Τα νομίσματα της ευτυχίας



Άγγελε: αν υπήρχε ένας τόπος που δεν τον γνωρίζουμε κι εκεί,
σε κάποιο πρωτόγνωρο χαλί δυο εραστές γυμνοί
πάσχιζαν να κατακτήσουν το ανέφικτο'
τις τολμηρές εξερευνήσεις των καρδιών τους που φτερουγίζουν
στους πύργους της ηδονής, στις σκάλες που στέκονται ψηλά
δίχως ν'ακουμπούν στο έδαφος, μόνο γέρνοντας ο ένας πάνω στον άλλο
τρέμοντας - πασχίζοντας να ελέγξουν τόσα,
μπροστά στους θεατές που τους κυκλώνουν, τους αμέτρητους άηχους νεκρούς:
θα'ριχναν τότε άραγε τα τελευταία, τα αιώνια φυλαγμένα
τα παντοτινά κρυμμένα, τα άγνωστα σ'εμάς, ανεκτίμητα
νομίσματα της ευτυχίας, μπροστά στους γυμνούς εραστές 
που μας χαμογελούν στο χαλί τους;


Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα απ'το βιβλίο που διαβάζω (το μόνο που ποιητικό κομμάτι που αξίζει, απ'το όλο "πεζό" μυθιστόρημα): Οι γυναίκες του ταξιδευτή - Όντρει Νιφένεγκερ.

Απ'την καρδιά του!


Έχουν περάσει 5 ολόκληρες μέρες απ'την γιορτή των ερωτευμένων. Απ'την ημέρα αυτή που μου έφερε αυτή την όμορφη ανθοδέσμη, δείχνει τόσο ολόφρεσκη όσο και την ημέρα που μου την χάρισε. Μάλλον και τα λουλούδια να αισθάνθηκαν πως θα χαριστούν από καρδιάς και με τρυφερότητα. Δεν ξέρω τι λέει ο καθένας αλλά ήταν μια όμορφη έκπληξη στην απέραντη πλήξη μου, όταν περιμένα ο σύντροφος της ζωής μου να κάνει μια κίνηση, να φανεί ότι με σκέφτηκε. Και ήρθε η ανθοδέσμη για να με ξυπνήσει και να με κάνει να χαρώ και να την χαζεύω όλη την ημέρα σαν μικρό παιδί που χαίρεται για το νέο του παιχνίδι.
Σου είπα τα ευχαριστώ από κοντά, στα είπα απ'το τηλέφωνο, στα είπα και με sms... Στα λέω και με την καρδιά μου!


Χίλια ευχαριστώ, που δίνεις αξία στην ζωή μου!

Με αγάπη

Εκείνος ο οποίος αγαπάει είναι μακρόθυμος κι ανεκτικός, είναι καλωσυνάτος, ευργετικός και ωφέλιμος, δε ζηλοφθονεί, δεν υπερηφανεύεται, δεν φέρεται με αλαζονεία και προπέτεια, δεν πράττει άσχημα, δε ζητεί τα δικά του συμφέροντα, δε ερεθίζεται από θυμό και οργή, δε σκέπτεται ποτέ κακό κατά του πλησίον, ούτε λογαριάζει το κακό που έπαθε από αυτόν. Δεν χαίρεται όταν βλέπει να γίνεται αδικία, χαίρεται όμως όταν βλέπει την αλήθεια να επικρατεί. Η αγάπη τα πάντα ανέχεται, στα πάντα εμπιστεύεται, για πάντα ελπίζει, τα πάντα υπομένει.

Η αγάπη ποτέ δεν εκπίπτει αλλά μένει πάντοτε ισχυρή: τα χαρίσματα είτε είναι προφητείες θα καταργηθούν, είτε είναι ξένες γλώσσες θα παύσουν, είτε είναι γνώση θα καταργηθεί και αυτή. Διότι τώρα εν μέρει και όχι τέλεια γνωρίζουμε και προφητεύουμε, όταν όμως έλθει το τέλειον, τότε το μερικό και ατελές θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, ως νήπιο μιλούσα, ως νήπιο σκεπτόμουν, ως νήπιο συλλογιζόμουν. Όταν όμως έγινα άνδρας, κατήργησα πλέον εκείνα τα νηπιώδη. Διότι τώρα βλέπομε όπως σε ένα κάτοπτρο θαμπά και μας μένουν ανεξήγητα αινίγματα. Όταν όμως έλθει το τέλειο, θα ιδούμε φανερά και καθαρά, όπως πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνον ένα μέρος της αλήθειας, τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώση, όσο με γνωρίζει ο Παντογνώστης.
Απόσπασμα από: Α´ ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Κορινθίους (ιβ´ 27 - ιγ´ 13) 





