... Λατρεία...



... Λατρεία... Κι όλα ξάφνου περνούσαν απ'το μυαλό, στιγμές, εικόνες, ημέρες, νύχτες, δάκρυα, πόνος, αναμονή, θυσία... Σε κοίταζα και περίμενα έστω ένα τυχαίο βλέμμα! Εξηγούσες την έννοια της λατρείας και περίμενα να δω την ματιά σου, να μου χαϊδέψει έστω και περαστικά, το πρόσωπο... Ήθελα να καταλάβεις πως ότι ένιωθα κάποτε για σένα είχε φτάσει σε αυτό το επίπεδο... Ένα επίπεδο που δεν μπορεί να περιγραφεί, δεν μπορεί να αποδωθεί με λόγια.. Είναι μια αίσθηση που δεν μπορείς να της δώσεις σχήμα, νιώθεις σαν να απλώνεις τα χέρια και δίνεις, απλώνεται σαν αεράκι που να δροσίζει να γεμίζει οξυγόνο την ύπαρξη σου, να υποκλίνεσαι από σεβασμό πως αυτό που λατρεύεις σου δίνει λόγο να υπάρχεις... Υπέρτατη αίσθηση... που το νήμα της μπορεί να κοπεί μέσα σε μια μικρούλα στιγμή και να γυρίσουν όλα στο μηδέν... Μεγάλο το σκαλοπάτι της, μα όταν καταφέρεις και το ανεβείς, όλο σου το είναι, πλέει στην απόλυτη αγαλλίαση, για να δώσεις και να προσφέρεις όλο σου το είναι στην ύπαρξη που αγάπησες και μέρα με τη μέρα τελικά λάτρεψες...

SMS



Η εικόνα είναι τόσο μαγική που όσο καλά και να την περιγράψω το σίγουρο είναι ότι δεν θα φανούν καθόλου τα μοναδικά συναισθήματα που μου δημιούργησε, ακόμη κι αν δεν είναι αληθινή.
Επί της ουσίας η εικόνα είναι σε βιντεάκι: ένα κοριτσάκι που κάνει άφοβα κούνια και χαρούμενα μπροστά σε ένα καφέ σε ένα παλιό πλακόστρωτο στενάκι με φόντο έναν ενετικό πύργο. Λες και κάπου σε κάποιο παραμύθι, το κοριτσάκι αυτό τρύπωσε εκεί μέσα και με το ευτυχισμένο του χαμόγελο, να χαιρετά σηκώνοντας άφοβα το χέρι του να χαιρετήσει αυτόν που εκείνη την στιγμή αποτύπωνε την "εικόνα.
Αυτό και μόνο με έκανε να ξεχάσω το βράδυ μιας συνηθισμένης εξόδου, που και πάλι δεν ήμασταν οι δυο μας και που είχαμε παρέα και που αναπάντεχα βρέθηκε να κάθεται στο τραπέζι μας, η Εύα. Εκείνη που είχε αναστώσει την ζωή του τόσο πολύ, που της είχε αλλάξει τροχιά, που και το παραμικρό παιχνίδισμά της τον έκανε να χάνει την γη κάτω απ'τα πόδια του. Την Εύα, που γενικά ήξερε να τον χειραγωγεί κι εκείνος να μην θέλει να το παραδεχτεί.

