Βροχή και σήμερα...



Κοιτάζω τον καιρό έξω και με κάνει να νιώθω θλίψη. Άλλες φορές μου αρέσει η βροχή. Σήμερα με κάνει να νιώθω θλίψη. Θέλω να βγω έξω και να αφήσω οι στάλες να βρέξουν την ψυχή μου για να ξεπλυθεί το μέσα μου. Όμως νιώθω ανίκανη να το κάνω. Τα πόδια μου βαριά στέκουν στην άκρη του μπαλκονιού και δεν κάνουν βήμα παραπέρα για να κατέβω τις σκάλες και να βγω στον δρόμο. Νιώθω κάτι να με βαραίνει και δεν μπορώ να το βρω. Κάπου κρύβεται εκεί μέσα μου, τόσο καλά, σαν να παίζει με τις σκέψεις μου και την επιθυμία μου να το αποβάλω. Δεν με αφήνει.

Αποδοκιμάζοντας την φιλία


Ο ήχος του κινητού για εισερχόμενο μήνυμα ακούγεται. Nόμισα πως ήταν στο ύπνο μου. Κοιτάζω το ρολόι και έδειχνε μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα. "Ποιός στέλνει μήνυμα τέτοια ώρα;" αναρωτιέμαι και πετάγομαι και πιάνω το κινητό μου δίπλα στο κομοδίνο μου. Φανταζόμουν πως θα ήταν κάποια φάρσα ή έστω κάποιο λάθος. Δεν είχε τύχει άλλη φορά να λαβαίνω τέτοια ώρα μηνύματα. Ανοίγω το κινητό και πατάω το πλήκρο να δω το μήνυμα. Αυτό που διαβάζω με χτυπά σαν κεραυνός εν αιθρία:
"Αν θες σε παρακαλώ θυμησέ μου πότε με δοκίμασες και δεν το θυμάμαι; Γιατί έχω γίνει κώλος με την αγάπη μου"!
Ξαναδιάβαζω το μήνυμα. Τι ήταν τώρα αυτό; Τι δοκίμασα και πότε το δοκίμασα; Συνέρχομαι και κοιτάζω από ποιόν ήταν το μήνυμα. Ο Στράτος! "Τέτοια ώρα, τι σκατά γίνεται και προς τι η ερώτηση; Τι έγινε;". Χωρίς δεύτερη σκέψη πατάω την κλήση. Δεν ανταποκρινόταν παρά μόνο άκουγα το γνωστό: "ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο". Γιατί ρε γαμώτο; Τι σκατά έγινε; Γιατί δεν μου δίνει να καταλάβω και μου πετά στα μούτρα ένα μήνυμα και με κάνει να ψάχνομαι;
Τον δοκίμασα; Πότε τον δοκίμασα; Και σε τι να τον δοκιμάσω γαμώτο μου; Τι είναι τώρα αυτό. Ξαναδοκίμασα επανάκληση. Το ίδιο... Είχε κλήσει το κινητό προφανώς μη έχοντας διάθεση να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. Ερωτηματικά πολλά είχαν τρυπώσει στο μυαλό μου που όσο κι αν το πίεζα άκρη δεν υπήρχε. Ξάπλωσα ξανά και προσπαθούσα να καταλάβω. Δεν μπορούσα. Δεν γινόταν. Σίγουρα η Εύα είχε βρει τον τρόπο να τον αναστατώσει και να του φέρει τα πάνω κάτω, χωρίς να σεβαστεί εμένα. Προσπαθούσα να την δω σαν φίλη. Και εκείνη μάλλον το ίδιο έκανε, αλλά ποτέ της δεν μου είχε δώσει έστω ένα δείγμα να φανεί ότι με βλέπει σαν αντίζηλο. Κάτι έγινε τώρα και εκείνη μάλλον βρήκε την αφορμή για να ταράξει τον Στράτο. 
Με τα βίας κατάφεραν τα μάτια μου να κλείσουν και να κοιμηθώ κανά δυο ώρες. Γυρόφερνα στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να μαντέψω τι σκατά είχε γίνει. Ξύπνησα πολύ πρωί και προσπαθούσα να καταλάβω... Ξαναδιάβασα το μήνυμα και πατάω "απάντηση":
"Καλημέρα μάτια μου! Το μεταμεσονύκτιο μήνυμα που'στειλες σε μένα απευθυνόταν; Κεραυνός εν αιθρία με βρήκε! Να σε δοκιμάσω σε τι και που και πότε έγινε; Σπάω το κεφάλι μου, αλλά δεν θυμάμαι άλλη δοκιμή, πέρα απ'τα ραδιοφωνικά δοκιμαστικά".
Απάντηση δεν έλεγε να μου δώσει. Λες και ήταν ένα θέμα καθαρά δικό μου και όφειλα να το εξηγήσω σε μένα. Το μόνιμο ερωτηματικό πάνω απ'το κεφάλι μου έδειχνε βαρύ και μέχρι να ετοιμαστώ να πάω στο ραδιόφωνο μου φαινόταν λες και σερνόμουν. Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβω. Άρπαξα την τσάντα μου, τα cd μου, τις σημειώσεις μου, τα κλειδιά και το κινητό κι έτρεξα στην στάση. Εκείνη την στιγμή φάνηκε το λεωφορείο! Ανέβηκα στο αστικό, χτύπησα το εισητήριο στο μηχάνημα εντελώς ασυναίσθητα, έκατσα στο πρώτο κάθισμα που βρήκα ελεύθερο και κοιτούσα συνεχώς το κινητό να καταλάβω τι ήταν αυτό που με ρωτούσε. Δεν τον είχα δοκιμάσει σε τίποτε. Και ξαφνικά τι είχε γίνει; Οι σκέψεις μου ήταν μπερδεμένες και μέσα απ'το θολό απ'την λάσπη παράθυρο του λεωφορείου προσπαθούσα να μου δώσω εξηγήσεις. Και δεν έβρισκα τίποτε! Κατέβηκα απ'το αστικό πέρασα απέναντι και μπήκα στις εγκαταστάσεις του ραδιοφώνου και προσπαθούσα να εξηγήγσω το ανεξηγητο. Ο Αναστάσης απ'την άλλη μεριά έκανε εκπομπή. Άφησα τα πράγματά μου, τον χαιρέτησα κι εκείνος μου έστειλε μια καλημέρα στον αέρα της εκπομπής, σαν σύνθημα στους ακροατές που τους προετοίμαζε για την αμέσως επόμενη εκπομπή που θα ερχόταν. Πήρα το κινητό μαζί μου μήπως τυχόν και λάβαινα μήνυμα κι ετοίμαζα τον καφέ μου. Ξανάνοιγα τα μηνύματα, ξαναδιάβασα το ίδιο και το ίδιο αρκετές φορές. Τι είχα κάνει και δεν το είχα καταλάβει ώστε να τα τσουγκρίσουν ο Στράτος με την δικιά του; Κι εκείνος γιατί δεν είχε το θάρρος να με πάρει και να βρεθούμε όλοι μαζί και να λύσουμε την όποια παρεξήγηση ίσως είχε προκύψει απ'το τίποτε; Απάντηση δεν έλαβα. Του τηλεφώνησα. Καλούσε και ξανακαλούσε και ξανακαλούσε και δεν το σήκωνε. Τηλεφώνησα στην δουλειά του κι εκεί μου είπαν ότι τάχα βρισκόταν Αθήνα για μια έρευνα αγοράς. Ή ήταν στα αλήθεια ή ήθελε να με αποφύγει!
- Όλα καλά; Με ρώτησε ο Αναστάσης όταν τελείωσε την εκπομπή του και μπήκε στο γραφείο του.
- Ναι μια χαρά. Δικαιολογήθηκα.
- Κάτι συμβαίνει και δεν μου το βγάζεις απ'το μυαλό. Επέμεινε.
Το χαρακτηριστικό του Αναστάση ήταν ότι με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Δεν πα να προσποιόμουν την άνετη και την χαμογελαστή και την "πέρα βρέχει"... αυτός λες και είχε ραντάρ, λες και είχε κεραίες υψηλής λήψης, καταλάβαινε αμέσως ότι δεν ήμουν στα καλά μου.
- Τίποτε. Απλά δεν ξύπνησα καλά! Ξαναδικαιολογήθηκα.
- Όπως αγαπάς. Μπες να κάνεις εκπομπή και τα λέμε μετά!
Το καλό ήταν ότι δεν επέμενε αρκετά, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσω απ'το να μην του δώσω να καταλάβει. Ευχόμουν μόνο να σηκωθεί να φύγει και να με αφήσει ήσυχη. 
Πέρασε το δίωρο με ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κεφάλι. Παρόλα αυτά οι ακροατές που μου τηλεφωνούσαν προσπαθούσαν να μου φτιάξουν το κέφι... Ίσως επειδή έβγαζα ένταση στην εκπομπή, ίσως επειδή ξαφνικά άρχισαν να με ενοχλούν όλα τα κακώς κείμενα της πόλης και είχα διάθεση να καυτηριάσω, ίσως επειδή μου έφταιγαν όλα αυτή την στιγμή... Δεν είναι κι ότι καλύτερο να σου ρίχνουν ένα φταίξιμο χωρίς να σου δίνουν εξηγήσεις κι όταν εσύ τις αποζητάς να μην βρίσκεις άνθρωπο να σου πει περισσότερα!
Το τηλέφωνο της Εύας το είχα αποθηκευμένο στο κινητό μου. Δεν ήθελα να την ενοχλήσω. Τον Στράτο ήθελα να μου πει τι ακριβώς είχε συμβεί, γιατί αυτός μου είχε ρίξει το φταίξιμο σε κάτι που δεν είχα ιδέα. Τελείωσα την εκπομπή, ο Αναστάσης έλειπε, πήρα πάλι το αστικό και αυτή την φορά δεν πήγα σπίτι. Δεν ήθελα να πάω στο σπίτι. Κατέβηκα στο κέντρο κι άρχισα να περπάτω στους δρόμους κοιτώντας βιτρίνες. Ασυναίσθητη κίνηση για να βρω δικαιολογίες στο τι να γινόταν. Περπατούσα... Και το μυαλό μου πήγε πάλι πίσω: στον έφηβο Στράτο που προσπαθούσε να με πείσει να με πάει στο πάρτυ του όση ώρα πήγαινα από βιτρίνα σε βιτρίνα. Πέρασε απ'το μυαλό μου να τηλεφωνήσω στην Βάνα να μου πει αν είχε ιδέα... Αλλά τι να ξέρει κι αυτή; Είχε τα δικά της προβλήματα για να ασχοληθεί με τα γκομενικά του αδερφού της! Ξαναπήρα τηλέφωνο. Τίποτε: "η κλήση σας προωθείτε" τώρα έβγαζε! Δεν έπαιρνε να τριγυρνάω όλη την μέρα ψάχνοντας απαντήσεις. Επέστρεψα στο σπίτι και αυτή την φορά του έστειλα μήνυμα:
"Καλησπέρα γλυκέ μου, ελπίζω να 'σαι καλύτερα απ'το πρωί. Εγώ τώρα μαζεύτηκα σπίτι. Γυρνούσα όλη μέρα προσπαθώντας να δω το λάθος μου. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Θα'θελα να το κουβεντιάσουμε..."
Αν ήταν αλήθεια ότι είχε πάει στην Αθήνα για έρευνα αγοράς τότε σίγουρα μια τρέλα θα την είχε υποστεί. Η απάντηση ήρθε σύντομη: "Έχω πάει για μέτρα". Εργαζόταν σε εταιρία κατασκευής επίπλων και ήταν στο τμήμα των επίπλων κουζίνας. Η δουλειά του είχε τρέξιμο. Πήγαινε στους πελάτες έβλεπε τους χώρους έπερνε μέτρα και μετά στο γραφείο του έκανε τον σχεδιασμό της κουζίνας που είχαν επιλέξει. Έτρεχε για έρευνες αγοράς όταν υπήρχε αναδουλειά κι αναλόγως ο διευθυντής του έκανε αναπροσαρμογή στις τιμές. Και η τρέλα καλά κρατούσε με τον Στράτο να μοιράζεται στα τρία: στην Εύα, στην οικογένεια και στην δουλειά του. Η Εύα να προσπαθεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να έχει τον Στράτο συνέχεια μαζί της, η οικογένειά του να προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη λέγοντάς του πως η Εύα δεν κάνει γι'αυτόν και στην δουλειά του να εκμεταλεύονται το φιλότιμό του και να τον τρέχουν ακόμη και για αγγαρείες! Έστειλα και πάλι μήνυμα:
"Πότε μπορείς; Λοιπόν αφού είσαι στο τρέξιμο σήμερα, προτείνω να βρεθούμε αύριο το μεσημεράκι να τα πούμε. Τρέχω κι εγώ με την δουλειά βλέπεις. Δεν θέλω ρε γαμώτο να υπάρχουν αμφιβολίες αναμεσά μας! Δεν μ'αρέσει και δεν τ'αντέχω να χάσω έναν φίλο λόγω αμφιβολιών. Όπως σου'χω εμπιστοσύνη θέλω να'μου 'χεις κι εσύ"
Πέρασε η μέρα. Πέρασε κι η επόμενη και απόκριση δεν είχα απ'τον ίδιο. Έφτασε Κυριακή πρωί:
"Καλημέρα! Ξύπνησες; Τηλεφωνήσέ μου..."
"Είμαι στην Αθήνα στο μνημόσυνο της ξαδέρφης μου..."
"Συγγνώμη δεν το ήξερα. Ελπίζω να'σαι ψύχραιμος και ήρεμος. Όταν επιστρέψεις στέιλε μήνυμα. 3 ημέρες είμαι κουρέλι"
Η οικογένεια του Στράτου είχε δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα. Με εκείνον τον μεγάλο σεισμό που η Ρικομέξ έγινε χαλάσματα, η ξαδέρφη του ήταν θύμα. Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που τον έπνιγε το άδικο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Αρνιόταν να πιστέψει πως έχασε την αγαπημένη του ξαδέρφη. Ήταν από εκείνες τις φορές που η αγκαλιά μου ήταν ανοιχτή να τον παρηγορήσει. Να βγάλει από μέσα του όλη την ένταση που κράτησε σε όσα επακολούθησαν... Ένα χρόνο μετά η μνήμη του ξαναγυρνούσε εκεί. Στην κόλαση του χαμού ενός αγαπημένου προσώπου πάνω στο ανθος της ηλικίας του. Απλά γιατί κάποιοι είχαν πει ένα "ωχ! αδερφέ... σιγά μην γίνει σεισμός". Το ίδιο εκείνο βράδυ του ετήσιου μνημόσυνου, ο Στράτος ήρθε στο σπίτι μου. Η θλίψη ήταν γραμμένη στο πρόσωπό του και πως εγώ να του μιλήσω για μια δική μου μηδαμινή μπροστά σε αυτό που περνούσε ο ίδιος, εμμονή! Κάθησε δίπλα μου έχοντας ένα ποτήρι γεμάτο με ουίσκι στο χέρι και ένα τσιγάρο να αφήνει την στάχτη του στο τασάκι αναμένο. Πως να του πω εγώ για το μήνυμα που μου είχε στείλει το ξημέρωμα πριν μέρες;
- Συγγνώμη που αδιαφόρησα. Αλλά δεν ήταν αδιαφορία. Έτρεχα με την δουλειά. Τα ξέρεις δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω περισσότερα.
- Ναι καταλαβαίνω. Και να μην ερχόσουν απόψε, πάλι θα το καταλάβαινα.
- Δεν ήθελα να μείνω σπίτι. Θα ήμουν ακόμη χειρότερα. Θα ήθελα να μιλήσουμε για τα δικά μας.
- Όπως θες. Αλήθεια τι έγινε εκείνο το βράδυ που μου έστειλες εκείνο το περίεργο μήνυμα με το αν σε δοκίμασα;
- Η Εύα με ρώτησε αν τρέχει κάτι μεταξύ μας. Προσπάθησα να την πείσω ότι είμαστε δυο καλοί φίλοι, δυο αδέρφια κι αυτή άρχισε να μου λέει ότι εσύ της είπες πως είχαμε πιει πολύ και πως περπατούσαμε αγκαλιά και μου συμπαραστεκόσουν...
- Τι; Παρεξήγηση είναι...
Ο Στράτος κρατιόταν απ'τα χείλη μου να του εξηγήσω κι εγώ επιτέλους κατάλαβα τι ακριβώς είχε παρανοήσει η Εύα.
- Δηλαδή; Ρώτησε ο Στράτος.
- Είχαμε πιάσει κουβέντα για το πόσο πίνει ο καθένας μας και της είπα για σένα. Της είπα ότι σε είχε στενοχωρέσει και είχες πιει και είχες γίνει λιώμα για 'κείνη κι ότι περπατούσαμε στο πάρκο να ξεζαλιστείς και σε κρατούσα αγκαλιά για να μην πέσεις.
- Έτσι ακριβώς της είπες;
- Όπως το άκουσες! Εκείνη τι σου είπε;
- Άστο Μαρίνα. Σε πιστεύω!
- Τι "άστο" Στράτο; Ξαφνικά βγαίνω ένοχη για κάτι και δεν μου δίνεις μιαν εξήγηση...
- Εντάξει... Φαντάστηκε ότι μετά από το μεθύσι μου εσύ κι εγώ...
- Σε δοκίμασα! Κάναμε έρωτα... Τώρα εξηγείτε!
- Αλήθεια έγινε τίποτε εκείνο το βράδυ; Γιατί δεν θυμάμαι και πολλά!
- Αχ! Ρε Στράτο! Τόσο λίγο με ξέρεις; Εκείνο το βράδυ σου είπα ότι ήσουν τόσο ευάλωτος που αν ήθελα, ναι θα το κάναμε. Αλλά δεν το εκμεταλεύτηκα. Γιατί δεν ήθελα. Σου είπα πως αν ήταν να προκύψει κάτι τέτοιο μεταξύ μας, να γίνει και να είσαι νηφάλιος. Όχι ζαλισμένος απ'το ποτό.
- Αυτή την κουβέντα την θυμάμαι.
- Την θυμάσαι, αλλά με στενοχωρεί να μου δείχνεις ότι δεν μου έχεις εμπιστοσύνη. Υποτιμάς εμένα που με ξέρεις τόσα χρόνια και βάζεις πάνω απ'ολα την οποιαδήποτε είναι δίπλα σου. Σε κορόϊδεψα πολλές φορές;
- Σε πιστεύω!
- Αλλά εγώ πια δεν θέλω να πιστεύω την Εύα! Άλλωστε είναι πολύ μικρή για να με κρίνει αυτή σε σένα. Κι εσύ να ψάχνεσαι. Και τι έγινε μετά;
- Την στιγμή που σου έστειλα το μήνημα ήμουν μαζί της. Είχαμε πιει πάρα πολύ κι έτσι ότι και να μου εξηγούσες εκείνο το βράδυ δεν θα το καταλαβαίναμε.
- Ενώ εγώ που απλά κοιμόμουν, αναστατώθηκα αδίκως κι έχασα τον ύπνο μου όλες αυτές τις μέρες, γιατί δεν μου άρεσε καν η ιδέα του να αμφιβάλεις για μένα.
- Δεν το έκανα επίτηδες Μαρίνα.
- Εντάξει. Μόνο σε παρακαλώ δεν θα ήθελα να ξαναπεράσω τα ίδια. Σου είναι εύκολο;
- Στο υπόσχομαι!
Και η υπόσχεση έμεινε υπόσχεση. Δεν την κράτησε και αυτή την φορά ήρθε να με πικράνει ακόμη περισσότερο. Έπαψα να έχω πια και πολλές επαφές με την Εύα. Δεν γινόταν να προσπαθώ να κερδίσω και να κάνω φίλη ένα κοριτσάκι. Και δεν γινόταν να την συγκρίνω με την Άννα, εκείνη την παλιά σχέση του Στράτου, που είχαμε γίνει πολύ καλές φίλες και άρεσε πολύ στον Στράτο. Η Άννα ήταν άλλος άνθρωπος, νοιαζόταν γιατί θεωρούσε τους φίλους του Στράτου και της Βάνας και δικούς της. Κέρδισε η μία την άλλη χωρίς να το καταλάβουμε. Ενώ με την Εύα δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση. Όσο έμπειρη θεωρούσε ότι ήταν με τις σχέσεις, άλλο τόσο καχύποπτη ήταν με τους "φίλους" των σχέσεών της παρά με τους δικούς της! Και που για μια ακόμη φορά είχε σπείρει το ζιζάνιο η Εύα αναμεταξύ μας για να προκύψει άλλη μια παρεξήγηση.


