7. Κι άλλες σκέψεις...


Ήταν αρκετή η ώρα που προσπαθούσα να διαβάσω εκείνη την σειρά απ’ το πέμπτο κεφάλαιο της ‘Σιωπής των αμνών’ που’ χα πάρει μαζί μου στην θάλασσα. Ξύπνησα νωρίς και ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε το βράδυ. Πονοκέφαλο δεν είχα και περιέργως ένοιωθα λίγο διαφορετικά σήμερα. Έβαλα το μαγιό μου, έριξα στην τσάντα μου το βιβλίο μαζί με όλα τα σχετικά για την θάλασσα, πήρα το ποδήλατο και ήρθα για το πρωινό μου μπάνιο. Θεωρούσα ότι η ώρα θα περνούσε ήρεμα και χωρίς πολλές σκέψεις να ταλαιπωρούν το μυαλό μου. Μάλλον θεώρησα ότι το βιβλίο θα με έκανε να ξεχαστώ.
Έκανα την ηλιοθεραπεία μου μετά το μπάνιο μου και πάλευα να βγάλω εκείνη την σειρά στο βιβλίο, αλλά ήταν απάλευτο τελικά! Διάβαζα εντελώς ασυναίσθητα και σε μια προσπάθεια να θυμηθώ τι είχα διαβάσει, τελικά δεν είχα συγκρατήσει τίποτε απολύτως.
Ένοιωθα έντονα τα χείλη του Στράτου επάνω στα δικά μου. Αυτό το τρυφερό φιλί, έδιωξε για λίγο τις σκοτούρες μου. Και που ήταν επίσης η αφορμή να ανακαλύψω έναν διαφορετικό Στράτο που πεισματικά δεν ήθελα να δω, παρά τα σημάδια που μου έδινε. Δεν ξέρω, αλλά απέφευγα να δω το οποιοδήποτε σημάδι, δεν ήθελα να παρερμηνεύσω το παραμικρό. Τι νόημα δηλαδή να δώσεις όταν έρχεται και κολλά το πόδι του στο δικό σου σχεδόν μονίμως; Τι νόημα να δώσεις όταν καρφώνει το βλέμμα του στο δικό σου; Τι νόημα να δώσεις όταν τον βλέπεις και κοιτά τα χείλη σου σαν να ‘ναι για φάγωμα; Βέβαια αυτού του είδους σημάδια τα πιάνεις από χιλιόμετρα μακριά αν εσύ θες. Η δική μου η περίπτωση, ήταν ειδική περίπτωση! Και μου άρεσε και δεν ήθελα! Άντε να βγάλεις άκρη τώρα εσύ…
Αυτό που ήθελα στην ουσία ήταν να είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Βλέπεις ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται. Τρέμει στο ενδεχόμενο να βρεθεί στην ίδια θέση που ήταν πρωτύτερα και να δώσει άστοχες ερμηνείες στα διάφορα σημάδια. Το πάθημα μου με τον Γιώργο ήταν αρκετό. Μια μονίμως άστοχη ερμηνεία!  Όμως με τον Στράτο το πράγμα ήταν λίγο διαφορετικό. Εκείνος έδειξε το πρώτο ενδιαφέρον, εκείνος είχε την καλή διάθεση να με τσιγκλάει και να παίζει με τα νεύρα μου, εκείνος ήθελα να με πλησιάσει και να με γνωρίσει περισσότερο. Με γοήτευσαν οι κινήσεις του το βράδυ, το ενδιαφέρον του, η ζέστη της αγκαλιάς του και των χεριών του. Ένοιωθα ότι με ένοιωθε δική του. Ίσως όλο αυτό να συνέβαινε επειδή περνούσαμε παρόμοια συναισθηματική φάση και μόνο εγώ τα κρατούσα όλα μέσα στο κεφάλι μου κι αυτό με έκανε να θέλω να ξεσπάσω και που το βράδυ το ποτό ήρθε και βοήθησε την κατάσταση. Ο Στράτος ίσως να ένοιωθε απογοητευμένος που η Κλαίρη και πάλι δεν ήρθε στην παρέα μας, ενώ εγώ ήμουν μες το παράπονο για πολλά πράγματα που δεν συνέβαιναν στην ζωή μου και που αναρωτιόμουν, αν ήμουν κάνα άλλο είδος ανθρώπου που έχει τον απλησίαστο!

