Pretenders - I’ll Stand By You

Oh, why you look so sad?
Tears are in your eyes
Come on and come to me now
Dont be ashamed to cry
Let me see you through
cause Ive seen the dark side too
When the night falls on you
You dont know what to do
Nothing you confess
Could make me love you less

Ill stand by you
Ill stand by you
Wont let nobody hurt you
Ill stand by you

So if youre mad, get mad
Dont hold it all inside
Come on and talk to me now
Hey, what you got to hide?
I get angry too
Well Im a lot like you
When youre standing at the crossroads
And dont know which path to choose
Let me come along
cause even if youre wrong

Ill stand by you
Ill stand by you
Wont let nobody hurt you
Ill stand by you
Take me in, into your darkest hour
And Ill never desert you
Ill stand by you

And when...
When the night falls on you, baby
Youre feeling all alone
You wont be on your own

Ill stand by you
Ill stand by you
Wont let nobody hurt you

Ill stand by you
Take me in, into your darkest hour
And Ill never desert you
Ill stand by you
Ill stand by you
Wont let nobody hurt you
Ill stand by you
Wont let nobody hurt you
Ill stand by you


Sade - No Ordinary Love

I gave you all the love I got
I gave you more than I could give
I gave you love
I gave you all that I have inside
And you took my love
You took my love
Didn't I tell you
What I believe
Did somebody say that
A love like that won't last
Didn't I give you
All that I've got to give baby

I gave you all the love I got
I gave you more than I could give
I gave you love
I gave you all that I have inside
And you took my love
You took my love

I keep crying
I keep trying for you
There's nothing like you and I baby

This is no ordinary love
No ordinary Love
This is no ordinary love
No ordinary Love

When you came my way
You brightened every day
With your sweet smile

Didn't I tell you
What I believe
Did somebody say that
A love like that won't last
Didn't I give you
All that I've got to give baby

This is no ordinary love
No ordinary Love
This is no ordinary love
No ordinary Love

I keep crying
I keep trying for you
There's nothing like you and I baby

This is no ordinary love
No ordinary Love
This is no ordinary love
No ordinary Love

Keep trying for you
Keep crying for you
Keep flying for you
Keep flying I'm falling

I'm falling

Keep trying for you
Keep crying for you
Keep flying for you
Keep flying for you I'm falling
I'm falling



45. Η συνάντηση





- Στράτο;
- Ποιος είναι;
- Σε ξύπνησα;
- Ναι. Ποιος είναι;
- Η Μαρίνα.
- ….
- Καλύτερα να τηλεφωνήσω αργότερα.
- Τι θέλεις;
- Μάλλον είσαι από ξενύχτι. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω που βρήκα την απίστευτη δύναμη για να του τηλεφωνήσω. Και μάλλον δεν με είχε καταλάβει. Κοιμόταν ακόμη. Πως μπορείς να μιλήσεις σε κάποιον όταν ακούγεται στο ακουστικό ακόμη νυσταγμένος; Κοίταζα το ακουστικό και προσπαθούσα να συνέλθω. Γιατί όταν θες να ξεφύγεις από κάτι να μην μπορείς και να βρίσκεται πάντα μπροστά σου; Δεν μου ήταν εύκολο να σηκώσω το ακουστικό του τηλεφώνου και να τηλεφωνήσω στον Στράτο. Δεν είχα δικαιολογία. Αυτό που με κρατούσε όμως δέσμια ήταν η υπόσχεση που έδωσα στην μητέρα του να του μιλήσω. Γιατί με ακούει, όπως μου είπε η ίδια. Πως μπορούσα όμως να το κάνω αυτό; Πως μπορούσα να φορτώσω την ευθύνη στον Στράτο για κάτι που εγώ δεν ήξερα επειδή ήμουν μακριά του και η πληροφόρηση ερχόταν απ’ την μητέρα του; Πως ήμουν σίγουρη ότι όλα όσα μου είπε ήταν σωστά; Ποια ήμουν εγώ που θα τον έκρινα αν ήταν σωστή ή λάθος η επιλογή της Δανάης; Όσο και να με πονούσε αυτό δεν είχα το δικαίωμα να τον κρίνω. Εγώ ήμουν αυτή που του είχε αφήσει το περιθώριο και δεν είχα το δικαίωμα πια να …ζητήσω το αίμα μου πίσω. Που θα έβρισκα την δύναμη να τον συναντήσω αν τελικά δεχόταν; Τι δικαιολογία θα έπρεπε να βρω για να τον συναντήσω; Πως θα παρίστανα ότι δεν είχε συμβεί τίποτε; Πως μπορούσα να σβήσω απ’ το μυαλό μου έτσι απλά ότι ποτέ δεν του είπα το «σ’ αγαπώ»; Τι θα του έλεγα; Έτσι ξαφνικά θα με άκουγε; Αν μου αρνιόταν; Αν μου έλεγε πως δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί μου, μετά από την τελευταία μας συνάντηση; Αν μου έλεγε πως τον ζήλευα και ήθελα να του χαλάσω την σχέση του; Αν έβρισκε τα λόγια να με πληγώσει;
Τόσα ανακατεμένα ερωτηματικά με βασάνιζαν και δεν ήξερα τι να μου απαντήσω. Παρηγοριόμουν στην σκέψη πως ο Στράτος δεν ήταν ο άνθρωπος που θα με έβγαζε απ’ την ζωή του οριστικά. Μας είχαν τύχει διάφορα στο παρελθόν παρά το γεγονός ότι δεν ήμασταν καν φίλοι, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος δεν κράτησε την απόσταση. Όλο κι εμφανιζόταν ξαφνικά στην ζωή μου. Σαν να ήθελε να δηλώσει την παρουσία του. Αλλά αν τελικά αρνιόταν να με συναντήσει θα το έκανε μόνο και μόνο για να προστατεύσει την σχέση του με την Δανάη - αν τελικά ίσχυε αυτό που μου είχε πει πως η ίδια είχε επιστρατεύσει συγγενείς και φίλους της, να της λένε τα πάντα για τον Στράτο όπου τον πετύχαιναν. Θα εξαναγκαζόταν μόνο και μόνο για προστατευθεί απ’ την αστυνόμευση της που της προκαλούσε η ζήλια της!
Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι και σίγουρα είχε ξενυχτήσει στην δουλειά του. Ανάμεσα στα φαξ και τις σελίδες των ειδήσεων σκεφτόμουν πως εγώ ήμουν ο …ΟΗΕ στην ζωή του Στράτου! Γέλασα στην σκέψη. Αναρωτιόμουν αν όλα όσα γίνονταν τελικά τα έκανε ο Στράτος από ένα πείσμα για τους δικούς του, αν γι’ αυτόν η Δανάη ήταν η σανίδα σωτηρίας του για να τους δείξει ότι ήταν ανεξάρτητος κι ότι μόνος του πια σαν ενήλικας μπορούσε να πάρει αποφάσεις για την ζωή του! Άραγε με αυτόν τον τρόπο να ήθελε να στείλει το δικό του μήνυμα: πως ήταν η δική του η ζωή και πως σ’ ότι την αφορούσε, αποφάσιζε αυτός; Αν όντως ήταν αυτό το σκεπτικό του τότε καλά μπορεί να τα σκέφτηκε όλα, αλλά δεν υπολόγισε ότι όσο ζούσε στο σπίτι των γονιών του, τους κανόνες τους όριζαν εκείνοι.
Ήταν πολλά τα ερωτηματικά που είχαν συσσωρευτεί στο κεφάλι μου και οι απαντήσεις που έδινα ήταν πολύ μπερδεμένες.
Μάζεψα όπως-όπως τα χαρτιά απ’ το γραφείο μου. Ο Μάνος μπήκε βιαστικός στο δημοσιογραφικό και με ρώτησε αν ήμουν έτοιμη για το μεσημεριανό δελτίο και πια ήταν τα θέματα μου. Του είπα περιληπτικά τις κύριες ειδήσεις και ποια ήταν τα ηχογραφημένα αποσπάσματα που θα έβγαιναν στον αέρα στη μία. Κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος και μου έδωσε άλλα δύο θέματα που είχε ετοιμάσει, να προσθέσω στο δελτίο.
- Μαρίνα πως βλέπεις να πηγαίνουμε; Με ρώτησε εκεί μέσα στο σύννεφο του καπνού που άφηνε το τσιγάρο του, την στιγμή που καθόταν στο γραφείο του.
- Δημοσιογραφικά; Ρώτησα.
- Ναι!
- Παρά το τρέξιμο και τις εντάσεις, αντέχουμε.
- Το πρόγραμμα πως το βλέπεις;
- Καλά κρατεί όπως δείχνει. Άλλωστε φαίνεται κι απ’ τα τηλέφωνα και την συμμετοχή των ακροατών στις εκπομπές.
- Έχω στατιστικές. Μου είπε ο Μάνος και μου έδειξε ένα πάκο με χαρτιά που έβγαλε μέσα από έναν μεγάλο φάκελο.
- Και τι λένε; Ρώτησα με απορία.
- Είμαστε πρώτοι και με διαφορά απ’ τους άλλους.
- Αναμενόμενα τα αποτελέσματα.
- Ναι. Κι αποφάσισα να κάνω κάποιες αλλαγές στο πρόγραμμα.
- Να υποθέσω ότι στις αλλαγές αυτές περιλαμβάνεται και η δική μου εκπομπή;
Ήταν γνωστό ότι η εκπομπή μου ήταν συνεχώς μετακινούμενη από ζώνη σε ζώνη στο πρόγραμμα!
- Ναι. Κόβεται.
Ξαφνιάστηκα. Ταράχτηκα. Δεν περίμενα να το ακούσω. Το μεγάλο μερίδιο στις ακροαματικότητες το είχαν τρεις εκπομπές στο ραδιόφωνο: η δική μου, του Γιώργου και του Θοδωρή. Με τι λογική θα έκοβε μια εκπομπή που ήταν κερδοφόρα;
- Για ποιο λόγο; Τον ρώτησα, προσπαθώντας να μην δείξω την ταραχή μου.
- Έχω κάτι στο νου, αλλά άσε να το επεξεργαστώ λιγάκι.
- Δηλαδή;
- Άσε με να το μελετήσω λίγο και θα σε ενημερώσω.
- Μάλιστα! Σήμερα δηλαδή δεν κάνω εκπομπή;
- Θα κάνεις κανονικά όλη την βδομάδα. Φρόντισε μόνο να ετοιμάσεις το πεδίο ότι είναι η τελευταία βδομάδα για την συγκεκριμένη εκπομπή. Άσε κάποιο υπονοούμενο να πλανάτε στον αέρα.
Έμεινα άφωνη. Οι κατραπακιές διαδέχονταν η μία την άλλη. Θα έπρεπε να συναντήσω τον Στράτο και να κάνω την χαρούμενη στην εκπομπή μου γιατί μου την κόβουν, χωρίς κάποια ουσιαστική δικαιολογία! Δεν ξέρω τι είχε κατά νου ο Μάνος, όμως διαισθανόμουν πια πως έφτανε και το δικό μου τέλος σε αυτό το ραδιόφωνο. Το ότι τα πράγματα κυλούσαν τρομακτικά ήρεμα, μας έκανε τους περισσότερους να μην ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει αύριο. Θα είχαμε δουλειά ή όχι;
Εκφώνησα τις ειδήσεις στη μία, τακτοποίησα το γραφείο μου όπως κάθε φορά και τώρα στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η σκέψη τι δικαιολογία να βρω για να συναντήσω τον Στράτο. Ο Γιώργος έλειπε και το μόνο άτομο –εκτός του Λάμπη στο κοντρόλ- που βρισκόταν τέτοια ώρα στις εγκαταστάσεις του σταθμού ήταν ο Θοδωρής στη ρεσεψιόν ο οποίος και ετοίμαζε την εκπομπή του για αργότερα. Δεν άνοιξα καμιά κουβέντα για το τι μου είπε ο Μάνος. Το σίγουρο ήταν ότι θα άρχιζε μια απίστευτη ανάκριση από μέρους του για να μάθει λεπτομέρειες που δεν ήξερα. Τον χαιρέτησα βιαστική κι έφυγα. Στην διαδρομή για το σπίτι μου είχα κολλημένο στο μυαλό μου το ερώτημα «πως πλησιάζω τον Στράτο;». Ιδέα δεν κατέβαινε. Να του τηλεφωνήσω και να του ζητήσω έτσι ξαφνικά να πάμε για κάνα καφέ σαν φίλοι; Θα ήταν εντελώς ψεύτικη η δικαιολογία και δεν ήταν κάνας χαζός να χάψει το κάλεσμα. Ήθελα να γινόταν μια συνάντηση εντελώς φυσιολογική και χωρίς ψέματα. Γινόταν αυτό;
Την στιγμή που ετοιμαζόμουν να βγάλω τα κλειδιά απ’ την τσάντα μου, κάποιος κόρναρε με το αυτοκίνητό του. Δεν έδωσα σημασία γιατί θεώρησα πως προφανώς ήταν για κάποιον άλλον. Επέμεινε και γύρισα. Ο Στράτος ήταν. Είχε πάρει το αυτοκίνητο του πατέρα του. Μου έκανε νόημα να μπω μέσα. Είναι να σε θέλει η τύχη καμιά φορά. Έτρεμα ολόκληρη. Ένοιωσα τα πόδια μου βαριά κι ασήκωτα για να κάνω έστω μισό βήμα. Ο Στράτος μου χαμογελούσε και περίμενε υπομονετικά. Μπήκα.
- Μόλις τελείωσα απ’ την δουλειά. Είπα.
- Κι εγώ τρέχω για δουλειά.
- Ωχ, συγγνώμη! Δεν το κατάλαβα. Να κατέβω τότε. Είπα με μια κρυφή απογοήτευση πως τελικά δεν ήταν το τυχερό μου σήμερα.
- Κάτσε εκεί που είσαι. Θα πάμε να παραδώσω κάποια ρούχα και μετά θα πάμε για καφέ.
- Εντάξει. Είπα με μια κρυφή χαρά.
Χαρά γιατί τελικά θα έβγαζα την υποχρέωση, αλλά και με έναν κρυφό πόνο γιατί θα του παρίστανα την φίλη και το κόστος ήταν όλο χρεωμένο σε μένα. Κι ο πόνος ήταν ακόμη πιο έντονος γιατί στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου έπαιζε μια απ’ τις κασέτες που του είχα φτιάξει με τραγούδια που αγαπούσαμε από κοινού και που του είχα στείλει όταν ήταν φαντάρος. «Ή το κάνει για να αισθανθώ εγώ άνετα ή το κάνει για να μου δηλώσει πως νοιάζεται για μένα, ή το κάνει …από απλή σύμπτωση».
- Συγγνώμη για το τηλεφώνημα νωρίτερα. Μάλλον σε ξύπνησα.
- Δεν με ξύπνησες εσύ. Ο πατέρας μου τηλεφώνησε αμέσως μετά από σένα και με ξύπνησε ήθελα δεν ήθελα για να τρέξω για τις αγγαρείες.
- Έτσι πρέπει. Του είπα.
- Ναι έτσι πρέπει, αλλά όταν κι εγώ δουλεύω και ξέρει ότι ξενυχτάω θα πρέπει να με καταλάβει. Κάνω τον μαλάκα και τρέχω ότι ώρα του καπνίσει για τις αγγαρείες.
Έβγαλε τον θυμό του. Δεν του μίλησα γιατί ήδη είχε αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα κι αυτό με τρόμαζε. Αν και ήταν η ευκαιρία που ζητούσα για ν’ αρχίσω την κουβέντα μαζί του, το προσπέρασα ώστε να κάτσουμε κάπου για εκείνον τον καφέ και να τα πούμε χωρίς να κινδυνεύουμε να συγκρουστούμε πουθενά.



Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι υπήρχε ο χρόνος από πλευράς του να βγούμε για καφέ. Μόλις κάτσαμε σε μια κεντρική καφετέρια βολεύτηκε άνετα βγάζοντας το μπουφάν του κι αφήνοντας τα τσιγάρα του στο τραπεζάκι:
- Η Δανάη; Τον ρώτησα.
- Καλά είναι! Μου απάντησε ανάβοντας τσιγάρο.
- Θα έρθει από εδώ; Ρώτησα για να λάβω τα μέτρα μου’ να φύγω πριν εμφανιστεί.
- Όχι ρε συ! Γράφει αγγλικά σήμερα και θα βρεθούμε το βραδάκι. Για πες! Τι κάνεις; Που χάθηκες;
- Εγώ… Καλά είμαι. Δουλειά! Τι άλλο; Είπα διστακτικά κοιτάζοντας ολόγυρα την καφετέρια.
- Χάθηκες όμως. Ούτε ένα τηλέφωνο.
- Ναι! Αλλά σου είχα υποσχεθεί ότι δεν θα σε ενοχλούσα ξανά.
Απέφυγε να με κοιτάξει και ξεφύσησε τον καπνό του δυνατά γιατί μάλλον θυμήθηκε πως είχε καταλήξει η τελευταία μας συνάντηση.
- Ο Γιάννης; Με ρώτησε χωρίς να σχολιάσει την απάντησή μου.
- Ο Γιάννης είναι εδώ, για το Πάσχα. Γιατί δεν του τηλεφωνείς να βρεθείτε να τα πείτε;
- Αυτό θα κάνω. Θέλω να του μιλήσω.
Ήταν ψεύτης. Αποκλειόταν να τηλεφωνήσει στον αδερφό μου. Απ’ την εποχή που έφυγε με μετάθεση απ’ την Ρόδο στο πεντάγωνο δεν είχε δώσει ούτε σημείο ζωής στον φίλο του. Κι ο αδερφός μου πάντα ρωτούσε εμένα για τον Στράτο: τι έκανε, πως ήταν, πότε απολυόταν και λοιπά. Και τώρα που πέρασαν δύο μήνες απ’ το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, δεν έκανε ούτε μισό τηλεφώνημα στον φίλο του. Κι είχε δίκιο ο αδερφός μου να εκνευρίζεται για το πόσο φίλος του ήταν τελικά ο Στράτος.
- Ξέρεις τι μου ‘χει λείψει ρε Μαρίνα; Μου είπε μετά από λίγο.
- Τι;
- Εκείνες οι διακοπές μας.
- Πάρε την Δανάη και πηγαίνετε σε εκείνο το μέρος.
- Δεν είναι το ίδιο. Άλλο με την Δανάη κι άλλο με σένα και τον Γιάννη. Καλά θα ήταν να το επαναλαμβάναμε.
- Ας έρθει το καλοκαίρι και καλώς εχόντων των πραγμάτων, το κανονίζουμε. Μπορεί να δουλεύετε εσύ κι ο Γιάννης.
Χαζογελούσα. Βαθιά μέσα μου ήθελα να το επαναλαμβάναμε, αλλά δεν ξέρω πως θα ήταν πια μεταξύ μας η σχέση έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα. Δεν ξέρω αν θα ήμασταν εκδηλωτικοί ή θα κρατούσαμε για τα καλά τις αποστάσεις. Με πλήγωνε και χαιρόμουν συνάμα που εκείνες τις διακοπές τις είχε στο μυαλό του ακόμη. Εγώ απέφευγα να τις σκέφτομαι. Αν και στο βάθος ήξερα πως ήταν οι ωραιότερες της ζωής μου.
- Γιατί γελάς;
- Εσύ σκέφτεσαι τις διακοπές κι εγώ σκέφτομαι πως θα αντιδρούσε η Δανάη βλέποντας μας εδώ να κάνουμε παρέα.
- Μη μου το θυμίζεις!
- Τι πράγμα;
- Ζηλεύει. Αν μας έβλεπε μαζί τώρα…
- Το ‘χω καταλάβει ότι ζηλεύει, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί.
- Εσένα ειδικά σε ζηλεύει πολύ περισσότερο.
- Γιατί ειδικά εμένα;
- Άσε μην το ψάχνεις!
Ο σερβιτόρος μας έφερε τους καφέδες που παραγγείλαμε λίγο πριν κι όταν πια μείναμε ξανά οι δυο μας ήθελα να μάθω περισσότερα. Η αλήθεια είναι ότι την ζήλεια της Δανάης την είχα ζήσει στο …πετσί μου στην τελευταία συνάντηση που είχαμε όλοι μαζί. Κι επιπλέον η κουβέντα είχε έρθει εκεί που έπρεπε να έρθει, αβίαστα και χωρίς να μεσολαβούν δικαιολογίες και ψέματα δικά μου.
- Λοιπόν; Θα μου πεις γιατί ειδικά εμένα ζηλεύει η Δανάη;
Με κοιτούσε στα μάτια για πρώτη φορά και ήδη μου απαντούσε. Ήθελα όμως να το ακούσω.
- Ξέρει για μας. Είπε έπειτα από μερικά λεπτά σιωπής μεταξύ μας.
Ήταν ψέμα. Δεν μπορεί. Γι’ αυτό εκείνη μου έδειχνε ανοιχτά ότι της ήμουνα ανεπιθύμητη. Τώρα καταλάβαινα την επιμονή της να μη με συνοδεύσει ο Στράτος μέχρι τα ταξί στην τελευταία μας συνάντηση. Τώρα καταλάβαινα. Άκουσα καλά όμως;
- Ξέρει για μας; Ρώτησα για να βεβαιωθώ.
- Ναι!
- Γιατί το έκανες;
- Ήθελα να την δοκιμάσω. Να δω αν ζηλεύει.
- Και τελικά είσαι ικανοποιημένος έτσι όπως τα κατάφερες;
- Καθόλου. Πίστεψέ με καθόλου. Στην αρχή ικανοποιήθηκα, αλλά μετά κατάλαβα ότι έκανα μεγάλη μαλακία.
Στο κεφάλι μου περνούσαν όλες οι βρισιές που μπορεί να ξεστομίσει ένας άνθρωπος σε έναν άλλον όντας αγανακτισμένος. Συγκρατήθηκα και προσπαθούσα να χωνέψω το μαντάτο. Τουλάχιστον η Δανάη του έδινε αυτό που εγώ απέφευγα να κάνω αυτή την στιγμή. Τον τιμωρούσε. Και δεν ήταν στον χαρακτήρα μου να τον τιμωρήσω κάπως. Με τι τρόπο άλλωστε; Το ότι προσπαθούσα να μείνω μακριά του ήταν για δικό μου καλό και τελικά πολύ καλά έκανα. Ο ίδιος προφανώς δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος της τιμωρίας. Για να νοιώσει αποκλειστικά δικός της τον απομάκρυνε με τον τρόπο της απ’ τους φίλους του και την οικογένειά του. Έτσι θα ένοιωθε προστατευμένη. Ήταν όμως αγάπη αυτή; Μια επιπολαιότητα του, τον έκανε να πληρώνει τα σπασμένα κι αυτός να ξεσπά στην οικογένειά του. Εκείνοι έβλεπαν τι συνέβαινε, εκείνος απλώς απέφευγε να το επιβεβαιώσει.
- Είμαι μαλάκας! Είπε μετά από λίγο.
- Καταλαβαίνεις τι ακριβώς έχεις δημιουργήσει με αυτό;
- Την έκανα να ζηλέψει.
- Τόσο που σου κάνει την ζωή δύσκολη κι ακόμη περισσότερο των δικών σου. Γιατί μη μου πεις ότι τα πράγματα στο σπίτι είναι καλά!
Δεν μίλησε. Τι να πει; Πώς να δικαιολογηθεί; Η τιμωρία του ήταν η Δανάη και την υπόμενε. Υπόμενε την συμπεριφορά της γιατί ο ίδιος της την είχε προκαλέσει.
- Καταλαβαίνω ότι ήθελες να είσαι ξεκάθαρος μαζί της. Ήθελες να ξέρει τα πάντα για σένα. Όπως πιστεύω ότι έκανε κι εκείνη. Αλλά τη δική μας την περίπτωση, άξιζε να της την αναφέρεις;
Το πώς κρατούσα την ψυχραιμία μου, αναρωτιόμουν κι η ίδια. Αν ήταν άλλη στην θέση μου θα τον είχε λούσει με τον φραπέ του και θα σηκωνόταν να φύγει!
- Και που το ξέρεις εσύ;
Η ερώτησή του αυτή με κοκάλωσε. Τι ήταν αυτό τώρα;
- Ήμουν μια απ’ τις μεγάλες σου εμπειρίες;
Ήθελα να δω με ποια θα μπορούσε να με συγκρίνει.
- Και είσαι!
Έμεινα για κάμποση ώρα να τον κοιτάζω σαν χαζή προσπαθώντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Τι ‘εμπειρία’ του πρόσφερα εγώ;
- Στράτο δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Ότι και να είμαι για σένα, ότι και να σημαίνω, σε παρακαλώ να μην αναφέρεις ξανά καν το τι έγινε με μας. Πάει πέρασε. Έληξε. Κι έληξε πριν καν αρχίσει. Και η ζωή συνεχίζεται και εσύ θα πρέπει να ισορροπήσεις λίγο τα πράγματα. Να κάνεις κάτι με τους δικούς σου. Αυτή σου η επιπολαιότητα έχει δημιουργήσει πρόβλημα στο σπίτι σου και νομίζεις ότι αποφεύγεις να το δεις για χάρη της Δανάης.
- Μαρίνα δεν το αποφεύγω. Ξέρω τι γίνεται.
- Ξέρεις; Και τότε τι κάνεις για να φύγει όλη η ένταση; Τις προάλλες περάσαμε με τον Γιάννη απ’ το καθαριστήριο και η μάνα σου ήταν χάλια. Αδυνατισμένη, ταλαιπωρημένη, εξασθενημένη απ’ την αλλεργία που της έχει δημιουργήσει το άγχος για σένα. Κι απογοητευμένη!
- Μαρίνα το όλο θέμα ξεκινά απ’ το γεγονός ότι δεν δέχονται πως έχω μια σχέση με κάποια κοπέλα και θέλουν να είμαι στα πόδια τους συνέχεια και να τρέχω μονίμως για αγγαρείες. Εδώ δεν μπορώ να ζω έτσι. Έχω την κοπέλα μου, έχω την δουλειά μου! Δεν θέλω τίποτε άλλο.
Αν και ήθελα να τον προκαλέσω και να μου πει γιατί μόνο με την συγκεκριμένη κοπέλα είναι αρνητικοί οι δικοί του, τελικά το προσπέρασα γιατί δεν ήθελα να τον εκνευρίσω. Ήταν ένα πολύ λεπτό και προσωπικό του ζήτημα. Η περιπέτειά μας ήταν μόνο η αφορμή για την Δανάη μάλλον για να μπορέσει να διασφαλίσει την σχέση της, του γινόταν αποπνικτική.
- Και η οικογένειά σου; Τον ρώτησα.
- Θα τους δεχθώ αν δεχθούν την Δανάη!
- Μήπως οι δικοί σου έχουν κάνει πίσω αλλά όχι η Δανάη;
Δεν μου απάντησε. Έσκυψε κι έπαιζε με το κουτί των τσιγάρων του. Απέφευγε να με κοιτάξει στα μάτια. Τι να πει; Ήξερε ότι όλη αναστάτωση θα έφευγε αν υποχωρούσε ο ίδιος. Τον κοίταζα και ένοιωθα πως τρόμαζε πως θα έχανε την ανεξαρτησία του.
- Αν όντως ισχύουν αυτά που είπες –συνέχισα τελικά εγώ- πρέπει να κάνεις μερικές υποχωρήσεις. Ζεις με την οικογένειά σου μαζί, δεν είσαι μόνος. Όποτε επιστρέφουν απ’ το μαγαζί εσύ λείπεις στην Δανάη. Επιστρέφεις το απόγευμα, έχοντας χρόνο μόνο για να ετοιμαστείς για την δουλειά. Τελειώνεις το πρωί, επιστρέφεις και πέφτεις για ύπνο, ξυπνάς και λείπεις πάλι στην Δανάη. Γυρίζεις το μεσημέρι τρως και ξαναφεύγεις με την Δανάη. Κι εκείνοι δεν προλαβαίνουν να σε δουν. Έτσι δεν είναι τα πράγματα;
Με άκουγε κι έπαιζε με τον αναπτήρα του και μη μπορώντας να αρθρώσει μια λέξη έστω σαν δικαιολογία.
- Ναι! Μου απάντησε τελικά επιβεβαιώνοντας την σκέψη μου.
- Γιατί δεν τους δίνεις λοιπόν την ευκαιρία να σε βλέπουν κι αυτοί; Γύρισες από φαντάρος και δεν σε έχουν χαρεί. Αν είναι αντίθετοι με την Δανάη είναι επειδή δεν σε βλέπουν. Αν αρχίσεις να τους βλέπεις να δεις που θα φτιάξουν τα πράγματα. Τώρα όσο για μένα’ αφού κατάφερες να τα κάνεις σαν τα μούτρα σου θα παραμείνω μακριά. Δεν θέλω η παρουσία μου να σου δημιουργεί περισσότερα προβλήματα με την Δανάη. Κάνε μου όμως την χάρη να κάνεις ένα βήμα πίσω τον εγωισμό σου και να τα βρεις με την οικογένειά σου. Να σε βλέπουν λίγο παραπάνω θέλουν.
- Θα προσπαθήσω.
Μου είπε σιγά με το κεφάλι σκυφτό. Δεν ξέρω αν τελικά θα έκανε την υποχώρηση, αλλά ήθελα να πιστεύω πως θα το έκανε μόνο και μόνο για χάρη μου.
- Συγγνώμη για την ένταση πριν. Παρασύρθηκα.
Δεν είχα λόγια να δικαιολογήσω ότι μου είπε λίγο πριν. Μόνο και μόνο για να δει αν ζηλεύει η κοπέλα του, πρόδωσε εμένα. Τον κοιτούσα:
- Δεν πειράζει. Μου άξιζε. Όπως και να αντιδρούσες θα το καταλάβαινα. Και να έφευγες θα σε καταλάβαινα. Και να με έφτυνες θα το δεχόμουν. Και κλωτσιά στ’ αρχίδια να μου έριχνες θα το δεχόμουν κι αυτό. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ζηλεύει τόσο πολύ η Δανάη.
- Τέλος πάντων. Η ζήλεια της είναι παράφορη όπως και να το κάνουμε. Τώρα πια δεν γίνεται να πάρεις πίσω όλα όσα της είπες για μένα. Πρέπει να φύγω. Πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι γιατί έχω δουλειά.
- Κάτσε λίγο ακόμη να μου κάνεις παρέα.
- Θα καθόμουν, αλλά δεν θέλω να σου δημιουργήσω μεγαλύτερο πρόβλημα σε περίπτωση που μας πετύχει τυχαία η Δανάη και δεν θέλω κάτι τέτοιο.
Σηκώθηκα απ’ το κάθισμά μου φανερά ενοχλημένη απ’ τις αποκαλύψεις του. Με πονούσαν πολύ. Ένοιωθα πως είχε τσαλαπατήσει κάθε στιγμή μας, μόνο και μόνο για ένα καπρίτσιο!
- Σε αφήνω! Να προσέχεις!
Του είπα έχοντας στο μυαλό μου πως δεν θα τον ξανάβλεπα πια. Ήμουν ανακουφισμένη που έβγαλα την υποχρέωση μου απέναντι στην οικογένειά του, αλλά όλα πια εξαρτιόνταν απ’ τον ίδιο.
- Μαρίνα! Τον άκουσα όταν απομακρύνθηκα από κοντά του.
Γύρισα το κεφάλι μου και μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω. Τι να ήθελε τώρα να μου πει;
- Τι είναι; Ρώτησα απορημένη.
- Δεν θέλω να χαθείς πάλι. Παίρνε κάνα τηλέφωνο.
Τον κοίταζα αμίλητη και δεν ήξερα τι να του πω. Δεν ξέρω αν αισθανόταν το παραμικρό για μένα ή το έκανε μόνο και μόνο από υποχρέωση που είχε παίξει την ύπαρξή μου για την ζήλια της Δανάης. Όμως όσο και να ήθελα να είμαι στην ζωή του δεν το έβρισκα σωστό και πρέπον να είμαι. Δεν του υποσχέθηκα τίποτε. Του χαμογέλασα κι έφυγα.




Κεφάλαιο 46

Jack Wagner - Going Back Again

Open up your eyes
Tell me what you see
Is there a place for me
Inside of you
Can we both forgive
Try to just forget
Forget the past
And let the day begin

CHORUS-
I'm going back again
I'll take it to the end
Remember where we've been
And where we have to go
Take a look around
Look at what we've found
I know that we can be
What we want to be
I'm going back again

Every other day
I think of what to say
But the words
The words are just a part of it
I run into the walls
And then I see it all
And I dance alone
As I think of you

CHORUS-
I'm going back again
I'll take it to the end
Remember where we've been
And where we have to go
Take a look around
Look at what we've found
I know that we can be
What we want to be
I'm going back again

I see the story in your eyes
And we can never say goodbye
I wanna show you, show me
Come on, and show me

Take a look around
Look at what we've found
I know that we can be
What we want to be
I'm going back again
I'm going back again
I'm going back again




Δεν υπάρχει βίντεο του τραγουδιού. Το παραπάνω βίντεο είναι αφιέρωμα στον τραγουδιστή και ηθοποιό Jack Wagner με αποσπάσματα απ'τις σαπουνόπερες που πρωταγωνίστησε.

44. Mίλησε του!




Ένα κουβάρι! Η ζωή μου έτσι ήταν! Ένα κουβάρι μπλεγμένο. Ο κόσμος μου ανύπαρκτος κι εγώ ριγμένη στην δουλειά για να μην σκέφτομαι. Αυτό που είχα μέσα μου πονούσε πολύ περισσότερο απ’ όταν είχα την εντύπωση ότι ήμουν ερωτευμένη με τον Γιώργο. Δεν ήταν έρωτας τελικά αυτό που νόμιζα πως είχα για τον Γιώργο κάποτε, παρά ένα εφηβικό καπρίτσιο, ενθουσιασμένη από έναν άνθρωπο που αγαπούσε το ραδιόφωνο με πάθος. Ο έρωτας στην χειρότερη μορφή του πονάει και σε τσακίζει και δεν σου αφήνει περιθώρια να δεις παραπέρα. Αγάπησα τον Στράτο με όλη την δύναμη της ψυχής μου και το κόστος αυτής της αγάπης ήταν να τον αφήσω ελεύθερο απ’ την δική μου παρουσία. Δεν μπορούσα να τον πνίγω με τα δικά μου αισθήματα. Είχε κάνει τις επιλογές του και τις σεβόμουν, ακριβώς επειδή τον αγαπούσα. Είχα παραμείνει μακριά του. Πάντα πήγαινα από όπου δεν θα περνούσε. Δεν ήθελα έστω και τυχαία να τον συναντήσω.
Στην δουλειά με είχαν σε ένα συνεχές τρέξιμο και σε συνεχής αλλαγές πόστων. Ακολουθούσαν την γνωστή διαδικασία του ψυχολογικού πολέμου. Τις οικονομικές δυσχέρειες και την κρίση της αγοράς την πληρώναμε εμείς οι υφιστάμενοι. Είχαν σκοπό να διώξουν κι άλλο κόσμο. Και πάντα κοίταζαν να βρουν τους τρόπους χωρίς να τους κοστίσει δραχμή. Δεν είχα το μυαλό να ασχοληθώ με το θέμα. Κοίταζα την δουλειά μου και μόνο κι αν τυχόν μου ανέθεταν κάτι άσχετο από αυτή, το έβγαζα πέρα προς απογοήτευση δική τους. Ίσως αν συναισθηματικά ήμουν αλλιώς να μην είχα το μυαλό να ανταποκριθώ, αλλά για να μην θυμάμαι και πονάω επέλεγα να ασχολούμαι με τις αγγαρείες.