Ήταν η γιορτή του. Δεν τον βλέπαμε τακτικά και είπαμε με τον αδερφό μου να πάμε να του ευχηθούμε από κοντά. Του στέλνω μήνυμα όλο χαρά:
"Αγορίνα μου πολύχρονος, να σε χαιρόμαστε. Πότε θα μας κεράσεις κάνα ποτάκι στο σπίτι σου;" Και η απάντησή του ήρθε μετά από λίγη ώρα: 
"Πότε θα έχω λεφτά; Άγνωστο!". 
Με τα χρήματα δεν είχε και την καλύτερη των σχέσεων. Σκορποχέρης. Όσα πάνε όσα έρθουνε. Όσα πέρνει ο άνεμος! Πλήρωνε τις δόσεις για το αυτοκίνητο που είχε αγοράσει, του έκανε κρατήσεις και το ταμείο της δουλειάς του για κάποια έναντι μηνών που είχε δανειστεί, ξόδευε και για την Εύα... Τι να του μείνει στην τσέπη; Δεν είχε αλλάξει ως προς την διαχείριση των οικονομικών του απολαβών. Όπως και τότε στις διακοπές μας, σκορπούσε από δω κι από κει κι όταν είδε ότι δεν θα του έφταναν μέχρι το τέλος των διακοπών, μου έδωσε ένα πεντοχίλιαρο να κρατήσω στην άκρη και να μην του το δώσω πίσω πριν φύγουμε' φυσικά του επέστρεψα τα χρήματά του την τελευταία μέρα μας! Επειδή ήξερα ότι η δικαιολογία του θα ήταν αυτή, του έδωσα απάντηση ανάλογη: 
"Ούτως ή άλλως μια φιάλη με ποτό θα σου χαρίσω. Βάζεις τα ποτήρια; Πότε επιστρέφεις; Είσαι στο χωριό;". 
Η αλήθεια είναι ότι έλειπε μαζί με τους γονείς του στο χωριό του: 
"Σε καμιά ώρα θα είμαι σπίτι". 
Έφτασε στο σπίτι και μας τηλεφώνησε λέγοντάς μας πως θα έπεφτε για ύπνο και έπειτα είχε κανονίσει να βγει για να γιορτάσει μαζί με την Εύα. Οι φίλοι του δεν χωρούσαμε σε αυτή την γιορτή. Πάντα οι φίλοι δεν χωρούσαν σε γιορτές όταν το απαιτούσαν οι σχέσεις του! Εγώ επέμεινα την άλλη μέρα: 
"Καλημέρα! Μόλις προμηθεύτηκα μια βότκα. Θα την τσακίσουμε το βράδυ; Όχι πολύ βράδυ γιατί δουλεύουμε κιόλας". Τηλεφώνησε για να μου πει ότι θα το σκεφτόταν και θα μου απαντούσε. Τι να σκεφτείς ρε γαμώτο μου. Δυο φίλοι σου μείναμε όλοι κι όλοι και μας κάνεις νάζια σαν χαζογκόμενα που θέλει να αποφύγει τον πρώην; Εγώ επέμενα σε αυτό γιατί δεν θεωρούσα δίκαιο το να μας φτύνει έτσι. Ήθελα να τον ξυπνήσω απ'το λήθαργο που τον είχε ρίξει η Εύα. Άλλος θα έλεγε στείλτον στο διάολο, μπας κι εκεί στα τάρταρα καταλάβει ποιοί νοιάζονται γι'αυτόν, αλλά εγώ εκεί' ήταν σαν χρέος μου να τον αφυπνίσω. Όχι να διαλύσει την σχέση του, απλά να είναι κυρίαρχος του εαυτού του κι όχι να σκύβει το κεφάλι και να δέχεται τις απαιτήσεις της άλλης! Πήγε μεσημέρι κι εγώ εκεί. Επιμονή: 
"Απ'την ώρα που ήρθα έριξα την βότκα να κρυώσει στο ψυγείο. Λοιπόν; Τι ώρα θα μας δεχθείς;". 
Είχαμε σκοπό να πάρουμε το ποτό και να πάμε σπίτι του. Ο Γιάννης απλά περίμενε την ειδοποίηση. Στην πορεία φάνηκε πως δεν θα ήταν στο σπίτι και του πρότεινα τουλάχιστον να περάσει από εμάς να του ευχηθούμε και να τον δούμε για λίγο. Μόνο του. Δεν ήθελα την Εύα σπίτι μου. Και ξαφνικά ο Στράτος δεν ήταν ...ο Στράτος που ήξερα: "Αν θέλεις να έρθω σπίτι θα έρθω με την αγάπη μου την Εύα. Είμαι μαζί της και δεν την παρατάω!". Ή το τσιγάρο ή εγώ, τελεσίγραφο! Σκέφτηκα ότι ο επιμένων νικά: 
"Γιορτάζεις μάτια μου και είπαμε να δούμε εσένα." Και η απάντηση του: 
"Άκου να δεις Μαρίνα. Εγώ είμαι Εύα και η Εύα εγώ. Όπου πάω πάει και το αντίθετο. Και στο κάτω-κάτω τους δέχεσαι με τα ταίρια τους. Έτσι δεν είναι;". Μμμ μάλιστα. Εδώ αυτός που μιλά δεν είναι ο Στράτος, ο υποβολέας του είναι που ακούει στο όνομα Εύα. Εγώ επιμένω: 
"Όχι απόλυτα αγάπη μου! Στη ζωή σου μπορεί να'σαι οποιαδήποτε Εύα, στους φίλους σου όμως είσαι ο Στράτος κι αυτόν θέλουμε".
"Δεν θα μπορέσω τότε να έρθω. Εγώ είμαι εγώ και θα κάνω ότι θέλω εγώ και πρόσεχε τι λέω... εγώ και όχι κανείς άλλος".
"Αν ήσουν "εσύ" θα ερχόσουν. Όμως δυστυχώς θα πρέπει να παλέψω να βρω τον "Στράτο" που ξέρω. Και θα παλέψω".
"Σου'χει κάνει κάτι η Εύα; Πάντα δεν σου φερόταν ευγενικά; Εκτός αν δεν μπορείς να δεχθείς την χαρά μου ή απλώς με θέλεις κατά αποκλειστικότητα! Οπότε;".
Tι μου είχε κάνει η Εύα! Το γεγονός ότι παρεξηγούσε τα λόγια μου και του τα μετέφερε όπως η ίδια ήθελε, δεν αποτελούσε καν αιτία για να είμαι επιφυλακτική απεναντί της. Το γεγονός ότι μπροστά στα μάτια μου αναζητούσε να μάθει για έναν "γνωστό" της -πρώην σχέση της πριν τον Στράτο- να δει τι έκανε και πως τα πήγε ως υποψήφιος στις εκλογές, δεν αποτελούσε καν αιτία να έχω εγώ αμφιβολίες για το άτομό της. Το γεγονός ότι την πρώην σχέση της την γνώριζαν οι κολλητές μου και ήξερα τα πράγματα από πρώτο χέρι δεν αποτελούσε καν στο παραμικρό αιτία, να μην την θέλω στο σπίτι μου. Δεν εκτιμούσα το γεγονός ότι η ειλικρίνεια της ήταν πολύ ψέυτικη και δεν ανεχόμουν να φέρεται στον Στράτο όπως φέρεται κι εκείνος να είναι κολλημένος μαζί της μέχρι τα μπούνια. Να του τάζει ψέμματα και να κλαίγεται με το παραμικρό και να τον εκβιάζει με δήθεν αυτοκτονίες... Ότι τάχα μου τον αγαπά και υποφέρει γι'αυτόν κι απ'την άλλη να τρέχει και να αγωνιά για την πρώην σχέση της! Τόσο ψεύτικη ήταν η Εύα κι εκείνος θύμα! Να τρέχει να προλάβει... Να μην κάνει τις δήθεν τρέλες της. Και πως να μην τρέξει άλλωστε; Δεν είναι και λίγο ξαφνικά να σου φορτώσουν την ενοχή για την τρέλα της άλλης! Αυτό δεν ανεχόμουν. Όταν είχα μάθει τα χαίρια της, έλεγα ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ένα παρελθόν κι όταν προχωρά το αφήνει πίσω. Κι ότι όσα λάθη κι αν κάνει, μαθαίνει από αυτά. Στην περίπτωση της Εύας έπεσα έξω. Μα εντελώς έξω. Μικρή-μικρή, αλλά θαυματουργή! 
"Πόσο αθώος είσαι! Είχα κλείσει αυτιά και μάτια για χάρη σου. Ήρθε η στιγμή όμως που άθελά της μου πέταξε το μπαλάκι! Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή να μ'ακούσεις, θα μάθεις!".
"Να σε ακούσω, σε τι ρε Μαρίνα; Και για ποιό μπαλάκι μου μιλάς; Έχει γίνει κάτι που θα έπρεπε να ξέρω και μου το κρατάς κρυφό;".
Δεν ήθελα να του πω περισσότερα. Με ενοχλούσε η εμμονή του και το πείσμα του. Αγανακτησμένη που δεν έλεγε να ξυπνήσει απ'τον "ύπνο του δικαίου", του τηλεφωνώ, κουρασμένη απ'την συνεχή ανταλλαγή sms:
- Επικοικώς απαράδεκτος. Και το έκλεισα. 
Και συνεχίζονται τα sms. Δεν είχε το θάρρος να μου τα πει. Πάντα κρυβόταν πίσω απ'τις λέξεις. Γιατί ήξερε ότι με την ομιλία θα τον έβγαζα λάθος και θα τον ξυπνούσα. Εκείνος όμως στο χαβά του:
"Δεν σας επιτρέπω κυρία Μαρίνα! Το αν είμαι εγώ απαράδεκτος, το ξέρω καλά".
Χα! Αυτός ο πληθυντικός ήταν όλα τα λεφτά! Μόνο που δεν μου είπε την ατάκα: "μιλάτε μου στον πληθυντικό θα με υποχρεώσεται". Ήταν σαν να διάβαζα τον Λάμπη τότε που μετά το χαστούκι μου μού ζήτησε να διακόψουμε τις όποιες οικοιότητες και να απευθύνομαι σε αυτόν στον πληθυντικό! Είναι δυνατόν; Δεν τον αναγνώριζα:
"Δεν επιτρέπεις να'χω γνώμη για έναν φίλο; Αναρωτιέμαι αν έχεις καταλάβει τι παίζεται και δεν μ'αρέσει να διαπραγματεύομαι την έννοια μου για σένα. Χαίρομαι να περνάς καλά, αλλά δέξου και τα ελλατώματα των φίλων σου. Ή σου είναι δύσκολο;".
"Φιλία λες εσύ αυτό ρε Μαρίνα, να μην δέχεσαι τον άνθρωπό μου; Δεν το νομίζω".
"Έχω κάθε δικαίωμα νομίζω, ιδιαίτερα όταν ο φίλος μου -που υπεραγαπώ- μένει άβουλος σε μια μονοπωλειακή και ψυχοφθόρα σχέση! Σε μια σχέση υπάρχουν δύο και όχι ένας".
Απάντηση δεν ήρθε αμέσως. Μου την άφησε ως άλλη kinder έκπληξη για την άλλη μέρα το πρωί:
"Αυτό άσε να το κρίνω εγώ κι όχι εσύ. Μου μίλησες για τα ελλατώματα των φίλων, το δικό σου είναι ότι δεν μπορείς να δεχθείς καμιά σχέση μου και εγώ αναρωτιέμαι γιατί;".
