προβλήματα




Ήταν σχετικά νωρίς το μεσημέρι που καθόμουν στο καφέ ‘Ρετρό’ σε μια γωνιά προετοιμάζοντας τα θέματα για την αυριανή εκπομπή μου. Δεν ήξερα αν θα πρόφταινα και να την κάνω αφού το θέμα των απολύσεων στο ραδιόφωνο καλά κρατούσε. Η απόλυση μου ήταν θέμα ωρών αν όχι ημερών! Ο πρόεδρος προσπάθησε κι άλλες φορές σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις να με πείσει να δεχτώ την πρότασή του κι εγώ επέμεινα να μην δέχομαι. Επέμεινα για το δικό μου συμφέρον. Την τελευταία φορά που το προσπάθησε, η προσφορά του ήταν περισσότερο δελεαστική όσον αφορά την αύξηση του μισθού. Έδινε 30% παραπάνω αρκεί να δεχόμουν να παραιτηθώ και να με προσλάβουν με τα νέα δεδομένα. Δεν ήταν και μικρή η αύξηση. Όμως αν πήγαινα για τα πολλά θα έχανα και τα λίγα. Κι έτσι για άλλη μια φορά αρνήθηκα. Ο θυμός του στην τελευταία μας συνάντηση έβγαινε απ’ την τυπικότατη συμπεριφορά του και τη σύντομη διάρκεια που κράτησε μόνο και μόνο για να εισπράξει για άλλη μια φορά το ‘όχι’ μου. Ο Γιώργος απ’ την άλλη με είχε ήδη προειδοποιήσει πως η διοίκηση δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω και να το σκεφτόμουν καλά το τι θα έκανα. Του εξήγησα πως οι προτάσεις τους εμένα δεν με σιγούρευαν. Τα λόγια είναι πάντα λόγια. Έβλεπα πως οι αντιδράσεις μου τον επηρέαζαν. Ήξερε ότι το να χάνεις ένα καλό χαρτί, αυτό θα έφερνε περισσότερα αρνητικά αποτελέσματα και το σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελε να βλέπει το ραδιόφωνο που έστησε με τον Μάνο με μεράκι να πηγαίνει κατά διαόλου.
Είχα σκύψει με ενδιαφέρον επάνω στα χαρτιά μου και κρατούσα σημειώσεις, προσπαθώντας να μην σκέφτομαι το πόσο πολύ πια –τα προβλήματα της δουλειάς- με έκαναν να χάνω κάποιες στιγμές την διάθεση να ετοιμάσω το οτιδήποτε.
- Πόσο καιρό έχω να σε δω;
Η φωνή ήταν γνώριμη. Σήκωσα το κεφάλι μου και πραγματικά η εικόνα που αντίκρισα με απογοήτευσε. Την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν άλλος άνθρωπος και τώρα… «Γιατί καταστρέφεσαι έτσι μάτια μου;» αναρωτήθηκα βλέποντας τον Στράτο που ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο και βρωμοκοπούσε ουίσκι! Κάθισε ακριβώς απέναντί μου και η Δανάη πιο πίσω στεκόταν στο πάσο δίπλα στην είσοδο-έξοδο αρνούμενη να με αντιμετωπίσει. Ίσως πια να με μισούσε ακόμη περισσότερο για το παιχνίδι που της είχα παίξει. Δεν της έδωσα σημασία. Είχα κουραστεί απ’ την παρουσία της. Θυμήθηκα που κάποια στιγμή η Βάνα προσφέρθηκε να δημιουργήσει ένα κλίμα ενότητας αφήνοντας μας και τις δύο εδώ στο ‘Ρετρό’ σε ένα τραπεζάκι η μία απέναντι στην άλλη να ξεδιαλύνουμε τις διαφορές μας. Ήταν μια συνάντηση που δεν έφερε αποτέλεσμα. Παρά την διαβεβαίωση μου ότι δεν τρέχει τίποτε με τον καλό της κι ότι ήμαστε δύο καλοί φίλοι και θα ήθελα να είμαι και με την ίδια, εκείνη δεν έδειξε να έχει τέτοια πρόθεση. Δεν ήθελε να μου δώσει την ευκαιρία να της αποδείξω ότι ο Στράτος ήταν αποκλειστικά δικός της. Από εκείνη την στιγμή άρχισα πια να έχω αμφιβολίες και για την Βάνα. Δεν κατάλαβα γιατί το είχε κάνει. Εδώ αναστάτωνε την οικογένειά της και θα έπρεπε να μπω σε ένα παιχνίδι που σαν θεατής με απογοήτευε; Η Δανάη με κοιτούσε και ήταν σαν να σιχαινόταν που με έβλεπε και πάλι. Ο Στράτος την ξέχασε προσωρινά και την άφησε εκεί πίσω για λίγο. Πήγε έφτιαξε δύο καφέδες για εκείνον κι εκείνη και μετά ήρθε και κάθισε απέναντί μου ανάβοντας τσιγάρο. Εγώ έκανα την αναίσθητη, την αδιάφορη. Κοίταζα τα χαρτιά μου κι έκανα πως συνέχιζα την δουλειά μου χωρίς να με απασχολεί τάχα η παρουσία του.
- Μη με βλέπεις έτσι. Ήμουν στης Δανάης και κατέβασα δύο ποτηράκια ουίσκι. Μου είπε με ψεύτικο κέφι.
- Ποτηράκια μπύρας μήπως; Τον ρώτησα σηκώνοντας αυτή την φορά το βλέμμα μου απ’ τα χαρτιά μου.
Ήπιε μια γερή γουλιά απ’ τον καφέ του και μου χαμογέλασε. Μυριζόμουν το πρόβλημα! Το διαισθανόμουν! Και τώρα τα πράγματα ήταν χειρότερα από ποτέ.
- Γιορτάζεις κάτι και τα ήπιες; Τον ρώτησα
- Όχι. Απλά κάτι έπρεπε να κάνω.
