61. Η ζωή μου όλη σήμερα...



Κάθομαι σε ένα παγκάκι σε μια μεριά του δρόμου μπροστά απ’ τον ναό του Πυθίου Απόλλωνος στο Μόντε Σμιθ κι αγναντεύω την απεραντοσύνη της θάλασσας. Οι γλάροι από εδώ ψηλά φαντάζουν σαν κουκίδες παραμονεύοντας στην επιφάνεια της θάλασσας για κάνα ψάρι. Καράβια, ψαροκάικα κι αεροπλάνα είναι η συγκοινωνία που φέρνει τη θάλασσα αυτή σ’ επαφή με τον κόσμο. Κι εγώ στέκομαι εδώ πέρα μόνη, καθισμένη σ’ ένα παγκάκι και την κοιτάζω, αναλογίζοντας πως κάπου στο βάθος του ορίζοντα άφησα μια ζωή που φαντάζει ονειρική.
Η Ρόδος ήταν πανέμορφο νησί και εξαιτίας της η ζωή μου είχε ανατραπεί. Είχα έρθει προ ημερών φιλοξενούμενη του αδερφού μου και για να μην μένω κλεισμένη στο σπίτι με τις ώρες μου άρεσε να κάνω βόλτες σε όλα τα σημεία της πόλης που είχαν ενδιαφέρον. Κι η ακρόπολη της ήταν ένα πολύ όμορφο σημείο που σου χάριζε ηρεμία.
Ήθελα να διώξω μακριά τις συνεχής ανατροπές της ζωής μου. Ήθελα να βρω δουλειά και να μπορέσω να κρατήσω τις ισορροπίες μου και να μπω σε μια καθημερινότητα που να μη μου επιτρέπει να σκέφτομαι πολύ.
- Πίστευες ότι δεν θα σε έβρισκα;
Άκουσα μια γνώριμη φωνή να σπάει την ηρεμία μου εκείνης της στιγμής. Δεν έδωσα σημασία. Ήταν πολύ αυτοί που έκαναν περιπάτους εδώ πάνω και άνοιγαν κουβέντα φωναχτά. Ήταν όμορφο να χαίρεσαι τα απλά πράγματα της ζωής με τον σύντροφο, με τους φίλους σου και γενικά με τους αγαπημένους σου.
Η θέα από εδώ ψηλά ήταν απολαυστική και δεν μπορούσα με τίποτε να πάρω τα μάτια μου από αυτή.
- Μαρίνα;
Άκουσα το όνομά μου και κάποιος ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου κρύβοντας μου την θέα. Σήκωσα το κεφάλι και αρνιόμουν να το δεχτώ. Μα πως; Τι έγινε;
- Τι κάνεις εσύ εδώ;
Ένιωσα τα πόδια μου να χάνουν την ισορροπία τους κι εγώ να βλέπω όλα να σκοτεινιάζουν γύρω μου. Δεν άντεξα άλλο.