Ήταν ένα μπερδεμένο βράδυ. Από εκείνα που αλλού θες να πας κι αλλού καταλήγεις. Όποιο δρόμο κι αν ήθελα να πάρω στο ίδιο σημείο κατέληγα. Έτσι ξαφνικά με βλέπω μέσα σε ένα πολύβουο καφέ, να τον έχω απέναντί μου που μαζί του είχε μια "γλυκόξυνη" ξανθιά με ατημέλλητο -όχι επιμελώς- αχτένιστο μαλλί που δεν είχα καταλάβει ποιός ακριβώς ήταν ο ρόλος της. Πολλά φρούτα είχε ο μπαξές του και αυτό πρέπει να ήταν τελευταίας εσοδειάς!
Το καφέ ως χώρος μου ήταν γνώριμος, μόνο που δεν ήταν στην πόλη μας. Κάπου μακριά ήταν. Καπνός αρκετός,  αποπνικτικό περιβάλλον, φασαρία. Η "γλυκόξυνη" χαμογελούσε σαστισμένα κι εκείνος κοιτούσε στο κινητό. Αναρωτιόμουν πως βρέθηκα εγώ μαζί τους. Αλλού ήμουν, πως έγινε και βρέθηκα εκεί, δεν το κατάλαβα καθόλου. Χαμογελούσα κι εγώ από ευγένεια και δεν είχα κάτι να πω. Απλά περίμενα να κάνει τις συστάσεις εκείνος. Δεν τον πολυένοιαζε όπως φαινόταν. Άρχισα να αισθάνομαι παρείσακτη. Κάτι με εμπόδιζε να σηκωθώ. Λες και με είχαν βιδώσει στο κάθισμα.
Ήθελα να φύγω. Να ξεφύγω. Επαναλαμβανόταν μια γνώριμη σκηνή, που ακόμη και ως θεάτρια με πονούσε. Πως είναι δυνατόν να βγαίνεις, να τον κοιτάς, να τον νοιάζεσαι, να πονάς γι'αυτόν και δίπλα του να κάθεται απλά μια "γλυκόξυνη". Δεν έχει σημασία το χρώμα των μαλλιών της. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. "Γλυκόξυνες" ήταν κι όσες άλλες πέρασαν απ'την ζωή του κι απλά προσπέρασαν. 
Και ξάφνου εκείνη την "γλυκόξυνη" στιγμή ήρθε και μετάλλαξε μια "γλυκόπικρη". Η Εύα. Παρουσιάστηκε αιφνίδια. Το χαμόγελό της ήταν τόσο δηλητηριασμένο, που ένιωθες πως τα μάτια της σε κέντριζαν μόνο και μόνο για να σου τονίσει πως αυτή είχε το πάνω χέρι εκείνη την στιγμή:
- Καλησπέρα σας. Στράτο; Μαρίνα; Αχ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω...
Αυτός ο αναγνωριστικός τόνος της φωνής της σε έκανε να νοιώσεις πως θα σε τύλιγε στον ιστό της σε λίγο για να σε ξεζουμίσει αργά αργά. Η εικόνα της έτσι όπως ήταν ντυμένη στα μαύρα, μου φάνηκε πως αν έβγαζε το παλτό της θα ξεπετάγοντας 8 μακριά πόδια και το χαμόγελό της ως προσωπείο θα χανόταν απ'το αληθινό πρόσωπό της.
Ένιωσα την ατμόσφαιρα να παγώνει και το μόνο που έκανα εγώ ήταν να χαμογελάσω. Εκείνη στρώθηκε στο κάθισμα που ήταν ακριβώς δίπλα στο Στράτο. Κι έτσι η εικόνα: Εύας, Στράτου και "γλυκόξυνης" ήταν τόσο αποκρουστική, που το μόνο που έκανα από αντίδραση μόνο και μόνο για να ξεφύγω απ'το γελοίο του θεάματος ήταν να σηκωθώ να φύγω:
- Ω! Μην ξεσηκώνεσαι καλή μου! Θα φύγω. Απλά ήρθα να σας χαιρετήσω, μέχρι να συμμαζευτεί η παρέα μου.
Και σηκώθηκε κι έκατσα πάλι στην θέση μου.
Ο Στράτος την κοιτούσε αναστατωμένος λέγοντας μέσα απ'τα δόντια του: "άντε αδειαζέ μας την γωνιά". Αλλά εκείνη συνέχιζε να φορά το χαμόγελο της "γλυκόπικρης" και να τον ηρεμεί:
- Μα γιατί αναστατώθηκες χρυσό μου; Δεν χάρηκες που με είδες;
- Κορίτσια φεύγουμε!
Είπε με μιας ο Στράτος και με είδα να σηκώνομαι πρώτη πριν προλάβει να το πει. Η "γλυκόξυνη" από δίπλα, προσπαθούσε να συμμαζέψει την μεγάλη τσάντα της, να κουμπώσει το μαύρο της παλτό, να φτιάξει τον γιακά απ'το λαιμό του μεγάλου μουσταρδί ζιβάγκου της... Μάλλον το παλιομοδίτικό ντύσιμό της πρέπει κάπως να μου έκατσε απ'την πρώτη στιγμή που την είδα.
Προπορεύθηκα και βγήκα έξω. Άκουσα την Εύα με το ίδιο χαλαρό υφάκι να ζητάει του Στράτου να μην χαθούν.