- Πάλι μπελάδες έχεις; Πάλι τα ίδια;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και στρέφοντας το βλέμμα του στην Δανάη της έκανε νόημα να πλησιάζει στο τραπέζι μου. Την έσπρωξε να κάτσει στα γόνατά του. Εκείνη κοίταζε να δει τις αντιδράσεις μου. Δεν έκανα τίποτε. Ούτε ζήλεψα. Ήταν μια δεδομένη εικόνα.
- Το ουίσκι δεν δίνει λύσεις. Του είπα.
Η Δανάη για πρώτη φορά έδιωξε μακριά της το βλέμμα μίσους που μου έριχνε και για πρώτη φορά την είδα να με κοιτά με ένα βλέμμα που ζητούσε βοήθεια. Κατέβηκε απ’ τα πόδια του Στράτου και κάθισε στο διπλανό του κάθισμα. Μου φάνταζαν κι οι δύο σαν ένα κακό αντίγραφο του Σεξπηρικού ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’. Κοίταζα και τους δύο και περίμενα να μου μιλήσουν.
- Μας κυνηγάνε Μαρίνα. Δεν εγκρίνουν την σχέση μας.
Μου είπε τελικά ο Στράτος και φίλησε επιδεκτικά την παλάμη της Δανάης. Όπως το είχα μυριστεί. Και η ιστορία επαναλαμβανόταν. Της είχε δώσει μια δεύτερη ευκαιρία και όλα πήγαιναν κατά διαόλου για άλλη μια φορά και ίσως και χειρότερα. «Σκατά τα ‘χεις κάνει» σκέφτηκα. Για άλλη μια φορά την ευθύνη ήθελα να την ρίξω στον ίδιο γιατί επέμενε να μην έχει πρωτοβουλία κι αυτός στην σχέση του. Μην πει τίποτε η Δανάη, μην στενοχωρηθεί η Δανάη και ποιος ακούει την Δανάη, αυτό η Δανάη, εκείνο η Δανάη… «Ε! Άντε και γαμηθείτε εσύ κι η Δανάη. Μας έχεις πρήξει τα συκώτια!» σκέφτηκα. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να μιλήσω στους δικούς του. Ήθελα να δω που βρισκόταν η κατάσταση. Και γιατί να το κάνω ρε γαμώτο; Τι θα έβγαινε; Ακόμη και η ικανοποίηση πως ο Στράτος είναι καλά πάλι μετά απ’ όλη αυτή την μπόρα, δεν θα με χαροποιούσε. Αντίθετα θα με πονούσε. Έβγαζα τα φίδια απ’ την τρύπα χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες και τελικά δεν άκουγα ούτε ένα ‘ευχαριστώ’. Από κανέναν. «Έχε χάρη που σε αγαπάω και δεν θέλω να σε βλέπω να χαλιέσαι για μαλακίες» σκέφτηκα:
- Το βράδυ δουλεύεις ή έχεις ρεπό; Τον ρώτησα καθώς μάζευα τις σημειώσεις μου, τα περιοδικά και τις εφημερίδες.
- Δουλεύω.
- Ωραία! Τα λέμε το βράδυ!
Έχωσα στην τσάντα μου όλα τα χαρτιά μου κι έκανα να φύγω. Εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ εκνευρισμένη για να τον ακούσω. Έπρεπε να δω τι γινόταν και στην άλλη πλευρά. Προηγουμένως κοντοστάθηκα, πριν βγω απ’ το μαγαζί:
- Στο χέρι σας είναι να σταματήσουν τα προβλήματα. Μόνοι σας τα δημιουργείτε. Είπα και έφυγα.
Ήταν ένα καρφί προς τον Στράτο μπας κι έκανε τον κόπο να σκεφτεί τι μαλακίες έκανε και του πήγαινε η ζωή στραβά. Η Δανάη μπορεί να ήταν όποια ήθελε να είναι, εκείνος δεν καταλάβαινα για άλλη μια φορά γιατί δεν μάθαινε απ’ το πρώτο πάθημα!
Βγαίνοντας απ’ το ‘Ρετρό’ το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τηλεφωνήσω στην Βάνα. Την ρώτησα αν το απόγευμα θα ήταν εκεί. Με επιβεβαίωσε πως θα ήταν και ήθελε να μιλήσουμε. Της είπα ότι κι εγώ αυτό ήθελα.
Δεν είχα χρόνο για περισσότερες κουβέντες. Η μέρα μου θα ήταν μια διαδρομή. Θα πήγαινα στο σπίτι του Στράτου να ακούσω τι ακριβώς γίνεται και μετά θα πήγαινα να βρω και τον ίδιο για να δούμε τι μπορεί να γίνει. Να τον βοηθήσω ρε γαμώτο.
Πετάχτηκα στο ραδιόφωνο άφησα ότι σημειώσεις είχα και τις εφημερίδες και τα περιοδικά και έφυγα. Δεν είχα την διάθεση να αντικρίσω κανέναν τους. Τελείωσα την δουλειά μου κι από κει και πέρα ας έκοβαν το λαιμό τους για τα υπόλοιπα. Ήθελα για μια φορά να σηκώσω κι εγώ το κεφάλι μου. Αρκετό καιρό το είχα κατεβασμένο και δεχόμουν την μία μετά την άλλη τις σφαλιάρες.