Εγώ κι ο Στράτος στην ουσία ήμασταν δύο ξένοι. Από διαφορετικούς κόσμους. Ο Στράτος γήινος κι εγώ το-είδος-ανθρώπου-που-έχει-τον-απλησίαστο! Όταν ο Βασίλης κάποια στιγμή ρώτησε τον αδερφό μου τι μου ήταν ο Στράτος εκείνος του απάντησε: «ένας καλός φίλος». Κι αναρωτιόμουν: Πόσο καλός φίλος δηλαδή; Τόσο ώστε να μου δώσει ‘το φιλί της ζωής’ το βράδυ; Γιατί αυτό που είδα στα μάτια του το βράδυ ήταν κάτι παραπάνω από φιλία. Ήταν η έννοια ενός ανθρώπου, προς έναν άλλον άνθρωπο που νοιάζεται πολύ περισσότερο κι από έναν φίλο. Και στο τέλος τέλος: φίλος, από που κι ως που, από πότε και πόσο;
Τελικά δεν μπορούσα με τίποτε να συγκεντρωθώ στο βιβλίο. Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ έπαιζε με τις λέξεις και την Κλαρίς κι εγώ με το τι ακριβώς συνέβη χθες βράδυ!

- Από τι ώρα είσαι εδώ αδελφούλα;
Άκουσα ξαφνικά τον Γιάννη πάνω απ’ το κεφάλι μου.
- Απ’ το πρωί. Βαρέθηκα να περιμένω να ξυπνήσετε κι ήρθα. Ο Στράτος;
Ο αδερφός μου είχε σκάσει μύτη μόνος του στην παραλία και μου φάνηκε περίεργο που ο Στράτος δεν τον είχε ακολουθήσει. «Λες να ένοιωθε ενοχές για το βράδυ;» σκέφτηκα.
- Πίσω! Α! Να ‘τος! Φέρνει και το ποδήλατο ο ηλίθιος εδώ κάτω!
Αυτός ο «ηλίθιος» ακολουθούσε τον αδερφό μου κι αντί να αφήσει το ποδήλατο κάτω από κάνα πεύκο στην δροσιά θέλησε να το κατεβάσει στην ακτή για να μη μας το κλέψουν! ‘Ντάξει ήταν ανόητη η δικαιολογία του, γιατί το ποδήλατο είχε αλυσιδολουκέτο για ασφάλεια κι αν το κλείδωνε σε κάνα πεύκο, όποιος ήθελε να το κλέψει θα του ήταν πολύ πιο εύκολο να κόψει ολόκληρο το πεύκο παρά την αλυσίδα!
- Καλημέρα! Πως είμαστε σήμερα;
Με ρώτησε όταν πλησίασε κι ξεφορτώθηκε ότι είχε επάνω στους ώμους του μαζί και το ποδήλατο.
- Καλά είμαστε!
Απάντησα και ξαναγύρισα στο βιβλίο. Αυτή την φορά προτίμησα να βάλω τον Λέκτερ και την Κλαρίς να κάνουν σκιά στα μάτια μου!