Cd 1
01. Back To You - Brett Anderson feat. Emmanuelle
02. When You Say You Love Me - Josh Groban
03. When We Dance - Sting
04. Please Forgive Me - Bryan Adams
05. My Immortal (Radio Edit) - Evanescence
06. The Old Ways - Loreena McKennitt
07. El Corazon - Arno Elias
08. Letting Go - Nitin Sawhney feat. Tina Grace
09. Join' Me - Sarah Brightman & Gregorian
10. Silence - Delirium feat. Sarah McLahlan
11. Everything - Alanis Morissette
12. Now You're Gone - Lionel Richie
13. Still Reminds Me (Special Radio Edit) - Anggun
14. Strange Relationship - Daren Hayes
15. If You Can't Say No - Lenny Kravitz
16. When It Hurts So Bad - Lauryn Hill

Cd 2
01. I'm Not Giving You Up - Gloria Estefan
02. Beautiful Maria Of My Soul - Los Lobos
03. No Me Ames - Marc Anthony & Jennifer Lopez
04. I Don't Wanna Fight - Tina Turner
05. Emmalene (Maxi Single) - Errol Brown
06. Saviour - Anggun
07. Tainted Love - Kwan
08. Daffodil Lament - The Cranberries
09. Without You I'm Nothing - Placebo feat. David Bowie
10. Glory Box - Portishead
11. In A Lifetime - Clannad feat. Bono (U2)
12. Ain't No Sunshine - Stryke presents The Azul Project
13. My Love's Leavin' - Steve Winwood
14. Stay - Zita
15. Make You Feel My Love - Adele
16. Mystery Of Love - Tk Paradza & Stardust
17. Thank You For Loving Me - Bon Jovi
18. Let Me Take You There - Plain White T's


Η επιστροφή (μέρος β')



Συνέχεια από ε δ ώ...

Η φλόγα που τρεμόπαιξε με ανατρίχιασε! Ήταν σαν ένα σημάδι ότι με σκεφτόταν. Μπήκα στο σπίτι και κοίταξα το κινητό. Δεν υπήρχε κλήση. Ήταν απασχολημένος. Αυτό το ήξερα. Πάντα υπήρχε μια γυναίκα δίπλα του να αναπληρώνει τα κενά του. Κενά που με τίποτε δεν γέμιζαν κι αυτό τον έριχνε στην άβυσσο του μυαλού του και όταν ένιωθε ότι πνιγόταν τότε ερχόταν σε μένα. Η σκέψη του ερχόταν και συναντούσε την δική μου. Να τον πιάσω απ'τα μαλλιά, να τον τραβήξω απ'το χέρι και να του ανοίξω τις πύλες του μυαλού του για να προχωρήσει. Κοίταζα το σπίτι. Με το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου το μόνο που διέκρινα ήταν τα λιγοστά έπιπλα και τις σκιές που φάνταζαν σαν απόκοσμες υπάρξεις που ήθελαν να με τρομάξουν. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν ο χορός των ποντικών που είχαν τρυπώσει με κάποιο τρόπο στην στέγη και ακούγονταν τα πόδια τους στην ξύλινη οροφή. Βρισκόμουν στο καθιστικό και κοίταζα τα δωμάτια που είχαμε μοιραστεί τότε. Έβλεπα τις γνώριμες εικόνες να ξεπηδάνε και να κάνουν τα μάτια μου να βουρκώσουν. Πήγα στο υπνοδωμάτιο που μοιράστηκε ο Στράτος με τον αδερφό μου. Έκατσα στο κρεββάτι που κοιμόταν τότε και έσκυψα να μυρίσω το στρώμα. Δεν υπήρχε ίχνος απ'την μυρωδιά του, μόνο η οσμή του πολυκαιρισμένου στρώματος. Εδώ θα κοιμόμουν απόψε. Ίσως έτσι να είχαν μείνει ξεχασμένες κάποιες σκέψεις του και με κάποιο τρόπο τρύπωναν στις δικές μου! Κοίταξα απέναντι! Ένα ίχνος απ'το φως της κολώνας της ΔΕΗ τρύπωνε απ'το τζάμι και φώτιζε το τζάκι που το λευκό του χρώμα την ημέρα αυτή την στιγμή ήταν γκριζωπό. Εκεί στην εστία άφηνα το ραδιοκασσεττόφωνο και τις κασσέττες για να ακούμε μουσική. Γέλασα. Νομίζω ότι πια είχα την αρχή της ιστορίας μας. Αυτό το απόκοσμο που μου χάριζε η σκοτεινιά του σπιτιού με το φως απ'την λάμπα πετρελαίου μου έδινε την ιδέα για μια αρχή κι ας ήταν πλασματική κι ας μην είχε συμβεί ποτέ. Θα ήταν... "κάτι σαν ψέμα κάτι σαν όνειρο".