- Μαρίνα. Μαρίνα ξύπνα…
Άνοιξα τα μάτια μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν. Είχα λιποθυμήσει; Με είχε πάρει ο ύπνος; Πως γινόταν να βρίσκομαι στο κρεβάτι μου στην αγκαλιά του Στράτου; Κοίταξα γύρω και βρισκόμουν στο δωμάτιο μου. Φορούσα τα ρούχα μου κι ο Στράτος τα δικά του. Μα τι έγινε;
- Τι έγινε; Λιποθύμησα; Πως βρέθηκα εδώ;
- Δεν θυμάσαι;
- Μμμ… μάλλον όχι.
- Είχες τα χάλια σου, είχες πιει ένα μπουκάλι με ουίσκι και μου τηλεφώνησες να έρθω.
- Και πως έγινε και με έχεις αγκαλιά;
- Ήθελα να σε ηρεμήσω.
- Τόσο χάλια;
- Και χειρότερα. Αποκοιμήθηκες και δεν ξέρω τι έβλεπες.
- Πως ήμουν στην Ρόδο κι ήρθες και με βρήκες ξαφνικά. Είχα φύγει λέει για να ζήσω μακριά σου…
- Βρε χαζό, γίνεται εμείς οι δυο να είμαστε χωριστά; Αφού δεν μπορείς χωρίς εμένα κι εγώ δεν μπορώ χωρίς εσένα.
- Να από αυτό ήθελα να γλιτώσω. Με πονάει πάρα πολύ.
- Και γι’ αυτό το έτσουξες;
- Γι’ αυτό. Δεν άντεχα άλλο, ήθελα κάπως να ξεσπάσω.
- Και βρήκες τον τρόπο. Δεν θέλω να το ξανακάνεις. Ότι έχεις να μου το λες. Ότι κι αν είναι αυτό.
- Φοβάμαι να το κάνω. Νομίζω πως αν σου μιλήσω θα με αφήσεις και θα φύγεις και θα σε χάσω.
- Αυτό δεν θα το κάνω ποτέ. Ειδικά σε σένα, ποτέ.
- Γιατί ειδικά σε μένα;
- Δεν έχεις καταλάβει κάτι;
- Τι;
- Σε αγαπάω πάρα πολύ βρε χαζό. Νομίζεις πως είμαι αχάριστος και δεν έχω δει πόσο πολύ μου έχεις συμπαρασταθεί, πόσο πολύ μου στέκεσαι στα δύσκολα; Κανείς άλλος δεν νοιάστηκε τόσο πολύ όσο εσύ.
- Κι εγώ σ’ αγαπάω.
- Αυτό το ξέρω και ξέρω και με τι τρόπο με αγαπάς. Δεν το έχω ξεχάσει ποτέ.
- Αλλά δεν γίνεται τίποτα!
- Ακριβώς! Τι προτιμάς; Να έχουμε σχέση και να τσακωθούμε όπως κάνουν όλα τα ζευγάρια και να χαθούμε δια παντός ή να είμαστε μαζί σαν φίλοι και για πάντα μαζί;
- Και τα δύο δεν γίνεται;
- Δεν γίνεται. Μαρίνα, φοβάμαι να σε χάσω. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν έχω κάνει τίποτε μέχρι τώρα. Δεν καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι αυτό; Και δεν ξέρω τι να κάνω για να σε κάνω να το καταλάβεις για να με καταλάβεις.
- Είσαι πολύ αλήτης τελικά!
- Γιατί;
- Έτσι! Και κάθαρμα μαζί!
- Α! Και τα δύο; Ένα θέλω.
- Με το ‘κάθαρμα’ είμαστε εντάξει;
- Ναι. Αχ, Μαρίνα! Τι θα κάνω με σένα, μου λες;
Και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Τον κοιτούσα και δεν το πίστευα πως μοιραζόμασταν το μαξιλάρι μου, πως ήμουν εκεί στην αγκαλιά του, πως χάιδευε το πρόσωπο μου και τα μαλλιά μου. Τον κοιτούσα και σκεφτόμουν πως είχε δίκιο τελικά. Όσο κι αν με πονούσε είχα ένα μοναδικό προνόμιο: ήμουν μέρος της ζωής του αναπόσπαστο. Ήταν κάτι που το ήθελε και το ήθελα κι εγώ. Όσο κι αν προσπάθησα να μείνω μακριά του ήταν δύσκολο. Δεν γινόταν. Υπήρχε ένας κρίκος που μας έδενε. Τον κοιτούσα και χαμογελούσα:
- Θέλω να είσαι δυνατή. Κι ότι θελήσεις να μην διστάσεις να μου το ζητήσεις. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω.
- Είμαι μόνη μου αν αυτό σου λέει κάτι και δεν έχω κάτι που να με βοηθήσει να προχωρήσω.
- Έχεις έμενα.
- Δεν θέλω να νοιώθεις υποχρέωση.
- Δεν είναι υποχρέωση. Θέλω να σε βοηθήσω. Θέλω να είμαι δίπλα σου. Γιατί αξίζεις πολλά που να σε πάρει ο διάολος.
- Δεν νομίζω. Αν είχα γίνει φέσι στο μεθύσι, τι να αξίζω;
- Μιας και το ανέφερες, να μην το ξανακάνεις. Το καλό που σου θέλω. Σε θέλω δυνατή. Το καταλαβαίνεις αυτό; Να μην χαλιέσαι για βλακείες.
Είχε δίκιο. Θυμήθηκα πως το βραδινό μου ξέσπασμα ήταν απίστευτο. Δεν θυμάμαι όμως πως είχε προέρθει να καταπιώ τόσο πολύ ποτό. Ούτε που θυμάμαι πως βρήκα το κουράγιο να του τηλεφωνήσω και να έρθει. Ούτε που θυμάμαι τι βλακείες θα του είχα αραδιάσει κι ούτε που θυμάμαι πως καταλήξαμε να είμαστε ξαπλωμένοι αγκαλιά.
Αυτό που θυμάμαι πια ήταν πως είχα επιστρέψει απ’ την Μυτιλήνη, έμενα στο πατρικό μου όσο οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό για τις δουλειές τους και είχα πάρει την απόφαση με την επιστροφή τους να έφευγα για Ρόδο μιας κι ο Γιάννης μου είχε πει πως υπήρχε μια θέση για εργασία για μένα που με περίμενε. Στον Στράτο δεν τηλεφώνησα όταν είχα επιστρέψει. Δεν ήθελα να ανακοινώσω πως επιτέλους ήμουν πίσω. Ήθελα να κρατήσω την απόσταση. Μόνο που τελικά και πάλι όλα ανατράπηκαν…
- Σε λίγο εγώ θα φύγω για δουλειά. Θα είσαι φρόνιμη; Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πας να αγοράσεις άλλο μπουκάλι ουίσκι;
- Το υπόσχομαι.
Αλλά δεν την κράτησα την υπόσχεση μου. Όταν εκείνος έφυγε, έφυγα κι εγώ. Πήγα στο σούπερ μάρκετ και αγόρασα και ουίσκι κι άλλα ποτά. Μόνο που δεν είχα σκοπό να επαναλάβω το ίδιο. Ήθελα απλά να αντικαταστήσω το άδειο μπουκάλι με ένα γεμάτο, στην κάβα του σπιτιού! Περπάτησα λίγο στους δρόμους της πόλης και αφέθηκα να πάρω τα πράγματα όλα απ’ την αρχή. Να αναλογιστώ πόσα πράγματα είχαν συμβεί στην ζωή μας, πόσες ανατροπές είχαν έρθει και πως πια έχουμε καταλήξει. Συνειδητοποιούσα πως η αγάπη μου για εκείνον ήταν πολύ δυνατή και έκανα και βλακείες και προσπάθειες για να γλυτώσω κι εγώ δεν ξέρω από τι. Έπρεπε πια να βάλω την λογική να δουλέψει. Έπρεπε να αφήσω την αγάπη μου γι’ αυτόν να είναι αγάπη τρυφερή και να βαδίζω πλάι του όπως μου είχε ζητήσει. Σαν φίλη. Δεν ήταν δύσκολο. Αρκεί να ήμουν ανοιχτή απέναντί του και να μην αφήνω τα συναισθήματα μου να με πνίγουν. Ήμουν σίγουρη πως θα με άκουγε και δεν θα με τρόμαζε η ιδέα πως θα με απομάκρυνε, γιατί τελικά δεν ήταν έτσι. Είχε ένα τρόπο να με τραβά και να με θέλει κοντά του. Σε όλες τις στιγμές της ζωής του, με εξαίρεση εκείνη του αρραβώνα του με την Δέσποινα. Δεν τον ρώτησα ποτέ, αλλά ίσως ήταν προτιμότερο που δεν μου το είπε ποτέ. Θα ήταν υποκριτής αν μετά από εκείνο το ‘αφιερωμένο’ «σε πίνω στο ποτήρι μου» με προσκαλούσε στον αρραβώνα του. Είχε καταλάβει πως θα με πλήγωνε πολύ περισσότερο.
Δεν μπορούσα να ζω πια μακριά του. Ήταν κάτι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Όσες φορές προσπάθησα να πω ‘αντίο’ σε όλα όσα ζήσαμε, δεν γινόταν. Εμείς οι δύο ήμασταν μαζί και δεμένοι. Πολύ περισσότερο κι από φίλοι, πολύ περισσότερο κι από αδέρφια, πολύ περισσότερο κι από σύντροφοι. Παραμένει ανεξήγητο το δέσιμο που υπάρχει μεταξύ μας. Είναι λες και υπήρξαμε πάντα μαζί ακόμη και στην περασμένη ζωή μας.