- Βρε δεν μας παρατάς... τον άκουσα που της είπε και βγήκε κι αυτός έξω. 
Από πίσω να τον ακολουθεί η ξανθιά, σαν πιστό σκυλάκι. Μα τελικά τι ρόλο βάραγε; Ποιά ήταν;
- Εγώ φεύγω. Πάω σπίτι. Καληνύχτα... τους είπα.
Ο Στράτος δεν ξέρω αν είπε κάτι, η ξανθιά μόνο μου χαμογέλασε και τον ακολούθησε από πίσω όταν είπε:
- Πάω στο αυτοκίνητο!
Καθόμουν εκεί. Κι εγώ η ανόητη περίμενα για μερικά λεπτά να φανεί με το αυτοκίνητό του μήπως και με πήγαινε μέχρι το σπίτι. Η τοποθεσία ήταν ερημική. Ακουγόταν μόνο η θάλασσα στην κάτω μεριά του καφέ, που ήταν χτισμένο επάνω σε βράχο. "Βράχος" λεγόταν το μαγαζί. Φωτιζόταν με απαλό κόκκινο και πράσινο φωτισμό και 2 νεαροί φοίνικες αποτελούσαν την είσοδό του. 
Κοιτώντας την πολυκοσμία του μαγαζιού με την ερημιά που επικρατούσε έξω και ήταν η απόλυτη αντίθεση. Τώρα εγώ που πηγαίνω;
Βλέπω την Εύα να βγαίνει με την παρέα της. Ειλικρινά χαρούμενη και ανέμελη. Μήπως τελικά απλά την είχα παρεξηγήσει. Μήπως πλέον αρκετά μεγαλύτερη και με "ψημένο" το μυαλό, είχε αλλάξει η ίδια; Με είδε εκεί στην απόσταση που βρισκόμουν απ'το μαγαζί περιμένοντας να φανεί ο Στράτος:
- Θέλει να σε πετάξουμε κάπου; Με ρώτησε φωνάζοντας.
- Όχι ευχαριστώ. Της είπα.
Γύρισα την πλάτη και πήρα να περπατάω τον ερημικό χωματόδρομο, περιμένοντας να ακούσω την κόρνα απ'το αυτοκίνητο του Στράτου. Αλλά θυμήθηκα πως δεν ήταν μόνος. Είχε την ξανθιά μαζί του. Είχε να περάσει το βράδυ του. Εγώ ήμουν τελικά παρείσακτη και με τον τρόπο του με "έφτυσε". Αναστέναξα! Μπορεί να μεγαλώνουν κάποιοι άνθρωποι, αλλά συνήθειες καμιά φορά δεν αλλάζουν. Ξάφνικά το κινητό μου άρχισε να τα απανωτά "τουτ-τουτ" για εισερχόμενα μηνύματα. 
Πάταγα να ανοίξει το ένα μήνυμα μετά το άλλο. Δεν ξέρω τι είδους διασκέδαση είχε στο νου του απόψε ο Στράτος, αλλά όλα τα μηνύματα ήταν παιδιάστικα εικονομηνύματα, με καρικατούρες που κάνουν διάφορες κινήσεις έκπληξεις.
Χαμογέλασα για το αιώνιο παιδί που έκρυβε μέσα του, αλλά αυτό δεν μου άλλαζε το γεγονός ότι περπατούσα μέσα στο σκοτάδι, σε έναν  έρημο δρόμο, που δεν υπήρχε ούτε ταξί, ούτε λεωφορείο, ούτε αυτοκίνητο, για να μπορέσεις να ξεφύγεις.
Που πήγε η ευγένεια και το φιλοτιμό του; Ένιωσα ότι με εγκατέλειψε, ότι με αγνόησε, ότι δεν ήμουν μαζί του αυτό το βράδυ. Κάτι που ποτέ δεν υπήρχε φορά άλλοτε να κάνει. Δεν υπήρξε περίπτωση να μην προθυμοποιηθεί να σε συνοδεύσει μέχρι σε ένα ασφαλές μέρος. Που πήγε απόψε αυτή η προθυμία;
Και κάποια στιγμή τα εικονομηνύματα σταμάτησαν. Πλέον το κινητό μου ήταν ο φακός μου για οδηγός μου σε εκείνη την ερημιά. Κι όταν πλέον ένιωσα ότι κατάφερα κι έφτασα κοντά στην πόλη, -πλέον ήμουν κοντά για το σπίτι μου- ξαφνικά άλλο ένα εισερχόμενο μήνυμα έφτασε. Το άνοιξα. Ήταν ένα βίντεο. Κι όχι κάποιο χαζο-ανιμέϊσον. Χαμογέλασα! Η μικρή του έκανε χαρούμενη κούνια. Φαινόταν ότι είχε μάθει καλά να κουνά σωστά τα ποδαράκια της για να  δίνει ώθηση και να ανεβαίνει ψηλότερα. Χαιρετούσε με το ένα της χεράκι:
- Γεια σου μπαμπά, κοίτα πόσο ψηλά πάω!
Και συνέχισε ανέμελη να γελά και να υψώνεται. Μια μαγική εικόνα! Μια κούνια που ήταν μπροστά σε ένα καφενείο σε ένα παλιό πλακόστρωτο στενό δρομάκι, με φόντο πίσω έναν ενετικό πύργο. Και πολύχρωμα γεράνια που υπήρχαν μπροστά σε κάθε πόρτα ή παράθυρο σε εκείνο το δρομάκι, έκαναν την εικόνα ιδανικά παραμυθένια.

