10. Το βιβλίο!


Είχα μαγειρέψει. Όπως όλες οι καλές και πιστές δούλες, που έπρεπε να έχουν το φαγητό και το τραπέζι έτοιμο, για να φάνε οι αφεντάδες αμέσως! Βέβαια υπήρχαν στιγμές που το μαγείρεμα το απολάμβανα κι άλλες που δεν ήθελα με τίποτε να πλησιάσω την κουζίνα, παρά μόνο για κάνα ποτήρι νερό ή καφέ. Περίμενα κάποιος απ’ τους άλλους δύο να καταπιανόταν με την μαγειρική έτσι χάριν παρέας. Όμως ούτε ντοματοσαλάτα έκοβαν! Τέλος πάντων την έκοψα είτε μου άρεσε είτε όχι και τηγάνισα και τα ψάρια που είχα προμηθευτεί πολύ πρωί κι είχα καθαρίσει πριν φύγω για μπάνιο. Έστρωσα και το τραπέζι και στρώθηκα κι εγώ να διαβάσω λίγο απ’ τη ‘Σιωπή των αμνών’ που στην παραλία δεν το έκανα γιατί το μυαλό είχε ταξιδέψει στον χρόνο. 
Παράγραφο – παράγραφο διάβαζα το βιβλίο. Με όλα όσα μου συνέβαιναν μου κρατούσαν την σκέψη απασχολημένη και έτσι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε ότι προσπαθούσα να διαβάσω. Κι ενώ το βιβλίο θα μπορούσα να το είχα τελειώσει εντός τριών - τεσσάρων ημερών, δυστυχώς εγώ ούτε καν στην μέση είχα φτάσει σε τόσες μέρες!

Είχε πάει πια απόγευμα όταν είχαν επιστρέψει απ’ την θάλασσα ο Στράτος κι ο Γιάννης. Μου έκανε εντύπωση μάλιστα γιατί συνήθως αμέσως μετά έκαναν κι ένα πέρασμα για καφέ στο κάμπινγκ αν κι ο δρόμος μεταξύ κάμπινγκ και σπιτιού ήταν εντελώς αντίθετος. Προφανώς άλλαξαν τα σχέδια τους και ήθελαν να παραμείνουν σπίτι ή είχαν στον νου να κοιμηθούν μερικές ώρες αν τελικά βγάζαμε την βραδιά μας στην παραλία. Κάθισαν κι έφαγαν και μετά βγήκαν στην αυλή. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν τα ίδια περιοδικά που είχαν αγοράσει τις προάλλες κι όταν τελικά βαρέθηκαν έπιασαν το τάβλι, το σκάκι και τα χαρτιά εναλλάξ. 
Εγώ προσπαθούσα να μην ασχολούμαι μαζί τους. Απλά έριχνα κλεφτές ματιές στον Στράτο. Με εντυπωσίασε ότι ασχολιόταν με το σκάκι εκείνη την στιγμή αν και ποτέ δεν είχε αναφέρει ο Γιάννης ότι ήταν ένας απ’ τους συμπαίκτες φίλους του. Ήξερα ποιοι απ’ την παρέα του έπαιζαν σκάκι, αλλά για τον Στράτο δεν είχα ιδέα! Τους άφησα για λίγο και μπήκα στο σπίτι. Το τραπέζι δεν είχε μαζευτεί. Δεν έκαναν καν τον κόπο να μαζέψουν τα πιάτα και να τα βάλουν στον νεροχύτη. Έπρεπε να δώσω εντολή μήπως για να το κάνουν; Τι στο διάολο πια γινόταν με αυτούς; Δηλαδή για μένα τα της κουζίνας και μαγειρικής ήταν υποχρεωτική εργασία; 
Προσπάθησα αμέσως να πιαστώ απ’ το τραπέζι. Μια σκοτοδίνη με έκανε να παραλύσω προς στιγμή. Κρατήθηκα να μην πέσω αλλά σκόνταψα επάνω στην καρέκλα που τράβηξα να καθίσω πριν σωριαστώ στο πάτωμα. Ήξερα τι μου συνέβαινε. Ήταν απ’ την ασιτία. Η μυρωδιά του τηγανιού και τα υπολείμματα στα πιάτα μου έφερναν αναγούλα. Ήπια λίγο νερό και έμεινα εκεί καθισμένη να φύγει η ζάλη. Μόλις αισθάνθηκα καλύτερα μάζεψα τα πιάτα και το τηγάνι και βγήκα έξω στο πηγάδι να τα πλύνω.
- Τι έγινε μέσα; Σκόνταψες και πήρες σβάρνα τις καρέκλες; 
Με ρώτησε ο αδερφός μου μόλις με είδε.
- Ναι.
Απάντησα αδιάφορα. Δεν γινόταν να του πω τίποτε. Δεν πεινούσα και δεν έτρωγα. Έκανα κακό στον εαυτό μου αυτό το ήξερα. Δεν μπορούσα όμως να φάω. Δύο μπουκιές ψωμί βουτηγμένες στο λάδι του φαγητού ήταν υπεραρκετές για να χορτάσω. Το στομάχι μου δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι περισσότερο. 
Έπλυνα τα πιάτα, τα άφησα να στραγγίξουν και μπήκα πάλι στο σπίτι να φτιάξω καφέ. Όταν είμαι σε κίνηση δεν έχω καμιά επιπλοκή. Η ζάλη συνήθως μου ερχόταν όταν έκανα απότομες κινήσεις. Ή σηκωνόμουν γρήγορα απ’ το κάθισμά μου ή απ’ το κρεβάτι μου. Φρόντιζα όμως όσο μπορούσα να το θυμάμαι, να μην κινούμε έτσι. 
Κοιτάχτηκα στον μικρό καθρέπτη του καθιστικού. Το χρώμα μου δεν ήταν καλό. Ήμουν κατακίτρινη εκείνη την στιγμή. Την ώρα που ετοίμαζα τον καφέ μου έφαγα μια κουταλιά ζάχαρη. Αυτό θα με συνέφερνε για την ώρα. Αλλά τι να σου κάνει μια κουταλίτσα ζάχαρη όταν εδώ και μέρες το φαγητό το ‘χω στην αποχή; 
Βγήκα και πάλι στην αυλή. Έκατσα στην θέση μου και πήρα πάλι το βιβλίο μου για να διαβάσω. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, αλλά δεν μπορούσα. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να βρω έναν πιο δραστικό τρόπο να αντιμετωπίσω τις ζαλάδες μου. Γιατί αν συνέχιζα έτσι στο τέλος θα κατέληγα στο νοσοκομείο και δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Ήπια λίγο απ’ τον καφέ μου. Ήταν σκέτος. Δεν έβαζα ζάχαρη. Είχα μάθει να τον πίνω έτσι. Σκεφτόμουν ότι χρειαζόμουν οπωσδήποτε βιταμίνες. Και δυστυχώς όταν δεν έχεις αυτοκίνητο και το ταξί στην περιοχή το βρίσκεις μετά από τάμα, ήταν δύσκολο να ανέβεις στο φαρμακείο του χωριού. Για γάιδαρο, ούτε να το συζητάμε! Κανά δυο εναπομείναντες στην περιοχή είχαν ανάγκες μεγαλύτερες σε βιταμινούχα σκευάσματα απ’ ότι εγώ! Γερασμένα ζωντανά όπως και τα γέρικα αφεντικά τους.