Σήμερα πια, παραμένουμε μαζί. Βαδίζουμε πλάι-πλάι και δυνατοί. Ποτέ δεν έφυγα τελικά όπως είχα σχεδιάσει. Όσο εύκολο φαινόταν σαν σκέψη, τελικά ήταν ακατόρθωτο. Τώρα πια έμαθα να είμαι κοντά του και ότι με πνίγει να του το λέω. Με ξέρει σαν ανοιχτό βιβλίο πια. Και τελικά ποτέ μου δεν μετάνιωσα για αυτή μου την επιλογή. Αισθάνομαι τυχερή που παραμένουμε μαζί. Προχωρήσαμε τις ζωές μας κι εκείνος ήταν αυτός που με βοήθησε σημαντικά να προχωρήσω και με την δική μου.

Ένα μήνυμα σε εκείνον:
Βάζοντας ένα τέλος πια σε όλη αυτή την καταγραφή θέλω να σου πω Στράτο μου μέσα από αυτές τις γραμμές: σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις στην ζωή μου και σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να πάρω τις σωστές αποφάσεις. Να δυο ακόμη λόγοι για να σου πω για άλλη μία φορά και χωρίς τον φόβο και μέσα απ’ την καρδιά μου: το πόσο σ’ αγαπώ!




Τ Ε Λ Ο Σ

60. "...η ζωή που περνά και χάνεται"