Μου έδωσε ζωή! Χαμογέλασα. Ήξερα... Η ξανθιά ήταν σπίτι της κι εκείνος απλά δεν μπορούσε να αποχωριστεί το οτιδήποτε δικό του. Το βιντέακι ήταν μια απάντηση σε όλες τις αρνητικές μου σκέψεις. Η οικογένειά του ήταν η πρωτεραιότητα του, όλα τα άλλα ήταν δευτερεύουσας σημασίας. 
Καθησυχασμένη απ'την περίεργη τροπή που πήρε το βράδυ μας, ήδη είχα φτάσει στο σπίτι μου.

Γαλάζιο

Έκανα την ανανέωση στο χρώμα του γαλάζιου. Στο χρώμα της θάλασσας. Στο χρώμα του καλοκαιριού. Έκανα την ανανέωση μόνο και μόνο για να δείχνει λίγο πιο "ζωντανό" το μπλογκ. Με καρδούλες στο ταπέτο να φαίνεται πόσο μπορεί να καρδιοχτυπήσει ένας νέος άνθρωπος, από έρωτα, από αγάπη. Με πεταμένες σπασμένες γαλάζιες πέρλες που η κόψη τους να μοιάζει σαν γυαλί, έτοιμο να σε κόψει, την στιγμή που πας να αγγίξεις μια καρδούλα. Που κάθε καρδούλα κρύβει μιας μέρας ιστορία, μια στιγμή καλοκαιρινή. Μια στιγμή που τα χείλη θέλουν να μιλήσουν, αλλά τα μάτια λένε περισσότερα. Στο γαλάζιο όλα, όπως τα όνειρά μας τότε. Γιατί τώρα... το γαλάζιο εκείνο, τώρα έχει πάρει την απόχρωση του γκρίζου. Όχι γιατί εμείς το επιλέξαμε, αλλά γιατί έτσι πλέον φαντάζει το σήμερα. Γιατί έτσι θέλησαν να χρωματίσουν την καθημερινότητά μας, κάποιοι άλλοι... Τους δίνω 20 μούτζες (με χέρια και με πόδια) και τουλάχιστον εδώ σε αυτό μου το "σπίτι" κανείς δεν μπορεί να μου επιβάλει την απόχρωση που θέλει.

Με ταξίδεψες πάλι;




Χρήστος
Τηλεφώνησες στον ξαδερφό σου τον Χρήστο μου είπες. Ήταν στενοχωρημένος γιατί έτσι που μας έχουν κάνει ένα ταξίδι απ'την Κρήτη μέχρι την Πρέβεζα -κι από κει στο χωριό σας- θέλει πολλά λεφτά, για μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων. Επίσης ήταν στενοχωρημένος που η ζωή του δεν του θυμίζει τίποτε απ'τις ανέμελες στιγμές που ζούσατε οι δυο σας στην Αθήνα ή στην πόλη μας, πριν προχωρήσετε την ζωή σας.
"Πόσους κόκκινους διάολους είχαμε πιει", θυμήθηκες.

Κόκκινος διάολος
Εκείνο το κοκτέϊλ όλο λέω να το φτιάξω κι όλο δεν το φτιάχνω. Μου λείπουν υλικά για να φτιάξω τον "κόκκινο διάολο" όπως τον είχες εμπνευστεί εκείνο το καλοκαίρι, που με είχε κάνει λιώμα κι όταν με κρατούσες στην αγγαλιά σου πηγαίνοντας προς το σπίτι σου έλεγα "Κοίτα τ'αστέρια"!.