Πήγα στο σπίτι των γονιών μου να καθίσω λίγο μαζί τους μιας και είχα καιρό να τους δω. Δεν ξέρω άλλα το περιβάλλον στο πατρικό μου με έκανε να σκέφτομαι περισσότερο. Τους μίλησα για τα νέα δεδομένα στην δουλειά και ανησύχησαν. Τους ανησυχούσε που θα έμενα άνεργη αν με απέλυαν και τι θα έκανα, πως θα τα κατάφερνα. Τους είπα να μην ανησυχούν κι όλο και κάτι θα βρεθεί για να μην κάθομαι. Η έννοιά τους ήταν ότι εγώ μεγάλωνα και θα έπρεπε να εξασφαλίσω το συντάξιμο μέλλον μου κι ότι εγώ μπορεί να μην το σκεφτόμουν αλλά θα ερχόταν η στιγμή που θα έσπαγα το κεφάλι μου! Ήταν λογική η ανησυχία τους, αλλά δεν μπορούσαν όμως και να φανταστούν ότι τα πράγματα στον εργασιακό τομέα γίνονταν πιο σκληρά και ότι πλησίαζε η στιγμή που το συντάξιμο μέλλον θα φάνταζε πολύ μακρινό όταν θα πρέπει να φροντίζεις για το σήμερα. Δεν ήταν πια τα πράγματα όπως την εποχή τους, που αν δεν σου άρεσε η μια δουλειά πήγαινες στην αμέσως επόμενη που θα έβρισκες. Που οι πόρτες ήταν ανοιχτές για όλους. Σήμερα αυτές τις πόρτες θα πρέπει να τις χτυπήσεις και να τις ξαναχτυπήσεις, γιατί οι περισσότεροι θέλουν να κωφεύουν και να σε αγνοούν και μόνο αν έχεις μπάρμπα στην Κορώνη, μπορείς να εξασφαλίσεις έστω και για προσωρινά το συντάξιμο μέλλον σου!
Τους αποχαιρέτησα νωρίς το απόγευμα με μια καρδιά …περιβόλι! Μου έκαναν τα 26 μου χρόνια να φαντάζουν γεροντικά. Δεν τους είπα τίποτε. Δεν ήθελα να τους πείσω ότι ήμουν ακόμη πολύ νέα και θα τα κατάφερνα. Θέληση είχα. Και φυσικά έδιωξα την εικόνα της γερασμένης 26χρονης που ήθελαν ντε και καλά να μου περάσουν!
Γύρισα στο σπίτι μου, έκανα ένα ντους κι άρχισα σιγά-σιγά να ετοιμάζομαι για την επικείμενη επίσκεψη στο πατρικό του Στράτου. Το τι θα μάθαινα εκεί δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω μόνο είναι ότι ο πόνος του είχε γίνει και δικός μου κι αναλογιζόμουν όλα τις δυσκολίες μας. Εγώ του συμπαραστεκόμουν κι εκείνος είχε τον τρόπο να με πείθει. Ίσως να εκμεταλλευόταν την αγάπη που του είχα. Δεν του παραπονέθηκα ποτέ όμως. Όμως ούτε κι εκείνος έκανε τον κόπο να αναρωτηθεί γιατί τα έκανα όλα αυτά, γιατί ενώ εγώ ήμουν δίπλα του όποτε τον χρειαζόταν εκείνος δεν ήταν όταν τον χρειαζόμουν. Και υπήρχαν στιγμές που τον χρειαζόμουν. Κι το ότι δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον, με πλήγωνε. Ίσως να μην τον ένοιαζε ακόμη κι αν υπήρχα. Ποτέ δεν μου ξανατηλεφώνησε έστω να δει αν ζω ή πέθανα. Με θυμόταν μόνο όταν τον έπνιγαν τα προβλήματα και ήξερε πως θα τον βοηθούσα, όπως και τώρα. Γιατί ο ίδιος δεν είχε τον χρόνο να σκεφτεί. Γιατί δεν τον άφηνε η Δανάη να σκεφτεί. Δεν του έδινε τον χρόνο. Ενώ εγώ είχα τον χρόνο και μπορούσα να σκεφτώ εγώ γι’ αυτόν. Και του έκανα το χατίρι. Τον αγαπούσα.

Το απόγευμα βρέθηκα στο σπίτι του Στράτου. Η Βάνα με συνόδευσε στο καθιστικό τους κι εκεί βρίσκονταν οι γονείς τους με έναν φίλο του Στράτου, τον Τάκη. Με καλωσόρισαν όλοι τους. Ο Τάκης χαιρόταν που με έβλεπε μετά από καιρό. Μου τον είχε γνωρίσει ο Στράτος την εποχή που έκανε την στρατιωτική του θητεία στην Ρόδο κι είχε ανέβει –μια απ’ τις πολλές- με άδεια απ’ τον στρατό. Είχαν έρθει παρέα. Ήθελε να μου τον γνωρίσει. Δεν ξέρω γιατί και πως. Ίσως να ήθελε να δει ο φίλος του ποια ήταν η κοπέλα που του μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Ο Τάκης είχε χαρεί και μου είχε ζητήσει να τον προσέχω και έφυγε για να μας αφήσει μόνους. Και που τι κι αν μας άφησε μόνους; Βρήκαμε ευκαιρία να παίξουμε ‘καραόκε’ εκφωνώντας σποτάκια για το σταθμό ενός κοινού γνωστού μας! Όταν τον είδα τον Τάκη, γέλασα αμέσως γιατί ήρθε στο μυαλό εκείνο το βράδυ και το πόσο διασκεδάσαμε με τον Στράτο και που όταν ερχόμασταν λίγο πιο κοντά, μας έπιαναν νευρικά γέλια!
Ο Τάκης δεν έκατσε πολύ. Το μόνο που είπε στον κυρ-Μιχάλη είναι ότι θα έκανε μια προσπάθεια να του μιλήσει. Τότε μου εξήγησαν κι εμένα ότι η κουβέντα τους είχε να κάνει με τον Στράτο κι ότι τώρα πια τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Τώρα πια σχεδόν συγκατοικούσαν με την Δανάη και στο σπίτι του εμφανιζόταν λιγότερο σε σχέση με άλλες φορές. Έχει γίνει αντιδραστικός με το παραμικρό κι αντί να τα βάλει κάτω τα πράγματα και να σκεφτεί πως προχωρά εκείνος απλώς αδιαφορεί και κάνει του κεφαλιού του. Τα σχόλια για την Δανάη δεν ήταν ευνοϊκά. Για κάποιο λόγο την αντιπαθούσε κι ο Τάκης:
- Δεν ξέρω, αλλά δεν έχει τύχει να γνωρίσω τόσο αντιπαθητική κοπέλα. Κι όχι τίποτε άλλο ο άλλος ο βλάκας δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του.