Με δοκίμαζε. Ήμουν σίγουρη. Δοκίμαζε τον εαυτό μου αν μπορούσα να αντέξω αυτή την παράσταση! Δεν έδινα αφορμή καν, ούτε το πρόσχημα για να τον κάνω να πιστέψει πως με πλήγωνε. Ήθελα τόσο πολύ να γεφυρωθεί η ίδια μας η ζωή, όμως ένοιωθα πολύ κουρασμένη κι αδύναμη να προσπαθήσω πάλι. Στο τέλος άρχισα να αναρωτιέμαι αν άξιζε να κάνω άλλη μια προσπάθεια: να παλέψω, να πιέσω, να διεκδικήσω. Κάτι μέσα μου μ’ εμπόδισε και μου έλεγε πως αν το κατάφερνα δεν θα κρατούσε για πολύ και θα τον έχανα για πάντα. Ήμασταν δύο διαφορετικοί κόσμοι τελικά που το μόνο κοινό μας ήταν ότι στηριχτήκαμε ο ένας στον άλλο, μία και μοναδική στιγμή κι έκτοτε έμαθε εκείνος να στηρίζεται σε μένα αφού ήξερε πως ήμουν κοντά του οποιαδήποτε στιγμή.
Δεν μπορούσα να φανταστώ πως μπορούσε να ανατρέψει τα πάντα. Έμαθα πως επισημοποίησε τελικά την σχέση του με την Δέσποινα. Έτσι ξαφνικά κι απρόσμενα. Στην αρχή δεν μου προκάλεσε εντύπωση αλλά μετά συνειδητοποίησα πως δεν είχε αναφέρει απολύτως τίποτε αν όχι σε μένα –μιας και δεν γινόταν να με βρει- αλλά στον αδερφό μου, έστω και από τηλεφώνου. Έμαθα πως στον αρραβώνα αυτό είχε καλέσει μόνο τους πιο καλούς του φίλους. Αν όχι εγώ, ο Γιάννης δεν ήταν καν στην λίστα αυτή των προσκαλεσμένων καλών φίλων. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είχε κάνει αυτή την διάκριση. Αν ποτέ με προσκαλούσε το σίγουρο ήταν ότι δεν θα πήγαινα. Δεν θα μου άρεσε να αντικρίζω την εικόνα του να μοιράζεται μια όμορφη ευτυχισμένη στιγμή με μια γυναίκα που θα έβαζα τον εαυτό μου στην θέση της, για να ζήσω το δικό μου όνειρο με τον αγαπημένο μου!
Οι φωτογραφίες μας απ’ την τελευταία εκδρομή ήταν το μοναδικά στοιχεία που μου έδιναν ζωή! Γέμιζαν κενά του εαυτού μου, προσπαθώντας να δώσω την ελπίδα ότι σε κάποια στιγμή θα γευόμουν κι εγώ όμορφες στιγμές αν όχι τις ίδιες, με κάποιον άλλον. Και γνώρισα ανθρώπους, μόνο που τίποτε δεν είχαν να με κάνουν να ξεχνιέμαι. Μάλλον δεν ήμουν έτοιμη να προχωρήσω.
Δεν ξέρω πόσος καιρός είχε περάσει παλεύοντας να ισορροπήσω τα μέσα μου. Μακριά απ’ τον Στράτο πονούσα. Βρισκόμουν στην Μυτιλήνη και πάλευα να μην τον σκέφτομαι. Συχνά-πυκνά άνοιγα το κινητό μου κοιτάζοντας τον αριθμό του. Πολλές φορές πατούσα την κλήση και άλλες τόσες τις απενεργοποιούσα. Έβγαινα έκανα βόλτες μόνη μου, πήγαινα εκδρομές μόνη μου και προσπαθούσα να ζήσω χωρίς τις μνήμες απ’ το παρελθόν. Μου ήταν δύσκολο.
Ξανάνοιγα το κινητό. Ξανακοιτούσα τον αριθμό του και δεν ήθελα να νοιώθει πως του ήμουν βάρος. Ήθελα τόσο πολύ να του μιλήσω. Ήθελα τόσο πολύ να τον ακούσω. Να ανασάνω, να αναστηθώ. Και πάλι έκλεινα το κινητό ή το πετούσα κάπου στο βάθος του σάκου μου ή το κλείδωνα στο κομοδίνο για να μου δημιουργώ την ψευδαίσθηση πως δεν είχα την δυνατότητα να επικοινωνήσω μαζί του.
Τελικά δεν άντεξα. Μια μέρα πριν φύγω απ ‘την Μυτιλήνη και πάω να βρω τον αδερφό μου στην Ρόδο, του τηλεφώνησα. Ήμουν μίλια και μήνες μακριά του και δεν άντεχα άλλο να μην τον ακούσω έστω για λίγο. Στο άκουσμα της φωνής μου αναστήθηκε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που του έδωσε τέτοια χαρά. Κι εγώ χαιρόμουν μαζί του. Η φωνή του με δυνάμωνε και τα νέα του με έκαναν να πετάξω από χαρά. Μου εξομολογήθηκε πως η δεύτερη ευκαιρία με την Δέσποινα πήγε στράφι. Πάλεψε να κρατήσει την σχέση του μαζί της, άλλα δεν άντεξε κι έδωσε ένα οριστικό τέλος. Η πίεση της συμβίωσης και η πεζή πραγματικότητα της τον έκανε να μπει σε ένα καλούπι που δεν ήταν στα μέτρα και τα σταθμά τα δικά του. Η Δέσποινα προσπαθούσε να τον κρατά προσγειωμένο ώστε να ανέβουν εκείνο το σκαλί που οδηγεί στην εκκλησία. Η πραγματικότητά τους ήταν απλά μια συνεχή στέρηση σε πράγματα της ίδιας τους της ζωής. Όχι έξοδοι, όχι έξοδα, όχι επισκέψεις σε φίλους που ίσως έχουν κι έξοδα, όχι διασκέδαση κι ο Στράτος να παλεύει για χάρη της κάνοντας δυο δουλειές. Ήθελαν να στήσουν το δικό τους σπίτι, αλλά η πίεση ήταν μεγάλη κι υπερβολική. Και γενικά όλη τους η ζωή επηρεαζόταν από αυτές τις πιέσεις. Κι ο Στράτος αποφάσισε να φύγει μακριά της, δείχνοντας της πως διαφωνούσε να ζει έτσι. Ήθελε να χαίρεται την ζωή αλλά και να την οργανώνει με τον δικό του τρόπο κι όχι με τα ‘πρέπει’ της Δέσποινας.
- Νοιώθω ελεύθερος! Το καταλαβαίνεις;
- Σε νοιώθω γλυκέ μου!
«Μόνο που δεν μπορώ να είμαι εκεί κοντά σου να μοιραστώ την χαρά σου. Η Δέσποινα δεν μου χρωστά τίποτε σε αυτό, αλλά χαίρομαι για την δική σου χαρά αγάπη μου» σκεφτόμουν όταν τον άκουγα να μου μιλά ατελείωτα στο τηλέφωνο και να νοιώθω το κινητό μου έτοιμο να πάρει φωτιά απ’ την υπερθέρμανση της πολύωρης συζήτησής μας.
- Μαρίνα θέλω να σε δω.
- Είμαι μακριά δεν γίνεται.
- Θέλω να βγούμε να τα πιούμε.
- Μακάρι να μπορούσα να σου πω ότι πετάγομαι τώρα.
- Γιατί έφυγες και δεν είπες τίποτε;
- Ήθελα να βρω λίγο την ηρεμία μου.
- Πότε θα γυρίσεις;
- Δεν ξέρω.
- Μου λείπεις ρε γαμώτο.
- Κι εμένα ψυχή μου.
- Όποτε γυρίσεις πίσω να μου τηλεφωνήσεις την στιγμή που θα ταξιδεύεις να έρθω να σε παραλάβω.
- Θα δούμε.
Και ποτέ δεν με παρέλαβε. Ποτέ δεν γύρισα. Δεν ήμουν έτοιμη να γυρίσω. Τον αγαπούσα πάρα πολύ για να γυρίσω και να τον ακούσω να μου μιλά για την οποιαδήποτε νέα κατάκτηση έμπαινε στην ζωή του.
Είχα χαρεί πολύ εκείνο το τηλεφώνημα. Μιλούσαμε με τις ώρες και τον είχα αγαπήσει πολύ περισσότερο. Μόνο που ποτέ δεν του έδωσα την ευκαιρία να το καταλάβει. Τι σημασία είχε πια; Οι δρόμοι μας ήταν τόσο μακρινοί πια!