Ξημέρωσε η άλλη μέρα και ήταν όμορφη. Ηλιόλουστη. Έφτιαξα έναν καφέ να τον πιω στα γρήγορα και κοίταξα στο κινητό. Κλήση δεν υπήρχε, αλλά έπρεπε να το φορτίσω. Θα πήγαινα στο κάμπινγκ. Κάπου θα υπήρχε μια πρίζα διαθέσιμη. Δεν ήθελα να ξεμείνω από τηλέφωνο. Αν μου τηλεφωνούσε; "Κοριτσάκι μου ξύπνα επιτέλους! Χέστηκε για σένα" μου είπε πικρόχολα η λογική μου. Ήμουν πολύ ρομαντική για να γκρεμίσω όλα όσα αισθάνομαι και να κάνω την λογική να με κυριεύει! Δεν γινόταν να μην είχε τίποτε μέσα του για μένα! Εκείνος ήταν που με ταρακούνησε απ'την πρώτερη μίζερη ζωή μου και με έκανε να καταλάβω πως είναι να αγαπάς πραγματικά. Εκείνος μ'έκανε να τον αγαπήσω κι ας μην ήθελε να το δεχθεί ή να το πιστέψει. Δεν ήταν υποχρεωμένος άλλωστε κι ούτε τον υποχρέωσα. Εγώ ήμουν αυτή που θεώρησα πως έπρεπε να ξέρει τι μου συμβαίνει. Τι είχε καταφέρει με όλα όσα έκανε για να με αποτραβήξει από ένα "κόλλημα" που θεωρούσα έρωτα. Υπολανθάνουσα μορφή έρωτα, ήταν αυτό που νόμιζα ότι αισθανόμουν για τον Γιώργο. Κι ευτυχώς που ο Στράτος με ξύπνησε, για να μου δώσει να καταλάβω πως το να χαραμίζομαι για κάτι που δεν υπάρχει, χαραμίζω την ζωή μου στα χρόνια που περνάνε. Άφησα το φλιτζάνι του καφέ στον νεροχύτη και πήρα κινητό και φορτιστή μαζί μου. Πήρα το ποδήλατό μου και χάθηκα στους γνώριμους δρόμους που κάποτε περπατήσαμε και που κάθε μεριά του όλο και κάτι έχει να μου θυμίζει: το σημείο που στάθηκα όταν κόπηκε το τσόκαρο επίτηδες για να τρέξω να βρω στο σπίτι τον Στράτο, το σημείο που κάτω απ'την συστάδα των κυπαρισσιών ένα βράδυ με φίλησε, το σημείο που με πήρε στην αγκαλιά του για να μην παραπατάω... Όλη η διαδρομή μέχρι το κάμπινγκ ήταν γεμάτη αναμνήσεις. Τα σκίνα μύριζαν όμορφα κι είχα αφήσει ένα χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό μου. Ήμουν σίγουρη ότι θα φάνταζα χαζή στους οδηγούς που με προσπερνούσαν με το αυτοκίνητό τους!