Μια επίσκεψη μόνο, όπως σήμερα και μια διάθεση να θυμηθείς μικρές στιγμές από ένα περασμένο παρελθόν, είναι αρκετά για να ξανανιώσω την ένταση του καλοκαιριού εκείνου, τότε που γνώρισα και τον Χρήστο και τον... κόκκινο διάολο.
Ο Χρήστος έγινε η συμπαθειά μου, αν και παρέα δεν έτυχε ποτέ να κάνουμε άλλη φορά Πέρσι που πήγαμε τα πιτσιρίκια σου στο χωριό σου είχαμε την ευκαιρία να τον δούμε. Πολύ το χάρηκα. Όπως κι εκεί ανάμεσα στο χωριάτικο σουβλάκι και την παγωμένη μπύρα, είχαν σοβαρέψει τα πρόσωπα και μιλούσαμε για πράγματα καθημερινά, για πράγματα του πως κυλάει η ζωή μας. Τα πιτσιρίκια του Χρήστου και τα δικά σου να φωνάζουν, να παίζουν κυνηγητό ή κρυφτό κι εγώ να βλέπω την εικόνα των 2 ξάδερφων να κάθονται δίπλα δίπλα και να συζητούν. Σοβαρά τα βλέμματα και με διάθεση κριτικής που η σύζυγος δεν ακολουθεί τον σύζυγο. Η γυναίκα του Χρήστου να κοιτάζει εμένα κι εγώ να νιώθω άβολα όταν προσπαθούσα να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Οκ, συνοδεύω ως φίλη και όχι τίποτε άλλο. Αλλά δεν είναι όμορφο αυτός ο ρόλος να μετατρέπετε σε στόχο για κουτσομπολιό. Οι θείες τριγύρω να με βλέπουν με μετρημένη συμπάθεια πλέον σε σχέση με το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά αυτό το περσινό λες και είχε ποτίσει με δηλητήριο το μέσα μου. Το ένιωσα και δεν ήταν όμορφο να νιώθεις την κριτική που σιγομουρμουρίζουν οι συγγένισσες όσο ανοιχτόμυαλες κι αν είναι.

Έχεις σύζυγο κι οφείλει να σε συνοδεύει. Το μια φορά να μην το κάνει, λες "οκ", την δεύτερη φορά όμως αρχίζουν οι ψίθυροι και είμαι σίγουρη πως αν υπήρχε τρίτη θα ήταν κριτική. Πίστευψέ με αν υπήρχε η περίπτωση να επαναληφθεί τα πιτσιρίκια να πάνε διακοπές στο χωριό σου, δεν θα σας συνόδευα. Την απόφαση την είχα πάρει. Δεν ήθελα να αισθανθώ τόσο άσχημα όσο πέρσι. Δεν στο έδειξα. Αλλά το βράδυ στο δωματιό μου εγώ έκλαιγα. Ένιωθα τους ψίθυρους να περιτυλίγονται γύρω μου και δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Φορούσα το καλό μου το χαμόγελο κι έκανα υπομονή μέχρι την ώρα της επιστροφής! Αυτή την αίσθηση δεν θα ήθελα να την ξανανιώσω. Δύο συνεχόμενα καλοκαίρια να έρχομαι μαζί σας και η σύζυγος να μένει πίσω για επαγγελματικούς λόγους όπως ισχυριζόταν η ίδια, ήταν υπεραρκετά για να έχουν τροφή για κουτσομπολιό οι θειές σου.
Δεν μπορώ πλέον να δεχθώ το γεγονός η γυναίκα σου να πηγαίνει παντού -να γυρνάει όλη σχεδόν την χώρα- χωρίς προβλήματα κι όταν πρόκειτε για το δικό σου χωριό να την πιάνει ναυτία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να συζητήσετε. Το καθήκον μου ως φίλη το έκανα δυο φορές, τριτή φορά δεν θα το κάνω. Είναι σειρά να πάρει την θέση της η γυναίκα σου και να σκεφτεί πως οι γονείς σου δεν είναι μόνο να έρχονται όποτε τους τηλεφωνεί και νιώθει μπουκωμένη για να κάνει τις βόλτες της. Έχει και μια υποχρέωση εδώ που τα λέμε απέναντί τους, είναι πεθερικά της. Αν αυτό δεν της λέει κάτι, μήπως πρέπει να της το υπενθυμίζεις;