Κεφάλαιο 61

JX - You Belong To Me

Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah

You belong to me, you belong to me, you belong to me
You belong to me, you belong to me, you belong to me
I love you but we never see, I love you but we never see
I love you but we never see
I love you, I love you, I love you, you belong to me
I love you but we never see, I love you but we never see
I love you, I love you, I love you, you belong to me

Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Ay-ay-ay-ay
Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Ay-ay-ay-ay

You belong to me, you belong to me, you belong to me
I love you but we never see
You belong to me, you belong to me, you belong to me
I love you but we never see, I love you but we never see
I love you but we never see
I love you, I love you, I love you, you belong to me
I love you but we never see, I love you but we never see
I love you, I love you, I love you, you belong to me

You belong to me - you belong to me

Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Ay-ay-ay-ay
Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Ay-ay-ay-ay

Ay-ay-ay-ay - Ay-ay-ay-ay
Ay-ay-ay-ay - Ay-ay-ay-ay

Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Ay-ay-ay-ay
Ay-ee-yeah-yeah, Oo-ay-ee-yeah-yeah
Ay-ee-yeah-yeah, Ay-ay-ay-ay

You belong to me, you belong to me, you belong to me
I love you but we never see
You belong to me, you belong to me, you belong to me
I love you but we never see, I love you but we never see
I love you but we never see
I love you, I love you, I love you, you belong to me
I love you but we never see, I love you but we never see [fade]

59. Σε πίνω στο ποτήρι μου...