Στο κάμπινγκ δεν είχαν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Όλα ήταν ίδια με εξαίρεση το προσωπικό που για άλλη μια φορά είχε αλλάξει! Δεν με ένοιαζε πια. Η ουσία είναι ότι είχα όμορφες αναμνήσεις κι από εδώ. Πήγα μέχρι το μπαρ και πήρα ένα φραπέ στο χέρι και τράβηξα προς τους κοινόχρηστους βοηθητικούς χώρους. Ίσως έβρισκα κάποια διαθέσιμη πρίζα στα πλυντήρια, στα σιδερωτήρια... Κάπου τέλος πάντων. Παρά το ότι ήταν Σεπτέμβρης υπήρχε αρκετός κόσμος. Δεν υπήρχαν πολλά πιτσιρίκια όμως. Σε λίγες μέρες άνοιγαν τα σχολεία. Διακοπές τέλος για τις οικογένειες! Τελικά το μαγειρίο ήταν ότι έπρεπε. Μπήκα μέσα κι έβαλα το κινητό να φορτίσει. Έκατσα στο πεζούλι της πόρτας κι έπινα τον καφέ μου κοιτάζοντας τριγύρω. "Τι καλά να ήσουν εδώ! Θα με έκανες να περάσω τέλεια. Να ξεχαστώ. Όμως είσαι αλλού και η σκέψη σου δεν έχει περίσσευμα για μένα..." σκέφτηκα κι ανακάτεψα τον αφρό του καφέ! Εκεί μπροστά στο μπαρ ήταν σαν να έβλεπα πάλι να στέκεται ο Βασίλης και να μιλά σε μένα και να με ρωτάει "αν μου είναι κάτι ο Στράτος"! Χαμογέλασα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι στο πρόσωπο μου γραφόταν το όνομα του Στράτου κι εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Πως γίνεται αλήθεια κάτι τέτοιο; Εγώ προσπαθήσα να δικαιολογήσω το παιχνίδι του Στράτου σαν κάτι εντελώς το φιλικό και που δεν αποσκοπεί κάπου κι εγώ μάλλον στο υποσυνείδητο μου ήξερα ότι τον ήθελα. Κι αν η σκέψη μου και η λογική μου έλεγε: "όχι στον Στράτο", στο πολύ-πολύ βάθος τον ήθελα τρελά και φαινόταν να γράφεται στο πρόσωπό μου χωρίς να το θέλω. Κι η Τζούλια το κατάλαβε τότε στην εκδρομή μας. Ίσως να φαινόταν και στο πρόσωπο του Στράτου ότι με ήθελε στην ζωή του και η Τζούλια ως τρίτο πρόσωπο που την ξέραμε ελάχιστα είχε "δει" ότι κάτι συνέβαινε μεταξύ μας! Ακόμη κι ο αδέρφος μου πολύ αργότερα είχε ρωτήσει το ίδιο αλλά με άλλα λόγια: "μήπως είσαι τσιμπημένη με τον Στράτο"; Όχι μόνο τσιμπημένη, δαγκωμένη ολοκληρωτικά! Περισσότερο δεν πήγαινε! Και δεν ήθελα να του το ομολογήσω. Τι νόημα είχε πια αφού το πουλάκι είχε πετάξει; Το τι αισθανόμουν για τον φίλο του ήταν δικός μου λογαριασμός. Το μυστικό μου! Καλά φυλαγμένο στην καρδιά μου και κλειδωμένο με πεταμένο το κλειδί. Ένας αναστεναγμός με έκανε να ξυπνήσω απ'τις σκέψεις μου και σηκώθηκα. Το κινητό είχε φορτίσει πια και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. 