Είχαν περάσει δύο μήνες περίπου απ’ την τελευταία φορά που τον είχα δει. Πλησίαζε το Πάσχα. Ο αδερφός μου αφού έκλεισε η σχολή στην Ρόδο λόγω των γιορτών ανέβηκε να τις περάσει μαζί μας. Ήθελε με την ευκαιρία των διακοπών αυτών να κανονίσει να δουλέψει το καλοκαίρι μετά το τέλος της εξεταστικής, για λίγο, για να εξασφαλίσει ένα ποσό για το επόμενο έτος σπουδών, για τα πρώτα έξοδα του σε βιβλία, αντίγραφα σημειώσεων και λοιπά. Σε μια απ’ τις συναντήσεις μας για καφέ με ρώτησε και τι έκανε ο φίλος του. Δεν είχα κάτι να του πω. Δικαιολογήθηκα πως ήμουν πολύ φορτωμένη με δουλειά και δεν ήξερα που βρισκόταν και τι έκανε. Του πρότεινα να του τηλεφωνήσει αν ήθελε να μάθει τα νέα του φίλου του. Ο αδερφός μου με κοιτούσε περίεργα. Δεν ξέρω γιατί. Ήθελα να του μιλήσω για το τι γινόταν μέσα μου, αλλά τώρα πια… τι νόημα θα είχε; Θα με έλεγε ‘χαζή’, ‘ηλίθια’ ή δεν ξέρω κι εγώ τι που αφέθηκα να περιμένω να γίνει κάτι με τον φίλο του. Το προσπέρασε το θέμα και δεν ρώτησε περισσότερα. Όμως στην επιστροφή φάνηκε ότι ήθελε να μάθει. Είχαμε πάρει το βανάκι των γονιών μου για μια βόλτα και ήταν ευκαιρία έτσι για τον αδερφό μου στην επιστροφή να παρακάμψει για να βγει στο καθαριστήριο του πατέρα του Στράτου. Όταν κατάλαβα που πήγαινε δαγκώθηκα. Δεν ήθελα. Του είπα να με πάει στο σπίτι να με αφήσει πρώτα, αλλά δεν το έκανε αφού το μαγαζί ήταν στον δρόμο μας. Την στιγμή που πάρκαρε ο αδερφός μου απέναντι κοίταξα μέσα στο καθαριστήριο. Ο Στράτος δεν ήταν εκεί. Τουλάχιστον μπροστά. Αν ήταν όμως πίσω και ετοίμαζε ρούχα για πλύσιμο; Δεν ήθελα να τον δω. Δεν γινόταν να τον δω. Θα μου ήταν απίστευτα δύσκολο να είμαι ‘φίλη’ την στιγμή που πια είχα χαθεί απ’ την ζωή του. Θα έπρεπε να προσποιηθώ. Δεν μου έμενε να κάνω κάτι άλλο. Δεν γινόταν να αφήσω σύξυλο τον αδερφό μου εκεί και να σηκωθώ να φύγω προσποιούμενη ότι έχω δουλειά και πνίγομαι. Ήταν άλλωστε μια μέρα που λόγω συντήρησης των μηχανημάτων εκπομπής του ραδιοφώνου, όλο το προσωπικό είχε ρεπό. «Μαρίνα μείνε δυνατή και αντιμετώπισέ το» σκέφτηκα και προχώρησα πίσω απ’ τον αδερφό μου.
Μετά τα απαραίτητα ‘τι κάνετε – πως είστε – πως περνάτε’, η κουβέντα μπήκε στο ζουμί της: Στράτος και προβλήματα! Η μητέρα του Στράτου η κυρά Σταυρούλα ήταν χειμαρρώδης και μαζί της συμφωνούσε κι ο πατέρας του που καθόταν στο γραφείο του και κάπνιζε. Τα προβλήματα ξεκινούσαν απ’ την συμπεριφορά του Στράτου και την εμμονή του με την Δανάη. Ο αδερφός μου ακούγοντας τα νέα του φίλου του είχε μείνει άφωνος. Δεν είχε κάτι να δικαιολογήσει στον φίλο του. Ναι μεν ήξερε πόσο πεισματάρης ήταν κι ήθελε να κάνει το δικό του, το να μην υπολογίζει όμως κανέναν και να μην ακούει κανέναν, ήταν κάτι που τον ξάφνιαζε. Η κυρά Σταυρούλα είχε στραφεί σε μένα και μου μιλούσε για το τι επικρατούσε μέσα στο σπίτι τους και ήταν σαν να έβλεπε στο πρόσωπό μου την φίλη που ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους γονείς του Στράτου και τον ίδιο. Μου ζητούσε βοήθεια. Αυτό που ήξερα ήταν πως εγώ δεν έπρεπε να είμαι εκεί και ούτε να παίξω τον ρόλο του διαπραγματευτή. Ήθελα να είμαι μακριά απ’ τον Στράτο –άλλωστε του είχα υποσχεθεί πως δεν θα τον ξαναενοχλούσα- αφού είχε κάνει τις επιλογές του: σωστές ή λανθασμένες, δεν έπαυαν να είναι οι δικές του επιλογές.
- Μαρίνα δεν ξέρω τι σου έχει πει ο Στράτος, πάντως τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ ότι ξέρεις.
Μα πως της πέρασε απ’ το μυαλό ότι εγώ κι ο γιος της είχαμε επαφές;
- Κυρά Σταυρούλα έχω να δω πολύ καιρό τον Στράτο. Απ’ την πρώτη μέρα που ήρθε εδώ όταν απολύθηκε.
Με κοίταξε παραξενεμένη. Τι της είχε πει άραγε και θεωρούσε η γυναίκα ότι εγώ κι ο γιος της είχαμε επικοινωνία; Αισθάνθηκα άσχημα. Ο αδερφός μου δεν μπορούμε να αρθρώσει λέξη με όσα άκουγε, όταν:
- Όλα αυτά που λέτε είναι για τον Στράτο; Είναι σίγουρο αυτό; Απόρησε για τον φίλο του.
Ο κυρ Μιχάλης επιβεβαίωσε τον αδερφό μου και σηκώθηκε και έφυγε για το καφενείο παρά δίπλα. Δεν μπορούσε να ακούει περισσότερα για τα καμώματα του γιου του!
- Κι όμως Γιάννη μου δεν θα τον αναγνωρίσεις τον φίλο σου. Είπε η κυρά Σταυρούλα και έκατσε στην θέση του γραφείου που καθόταν πριν ο άντρας της.
- Μα… Δεν καταλαβαίνω!
Ο αδερφός μου δεν μπορούσε να πιστέψει ότι άκουγε. Πως ήταν δυνατόν να έχει αλλάξει τόσο ο Στράτος; Ήξερε ότι ήταν άστατος, ότι είχε μονίμως κόντρες με τους γονιούς του αλλά τελικά τι ήταν αυτό που τον έκανε να μην είναι όπως τον ήξερε;
- Δυο μήνες είναι που απολύθηκε και όλο αυτό το διάστημα τον ακούμε μόνο να κυκλοφορεί στο σπίτι. Όλη μέρα κι όλη νύχτα είναι με την άλλη. Ούτε τηλέφωνο μας κάνει να ξέρουμε αν είναι καλά κι όταν τον δούμε και του λέμε να κάτσει μαζί μας παρέα μας, θυμώνει και σηκώνεται και φεύγει.
Η κυρά Σταυρούλα είχε γίνει χείμαρρος παραπόνων και πιο πίσω η Βάνα την άκουγε και την υποστήριζε. Δεν μπορεί μια οικογένεια ολόκληρη να τα έχει βάλει με τον Στράτο; Σίγουρα τα πράγματα είχαν φτάσει στο ζενίθ τους!
- Άμα περνάει καλά με την κοπέλα του, γιατί δεν κάνετε λίγη υπομονή μέχρι να κατασταλάξει; Κάποια στιγμή θα το καταλάβει και θα το σκεφτεί.
Είπα. Καθόμουν και τον δικαιολογούσα αν και η συμπεριφορά της Δανάης την τελευταία φορά που είχαμε βγει για καφέ μου έδειχνε πως θα υπήρχαν προβλήματα.
- Είπαμε να κάνουμε μία υποχώρηση και να δεχθούμε το γεγονός ότι η Δανάη, ναι είναι το κορίτσι του Στράτου. Της φερόμαστε με τον καλύτερο τρόπο, ενώ αυτή δεν δείχνει να έχει τέτοια πρόθεση και παρεξηγείτε με ότι κι αν της πουν. Μια μέρα της ζητήσαμε μια μικρή βοήθεια εδώ στο μαγαζί που είχαν έρθει με τον Στράτο και θύμωσε λέγοντας ότι δεν είχε δουλειά στις ξένες δουλειές. Είναι απάντηση αυτή; Δηλαδή αν σου ζητούσα μια μικρή εξυπηρέτηση, να πάρεις αυτό εδώ –και μου έδειξε ένα στυλό- και να το πας πιο κει, είναι τόσο κακό; Δεν ξέρουμε πώς να της μιλήσουμε!
- Κυρά Σταυρούλα μήπως είσαι λίγο υπερβολική; Επειδή δεν σου έκανε μια χάρη σημαίνει κι ότι είναι η χειρότερη; Την ρώτησε ο Γιάννης.
- Όταν δεις τον φίλο σου και δεις πως συμπεριφέρεται τότε θα με καταλάβεις. Γιατί συνήθως τα προβλήματα ξεκινάνε από εμάς τις γυναίκες. Εμείς έχουμε την δύναμη να φτιάξουμε έναν άντρα όπως και να τον χαλάσουμε.
- Επειδή ο Στράτος φέρεται κάπως επιπόλαια δεν σημαίνει ότι μπορεί να είναι εξαιτίας της Δανάης.
Είπα με την σειρά μου και δεν καταλάβαινα γιατί έπαιρνα το μέρος της, μιας και την είχα ζήσει την συμπεριφορά της.
- Μαρίνα η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κι έχω αρρωστήσει και δεν έχω άλλη υπομονή. Έχει κι αυτή τα όρια της. Προσπαθώ να συγκρατήσω τον Μιχάλη. Είναι θυμωμένος πάρα πολύ και δεν θέλω να πληγωθεί ο Στράτος. Δεν το ‘χω σε τίποτε αν συνεχιστεί η κατάσταση να την βουτήξω απ’ το μαλλί και να την πετάξω έξω απ’ το σπίτι του. Δεν φτάνει που έχει το παιδί μου είναι και συνέχεια στο σπίτι μου και δεν την θέλω. Δεν ξέρω πια τι να πω. Μάγια του ‘χει κάνει;
- Δεν ξέρω τι να πω κυρά Σταυρούλα. Έτσι όπως μας τα λες δείχνει ότι είναι κολλημένοι ο ένας στον άλλο. Δεν είναι κακό αυτό. Είπα για να την καθησυχάσω.
- Δεν είναι κακό; Τον έχει συνέχεια στα πόδια της και τον βάζει στα λόγια! Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να σου βάζουν λόγια για να τσακώνεσαι με τους δικούς σου, με το παραμικρό. Μας ανακατεύει συνέχεια. Μιλάει σε μένα και μου κατηγορεί την Βάνα, μιλάει στην Βάνα και κατηγορεί τον Στράτο, μιλάει στον Στράτο και μας κατηγορεί όλους. Είναι σωστά πράγματα αυτά; Να πει την γνώμη της σε κάτι το καταλαβαίνω, αλλά όχι να λέει άλλα σε μας κι άλλα στον Στράτο. Κι εκείνος την πιστεύει και συνέχεια τσακώνεται μαζί μας.
Δεν ήθελα να πιστέψω όλα όσα μου έλεγε η μητέρα του Στράτου. Όμως μιλούσε τόσο αγανακτισμένα που την πίστευα. Δεν είχα τι άλλο να πω. Να της δικαιολογήσω την Δανάη πήγαινε πολύ. Δεν γινόταν γιατί κι εγώ είχα εισπράξει έναν απίστευτο αρνητισμό. Αναρωτιόμουν αν ποτέ μέσα στην όλη φασαρία της ζωής του Στράτου είχα περάσει σαν μια μικρή σκέψη του, σαν κάτι θετικό.
- Μάλλον την αγαπάει τόσο πολύ που δεν βλέπει τίποτε άλλο γύρω του.
Είπα και η λέξη ‘αγαπάει’ με τσίμπησε στην καρδιά. Αναρωτιέμαι γιατί η ζωή παίζει τέτοια παιχνίδια ώστε την αγάπη να την κερδίζουν αβίαστα άνθρωποι που δεν της φέρονται με αξιοπρέπεια;
- Στενοχωριέμαι που το λέω αυτό Μαρίνα, αλλά δυστυχώς.
Τι να περνούσε άραγε αυτή η μάνα με τον γιο της που είχε βάλει παρωπίδες για χάρη του έρωτά του; Δεν καταλάβαινα γιατί σε αυτή την περίπτωση κυβερνούσε το πείσμα τον Στράτο κι όχι η διπλωματία του; Που πήγαν οι τρόποι του, του να χειριστεί ο ίδιος την κατάσταση αναλόγως και να μην πληγώνονται όλοι απ’ τις αδέξιες συμπεριφορές τους;
- Ο Στράτος μου είχε πει όταν την γνώρισε ότι είναι κάτι ‘ξεχωριστό’. Είπα.
- Ποια είναι ξεχωριστή; Το τσουλί; Είπε θυμωμένα η κυρά Σταυρούλα.
- Γιατί την αποκαλείς έτσι τώρα; Της είπε ο Γιάννης αυτή την φορά.
- Ποια έξυπνη και λογική κοπέλα θα πήγαινε να κοιμηθεί στο σπίτι του αγοριού της με τους γονείς του μέσα; Που είναι ο σεβασμός; Και καλά πες ότι τον αγαπάει τρελά κι αυτή και δεν την νοιάζει τίποτε και κανένας. Οι γονείς της; που είναι οι γονείς της; Δεν αναρωτήθηκαν έστω μια φορά που είναι η κόρη τους; Τι ψέματα έχει αραδιάσει στους ανθρώπους ώστε να είναι όλη την μέρα με τον γιο μου;
- Αν το ξέρουν ότι κοιμάται σε σας;
- Αυτό να μου πεις, αλλά δεν νομίζω ότι ξέρουν τίποτε. Μια μέρα μου κουβάλησε στο σπίτι μια αδερφή της λέει –δεν ξέρω κι αν ήταν αδερφή της- για επίσκεψη και αυτή λέει ξέρει τα πάντα. Είμαι στο σπίτι μου και δεν ξέρω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Το πιστεύεις; Τέτοιο κορίτσι νομίζεις θέλω εγώ για τον Στράτο; Εγώ θέλω μια καλή κοπέλα σαν εσένα κορίτσι μου.
Ξεροκατάπια. Με ξάφνιασε. Δεν με ήξερε τόσο καλά πως έβγαζε ένα τέτοιο συμπέρασμα; Πως ήξερε αν δεν ήμουν κι εγώ σαν την Δανάη; Μπήκαν καχυποψίες στο μυαλό μου μήπως τελικά η οικογένεια του Στράτου ήξερε πολλά περισσότερα για μένα παρά εγώ. Μήπως ο ίδιος τους είχε μιλήσει για μένα; «Μαρίνα σύνελθε».
- Απ’ την στενοχώρια μου ανεβάζω πίεση –συνέχισε η κυρά Σταυρούλα ακάθεκτη. Θα με βρει κάνα εγκεφαλικό νέα γυναίκα. Μαρίνα γιατί δεν του μιλάς εσύ; Εσένα σε ακούει.
Γέλασα. Δεν γινόταν να μην γελάσω. Ακούς με ‘ακούει’. Αν άκουγε τις κραυγές της καρδιάς μου, σίγουρα δεν θα γίνονταν τέτοιες ανατροπές στην ζωή τους. Δεν θα υπήρχε η Δανάη στην ζωή τους. Το σίγουρο ήταν ότι δεν μπορούσα να του μιλήσω. Έπρεπε να τηρήσω την υπόσχεσή μου απέναντί του.
- Κυρά Σταυρούλα δεν μπορώ να κάνω κάτι. Πρώτον έχω να τον δω πολύ καιρό και έτσι είναι σαν να μην ξέρω τίποτε από όλα όσα μας είπες σήμερα κι έπειτα δεν έχω το δικαίωμα.
- Το ‘χεις!
- Δεν είναι έτσι απλά όπως το λες. Δεν έχω το δικαίωμα να επέμβω στην ζωή του. Δεν είναι μικρό παιδί για να τον πιάσω απ’ το αυτί και να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Νομίζω πως ξέρει τι γίνεται.
- Η άλλη Μαρίνα μου τότε με τι δικαίωμα μπήκε στην ζωή μας με το έτσι θέλω;
- Μπήκε απ’ την στιγμή που ο Στράτος είναι ο άνθρωπός της και ήθελε να σας γνωρίσει.
- Εσύ όμως έχεις περισσότερα δικαιώματα από εκείνη.
- Μα πως; Τι περισσότερα μπορώ να έχω εγώ; Από πού κι ως που;
- Είσαι φίλη του. Κι ο Στράτος υπολογίζει στην φιλία. Κι απ’ την άλλη στο δίνω εγώ το δικαίωμα αν εκεί κολλάς. Αρκεί να του μιλήσεις. Εσένα σε ακούει.
Αισθανόμουν άσχημα που βρισκόμουν εκεί και που θα έπρεπε ξαφνικά να γίνω ‘φίλη’ στον Στράτο μετά την τελευταία μας συνάντηση και να του μιλήσω. Πόσο ψεύτικη θα πρέπει να γίνω απέναντί του για χάρη των δικών του; Η κυρά Σταυρούλα με κοιτούσε στα μάτια με επιμονή και περίμενε να δείξω θετική ανταπόκριση. Πίσω της η Βάνα περίμενε την απάντησή μου. Γιατί θα έπρεπε να το υποστώ εγώ και δεν ζητούσε απ’ τον αδερφό μου να του μιλήσει; Αλλιώς θα μιλούσε ο Γιάννης στον Στράτο απ’ ότι εγώ και θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός. Με κοιτούσαν όλοι και αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν στην μέση μιας δύνης που θα έπρεπε να βάλω όλη μου την δύναμη για να ξεφύγω. Έτσι αισθανόμουν αυτή την στιγμή. Αντί να το βάλω στα πόδια καθόμουν εκεί καθηλωμένη κάτω απ’ το βλέμμα όλων να περιμένουν την απάντησή μου. Από εμένα. Την φίλη! Δεν είχα το δικαίωμα να παρέμβω. Του είχα υποσχεθεί πως θα μείνω μακριά του. «Τι να κάνω Θεέ μου; Γιατί θα πρέπει να βγάλω εγώ το φίδι απ’ την τρύπα; Εμένα ποιος με έσωσε απ’ τον Στράτο για να σώσω τώρα εγώ εκείνον;». Όμως πως μπορούσα να αρνηθώ; Η ‘αδυναμία’ μάνας και γιου ήταν αμοιβαία. Ο αδερφός μου μού είχε πει παλιότερα πως η σχέση τους δεν ήταν και τόσο σαν γονιός προς παιδί κι αντίστροφά, αλλά υπήρχε ένα κομμάτι φιλίας δυνατό και η εμπιστοσύνη μεταξύ τους αμοιβαία. Θυμάμαι…