Είχε περάσει το Σαββατοκύριακο κι είχα μείνει με την αίσθηση πως πια ο Στράτος με τον τρόπο του μου είχε ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του για μένα. Με τον τρόπο του μου δήλωνε πως ήταν αρκετά μπερδεμένος αλλά δεν ήθελε πια να μπερδεύεται ακόμη περισσότερο. Αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στα 'θέλω' και τα 'πρέπει'. Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ ήταν να δώσω το τέλος. Όσο κι αν αυτό με δίσταζε έπρεπε να το κάνω.
Κοιτούσα το σπίτι που είχα νοικιάσει πριν χρόνια και το είχα λατρέψει. Ένα μικρό διαμερισματάκι, αρκετά βολικό για δύο άτομα, οικονομικό και σχετικά άνετο. Μου ήταν δύσκολο να μαζέψω όλα τα πράγματα και να τα μεταφέρω στο πατρικό μου. Ευτυχώς η επίπλωση δεν μου ανήκε κι έτσι όλα όσα θα έπρεπε να μετακομίσω άνετα έμπαιναν σε κούτες. Ο ιδιοκτήτης δυσαρεστήθηκε όταν του ανακοίνωσα ότι θα ελευθερώσω εντός των ημερών το διαμέρισμα. Μου ζήτησε να μείνω για όσο χρειαστεί και να μην του πληρώσω ενοίκιο, μέχρι να βολευθώ και να αδειάσω το σπίτι. Πάντα ήμουν τυπικότατη στην πληρωμή του ενοικίου κι αυτός θεώρησε πως το λιγότερο που μπορούσε να μου προσφέρει ήταν μερικές μέρες δωρεάν διαμονής μέχρι να πακετάρω χωρίς βιασύνες.
Προετοίμασα και τον Γιάννη για τα σχέδια μου. Φυσικά τον έπεισα να μην πει πουθενά που θα πήγαινα ούτε και στον Στράτο. Θέλησε να μάθει το γιατί. Τι να του έλεγα; Προσπαθούσα να δικαιολογηθώ πως ήμουν αρκετά φορτισμένη με το θέμα δουλειάς και ήθελα να ηρεμήσω και να ξεφύγω για λίγο από όλους κι από όλα και δεν ήθελα να δώσω καμιά αναφορά σε κανέναν.
- Και στο κάτω-κάτω τι τον ενδιαφέρει τον Στράτο για το τι θα κάνω εγώ; Είπα στον Γιάννη.
- Μα επειδή κάνετε αρκετή παρέα μαζί γι’ αυτό ρωτάω! Δικαιολογήθηκε ο αδερφός μου.
- Δεν είμαι σε φάση τώρα να αρχίσω να ανακοινώνω σε όλους τι θα κάνω. Δεν είμαι ψυχολογικά καλά και θέλω λίγη ηρεμία. Τίποτε άλλο. Μπορείς λοιπόν να μην πεις τίποτε σε κανέναν;
- Οκ. Δική σου είναι η απόφαση και την σέβομαι.
Δεν με ξαναρώτησε τίποτε. Ήδη άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρησή του στην Ρόδο.
Με τον Στράτο είχαμε να συναντηθούμε μέρες. Όμως υπήρξε και κάποια μέρα που ήταν αναγκαία η συνάντησή μας: στα γενέθλια της αδερφής του. Δεν γινόταν να μην την δω. Θα ήταν η τελευταία φορά και ήθελα έστω με την παρουσία μου στην γιορτή της να την αποχαιρετήσω με τον τρόπο μου.
Είχαμε πάει μαζί με τον Γιάννη στην γιορτή των γενεθλίων της. Άλλωστε το τελευταίο διάστημα δεν την έβλεπα πολύ συχνά μιας και το ενδιαφέρον της το μονοπωλούσε μονίμως ο Γιώργος της. Αυτή ήταν και η ευκαιρία των υπόλοιπων φίλων της που την είχαν χάσει επίσης! Εκεί έμαθα απ’ την Βάνα ότι ο Στράτος είχε χωρίσει απ’ την Δέσποινα σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή μας απ’ την διήμερη εκδρομή μας. Η Δέσποινα καθόταν σε μια πολυθρόνα και μιλούσε με δύο φίλες της Βάνας, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ήμουν σίγουρη πως μέσα της γινόταν μεγάλος πόλεμος μιας και η Βάνα μου είχε πει πως ήταν ερωτευμένη με τον αδερφό της, γι’ αυτό κι αποφάσισε να την προσκαλέσει στα γενέθλιά της, μπας και τα ξανάβρισκαν:
- Δεν φταίει σε τίποτε η Δέσποινα αν ο αδερφός μου κάνει μαλακίες.
Μου ξεκαθάρισε η Βάνα. Δεν καταλάβαινα γιατί πάντα είχε σχεδόν τον πρώτο λόγο στα συναισθήματα του αδερφού της και δεν τον άφηνε ανεπηρέαστο να αποφασίζει ο ίδιος για την ίδια του την ζωή. Γιατί δεν τον άφηνε να μάθει απ’ τα λάθη του. Την κοιτούσα κι αναρωτιόμουν σε τι βαθμό είχε επηρεάσει με τα λόγια της τον αδερφό της σε ότι αφορούσε εμένα. Ίσως και να έκανα λάθος, αλλά μια καχυποψία πάντα με έτρωγε.
Με τον Στράτο χαιρετηθήκαμε πολύ τυπικά. Ανταλλάξαμε φιλιά στα μάγουλα σαν καλά …αδερφάκια εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Άλλωστε δεν ήταν χώρος που θα μπορούσε να εκφραστεί όπως θα ήθελε έστω και με ένα πεταχτό φιλί στα χείλια. Όταν μείναμε οι δυο μας προσπάθησα να μάθω γιατί χώρισε με την Δέσποινα. Δεν μου έλεγε. Δεν επέμεινα, αλλά μου επιβεβαίωσε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρούν. Πόσο ψεύτης αποδείχθηκε τελικά φάνηκε στην πορεία. Γιατί τελικά μόνο στην δική μου περίπτωση είχε ισχύ η γνωστή επιβεβαίωση. Μόνο με μένα δεν τα ξαναβρήκε. Μόνο σε μένα δεν έδωσε την δεύτερη ευκαιρία και δεν καταλάβαινα το γιατί. Κι αυτό που με θύμωνε περισσότερο είναι που δεν έκανε τον κόπο να μου εξηγήσει. Να ξέρω. Να ξεκαθαρίσω κι εγώ με τον εαυτό μου. Γιατί τα περί φιλίας με τον αδερφό μου είχαν αρχίσει να με κουράζουν. Θα ήταν προτιμότερο να μου πει ευθέως: ‘δεν σε γουστάρω’ και να τελειώνει εκεί η ιστορία, παρά να με παίζει με λόγια, φιλοσοφίες κι αινίγματα! Ο ίδιος ήξερε τι τελικά αισθανόταν.
Η βραδιά μας δεν έμεινε έτσι. Συνεχίστηκε στα μπουζούκια. Η Βάνα είχε κλείσει τραπέζια και μας είχε προσκαλέσει όλους. Μοιραστήκαμε σε δυο αυτοκίνητα. Σε ένα απ’ τα δύο βρισκόμασταν οι τρεις μας, εγώ, ο Γιάννης κι ο Στράτος. Έτσι ακριβώς’ με τον αδερφό μου ανάμεσα μας! Και στο τραπέζι που καθίσαμε έπειτα όλοι μας, είχα τον Στράτο ακριβώς απέναντί μου. Να με κοιτά και να παίζει με τις αντοχές μου. Να καπνίζει και να πίνει νευρικά και να μου ρίχνει εκείνο το βλέμμα που με έκανε να λιώνω. Η Δέσποινα καθόταν πολύ πιο μακριά από μας, δίπλα στην Βάνα.
Τα μπουκάλια ουίσκι, οι τεκίλες και οι βότκες μαζί με τα φρούτα και τους ξηρούς καρπούς κι όλα τα υπόλοιπα συνοδευτικά έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Η Βάνα έδειχνε να χαίρεται τα γενέθλιά της και μαζί της στην πίστα παρέσερνε και την Δέσποινα. Σαν να ήθελε να δείξει στον αδερφό της πως η κοπέλα αυτή ήταν μια ευκαιρία που κλωτσούσε από βλακεία του. Πως δεν ήταν σαν τις άλλες και πως έπρεπε να την προσέξει καλά:
- Το μόνο καλό που έχει η Δέσποινα είναι ότι έχει ωραίο σώμα! Άκουσα τον Στράτο να λέει στον Γιάννη.
Ήταν η αλήθεια. Όντως είχε όμορφο σώμα κι επιπλέον μπορεί να μην ήταν η ‘κούκλα’ ήξερα πως ήταν μια κοπέλα με μυαλό και αρκετά προσγειωμένη. Αυτό που δεν ήξερα ήταν κατά πόσο ταίριαζε με τον Στράτο μιας κι εκείνος ήταν άνθρωπος που ήθελε να χαίρεται την ζωή στο έπακρο της σε αντίθεση με την Δέσποινα που ήταν ‘κορίτσι για σπίτι’. Αναρωτιόμουν όμως γιατί ο Στράτος έβλεπε μόνο το σώμα της. Ο χαρακτήρας της δεν ήταν όμορφος; Η προσωπικότητά της δεν είχε κάποια αξία; «Τι κάθεσαι και ψάχνεις Μαρίνα; Αυτή είναι η ζωή του κι η επιλογή του. Εσύ πια δεν ανήκεις σε αυτήν». Το βλέμμα του Στράτου ήταν στραμμένο στην πίστα που χόρευαν οι δυο κοπέλες και λικνιζόντουσαν, αλλά μετά από λίγο χάθηκε στο σκοτάδι του μαγαζιού. Δεν ήξερα που είχε πάει. Ένοιωθα εντελώς έξω απ’ τα νερά μου. Ήταν σαν να ζούσα στην ζώνη του λυκόφωτος και δεν είχα τρόπο να ξεφύγω.
Ο Στράτος επέστρεψε γρήγορα. Η μουσική σταμάτησε και ξαφνικά όλοι όσοι χόρευαν στην πίστα επέστρεψαν στις θέσεις τους. Τα φώτα έκλεισαν κι ένας μικρός προβολέας απλά χάριζε το ισχνό φως του για να σπάει το σκοτάδι. Όλοι αναρωτιόμασταν τι γινόταν. Ο Στράτος ήταν λες και βρισκόταν στον δικό του κόσμο. Έπινε το ποτό και με κοιτούσε επίμονα. Τον κοίταξα κι εγώ και του χαμογέλασα:
- Άκου τραγούδι που διάλεξα. Μου είπε όταν πήγε να μου γεμίσει το ποτήρι με ποτό.
- Τι τραγούδι διάλεξες; Τον ρώτησα περίεργα.
- Άκουσε προσεκτικά. Αφιερωμένο…
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τον λόγο ή αν κάτι σήμαινε αυτή η αφιέρωση. Εκεί στο σκοτάδι το μπουζούκι άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες. Ένας προβολέας έριξε όλo το δυνατό φως του στο δικό μας τραπέζι κι αμέσως στράφηκε επάνω στον τραγουδιστή που στεκόταν δίπλα στον Στράτο. Κοιτούσα έκπληκτη: «Σε βλέπω στο ποτήρι μου…» άρχισε το τραγούδι. Το βλέμμα του Στράτου είχε καρφωθεί επάνω μου καθώς έπινε απ’ το γεμάτο ποτήρι του με ουίσκι. Έμεινα να τον χαζεύω. Είχα παραλύσει ολόκληρη. Και να ήθελα να αντιδράσω δεν μπορούσα. Μόνο τα μάτια μου ένοιωθα έτοιμα να ξεσπάσουν σε δάκρια. Κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείτε απ’ τα καμώματα του Στράτου και δεν ξέρω τι είχε καταλάβει η Δέσποινα κι αν όλο αυτό ήταν για εκείνη. Πως είναι δυνατόν να είναι για εκείνη ενώ ο Στράτος μου είχε ζητήσει να προσέξω το τραγούδι; Ο Στράτος τραγουδούσε κι αυτός και κοιτούσε το ποτό του, εμένα, τους φίλους του τριγύρω… Μόλις ο τραγουδιστής απομακρύνθηκε κι έφυγε κι ο προβολέας, άφησα το βλέμμα μου εκεί στο μισοσκόταδο κολλημένο στα μάτια του Στράτου. Κοιταζόμασταν. Εκείνος ψιθύριζε τα λόγια του τραγουδιού που μου ζήτησε να ακούσω προσεκτικά:

Σε βλέπω στο ποτήρι μου
και πίνοντας σε πίνω
κι όταν τελειώσει το πιοτό
δεν ξέρω τι θα γίνω

Σαν ακούρδιστο ρολόι
που δεν παίρνει πια στροφή
το μυαλό μου έχει μείνει
στη δική σου τη μορφή

Σε βλέπω στο ποτήρι μου
και πίνοντας σε πίνω
κι όταν τελειώσει το πιοτό
δεν ξέρω τι θα γίνω

Πίνω από τις εννιά το βράδυ
και έφτασε τρεισήμισι
και το νου μου βασανίζει
η δική σου θύμηση

Σε βλέπω στο ποτήρι μου
και πίνοντας σε πίνω
κι όταν τελειώσει το πιοτό
δεν ξέρω τι θα γίνω.

Δεν άντεξα άλλο. Ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να κάνει. Σηκώθηκα και πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού. Χώθηκα μέσα σε μία και τράβηξα τον σύρτη. Ξέσπασα σε δάκρυα. Με πονούσε. Δεν μπορούσε να ξέρει πόσο πολύ με είχε πληγώσει. Πόσο πολύ είχε στρίψει το μαχαίρι στην καρδιά μου και με είχε διαλύσει. Γιατί σε μένα όλα αυτά; Γιατί να ζω μια ανύπαρκτη αγάπη; Γιατί να ζω ένα θέατρο του παραλόγου; Γιατί; Ήταν τόσο μεγάλο το λάθος μου που τον αγάπησα; Δάκρυζα. Ένοιωθα τον αέρα ανύπαρκτο και να προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου. Αφέθηκα και ξέσπασα. Βρήκα δύναμη να βγω και να πάω στον νιπτήρα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο για να συνέλθω. Το μακιγιάζ με είχε μετατρέψει σε απομεινάρι του εαυτού μου. Ήθελα να κάνω εμετό. Δεν μπορούσα. Μου ήταν αδύνατο. Η Βάνα κι η Δέσποινα μπήκαν μετά από λίγο και κείνες στις τουαλέτες. Έδειχνα χάλια κάτι που πρόσεξε η Δέσποινα με ενδιαφέρον. Η Βάνα με ρώτησε αν ήμουν καλά. Δικαιολογήθηκα πως είχα πιει πάρα πολύ και με είχε πειράξει το πότο. Σουλουπώθηκα κάπως. Δεν μπορούσα να τους δίνω ψεύτικες δικαιολογίες για το που οφειλόταν το μαύρο μου το χάλι. Επέστρεψα στο τραπέζι. Δεν τόλμησα να τον κοιτάξω λεπτό. Παρέμενα εκεί για χάρη του Γιάννη. «Μαρίνα μην τον κοιτάξεις. Τελείωσαν όλα απόψε».
Και στο τέλος της βραδιάς, πάλι μοιραστήκαμε στα αυτοκίνητα. Ο Στράτος χάθηκε κάπου με την Δέσποινα κι εγώ με τον Γιάννη επιστρέψαμε σπίτια μας.
Ένοιωθα πια ότι το μικρό διαμερισματάκι μου είχε ανεχτεί πολλές πληγές δικές μου. Έπρεπε σύντομα να το εγκαταλείψω για να πάψω να θυμάμαι όλα όσα με πλήγωσαν, γιατί έκανα το λάθος να τα αγαπήσω.