20




20! Πως πέρασαν αλήθεια τόσα χρόνια; Κι εγώ καμιά φορά που προσπαθώ να φέρω στην μνήμη μου μια στιγμή από κείνα τα χρόνια, φαντάζει σαν να πέρασαν μόνο μερικά από αυτά. Πόσο μακρινή δείχνει η εποχή με αυτό το 20. Ήταν όσο τα χρόνια μας τότε: εσύ να πλησιάζεις τα 20 κι εγώ 20 και κάτι παραπάνω. Τέτοια εποχή ήταν, που μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και πήγαμε διακοπές μαζί με τον αδερφό μου που τις είχε κανονίσει βεβαίως. Φανταζόμουν ότι δεν θα υπήρχε κάτι το ενδιαφέρον. Απλά θα πηγαίναμε, θα κάναμε τα μπάνια μας, θα βγαίναμε για καφέ και ποτό κι αυτό μόνο. Που να φανταζόμουν ότι οι διακοπές αυτές θα τραβούσαν διαφορετικά. Που από μια τυπική φιλία, θα εξελισσόταν σε ένα παιχνίδι συναισθημάτων, ανύμποροι να υποψιαστούμε ότι όλο αυτό το παιχνίδι γινόταν από αγάπη. Ήταν όλα τόσο ξαφνικά κι αναπάντεχα που αυτό που ένιωθε η καρδιά μας αρνιόμασταν να το δούμε. Δεν τολμούσαμε να πούμε την αλήθειά μας! Μας τρόμαζε! Αυτή η σπίθα της αγάπης που δημιουργείτε σε νεαρή ηλικία είναι τόσο αναπάντεχη που δεν ξέρεις πως να την ερμηνεύσεις. Εσύ χαμένος στο αδιέξοδό σου κι εγώ να προσπαθώ να κρατηθώ από αυτή. Γιατί ήξερα ότι βαθιά μέσα μου σε είχα αγαπήσει απ'την πρώτη στιγμή των διακοπών μας. Δεν θα ξεχάσω αυτό το μοναδικό σκίρτημα στο πρώτο σου επίμονο βλέμμα επάνω μου. Κι αυτή η σπίθα ήρθε και αναζοπύρωσε την καμμένη μου ύπαρξη που νόμιζα πως αγαπούσα κάποιον άλλον, με μια αγάπη χωρίς αντίκρυσμα. Νόμιζα πως αγαπούσα κι ότι εκείνος με πρόδωσε όταν προχώρησε την ζωή του. Τι ανόητη που ήμουν! Τώρα πια με την εμπειρία αυτών των 20 επιπλέον χρόνων όλο αυτό φαντάζει τόσο ψεύτικο. Προσπαθούσα να κάνω αληθινό έναν εφηβικό έρωτα, εντελώς πλατωνικό και μονόπλευρο. Και ήρθες ξαφνικά εσύ. Εκεί μέσα στην αναμπουμπούλα μου, που έχασα εκείνον τον εφηβικό έρωτα, ανακάλυψα την πραγματική αγάπη σε αυτόν που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα βρισκόμασταν παρέα 24 ώρες το 24ωρο. Χα! Να'το πάλι το 20!
Αλήθεια στο λέω, αναπολώ έντονα εκείνες τις διακοπές και μάλιστα όταν είναι στα τέλη του Ιούλη με τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, τρελένομαι. Νιώθω τον εαυτό μου έξω απ'τα νερά του. Φαντάσου πόσο πολύ με σημάδεψαν εκείνες οι μέρες. Ειλικρινά θα ήθελα να γυρνούσε ο χρόνος πίσω και να τις ξαναζούσα. Να ζούσα το κάθε λεπτό της ώρας, την κάθε ματιά, το κάθε άγγιγμα, την κάθε αγγαλιά, να ζούσα εκείνο το βράδυ στην παραλία και πάλι, να νιώθω να οσμίζεσαι τα μαλλιά μου και να μου κρατάς σφιχτά το χέρι, δίνοντας μου έτσι δύναμη να δω πως η ζωή δεν αξίζει να χαραμίζεται σε άπιαστα όνειρα. Μακάρι να γινόταν...