Ένα βράδυ που επέστρεφα από μια έξοδο με την φίλη μου τη Βούλα χωρίσαμε όταν κάποιος γείτονας της μας πέτυχε στον δρόμο και προθυμοποιήθηκε να την πάει με το αυτοκίνητό του μέχρι το σπίτι της. Αν και μου ζήτησε ο άνθρωπος να κάνει το ίδιο και για μένα, τον ευχαρίστησα, είπα στην Βούλα να πάει μαζί του κι ότι εγώ ήθελα να κοιτάξω για λίγο τις βιτρίνες μιας και είχα σκοπό να πάω σπίτι περπατώντας. Όταν πια έμεινα μόνη και κοντοστάθηκα στην πρώτη βιτρίνα άκουσα πίσω απ’ την πλάτη μου να μου σφυρίζει κάποιος:
- Αν είναι ακριβό αυτό που κοιτάς δεν έχω την δυνατότητα να στο χαρίσω. Κοίτα κάτι φθηνότερο…
Έτοιμη ήμουν να τον διαολοστείλω μιας και πολλές φορές οι άγνωστοι βρίσκουν διάφορους τρόπους να πειράξουν μια κοπέλα μόνη της. Αποφάσισα να μην δώσω σημασία και συνέχισα να περπατώ κοιτώντας την επόμενη βιτρίνα. Εκείνος επέμενε στα ίδια. Γύρισα έτοιμη να πετάξω ‘κεραυνούς’. Ήταν ο Στράτος. «Τώρα μάλιστα, εσύ μας έλειπες» σκέφτηκα, αλλά χαμογέλασα από ευγένεια:
- Α! Εσύ είσαι; Του είπα.
- Τι κάνεις; Με ρώτησε.
- Μια χαρά. Του ανταπόδωσα και γύρισα πάλι στην βιτρίνα με την εντύπωση ότι θα τσακιζόταν να φύγει.
- Σπίτι πας; Με ρώτησε προς απογοήτευση δική μου.
- Ναι! Είπα και δεν έκανα τον κόπο να γυρίσω.
- Έλα να σε πάω.
- Όχι ευχαριστώ. Προτιμώ να περπατήσω. Του είπα και γύρισα.
Στεκόταν στην άκρη του δρόμου επάνω σε ένα ‘παπάκι’ που έκανε απίστευτο θόρυβο και κάθε φορά γύριζε το γκάζι για να μην σβήσει!
- Γιατί να κουραστείς αφού έχουμε το όχημα! Είπε περήφανα.
Χαμογέλασα και δεν απάντησα. Συνέχισα να προχωράω στην διπλανή βιτρίνα. Ήθελα να τον αποφύγω διάολε! Αυτός όμως δεν ήθελε. Με ακολουθούσε σέρνοντας το δίκυκλο με τον απίστευτο θόρυβο. Περνούσα από βιτρίνα σε βιτρίνα κι εκείνος με ακολουθούσε βήμα το βήμα. «Κοίτα που δεν θα με αφήσει σε ησυχία» σκέφτηκα. Ήμασταν σε έναν πολυσύχναστο δρόμο και ήταν πολύ πιθανό να περνούσε από εκεί ο Γιώργος και δεν ήθελα να με δει να μιλάω με τον Στράτο. Δεν ήθελα να δίνω δικαιώματα.
- Στράτο σου είπα πως θέλω να περπατήσω. Του είπα για να το καταλάβει και να σηκωθεί να με αφήσει ήσυχη!
- Ωραία προχώρα. Πειράζει να σου κάνω παρέα;
«Πίσω μου σε έχω σατανά» σκέφτηκα. Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσει μόνη μου.
- Κάνω πάρτυ… Μου είπε μετά από λίγο, όταν είδε ότι δεν του έδινα καμία σημασία.
- Αλήθεια; Πότε; Τον ρώτησα συνεχίζοντας να του έχω την πλάτη γυρισμένη και να κοιτάζω ρούχα και παπούτσια στις βιτρίνες.
- Τώρα!
«Ποιος ήρθε;». Γύρισα και τον κοίταξα, περιμένοντας να μου εξηγήσει γιατί στεκόταν εκεί και δεν ήταν στο πάρτυ του:
- Βγήκα να αγοράσω μπύρες, αλλά βρέθηκες στον δρόμο μου!
- Α! Μάλιστα!
- Είσαι καλεσμένη μου και θέλω να έρθεις μαζί μου. Είναι κι ο αδερφός σου στο σπίτι.
- Δεν μου είπε τίποτε για κανένα πάρτυ.
- Δεν πειράζει, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Δεν φεύγω αν δεν έρθεις μαζί μου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσω. Ήταν ικανός να με ακολουθεί μέχρι το σπίτι, να μπει μέσα να κάτσει και να περιμένει μέχρι να του πω το ‘εντάξει’! Πέραν αυτού η παρουσία μου λόγω της δουλειάς μου θα έδινε άλλον αέρα στο πάρτυ του. Ήμουν βέβαιη πως ήθελε να φάνει ότι ήταν ‘κάποιος’ στους φίλους και γνωστούς του.
- Άστο ρε Στράτο. Κάποια άλλη φορά ίσως. Είπα τελικά.
- Σου είπα, δεν φεύγω. Ανέβα να φύγουμε.
Ήθελα δεν ήθελα τελικά ανέβηκα στο παπί και φύγαμε. Δεν θυμάμαι για πότε φτάσαμε στο σπίτι του, αλλά θα μου μείνει αξέχαστος ο εκκωφαντικός θόρυβος του οχήματος του! Η απόφασή μου να τον ακολουθήσω βγήκε μετά την σκέψη πως όσο πιο πολύ παρέμενα στον δρόμο μαζί με τον Στράτο τόσο και μεγάλωναν οι πιθανότητες να περάσει με το αυτοκίνητό του ο Γιώργος και δεν ήθελα να δώσω αφορμή για ειρωνικά σχόλια την άλλη μέρα στην δουλειά. Κι ο δε Στράτος, δεν σταμάτησε πουθενά για μπύρες. Φτάσαμε στο σπίτι του και με συνόδευσε ευγενικά μέσα. Ο αδερφός μου μόλις με είδε ξαφνιάστηκε:
- Μπα! Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;
- Τα παράπονά σου στον φίλο σου, όχι σε μένα. Με βρήκε στον δρόμο και με έφερε!
- Το ‘χει αυτός ο Στράτος! Ότι βρίσκει στον δρόμο να το μαζεύει!
Έβγαλα την γλώσσα μου στον αδερφό μου για το πείραγμά του και τον άφησα να χορεύει με την παρέα του και πήγα κι έκατσα σε μια πολυθρόνα όμορφα κι ωραία μιας και δεν ήξερα κανέναν από όλα αυτά τα πιτσιρίκια που ‘χτυπιόντουσαν’ με την δυνατή μουσική! Ο Στράτος μετά από λίγο με πλησίασε:
- Γιατί κάθεσαι εδώ μόνη σου; Έλα να σε γνωρίσω στην μητέρα μου.
Χωρίς να φέρω αντίρρηση σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Η μητέρα του ήταν πολύ ευγενική κι έδειχνε το πόσο χαιρόταν που με γνώριζε, μα πάνω απ’ όλα μετρούσε ότι ήμουν αδερφή του Γιάννη κι όχι γιατί εργαζόμουν στο ραδιόφωνο όπως της είπε ο Στράτος –κάτι που ήταν αναμενόμενο!
Γενικά εκείνο το βράδυ φρόντιζε να περνάω καλά και να μην μένω μόνη μου κι αποξενωμένη. Είχα πλέον βεβαιωθεί γι’ αυτό που έλεγε ο αδερφός μου για την κυρά Σταυρούλα: ήταν φίλη και με τους φίλους του Στράτου κι αυτό ήταν κάτι που η ίδια είχε με την συμπεριφορά της και την ευγένειά της και κανένας φίλος του ποτέ δεν του είχε πει αν στο πάρτυ ή σε οποιοδήποτε συγκέντρωση φίλων θα έλειπαν οι γονείς του. Το αντίθετο ήταν μεγάλη χαρά να βρίσκονται κι αυτοί εκεί μιας και ήξεραν να συμμετέχουν και να κάνουν τους μικρούς τους επισκέπτες να αισθάνονται άνετα! Εκείνο το βράδυ η κυρά Σταυρούλα έδειξε στον γιο της πως με είχε συμπαθήσει πολύ. Μόνο που εκείνη δεν ήξερε πως εγώ δεν είχα την ίδια συμπάθεια τότε για τον γιο της τον ‘βαρόνο Μινχάουζεν’!

Και να που τώρα αυτή η ‘φιλία’ μεταξύ τους κλονιζόταν, επειδή η μεν δεν άντεχαν την Δανάη κι επειδή ο δε προσπαθούσε να τους επιβάλει την παρουσία της!
- Αν και δεν έχω το δικαίωμα να επέμβω στα προσωπικά του, θα το κάνω όμως για σένα. Θα του μιλήσω, αλλά είναι καθαρά δική του η απόφαση για το πώς να χειριστεί την κατάσταση
Η ίδια χαμογέλασε ανακουφισμένη για την απόφασή μου. Αλλά δεν μπορούσε να ξέρει τι είχε η καρδιά μου. Δεν το έκανα για εκείνη τελικά. Με πονούσε που ο Στράτος βρισκόταν στην μέση του κυκλώνα και ήθελα να τον βοηθήσω να ξεφύγει. Τον αγαπούσα κι έπρεπε να του δώσω το χέρι μου.
- Μαρίνα σε ακούω τόση ώρα κι επιμένεις ότι δεν έχεις το δικαίωμα να επέμβεις. Ο ίδιος μέχρι τώρα λέει ότι ήσουν και είσαι η μοναδική που τον άκουσε σε ότι κι αν τον απασχολούσε. Αυτό και μόνο σου δίνει το δικαίωμα να του μιλήσεις. Ο ίδιος μας λέει συνέχεια πως είσαι η καλύτερή του φίλη. Αφού δεν έχει τον Γιάννη κοντά έχει εσένα. Δεν έχει άλλον να εμπιστευτεί. Κι αν θες να μάθεις απ’ την τελευταία φορά που τον είδες, όσοι νόμιζε ότι ήταν φίλοι του τον έκαναν πέρα. Τους χάνει όλους εξαιτίας της Δανάης. Είναι άδικο Μαρίνα. Εμάς δεν μας ακούει, ενώ εσύ έχεις τον τρόπο να σε ακούσει. Δεν ξέρω, αλλά σου έχει εμπιστοσύνη.
Τα λόγια της Βάνας ήταν σαν να με έστησαν στον τοίχο. Αφού είχε λόγο κι η Βάνα σε αυτή την ιστορία τότε μάλλον η κατάσταση ήταν όντως άσχημη.
- Δεν υπόσχομαι τίποτε, αλλά θα κάνω μια προσπάθεια.
Τώρα πια θα έπρεπε και πάλι να ξαναμπώ στην ζωή του Στράτου και να βοηθήσω όσο μπορούσα τον ίδιο. Αν η Δανάη ήταν αυτή που μου περιέγραψαν, δεν έφταιγε η Δανάη για τα προβλήματα’ αλλά ο ίδιος ο Στράτος που τα άφηνε να διοχετεύονται.
Ο Γιάννης στεκόταν άφωνος μην ξέροντας πια τι να σκεφτεί και τι να πει. Τέτοιο πείσμα ήταν απίστευτο απ’ τον Στράτο. Σκούντησα τον Γιάννη να φύγουμε. Δεν μπορούσα πια να ακούσω περισσότερα:
- Μαρίνα να μην χαθούμε –μου είπε η Βάνα. Έλα καμιά μέρα απ’ το σπίτι για καφέ. Θα περιμένω.





Κεφάλαιο 45

Madonna - I'll Remember

Mmmm, mmmm
Say good-bye to not knowing when
The truth in my whole life began
Say good-bye to not knowing how to cry
You taught me that

And I'll remember the strength that you gave me
Now that I'm standing on my own
I'll remember the way that you saved me
I'll remember

Inside I was a child
That could not mend a broken wing
Outside I looked for a way
To teach my heart to sing

And I'll remember the love that you gave me
Now that I'm standing on my own
I'll remember the way that you changed me
I'll remember

I learned to let go of the illusion that we can possess
I learned to let go, I travel in stillness
And I'll remember happiness
I'll remember [I'll remember]
Mmmmm... [I'll remember]
Mmmmm...

And I'll remember the love that you gave me
Now that I'm standing on my own
I'll remember the way that you changed me
I'll remember
[I'll remember]

No I've never been afraid to cry
Now I finally have a reason why
I'll remember [I'll remember]

No I've never been afraid to cry
And I finally have a reason why
I'll remember [I'll remember]

No I've never been afraid to cry
And I finally have a reason why
I'll remember [I'll remember]



Haddaway - What Is Love

CHORUS:
What is love
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
What is love
Yeah

Oh I don't know
why you're not fair
I give you my love
but you don't care
So what is right
and what is wrong
gimme a sign

(chorus x2)
uoh oh...

Oh I don't know
what can I do
what else can I say
it's up to you
I know we're one
just me and you
I can't go on

(chorus x2)
uoh oh..

What is love
What is love
What is love
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
Don't hurt me
Don't hurt me

I want no other
No other love
This is your life
our time
When we are together
I need you forever
Is it love
(chorus x2)
uoh oh..

(chorus x2)
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
Baby don't hurt me
Don't hurt me
no more
what is love?!...