Άκουγα με προσοχή τα όσα μου έλεγαν. Η ζωή του Στράτου είχε γίνει πολύ πιο πιεσμένη. Είχε αρχίσει το σχολείο προκειμένου να τελειώσει την τελευταία τάξη λυκείου που την είχε χάσει πριν χρόνια λόγω καταστάσεων. Επιπλέον δούλευε. Και στο ενδιάμεσο διάβαζε στης Δανάης, έτρωγε στης Δανάης, έκανε κάνα μπάνιο σπίτι του για να δηλώσει και την ύπαρξή του, έφευγε για την δουλειά και μετά ξανά με την Δανάη.
- Βασικά δεν με νοιάζει η σχέση του. Ας έχει όποια θέλει. Αλλά δεν δέχομαι να με περνά για μαλάκα όποτε του ζητήσω να βγούμε για κάνα καφέ οι δυο μας σαν άντρες και να μου λέει ότι δεν πάει πουθενά αν δεν είναι κι η Δανάη! Κάτσε ρε! Στο βρακί της σ’ έχει βάλει και σε σέρνει;
Είχε δίκιο ο Τάκης. Σαν φίλος του δικαίως ήταν αγανακτισμένος να μην μπορεί να τον δει ούτε καν στο σπίτι του.
- Φεύγω. Θα του μιλήσω το βράδυ αν δουλεύει. Μαρίνα χάρηκα που σε είδα.
- Δουλεύει. Θα είμαι κι εγώ στο ‘Ρετρό’.
Επιβεβαίωσα τον Τάκη. Μας καλησπέρισε κι έφυγε. Οι γονείς του Στράτου κι η Βάνα με κοιτούσαν λες και περίμεναν κι από εμένα την επόμενη χείρα βοηθείας!
- Τ’ άκουσες Μαρίνα; Αυτά τραβάμε και χειρότερα.
Μου είπε ο κυρ-Μιχάλης και άνοιξε την τηλεόραση.
- Δίκιο έχετε, αλλά αφού κάθε μέρα έχει ένα πρόγραμμα που τον πιέζει γιατί δεν τον αφήνετε;
- Μαρίνα, να κοιτάξει το σχολείο του και την δουλειά του κι όταν έχει χρόνο να πηγαίνει και σε αυτή. Αυτός πρώτα πρέπει να δώσει αναφορά στην Δανάη και μετά κοιτάει όλα τα άλλα. Τον ταΐζουμε, τον ποτίζουμε, τον χαρτζιλικώνουμε… μην φανταστείς επειδή δουλεύει του μένει δραχμή, είναι μονίμως άφραγκος. Τον έχει ξεβρακώσει η άλλη και δεν καταλαβαίνει. Που θα πάει αυτό το βιολί μου λες;
Ήταν τέτοια η αγανάκτηση του κυρ-Μιχάλη που με έπεισε για το τι γινόταν. Επιπλέον η Βάνα επιβεβαίωσε την κατάσταση:
- Δεν μπορείς να φανταστείς τι σούργελο είναι…
- Είναι ε; Και περίμενες εγώ κι αυτή να γίνουμε φίλες;
- Έλα μωρέ για πλάκα το έκανα!
Απολογήθηκε η Βάνα για τότε που με είχε αφήσει στο ίδιο τραπέζι στο ‘Ρετρό’ με την Δανάη για να τα συμβιβάσουμε. Λες και είχαμε χωράφια να μοιράσουμε!
- Αν δεν γίνει τίποτε εγώ θα την ξεμαλλιάσω και θα την πετάξω έξω απ’ το σπίτι. Μας έχει ανακατέψει όλους το τσουλί!
Είπε η κυρά-Σταυρούλα όταν τελείωσε το μαγείρεμα στο μαγειρείο της.
- Είναι προτιμότερο να της μιλήσετε στα ίσα. Πρότεινα.
- Δεν παίρνει από λόγια αυτή κορίτσι μου. Κάναμε υπομονή αρκετή. Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Δεν θα πεθάνουμε εξαιτίας της.
- Πάντως ο Στράτος δεν είναι καλά.
- Δεν είναι καλά ε; Εμάς μας σκέφτεται να δει αν είμαστε καλά; Συνέχισε η κυρά-Σταυρούλα έντονα ανάβοντας τσιγάρο.
- Κάτσε και θα στην φτιάξω. Της απάντησε ο κυρ-Μιχάλης χαζεύοντας στην τηλεόραση.
Η κουβέντα ήταν τόσο έντονη και δεν μπορούσα να ισορροπήσω τίποτε στην όλη κατάσταση. Όντως το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο σε σχέση με την πρώτη φορά. Προφανώς η Δανάη είχε τον χρόνο να σκεφτεί και ίσως είχε θέσει όρους στην επανένωση της με τον Στράτο. Κι αυτή την φορά θα έπρεπε να είμαι κοντά του, είτε άρεσε στην Δανάη είτε όχι.




Κεφάλαιο 53

51. Στιγμές!


- Τελικά τι έγινε; Θα δουλέψεις στο ‘Ρετρό’; Με ρώτησε η Βάνα απ’ το τηλέφωνο.
- Ναι! Στα ρεπό του dj. Θα πηγαίνω και θα βάζω μουσική. Είναι μια καλή και βολική λύση για μένα, για τώρα έτσι όπως είναι τα πράγματα στην δουλειά μου.