- Εμείς καφέ;
Σήκωσα το κεφάλι μου απ’ το βιβλίο και χαζογελούσα με τις τελευταίες σκέψεις. Δεν είχα καταλάβει ότι μου είχε μιλήσει ο Στράτος και ήθελε καφέ. Και δεν ξέρω πόσες φορές το επανέλαβε έτσι όπως ήμουν σκυμμένη κι απορροφημένη στο βιβλίο κι ας μην διάβαζα τελικά:
- Όταν σηκωθείς και μπεις μέσα, στο πάγκο της κουζίνας είναι ένα βαζάκι με ζάχαρη. Ακριβώς δίπλα είναι κι ο καφές. Το μπρίκι είναι επίσης εκεί και το γκαζάκι θα το βρεις στο ντουλάπι κάτω απ’ τον νεροχύτη.
Ο Στράτος με κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Είτε σου άρεσε αγαπητέ μου είτε όχι, καιρός σου είναι να δεις κι εσύ τι έχει επάνω ο πάγκος της κουζίνας και τι έχουν μέσα τα ντουλάπια της! Καλός ο έτοιμος καφές στο κάμπινγκ, αλλά εγώ σας μαγείρεψα να φάτε, καιρός για καφέ σελφ-σέρβις! 
Ήταν η απόλυτη γαϊδουριά να κάθομαι και να τους μαγειρεύω για να ‘χουν φαγητό όποτε έρχονταν απ’ το κάμπινγκ ή το μπάνιο τους και να απαιτούν να τους φτιάξω και καφέ που επιτέλους και μια φορά αποφάσισαν να μην ξεπορτίσουν. Άλλωστε κι εγώ σε διακοπές ήμουν. Και συνήθως η παρέα στις διακοπές μοιράζεται κάποια πράγματα. Και τα καθημερινά μαζί.

Τον άφησα να με κοιτάζει σαν να ‘μουν ούφο και έσκυψα και πάλι στο βιβλίο μου. Έκανα ότι διάβαζα. Μια παράγραφο τόση ώρα πρέπει να την είχα διαβάσει ξανά και ξανά κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Και να που τελικά συγκεντρώθηκα και προχώρησα και στην παρακάτω κι από εκεί στην πιο κάτω ώσπου άλλαξα σελίδα! Υπήρχαν στιγμές που κρατούσα το φλιτζάνι κοντά στα χείλη μου για να πιω μια γουλιά και δεν έπινα γιατί αυτό που διάβαζα μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Κι όταν τελικά κατάφερνα να κατεβάσω έστω μια σταγόνα, έπιανα τον Στράτο να με χαζεύει.
- Συμβαίνει κάτι; Τον ρώτησα.
- Τι; Ακούστηκαν κι οι δυο τους να αναρωτιούνται κοιτώντας με.
- Ξαναρωτάω: συμβαίνει κάτι; 
Και κοίταξα τον Στράτο.
- Κοιτάζω να δω τι διαβάζεις. Μου είπε.
- Α! Τι διαβάζω!
Τον κοίταξα στα μάτια ενοχλημένη, γιατί ήξερε τι διαβάζω. Όσες μέρες βρισκόμασταν εδώ δεν διάβαζα κάτι διαφορετικό. Το ίδιο βιβλίο είχα. Το οποίο και σήκωσα να δει:
- Το θυμήθηκες;
Γέλασε για την απάτη του και δεν μίλησε. Με θεωρούσε τόσο ηλίθια ώστε να μην καταλάβω το γνωστό παιχνιδάκι του με τα μάτια; Τι άλλο να πει εκεί μπροστά στον Γιάννη;
- Θέλω να το διαβάσω κι εγώ. Κοντεύεις να το τελειώσεις;
- Τσου!
Του είπα έχοντας το κεφάλι σκυμμένο επάνω στο βιβλίο μου. Ήξερα πως παρά την άρνησή μου θα το διάβαζε. Θα έβρισκε τον τρόπο να δανειστεί το βιβλίο μου, αν τελικά ήταν κάτι που ήθελε.