43. Σ' αγαπώ



Καθόμουν στον καναπέ μου και κοίταζα στην ατζέντα μου το αυριανό πρόγραμμα. Στην τσάντα μου είχα ξεχασμένη και μια παλιότερη. Την έβγαλα και την ξεφύλλισα και εκεί πάνω στο ψάξιμο έπεσα σε μια ημερομηνία: 25 Φεβρουαρίου. Δίπλα ακριβώς είχα σχηματίσει μια καρδούλα. Τι ρομαντική που είχα γίνει! Εγώ μια σοβαρή κοπέλα να κάθομαι και να σχεδιάζω καρδούλες σαν μαθητριούλα. «Όταν η τύχη δεν σε θέλει» σκέφτηκα. Η ημερομηνία αυτή αντιπροσώπευε το βράδυ εκείνο στον ‘Άδωνη’ που είπαμε να δώσουμε μια ευκαιρία στους εαυτούς μας και να προχωρήσουμε την απλή φιλική σχέση στο επόμενο επίπεδο μιας και ήδη στις καλοκαιρινές μας διακοπές φαινόταν ότι η φιλία μας, ήταν κάτι παραπάνω από φιλία. Όμως τι έμεινε τελικά; Μόνο μια ημερομηνία και μια καρδούλα να φωνάζει πως ότι είχε συμβεί ήταν απλά ένα παιχνίδι της καρδιάς!
Είχα κρατήσει το ημερολόγιο της περασμένης χρονιάς που αποτελούσε ένα είδους αρχείο μιας και σε αυτό σημείωνα τα πάντα που αφορούσαν στην δουλειά μου: ρεπορτάζ, ημερομηνίες εκδηλώσεων, ηχογραφημένα, τηλέφωνα, μισθοδοσία. Τελικά είχαν περάσει δύο χρόνια κι από αυτά τα δύο χρόνια πέρα απ’ την δουλειά αυτό που είχα εισπράξει και ήταν πολύ ισχυρό μέσα μου, ήταν ένα δυνατό συναίσθημα: αγαπούσα τον Στράτο. Και τον αγαπούσα γιατί με τον τρόπο του με έκανε να ξεχάσω αμέσως τον Γιώργο. Τον αγαπούσα γιατί ο τρόπος του με παρέσυρε σε μοναδικές στιγμές που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ζούσα κι ότι όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα. Τον αγαπούσα και δεν είχα προλάβει να του το εκφράσω από κοντά παρά μόνο σε εκείνα τα γράμματα που του έστελνα όντας φαντάρος και που το χειρόγραφο «σ’ αγαπώ» δεν έχει την δύναμη που έχει όταν το λες και σε βλέπει να το αισθάνεσαι ο άλλος. Δεν είχα τολμήσει να το κάνω. Ήταν πολύ νωρίς για να το εξωτερικεύσω. Πάλευα με τον κόσμο μου και τα συναισθήματά μου. Δεν ήμουν σίγουρη για τον εαυτό μου. Και τώρα που η επαφή μου μαζί του είναι μηδενική, η αγάπη αυτή είναι πιο δυνατή από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Δεν ξέρω αν δεν βρισκόταν ο Στράτος στον δρόμο μου, πως θα ήταν η ζωή μου. Δεν ξέρω αν θα υπήρξε κάποιος άλλος ή θα έμενα κολλημένη στον Γιώργο ελπίζοντας στο τίποτα. Τον αγαπούσα και θυμάμαι ότι είχα βρει την στιγμή που έπρεπε να του το πω. Ίσως επειδή ποτέ άλλοτε δεν θα μας δινόταν η ευκαιρία να μείνουμε μόνοι. Φοβόμουν ότι αν δεν το έκανα θα ένιωθα παγιδευμένη στα συναισθήματά μου. Ήθελα να το ξέρει κι ας μην γινόταν τίποτα.

Είχε πάρει το απολυτήριό του απ’ τον στρατό. Μου τηλεφώνησε να μου το ανακοινώσει γεμάτος χαρά. Στο βάθος αυτό με πλήγωνε, γιατί και πάλι θα ήταν απών απ’ την ζωή μου αλλά παρών στην ζωή της Δανάης. Με προσκάλεσε για καφέ στο σπίτι του. Μου ζητούσε να με δει, να τα πούμε. Τι να έχει άραγε να πει κανείς με κάποιον άλλον που η ζωή του έχει αλλάξει ρότα; Του ευχήθηκα ‘καλός πολίτης’ όλη χαρά. Προσποιητή χαρά από τηλεφώνου. Άνετη. Σαν καλή φίλη. Ήθελα να καταλάβει πως δεν ήμουν πια μέρος της ζωής του και ότι ποτέ δεν θα του ήμουν εμπόδιο. Άλλωστε δεν ήταν του χαρακτήρα μου να αντιδρώ έτσι. Ποια ήμουν εγώ να του βγαίνω συνεχώς μπροστά; Τι θα κέρδιζα; Απλά μια χαμένη αξιοπρέπεια και την ταμπέλα της ενοχλητικής. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως είχα δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα αισθανόμουν άνετα αν δεχόμουν. Ήταν πολύ χαρούμενος που με άκουγε και επέμενε. Δεν άκουγε καμιά δικαιολογία. Με έπεισε και δέχθηκα.
Κλείνοντας το τηλέφωνο συνειδητοποίησα πως η επίσκεψη αυτή ήταν η πιο δύσκολή μου στιγμή. Ήδη ένιωθα τα πόδια μου βαριά. Ασήκωτα. Πώς να πάω; Θα είναι μόνος; Όμως ήθελε να μιλήσουμε, μάλλον θα ήταν μόνος. Τι να είχε να μου πει; Τι είχε μείνει πια να πούμε εμείς οι δύο;
Σηκώθηκα και πήγα και στάθηκα μπροστά στον καθρέπτη του μπάνιου. Η εικόνα μου ήταν θλιμμένη. Απομεινάρι της όλης ιστορίας. Θαμπό πρόσωπο, κουρασμένο. Δεν είχε μείνει κανένα σημάδι της λάμψης που έβγαινε όποτε τον έβλεπα. Δεν είχα λόγο να λάμπω. Πνιγόμουν στην καθημερινότητά μου, πίσω από ένα μικρόφωνο και τα χαρτιά μου με τις ειδήσεις και τους δίσκους της μουσικής. Τραβηγμένα θαμπά μαλλιά πίσω σε μια αχτένιστη αλογοουρά, γρήγορη λύση για να μην χαζεύω τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Όλο αυτό θα έπρεπε να αλλάξει. Έβγαλα το λάστιχο που κρατούσε σε κοτσίδα τα μαλλιά μου και τα άφησα να πέσουν στους ώμους. Ήταν αδύναμα. Κουρασμένα. Δεν ήμουν εγώ αυτή η εικόνα που αντίκριζα στον καθρέπτη. Έπρεπε κάπως κάτι να κάνω αμέσως τώρα.

Στο σπίτι του με υποδέχθηκε η αδερφή του. Έτρεμα σύγκορμη πως αυτός που θα άνοιγε την πόρτα θα ήταν ο Στράτος και δεν ήξερα πώς να τον χαιρετήσω. Τι να του πω. Η Βάνα με την συμπεριφορά της με έκανε να αισθανθώ πιο άνετα και να ξεχάσω προς στιγμήν πως ήμουν σε ξένο έδαφος. Ήταν αρκετά συζητήσιμη τονίζοντάς μου πως ήμουν στις ομορφιές μου. Δεν ξέρω τι είχα καταφέρει μένοντας ώρες μπροστά στον καθρέπτη να φτιάξω την εικόνα μου. Μάλλον κάτι είχα κάνει για να κάνει θετική παρατήρηση η Βάνα. Την ρώτησα δειλά-δειλά που ήταν ο αδερφός της και μου είπε πως ήταν επάνω στο δωμάτιο του κι ετοιμαζόταν κι ότι θα κατέβαινε σε λίγο. Με άφησε για λίγο να πάει να μου φτιάξει καφέ. Περίμενα. Δεν ήξερα τι περίμενα. Την Βάνα ή τον Στράτο; Ή μήπως όλο αυτό ήταν μια φαρσοκωμωδία;
- Μαρίνα! Επιτέλους! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω.
Ακούστηκε η φωνή του Στράτου που κατέβαινε τις σκάλες απ’ τον επάνω όροφο που ήταν τα υπνοδωμάτια. Κατέβηκε γρήγορα και με δυο δρασκελιές ήρθε και με υποδέχθηκε με δυο φιλιά στα μάγουλα. Χαμογέλασα.
- Κι εγώ χαίρομαι. Καλός πολίτης. Του είπα κι απομακρύνθηκα από κοντά του.
Έκατσα και πάλι στην πολυθρόνα μου, αποφεύγοντας τον καναπέ. Δεν ήθελα να κάτσει κοντά μου. Ήταν προτιμότερο να κρατήσω την απόσταση μεταξύ μας.
- Ευχαριστώ. Τώρα θα βαρεθείς να με βλέπεις. Μου είπε.
Χαμογέλασα λέγοντας ένα ‘ναι’ σαν απάντηση. Έτσι σαν επιβεβαίωση στο μεγάλο ψέμα του. Δεν γινόταν να τον βλέπω συχνά. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Και η επιβεβαίωση ήδη, κατέβαινε τις σκάλες. Η Δανάη! Κατέβαινε νωχελικά τις σκάλες κρατώντας δύο φλιτζάνια του καφέ, ρίχνοντας μου ένα μισητό βλέμμα. Ήδη με έκανε να αισθανθώ παρείσακτη. Ήθελα να φύγω. Πέρασε δίπλα απ’ τον Στράτο κοιτώντας τον θυμωμένα κι άφησε τα φλιτζάνια στην τραπεζαρία. Τον πλησίασε και κόλλησε επάνω του. Ο Στράτος έκατσε στον καναπέ. Ήθελε να μάθω πως ήμουν, τι έκανα και γενικώς διάφορα για την καθημερινότητά μου. Η Δανάη τον πλησίασε και κάθισε στο μπράτσο του καναπέ ρίχνοντας το σώμα της κοντά στον Στράτο. Ούτε μισό χαμόγελο δεν έβγαλε. Έτσι για το τυπικό που υπήρχε απέναντί τους μια επισκέπτρια. Έτρεμα ολόκληρη. Η εικόνα τους αυτή με πλήγωνε. «Αχ Στράτο. Γιατί με παίζεις έτσι;» σκέφτηκα ρίχνοντας το βλέμμα μου τριγύρω στον χώρο, όσο εκείνος μου μιλούσε για τις τελευταίες μέρες της θητείας του στο πεντάγωνο. «Δεν πρέπει να μείνω εδώ. Η Βάνα γιατί αργεί; Πρέπει κάτι να κάνω. Να φύγω». Τα πόδια μου έτρεμαν. Κρύωνα. Η εικόνα τους ήταν ένα ντους με πάγο. Η Δανάη με την στάση της επιβεβαίωνε την κυριότητά της ως προς τον Στράτο. Ήταν δικός της κι εγώ μάλλον ήμουν η απειλή. Δεν ήμουν, αλλά έτσι ένιωθα. Κάθε κίνησή της, κάθε βλέμμα της με επιβεβαίωνε. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί αφηνόμουν να με επηρεάζει ο αρνητισμός της απέναντί μου. Από ευγένεια φρόντιζα τα λόγια μου να είναι μετρημένα. Έδειξα κάθε φιλική διάθεση και το έκανα για εκείνη. Χαμογελούσε συγκρατημένα κι αρνούμενη να συμφιλιωθεί με την δική μου παρουσία. Δεν ήξερα πια τι άλλο να κάνω. Ο Στράτος σηκώθηκε και της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Στάθηκαν στην τραπεζαρία πιο κει και κάτι της ψιθύριζε στο αυτί. «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ μέσα; Γιατί δεν σηκώνομαι να φύγω;». Ένοιωθα να με έχουν παραγκωνίσει. Με κάλεσε να τον επισκεφθώ ο Στράτος και να που θα έπρεπε να λείψει:
- Πάω λίγο κάτω, γιατί κάτι με θέλει ο πατέρας μου κι έρχομαι. Πείτε τα με την Δανάη εσείς.
Του χαμογέλασα. Τι είχα να πω εγώ με την Δανάη; Εκείνη κάθισε στην τραπεζαρία γυρνώντας μου την πλάτη της. Σηκώθηκα απ’ την πολυθρόνα και περιεργαζόμουν τα μικροαντικείμενα και τις φωτογραφίες που υπήρχαν στο σύνθετο και στα τραπεζάκια. Η Βάνα έφτασε εγκαίρως:
- Τα λέτε; Ρώτησε και μου έδωσε τον καφέ μου.
Μου έκανε νόημα να πλησιάσω στην τραπεζαρία. Έκατσε δίπλα στην Δανάη κι εγώ απέναντί τους. Η Δανάη κάπνιζε νευρικά. Έδειχνε ολόκληρη πως η παρουσία μου της δημιουργούσε εκνευρισμό. Η Βάνα άρχισε να της λέει για το ποια είμαι, τι δουλειά κάνω και λοιπά. Χαμογέλασε από υποχρέωση. Τι να πει; Ήμουν το κόκκινο πανί μπροστά της και δεν καταλάβαινα με τίποτε το γιατί. Δεν ξέρω πόσα πράγματα ήξερε για μένα και τον Στράτο και τι είχε μπαλώσει ο ίδιος ο Στράτος, όμως η Δανάη ήθελε με κάθε τρόπο να με διώξει από μπροστά της.
- Εμένα με συγχωρείτε, πάω ν’ αλλάξω γιατί πρέπει να βγω. Είπε η Βάνα χαμογελώντας μου και μας άφησε μόνες.
Η Δανάη κι εγώ. Η μία απέναντι στην άλλη. Δεν είχα κάτι να πω. Δεν ήξερα μάλλον τι να πω. Από πού να αρχίσω για να σπάσω αυτό τον πάγο.
- Ξέρεις πολύ καιρό τον Στράτο; με ρώτησε αμέσως εκείνη.
Μου έκανε εντύπωση που δεν γενίκευσε την ερώτηση «ξέρεις καιρό τα παιδιά» και αναφέρθηκε μόνο σε εκείνον.
- Από μικρό παιδί τον ξέρω.
- Άρα τον ξέρεις και πολύ καλά.
- Αρκετά καλά. Της είπα.
Δεν γινόταν να τον ξέρω πολύ καλά, αφού μόλις πριν δυο χρόνια άρχισα να τον μαθαίνω καλύτερα. Δεν ήξερα όμως και που αποσκοπούσε η ερώτηση. Ίσως να ήθελε να μάθει αν τον ήξερα καλά σαν… σχέση. Όμως πώς να προλάβω να τον μάθω αφού αυτή ήταν η αιτία που δεν προχώρησε τίποτε; Γιατί εγώ να δείχνω υποχωρητική απέναντί της και να έχω δεχθεί την επιλογή του Στράτου κι εκείνη αντί να κάνει το ίδιο, μου δείχνει τον αποτροπιασμό της; «Δεν πρέπει να μείνω άλλο εδώ. Που είσαι Στράτο;». Ήθελα να φανεί για να τον αποχαιρετήσω. Θα έλεγα πως πέρασα για λίγο να τους δω και θα έφευγα. Δεν γινόταν να μείνω περισσότερο. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη βαριά.
- Μου είχε μιλήσει για σένα ο Στράτος. Είπε η Δανάη βγάζοντας με απ’ τις σκέψεις μου.
- Ναι; Φαντάζομαι να είπε καλά λόγια! Της είπα και γέλασε.
Δεν μπορούσα να φανταστώ τι ακριβώς ήξερε για μένα, αφού προηγουμένως η Βάνα άρχισε να της μιλά για μένα και να της λέει για πιο καθημερινά πράγματα.
- Εσύ πως τα πας μαζί του; Ρώτησα.
- Πολύ καλά. Είναι η τέλεια σχέση. Είπε με στόμφο.
Ήταν σαν με τα λόγια της αυτά ήθελε να με στριμώξει και να μου τα τρίψει στην μούρη.
- Μακάρι. Ο Στράτος είναι φιλότιμο παιδί και δεν αξίζει να πληγωθεί. Της είπα.
Δεν απάντησε. Άναψε τσιγάρο. Δεν ήθελα τα λόγια μας είναι τόσο επιδεικτικά. Άλλωστε με στενοχώρησε ήδη το ότι οι δυο τους είχαν την ‘τέλεια σχέση’ και εγώ δε θα έπρεπε να είμαι στο στάδιο της ‘τέλειας φιλίας’. Εκείνη την στιγμή ήταν σαν είχε χώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά μου και να το γύριζε με κάθε λέξη της, για να με πληγώνει συνέχεια και να αιμορραγώ. Αιμορραγούσα αλλά το υπόμενα. Αποφάσισα να γυρίσω την κουβέντα μας σε ποιο συνηθισμένες ερωτήσεις. Από πού ήταν, με τι ασχολιόταν και λοιπά. Έδειξε άνεση και άρχισε να μιλά για την ίδια: είχε έρθει απ’ την Αθήνα για μόνιμη πια εγκατάσταση στα μέρη μας, ότι λάτρευε τους γονείς της και εκείνοι της έκαναν όλα τα χατίρια, ότι είχε τελειώσει πια το λύκειο και σκεφτόταν να πάει σε κάποια ιδιωτική σχολή Πληροφορικής αλλά προς το παρόν ήθελε να τελειώσει με τα αγγλικά της μήπως και κατάφερνε να πάρει το proficiency κι ότι τον Στράτο τον γνώρισε στην πενταήμερη του λυκείου της στην Ρόδο και ήταν ξετρελαμένη μαζί του.
- Αν καταλήξει σε κάτι πιο σοβαρό η σχέση μας, ίσως να μην κάνω τίποτε απ’ όλα αυτά. Ολοκλήρωσε την κουβέντα της.
Χαμογέλασα. Στην ουσία ήθελα να ξεσπάσω σε γέλια με την τελευταία της φράση. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι ήταν τόσο σοβαρή η σχέση τους που να μιλάνε και για …γάμο! Πότε πρόλαβαν; Ή ήταν απλώς ένα καρφί για να μου δώσει να καταλάβω ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Στράτος να γυρίσει σε μένα;
- Κοίτα το να αμελήσεις κάποιες προτεραιότητες για το μέλλον σου δεν είναι και η καλύτερη επιλογή. Προχώρησε όσο είναι καιρός να αποκατασταθεί κι ο Στράτος επαγγελματικά και μετά βλέπετε που είστε και προχωράτε. Της είπα σαν καλή φίλη.
- Δεν έχει πρόβλημα ο άντρας μου. Προσαρμόζεται εύκολα!
Η τελευταία της κουβέντα μου κακοφάνηκε. Ένα πράγμα που μάλλον αρνιόταν να δεχθεί ήταν η ‘προσαρμοστικότητα’ του Στράτου, ότι δεν ήθελε πιέσεις. Όσο απέφευγε να το δει θα καταλάβαινε ότι ο ‘άντρας’ της δεν θα ήταν για πολύ ο ‘άντρας’ της! Ο Στράτος ήμουν σίγουρη ότι της έδινε τον χρόνο να τον καταλάβει και να τον μάθει, αλλά μάλλον η ίδια ήθελε να τον πλάσει όπως αυτή ήθελε και μάλλον με βάση το χρονοδιάγραμμά της!
- Θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω εδώ. Της είπα. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν θέλει πιέσεις. Για να προσαρμοστεί σε κάτι χρειάζεται τον χρόνο του κι αν δεν τον έχει, αντιδρά και πολλές φορές επιπόλαια.
Με κοίταξε στα μάτια σαν μην με καταλάβαινε. Εγώ εκείνη την στιγμή της έδινα να καταλάβει ότι στην σχέση δυο ανθρώπων μετρά και η υποχωρητικότητα, αλλά μάλλον η ίδια δεν ήταν σε θέση να κάνει έστω μισό βήμα πίσω.
- Θα είμαι πάντα δίπλα του. Μου απάντησε.
- Έτσι πρέπει. Να τον βλέπεις σαν τον καλύτερο σου φίλο και να τον βοηθάς όποτε δεις ότι το χρειάζεται. Αν το κάνεις αυτό, γίνεται χαλί να τον πατήσεις. Εκτιμά την φιλία πάρα πολύ.
Αυτό το τελευταίο έκανε πως δεν το άκουσε. Την είχε πιάσει μια απίστευτη νευρικότητα ξαφνικά κι έπινε μεγάλες γουλιές απ’ τον καφέ της και κάπνιζε συνέχεια. Κοίταξε γύρω της. Ο Στράτος κι η Βάνα μας είχαν αφήσει εκεί μόνες και είχαν χαθεί. Η Δανάη δεν μπορούσε να με ανεχτεί άλλο. Φαινόταν. Ποια ήμουν εγώ να της μιλήσω για το πώς να βλέπει τον Στράτο; Όπως ήθελε θα τον έβλεπε. Και φίλο κι άντρας της κι ότι ήθελε. Εγώ δεν είχα θέση στην ζωή τους.
- Τα λέτε εσείς οι δυο; Ακούστηκε ο Στράτος πλησιάζοντάς μας.
Χαιρόταν που μας έβλεπε να κουβεντιάζουμε ‘αγαπημένες’ και δεν ξέρω αν είχε στήσει αυτί να ακούει ο ίδιος το τι λέγαμε και αν τελικά μαλλιοτραβιόμασταν. Εκείνος κάθισε δίπλα στην Δανάη κι εκείνη έριξε τον ώμο της στο στήθος του για να την αγκαλιάσει. Μου έδειχνε πως ο Στράτος ήταν ολοδικός της κι όποια γνώμη κι αν είχα δεν μετρούσε ανάμεσά τους. Δεν χάρηκα καθόλου που ο Στράτος με είχε καλέσει στο σπίτι του για να κουβεντιάσουμε και τελικά με άφησε μόνη με την Δανάη. Σηκώθηκα:
- Εγώ πρέπει να πηγαίνω. Πέρασα μόνο για να σου ευχηθώ κι έχω δουλειά να κάνω.
Ο Στράτος πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του μην υπολογίζοντας ότι επάνω του είχε κολλήσει η Δανάη. Εκείνη τραβήχτηκε και τον κοίταξε με θυμωμένο ύφος:
- Που πας; Δεν είπαμε κερνάω καφέ; Μου είπε ο Στράτος.
- Ήπια καφέ. Μου έφτιαξε η Βάνα.
- Αυτό είναι άλλο. Κάτσε κάτω και δεν πας πουθενά. Θα έρθεις μαζί μας.
- Όχι Στράτο. Άστο για άλλη φορά. Είπα και προχώρησα προς την εξώπορτα.
- Μαρίνα σε παρακαλώ. Είπε θυμωμένος και έκανε να κλειδώσει την πόρτα.
«Γιατί το κάνεις αυτό; Άσε με να φύγω. Μη με σκοτώνεις άλλο» σκέφτηκα κοιτάζοντάς τον. Με το βλέμμα του μου πρότεινε να καθίσω στο κάθισμά μου. Το έκανα. Η Δανάη δεν έβγαλε την παραμικρή κουβέντα. Πως άλλωστε; Δεν με ήθελε στην παρέα τους και σήμερα που ήταν η πρώτη του μέρα σαν πολίτης τον ήθελε ολότελα δικό της και μακριά από όλους.
- Βρε Μαρίνα κάτσε να βγούμε όλοι μαζί για καφέ. Παρέα θέλω κι εγώ μέχρι να συναντηθώ με τον Γιώργο.
Εγώ δεν φανταζόμουν ότι ο καφές ήταν μια έξοδος για καφέ. Έκανα το χατίρι της Βάνας. Τα δυο αδέρφια επέμεναν και δεν ήθελαν να φύγω. Ίσως επειδή με υπολόγιζαν σαν καλή τους φίλη.



