2. Η πρώτη ματιά



Την προηγούμενη μέρα –της αναχώρησής μας- επικρατούσε πανζουρλισμός. Ο αδερφός μου ήταν με το τηλέφωνο στο χέρι κι όλο μου έλεγε, έλεγε! Με κούραζαν όλες αυτές οι οδηγίες που έδινε λες και θα πηγαίναμε κι εγώ δεν ξέρω που! Επιπλέον είχα φορτωθεί διάφορες δουλειές κι αυτό μόνο και μόνο για να μην σκέφτομαι. Γιατί έτσι κι αφηνόμουν λιγάκι η σκέψη μου γύριζε σε εκείνον. Είχα πάει στην αγορά για να αγοράσω τα απαραίτητα: τρόφιμα, είδη καθαρισμού κλπ.. Που έτσι και δεν το έκανα, θα έπρεπε στις διακοπές αυτές να περιοριστούμε μόνο στα μπάνια μας στην θάλασσα και στο σπίτι για την διασκέδαση. Ναι, το χωριό της μητέρας μου μιαν ακρίβεια την είχε! Κοινώς σου έπιαναν τον κώλο κι έλεγες κι "ευχαριστώ" για να μην σε θεωρήσουν ξενέρωτο πελάτη!
Στο σπίτι έφτιαξα ξανά τους σάκους μου με τα ρούχα μου που θα είχα μαζί μου. Λες και το 'χα βίτσιο, να ασχολούμαι με τα ίδια πράγματα. Κοίταζα την ντουλάπα μου για αρκετή ώρα και βάλθηκα να βγάλω όλα τα ρούχα απ’ τις κρεμάστρες για να αποφασίσω τι θα έπαιρνα μαζί μου. Όλα ήταν πεταμένα στο κρεββάτι μου και εγώ να 'μαι αναποφάσιστη...
Δοκίμαζα το ένα ή το άλλο ρούχο, στηνόμουν στον καθρέπτη μπροστά και δεν είχα συνειδητοποιήσει γιατί τελικά το έκανα! Και μάλιστα δεν είχα καταλάβει για πόση ώρα το έκανα. Τελικά ένας σάκος ήταν αρκετός με λίγα πράγματα και καλά. Διακοπές ήταν άλλωστε και δεν χρειαζόμουν ολόκληρη την ντουλάπα κοντά μου. Τακτοποίησα όλα τα υπόλοιπα στην θέση τους και έψαχνα να βρω τι να κάνω για να με απασχολήσω και να μην σκέφτομαι.
Καθάρισα το σπίτι μου. Ήταν μια καλή απασχόληση. Ήταν αχούρι. Έτσι το είχα αφήσει λίγο πριν φύγω για το χωριό του πατέρα μου. Κατάλαβα ότι δεν ήταν σωστό επιστρέφοντας να βρεθώ σε ένα σπίτι που για να το καθαρίσω θα το σκεφτόμουν αρκετά κι αν βεβαίως είχα τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο. Με την βραδυνή δροσούλα ξεκίνησα την φασίνα κι ευτυχώς δεν μου πήρε ώρα για να τελειώσω. Δεν ήταν δα και καμιά βίλα! Μια μικρή γκαρσονιέρα ήταν αρκετά βολική για την ησυχία μου. Ξαφνικά πάλι γυρόφερνα στο σπίτι και αισθανόμουν να πνίγομαι. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένοιωθα έτσι! Ήταν σαν κάποιος να εισέβαλε στο όνειρο μου και το έκανε μαντάρα. Λες και κάποιος ήθελε να μου χαλάσει εκείνη την ρομαντική εικόνα που είχα πλάσει για τον Γιώργο, μόνο και μόνο για να με προσγειώσει ανώμαλα! Έβαλα μουσική στο πικάπ και λίγο ουίσκι σε ένα σφηνάκι και πήγα στο γραφείο μου. Τακτοποίησα τα πάντα. Απ’ όλο εκείνο το χαρτομάνι που είχα μαζέψει απ' την δουλειά, τελικά τα μόνα χρήσιμα θα ήταν τα τηλέφωνα που είχα σημειώσει σκόρπια σε όποιο χαρτί είχε ελεύθερο χώρο. Αλλά και πάλι για να μην σκέφτομαι κάθισα και τα σημείωσα όλα στην ατζέντα μου αλφαβητικά και πέταξα όλα τα άχρηστα. Εκεί έπεσα επάνω στους αριθμούς τηλεφώνων του Γιώργου. Η σκέψη να του τηλεφωνήσω με ανατρίχιασε. Τι να του έλεγα; Δεν είχα λόγια! Ακόμα και το "να ζήσετε η ώρα η καλή" μου φαινόταν τόσο μηχανική κουβέντα και τόσο κούφια για μένα... Δεν ήμουν και τόσο του ποτού, αλλά τελικά ένα σφηνάκι ακόμα με ουίσκι με βοήθησε να κοιμηθώ -παρά τις σκέψεις μου- καθώς η αναχώρηση ήταν πολύ πρωί.