Είχα γυρίσει νωρίς στο σπίτι. Άφησα στην θάλασσα να ψήνονται στο αλάτι και στον ήλιο τον Στράτο και τον Γιάννη. Δεν άντεχα άλλο να παίζω μαζί τους ρακέτες και βόλεϊ. Είχα πολύ καιρό να γυμναστώ και έτσι κι οι δύο τους είχαν βρει αυτό ως αφορμή τάχα μου ότι τώρα ήταν η ευκαιρία μου να γυμναστώ, πετώντας μου ψηλοκρεμαστές μπαλιές για να τρέχω αρκετά μέτρα πίσω να τις αποκρούσω! Αυτό συνεχιζόταν για ώρα. Και το τροχάδι στην αμμουδιά είναι πίκρα, τα αποτελέσματα του οποίου την επόμενη μέρα είναι …τραγικά! Πιασμένα χέρια και πόδια, πιασμένος κορμός και που για να πας ένα μέτρο πιο ‘κει το σκέφτεσαι γιατί ο πόνος είναι έντονος! Και δώσ’ του τρέξιμο εγώ λοιπόν. Ο Στράτος ειδικά το ‘χε παρακάνει. Λες και το έκανε επίτηδες. Για μια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι ίσως κάπως να με φανταζόταν και συνεχώς με έκανε να τρέχω! Τους είπα λοιπόν ότι δεν άντεχα άλλο μαζί τους κι ότι θα ήταν προτιμότερο να επιστρέψω στο σπίτι πριν με ξεκάνουν τελείως. Κι έφυγα.
Ένοιωθα μιαν ατονία και δεν είχα όρεξη να φάω απ’ αυτό που ‘χα μαγειρέψει πολύ νωρίτερα για τους άλλους. Άνοιξα το καπάκι της κατσαρόλας, μύρισα λίγο το φαγητό και …χόρτασα! Συνέχιζα να μην τρώω όλο το υπόλοιπο της ημέρας. Έτρωγα μόνο το πρωί ένα κρουασάν, έπινα κι έναν χυμό κι αυτό ήταν όλο. Κάτι οι βόλτες μου με το ποδήλατο και τα μπάνια πρωί – απόγευμα, με έκαναν να μην σκέφτομαι το φαγητό. Δεν ξέρω αλλά ένοιωθα χορτάτη απ’ το πρωινό. Συμμάζεψα λίγο το σπίτι και όσην ώρα έκανα αυτή την δουλειά ένοιωθα τα πόδια μου να μην μπορούν να σταθούν όρθια. Τελείωσα και ξάπλωσα στον καναπέ να ξεκουραστώ διαβάζοντας. Μάλλον θα προσπαθούσα να διαβάσω. Ίσως καταλάβαινα τελικά τι ζητούσε ο Χάνιμπαλ απ’ την Κλαρίς. Αλλά τελικά και πάλι δεν κατάλαβα γιατί… χωρίς να το καταλάβω με είχε πάρει ο ύπνος!

Μισοξύπνησα όταν άκουσα φωνές. Ήταν ο Γιάννης κι ο Στράτος που είχαν επιστρέψει απ’ την θάλασσα. Ήταν πολύ αργά το μεσημέρι και σχεδόν πετάχτηκα. Είπα να σηκωθώ και να διαμαρτυρηθώ που μου χαλούσαν την σιέστα! Στάθηκα λίγο και έστησα αυτί να καταλάβω για τι μιλούσαν. Ασυναρτησίες έπιανα. Έμεινα εκεί στον καναπέ κολλημένη μπας και βγάλω νόημα. Κάτι σκέφτηκα όμως. Μμ! Ναι! Ήταν μια ευκαιρία να διαπιστώσω κάτι, για το οποίο είχα την απορία και που φρόντισε ο Στράτος γι’ αυτό. Ήθελα να βεβαιωθώ. Η πόρτα άνοιξε κι αμέσως έκλεισα τα μάτια. Μέσα απ’ τα βλέφαρά μου διέκρινα την φιγούρα του που μπήκε πρώτος.
- Σσς! Κοιμάται! Ακούστηκε σιγανά, να λέει στον αδερφό μου που τον ακολουθούσε πίσω του.