Τελικά ακολούθησα. Η Βάνα είχε περάσει το χέρι της απ’ το μπράτσο μου και προχωρούσαμε παρέα σαν κολλητές. Μπροστά μας ο Στράτος είχε αγκαλιά την Δανάη και προχωρούσαν χαζεύοντας βιτρίνες. Ζήλευα! Ανάθεμα ζήλευα πάρα πολύ. Ίσως στην θέση της να ήμουν εγώ αν έστω για λίγο ο Στράτος με σκεφτόταν όπως μου έγραφε. Δεν χάρηκα πράγματα μαζί του. Ούτε την στιγμή που είχε πάρει την μετάθεση στο πεντάγωνο. Περίμενα πως και πώς να έρθει πιο κοντά, αλλά δυστυχώς η τύχη μου γύρισε την πλάτη και πάλι. Η Βάνα μου μιλούσε για τον Γιώργο και την σχέση τους. Ήταν πολύ καιρό μαζί αλλά ήταν και λίγο συντηρητικός. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά ο Στράτος με την Δανάη τότε κι η Βάνα μου εξομολογήθηκε πως δεν συμφωνούσε με την επιλογή του Στράτου. Υπήρχε κάτι στην Δανάη που δεν της άρεσε, δεν ήξερε αν ήταν ο χαρακτήρας της ή η συμπεριφορά της ή το βλέμμα της. Για την ώρα δεν μπορούσε να πει τίποτε στον Στράτο. Άλλωστε δεν της άρεσε να κάνει κι ο αδερφός της τα ίδια στην σχέση της με τον Γιώργο. Αν και πολλές φορές της είχε μιλήσει και της είχε ζητήσει να φύγει μακριά του. Είδε όμως ότι ήταν δεμένοι και δεν της ξαναμίλησε, αλλά πάντα είχε τον νου του όταν έβλεπε την αδερφή του στενοχωρημένη από κάποια επιπολαιότητα του Γιώργου. Την άκουγα να μου μιλά και να μου λέει για πράγματα δικά της και δεν ξέρω πως της έβγαινε αυτή η εμπιστοσύνη προς εμένα. Δεν με ήξερε καλά. Όμως το ενδιαφέρον της στράφηκε προς εμένα και ήθελε να μάθει κι άλλα για μένα. Δεν ξέρω τι ήξερε. Πόσα ήξερε ή τι της είχε πει ο Στράτος. Αλλά μου έκανε εντύπωση όταν μου είπε πως ήθελε να γνωρίσει καλύτερα την «καλύτερη φίλη» του αδερφού της. Τι να της πω; Ίσως ήταν μια ευκαιρία να εξομολογηθώ την έννοια μου για τον αδερφό της, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Σαν κόμπος στεκόταν στον λαιμό μου και δεν έλεγε να βγει. Το άφησα. Δεν είχε νόημα να κάτσω και να μιλάω. Το τι αισθανόμουν εγώ ήταν πρόβλημα δικό μου και κανενός άλλου. Έστρεψα την κουβέντα σε γενικότητες, για την δουλειά, το πώς περνάω τον ελεύθερο χρόνο μου και για σχέσεις… Τίποτα. Δεν είχα κάτι να της πω. Ούτε καν και για τις γνωριμίες μου. Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ο Δημήτρης. Πως είχε ξεκινήσει αυτή η παράδοξη γνωριμία και μετά την άρνηση μου στην πρόταση γάμου, εξαφανίστηκε! Μάλλον πρέπει να τα είχε βρει με την Μαρία του. Σαν να διάβασε την σκέψη μου ο Στράτος γύρισε και με κοίταξε. Του χαμογέλασα. Η Δανάη τον σκούντησε και του έδειξε κάτι σε μια απ’ τις βιτρίνες κι έστρεψε το βλέμμα του εκεί. Έκανε ότι μπορούσε η κοπέλα του προκειμένου να μη ρίχνει καν τυχαίο βλέμμα σε μένα. Η Βάνα γελούσε ενοχλημένη για την συμπεριφορά αυτή και την πείραζε λέγοντάς της πως αν δεν βρει δουλειά ο αδερφός της δεν πρόκειται να της χαρίσει το παραμικρό. Κανείς τους δεν ασχολιόταν με τα σχόλια της Βάνας. Ο Στράτος ειδικά το έκανε από αντίδραση: η σιωπή του προς απάντησή της. Στο βάθος ήξερε ότι η Βάνα είχε δίκιο.
Βρήκαμε τον Γιώργο λίγο πιο κάτω να περιμένει υπομονετικά την Βάνα. Χάρηκε όταν με είδε. Ξαφνιάστηκε αλλά χάρηκε. Δεν ξέρω. Ίσως να μην περίμενε να με δει με τους υπόλοιπους μαζί. Ίσως κι αυτός κάτι να ήξερε για την σχέση μου με τον Στράτο. Και πόσα άραγε να ήξερε κι αυτός; Με ρώτησε για τον αδερφό μου’ τι κάνει – που βρίσκεται – πότε θα τον δούμε. Μου πρότεινε να κανονίσουμε να πάμε διακοπές όλοι μαζί παρέα’ στο μέρος που άρχισαν όλα. Χαμογέλασα στον Γιώργο κι ανατρίχιασα στην σκέψη ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο τότε σίγουρα ο Στράτος θα είχε και την Δανάη μαζί του. Όχι-όχι. Δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Εκείνο το μέρος ήταν για μας τους δύο: για μένα και τον Στράτο. Δεν θα μπορούσα με τίποτε να περνάω απ’ τα μέρη που περνούσαμε και στην παρέα να ακολουθεί αυτός με την Δανάη. Θα ήταν σαν να εξαπατούσε κάθε ανάμνηση και κάθε στιγμή μας.
- Έλα πάμε! Άκουσα την φωνή του ξαφνικά.
Τον κοίταξα που είχε αγκαλιά την Δανάη και έκανε νόημα σε μένα να τους ακολουθήσω. Χαιρέτησα την Βάνα και τον Γιώργο λέγοντας πως όταν ερχόταν το καλοκαίρι κάτι θα κανονίζαμε και έφυγα. Η Δανάη αγριοκοίταζε πότε τον Στράτο και πότε εμένα.. Φάνηκε να του τραβά το μανίκι να μην με ξαναφωνάξει. Δεν με ήθελε στην παρέα τους. Κι είχε δίκιο. Τι δουλειά είχα εγώ μαζί τους τώρα; Ξαφνικά βρέθηκα με τους δυο τους. Σαν σκυλάκι να τους ακολουθώ και να μην μπορώ να κάνω πίσω. Πίστεψα πως θα ήμασταν όλοι μαζί παρέα και ξαφνικά η Βάνα με τον Γιώργο έφυγαν για αλλού κι εγώ βρέθηκα να μην ξέρω ποιον θα ακολουθούσα. Αλλά η Βάνα μάλλον είχε διαχωρίσει την θέση της ως προς την συγκέντρωση φίλων που είχε κανονίσει ο αδερφός της. Αισθανόμουν απαίσια. Δεν έπρεπε να δεχθώ την πρότασή του για καφέ και να έφευγα απ’ το σπίτι αμέσως την στιγμή που ξεκινήσαμε όλοι για την έξοδο. Τι θα έκανε τότε ο Στράτος; Δεν υπήρχε περίπτωση να τρέξει ξωπίσω μου για να με πείσει να τους ακολουθήσω. Τι χαζή που ήμουν και δεν το σκέφτηκα. Και τώρα θα έπρεπε να τους υπομένω, με χαμόγελο και φιλική διάθεση’ παρά την θυμωμένη συμπεριφορά της Δανάης ως προς τον Στράτο.
Ακολουθούσα δίπλα στον Στράτο σε μια απόσταση προκειμένου να δείξω στην Δανάη πως δεν είχα πρόθεση να της δημιουργήσω πρόβλημα κι ας εκείνη ενώ το έβλεπε αρνιόταν να το δει! Φτάσαμε στην καφετέρια που είχε κανονίσει με τους φίλους του ο Στράτος να μαζευτούμε όλοι. Είχαν κάτσει έξω σε ένα τραπέζι για καμιά δεκαριά άτομα. Άνοιξη ήταν κι οι περισσότεροι προτιμούσαν να απολαύσουν βραδιές με …τραπεζάκια έξω! Στριμωχτήκαμε πως και πως απ’ την πολυκοσμία κι έτσι εγώ βρέθηκα να κάθομαι δίπλα στον Στράτο και η Δανάη απέναντί μας δίπλα σε δυο γνωστούς της φίλους. Δεν της άρεσε έτσι όπως είχαμε κάτσει, αλλά η ίδια είχε επιλέξει να κάτσει εκεί με τους άλλους αφήνοντας τον Στράτο πίσω. Παρόλα αυτά ναι μεν ήταν απέναντί μας δεν έπαψε να του θυμίζει την παρουσία της στριμώχνοντας τα πόδια της στα δικά του κι εκείνος με την σειρά του κολλούσε τον μηρό του στον δικό μου! Θέατρο του παραλόγου!
Καθόμουν εκεί σαν απλή ακροάτρια. Τι να πω άλλωστε; Παρά τις συστάσεις όλοι τους μου ήταν άγνωστοι. Ο Στράτος κουβέντιαζε με όλους, η Δανάη συμμετείχε γιατί τους ήξερε όλους και παρά την προσπάθεια του Στράτου να με βάλει και μένα στην συζήτηση τους κανένας δεν έδειξε να με ακούει. Με πρόσεξαν μόνο όταν ο Στράτος τους είπε ότι εργαζόμουν σε ραδιόφωνο και τότε όλοι έδειξαν να τους φαίνεται η φωνή μου γνωστή. Σκούντησα με το πόδι μου το πόδι του Στράτου προκειμένου να μην το συνεχίσει. Όταν κάποιοι ενδιαφέρονται για κάποιον καινούριο στην παρέα τους το δείχνουν αμέσως, σε αυτή την παρέα φάνηκε ότι δεν ήμουν του δικού τους βεληνεκούς. Μέχρι να κατεβάσω δυο γουλιές απ’ τον καφέ μου σαν άνθρωπος προτίμησα να χαζεύω τους περαστικούς. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να πετύχω κάναν γνωστό ώστε να έχω έναν λόγο να σηκωθώ και να φύγω. Κανένας δεν περνούσε. Γιατί όταν επιθυμείς κάτι δεν γίνεται ποτέ κι όταν κάτι δεν θέλεις να γίνει τότε γίνεται; Κοίταζα το ρολόι μου σχεδόν συνέχεια. Έλεγα να περάσει κάνα μισάωρο και να σηκωθώ να φύγω. Ο Στράτος δεν έλεγε καν να μου πει μια κουβέντα. Είχα έναν γνωστό σε αυτή την παρέα κι αυτός με άφηνε εκεί μόνη μου να κοιτάζω σαν την χαζή τριγύρω. Η Δανάη είχε καταφέρει να αποσπάσει την προσοχή του Στράτου. Πειράζονταν μεταξύ τους κι ας ήταν σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλον κι είχαν ξεχάσει ότι εκεί βρισκόταν η παρέα τους και τους πείραζε. Μόνο κάποιος άλλος αποφάσισε να τους «ξυπνήσει» και έτσι ο Στράτος άρχισε να μιλά για το πώς ήταν η θητεία του και το τι σκέφτεται να κάνει στο μέλλον του. Αοριστίες! Τίποτε συγκεκριμένο. Σκεφτόταν με την νέα σχολική περίοδο να τελειώσει την τελευταία τάξη του λυκείου που την είχε αφήσει πίσω’ λόγω του ατυχήματος, λόγω δουλειάς και εν τέλει λόγω στρατού. Και ίσως να κατάφερνε να βρει και μια απογευματινή δουλειά για το χαρτζιλίκι του. Η Δανάη άκουγε με προσοχή και σκεπτική. Ο Στράτος την πείραξε στα πόδια και της ζήτησε να έρθει να κάτσει δίπλα του. Ήταν η στιγμή που ήθελε έτσι να δώσει μια έμφαση στην συζήτηση ότι ό,τι θα έκανε στο εξής θα το έκανε μαζί με αυτήν δίπλα του. Εκείνη πεισματικά αρνιόταν να το κάνει. Ήταν ένα παιχνίδι τους που το συνέχισαν για κάμποσα λεπτά κι εκεί βρήκα την ευκαιρία να σηκωθώ επάνω:
- Εγώ πρέπει να αποχωρήσω –απευθύνθηκα στον Στράτο, με περιμένει αρκετή δουλειά κι έχει μείνει πίσω – απευθύνθηκα σε όλους τώρα.
Δεν γινόταν ο Στράτος να πει σε όλους μπροστά να καθίσω και δεν γινόταν για δεύτερη φορά να μου κλείσει τον δρόμο για να φύγω. Θα πήγαινε πάρα πολύ αν το έκανε και θα πρόσβαλε έτσι την Δανάη.
- Τότε να σε συνοδεύσω. Με ταξί δεν θα φύγεις; Με ρώτησε ο Στράτος.
- Ναι! Αλλά δεν είναι ανάγκη να με συνοδεύσεις. Μείνε εδώ με την παρέα σου. Του είπα.
Εκείνος δεν με άκουσε και σηκώθηκε. Η Δανάη φάνηκε να συμφωνεί με μένα. Πήγαινε πολύ να με συνοδεύσει ο Στράτος της. Και το έδειχνε έχοντας μισάνοιχτα τα θυμωμένα μάτια της. Ο Στράτος δεν άκουγε:
- Στράτο δεν είναι ανάγκη. Δεν είμαι μικρό παιδί για να χαθώ. Του ξαναείπα.
- Δεν ακούω τίποτε. Εγώ σε κάλεσα, εγώ και θα σε συνοδεύσω. Τελείωσε. Μου είπε.
- Στράτο. Όχι! Του είπε η Δανάη θυμωμένη.
Ο Στράτος έκανε πως δεν άκουσε παρά τα συνεχή ‘όχι’ της. Αποφάσισε να με συνοδεύσει και θα το έκανε ότι κι αν έλεγε η κοπέλα του. Καληνύχτισα όλη την παρέα κι ενώ όλοι ανταποκρίθηκαν η Δανάη γύρισε αλλού το πρόσωπο της μη ανεχόμενη να σπαταλήσει το σάλιο της για μένα. Χέστηκα! Ούτε στο ελάχιστο να υποχωρήσει, ούτε καν τυπική! Τι σκατά φοβόταν επιτέλους; Με είχε εξοργίσει η συμπεριφορά της. Την ανεχόμουν για ώρα υπομονετικά κι εκείνη ούτε που να με φτύσει, που λέει ο λόγος.
- Τα όχι της Δανάης ήταν για μένα, ε; Ρώτησα τον Στράτο όταν απομακρυνθήκαμε απ’ την καφετέρια.
- Όχι ρε! Είσαι καλά;
- Αλλά;
Απέφευγε να μου απαντήσει κάνοντας την κλασσική του κίνηση: άναψε τσιγάρο ξεφυσώντας τον καπνό αγχωμένος.
- Θα μου πεις; Επέμεινα.
- Για την Τόνια…
Η Τόνια που κολλούσε στην κουβέντα μας τώρα; Βολική σαν δικαιολογία.
- Α! Για την Τόνια! Είπα δύσπιστα.
- Καθόταν στην διπλανή καφετέρια και με χαιρέτησε.
- Η Τόνια! Ξαναείπα δύσπιστα.
- Ναι ρε!
Η απάντηση ‘ναι ρε’ για τον Στράτο κάλυπτε και τις δυο εκδοχές: και την αλήθεια και το ψέμα. Κι αυτή την στιγμή με κορόιδευε!
- Γιατί λες ψέματα; Δεν είδα να σε χαιρετά ή να χαιρετάς κανέναν.
Δεν μου απάντησε. Τι να πει; Ήθελε κάπως να δικαιολογήσει την συμπεριφορά της Δανάης. Και είχε δίκιο να είναι θυμωμένη αυτή την στιγμή. Αντί να με συνοδεύσει μέχρι τα όρια της καφετέριας, αποφάσισε να με συνοδεύσει μέχρι τα ταξί που ήταν πολύ παρακάτω. Όταν πια φτάσαμε στην πιάτσα άλλαξα γνώμη.
- Δεν θα πάρω ταξί. Θα πάω με τα πόδια. Δεν είμαι μακριά άλλωστε.
- Σίγουρα; Δεν φοβάσαι; Με ρώτησε και με ακολούθησε σε ένα στενοσόκακο προκειμένου να κόψω δρόμο.
Κοντοστάθηκα και γύρισα και τον κοίταξα. Άραγε ανησυχούσε πραγματικά για μένα ή ήταν απλά μια προσποίηση χάριν τυπικότητας;
- Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα και ήσουν δίπλα μου, δεν θα είχα λόγο να φοβάμαι. Καλός πολίτης! Του ευχήθηκα και του έτεινα το χέρι για χειραψία …χάριν τυπικότητας!
Στεκόταν αμίλητος κοιτάζοντάς με. Δεν αντιδρούσε. Τράβηξα το χέρι μου ενοχλημένη που δεν έκανε τίποτε. Με πλησίασε τότε και με φίλησε στο μάγουλο λέγοντάς μου ‘ευχαριστώ’. Έμεινε εκεί κοντά μου σε απόστασης αναπνοής κοιτάζοντάς με. Τον φίλησα τρυφερά στα χείλη. Ήταν το μόνο που σκέφτηκα να κάνω εκείνη την στιγμή. Δέχθηκε το ξάφνιασμα, αλλά μετά από λίγο έκανε πίσω. Ήταν σαν να ξύπνησε…
- Όχι αυτό είναι λάθος! Μου είπε απαλά κοιτώντας με στα χείλη.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Ήταν εκεί κοντά μου κι εγώ δεν μπορούσα να τον αγγίξω; Γιατί; «Γιατί έδωσες μια κλωτσιά και τα έκανες όλα σμπαράλια;».
- Το ξέρω. Καν’ το για τελευταία φορά όμως. Φίλησέ με για μια τελευταία φορά και θα εξαφανιστώ. Σου υπόσχομαι να χαθώ απ’ την ζωή σου και να μην σε ξαναενοχλήσω.
Ήταν μπροστά μου και δεν τον είχα και τον παρακαλούσα. Τι φιλία να αντέξει έτσι όπως αισθανόμουν εγώ αυτή την στιγμή; «Γιατί με ακολούθησες; Τι θέλεις πια; Γιατί δεν με άφηνες να φύγω μόνη μου; Τι κάνεις εδώ μαζί μου;».
- Καλύτερα να φύγω. Θα με ψάχνει η άλλη.
Η ‘άλλη’ ήταν η Δανάη. Ήταν το τρίτο πρόσωπο που μπήκε ανάμεσά μας. Αλλά πώς να το ξέρει κι εκείνη, αφού ο ίδιος ήταν μπλεγμένος ανάμεσα στις δύο μας; Δεν άντεχα άλλο. Η υπομονή μου είχε ξεθυμάνει:
- Πριν φύγεις έχω κάτι να σου πω. Κάτι τελευταίο που πρέπει να ξέρεις…
Ήταν ήδη τελειωμένα όλα μεταξύ μας. Ήθελα σε αυτή την τελευταία μας επαφή να ξέρει τι αισθανόμουν, να ξέρει τι άφησε να γίνει όταν έπαιζε με την καρδιά μου και το μυαλό μου.
- Μαρίνα μην το κάνεις. Σου έχω εξηγήσει ότι δεν γίνεται.
Διαισθανόταν τι θα του έλεγα και τον τρόμαζε. Ήμουν αποφασισμένη όμως και δεν έκανα ούτε μισό βήμα πίσω:
- Δεν φταίω αν εσύ φοβήθηκες τα αισθήματά σου και διάλεξες να με βγάλεις απ’ την ζωή σου με την Δανάη. Ένα πράγμα όμως θέλω να ξέρεις…
Τον πλησίασα και πέρασα τα χέρια μου γύρω απ’ την μέση του. Ήθελα να τον έχω στην αγκαλιά μου για να ξέρει το πόσο τον νοιάζομαι. Δεν αντέδρασε:
- Σ’ αγαπώ… Είπα απαλά κοιτώντας τον στα μάτια.
- Όχι Μαρίνα. Σε παρακαλώ μη το λες.
Μου είπε και τραβήχτηκε πίσω. Τρόμαξε. Πρώτη φορά τον είδα μια τόσο όμορφη λέξη να την ακούει από εμένα και να τρομάζει στο άκουσμά της.
- Έτσι είναι. Έτσι αισθάνομαι. Σ’ αγαπώ και ήθελα να το ξέρεις. Δεν γινόταν να μην στο πω.
Δεν συνέχισα άλλο. Με έπνιγαν τα δάκρυά μου. Δεν περίμενα να αντιδράσει, να κάνει κάτι. Ήταν μια δύσκολη στιγμή και μάλλον συνειδητοποιούσε το τι κακό μου είχε κάνει. Είχα ακουμπήσει στον τοίχο του κτιρίου πίσω μου εκεί στο σοκάκι και σκούπιζα συνέχεια τα δάκρυά μου. Δεν είχα δύναμη να τον πλησιάσω ή να κάνω κάτι. Εκείνος πότε με κοιτούσε και πότε έβαζε την παλάμη του στο κεφάλι σαν τον πονούσε αυτό που του είχα πει κι έριχνε το βλέμμα του στον ουρανό. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να με πλησιάσει ή να σηκωθεί να φύγει. Ακούμπησα το κεφάλι στον τοίχο προς τα πίσω και έκλεισα τα μάτια. Ήθελα να του δώσω την ευκαιρία να σηκωθεί και να φύγει. Να εξαφανιστεί. Να πετάξει ένα ‘δεν γίνεται λάθος κάνεις’ και να σηκωθεί να φύγει. Να δώσει ένα τέλος στην ιστορία μας. «Αν δεν μ’ αγαπάς, άσε με αυτή την στιγμή και πήγαινε στην άλλη κι άσε με να σ’ αγαπώ εγώ» σκεφτόμουν συνέχεια. Αρνιόμουν να ανοίξω τα μάτια. Τρόμαζα στην σκέψη πως όταν θα τα άνοιγα θα ήμουν μόνη μου. Άκουσα βήματα να περνάνε και να χάνονται. Βήματα βαριά, νωχελικά. Βήματα ανθρώπου που σκέπτεται. Χανόταν. Τα βήματά του χάνονταν στο σκοτάδι του δρόμου. Είχε φύγει λοιπόν. Αυτό ήταν.
Άνοιξα τα μάτια για να υποστώ την αλήθεια. Όσο σκληρή κι αν είναι καμιά φορά, είναι προτιμότερο να την αντιμετωπίζεις κατάματα, παρά να ζεις στο ψέμα. Αυτός που χανόταν μακριά δεν ήταν ο Στράτος. Ένας περαστικός ήταν. Κι ο Στράτος στεκόταν στην ίδια θέση μη μπορώντας να κάνει κάτι. Με κοιτούσε που έκλαιγα συνέχεια. Και δεν μπορούσε να με αφήσει εκεί να πονάω. Μόνη μου. Κάπου στο βάθος με αγαπούσε κι αυτός. Με πλησίασε. Με έκλεισε στην αγκαλιά του και τα χείλη μας ενώθηκαν σε ένα τρυφερό ζεστό φιλί. Μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί αλλά το φιλί του ήταν ένα «σ’ αγαπώ κι εγώ».
- Σ’ αγαπώ και δεν νομίζω ότι αυτό αλλάζει.
Του είπα μέσα στους λυγμούς μου εκεί επάνω στον ώμο του που είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου.
- Ξέρεις πως δεν μπορώ να κάνω κάτι. Δεν γίνεται. Μου ξαναείπε.
Για μένα ήταν σαν μη μετρούσαν τα λόγια του πια. Ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι. Δεν του ζητούσα να κάνει κάτι. Αυτό που ήθελα ήταν να ξέρει. Μοιραστήκαμε πράγματα μαζί και ήθελα να ξέρει ποιο ήταν το αποτέλεσμα σε μένα. Ήδη είχε πάρει ένα κομμάτι του εαυτού μου κοντά του:
- Αν το ήξερα δεν θα επέτρεπα να αρχίσει αυτή η ιστορία. Είπα.
- Μαρίνα, με δυσκολεύεις. Είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.
Τον φίλησα τρυφερά στο μάγουλο και ξέφυγα απ’ την αγκαλιά του. Αρκετά τον είχα δυσκολέψει. Εδώ τελείωναν όλα:
- Αντίο Στράτο. Ελπίζω να με θυμάσαι κάπου-κάπου.
Είπα και το έβαλα στα πόδια. Άνοιξα το βήμα μου αρνούμενη να γυρίσω το κεφάλι μου προς τα πίσω να τον κοιτάξω. Δεν ήθελα να δω τι κάνει. Η αλήθεια μου πονούσε πολύ. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο εύκολο αλλά και τόσο σκληρό να λες την αλήθεια, να ξεγυμνώνεις τα αισθήματά σου για να μην εισπράξεις τίποτε στο τέλος. Δεν γινόταν να μην ξέρει όμως. Δεν θα μπορούσα να υποφέρω την αλήθεια μου κρατώντας την κρυφή από αυτόν. Τον αγαπούσα κι ας μην υπήρξε ανταπόκριση, αρκεί που το ήξερε τώρα και για πάντα.
«Αντίο καρδιά μου»!