Όπα! Κάνε λίγο πίσω. Την Άννα και την Δέσποινα τις προσπερνάμε; Σου είχα πει ποτέ κάτι γι'αυτές; Πάντα δεν σου έλεγα: "το νου σου ρεμάλι, δεν είναι σαν τα μούτρα σου"; Πάντα δεν έλεγα να τις προσέχεις; Προσπερνάω το τι αισθάνομαι εγώ για σένα, αλλά σαν θεάτρια δεν μου άρεσει να σε βλέπω να γελοιοποιήσε. Δεν του απάντησα. Δεν είχα το κουράγιο να συνεχίσω την διά sms αντιπαράθεση. Θα απαντήσω όποτε θέλω. Να το πάμε ανά επισόδειο! Να'χουμε κάτι να λέμε και να φιλοσοφούμε! Ήταν λίγο πριν τις δέκα το πρωί, λίγο πριν αρχίσω εκπομπή και του στέλνω ένα ακόμα απαντητικό sms:
"Επειδή έχουμε και δουλειές, σε προκαλώ σε κατ'ιδίαν αντιπαράθεση αν θες! Έχεις μια φίλη. Δεν θες να μάθεις πως σκέφτεται;".
"Το πως σκέφτεται η "φίλη" το κατάλαβα από την στιγμή που απέρριψες την Εύα. Όσο για την αντιπαράθεση, αν θες εσύ πλέον και έχεις κάποιο πρόβλημα, να βρεθούμε".
Α! Μονό εγώ αν έχω πρόβλημα. Εσύ τα'χεις όλα λυμένα! Εσύ που όλα σου πάνε καλά όλα ανθηρά και που με την πρώτη στραβή τρέχεις σε μένα την ηλίθια να σε παρηγορήσω. Εγώ που σου έχω αδυναμία και την εκμεταλεύεσαι και που δεν μπορώ με τίποτε να κόψω αυτό που με δένει με σένα:
"Μπορεί κάποιες φορές να μην συμφωνώ με τις επιλογές σου. Αυτό δεν σημαίνει κι ότι δεν θα σου συμπαρασταθώ στα δύσκολα. Αν έχω -όπως έγραψες- απορρίψει την μικρή είναι επειδή μ'ενοχλεί ο τρόπος που σου φέρεται. Όσο για την αντιπαράθεση σου'χω δώσει γραπτώς την πρόσκλησή μου. Και θα περιμένω για να τα κουβεντιάσουμε".
Κανονίσαμε να βρεθούμε. Ήρθε ένα μεσημέρι απ'το σπίτι και με πήρε και χαθήκαμε σε μια απόμερη και ήσυχη καφετέρια που τελευταία ήταν το σύνηθες καταφύγιο μας για ήρεμες συζητήσεις όσο τα βλέμματα μας ταξίδευαν πάνω απ'τις σκεπές των σπιτιών εκεί ψηλά στον λόφο, λες και η πόλη απλωνόταν σαν χαλί στα πόδια μας! Για μερικές στιγμές ήταν σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτε. Ήταν λες και όλα τα sms τα είχε στείλει η τηλεφωνική εταιρία έτσι για να παίζει με τα "θέλω" μας. Ήρθαν οι καφέδες μας:
- Τι ήταν όλο αυτό; Τον ρώτησα με την απορία γραμμένη στα μάτια μου.
- Ποιό; Με ρώτησε δήθεν μη γνωρίζοντας προς τα που το πήγαινα.
- Φτάσαμε στο σημείο να διαπραγματευόμαστε την φιλία μας! Διανοήθηκες τι ακριβώς έγινε; Ένα πιτσιρίκι σε παίζει στα δάχτυλά του και καταντήσαμε να παίζουμε μεταξύ μας την σχέση που έχουμε τόσα χρόνια; Γιατί ρε Στράτο;
- Ναι ρε Μαρίνα. Ξαφνικά τα'χεις βάλει με την Εύα. Τι σου έκανε;
- Κοιμάσαι όρθιος! Στράτο ξύπνα. Είδες ότι με την Εύα είχα όλη την καλή πρόθεση να γίνω φίλη και να σας στηρίξω. Όμως η ίδια το γύρισε τούμπα. Αν είχε το θάρρος της γνώμης της ας ερχόταν σε μένα να ρωτήσει κι όχι να σου ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα.
- Με φοβάται!
- Κι αυτή σε φοβάται; Ποιός είσαι τέλος πάντων;
- Ο Στράτος... Νομίζω! Αστειεύτηκε.
- Σοβαρέψου! Εσύ τα βλέπεις όλα αστεία, αλλά δεν λες να σοβαρευτείς. 31 χρονών μουλάρι είσαι. Βάλε επιτέλους μυαλό και πάρε την ζωή στα χέρια σου. Δεν γίνεται να σου λέει τι να κάνεις και που να πηγαίνεις ένα κοριτσάκι. Μη μου πεις ότι και στην δουλειά σου αυτή σου βάζει πρόγραμμα...
- Μαρίνα το παράχεσες τώρα!
- Τι άλλο να φανταστώ, ξανθιά γυναίκα!
Καθόμασταν εκεί κι εκείνος κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Δεν με κοιτούσε παρά έπινε τον καφέ του και χάζευε κάτω την θέα της πόλης. Ένιωθα ότι είχα δίκιο.
- Δεν θα πεις κάτι; Έσπασα την ησυχία μας.
- Τι να πω; Μήπως και με καταλαβαίνει κανένας;
- Πάλι τα ίδια; Έχεις πάρει χαμπάρι κάτι; Όλοι σε καταλαβαίνουμε μόνο εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις τον εαυτό σου. Φέρεσαι λες και είσαι 19. Στράτο μεγαλώσαμε και προχωράμε. Υποτίθεται ότι είσαι ώριμος...
- Υποτίθεται...
- Ναι αυτό σε τρώει εσένα. Τα υποτίθεται. Όμως Στράτο πρέπει κάποια στιγμή να βάζεις και όρια. Κι εσύ αφήνεσαι να σου βάζουν όρια.
- Δεν είναι έτσι.
- Τότε πως είναι; Είσαι 31 και αντί να προσπαθείς να δώσεις όμορφα στοιχεία στην Εύα που είναι σε μια ηλικία που διαμορφώνει χαρακτήρα, το αντίθετο γίνεσαι κι εσύ 19 μαζί της και φέρεσαι όπως ένας έφηβος. Και γιατί; Απλά για να ισορροπείς τα της σχέσης σου με την μικρή. Μόνο που χάνεται η ισορροπία, αν δεν το'χεις καταλάβει. Φέρεσαι πιο ανώριμα κι απ'την ίδια! Tέλος πάντων... ποιά είμαι εγώ στο κάτω-κάτω που θα σε κρίνω. Δεν έχω τέτοιο δικαίωμα.
Έριξα το καρφί κι εκείνος με ένα βλέμμα θυμού σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε στα μάτια:
- Εντάξει ρε Μαρίνα κάθεσαι κι εσύ και βασίζεσαι σε όσα λέω.
- Άκου να σου πω. Τις δικές σου καταστάσεις τις έχω περάσει μαζί σου, δεν ανέχομαι να χάσω αυτό που έχουμε για τις ανοησίες της οποιαδήποτε 19χρονης που τα μυαλά της είναι πάνω απ'το κεφάλι λόγω ηλικίας. Δεν ανέχομαι να πετάξω τόσα χρόνια γνωριμίας, επειδή εσύ ξύπνησες ένα πρωί κι άρχισες ξαφνικά να φιλοσοφείς τα περί φιλίας. Πες μου έναν "φίλο" σου, έναν "κολλητό" όπως τους αποκαλείς που να σου έχει σταθεί στα δύσκολα. Έναν πες μου!
Δεν απάντησε. Αναστέναξε μη ξέροντας τι να πει.
- Πως να γινόταν να κανονίζαμε παρέα οι δυο μας να πάμε στην Κρήτη στον Γιάννη, να του κάνουμε έκπληξη στα γενέθλια του;
- Μου αλλάζεις θέμα τώρα, γιατί δεν σε βολεύει να απαντήσεις ε;
Και πάλι δεν απάντησε και πάλι μου χάρησε ένα από εκείνα τα όμορφα χαμόγελά του που δεν μπορώ να του θυμώσω και που με παρασύρει στην αλλαγή θέματος! Και πάλι δεν μπορούσα να του θυμώσω περισσότερο:
- Αφού μου έχεις αδυναμία... ψιθύρισε τελικά.
- Αχ! Αυτό έφαγε εμένα με σένα. Δεν μπορώ ούτε κακία να σου κρατήσω. Προτιμώ να στα χώνω μπας και ξυπνήσεις παρά να δώσω μια κλωτσιά στην φιλία μας.
- Έτσι, έτσι. Και να συνεχίζεις να μου τα χώνεις. 
- Αλλά ποτέ δεν θα μεγαλώσεις.
- Σωστά! Είπε και γελάσαμε μαζί.
Υποτίθεται ότι είμαστε μεγάλοι και ώριμοι άνθρωποι πια. Πως από πάνω μας πέρασαν πια ανεπιστρεπτί τα χρόνια εκείνα της ανέμελης εν μέρει ζωής και της ξενοιασιάς της εφηβικής νιότης που αποχαιρετούσαμε. Εγώ προσπαθούσα να κρατήσω την φιλία αυτής της νιότης κι ο Στράτος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δοκιμάσει και αποδοκιμάσει. Ξεχνούσε ότι οι γκόμενες έφευγαν αλλά εμείς μέναμε πάντα κοντά του. Μάλλον εγώ έμενα πάντα κοντά του, γιατί ο Γιάννης ήδη είχε φύγει στην Κρήτη διορισμένος από καιρό. Προσπαθούσα να τραβήξω απ'το χέρι τον Στράτο και να τον επαναφέρω στην πραγματικότητα. Τον τρόμαζε η ιδέα ότι θα έχανε τα πάντα απ'την επιπολαιότητα που του χτυπούσε μονίμως το κεφάλι. Είχε κάνει φιλίες και άλλες τόσες τις διέλυσε, γιατί θεωρούσε ότι όλοι δεν τον υποστήριζαν όπως περίμενε και ποτέ μα ποτέ δεν έκανε τον κόπο να ξεδιαλύνει μέσα του αν κι ο ίδιος ήταν εντάξει απεναντί τους. Ήθελε μόνιμη στήριξη στα "θέλω" και "πιστεύω" του, όχι όμως να κάνει κι ο ίδιος το ίδιο στους γύρω του. Με κοιτούσε και διέκρινα στο βλέμμα του εκείνη την αλήθεια που την έκρυβε επιμελώς πίσω απ'τις κινήσεις του: "κάνω βλακείες, αλλά μη με παρεξηγείς, έτσι είμαι εγώ". Και δεν μπορούσα να μην τον συγχωρήσω. Πως άλλωστε να μην το κάνω; Αφού με έδενε μαζί του ένα νήμα αγάπης που δεν ήθελα με τίποτε να κόψω. Δεν ήθελα με τίποτε να πετάξω τα χρόνια που πέρασαν, που μέσα από αυτόν έμαθα κι εγώ να αγαπώ και να παλεύω γι'αυτά που έδιναν αξία στην ζωή μου. Πόσες και πόσες φορές έπιασα τον εαυτό μου να κουράζεται μαζί του και την άλλη μέρα να έχω αλλάξει γνώμη, αποφασισμένη να σταθώ στο ύψος της κάθε στιγμής, ασήμαντης ή μη. Δεν με ένοιαζε ποιά θα είχε στην ζωή του. Η οποιαδήποτε Εύα δεν ήταν σε θέση να καταλάβει εμένα, πόσο μάλλον να κόψει το δέσιμο που είχαμε εγώ κι ο Στράτος. Η ευτυχία του ήταν και δική μου ευτυχία και η ευτυχία μου δική του. Ήταν αλληλένδετα τα συναισθήματά μας κι αν εκείνος το ξεχνούσε, μια συνάντηση μας για έναν καφέ και μόνο, ήταν ικανή να του το υπενθυμίσει. Έτσι απλά!