Αυτοκίνητο δεν είχαμε! Οι κύριοι ναι μεν οδηγούσαν, δίπλωμα δεν είχαν κι εγώ με τα ψίχουλα που έβγαζα, δεν έφταναν όχι για απόκτηση διπλώματος αυτοκινήτου, ούτε για άδεια για "παπί"' αλλά και πάλι δεν υπήρχε χρόνος διαθέσιμος για την απόκτηση του. Έτσι η μεταφορά μας ήταν μια ευγενική προσφορά των γονιών μου και με οδηγό μας τελικά την μητέρα μου -μιας κι ο πατέρας μου βαριόταν να μας "πετάξει" μέχρι το χωριό-, με την ανάλογη πειθώ του αδερφού μου που ότι ήθελε το πετύχαινε!
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί. Απ’ τα δελτία καιρού είχα ακούσει ότι ερχόταν καύσωνας. Κι άντε να ξεκινήσεις ταξίδι αργά το πρωί δηλαδή κατά τις δέκα. Στο χωριό θα φτάναμε ντάλα μεσημέρι που σκάει ο τζίτζικας κι άντε μετά να αδειάσεις το βανάκι και να τακτοποιήσεις τα πράγματα στο σπίτι. Κλιματισμό το αυτοκίνητο δεν είχε. Έτσι ο μόνος αέρας θα ερχόταν απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Περάσαμε και πήραμε και τον Στράτο που μας περίμενε στο καθαριστήριο του πατέρα του.
Αυτός είχε φορτωθεί για τα καλά και απόρησα για το αν είχε ιδέα για το που πήγαινε: ένας τεράστιος σάκος και μια κρεμάστρα με πουκάμισα και παντελόνια ήταν η πραμάτεια που είχε μαζί του! Προφανώς ο αδερφός μου δεν τον ενημέρωσε πως δεν πάμε σε γκαλά στη Μύκονο, αλλά στο χωριό της μάνας μου που εκεί όλη την μέρα με το σορτσάκι να είσαι ή το μαγιό δεν θα σε παρεξηγήσει κανένας γιατί όλοι όσοι ανέβαιναν για διακοπές εκεί πήγαιναν για τα μπάνια και την ηρεμία τους! Ο δε Βασίλης που ήταν ο αρχικός προσκεκλημένος του αδερφού μου, αρνήθηκε να ακολουθήσει λόγω φόρτου εργασίας στο μίνι μάρκετ των γονιών του. Έτσι θα ήμασταν οι τρεις μας!

Ο Στράτος ήταν ο τύπος του άνδρα που με άφηνε αδιάφορη. Κατ’ αρχήν ήταν μια πενταετία μικρότερος μου, ανώριμος, επιπόλαιος, φαφλατάς κι αιώνιος… Καζανόβας! Του άρεσε να καυχιέται για τις κατακτήσεις του κι έτσι ως ο περίγελος της παρέας τον αποκαλούσαν «ευρωγκόμενο»! Ήταν το παρατσούκλι που του ‘χαν δώσει μιας και κάθε φορά είχε να αφηγηθεί κάποια περιπέτεια με διαφορετική γυναίκα αμφιβόλου εθνικότητος!
Απεχθανόμουν το γεγονός ότι εμφανιζόταν συχνά-πυκνά στο ραδιόφωνο. Δεν ήθελα να ξέρω ποιος ήταν τελικά ο λόγος που ερχόταν, αλλά γινόταν προκλητικός κι ενοχλητικός ως προς τις άλλες συναδέλφους. Προσπαθούσα να τον αποφύγω όπως κι όπως. Περιοριζόμουν μόνο σε σύντομους χαιρετισμούς και μετά κλειδωνόμουν στο γραφείο μου. Βέβαια παρόμοιες αντιδράσεις "συμπάθειας" έδειχναν και οι συναδέλφισσες μου, αλλά είχαν την ατυχία να τον υπομένουν μέχρι να αποφασίσει να αποχωρήσει. Αν το ραδιόφωνο είχε πάρτι, χαράς ευαγγέλια για τους εκάστοτε μπαρ-μεν του οποιουδήποτε μαγαζιού γινόταν το πάρτι, μιας κι ο εν λόγω κερνούσε αβέρτα όποια του είχε μπει στο μάτι, συνήθως όλες! Κι ότι καθόταν στο τέλος, συνήθως τίποτε (όπως τελικά μας αποκάλυψε αργότερα)! Πρέπει να παραδεχθώ πως ήταν όμορφο παλικάρι. Αλλά το μυαλό που κουβαλούσε δημιουργούσε αυτή την αναστάτωση στον περίγυρο και δεν το είχε καταλάβει αλλά και κανείς δεν έκανε τον κόπο να του εξηγήσει τι γινόταν. Εκτός αν η παρέα του προσπαθούσε να τον λογικεύσει κι εκείνος από πείσμα δεν έλεγε να συμμεριστεί την γνώμη τους και έκανε του κεφαλιού του!