20 χρόνια μετά... Μας τα έφερε έτσι η ζωή που τελικά απ'όλο αυτό έμεινε μια ζεστή φιλία. Εσύ παντρεύτηκες το έρωτα της ζωής σου. Το κορίτσι που τότε έφυγε από σένα για να προχωρήσει για λίγο την ζωή της με άλλον που εκείνος της χάριζε την ασφάλεια και την σιγουριά για το μέλλον, ενώ εσύ τι ήσουν; Ένα παιδαρέλι που απλά τότε κοιτούσε να περνάει καλά (όπως εκείνη νόμιζε), αλλά τα έφερε πάλι έτσι η ζωή, να βρεθείτε και πάλι μετά από πολλά χρόνια και τώρα πλέον να έχετε κάνει το δικό σας σπίτι και οικογένεια. Εγώ; Προχώρησα κι εγώ την ζωή μου παράλληλα με σένα. Σκόνταψα πολλές φορές. Η απόρριψη είχε κατσικωθεί στην πλάτη μου και πλέον άρχισε να με φοβίζει ο τίτλος της "γεροντοκόρης". Περνούσαν και τα χρόνια βλέπεις! Η εμμονή μου σε εκείνον τον παλιό "έρωτα" μου κόστισε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, απ'την άλλη αν δεν ήταν κι αυτός ίσως να μην είχα γνωρίσει την πραγματική αγάπη. Εκείνη που σε καίει κάθε ώρα και λεπτό, εκείνη που σε κάνει να λιώνεις στην σκέψη και μόνο εκείνου που αγαπάς. Σε ερωτεύτηκα με την ψυχή μου! Τελικά κάποιος υπήρχε να περιμένει και μένα και τελικά κάναμε και το δικό μας σπιτικό, άσχετα αν η μοίρα δεν θέλησε να μεγαλώσει το "σπιτικό" μας.

Τελικά μέσα σε αυτή την 20ετία η ζωή μας άλλαξε. Ευτυχώς που δεν αφήσαμε να γκρεμιστεί η σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργήσαμε μέσα από πόνο. Δεν ξέρω για σένα, αλλά στην πορεία αυτή των 20 χρόνων, πονούσα κάθε φορά που πονούσες, που μια σχέση σου δεν πήγαινε καλά, που ένιωθες να σε παραγκωνίζουν, που δεν σε καταλάβαιναν οι γονείς σου και είχαν πάντα άποψη για κάθε σχέση σου και που τελικά ακόμη κι εγώ είχα μπει στο στόχαστρο. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα με εξίσωναν τότε με την οποιαδήποτε σχέση, όταν εγώ στεκόμουν πλάι σου, την στιγμή που ήθελες έναν ώμο να κλάψεις. Αλλά τελικά ήρθε η επιβράβευση όταν δεν το περίμενα και ειλικρινά ξαφνιάστηκα. "Μαρίνα, σ'ευχαριστώ που προσέχεις τον γιο μου όλα αυτά τα χρόνια", ήταν η κουβέντα της μάνας σου όταν πήγα να την αποχαιρετήσω την επόμενη μέρα που φεύγαμε απ'το χωριό σου πέρσι που πήγαμε τα πιτσιρίκια σου για τις διακοπές τους εκεί. Και τι άλλο πια να θυμηθώ από αυτές τις καλοκαιρινές μας εκδρομές τα 2-3 τελευταία χρόνια! Τις εξομολογήσεις μας για το τι συνέβαινε στα "σπίτια" μας, τα ουζάκια στην παραλία της Πρεβέζας, τον συγγραφικό οίστρο πλάθοντας ιστορίες που τελικά ποτέ δεν φτιάξαμε, τις παιδιάστικες διαθέσεις μας... Εκδρομές που με έκαναν να φορτώνω μπαταρίες και να νιώθω ότι ο χρόνος κάπου σταμάτησε και σε έφερνε κοντά μου να περάσω λίγο ξένοιαστα απ'την πνιγερή πραγματικότητά μου. 

Θέλω να πιστεύω ότι στα επόμενα 20 χρόνια θα βρεθούν κι άλλες στιγμές να ζήσουμε και ίσως κάποια στιγμή στα χρόνια που θα περάσουν να επαναλάβουμε και πάλι εκείνες τις διακοπές, να νιώσουμε και πάλι νέοι, να νιώσουμε ότι η ζωή μπορεί να είναι όμορφη χωρίς τις έγνοιες της καθημερινότητας.