Όταν η ψυχή ζωγραφίζει


Ένα από εκείνα τα μοναχικά βράδια που περνούσα έχοντας στην σκέψη και στην ψυχή μου εκείνον, δεν είχα καταλάβει ότι το χέρι από μόνο του ζωγράφιζε διάφορα σχήματα και τους έδινε και χρώμα. Ήταν την εποχή που το Αιγαίο μας χώριζε και που η μόνη επικοινωνία ήταν μόνο η αλληλογραφία. Ήταν η εποχή που η καρδιά μου ήταν γεμάτη από εκείνον. Μια ζωγραφιά που δεν τελείωσε...
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η ζωγραφιά, αλλά ήταν κάτι που το φύλαξα σαν πολύτιμο θυσαυρό. Χρόνια μετά σκέφτομαι ότι τελικά η ψυχή μας μπορεί να ζωγραφίσει όλα όσα έχει φυλαγμένα. Ίσως αυτό να είναι!

Against all odds

[...]Έρχονται κάποιες στιγμές στην ζωή που έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε δυο καταστάσεις. Στο να φύγεις ή να μείνεις, από όπου ή όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Σηκώνεις την κούπα από τον καφέ σου, πίνεις μια γουλιά μήπως και σκεφτείς πιο καθαρά. Μήπως και φανεί μπροστά σου σαν όραμα το τι από τα δύο θα σου προκαλέσει τον λιγότερο πόνο ή την μεγαλύτερη ευτυχία. Διάβασα μια ιστορία πρόσφατα που μαγνήτισε το αίμα μου σαν να ήταν από ρινίσματα σιδήρου. Τόσο απλά. Μιλούσε για την δύναμη ή την αδυναμία που μπορεί να κρύβει κανείς μέσα του. Σαν γλυκό νανούρισμα για να αντέξεις τον πιο τρομακτικό εφιάλτη, μου φάνηκε. Το χωροχρονικό της συνεχές ήταν εκεί ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, ανάμεσα στο πάθος που δεν εκδηλώνεται και μένει δυστυχώς εγκλωβισμένο, ανάμεσα στο «φιλικό» δέσιμο δυο ανθρώπων και στον έρωτα, ανάμεσα σε δύο κορμιά σε αγκαλιά, ανάμεσα στα χείλη και στο δέρμα, σε όποιο σημείο του σώματος και αν το αγγίζουν, ανάμεσα στην εξορία και την ελευθερία, την εργασία και την δουλειά, τις σκέψεις και τις πράξεις, ανάμεσα στο ανάμεσα και φτου κι απ’ την αρχή. Ό,τι αξίζει τον κόπο ή τον τρόπο ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, ενάντια σε όλα τα κλισέ, ερωτικά, μυστικά, ηλικιακά, φιλικά, αρχής, τέλους, παύσης, θραύσης, καύσης, πλατωνικές υπολανθάνουσες καταστάσεις, φοβίες, λατρείες, συνουσίες, δεν αφήνει τελικά πολλές επιλογές. Όταν το μυαλό μπαίνει εμπόδιο στα της καρδιάς, κάτι στραβά αρμενίζει πιθανόν και η φυγή δεν θα διορθώσει την πορεία του ενός ή του άλλου, ειδικά όταν πρόκειται περί απλής στολισμένης μετακόμισης.[...]

Ένα εξαίρετο απόσπασμα από κείμενο με εξομολογήσεις εκ βαθέων που αξίζει να διαβάσει κανείς ολόκληρο ε δ ώ!
Ευχαριστώ τον dim juanegro, που η δική μου ιστορία του έδωσε τροφή για σκέψεις!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κι ένα τραγούδι που καλύπτει όλα όσα γράφτηκαν για να εκφράσουν στιγμές, σκέψεις κι αισθήματα.


How can I just let you walk away 
Just let you leave without a trace 
When I stand here taking 
Every breath with you oohhhh
You're the only one 
Who really knew me at all

How can you just walk away from me 
When all I can do is watch you leave 
'Cause we've shared the laughter and the pain 
And even shared the tears 
You're the only one 
Who really knew me at all 

So take a look at me now 
'Cause there's just an empty space 
There's nothing left here to remind me 
Just the memory of your face 
So take a look at me now 
'Cause there's just an empty space
And you coming back to me, is against the odds 
And that's what I've got to faceeeee 

I wish I could just make you turn around 
Turn around and see me cry 
There's so much I need to say to you 
So many reasons why 
You're the only one 
Who really knew me at all 

So take a look at me now 
'Cause there's just an empty space 
There's nothing left here to remind me 
Just the memory of your face 
So Take a look at me now 
Cause there's just an empty space 
But to wait for you is 
All I can do 
And that's what I've got to face. 
Take a good look at me now 
'Cause l'll still be standing (standing here)
And you coming back to me is against all odds 
That's the chance I've got to take 
(chance I got to take, got to takeeee)

Yeahhhhh
Take A look at me now
(Take A Look at me nowwwww)

"Πονάω και δεν αντέχεται..."