Μας καλημέρισε ευγενικά-ευγενικά και βολεύτηκε στα πίσω καθίσματα -μαζί με τον αδερφό μου- που ‘χε ρίξει η μάνα μου στο βαν για να μας χωρέσει όλους το αυτοκίνητο.
- Τι κάνεις μικρή; Με πείραξε.
Αμέσως πετάχτηκα όταν αισθάνθηκα το χέρι του στον σβέρκο μου: «Μικρό είναι το μάτι σου» ψιθύρισα μέσα απ’ τα δόντια μου. Προτίμησα να μην του απαντήσω και γύρισα το βλέμμα μου στο μέρος του και του χαμογέλασα. Κι αυτό αρκετό του ήταν!

Σ’ όλη την διαδρομή ο Γιάννης κι ο Στράτος ήταν οι μοναδικοί που μιλούσαν κι έλεγαν ότι βλακεία περνούσε στο μυαλό τους. Η μητέρα μου το διασκέδαζε μαζί τους κι αυτή με την σειρά της προσπαθούσε να με βάλει στο κλίμα αλλά αρνιόμουν πεισματικά να το κάνω. Είχα άλλα στο κεφάλι μου βρε παιδί μου! Δεν ήθελα! Δεν μου έκανε κέφι εκείνη την ώρα! Δεν ξέρω αλλά από χθες ένοιωθα εξαντλημένη και προτίμησα να κλείσω λίγο τα μάτια μου για να χαλαρώσω. Ένοιωθα λες και είχα ξενυχτήσει και ήμουν άυπνη, ενώ το αντίθετο τα 2 σφηνάκια ουίσκι με είχαν βοηθήσει να κοιμηθώ πολύ βαθιά και ήρεμα. Στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έπαιζε χαλαρή μουσική κι αυτή με υπνώτιζε. Η δε κουβέντα των άλλων δεν με ενοχλούσε. Μάλλον δεν έδινα και τόση σημασία ώστε να ενοχληθώ.
Δεν ξέρω και δεν το κατάλαβα κιόλας, αλλά ένοιωσα κάτι σαν σκούντημα και πέρασε από μπροστά μου η μορφή του Γιώργου. Εντελώς ξαφνικά κι απρόσμενα! Δεν είμαστε με τα καλά μας! Ούτε και έναν ήσυχο υπνάκο μπορούσα να έχω ρε γαμώτο, πρωϊνιάτικα! Τελικά μόλις είχαμε περάσει μέσα από μια λακκούβα! Ένοιωσα περίεργα προς στιγμήν. Σαν κάτι να μου έλειπε. Με πλήγωνε που ο Στράτος ερχόταν διακοπές μαζί μας και στην θέση του δεν ήταν ο Γιώργος. Άλλωστε πως μπορούσα να του ζητήσω κάτι τέτοιο; Με ποιο δικαίωμα άλλωστε;
Ποτέ δεν μου είχε δώσει κάποιαν έστω μικρή σπίθα, ώστε να έχω το περιθώριο να κάνω την παραμικρή πρόταση για κοινές διακοπές! Ακολουθούσε το δικό του πρόγραμμα, την δική του ζωή και τώρα πια από κοινού με την γυναίκα της ζωής του που έδωσαν υπόσχεση γάμου μελλοντικά! Εγώ τι ήμουν; Μόνο η υφισταμένη του στην δουλειά κι ούτε καν φίλη!