Αυτό ήταν η αλήθεια. Κατ’ αρχήν ο Σάββας όταν με είδε μου πρότεινε αμέσως να αναλάβω την μπάρα της καφετέριας. Ήταν μια δύσκολη θέση με απαιτήσεις και τεράστια υπομονή με τους πελάτες και τους σερβιτόρους. Κι ήταν μια μόνιμη θέση σε καθημερινή βάση. Δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Ήθελα μια εργασία μερικής απασχόλησης για να καλύψω ένα την περίπτωση που θα με απέλυαν απ’ το ραδιόφωνο. Ο Σάββας δεν ήταν διατεθειμένος να με χάσει όπως φάνηκε και μου πρότεινε να βάζω την μουσική στο μαγαζί όταν ο dj θα έπαιρνε τα ρεπό του. Ήταν μια καλή πρόταση την οποία και δέχθηκα. Ο Στράτος χάρηκε που έγινε αυτή η επιλογή, μιας και ήξερε τις μουσικές μου προτιμήσεις, ήξερε ότι ήξερα τι θέλει να ακούει ο κόσμος και κυρίως που θα δουλεύαμε μαζί. Κι εγώ το χάρηκα, αυτό το τελευταίο. Ίσως επειδή την παρουσία του την είχα ανάγκη σε αυτή την φάση που βρισκόντουσαν τα επαγγελματικά μου.
Από εκείνο το βράδυ η καφετέρια αυτή έγινε το στέκι μου. Ήθελα να εξοικειωθώ με το περιβάλλον, με τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί, αλλά και κυρίως να μάθω τι μουσική ακουγόταν στο μαγαζί. Ακόμη και δουλειά έφερνα μαζί μου αντί να την κάνω στο ραδιόφωνο. Όταν τελείωνα από κάποιες συνεντεύξεις ή ομιλίες πήγαινα στο ‘Ρετρό’ κι ετοίμαζα τα κείμενα και στο ραδιόφωνο ετοίμαζα μόνο τα ηχογραφημένα. Έτσι δεν είχα να κάνω με τον Μάνο που ήταν σε μια μόνιμη εγρήγορση και που οι εκρήξεις του μας αποδιοργάνωναν όλους στο δημοσιογραφικό. Ακόμη και την εκπομπή προετοίμαζα στην καφετέρια. Κουβαλούσα μια αγκαλιά εφημερίδες και περιοδικά και έπιανα ένα τραπέζι ολοδικό μου για να τα ξεφυλλίσω και να βρίσκω τις ειδησούλες που είχαν ένα παράξενο ενδιαφέρον ή ετοίμαζα σχόλια σε κάποια θέματα που απασχολούσαν τα τηλεοπτικά κανάλια.
Παρόλα αυτά οι απολύσεις καλά κρατούσαν. Η κουμπάρα του Γιώργου η Κατερίνα που ήταν στην ρεσεψιόν ήταν η πιο πρόσφατα απολυθείς. Εικονικά απολυμένη. Στην ουσία τον άντρα της απέλυσαν και μη μπορώντας να δεχτεί το γεγονός αυτό, ζήτησε απ’ τον Γιώργο να την απολύσουν αντί να παραιτηθεί για να ωφεληθεί του ταμείου ανεργίας! Θα της ήταν δύσκολο να βρει δουλειά όντας παντρεμένη και με παιδί. Ο Γιώργος δεν της έφερε καμιά αντίρρηση κι έτσι έπεισε τους μετόχους για την απόλυση της κουμπάρας του.
Το δημοσιογραφικό είχε εμπλουτιστεί με νέο αίμα! Τα ‘βαμπίρ’ της επιχείρησης είχαν οργανώσει σχέδιο προκειμένου να αφαιμάξουν τους τελευταίους εναπομείναντες στην δουλειά. Κι άρχισαν από εμένα. Το πρώτο τους κάλεσμα είχε να κάνει με την πρόταση τους να παραιτηθώ και να πάψουν να με ασφαλίζουν στο ΙΚΑ και να με εντάξουν στο ΤΕΒΕ κόβοντας δελτίο παροχής υπηρεσιών και με την υπόσχεση ότι θα πλήρωναν και τα ανάλογα ένσημα και θα μου ανέβαζαν τον μισθό κατά πολύ, απ’ ότι τώρα! Με θεωρούσαν πολύ ηλίθια και μου μιλούσαν σαν να ήμουν άσχετη των θεμάτων. Ο σκοπός τους ήταν να μου φάνε την αποζημίωση και να με διώξουν απ’ την δουλειά μου χωρίς κανένα άλλο δικαίωμα, γιατί όλα τα άλλα περί ΤΕΒΕ κι αύξηση μισθού ήταν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Δεν θα τους διευκόλυνα. Ο πρόεδρος είχε βγει απ’ τα ρούχα του όταν είδε ότι τον άκουγα πάρα πολύ ψύχραιμα και αρνιόμουν με την ίδια στάση. Αποχώρησα απ’ το γραφείο του χαμογελώντας και φυσικά με την απάντηση που δεν ήθελε να ακούσει: «Σας ευχαριστώ, αλλά θα ήθελα να παραμείνω όπως είμαι»!
- Και να σε διώξουν σίγουρα θα σου ‘χουν έτοιμη θέση σε άλλο ραδιόφωνο!
Μου είπε ο αδερφός μου σε μια απ’ τις τελευταίες μας συναντήσεις πριν φύγει για την Ρόδο. Γέλασα όταν τον άκουσα να μου το λέει. Δεν ήξερε ότι όλα τα ραδιόφωνα περνούσαν κρίση και κοιτούσαν πώς να επιβιώσουν. Ότι όλοι οι ιδιοκτήτες κοίταζαν πώς να φάνε ο ένας τον άλλον κι ότι όλα είχαν μετατραπεί σε ένα πεδίο μάχης επικράτησης του πιο οικονομικά δυνατού και ισχυρού ώστε να έχει και την άδεια λειτουργίας στα χέρια του πριν απ’ τους άλλους! Ήδη ήμουν το επόμενο θύμα. Αρνιόμουν να γίνω και πάλι το θύμα σε άλλο ραδιόφωνο όσο τα πράγματα δεν ήταν ξεκαθαρισμένα.