Ο καιρός φάνταζε τόσο όμορφος που ήθελα να κάνω βόλτες με το ποδήλατο. Πήγα πάλι στην παραλία. Τίποτε δεν θύμιζε απ'το σκηνικό το βραδυνό. Μετά την καταιδίγα πάντα έρχεται η νηνεμία. Και η θάλασσα φάνταζε σαν λάδι έτσι ατάραχη όπως ήταν. Παράτησα το ποδήλατο στην γνώριμή μου βάρκα και πήγα κι έκατσα στην ακροθαλασσιά. Μου άρεσε εδώ. Πετούσα πετραδάκια στο νερό και το βλέμμα μου ταξίδευε κατά μήκος της ακτής. Κάποιοι έκαναν μπάνιο κάποιοι άλλοι έκαναν τζόκινγκ και κάποιος περπατούσε μόνος με ένα τσιγάρο στο χέρι. Διακρινόταν ότι κάπνιζε. "Να'ταν ο Στράτος" σκέφτηκα. Κοιτούσα μήπως η επιθυμία μου έβγαινε αληθινή. Όχι όμως. Κάποιος που έκανε περίπατο στην ακτή ήταν που τελικά άλλαξε διαδρομή και ανέβηκε προς το δρόμο όπου είχε παρκάρει το τζιπ του. Γέλασα απογοητευμένη. Φαντάζομαι τόσα και τίποτε δεν βγαίνει αληθινό. Το τηλέφωνό μου χτύπησε και με ξάφνιασε. Χαμογέλασα:
- Ναι;
- Γιατί δεν είσαι σπίτι; Που γυρνάς;
Άκουσα την φωνή του παραπονιάρικη να μου χαϊδεύει τ'αυτιά:
- Έχω άδεια και είμαι σε διακοπές.
- Που;
- Στα παλιά μας στέκια!
- Μόνη σου;
- Ναι!
- Και γιατί δεν είπες τίποτε;
- Έπρεπε;
- Αν ήθελα να έρθω;
- Μην λες ψέμματα. Δεν θα ήθελες.
- Η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι λίγες διακοπές.
- Αν το θες αλήθεια, έλα.
- Πολύ θα το ήθελα αλλά ξέρεις πως δεν γίνεται!
- Ναι καταλαβαίνω. Θα ήθελες να ερχόσουν μόνος, αλλά δεν είσαι μόνος για να το κάνεις. Και μόνος να ήσουν πάλι δεν θα ερχόσουν.
- Ποτέ μη λες ποτέ.
- Ένα μήνα θα μείνω εδώ πάνω. Αν κάποια στιγμή πιστεύεις ότι μπορείς να ξεκλέψεις μερικές ώρες, είσαι ευπρόσδεκτος. Αν πάλι δεν μπορείς, δεν τρέχει τίποτε.
- Μαρίνα το ξέρεις ότι με δένει αυτό το μέρος και θα ήθελα πάρα πολύ να έρθω...
- Εντάξει δεν σε πίεσα και δεν σε υποχρέωσα. Μια πρόσκληση έιναι. Δεν υπέγραψες συμβόλαιο.
- Άσε με να σου πω! Μακάρι να μπορούσα να έρθω! Θα ήθελα να περνούσαμε μαζί ένα Σαββατοκύριακο έστω και το σίγουρο είναι ότι θα με έκανες να ξεχαστώ και να βρω λύσεις σε ότι με βασανίζει.
- Πάλι προβλήματα;
- Ναι! Τα γνωστά!
- Και οι λύσεις γνωστές είναι!
- Σε ζηλεύω πάντως! Που είσαι τώρα;
- Στην παραλία. Έχω κάτσει στην ακτή μπροστά κι αγναντεύω την θάλασσα.
- Είσαι τυχερή. Μακάρι να'μουν εκεί δίπλα σου. Αλλά γαμώ το κερατό μου μόνο αν αρρωστήσω θα μου δώσει άδεια ο μαλάκας.
- Μακάρι να ήταν στο χέρι μου.
- Μαρινάκι! Να περάσεις καλά κορίτσι μου! Κι αλήθεια, πως θα περάσουν όλες αυτές οι μέρες χωρίς ρεύμα; Μόνο με διάβασμα και μπάνια στην θάλασσα;
- Όλο και κάτι θα βρω να κάνω...
- Εντάξει! Αν χρειαστείς κάτι τηλεφώνησέ μου!
- Εντάξει! Στράτο;
- Τι;
- Μου λείπεις!
Σιωπή... Σαν η γραμμή είχε διακοπεί και μετά από λίγο:
- Κι εμένα μου λείπεις. Μακάρι να...
- Μου αρκεί. Θέλω να είσαι καλά κι ευτυχισμένος! Σ'ευχαριστώ που τηλεφώνησες. Γεια!
- Φιλιά μωρό μου!
- Φιλιά!
Έκλεισα το κινητό! Χαμογελούσα και η ψυχή μου αναπηδούσε! Αυτό το τηλεφώνημα μου άνοιξε το μυαλό ακόμη περισσότερο για να γράψω. Δεν έπρεπε να το καθυστερήσω! Μου έδωσε ήδη την επόμενη ιδέα για την συνέχεια του πρώτου εισαγωγικού κεφαλαίου. Ένα Σαββατοκύριακο οι δυο μας. Που θα ήταν και το τελευταίο. Που ο καθένας θα έπερνε τον δρόμο του αφού προηγουμένως δίνονταν οι σχετικές εξηγήσεις και γίνονταν οι ανάλογες εξομολογήσεις. Για να λυτρωθούν οι δυο ήρωες απ'τα ίδια συναισθήματα που τους έπνιγαν. Έτσι ήθελα να φανταστώ εμένα και τον Στράτο. Σε κάτι που ποτέ δεν συνέβη και που η φαντασία μου ήθελε να συμβεί!

Η αρχή έγινε. Η φαντασία δούλευε και το χαρτί μόνο που δεν έπαιρνε φωτιά απ'το μελάνι του στυλό! Το ραδιόφωνο δίπλα μου με συντρόφευε σε αυτό το νοητό ταξίδι της φαντασίας μου κι άφηνα την ώρα και τις μέρες να περνάνε σαν νερό βρίσκοντάς με πάντα στο ίδιο σημείο: στην βεράντα του μικρού εξοχικού μας με το ραδιόφωνο επάνω στο τραπέζι μαζί με τα χαρτιά και τα στυλό μου κι εγώ αφοσιωμένη -σχεδόν ρουφηγμένη- να γράφω. Και να κάνω διαλείμματα μόνο αργά τα βράδια όταν κάποιες φορές ένιωθα στο μυαλό μου μικρά κενά, ή όταν πήγαινα στο κάμπινγκ να φορτίσω το κινητό. Το γράψιμο κυλούσε σαν νεράκι και το ευχαριστιόμουν. Δεν είχα πια το άγχος μη τυχόν πιάσουν τα γραπτά μου οι γονείς μου ή ο αδερφός μου την στιγμή που θα προσπαθούσα να βάλω μια επιπλέον φράση σε κάποιο κεφάλαιο. Έγραφα... έγραφα... έγραφα... Και πάντα στα σύντομα διαλείμματα μου σκεφτόμουν αν έπρεπε να το πω και στον Στράτο. Να μάθει ότι δεν διάβαζα, ότι έγραφα για μένα και τις διακοπές μας, για μας, για την σχέση που έμεινε, για το δέσιμό μας, για όλα μας. Αρνητικά ή θετικά. Για την σχέση δύο ανθρώπων που βγήκαν αλώβητοι απ'την συναισθηματική παγίδα και που συνεχίζουν πια σε μια σχέση ξεκάθαρη πέρα από λουλούδια κι έρωτες, πέρα από φιλίες. Που συνεχίζουν δυνατοί κι αναγεννημένοι απ'τις στάχτες τους σε πείσμα όσων απλά πίστευαν πως δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει κάτι ζωντανό που να τους κρατήσει δεμένους! 
Όταν πια επέστρεψα πίσω, βρήκα το θάρος και την ευκαιρία να του το πω. Η χαρά του ήταν απίστευτη κι εκείνος ήταν που ενθουσιασμένος με παρότρυνε να το προχωρήσω αν είχα τις δυνάμεις. Δεν είχα τέτοιες βλέψεις, μου ήταν αρκετός ο ενθουσιασμός του. Η ανακούφιση των όσων είχε διαβάσει μέχρι τώρα και δεν τον ενόχλησαν, ήταν για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Ίσως επειδή ενώ θεωρούσα ότι τον ήξερα αρκετά, τελικά δεν ήξερα καλά και την άλλη του πλευρά. Την πλευρά που ξέρει να χαίρεται και να κάνει τα πράγματα να φαντάζουν πολύ πιο όμορφα απ'ότι ίσως είναι!