... συνέχεια από ε δ ώ

Ήταν σχεδόν απαγορευτικό για τον χαρακτήρα του Στράτου να τον αφήσει γυναίκα. Και στην προκειμένη περίπτωση πληγωνόταν ο εγωϊσμός του. Ήμουν σίγουρη πως με την Εύα θα ήταν και πάλι μαζί. Θα ήταν όμως πιο μαλακός μαζί της λόγω του νεαρού της ηλικίας της. Θα έκανε βήματα μικρά κάθε φορά ώστε να την κάνει ο ίδιος να τρέχει από πίσω του. Σε αυτό τον διακατείχε μια μαεστρία! Εκεί που έχανε εντελώς τον έλεγχο ήταν όταν ένιωθε κατάπτωση, γινόταν χώμα, όταν κάποια τον έστεινε στον τοίχο για διάφορες επιπολαιότητες του και του τα έλεγε χύμα και τσουβαλάτα και σηκωνόταν και τον παρατούσε. Εκεί δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Δεν το έπαιρνε. Δεν μπορούσε να βρει πιστευή δικαιολογία για την λερωμένη φωλιά του!
Όπως είχε ρίξει το κεφάλι στον ώμο μου καθώς χορεύαμε εγώ του το χάιδευα τρυφερά, μητρικά! Όταν ο Στράτος ήταν πληγωμένος μαζί του πληγωνόμουν κι εγώ. Χαμογελούσε ο Στράτος; Χαμογελούσα κι εγώ! Πάθαινε κάτι ο Στράτος; Το διαισθανόμουν. Είχε ριζώσει μέσα μου σαν καταβολάδα. Ήταν και σε μένα, ήταν και αλλού. Η Εύα του είχε φερθεί πολύ πιο σκληρά απ'ότι κάποτε η Δανάη. Σίγουρα του άξιζε.
- Στράτο; Έχω μια απορία... Θυμήθηκα ξαφνικά να τον ρωτήσω και να τον βγάλω απ'τις μαύρες σκέψεις που ίσως έκανε εκεί στον ώμο μου.
- Τι είναι; Με ρώτησε και σήκωσε το κεφάλι για να με κοιτάξει.
- Στην Εύα έχεις πει τα πάντα για τις σχέσεις σου;
- Ναι. Σχεδόν τα πάντα...
- Και για μας;
- Όχι. Αυτό όχι.
- Καλά έκανες. Του είπα με ανακούφιση.
Δεν θα μου άρεσε κάποια στιγμή αντικρίζοντάς την να με αντιπαθήσει επειδή ήμουν μια "πρώην" που της είχε αναφέρει ο Στράτος.
- Μάρινα κάποια πράγματα είναι εντελώς δικά μας. Δεν θα ήθελα με τίποτε να φέρω σε δύσκολη θέση τα πρόσωπα που αγαπώ. Δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος όπως με την Δανάη.
- Σ'ευχαριστώ και το εκτιμώ. Αν υπήρξε κάτι μεταξύ μας, θέλω να μείνει εδώ!
Και του δείχνω την καρδιά μου, ξεφέυγοντας απ'την αγκαλιά του.
- Μα πάντα υπάρχει... Μου είπε και έβαλε άλλη μια βότκα στο ποτήρι του κι έκατσε στον καναπέ.
Έβαλα κι εγώ λίγο ουίσκι ακόμη στο ποτήρι μου και κάθησα δίπλα του, κοιτώντας το ποτήρι μου. Δεν ήξερα τι να του πω.
- Και τι είναι αυτό που υπάρχει Στράτο; Απόρρησα τελικά
- Δεν ξέρω. Ποτέ δεν το κατάλαβα.
- Νιώθεις κι εσύ ότι κάτι δένει εμάς τους δύο, ή είναι απλά της φαντασίας μου;
- Το νιώθω. Είναι στιγμές που το νιώθω και δεν ξέρω τι είναι.
- Τουλάχιστον δεν είμαι μόνη μου σε αυτό! Άντε άσπρο πάτο!
Είπα προσποιούμενη την χαρούμενη για να ελαφρύνω λίγο την στιγμή γιατί ήδη μας είχε πέσει βαριά. Δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση κι ούτε να νομίσει ότι είχα σκοπό να τον αποπλανήσω. Έδειχνε τόσο ευάλωτος που πολύ ευχαρίστως το μικρό μου δαχτυλάκι να κουνούσα θα μου παραδινόταν. Δεν ήθελα όμως έτσι.
- Μαρίνα είμαι χάλια. Έχω ζαλιστεί.
- Επόμενο είναι. Είπιες σχεδόν όλο το μπουκάλι με την βότκα.
- Δεν ξέρω πως θα πάω σπίτι.
- Με το αυτοκίνητο δεν σε αφήνω να φύγεις. Θα πάρουμε ταξί να πας. Είσαι χάλια.
Του είπα και πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου του που ήταν στο τραπέζι και τα έκρυψα στην τσέπη του παντελονιού μου.
- Έλα ρε Μαρίνα τώρα. Δώσε μου τα κλειδιά.
- Με το αυτοκίνητο δεν φεύγεις πάντως. Δεν θα περάσω κι άλλη λαχτάρα με σένα!
Σηκώθηκε και έφτιαξε τα ρούχα του:
- Πάμε να περπατήσουμε λίγο; Θέλω λίγο αέρα. Δεν αντέχω! Πνίγομαι!
Μου είπε και έκανε να βγει έξω βιαστικά χωρίς να με περιμένει.
- Περίμενε. Θα πέσεις...
Ήταν αρκετά ζαλισμένος και για να μην πέσει στάθηκε στον τοίχο κοντά στην πόρτα της εξόδου. Κράτησε το κεφάλι του με την παλάμη του:
- Σκατά έγινα κι απόψε!
- Γιατί βρε αγάπη μου να γίνεσαι έτσι για μαλακίες;
- Τα έπινα και μόνος μου στο σπίτι... 
Τώρα καταλάβαινα την κατάστασή του. Έπινε, αλλά το ένα μπουκάλι με ποτό δεν ήταν ικανό να τον κάνει να παραπατάει. Άρα ήδη είχε κάνει την ...προθέρμανση στο σπίτι του. Βγήκε έξω παραπατώντας. Κατεβήκαμε στον δρόμο και είχα περάσει το χέρι μου απ'την μέση του για να μην χάσει την ισορροπία του. Προσπαθούσα να κρατήσω την ισορροπία και των δυο μας πριν σκάσουμε σαν τσουβάλια στον δρόμο! Ο Στράτος γελούσε με την κατάστασή του και προσπαθούσε να το διασκεδάσει. Προσπαθούσα κι εγώ με την σειρά μου να του μιλάω για πράγματα ευχάριστα για να μην σκέφτεται την Εύα. Του μιλούσα για διακοπές το καλοκαίρι... Για τυχόν συνεργασία μεταξύ μας ραδιοφωνική... Για το στήσιμο μιας επιχείρησης ολοδικής του:
- Α! Δεν είναι κακή η ιδέα. Σε θέλω μαζί μου. Θα ανοίξω καφετέρια κι εσύ θα αναλάβεις την μουσική της. Θα είσαι η αποκλειστική μου Dj!
Γέλασα με την ιδέα... Μου άρεσε η εμπιστοσύνη που έδειχνε στο πρόσωπό μου. Ίσως επειδή γενικώς στις ραδιοφωνικές του προσπάθειες είχα σταθεί αυστηρή ως κριτής του, ώστε να βελτιωθεί! Και απ'την άλλη ήταν ένας απ'τους πιο φανατικούς ακροατές μου και γενικά του άρεσε η μουσική που επέλεγα. Ίσως οι δικές μου μουσικές προτιμήσεις έγιναν και δικές του. Συνειδητοποιούσα ότι αγαπούσαμε τα ίδια πράγματα. Ο Στράτος είχε περάσει το ένα του χέρι πάνω απ'τους ώμους μου και έτσι βρήκε κάπως την ισορροπία του. Ο παγωμένος αέρας, μας φαινόταν δροσιά... Τα ποτά μας είχαν ανεβάσει την θερμοκρασία κι έτσι όπως ήμασταν αγκαλιά δεν καταλαβαίναμε αν έκανε κρύο. 
- Θέλω να φύγω... Μου είπε ξαφνικά.
- Που να πας;
- Να πάω στην Ρόδο. Αν εξαιρέσεις τα καψόνια στον στρατό, θα ήθελα να πάω να δω τα παλιά λημέρια!
- Χμ! Δεν είναι για να πίνεις. Σε πίνει και λες βλακείες.
- Χα χα χα! -Γέλασε δυνατά.- Ήθελα να δω πως θα αντιδράσεις.
Δεν μίλησα. Κούνησα το κεφάλι μου κοροϊδευτικά για το τι σκέφτεται η βότκα στο μυαλό του! 
- Μαρίνα τι να κάνω; Με ρώτησε έπειτα από κάποιες στιγμές που περπατούσαμε στο πάρκο παρακάτω απ'το σπίτι μου.
- Να ηρεμήσεις. Το μυαλό σου δεν είναι καθαρό για να σκεφτεί. Όταν το μυαλό σου θα αρχίσει να λειτουργεί και πάλι, μίλησέ της. Εξήγησέ της. Κι ότι είναι να γίνει θα γίνει.
- Της τηλεφωνούσα όλη την μέρα σήμερα και μου το έκλεινε. Μέχρι και η μάνα της με έστειλε στο διάολο...
- Καλά και ήταν η μάνα της. Για φαντάσου να είχες να κάνεις με τον πατέρα της. Κι αν είναι αυστηρός... γάμησέ τα!
- Δεν έχει πατέρα. Είναι ορφανή από πατέρα.
- Συγγνώμη δεν ήξερα.
- Όμως έχει μια μάνα που κάνει για δυο πατεράδες, αν την πιάσει το πείσμα! Όμως με αγαπάει κι αυτή. Λέει ότι φέρομαι άψογα στην Εύα, όπως κανείς άλλος. Με έχει σαν δεύτερο γιο της.
- Έχει κι αδερφό η Εύα;
- Ναι. Σπουδάζει στην Αγγλία και είναι ο μόνος που με υποστηρίζει.
- Ξέρει την αδερφή του και προφανώς κι εκείνη κάτι έχει κάνει και φτάσατε εδώ που φτάσατε...
Δεν μίλησε. Κοντοστάθηκε για λίγο για να σκουπίσει ένα δάκρυ απ'τα μάτια του. Δεν είναι δυνατό να κλαίει για βλακείες. Τόσο πολύ φοβάτε μην την χάσει;
- Έλα εδώ! Του είπα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου, χαϊδεύοντάς του το κεφάλι.
Με πονούσε να τον βλέπω έτσι. Για ακόμη μια φορά επαναλαμβανόταν η ίδια σκηνή. Όπως τότε που ήταν σε απόγνωση με την Δανάη, που είχε χάσει όλους του τους φίλους και οι γονείς του αντιδρούσαν με την ζωή που έκανε μαζί της και ήταν σχεδόν εξαφανισμένος. 
Του ζήτησα να προχωρήσουμε γιατί πια η επίδραση του ποτού άρχισε να περνά και να νιώθω το κρύο να περονιάζει το δέρμα μου. Ακολούθησε ασυναίσθητα, βουτηγμένος για τα καλά στις σκέψεις του. "Πότε θα μάθεις να σκέφτεσαι; Πότε;" αναρωτιόμουν για αυτόν. Τον ένιωθα να τρέμει και οι αντιδράσεις του ήταν αφύσικες. Μια γελούσε, μια έκλαιγε... "Έτσι είναι! Έπρεπε να το νιώσεις και να καταλάβεις πως είναι να σε πετάνε σαν σκουπίδι απ'την ζωή τους". Στο μυαλό μου ερχόταν εκείνη η γραπτή "συγγνώμη" του. Ένιωθα ικανοποίηση αυτή την στιγμή... Και δεν μου άρεσε, αλλά μου άρεσε... Έπρεπε να το νιώσει στο πετσί του το πως είναι. Να κλείνεσαι σε τέσσερις τοίχους και να προσπαθείς να καταλάβεις από που σου ήρθε η κατραπακιά και γιατί! Να προσπαθείς με ποτό να διώξεις την ζαλάδα της κατάστασης κι αυτό απλά να σε ρίχνει περισσότερο χαμηλά. Να νιώθεις ότι είσαι ένα φύλλο που το πάει όπου φυσά ο άνεμος. Να νιώθεις άχρηστος. Ασήμαντος. Άθλιος. Ένα τίποτε. Ένα τίποτα που δεν αξίζει. Να πονά η καρδιά σου γιατί κάποιος άνθρωπος βρήκε τον τρόπο να στην χτυπήσει ξαφνικά. Να μπήξει το μαχαίρι σε αυτή και να το στρίψει με τα λόγια του. Δεν έχει σημασία αν είναι απ'το στόμα ή γραπτά. Σημασία έχει ότι τελικά η αγάπη πονά και το χειρότερο: δεν ξεριζώνεται! Πήρα μια βαθιά ανάσα και έδιωξα τις εκδικητικές σκέψεις. Ήδη ήμασταν έξω απ'το σπίτι. Κάτσαμε στο πεζούλι εκεί μπροστά και τον κρατούσα αγκαλιά. Και για να τον ζεστάνω και για να καταλάβει πως πάντα είμαι δίπλα του. Αν όχι στα ευχάριστα, στα δύσκολα πάντα είμαι δίπλα του. Με το χέρι πάντα απλωμένο, για να κρατήσω αμέσως το δικό του όταν μου ζητήσει βοήθεια! Τον χάϊδευα στην πλάτη. Καθόμασταν αμίλητοι για ώρα.
- Μαρίνα; Τι γυρεύεις εσύ με έναν άνθρωπο σαν εμένα;
Με ρώτησε ξαφνικά ενώ έκρυβε το πρόσωπό του στα δυο χέρια που είχε ακουμπήσει στα γόνατα.
- Δεν ξέρεις; Πρέπει να ρωτήσεις;
- Ναι. Είμαι μπερδεμένος.
- Και δηλαδή τι είναι αυτό που θα έπρεπε να με κρατά μακριά σου;
- Η συμπεριφορά μου. Δεν σου'χω φερθεί εντάξει κι εσύ παραμένεις δίπλα μου. Γιατί;
- Γιατί... σε αγαπάω και θέλω να σε βλέπω να χαμογελάς κι όχι να πονάς.
- Ρε Μαρίνα τι αγαπάς σε μένα;
- Όχι αυτό που είσαι, αλλά αυτό που έχεις στην καρδιά σου.
- Σκατά έχω στην καρδιά μου...
- Ίσως να μην το βλέπεις, αλλά εγώ βλέπω έναν Στράτο, που όταν ακούει την καρδιά του με κάνει χαρούμενη!
Του είπα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου για να νιώσει το τι ένιωθα. Να νιώσει πως η ψυχή του ήταν πιο αγνή απ'το μυαλό του και ήταν αυτό που αγαπούσα σε αυτόν. Γιατί το μυαλό του ήταν αυτό που με έκανε να κάνω εκδικητικές σκέψεις, που με τρέλαινε και με έφερνε σε απόγνωση.
- Και ξέρεις κάτι; -Συνέχισα- Για να δεις τι άνθρωπος είμαι... Είσαι τόσο αδύναμος αυτή την στιγμή που αν ήθελα θα περνούσαμε μια βραδιά αξέχαστη οι δυο μας. Να σε εκμεταλευτώ. Αλλά όπως βλέπεις στέκομαι δίπλα σου, με μια αγκαλιά ανοιχτή για σένα, για να μαλακώσω όσο γίνεται τον πόνο σου.
- Σ'ευχαριστώ. Σ'ευχαριστώ που είσαι έτσι και να μείνεις έτσι.
- Δεν ξέρω αν με το καιρό παραμείνω έτσι...
- Να μείνεις. Σε παρακαλώ.
Χαμογέλασα και σφίχτηκα επάνω του.Ένιωθα πως ήταν λίγο πιο ήρεμος. Αν και ζαλισμένος ακόμη απ'το ποτό, ήταν πιο ήρεμος. Είχε ξεσπάσει την έντασή του. Κι απ'την άλλη δεν ήθελα να συνεχίσω μια κουβέντα για το πως ήταν ο χαρακτήρας μου. Μπορεί να 'θελα και να τα πάθαινα. Αλλά αυτό ήμουν. Κάθε φορά και πιο σοφή, ως αποτέλεσμα του "αν δεν πάθω πως θα μάθω", αλλά γι'αυτόν, τον δικό μου "Στράτο" ήθελα να τα παθαίνω. Ήταν μια εξάρτηση που δεν ήθελα να αποβάλω. Όσο κι αν η λογική μου έλεγε να του δώσω μια να πάει στο διάολο, δεν μπορούσα. Η καρδιά μου τον ήθελε κοντά μου.
- Μαρίνα πρέπει να φύγω, είναι περασμένη η ώρα.
Δεν είχα καταλάβει ότι είχε περάσει από μεσάνυχτα κι εμείς βολοδέρναμε εκεί έξω απ'το σπίτι.
- Είσαι ζαλισμένος. Ή θα μείνεις εδώ απόψε και θα τηλεφωνήσω στους δικούς σου να μην ανησυχούν ή θα πάρω ταξί να φύγεις. Με το αυτοκινητό σου δεν φεύγεις πάντως.
Δεν ήθελα να πάθει κάτι. Τα κλειδιά τα κρατούσα επάνω μου και δεν είχα σκοπό να του τα δώσω.
- Μαρίνα δεν γίνεται. Δώσε μου τα κλειδιά να φύγω.
- Τότε να καλέσω ταξί.
- Δεν πήρα χρήματα μαζί μου.
- Θα το πληρώσω εγώ.
- Θα φύγω όπως ήρθα. Δώσε μου τα κλειδιά σε παρακαλώ.
- Στράτο μη με τρομάζεις. Να χαρείς.
- Δεν θα πάθω τίποτε, στο υπόσχομαι.
- Φοβάμαι.
Με κοίταξε στα μάτια ικετευτικά. Όσο και να επέμενα δεν υπήρχε περίπτωση να μην φύγει χωρίς το αυτοκίνητο. Και του έδωσα τα κλειδιά, με μισή καρδιά και με φόβο.
- Σε παρακαλώ τηλεφώνησε μου όταν φτάσεις.
- Εντάξει θα το κάνω.
Τον κοίταζα που έστρωνε τα ρούχα του, έφτιαχνε τα μαλλιά του και γενικά προσπαθούσε να διώξει την παραζάλη του απ'το ποτό:
- Σ'ευχαριστώ για όλα!
Μου είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
- Δεν έκανα τίποτε.
Του είπα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου.
- Να είσαι δυνατός και ψύχραιμος. Αυτό θέλω από εσένα. Οι σχέσεις πιστεύω πως έτσι είναι: μια του ύψους και μια του βάθους. Μην χαραμίζεσαι έτσι!
- Ότι δεν λένε οι δικοί μου, το λες εσύ. Πάντα έχεις τα σωστά λόγια να πεις. Σ'ευχαριστώ που με ανέχεσαι όλα αυτά τα χρόνια.
Μου είπε και με έσφιξε κι αυτός με την σειρά του και με καληνύχτησε με ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο και το μάγουλο:
- Θα σου τηλεφωνήσω. Καληνύχτα...
Μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο του.
- Θα περιμένω... του είπα και παρέμεινα εκεί στο ίδιο σημείο να τον κοιτάζω να βάζει μπρος το αυτοκίνητο μέχρι που χάθηκε απ'το οπτικό μου πεδίο προσπερνώντας με.