Δεν είχα καταλάβει ότι αλλάξαμε εποχή. Περνούσαν οι μέρες του καλοκαιριού τόσο γρήγορα και το φθινόπωρο είχε ήδη μπει. Αυτό που μου είχε μείνει είναι ότι φέτος ήμασταν μια μεγάλη παρέα και περάσαμε σχετικά καλά το καλοκαίρι μας. Κι από διακοπές… Κατάφερα να πάρω μόνο δέκα ημέρες άδεια κι αυτό μετά από δυσκολία να πείσω τον Μάνο, αφού αν έφευγα εγώ δεν υπήρχε άνθρωπος να εκφωνήσει τις ειδήσεις. Τελικά τον έπεισα και με έδιωξε για ένα δεκαήμερο με την ίδια κλασσική πρόταση’ να επιστρέψω με φορτωμένες τις μπαταρίες μου! Ένα δεκαήμερο που το περάσαμε με τον αδερφό μου πηγαίνοντας πάλι για διακοπές στο χωριό της μητέρας μας για μπάνια και ηρεμία και χωρίς τον Στράτο κοντά μας.
Είχα ταξιδέψει με όλη την καλή διάθεση κι αποφασισμένη να περάσω όσο καλύτερα γινόταν. Μόνο που τελικά η καλή διάθεση μέρα με την μέρα άρχισε να εξατμίζεται. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε. Από τότε που οι διακοπές εκείνες μου έμειναν ανεξίτηλες στην μνήμη, γιατί είχαν και τον Στράτο μέσα! Και τώρα δεν ήταν το ίδιο. Κάθε γωνιά του σπιτιού που μέναμε, κάθε μέρος που περνούσα μου θύμιζε εκείνον. Κι έκανα τους ίδιους περιπάτους που κάναμε και τότε και κοντοστεκόμουν στα μέρη που κάτι σήμαιναν για μένα: εκεί που με έπιασε να μην παραπατάω όταν ο ‘κόκκινος διάολος’ με είχε κάνει να λέω βλακείες, εκεί που σταθήκαμε και με φίλησε, εκεί που αναρωτηθήκαμε τι μας συμβαίνει, εκεί που ένα βράδυ στην παραλία στην φωτιά μπροστά με είχε στην αγκαλιά του… Πόσο μου έλειπε. Τριγυρνούσα μέσα στο σπίτι και πήγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο και είχα την αίσθηση πως με γυρόφερνε και με φλέρταρε ή κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο έχοντας την εικόνα πως εκεί κάτω απ’ την σκιά της συκιάς που ο αδερφός μου διαβάζει την αθλητική εφημερίδα του καθόταν κι ο Στράτος και διάβαζε με ενδιαφέρον την ‘Σιωπή των αμνών’! Κοίταζα τον αδερφό μου και ήθελα τόσο πολύ να του τα πω όλα. Ήθελα να ξέρει το πόσο ερωτευμένη ήμουν με τον φίλο του. Όμως δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με κρατούσε δέσμια και δεν το έκανα. Ίσως να μην ήθελα να χαλάσω τα πράγματα έτσι όπως είχαν έρθει. Άλλωστε τι θα κέρδιζα λέγοντας τα στον αδερφό μου μετά από τόσο καιρό; Ο Στράτος θα παρέμενε με την Δανάη κι εγώ και πάλι μόνη.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε. Και στο κάμπινγκ δεν είχε αλλάξει τίποτε. Ο Βασίλης ο μπαρ-μαν ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν με είδε να εμφανίζομαι μπροστά του ξαφνικά. Μετά είδε και τον αδερφό μου και χάρηκε περισσότερο. Νόμιζε πως τον είχαμε ξεχάσει. Παρατήρησε πως έλλειπε ο Στράτος απ’ την παρέα. Δεν ξέρω αλλά ένοιωθα έξω απ’ τα νερά μου να είμαι στο κάμπινγκ χωρίς τον Στράτο κι ο Βασίλης να διακρίνει το συννεφάκι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Του χαμογέλασα για να διώξω την όποια σκέψη έκανε και να νομίσει ότι δεν συνέβαινε τίποτε κι όλα ήταν καλά. Δεν ήταν πια ο ίδιος. Έδειχνε πιο ώριμος, πιο οικείος, πιο κατασταλαγμένος. Μας είπε ότι τελείωνε την σχολή του, μετά είχε και το στρατιωτικό του κι ότι η χρονιά η φετινή ήταν η τελευταία που θα εργαζόταν στο κάμπινγκ. Είχε ήδη μια σχέση με μια κοπέλα που εργαζόταν στο κάμπινγκ, την Γιάννα. Ήταν παιδαγωγός κι ασχολιόταν με τα παιχνίδια που οργάνωναν για τους μικρούς τους πελάτες! Χαιρόμουν που ο Βασίλης είχε στόχους στην ζωή του και του ευχήθηκα να πάνε όλα όπως ήθελε.
Σ’ αυτές τις σύντομες διακοπές είχαμε μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ήταν μοναδική η αίσθηση που σου χάριζε το φως του και έκανε την σκοτεινή να παραλία να φωτίζεται και να χτυπά η αντανάκλαση του στο νερό της θάλασσας. Ήταν σαν το ασήμι που γυάλιζε στο φως. Καθόμασταν στην αμμουδιά με τον αδερφό μου κι αναπολούσα το βράδυ που είχαμε ανάψει φωτιά πριν δύο χρόνια σε αυτό το σημείο. Και να που τώρα ο Στράτος ήταν απών. Ένοιωθα απίστευτα μόνη:
- Ωραία βραδιά! Είπε ο αδερφός μου, όταν πρόσεξε ότι για ώρα μέναμε αμίλητοι.
- Ναι ωραία είναι! Αλλά τι να το κάνεις αν δεν έχεις δίπλα σου αυτόν που αγαπάς;
- Συμφωνώ. Μακάρι να ήταν η Χριστίνα εδώ.
- Ποια Χριστίνα;
Με ξάφνιασε ο αδερφός μου. Δεν είχε αναφέρει άλλη φορά αυτό το όνομα και δεν είχε τύχει να μου γνωρίσει κάποια Χριστίνα ή να μου αναφέρει έστω!
- Μια συμφοιτήτρια μου. Όταν έρθεις Ρόδο θα την γνωρίσεις. Εσύ ποιόν θα ήθελες να είχες εδώ;
- Ποιόν να θέλω; Δεν έχω κάποιον για να πω!