Η επιστροφή



Σεπτέβρης. Σε μια βεράντα ενός μικρού εξοχικού σπιτιού, μια νέα γυναίκα κάθεται μπροστά σε ένα τραπέζι. Έχει ένα ραδιόφωνο που παίζει μουσική και απλωμένο μπροστά της ένα μεγάλο τετράδιο. Είναι αποροφημένη. Το βλέμμα στιγμές-στιγμές στέκεται απλανές επάνω στο άπειρο και σκέφτεται με πια σειρά να σημειώσει όλα όσα έχουν στοιβαχθεί στο κεφάλι της. Μάλλον ήξερε την σειρά τους, όμως πως να έκανε την αρχή; Ο καιρός μουντός κι ο ζεστός αέρας του φθινοπώρου σέρνει τα φύλλα που έχουν πέσει μέσα στην αυλή πότε από δω και πότε από κει. Τα σύννεφα κάνουν το μεσημέρι να μοιάζει με απόγευμα και η ώρα όσο περνά το σκοτεινιάζει περισσότερο. Ξεχασμένη στο τετράδιό της επάνω έχει ξεχάσει πως η ώρα είχε περάσει, πως από το πρωί, δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα της κι ένας καφές σε ένα ψηλό ποτήρι έδειχνε πως έχανε την φρεσκάδα του με το πέρασμα των λεπτών της ώρας.

Αυτή η εικόνα έχει κολλήσει στο μυαλό μου τόσο έντονη. Προσπαθώ να δω τον εαυτό μου από μια άλλη γωνία. Σαν να έχω βγει απ'το σώμα κι έχω ταξιδέψει στον χρόνο κι αντικρίζω αυτήν την νέα γυναίκα που είμαι εγώ να γράφει. Θυμάμαι ότι έγραφα συνεχώς. Όπου έβρισκα. Είχα δεν είχα χαρτί, θα προσπαθούσα να βρω για να σημειώσω μια εικόνα απ'το τότε που μου έκανε ξαφνικά επίσκεψη. Είχα γεμίσει μια τσάντα με τετράδια, μικρά και μεγάλα και χαρτιά. Ακόμη και χαρτοπετσέτες. Πίστευα ότι αν δεν σημείωνα αυτό που είχε κολλήσει στο κεφάλι μου κάποια στιγμή θα χανόταν. Σκεφτόμουν πως όλα αυτά κάποτε θα τα έβαζα στην σειρά και θα είχα έτσι σε ένα δικό μου προσωπικό μου βιβλίο όσα είχαν χαραχτεί μέσα μου. Και ήμουν αποφασισμένη να το κάνω. Και για να το κάνω θα έπρεπε να ήμουν μόνη μου. Εντελώς. Μόνο έτσι όλος ο χρόνος της ημέρας θα ήταν ολοδικός μου για να αφοσιωθώ σε αυτό που με έκαιγε να κάνω.Μόνο που χρειαζόταν να γυρίσω πίσω. Να κάνω το ταξίδι εκείνο που θα μου ζωντάνευε όλες τις εικόνες. Ένιωθα άλλωστε στην σκέψη πως υπήρχε μια πρόσκληση από εκείνο το μέρος να βρεθώ εκεί. Ένιωθα πως μόνο έτσι θα γαλήνευαν τα μέσα μου. Η επιστροφή ήταν σημαντική.