Ο Στράτος μου έριξε μια γρήγορη ματιά και στην συνέχεια κι οι δυο τους μπήκαν στο δωμάτιο να αφήσουν τα πράγματά τους, τα οποία και παραδόξως τακτοποιούσαν! Κάποιος φούρνος πρέπει να έπεσε! Γύρισα ανάσκελα και τεντώθηκα κι άνοιξα λίγο τα βλέφαρά μου για να ‘χω καλύτερο οπτικό πεδίο. Έπιασα ένα απ’ τα μαξιλάρια που ‘χα στο κεφάλι μου και γύρισα στο πλάι, αφήνοντας έτσι να πέσει το βιβλίο που ‘χα ακουμπήσει στην κοιλιά μου. Κάτι περίεργο διαισθανόμουν κι ήθελα να το διαπιστώσω. Ο Στράτος τακτοποιούσε ότι μπορούσε να τακτοποιήσει στο χάος του δωματίου τους έχοντας τα μάτια του σε μένα με κάθε ευκαιρία. Με κοιτούσε έτσι όπως ψευτοκοιμόμουν. Δεν ξέρω αν είχε καταλάβει τίποτε, αλλά φρόντισα να μείνω στην ίδια θέση αρκετή ώρα –αν και είχα πιαστεί- μόνο και μόνο για να κοιτάζω τις κινήσεις του απ’ τα μισάνοιχτα βλέφαρά μου αλλά και να μην του δώσω την εντύπωση ότι ‘παίζω’!
Ο θόρυβος που έκανε το βιβλίο καθώς έπεσε απ’ την κοιλιά μου τον έκανε να με πλησιάσει. Εκείνη την στιγμή η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και πραγματικά φοβόμουν μήπως το καρδιοχτύπι μου με πρόδιδε. Παρέμεινα ακίνητη. Ψόφιος κοριός! Πίεσα το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου χαμογελώντας σαν να έβλεπα κάποιο όμορφο όνειρο –αν και στην ουσία το χαμόγελο μου οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Στράτος ήταν εκεί κοντά μου, δυο ανάσες πιο εκεί. Κι έβγαλα ένα βογγητό ευχαρίστησης. Γιατί ένοιωθα τελικά ότι η παρουσία του μου ήταν ευχάριστη. Τον έπιασα να χαμογελά κι αυτός. Τα μάτια του δεν τα πήρε από επάνω μου. Έπιασε το βιβλίο και το έβαλε στο τραπέζι κοιτώντας με συνέχεια. 

Νοιαζόταν για μένα λοιπόν; Δεν ξέρω αλλά είχα την αίσθηση πως αν ο Γιάννης δεν ήταν στο σπίτι, ο Στράτος θα έβρισκε την ευκαιρία να μου δώσει ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο! Ίσως η εικόνα μου εκείνη την στιγμή τον γαλήνευε, όπως γαλήνευε κι εμένα η δική του. Πλησίασε την τραπεζαρία κι έκατσε έχοντάς με απέναντί του. Άρχισε να τσιμπολογά απ’ το φαγητό στο πιάτο του και δεν πήρε στιγμή το βλέμμα του από επάνω μου. Μου άρεσε να το βλέπω αυτό αλλά ήδη αισθανόμουν πάρα πολύ πιασμένη στην ίδια στάση. Οι μύες του κορμιού μου λες κι αγκυλώθηκαν απ’ την πολύωρη ακινησία. Γύρισα πάλι ανάσκελα, τεντώθηκα, άνοιξα τα μάτια, τον κοίταξα, του χαμογέλασα και γύρισα πλευρό για να κοιμηθώ με την σιγουριά πια πως δεν του ήμουν και τόσο αδιάφορη. Η διαίσθησή μου δεν με είχε διαψεύσει. 
Ευχόμουν μόνο να μπορούσα να διαβάσω την σκέψη του, γιατί ήθελα πολύ να μάθω τι σκεφτόταν εκείνη την στιγμή που με κοιτούσε τόσο γλυκά και τρυφερά!