Πόσο ψεύτρα ήμουν; Η μορφή του ήταν κολλημένη μπροστά μου αλλά αρνιόμουν να το ομολογήσω.
- Ούτε καν κάποιον γνωστό μας;
Τι να του πω; Ένοιωθα ότι με ψάρευε. Ήταν σαν κάτι να είχε καταλάβει και περίμενε να τον επιβεβαιώσω. Αλλά πώς να καταλάβει; Προσπαθούσα να μην δίνω αφορμές για σχόλια για οτιδήποτε με αφορούσε. Δεν ήθελα να του απαντήσω και επέμεινα να κοιτάω στο βάθος το σκοτάδι της θάλασσας.
- Τι σκέφτεσαι;
- Τον Στράτο! Αυτός είναι ιδανικός για τέτοιες βραδιές.
Είπα έχοντας την εικόνα του όταν πριν δυο χρόνια ήμουν στην αγκαλιά του και με κρατούσε απ’ το χέρι για να ζεσταθώ μπροστά στην φωτιά που είχαμε ανάψει εδώ στην παραλία. Ο αδερφός μου δεν αποκρίθηκε και συνέχισε να κοιτά μπροστά τη θάλασσα που φωτιζόταν στο φεγγάρι:
- Μήπως είσαι τσιμπημένη με τον Στράτο;
Με ρώτησε ξαφνικά και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω από πού μου ήρθε η πετριά! Ήξερε;
- Πως σου ‘ρθε τώρα αυτό; Αντέδρασα τάχα ενοχλημένη.
- Έχω προσέξει πως κοιτάζεστε με τον Στράτο και φαντάζομαι ότι…
- Να μην φαντάζεσαι –τον έκοψα πριν ολοκληρώσει την φράση του. Δεν τον προσέχω περισσότερο από εσένα ή την Βάνα ή τον Γιώργο…
- Ναι δίκιο έχεις.
Είπε για να με καθησυχάσει. Είχε καταλάβει λοιπόν. Και μάλλον πρέπει να υποψιαζόταν από τότε ότι κάτι έτρεχε με μένα και τον Στράτο και τώρα βρήκε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Ήταν όμως η ευκαιρία που πάντα ήθελα για να πω στον αδερφό μου το τι αισθανόμουν για τον φίλο του, αλλά πια είχε περάσει καιρός και ήταν αργά. Του ζήτησα να φύγουμε. Δεν άντεχα να παίζω με την ανάμνηση της βραδιάς στην παραλία πριν δυο χρόνια. Είχε στοιχειώσει το μυαλό μου. Γύρισα στο σπίτι με πονοκέφαλο κι ο ύπνος μου έπειτα ήταν ανησυχητικός. Έβλεπα συνέχεια τον Στράτο να στέκεται στην πόρτα του δωματίου μου και να με κοιτά τρυφερά. Ξύπνησα αρκετές φορές κατά την διάρκεια της βραδιάς. Δεν ήταν στην πόρτα και αυτό με κούραζε. Με κούραζε να προσπαθώ να αγγίξω το όνειρό μου στον ξύπνιο μου. Τον σκεφτόμουν συνέχεια κι ίσως το υποσυνείδητο μου, μου έκανε παιχνίδια.
Δεν συνέβηκε κάτι άλλο συναρπαστικό στις διακοπές αυτές! Η μοναδική εξαίρεση στην μονοτονία μας και στις έμμονες σκέψεις μου ήταν η διήμερη επίσκεψη του Γιώργου και της Βάνας. Παρά την πρόσκληση του αδερφού μου να έρθει κι ο Στράτος εκείνος δεν το έκανε. Με πρόφαση την δουλειά αρνήθηκε να μας ακολουθήσει έστω και για ένα Σαββατοκύριακο. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι, γιατί αν ερχόταν θα υπήρχε μια βαριά διάθεση μεταξύ μας και σίγουρα θα ήταν εφιάλτης και για τους δύο το να μην μπορούμε να εκδηλώσουμε όλα τα συναισθήματα που είχαμε πνίξει για χάρη της φιλίας!



Και στρώθηκα στην δουλειά! Ο δε αδερφός μου ετοιμαζόταν να φύγει στην Ρόδο, ο Στράτος τα είχε ξαναβρεί με την Δανάη κι εγώ απλώς δούλευα. Απέφευγα να τον συναντήσω. Δεν ήθελα να τον δω ούτε καν τυχαία. Δεν ήθελα να δημιουργήσω προβλήματα. Μου έλειπε αλλά δεν ήθελα να νομίζει πως εγώ ήμουν αυτή που δημιουργούσα τα χειρότερα επειδή δεν συμπαθούσα την κοπέλα του. Ήδη με είχε χρεώσει με το ‘την μισείς’. Που στην προκειμένη περίπτωση ο Στράτος την αντιπάθεια με το μίσος τα είχε κάνει ένα. Ακόμη κι όταν πήγαινα στα ρεπό του dj να βάλω μουσική στο ‘Ρετρό’, τα περισσότερα βράδια έλειπε κι ο Στράτος με ρεπό. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Το πρώτο βράδυ το είχε περάσει έχοντας την προσοχή του σε μένα μήπως τυχόν και κανείς με ενοχλήσει. Η Δανάη ήταν κάτω στο ισόγειο κι εγώ στο πατάρι κι ο Στράτος ήταν σε ένα συνεχές πάνω-κάτω. Απ’ την μια με είχε γοητεύσει το ότι με πρόσεχε μήπως κάποιος ενοχλητικός μου δημιουργήσει κάνα πρόβλημα –μιας και φαινόταν παράξενο και πρωτόγνωρο να βλέπουν μια γυναίκα σε ένα πόστο που θεωρείτε αντρικό- αλλά και απ’ την άλλη δεν σκεφτόταν καν την περίπτωση μήπως εγώ ήθελα να κάνω κάποια γνωριμία –αν και δεν είχα τέτοια πρόθεση!