Ήταν μιε εποχή τόσο δύσκολη για μένα συναισθηματικά. Ίσως ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Ήταν την εποχή που προσπαθούσα να βρω δικαιολογίες για να μαζέψω τα κομμάτια μου και να συνεχίσω. Δεν γινόταν. Οι αναμνήσεις με στοίχειωναν μέρα με τη μέρα και έγραφα. Κάθε λέξη ένα χαμόγελο, κάθε λέξη κι ένα δάκρυ. Εκεί που ένιωθα λύτρωση, ξανά πάλι έπεφτα στο σκοτάδι μου. Ποτέ μου δεν ήμουν έτσι άλλη φορά. Ο πόνος της καρδιάς όσο έδειχνε δυσβάχτατος, τόσο εγώ επέμενα να τον νιώθω. Όταν η λογική μου έλεγε ότι όλο αυτό που συνέβη τότε δεν ήταν στην ουσία κάτι το σημαντικό, εμένα η καρδιά μου έλεγε άλλα.

- Που θα μείνεις παιδάκι μου εδώ μόνη σου; Χωρίς ρεύμα; Δεν φοβάσαι;
- Γιατί; Λες να με φάνε τα φαντάσματα;
Η μητέρα μου ανατρίχιαζε στο ενδεχόμενο ότι φθινοπωριάτικα σε μια έρημη από κόσμο περιοχή για την εποχή, θα έμενα μόνη μου. Φοβόταν πως αν τύχαινε κάτι δεν θα είχα κάποιον να ειδοποιήσω:
- Μαμά, αν τύχει κάτι θα σε πάρω απ'το κινητό.
Την καθησύχασα όταν μπήκε στο αυτοκίνητο για να γυρίσει πίσω στην πόλη. Κούνησε το κεφάλι της αγανακτισμένη με την ξεροκεφαλιά που με έδερνε. Δεν ήξερε όμως. Για μένα αυτή η επιστροφή ήταν η λύτρωση. Χειρότερο φάντασμα απ'το πόνο που ένιωθα στην καρδιά μου δεν υπήρχε. Και φανταζόμουν ότι η επιστροφή στα γνώριμα μέρη θα με έκανε πιο δυνατή, θα ξαναζούσα στο μυαλό μου εκείνες τις διακοπές και την μετέπειτα εκδρομή μας κι έτσι ίσως αυτό να με λύτρωνε και να γυρνούσα πιο δυνατή από ποτέ ή ίσως ο πόνος της καρδιάς μου να ήταν πιο γλυκός.
Είδα που χάθηκε το αυτοκίνητο απ'το οπτικό μου πεδίο και βρήκα την ευκαιρία να κάνω μια βόλτα με το ποδήλατό μου. Όλα ήταν ίδια μα τόσο διαφορετικά. Ένιωθα ότι όλα τα μέρη της περιοχής ήταν στοιχοιωμένα. Σαν μια απίστευτη μετάλλαξη. Σαν βιντεοπαιχνίδι που ξαφνικά η ηλιόλουστη μέρα γινόταν σκοτεινή και τρομακτική με μια σειρήνα να ουρλιάζει γιατί κάπου παραμόνευε το κακό. Και η σειρήνα του μυαλού μου ούρλιαζε. Οι βαθιές ανάσες που έπερνα για να διώξω τα δάκρυα που είχαν φράξει την όρασή μου δεν βοηθούσαν. Ένιωθα να με πλακώνει ο καιρός και η επιστροφή μου φάνταζε σαν ταινία τρόμου.
Τράβηξα μέχρι την θάλασσα. Τρικυμία. Και η θάλασα σκοτεινή. Τα μαύρα σύννεφα την σκοτείνιαζαν. Ένιωθα ότι κάτι δεν με ήθελε εδώ. Εγώ επέμενα. "Πρέπει" φώναζα στον εαυτό μου. Και ξαφνικά εκεί στην ακροθαλασσιά έβλεπα τον Στράτο και την Μαρίνα να παίζουν ρακέτες, να χαμογελάνε, να πειράζονται, να κυνηγάνε το στρώμα στην θάλασσα, να κάνουν ηλιοθεραπεία και το λάδι στο δέρμα να γλυστρά και να ξυπνά αισθήσεις ερωτικές. 
Ακούμπησα το ποδήλατο στην άκρη μιας βάρκας που ήταν τραβηγμένη στην ακτή και περπάτησα μέχρι την ακροθαλασσιά. Έβαλα τα πόδια μου στο νερό. Η ανάσα μου με το ζόρι έδινε οξυγόνο στους πνεύμονές μου. Κοίταζα κατά μήκος της παραλίας μήπως και εμφανιζόταν. Καμιά ανθρώπινη παρουσία δεν υπήρχε. Η μαυρίλα του ορίζοντα δεν άφηνε κανέναν να κάνει βήμα και να βγει περίπατο στην θάλασσα. Μια προσμονή. Είχα μια προσμονή. Κοίταζα πέρα τον δρόμο μήπως τυχόν κι εμφανιζόταν ξαφνικά το αυτοκίνητό του.
Κι εκεί μπροστά να'σου μια φωτιά. Σκοτάδι ολόγυρα και η φωτιά απλά φώτιζε τρία γνώριμα πρόσωπα: του Γιάννη, του Στράτου και το δικό μου. Έβλεπα την φιγούρα μου να είναι σχεδόν ξαπλωμένη στο στήθος του Στράτου, που μου χάϊδευε τα μαλλιά και μου έσφιγγε την παλάμη. Έβλεπα την ηρεμία στο πρόσωπό μου κι ένα κρυφό χαμόγελο ικανοποίησης διαγραφόταν σε εκείνο το πρόσωπο που λίγο πριν είχε ξαφνιαστεί απ'την πρόθεση του Στράτου να με κάνει να αισθανθώ πιο άνετα. Και ξαφνικά, μια ψιχάλα βροχής με ξύπνησε. Βγήκα απ'το νερό και πήρα το ποδήλατό μου. Φαινόταν πια ότι τα σύννεφα έφερναν βροχή που σε λίγο θα ξέπλενε τα πάντα. Την μύριζα στον αέρα.