Τόσος πόνος για το τίποτε. Μπήκα στο σπίτι και είπια το υπόλοιπο της βότκας που είχε μείνει στο ποτήρι του και μετρούσα τα λεπτά να περάσουν για να ακούσω το τηλέφωνο να χτυπά. Είχα αφήσει το μυαλό μου κολλημένο στις τελευταίες μας κουβέντες: να μείνω όπως ήμουν! Οι δείχτες στο ρολόι του τοίχου αργούσαν απελπιστικά να αλλάξουν θέση. Συμμάζεψα τα πάντα, έπλεινα τα ποτήρια και έβγαλα τις φωτογραφίες μας. Τόσο νέοι κι οι δυο μας, με τον Γιάννη φωτογράφο μας να προσπαθεί να μας βγάλει φωτογραφία εκνευρίζοντάς μας: "έλα εδώ να κάτσεις στα πόδια μου να βγάλουμε φωτογραφία" άκουγα ακόμη την ηχώ απ'τα λόγια του Στράτου τότε που ποζάραμε μπροστά στον φακό. Όσο ο Στράτος με είχε στα πόδια του κι αγκαλιά... Ο Γιάννης έκανε πως περίμενε την κατάλληλη στιγμή, όμως είχαμε ήδη κουραστεί τόση ώρα στην ίδια θέση κι εκευρισμένη πήγα να αρπάξω την μηχανή για να την βάλω στο αυτόματο να τελειώνει. Την στιγμή που ήμουν με την φράση στο στόμα: "άντε τελείωνε", μας έβγαλε φωτογραφία! Είμασταν νέοι και μας άρεσε να παίζουμε... Χαμογέλασα. Και τι δεν θα έδινα να γύριζε ο χρόνος πίσω. Να αναπληρώσω τα κενά και να διορθώσω τα πράγματα. 
Κοίταξα το ρολόι. Αυτή την φορά η ώρα είχε περάσει, αλλά ούτε τηλέφωνο μου έκανε ο Στράτος ούτε καν μήνυμα.
Η ανησυχία μου ήταν στο αποκορύφωμά της. Και δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Του τηλεφώνησα και δεν απαντούσε στο κινητό του. Η ανησυχία μου μεγάλωνε. Πως να ανησυχήσω τέτοια ώρα τους δικούς του για να μάθω ότι είναι καλά;
Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ και νωρίς το πρωί τηλεφώνησα στο σπίτι του να μάθω τι έγινε:
- Κυρά Σταυρούλα καλημέρα. Ο Στράτος είναι καλά;
- Ναι κορίτσι μου. Κοιμάτε, θα τον ξυπνήσω σε λίγο να φύγει για δουλειά.
- Ανησύχησα.
- Πέρασε από σένα το βράδυ;
- Ναι. Είπιε πολύ και φοβήθηκα. Εγώ του είπα να φύγει με ταξί ή να κοιμόταν σπίτι μου και να σε ειδοποιούσα.
- Έπρεπε να τον κρατήσεις.
- Δεν ήθελε κυρά Σταυρούλα. Και πέθανα απ'την ανησυχία όλο το βράδυ γι'αυτό και τηλεφωνώ τέτοια ώρα.
- Καλά έκανες. Θα μου τον ξεκάνει η άλλη.
- Όσον αφορά αυτό το θέμα, δεν είναι μικρό παιδί πια... Μόνος του κάνει ό,τι κάνει. Δεν ευθύνεται η οποιαδήποτε είναι δίπλα του. Η τρισχειρότερη να είναι, αυτός οφείλει να είναι κύριος με τον εαυτό του. Αν δεν θέλει, κακό του κεφαλιού του.
- Ναι εντάξει, δίκιο έχεις...
Δεν το συνέχισα. Δεν γινόταν και πάλι να κάνω τον πυροσβέστη στο τι έκανε ο Στράτος με την προσωπική του ζωή και με τους δικούς του. Δεν ήθελα να ξαναμπώ στην μέση και να με πυροβολάνε απ'όλες τις μεριές λέγοντας ο καθένας τα δικά του. Αν ο Στράτος ήθελε να δοκιμαστεί σε αυτή την σχέση δικαίωμά του ήταν. Εγώ όμως θα ήμουν δίπλα του, όταν εκείνος το ζητούσε κι όχι επειδή θα το ήθελαν οι άλλοι. Μου αρκούσε που από αυτό το γεγονός έμαθε πως είναι να σε τσαλαπατάνε για το τίποτε. Ήταν ένα μάθημα που άξιζε ο Στράτος να μάθει κι ας τον πόνεσε.



"Πονάω και δεν αντέχεται..."