Από εκείνο το βράδυ ο Στράτος έπαιρνε ρεπό όποτε έλειπε ο κανονικός dj. Δεν ξέρω πως αλλά επειδή πια δεν τον έβλεπα τακτικά σκέφτηκα ένα βράδυ να τον δω από κοντά πηγαίνοντας για ένα ποτό στο ‘Ρετρό’. Η Δανάη πάντα ήταν παρούσα, αλλά αυτή την φορά αφού ήμουν χρεωμένη πως την μισώ, θα τους έκανα την χάρη να τους βγάλω αληθινούς. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει. Είχα διάθεση για κατινιές! Ίσως να ήταν η αγανάκτηση που με έπνιγε, ίσως να ήταν το πόσο άδικος ήταν απέναντί μου ο Στράτος.
Το πόστο του Στράτου ήταν στην πόρτα! Εκείνος έκρινε ποιος θα έμπαινε στο μαγαζί και ποιος όχι, έπειτα από συμφωνία με τον Σάββα. Δίπλα στον Στράτο υπήρχε πάσο κι εκεί πήγα κι έκατσα. Η Δανάη ήταν πίσω στην μπάρα και καθόταν και απ’ την στιγμή που με είδε δεν ξεκολλούσε τα μάτια από επάνω μου. Ο Στράτος μου εξήγησε πως ο Σάββας δεν ήθελε να κάθεται κανείς στον πάσο –εκτός αν είναι κάποιος που συμπαθεί ή πελάτης, εκτός της Δανάης, μιας και δεν της είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Όταν το άκουσα έκανα να φύγω να πάω πίσω στην μπάρα. Θα ανεχόμουν την παρουσία της Δανάης, αλλά τουλάχιστον θα είχα και τον Σάββα και την γυναίκα του να αστειευτούμε για να περάσει ευχάριστα η ώρα:
- Που πας; Μου είπε ο Στράτος μόλις με είδε να σηκώνομαι απ’ το σκαμπό μου.
- Αφού δεν επιτρέπεται, φεύγω.
- Είσαι καλά; Κάτσε κάτω.
- Στράτο δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Η Δανάη νομίζω έχει αντίρρηση.
- Δεν έχω εγώ όμως.
- Θα ‘χει ο Σάββας.
- Καθόλου. Εσύ είσαι άλλο. Δεν είσαι Δανάη!
- Δεν το κατάλαβα αυτό.
- Δεν θέλει η Δανάη να κάθεται εδώ. Δεν την συμπαθεί και τόσο.
Η Δανάη καθόταν πίσω και με κοιτούσε ενοχλημένη να χαζογελάμε με τον Στράτο μιας και ήταν σε καλή διάθεση άγνωστο για ποιο λόγο. Η Δανάη είχε μαζί της και την κολλητή της. Κάτι της είπε και μετά από λίγο και οι δυο τους με κοιτούσαν σαν ήμουν εχθρός τους. Χαιρέτησα την Δανάη αλλά εκείνη δεν αντέδρασε. Η απέχθεια για το πρόσωπό μου είχε γραφτεί στο δικό της και ήταν μόνιμα καρφιτσωμένη, όπως και την πρώτη στιγμή που είχαμε συναντηθεί. Ώρα για παιχνίδι όμως! Καιρός για κατινιές, έτσι για να μου φύγει το απωθημένο! «Τούρμπο θα σε κάνω και θα σηκωθείς να φύγεις» σκέφτηκα ενοχλημένη απ’ το βλέμμα της.
- Δεν θα μου πεις χρόνια πολλά; Είπα στον Στράτο ξαφνικά.
- Χρόνια πολλά; Για ποιο πράγμα;
- Έχω τα γενέθλιά μου.
Γενέθλια δεν είχα και το κακό με το μυαλό του Στράτου ήταν ότι δεν συγκρατούσε ημερομηνίες, ειδικά των γενεθλίων. Δεν ήταν ότι είχα την απαίτηση να το θυμάται. Ίσως γιατί αυτό για την δεδομένη στιγμή με βόλευε!
- Και γιατί δεν μιλάς τόση ώρα ρε Μαρινάκι; Να σε χαιρόμαστε.
Είπε χαρούμενος και πλησίασε να με φιλήσει στο μάγουλο, αφού πέρασε και το χέρι του στον λαιμό μου! Γύρισα λίγο και το κεφάλι να φανεί ότι με φιλούσε στα χείλη, αν και δεν ήταν έτσι. Αυτό ήθελα. Και το πέτυχα. Γύρισα στην Δανάη και της χαμογέλασα με ένα βλέμμα επιτυχίας κι εκείνη… Πολύ το χάρηκα! Δεν άντεξε. Πήρε την φίλη της, είπε στο Στράτο ότι φεύγουν να πάνε να συναντήσουν μιαν άλλη φίλη τους και θα ερχόταν πολύ αργότερα.
- Δεν έπρεπε να με φιλήσεις. Είδες τι έγινε; Σηκώθηκε κι έφυγε.
Είπα με ένα μισοκακόμοιρο υφάκι. Φουσκωμένη απ’ την ικανοποίηση της μικρής μου εκδίκησης.
- Όχι δεν έφυγε γι’ αυτό. Είχε μια δουλειά.
- Καλά! Ότι πεις!
Είπα. Όμως η σκέψη μου είχε άλλη γνώμη: «είσαι τόσο βλάκας και κολλημένος μαζί της και που πάλι σου έβαλε παρωπίδες» σκέφτηκα και του χαμογελούσα. Δεν κάθισα παραπάνω από δέκα λεπτά. Αφού ικανοποίησα το απωθημένο μου, εξαφανίστηκα και πάλι απ’ την ζωή του. Δεν τον ξαναενόχλησα, αλλά ούτε και έτυχε να συμπέσουν οι βραδιές που δούλευα στο ‘Ρετρό’ με τις δικές του, συνέχισε να απουσιάζει όποτε εργαζόμουν εγώ.




Κεφάλαιο 52