Γύρισα στο σπίτι με μπερδεμένα συναισθήματα κι ένα μυαλό φορτωμένο με αναμνήσεις. Όλα έδειχναν να ξεχυλίζουν εκεί. Έβγαλα όλες τις σημειώσεις μου και τις άπλωσα στο τραπέζι του καθιστικού. Κοίταζα και διάβαζα τα πάντα. Ναι! Έπρεπε να το κάνω. Δεν ξέρω για ποιό λόγο και γιατί, αλλά ένιωθα ότι έπρεπε όλα αυτά να τα βάλω στην σειρά: "Ξεκίνα απ'τις διακοπές και θα'ρθουν όλα τα υπόλοιπα" σκέφτηκα. Έφτιαξα έναν φραπέ. Η βροχή έξω πια ήταν τόσο δυνατή που δεν μπορούσα να δω τα βουνά στο πίσω μέρος του σπιτιού. Κατά περίεργο τρόπο αυτή η δύναμη της βροχής μου έφερνε ανακούφιση μέσα μου. Ένιωσα τέτοια ενέργεια που τα δάχτυλά μου αμέσως άρχισαν να γράφουν τις πρώτες λέξεις. Ακολούθησαν κι οι επόμενες: "Δεν έχει σημασία αν είναι αριστούργημα ή κάτι αδιάφορο, για σένα είναι ένας πολύτιμος θυσαυρός αναμνήσεων" σκέφτηκα και συνέχισα. "Ναι, αλλά ο Στράτος δεν πρέπει να το μάθει;" απόρρησα ξαφνικά. Το στυλό έπεσε απ'τα χέρια μου. Πως να πω στον Στράτο τι έκανα εγώ; Και γιατί; "Καλύτερα να μην ξέρει. Είναι ο δικός σου θυσαυρός" μου απάντησα και συνέχισα να γράφω.

Η βροχή δυνάμωνε. Είχα βγει στην βεράντα για να την ακούω και να την μυρίζω και μαζί της δυνάμωνε η ταχύτητα του χεριού μου που έγραφε. Και διάβαζα. Έφτανα στην μέση του τετραδίου της σελίδας κι έγραφα. Το κεφάλι μου το σήκωσα όταν πια το σκοτάδι της νύχτας είχε απλωθεί σαν πέπλο σε όλη την περιοχή και που μόνο το φως απ'την κολώνα της ΔΕΗ φώτιζε ότι είχα γράψει. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Η μια ανάμνηση έφερνε την άλλη. Άναψα μια λάμπα πετρελαίου για να συνεχίσω. Έπρεπε να συνεχίσω. Δεν γινόταν να προσπεράσω τις μνήμες που με είχαν επισκεφθεί. Ένιωθα την παρουσία του Στράτου κι ας μην ήταν, να με κοιτάει και να μου χαμογελά. Σαν να μου έλεγε: "Συνέχισε. Κράτησε τις αναμνήσεις μας γραμμένες για να μην τις ξεχάσουμε". Η φλόγα της λάμπας τρεμόπαιξε προς στιγμήν και με αναστάτωσε. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα και η κουφόβραση που επικρατούσε έδειχνε ότι δεν κινιόταν το παραμικρό φυλλαράκι.


Συνεχίζεται ε δ ώ...