Το κινητό μου χτυπά. Καθόμουν με ένα σημειωματάριο στα πόδια καταγράφοντας τις υπερωρίες μου -της δουλειάς μου- στο μήνα. Αφοσιωμένη και παρατηρώντας για τυχόν λάθη, πετάχτηκα απ'το ξάφνιασμα κι αρπάζω το κινητό που το είχα δίπλα μου και χωρίς να δω ποιός με καλούσε το ανοίγω αμέσως:
- Που σε πετυχαίνω; Ακούστηκε βαριά η φωνή του Στράτου.
- Σπίτι.
Είπα και σήκωσα το κεφάλι μου απ'τις σημειώσεις μου. Ο τόνος της φωνής του με αναστάτωσε. "Κάτι συνέβη" σκέφτηκα.
- Έρχομαι τώρα. Ετοιμασέ μας ποτά, θέλω να μιλήσουμε.
Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να προλάβω να ρωτήσω τι ήθελε να πούμε. Το ήξερα βαθιά μέσα μου πως αυτά που ήθελε να πούμε δεν αφορούσαν σε τίποτε εμάς τους δύο, παρά μόνο την νέα του σχέση. Μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι "αγάπης" όπως το έλεγε, προσπαθούσε να βρει τις ισορροπίες του ώστε να βγει αλόβητος χωρίς να υπάρξουν απώλειες κι απ'τις δύο πλευρές. Κοίταζα το τηλεφωνό μου και προσπαθούσα να βγάλω ένα συμπέρασμα. Ήταν σπάνιες οι φορές που με ξάφνιαζε με αυτά τα προειδοποιητικά για επίσκεψη τηλεφωνήματα. Κι όταν το έκανε, τα πράγματα πάντα ήταν σοβαρά. Και τώρα κάτι συνέβαινε. Η φωνή του κάτι είχε. Απόγνωση; Απογοήτευση; Τι σκατά γινόταν πάλι στην ζωή του; Τόσες και τόσες σχέσεις, δεν έμαθε τίποτε από αυτές; Πάλι θύμα; Και πάλι εγώ θα βγάλω το φίδι απ'την τρύπα; Ή απλά να θέλει να μιλήσει κάπου και δεν βρίσκει κανέναν "κολλητό" του διαθέσιμο για τις συναισθηματικές μαλακίες του; Δεν μπορούσα να του πω όχι. Με τίποτε. Δεν ήμουν αυτή εγώ! Δεν μπορούσα να το κάνω. Πάλεψα να τον ξεκολλήσω από μέσα μου στο παρελθόν, αλλά μου ήταν τρομερά δύσκολο να το συνεχίσω. Πόσο πολύ μπορεί κανείς να το καταλάβει το πόσο; Πάντα έλεγα δεν θα του τηλέφωνησω κι αν τον πετύχω κάπου να τον αποφύγω. Αυτό που κατάφερνα ερχόταν ο Στράτος να το καταστρέψει, με την παρουσία του ή με ένα τηλεφώνημά του. Και χαιρόμουν πάντα να τον βλέπω ή να τον ακούω. Κατά ένα περίεργο τρόπο με έκανε χαρούμενη. Δεν μου έχει ξανατύχει να νιώθω έτσι για κάποιον άλλον. Κι ο Στράτος το ήξερε. Όπως ήξερε και ξέρει ότι ανά πάσα στιγμή κι όποτε το χρειαστεί ήμουν και συνεχίζω να παραμένω δίπλα του. Να τον ακούω, να κουβεντιάζω μαζί του και να του δίνω τις ιδέες μου για τα αδιέξοδά του. Αν αυτό ακόμη λέγεται αγάπη, μάλλον δεν έχω σταματήσει να τον αγαπάω. Κι ας με πλήγωσε στο παρελθόν. Αλλά δεν γίνεται να μένει κανείς προσκολλημένος στα παλιά. Συγχωρείς και προχωράς. Οι ευκαιρίες προσπερνάνε κι αν κάποιες σου δίνονται απλόχερα, υπάρχουν καταστάσεις που δεν μπορείς να τις αρπάξεις και να τις εκμεταλλευτείς. Κι εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ποτέ μου δεν ήθελα να εκμεταλευτώ τον Στράτο, όταν εκείνος ήταν ευάλωτος.

Αρκετά χρόνια μετά κι ενώ με τον Στράτο παίζαμε με τις λέξεις και κάπου στο βάθος της καρδιάς μου περίμενα να μου δώσει την δική μου ευκαιρία, έβαλε ξαφνικά στην ζωή του μία κατά πολύ μικρότερή του κοπέλα, την Εύα. Εκείνος ήταν στα 31 κι εκείνη στα 19. Θα πει κανείς πως ήταν άβγαλτη κι αναζητούσε την εμπειρία ενός 30άρη. Μόνο που η συγκεκριμένη ήταν πολύ έμπειρη κι απ'τον ίδιο, όπως έλεγαν οι φήμες που κυκλοφορούσαν για το πρόσωπό της. Όταν την είδα ξαφνικά στο αυτοκίνητό του θεώρησα πως επρόκειτο για την κόρη του διευθυντή του ή κάποιου γείτονά του, την οποία μάλλον εξυπηρετούσε σε κάποιο θέλημα. Δεν πήγαινε το ταπεινό μυαλό μου πως επρόκειτο για την νεά του κατάκτηση. Μέχρι που ήρθε το τηλεφώνημα:
- Πως σου φάνηκε; Με ρώτησε.
- Τι πράγμα; Απόρρησα. Και λογικό ήταν άλλωστε.
- Η μικρή που είχα στο αυτοκίνητο.
- Τι να μου φανεί δηλαδή; Κόρη κανενός γειτονά σου είναι;
- Όχι ρε.
- Τότε; Καμιά ξαδέρφη;
- Ρε φιλενάδα με δουλεύεις τώρα;
- Στάσου βρε Στράτο. Βλέπω μια πιτσιρίκα στο αυτοκινητό σου τι να υποθέσω; Ότι είναι η νέα σου κατάκτηση;
- Ας πούμε...
Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν στο άκουσμα του "ας πούμε". Εκεί που έλεγα πως όλα ξεκαθάρισαν πια και δεν υπήρχαν άλλα εμπόδια αναμεσά μας, πως ήρθε επιτέλους η δική μου στιγμή, εκείνος ήδη είχε κάνει ένα βήμα πιο πέρα προσπερνώντας με. Ίσως και να μην ήταν έτσι. Ίσως για τους δικούς του λόγους να με ήθελε δίπλα του. Όχι όμως ερωτικά. Ήθελε την αγάπη μου για οδηγό του. Να του δείχνω τον σωστό δρόμο όταν εκείνος λοξοδρομεί. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και για ακόμη μια φορά ένιωθα μειονεκτικά. Έβριζα τον εαυτό μου που δεν έλεγε να προχωρήσει μπροστά όπως έκανε εκείνος. Ήθελα τόσο πολύ να έχω την ευκαιρία μου μαζί του. "Κλείσ'του το" έπιανα τον εαυτό μου να κραυγάζει στο κεφάλι μου:
- Στράτο είμαι στην δουλειά και δεν μπορώ να μιλήσω περισσότερο. 
Του είπα απογοητευμένη με τα μάτια έτοιμα να βουρκώσουν. Ένιωσα σκουπίδι εκείνη την στιγμή. Εκείνος ανέφερε το γεγονός σε μια καλή του φίλη και η "καλή του φίλη" ήθελε να του κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα!
- Το απόγευμα τι κάνεις;
- Τίποτε στο σπίτι θα είμαι.
- Να περάσω να σε πάρω να πάμε για καφέ να τα πούμε;
- Δεν ξέρω...
Απάντησα με το δίλημμα να του πω ναι ή όχι στην πρότασή του. "Μην δεχθείς, ασ'το ρεμάλι να βράσει στο ζουμί του" έλεγε ο εαυτός μου και ξαφνικά ένιωσα πονοκέφαλο:
- Έλα ρε μωρό... Έχουμε καιρό να τα πούμε κιόλας!
Όταν με αποκαλούσε "μωρό" με τρέλαινε. Ένιωθα άλλος άνθρωπος. Ένιωθα απίστευτα κοντά του και τελικά δεν μπορούσα να του αρνηθώ σε τίποτε... Μια αδυναμία είχα κι όταν την ξεστόμιζε με έκανε ότι ήθελε:
- Εντάξει! Θέλω να μου φύγει η περιέργεια!
Κατέβασα το ακουστικό κι ένας κόμπος στον λαιμό μου είχε σταθεί. Μου είχε κοπεί ο αέρας και προσπαθούσα με βαθιές ανάσες να συνέλθω. Εγώ που έκανα υπομονή και το ήξερε πόσο πολύ τον ήθελα, με προσπερνούσε για ακόμη μια φορά κι αυτή την φορά για χάρη μιας πιτσιρίκας! "Μην το σκέφτεσαι, ένα καπρίτσιο είναι" σκέφτηκα. Η σκέψη πως λόγω της διαφοράς ηλικίας η σχέση αυτή δεν θα είχε διάρκεια με επανέφερε και το γεγονός ότι το απόγευμα θα βρισκόμασταν με ηρέμησε.
"Στις 7 περνάω να σε πάρω. Να είσαι έτοιμη", έλεγε το μήνυμά του στο κινητό μου. Τι άραγε να είχε να μου πει; Άρχισα να σκαλίζω στην βιβλιοθήκή μου τα συρτάρια. Στο βάθος του ενός είχα κρύψει τα παλιά του γράμματα. Τα διάβαζα και κοιτούσα τις φωτογραφίες μας που ήμασταν αγκαλιά. Στα μάτια μας φαινόταν η ανεμελιά της ηλικίας μας και τώρα πια που όλοι μας μεγαλώσαμε, γίναμε ανεξάρτητοι, προσπαθούμε να συνδυάσουμε υποχρεώσεις και παλιές φιλίες! Και τι είχε μείνει απ'το τότε; Μόνο εγώ κι ο Στράτος κι όλοι οι υπόλοιποι στον δικό τους δρόμο. Ο Γιάννης διορισμένος σε κάποιο ακριτικό νησί, η Βάνα παντρεμένη (όχι με τον Γιώργο) και με δυο παιδιά και οι υπόλοιποι που συμπλήρωναν την παρέα ή απομακρύνθηκαν θελημένα ή έφυγαν στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον (το οποίο και κατάφεραν). Διάβαζα τα γράμματά του και με έπιασα να χαμογελάω. Εκείνες οι ατελείωτες σελίδες από χαρτί αλληλογραφίας με τα στιχάκια αφιερωμένα σε μένα... Εκείνες οι τρελές επιθυμίες να επισφραγίσουμε την σχέση μας... Εκείνη η επιθυμία του να μετράω τις μέρες που θα ερχόταν κοντά μου... Εκείνες οι επιθυμίες να μην τον προδώσω γιατί θα το μετανιώσω... Χα! Πόσο αντιστράφηκαν όλα. Ο άνθρωπος που πάντα με προδίδει είναι ο ίδιος. Αυτός που δεν το ήθελε από εμένα. Κι εγώ εδώ... πιστή Πηνελόπη να περιμένω μερικά ψίχουλα αγάπης από εκείνον. Και μυαλό δεν έβαζα. Δεν ήθελα να προσγειωθώ. Αυτό που ένιωθα για αυτόν ήταν χειρότερο και πιο δυνατό από αυτό που ένιωθα κάποτε σαν έφηβη για τον Γιώργο. Πως να κάνω αυτά τα βήματα; Πως να προχωρήσω; Δεν θέλω να απαλλαγώ από αυτόν. Νομίζω πως αν το κάνω θα μείνω άδεια. 
Εκεί στον καφέ μας, μου τα εξομολογήθηκε όλα. Η Εύα ήταν το κέρατο στη Δέσποινα και μάλιστα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Έμεινα σύξυλη όταν μου περιέγραφε πως είχαν συμβεί όλα: η Δέσποινα είχε επαναπαυθεί και θεωρούσε τον Στράτο δεδομένο. Η έννοια της ήταν να τελειώσει το νεόκτιστο σπίτι της και μετά να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες για το γάμο τους. Είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό: τον Στράτο. Εκείνος προσπαθούσε να της δείξει πως ήταν δίπλα της και το ίδιο ήθελε κι εκείνος απ'την ίδια. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω! Όσο κι αν το πάλεψε ο ίδιος δεν άντεχε την αδιαφορία της. Μέχρι που γνώρισε την Εύα. Ήταν μια απ'τις περιστασιακές γνωριμίες, one night stand. Και πάνω στο μεθύσι του ξέροντας ότι η Δέσποινα ήταν νύχτα στην δουλειά της, έκανε ότι έκανε με την Εύα μέσα στο σπίτι που ετοίμαζαν να μείνουν μετά το γάμο τους. Η Εύα εξαφανίστηκε μετά από εκείνο το βράδυ κι εκείνος απλά δεν θυμόταν καν το προσώπο της την επόμενη μέρα όταν συνήλθε. Κι έτυχε και ξανασυνταθήκαν πρόσφατα.
- Δεν ξέρω Μαρίνα. Με κάνει και νιώθω σημαντικός.
- Η Δέσποινα δεν σε έκανε να νιώθεις το ίδιο;
- Όχι! Όλα ήταν μια συνήθεια μαζί της και δεν έκανε κάτι να αποφεύγουμε την συνήθεια. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Ακόμη και το σεξ κατάντησε βαρετό μαζί της. Ότι κι αν έκανα, αυτή επέμενε στα δικά της. Δεν άντεχα. Είχε ξεχυλήσει το ποτήρι. Της έδωσα αμέτρητες ευκαιρίες...
- Ναι! Αλλά μέσα στο σπίτι της;
- Δεν το προγραμμάτισα. Ήταν κάτι της στιγμής κι έγινε.
- Εντάξει! Σε καταλαβαίνω... Αλλά δεν είναι κάπως μικρή η Εύα για σένα;
- Δεν ξέρω ρε Μαρίνα. Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι...
- Σε τι;
- Μεγαλώνω και με ανησυχεί αν έχω την ίδια πέραση όπως ήμουν μικρότερος!
- Πας καλά; Ποια επιβεβαίωση; Τώρα διανύεις τα 30 και μιλάς για επιβεβαίωση; Και την περιμένεις από μία έφηβη; Τι στο διάολο λογική είναι αυτή; Ποτέ δεν έμεινες μόνος και τώρα σε φοβίζει;
- Με φοβίζει, όσο κι αν δεν το πιστεύεις.
"Γαμώτο εδώ μπροστά σου στέκομαι. Όλα τα χρόνια μας μπροστά σου στέκομαι και δεν με βλέπεις; Σε αγαπώ και δίνω την ψυχή μου για να στο αποδείξω κι εσύ με αγνοείς". Απέφευγα να τον κοιτάξω. Όλα όσα άκουγα μου φαίνονταν τόσο ψεύτικα. Η ψυχή μου πονούσε και προσπαθούσα να μην του το δείξω. Ήθελα να δείχνω η φίλη που πάντα ήθελε. Όλα αυτά που ένιωθα ήταν κατώτερα της συζήτησης που είχαμε... Η αμφιβολία του ότι δεν έχει πέραση στο ασθενές φύλο κι ότι δεν τον προσέχουν όπως παλιά! Πως είναι δυνατόν ένας τριαντάρης να νιώθει λες και είναι γέρος κι ότι δεν έχει πέραση; Ο Στράτος γαμώτο δεν ήταν έτσι και ποτέ μα ποτέ δεν έμενε μόνος. Και τώρα ξαφνικά τι σκατά έγινε; Γιατί έχασε έτσι τον μπούσουλα; Γιατί δεν μπορούσε να μείνει για λίγο μόνος να σκεφτεί; Να δώσει ένα διάλειμμα στον εαυτό του και να σκεφτεί ποιές είναι οι προτεραιότητές του στην ζωή και να κάνει τα σωστά βήματα. Και τώρα έπρεπε εγώ να σταθώ κοντά του, να τον πάρω νοητά απ'το χέρι και να τον καθοδηγώ για να μην κάνει το λάθος:
- Τι να σου πω... Κάνε ότι θέλεις, μόνο πρόσεχε. Μην βρεθείς μπλεγμένος!
- Η Εύα είναι ένα απίθανο κορίτσι. Μπορεί να είναι μικρή αλλά στο μυαλό ρίχνει κάτω τις 40άρες.
- Στράτο... Αν είναι έτσι όπως τα λες να προσέχεις περισσότερο.
Του είπα και τον κοίταξα στα μάτια για να καταλάβει ότι είναι αρκετά ώριμος για να παίξει με την καρδιά μιας κοπελίτσας που είναι γεμάτη ενθουσιασμό για την ζωή, που κάνει όνειρα μεγαλεπίβολα και που ακόμα και μια στραβή να τύχει είναι ικανή να γκρεμοτσακίσει τον άνθρωπο που της τα τάζει... αν είναι καπάτσα!