Στην διαδρομή και μετά από αρκετή ώρα πορείας, κάναμε μια στάση σ’ ένα ξωκλήσι για να ξεμουδιάσουμε. Δίωρο ήταν το ταξίδι, μια στάση ήταν χρήσιμη για να τεντωθούμε, να πιούμε λίγο κρύο νερό, να κάνει ο Στράτος ένα τσιγάρο. Περιεργαζόμουν την περιοχή και ήταν λες και είχα τρυπώσει σε ένα πίνακα ζωγραφικής: ένα μικρό ξωκλήσι –του αϊ Γιώργη- χωμένο ανάμεσα σε τεράστιους αιωνόβιους πλάτανους με καταπράσινο το φύλλωμα τους που παρ’ όλα τα χρόνια τους στέκονταν αγέρωχοι φύλακες, προστατεύοντας το εκκλησάκι από παγωμένους χειμώνες και καυτά καλοκαίρια. Δίπλα ακριβώς υπήρχε μια ρεματιά κι ένα ποταμάκι με λιγοστό νερό λόγω καλοκαιριού, ενώ δίπλα στο εκκλησάκι υπήρχε μια πηγή με δροσερό νερό που έτρεχε συνεχώς και ένα μικρό κοπάδι μέλισσες στέκονταν εκεί στην δροσιά του λες και ήταν διψασμένες απ' τον κάματο της ημέρας! Είχα ξεχυθεί και περιεργαζόμουν την περιοχή. Διάσπαρτα σ’ αυτό το πράσινο τοπίο, είχαν καρφώσει ξύλινα τραπεζόκαθίσματα κάτω απ' τα πλατάνια για όποιον ήθελε να πάρει μιαν ανάσα κάνοντας ένα σύντομο πικ-νικ, πίνοντας δροσερό νερό απ’ την πηγούλα δίπλα στο εκκλησάκι ή κάνοντας ένα τσιγάρο με πολύ προσοχή βεβαίως! Ότι έκαναν αυτή την στιγμή ο αδερφός μου με τον Στράτο, ενώ η μητέρα μου είχε μπει στο εκκλησάκι για να προσκυνήσει.
Έκανα έναν μικρό περίπατο και κατέβηκα στην ρεματιά. Ξαφνικά στο πέρασμα μου διαπίστωσα ότι ο Στράτος είχε καρφώσει το βλέμμα του επάνω μου. Ένοιωσα άβολα εκείνη την στιγμή κι εκείνος μου χαμογέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ! Δεν το έκανα από υποχρέωση. Το χαμόγελο μου βγήκε αβίαστα κι αυτό κάπως μετρίασε τον πόνο που είχα βαθιά μέσα μου. Προχώρησα και πήγα στην πηγή να πιω νερό προσπερνώντας την αντροπαρέα και ένοιωσα και πάλι άβολα. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τι ήταν αυτό που με ενοχλούσε ξαφνικά ή δεν με ενοχλούσε αλλά μου άρεσε! Κοίταζα στην ρεματιά και ήταν απίστευτο το τραγούδι που ακούγαμε απ’ τα αηδόνια και τα άλλα αγριοπούλια: «Δεν με ξεχνάτε εδώ πέρα; Είναι τόσο όμορφα και γαλήνια» σκεφτόμουν και κάθισα στην τεράστια ρίζα ενός πλάτανου που έμοιαζε με στασίδι! Δεν τους κοίταζα, αλλά ήμουν βέβαιη πως το βλέμμα του ήταν επάνω μου! Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που παθαίνουμε οι άνθρωποι και νοιώθουμε το βλέμμα κάποιου και μάλιστα όταν είναι έντονο. Ήθελα να αδιαφορήσω αλλά το ένοιωθα. Δεν τολμούσα να γυρίσω να τον αντικρίσω για να τον αντικρούσω. Δεν ήθελα να το κάνω και δεν ήθελα να ξεσπάσω τον θυμό και την οργή μου σε λάθος άνθρωπο. Και μου άρεσε και θύμωνα συνάμα! Και ξαφνικά άκουσα ένα δυνατό βουκολικό σφύριγμα! Ο Στράτος! Ήταν πολύ γνώριμο και το ήξερα το σφύριγμά του. Το συνήθιζε όταν ήθελε να τον προσέξουν! Δεν γύρισα. Αλλά άκουσα τον αδερφό μου να με φωνάζει για να φύγουμε. Το διάλειμμα στο όνειρο είχε τελειώσει. Η μητέρα μου είχε μπει στο αυτοκίνητο, ο αδερφός μου μόλις έμπαινε πίσω στην «κλούβα» του βαν και ο Στράτος κρατούσε ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού για να μπω εγώ. Αισθάνθηκα άβολα. Πλησίαζα και μου χαμογελούσε:
- Αντιλαλήσανε τα βουνά! Τα αγριοκάτσικα εξαφανίστηκαν! Του είπα ειρωνικά και μπήκα στο αυτοκίνητο.
- Το’ χω αυτό! Μου απάντησε χαμογελώντας και κοιτώντας με έντονα στα μάτια.
Μου έκλεισε την πόρτα και το μάτι του μαζί, παίζοντας μαζί μου, ίσως για να σπάσει τον πάγο. Ένοιωσα ένα περίεργο πετάρισμα στην καρδιά μου. Τι ήταν αυτό το συναίσθημα τώρα; Από που προήλθε; Ήθελα να γυρίσω και να τον κοιτάξω. Δεν το έκανα αλλά ήμουν σίγουρη ότι αυτό το βλέμμα, μου "έκοψε" τα πόδια!