Σκέψεις χαμένες...




Θέλω να γράψω, αλλά δεν ξέρω τι! Η ζωή μου, μου περιορίζει την δυνατότητα να αφήνω την σκέψη μου να ταξιδεύει ή να κάνει την ανακατανομή της ώστε πολλές εικόνες κι αναμνήσεις να μπουν στην ανάλογη χρονολογική σειρά. Το μόνο που μου μένει όταν το σώμα χαλαρώνει αργά το βράδυ που ξαπλώνω να κοιμηθώ, είναι να πιέζω την σκέψη μου να γυρίσει στο παρελθόν. Να ξυπνήσω και να βρίσκομαι εκεί. Προσπαθώ ακόμη να μου δώσω τον ανάλογο προσανατολισμό: το σημείο που ήταν παλιά το κρεββάτι μου στο πατρικό μου από κάτω, η αίσθηση του δωματίου που ήταν σαν δικό μου, η βιβλιοθήκη να στέκεται απέναντί μου γεμάτη βιβλία και πάνω από αυτά δεκάδες σημειώσεις κι άλλα βιβλία, η τηλεόραση πάνω στο ψυγείο και το λαμπάκι που φώτιζε τα βράδια το δωμάτιο να δίνει την αίσθηση της ασφάλειας. Πιέζω το μυαλό μου να φέρει στην επιφάνεια μια έντονη ανάμνηση που θα με κάνει να την ξαναζήσω την ημέρα που ξημερώνει, αλλά τελικά... με βρίσκω στο τωρινό μου υπνοδωμάτιο, με τον σύζυγο δίπλα να ροχαλίζει και να ξεφυσάει, το λαμπάκι στο πορτατίφ να δίνει την ασφάλεια του και η τηλεόραση να είναι στο δικό της ντουλάπι στην ντουλάπα και το καλώδιο με τα ακουστικά να κρέμεται, ενώ είναι ανοιχτή σε κανάλι που παίζει μουσικά βίντεο απ'το παρελθόν. Κι έτσι το πρωινό μου ξύπνημα μετά από αρκετή πίεση του μυαλού με βρίσκει να κοιτάζω ένα βίντεο απ'τα παλιά εκεί στην τηλεόραση χωρίς να έχω τον ήχο στα αυτιά μου. Ο λήθαργος του ξύπνιου δεν μου δίνει την δύναμη να απλώσω το χέρι να βάλω τα ακουστικά στ'αυτιά. Ίσως γιατί το μυαλό πλέον όσο και να πιέστηκε το βράδυ, δεν είναι σε διάθεση να παίξει με τα δικά μου παιχνίδια του μυαλού.

Είναι στιγμές!



Είναι στιγμές που επιστρέφεις στο μυαλό μου
μέσα απ' το χθες να κυριεύεις το παρόν μου
 Χωρίς να φταις γίνεσαι λάθος όλο δικό μου
κι οι ενοχές που σ' αγαπώ κάποιες στιγμές
χωρίς να φταις, χωρίς να φταις

Είναι στιγμές που η αλήθεια μοιάζει ψέμα
Είναι στιγμές που δεν μπορώ χωρίς εσένα
Είναι στιγμές που σε ζητώ απεγνωσμένα
Είναι στιγμές

Είναι στιγμές που η αλήθεια μοιάζει ψέμα
μέσα μου δες, είμαι μισός χωρίς εσένα
Μνήμες παλιές σ' αναζητούν απεγνωσμένα
είναι στιγμές, όλη μου η ζωή είναι στιγμές

Είναι στιγμές που ξανά γίνεσαι ανάγκη
ξυπνάς ευχές που καταλήξανε αυταπάτη
και οι πληγές αιμορραγούν και στάζουν δάκρυ
κι οι ενοχές που σ' αγαπώ κάποιες στιγμές
χωρίς να φταις, χωρίς να φταις

Είναι στιγμές που η αλήθεια μοιάζει ψέμα
Είναι στιγμές που δεν μπορώ χωρίς εσένα
Είναι στιγμές που σε ζητώ απεγνωσμένα
Είναι στιγμές

Είναι στιγμές που η αλήθεια μοιάζει ψέμα
μέσα μου δες, είμαι μισός χωρίς εσένα
Μνήμες παλιές σ' αναζητούν απεγνωσμένα
είναι στιγμές, όλη μου η ζωή είναι στιγμές