Και μάλλον πρέπει να είχα βγει σωστή. Και την γνώρισα την Εύα και κάποιες φίλες μου την ήξεραν και ήξεραν τι εστί "Εύα" και μου συνέστησαν να πω στον Στράτο να προσέχει. Μου έδωσαν μια περιγραφή του χαρακτήρα της σαν να ήταν αράχνη που υφαίνει τον ιστό της και περιμένει το επίδοξο θύμα για να το κατασπαράξει με κάθε τρόπο: συναισθηματικά & οικονομικά! Ήταν αρκετά καπάτσα και είχε τον τρόπο της να φέρνει τα πράγματα εκεί που ήθελε με όποιο κόστος. Δεν την ενδιέφερε αν και η ίδια γινόταν ένα ψυχολογικό ράκος αρκεί που θα έκανε και τον άλλο να αισθάνεται το ίδιο και να σέρνεται εκείνος στα πόδια της.
Κι ο Στράτος δεν το είχε καταλάβει αλλά ήταν ήδη το θύμα της. Και να που μου ζητούσε βοήθεια. Κι εγώ δεν μπορούσα να του πω περισσότερα. Όσο κι αν ήθελα να του πω όλα όσα είχα μάθει για εκείνη, ήξερα πως και πάλι εγώ θα έφταιγα και θα μου έριχνε την ενοχή πως το κάνω από εκδίκηση που δεν είμαστε μαζί. Γνωστή καραμέλα. Πολυμασημένη. Αλλά δεν θα του έκανα την χάρη. Θα του άφηνα το περιθώριο να κάνει το λάθος και να μάθει κι εν καιρώ κι αναλόγως των συνθηκών θα του έλεγα όλα όσα ήξερα και που προφανώς εκείνη δεν είχε κάνει καν τον κόπο να του πει.Που δεν στάθηκε ειλικρινής απέναντί του.

Ήρθε αργά το απόγευμα στο σπίτι μου.Με το που άνοιξα την πόρτα μου έδωσε δυο πεταχτά φιλιά στα μάγουλα και μπήκε φουριόζος μέσα πηγαίνοντας κατ'ευθείαν στο κασσεττόφωνο. Έβαλε χαλαρή μουσική και κάθισε. Ήταν έτοιμος να σκάσει. 
- Τι τρέχει Στράτο; Τον ρώτησα και του πρόσφερα αμέσως ένα ποτήρι με παγωμένη βότκα.
Έτσι όπως έτρεχε η στιγμή ήταν αργά να ανταλλάξουμε έστω και για τους τύπους τις "καλησπέρες"μας.
- Όλα ήταν ένα ψέμα. Μου είπε και ρούφηξε το ποτό με μιας αφήνοντας άθιχτα τα παγάκια, ανάβοντας αμέσως τσιγάρο.
- Τι έγινε; Τον ρώτησα απαλά και τον κοιτούσα που γέμιζε ξανά το ποτήρι του. Κάθισα δίπλα του.
- Έπαιζε μαζί μου. Δεν με θέλει Μαρίνα. Το καταλαβαίνεις; Και εξαφάνισε και το δεύτερο ποτό του με μιας στο λαρύγγι του.
Χαμογέλασα. Είχα βγει σωστή στην πρόβλεψή μου να προσέχει. Αλλά πότε την άκουσε την Μαρίνα; Πάντα εκ των υστέρων.
- Ναι το ξέρω ρε μωρό, μου'χες πει να προσέχω.
- Σου'χα πει να προσέχεις, γιατί δεν παίζουν με τις μικρούλες. Σίγουρα κάποια όνειρα θα έκανε και προφανώς εσύ την προσγείωσες ανώμαλα...
- Θα σκάσω σου λέω...
Μου είπε με λυγμό και έπεσε στον κόρφο μου κλαίγοντας.
- Αχ ρε Στράτο! Είπα και του χάιδεψα το κεφάλι στοργικά. 
Στο μυαλό μου όλα έτρεχαν. "Τι σκατά κάνω εγώ αυτή την στιγμή;" αναρωτιόμουν και το βλέμμα μου αρνιόμουν να το ρίξω επάνω του. Απλά χάιδευα το κεφάλι του μέχρι να ηρεμήσει. "Εγώ είμαι εδώ. Όπως πάντα. Για σένα πάντα είμαι εδώ". Άπλωσα και πήρα το ποτήρι με το ουίσκυ μου. Το είπια μονορούφι. Εκείνη την στιγμή πονούσαμε κι οι δύο για το ίδιο πράγμα: για την απόρριψη. "Είδες πόσο άσχημα είναι να σε απορρίπτουν έτσι ξαφνικά"; Δεν μου άρεσε που ένιωθε όπως ένιωθα καιρό εγώ γι'αυτόν, αλλά έπρεπε να το ξέρει.
- Πονάει ε; Τον ρώτησα και συνέχισα να του χαιδεύω το κεφάλι.
- Δεν περίμενα ποτέ πως θα ένιωθα έτσι. Πονάω πολύ! 
Μου είπε και σηκώθηκε ξανά στην θέση του και με κοίταξε στα μάτια.
- Είδες πως είναι; Να νιώθεις ότι αγαπάς και ξαφνικά εκεί που όλα είναι μέλι-γάλα, σου έρχεται η απόρριψη για να σε ισοπεδώσει. Να σε κάνει σκατά. Να σε κάνει λιώμα. Να σέρνεσαι.
Είπα και σηκώθηκα να βάλω κι άλλο ουίσκυ στο ποτήρι μου. Δεν ήθελα να με κοιτάξει στα μάτια. Δεν ήθελα να καταλάβει που το πήγαινα. Αν και κατάλαβε:
- Δεν αντέχεται Μαρίνα.
- Εμένα θα μου πεις; Είπα και γύρισα πίσω στο καναπέ.
- Τι θα κάνω;
- Δωσ'της χρόνο. Κι όλα θα πάνε καλά.
- Δεν θέλω να περιμένω.
- Εκείνη το θέλει. Αν ήμουν στην θέση της και είχα μπουκώσει απ'τις μαλακίες σου, θα ήθελα τον χρόνο μου για να ηρεμήσω.
- Μην βάζεις την θέση σου στην δική της. Εσύ είσαι ψυχούλα. Δες με! Σε σένα ήρθα. Γιατί με ξέρεις κι έχεις τον τρόπο και τα λόγια να με ηρεμήσεις. 
Δεν μίλησα. Απλά χαμογέλασα. "Αυτό έφαγε εμένα. Ότι είμαι ψυχούλα και δεν φάνηκα ικανή να σε κάνω να κυλιέσαι στα πατώματα". Σκατά ψυχούλα!
- Καλά. Όπως και να'χει δώσε κι εσύ λίγο χρόνο στον εαυτό σου να ηρεμήσεις και να σκεφτείς ψύχραιμα να δεις που έκανες το λάθος.
Σηκώθηκε ξαφνικά... Δεν ξέρω τι τον έπιασε.
- Αυτό το τραγούδι...
Το κασσεττόφωνο έπαιζε μια μπαλάντα του George Michael κι ο Στράτος στάθηκε μπροστά και δυνάμωσε την ένταση:
- Να'ξερες τι μου θυμίζει;
- Σε πολλούς θυμίζει.
Του είπα και του χαμογέλασα. Έβαλε κι άλλο ποτήρι με βότκα. Το μπουκάλι άδειαζε κι ο Στράτος άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει συμπεριφορά. Χανόταν στον κόσμο του. Έκλεισε τα μάτια και κουνιώταν στο ρυθμό, λες και ο ήχος τον ταξίδευε στις αναμνήσεις του:
- Σήκω!
Με ξάφνιασε.
- Γιατί;
- Σήκω που σου λέω!
Δεν έπαιρνε να τον ρωτήσω πάλι το γιατί, μιας και ήδη είχε πλησιάσει και με τράβηξε απ'τον καναπέ κοντά του.
- Θέλω να το χορέψουμε.
- Οκ. Όπως θες Στράτο. Έχεις πιει πολύ όμως.
- Σσς! Άκου και χόρευε μόνο. Μη μιλάς.
Έριξα το κεφάλι μου στον ώμο του έχοντας όλες τις αισθήσεις μου σε επαγρύπνηση. Ήταν ευάλωτος όσο δεν έπαιρνε άλλο. Έριξε κι εκείνος το κεφάλι του στον δικό μου ώμο και σιγομουρμούριζε το τραγούδι. Στεκόμουν εκεί και χόρευα μαζί του έναν λυπητερό χορό και ήξερα ότι ήταν αβάσταχτο αυτό που ένιωθε. Του είχε κοστήσει η απόρριψη από γυναίκα. "Κάποτε θα γινόταν κι αυτό" σκέφτηκα. Μια μικρή ικανοποίηση πέρασε απ'το μυαλό μου και χαμογέλασα από θλίψη, γιατί δεν ανεχόμουν να αισθάνεται έτσι όπως αισθάνεται...




...συνεχίζεται... ε δ ώ

Εσύ ... θυμάσαι ;



Έχουν περάσει ΄μέρες από εκείνη τη στιγμή που φώλιασε μέσα μου εκείνο το γαμημένο κωλόσυναίσθημα γι΄ άλλη μια φορά . Είχα τόσο πολύ καιρό να το νιώσω που ήθελα να πιστεύω ό,τι είχε τελειώσει αυτό το μαρτύριο πια ... Μα , έτσι ξαφνικά ήρθε και τρύπωσε πάλι εκεί μέσα , έτσι ύπουλα και επώδυνα . Πιο επώδυνα από κάθε άλλη φορά χωρίς να ξέρω το γιατί ...

Ο κόμπος στον λαιμό μου , με έσφιγγε ολοένα και περισσότερο και ο πόνος παρέα με την θλίψη με κρατούσαν από τα χέρια σαν αλυσίδες λες και φοβόντουσταν μη τους φύγω , μη χαθώ ... Ήταν απόγευμα κι εγώ μόλις είχα καθίσει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή όταν ήρθε δίχως να γνωρίζω το πως και το γιατί στο μυαλό μου η εικόνα εμάς των δυο μαζί στις πρώτες και τελευταίες μας διακοπές . Θυμάσαι ;




Κάντε κλικ στον τίτλο της δημοσίευσης και διαβάστε ολόκληρο το κείμενο.