Κεφάλαιο 44

42. Οι αλλαγές!



Οι μέρες περνούσαν τόσο γρήγορα και δεν το καταλάβαινα. Η ρουτίνα μου εξακολουθούσε τον ίδιο ρυθμό και δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω όντας απορροφημένη απ’ την δουλειά για ακόμη μια φορά!
Τον Στράτο δεν τον ξαναείδα από εκείνη την ημέρα στην ΕυTV. Όσο για το ίδιο το κανάλι’ ουδεμία ειδοποίηση έλαβα όπως ακριβώς το περίμενα. Άλλωστε η πρότασή μου είχε σκοπό να μην με ειδοποιήσουν! Εγώ δεν ήμουν σύμφωνη ως προς τους όρους τους στον τρόπο δουλειάς κι εκείνοι δεν συμφωνούσαν να αναλάβω το πολιτιστικό ρεπορτάζ εν αντιθέσει με την δουλειά μου στο ραδιόφωνο που είχε να κάνει με το ελεύθερο ρεπορτάζ, κάτι για το οποίο εκείνοι είχαν στο μυαλό και με το σκεπτικό της ασχολίας μου έγινε και η πρόταση. Δεν μου άρεσε η τηλεόραση. Δεν ήμουν τηλεοπτικό πρόσωπο. Εδώ στις φωτογραφίες μου και φαινόταν ότι το πρόσωπό μου δεν ‘έγραφε’, πόσο μάλλον μπροστά σε μια κάμερα. Άπαπα, αυτά είναι για άλλους που το αποζητάνε το γυαλί, όχι για μένα πάντως!
Στον σταθμό τελευταία επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση. Είχα παρατηρήσει πως τον τελευταίο μήνα τα συμβούλια των μετόχων ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Σχεδόν κάθε απόγευμα είχαν συμβούλιο. Πότε προχωρούσαν σε ξαφνικές αλλαγές στο πρόγραμμα των εκπομπών, πότε άλλαζαν τις θέσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου: την μια μέρα ήξερες ότι ο Μάνος ήταν γενικός διευθυντής και την άλλη ήταν απλά ένας απ’ τους μετόχους χωρίς βασική θέση και παραγωγός της εκπομπής του. Μια απ’ τις πολλές αλλαγές πήρε αμπάριζα και μένα. Ξαφνικά η καθημερινή ψυχαγωγική απογευματινή εκπομπή μου διακόπηκε και μου ανέθεσαν να παρουσιάζω δίωρη πρωινή εκπομπή και μάλιστα όχι μόνη μου! Η εκπομπή θα ήταν ένα ψυχαγωγικό μαγκαζίνο και θα μεταδιδόταν μετά την εκπομπή του Μάνου που ήταν καθαρά εκπομπή επικαιρότητας. Για μένα όλη αυτή η αλλαγή μου δημιουργούσε και σοβαρό πρόβλημα στην μετέπειτα δουλειά μου. Θα είχα δηλαδή ένα βαρύ πρωινό πρόγραμμα αρκετά συμπιεσμένο χρονικά ώστε να είμαι σωστή ρεπόρτερ αλλά και σωστή παραγωγός εκπομπής παρά το γεγονός ότι θα είχα και συνεργάτη. Και φυσικά όταν άκουσα ποιος θα ήταν ο συνεργάτης μου, απογοητεύτηκα πολύ και έπρεπε να συμφωνήσω με την πρόταση των από πάνω είτε μου άρεσε είτε όχι. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως ένας καθαρά απογευματινός παραγωγός του ξένου ρεπερτορίου που τα βράδια εργαζόταν σαν dj σε μεγάλο κλαμπ της πόλης, θα μεταλλασσόταν σε έναν παραγωγό για μια εκπομπή πρωινή και χωρίς τα αγαπημένα του χορευτικά κλαμπο-κομμάτια! Βέβαια αυτό ήταν το λιγότερο, μιας και θα έπρεπε να επωμιστώ την προετοιμασία της εκπομπής, μιας κι ο ίδιος το μόνο που ήξερε ήταν να σου παρουσιάζει τα δέκα καλύτερα ξένα κομμάτια στην Ευρώπη και την Αμερική, τι νέες κυκλοφορίες σε δίσκους υπήρχαν και τα γνωστά ενός μουσικού παραγωγού! Μετά από αυτή την ανατροπή αυτό που ένοιωθα ήταν ότι τα πράγματα πιέζονταν πάρα πολύ για μένα. Φαινόταν ότι έπαιζαν με τις αντοχές μου. Τα υψηλά ποσοστά ακροαματικότητας της εκπομπής μου δεν τους έλεγαν τίποτε πια.
- Προβλέπω αλλαγές! Μου είπε σχεδόν ψιθυριστά η Κατερίνα όταν μπήκα ένα απόγευμα στο ραδιόφωνο.
- Αλλαγές; Πάλι;
- Ναι. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται επάνω.
Η αλήθεια ήταν πως η Κατερίνα ήταν το αυτί αυτών των συνεδριάσεων οι οποίες γίνονταν επάνω στο πατάρι και μερικές φορές μάθαινα για τις εξελίξεις από πρώτο χέρι. Αν ήταν ο Θοδωρής τότε εκείνος φρόντιζε να στολίσει τα νέα με την σχετική γαρνιτούρα και μπόλικη σάλτσα!
- Για λέγε. Είπα στην Κατερίνα.
- Τους πήγα τις στατιστικές. Η αίθουσα επάνω δεν φαίνεται απ’ την κάπνα. Είναι όλοι τους εκνευρισμένοι.
Σήκωσα το κεφάλι μου επάνω και διαπίστωσα ιδίοις όμμασι το γκρίζο σύννεφο καπνού που είχε απλωθεί σε όλο τον χώρο και προμήνυε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα!
- Και που προβλέπεις αλλαγές Κατερίνα;
- Ε! Που αλλού; Στο διοικητικό συμβούλιο.
Οι συνεχιζόμενες συνεδριάσεις του Δ.Σ. και οι συχνές αλλαγές στην σύσταση του είχαν επηρεάσει εν μέρει την λειτουργία του σταθμού και κυρίως τις σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων. Όλα πια τα μετρούσαν με τις ακροαματικότητες. Όλα πήγαιναν πάνω από καλύτερα, αυτοί όμως ήθελαν το ακόμη παραπάνω. Αυτός ο εγωισμός για το 100% στις ακροαματικότητες και στην αποκλειστικότητα, είχε κόστος και δεν θα έβγαζε σε καλό. Ήταν γενικώς ένα πακέτο που τουλάχιστον οι πιο έμπειροι μέτοχοι –οι οποίοι ήταν απ’ τους παλιούς ραδιοερασιτέχνες- γνώριζαν πολύ καλά ότι όσο κι αν έφτιαχνε την εικόνα του σταθμού στα αυτιά των ακροατών αυτό ίσως έφερνε απώλειες στο σύνολο. Τα πράγματα είχαν αλλάξει ρώτα με την έλευση ενός νέου μετόχου παντελώς άσχετου με το αντικείμενο, αλλά που τον ενδιέφερε μόνο το διοικητικό κομμάτι της επιχείρησης και τίποτε άλλο. Ο Μάνος παρέμενε διευθυντής μόνο ως προς τον τίτλο, γιατί το επάνω χέρι πια είχε ο νέος, αλλά αρκετά έμπειρος ως προς την διαχείριση μιας επιχείρησης. Όταν μάθαμε τα νέα όλο το προσωπικό αναστατωθήκαμε γιατί δεν ξέραμε τι μας ξημερώνει και ειδικά η σημερινή συνεδρίαση ήταν κρίσιμη. Εγώ αισθανόμουν επί ξύλου κρεμάμενη, ήμουν στην δουλειά μου και δεν ήξερα αν θα ήμουν και την επομένη. Τι κι αν ο Μάνος μου ανέθεσε την παρουσίαση μια δίωρης πρωινής εκπομπής! Μπορεί το ραδιόφωνο να πήγαινε άριστα, επί της ουσίας τα οικονομικά ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα που θα έπρεπε να επιλύσουν μιας και τα πράγματα πια είχαν αρχίσει να σφίγγουν ως προς τις έγκαιρες πληρωμές των ανθρώπων του ραδιοφώνου. Το ρευστό δεν έρεε όπως πριν από καιρό! Το χρηματοκιβώτιο του ραδιοφώνου ήταν γεμάτο από μεταχρονολογημένες επιταγές και κάθε φορά πότε η Λίτσα και πότε η Κατερίνα –που χειρίζονταν το χρηματοκιβώτιο- συνεχώς φυλούσαν νέες και πάντα στα πρόσωπά τους διαγραφόταν μια μικρή απογοήτευση αν τον επόμενο μήνα η πληρωμή της μισθοδοσίας θα γινόταν στην ώρα της ή με κάποια καθυστέρηση!
Άφησα την Κατερίνα να συνεχίσει την δουλειά της και μπήκα στην δισκοθήκη για να επιλέξω την μουσική της αυριανής εκπομπής. Δεν ήμουν μόνη. Ήταν κι ο Λάμπης εκεί:
- Καλώς την! Μου είπε.
Ήταν πολύ ευγενικός απέναντί μου και με βοηθούσε να βρω τους δίσκους που ήθελα και μου ζήτησε να τον ακούσω το βράδυ στην μεταμεσονύκτια εκπομπή του. Κάτω από αυτή την ευγένεια διέκρινα μιαν απόσταση. Δεν είχε ξεπεράσει τόσο εύκολα την δική μου δυναμική αντίδραση όταν τον χαστούκισα και απέφευγε να με πολύ-ενοχλεί άσκοπα. Καλύτερα ήταν έτσι. Τουλάχιστον εγώ το έβλεπα σαν ένα καλό μάθημα μιας κι ο ίδιος κάποιες φορές έχανε την ευγένεια του και γινόταν δύστροπος και απαιτητικός άνθρωπος δημιουργώντας προβλήματα εκεί που δεν υπήρχαν. Τον άφησα εκεί στην δισκοθήκη όταν τελείωσα, να συνεχίζει να ψάχνει τους δίσκους για το βράδυ.
Πήγα στο γραφείο Υπήρχαν κάποια πράγματα που έπρεπε να τακτοποιήσω και ήδη επάνω στο γραφείο μου βρίσκονταν σκόρπιες εφημερίδες απ’ το μεσημέρι, τα φαξ και σε μια άκρη οι σελίδες με τις ειδήσεις. Καταπιάστηκα με το να φτιάξω όλες τις ειδήσεις για το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων περνώντας απ’ την γραφομηχανή μου κάποια νέα απ’ τα φαξ, για το μονόλεπτο δελτίο.
Ο Μάνος μπήκε στο δημοσιογραφικό μετά από κάποια ώρα αθόρυβα. Τον κατάλαβα μόνο απ' το τσιγάρο του. Ξαφνικά το δημοσιογραφικό είχε συννεφιάσει! Γύρισα και τον κοίταξα και δεν μιλούσε. Κάπνιζε σκεπτικός κάνοντας πως κάτι κοίταζε στο γραφείο του. Είχε τελειώσει μάλλον το συμβούλιο και προφανώς το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό και προς το συμφέρον του Μάνου.
- Μπορείς να μου πεις τι γράφεις εκεί και έχεις πέσει με τα μούτρα; Ρώτησε ξαφνικά.
- Ετοιμάζω το νυχτερινό δελτίο και το αυριανό πρωινό.
Του απάντησα κοιτάζοντας προσεκτικότερα ένα σεντόνι φαξ που μου έδωσε νωρίτερα η Κατερίνα. Ο Μάνος δεν μου είπε τίποτε παρά σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου:
- Κατερίνα ειδοποίησε όλους τους παραγωγούς και το προσωπικό να είναι αύριο το απόγευμα στις έξι εδώ. Έχουμε συνέλευση. Να 'ναι όλοι τους. Εσύ το άκουσες;
Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτό που του έβγαζε τόσο πολύ τον θυμό του. Ποτέ δεν ήξερε κανείς πότε χαιρόταν και πότε ήταν θυμωμένος. Είχε κατεβάσει το ακουστικό όταν μου απηύθυνε αυτό το 'εσύ το άκουσες'!
- Κάνεις πως δεν ακούς;
Βροντοφώναξε. Ώρες-ώρες με θύμωνε η εκρηκτική συμπεριφορά του. Ήταν τόσο απρόβλεπτος που θα έπρεπε να έχεις έτοιμες απαντήσεις ανά πάσα στιγμή που θα ρωτούσε ή θα ζητούσε κάτι από σένα.
- Σε μένα μιλάς; Του είπα ήρεμα σηκώνοντας το κεφάλι απ' τα χαρτιά μου.
- Όχι απέναντι στον τοίχο.
- Συγγνώμη δεν το κατάλαβα, νόμιζα πως μιλούσες ακόμη στο τηλέφωνο.
- Ασ' τις μαλακίες Θεοδώρου. Αύριο στις έξι να 'σαι εδώ για την συνέλευση.
Με έτρωγε η περιέργεια να τον ρωτήσω τι θα μας ανακοίνωναν στην συνέλευση αλλά δεν το τόλμησα γιατί ήδη ήταν αρκετά φορτισμένος και δεν θα ήθελα να χαλάσω την διάθεσή μου με τις επιθέσεις που θα δεχόμουν μόνο και μόνο για να ξεσπάσει τον θυμό του και χωρίς φυσικά να του φταίω. Σκέφτηκα πως η Κατερίνα είχε δίκιο. Αύριο θα μας ανακοίνωναν τις αλλαγές και ποιος ξέρει ποιος θα έπαιρνε πόδι από όλους μας. Αλλά...
- Προς τι η αυριανή συνέλευση; Ρώτησα δειλά τον Μάνο.
- Θα το μάθεις αύριο. Είπε ήπια και σηκώθηκε έφυγε αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο σύννεφο απ' τον καπνό του τσιγάρου του.
Δεν ήξερα πια τι να περιμένω. Δεν ήμουν και στην καλύτερη φάση μου. Ένιωθα ότι βρισκόμουν στην μέση ενός τυφώνα και δεν ήξερα αν θα βγω αλώβητη ή θα με πάρει και μένα και θα με σηκώσει, που άλλωστε ένας τυφώνας ήταν η ζωή μου πια εδώ και καιρό. Ο Γιώργος φάνηκε στο κατώφλι του δημοσιογραφικού αναζητώντας τον Μάνο. Του είπα πως μόλις είχε φύγει. Παρέμενε στην πόρτα κοιτάζοντας με:
- Συμβαίνει κάτι; Ρώτησα περίεργη μήπως και μάθαινα τίποτε.
- Τι πράγμα; Μου είπε κάνοντας πως δεν καταλάβαινε.
- Ο Μάνος έφυγε, όχι με την καλύτερη διάθεση.
- Γιατί πότε άλλοτε ο Μάνος είχε την καλύτερη διάθεση.
Γέλασα γιατί είχε απόλυτο δίκιο αλλά και με την διπλωματική απάντηση που έδωσε προκειμένου να μην μπει στον κόπο να μου εξηγήσει τι τελικά συνέβαινε. Όπως τον κοίταζα τελικά πολύ πιο εύκολο θα ήταν να βγω για καφέ μαζί του παρά να μου πει το γινόταν με τους μετόχους και το διοικητικό συμβούλιο!
Όμως τελικά όλα τα μάθαμε την επόμενη μέρα, αφήνοντας μας έκπληκτους για τις αναπάντεχες αλλαγές για άλλη μια φορά. Ο Γιώργος αναλάμβανε την προεδρεία και την γραμματεία συγχρόνως του διοικητικού συμβουλίου, ο Μάνος παρέμενε σταθερά στις αρμοδιότητες που είχε σχεδόν πάντα: διευθυντής προγράμματος και υπεύθυνος δημοσιογραφικού τμήματος. Όλες οι υπόλοιπες θέσεις τάχθηκαν αναλόγως των δυνατοτήτων των μελών. Όλο το προσωπικό μείναμε έκπληκτοι ως προς τον Γιώργο. Ξέραμε όλοι ότι σαν διευθυντής στο διαφημιστικό τμήμα έκανε θαυμάσια δουλειά και τώρα που το ανέθεταν στον Λάκη θα παρέμενε άγνωστο αν ο ίδιος θα μπορούσε να τα καταφέρει εξίσου και να συνεργάζεται με τους παραγωγούς των εκπομπών τόσο καλά όσο ο Γιώργος κάθε φορά που θα υπήρχαν χορηγοί.
Από την άλλη εμένα δεν με ξένισε καθόλου η θέση του Μάνου, αλλά δικαιολογούσα την συμπεριφορά του. Περίμενε να κάτσει στην προεδρική καρέκλα, αλλά τελικά δεν …του έκατσε! Όπως και να ‘χε όμως, ο Γιώργος ήταν αρκετά οργανωτικός και είχε την πειθώ και το λέγειν και σίγουρα θα τα κατάφερνε στις νέες του θέσεις, όπως επίσης ότι δεν θα άφηνε τον Λάκη ξεκρέμαστο στις νέες του ευθύνες στο διαφημιστικό, μιας και λειτουργούσε ανεξάρτητος και χωρίς να έχει απαίτηση γραφείου για την δουλειά του.
Ο Μάνος όμως είχε πει την τελευταία του λέξη ή θα υπήρχαν κι άλλες αψιμαχίες στις επόμενες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου; Ο ίδιος σε αυτή την συνάντηση με όλο το προσωπικό του ραδιοφώνου δεν έβγαλε λέξη. Σίγουρα μέσα του έβραζε και κάποια στιγμή θα έριχνε τους κεραυνούς του. Απλά πια περιμέναμε το μεγάλο ξέσπασμα!



Enigma - Mea Culpa (in 2 versions)

Kyrie eleison
Christe eleison
.
Je ne dors plus
(The time has come)
.
Je te desire
(The time has come)
.
Prends moi
Je suis a toi
Mea culpa
.
Je veux aller au bout de me fantasmes
Je sais que c'est interdit
Je suis folle. Je m'abandonne
.
Mea culpa
Kyrie eleison
Christe eleison
.
Je suis la et ailleurs
Je n'ai plus rien
Je deviens folle
Je m'abandonne
.
Mea culpa
.
Je ne dors plus
Je te desire
Prends moi
Je suis a toi
.
Kyrie eleison
Christe eleison
.
Je suis la et ailleurs
Je veux tout
Quand tu veux
Comme tu veux
.
Mea culpa
Kyrie eleison

(translation:
Lord have mercy
Christ have mercy
.
I can't sleep anymore
(The time has come)
.
I desire you
(The time has come)
.
Take me
I'm yours
I'm guilty
.
I want to go to the end of my fantasies
I know it is forbidden
I am crazy. I am letting myself go
.
I'm guilty
Lord have mercy
Christ have mercy
.
I am here and somewhere else
I have nothing more
I am becoming crazy
I am letting myself go
.
I'm guilty
.
I can't sleep anymore
I desire you
Take me
I'm yours
.
Lord have mercy
Christ have mercy
.
I am here and somewhere else
I want everything,
When you want,
As you like
.
I'm guilty
Lord have mercy




Turn off the light,
take a deep breath and relax
O Sacrum Convivium
recolitur passionis eius
Je ne dors plus (Je ne dors plus)
Je te desire (Je te desire)
Je veux aller au bout de mes fantasmes
Je sais que c'est interdit
Prends moi (Prends moi)
Je suis a toi (Je suis a toi)
Mea culpa (Mea culpa)
Turn off the light,
take a deep breath and relax
Prends moi (Prends moi)
Je suis a toi (Je suis a toi)
Mea Culpa (Mea culpa)
O Sacrum Convivium
recolitur passionis eius
Prends moi (Prends moi)
Je suis a toi (Je suis a toi)
Prends moi (Prends moi)
Je suis a toi (Je suis a toi)
Mea Culpa (Mea culpa)
Prends moi (Prends moi)
Je suis a toi (Je suis a toi)
Mea Culpa Prends moi
Je suis a toi Mea Culpa (Mea culpa)
Prends moi
Je suis a toi
Mea Culpa
Turn off the light,
take a deep breath and relax
Prends moi (Prends moi)
Je suis a toi (Je suis a toi)
Mea Culpa (Mea culpa)

(translation
Turn of the light,
take a deep breath and relax
O Sacret Banquet
His passion is renewed
I can't sleep anymore
I desire you
I want to go to the end of my fantasies
I know it's forbidden
Take me
I'm yours
I'm guilty
Turn off the light,
take a deep breath and relax
Take me
I'm yours
I'm guilty
O Sacred Banquet
His passion is renewed
Take me
I'm yours
Take me
I'm yours
I'm guilty
Take me
I'm yours
I'm guilty
I'm yours, I'm guilty
Take me
I'm yours
I'm guilty
Turn off the light,
take a deep breath and relax
Take me
I'm yours
I'm guilty