Κεφάλαιο 60

58. Τέλος διακοπών!



Η άλλη μέρα ήρθε. Και γενικώς επικρατούσε μια αλλόκοτη ηρεμία. Με το που ξύπνησα προσπάθησα να συνέλθω και να καταλάβω που βρισκόμουν. Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Έβγαλα νερό απ’ το πηγάδι κι έπλυνα το πρόσωπο μου για να ξυπνήσω. Είχα μια περίεργη ανησυχία. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το παραμικρό. Αυτό που ήξερα ήταν ότι σήμερα θα φεύγαμε και ότι πια έτσι δινόταν το οριστικό τέλος των διακοπών του παρελθόντος κι ότι επιστρέφοντας θα έπρεπε να χαθώ για πάντα απ’ την ζωή του Στράτου. Μπήκα στο σπίτι και κοντοστάθηκα στην πόρτα του υπνοδωματίου που κοιμόντουσαν ο Στράτος με τον Γιάννη. Τον χάζευα. Ήταν τόσο όμορφος και κοιμόταν τόσο ήρεμα. «Αγάπη μου» σκεφτόμουν και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. Το σκούπισα αμέσως. Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να διώξω τους συναισθηματισμούς. Αν ήθελα να ξεφύγω από αυτόν ήταν ο μόνος τρόπος για να το καταφέρω και να τον ξεχάσω. «Πώς να βρω την δύναμη να σε ξεχάσω που σε αγαπάω τόσο; Γιατί με έκανες να σε αγαπήσω όσο δεν φαντάζεσαι;». Μπήκα στο δωμάτιο και στάθηκα κοντά στο κρεβάτι που κοιμόταν και τον κοιτούσα. Πόσο το λάτρευα αυτό το πρόσωπο! Λάτρευα όλη την εικόνα του. Τα μαλλιά του είχαν στεγνώσει στον ύπνο του και το πρόσωπό του ήταν τόσο γαλήνιο. Τον πλησίασα. Άπλωσα το χέρι να τον χαϊδέψω στο στήθος. Το πήρα αμέσως. Δεν ήταν σωστό. Όσο και να ήθελα να τον ξυπνήσω με ένα χάδι κι ένα φιλί, δεν ήταν σωστό. Δεν είχα το δικαίωμα. Δεν ήταν πια ελεύθερος. Το μεγάλο ασημένιο δαχτυλίδι στο δεξί του χέρι, μου υπενθύμισε την αλήθεια, γι’ αυτό και τραβήχτηκα. Γύρισα και σκούντησα πρώτα τον αδερφό μου να ξυπνήσει και αμέσως μετά τον Στράτο.
Δεν μίλησα. Δεν έβγαιναν λέξεις απ’ το στόμα. Αντίθετα πήγα στο δωμάτιο μου και ετοίμασα τα λιγοστά πράγματα μου και ντύθηκα.
- Πω-πω το κεφάλι μου πάει να σπάσει! Τον άκουσα να λέει.
- Άλλη φορά να πίνεις περισσότερο! Τον πείραξε ο Γιάννης.
Προσπάθησα να κάνω διάφορα καραγκιοζιλίκια για να του φτιάξω το κέφι. Μάταια όμως. Δεν ασχολιόταν μαζί μου. Ήταν σαν η παρουσία μου ήταν ανύπαρκτη. Ετοίμαζε τα πράγματα του και δεν μου έδινε σημασία. Καμιά φορά μόλις και μετά βίας έλεγε ‘ναι’ ή ‘όχι’ ως απάντηση σε ότι τον ρωτούσα. Ακόμη και στον κάμπινγκ που πήγαμε για καφέ και φαγητό ήταν το ίδιο. Καθόταν μακριά από εμένα αμίλητος, άκεφος και σκεφτικός και που όταν τον μιλούσα δεν γυρνούσε να με κοιτάξει. Με την γωνία των ματιών μου έπιανα ότι με κοιτούσε όποτε εγώ έπαιζα με το καλαμάκι στο ποτήρι του φραπέ μου! Όταν γυρνούσα να του χαμογελάσω, τότε εκείνος έσκυβε το κεφάλι ή άφηνε το βλέμμα του να κοιτάει τον κόσμο του κάμπινγκ! «Λες να έχει διαισθανθεί ότι θα μείνω μακριά του;» αναρωτήθηκα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό το κρυφτούλι με τα μάτια. Ο Γιάννης θεωρούσε ότι ο φίλος του είχε έναν μόνιμο πονοκέφαλο. Μόνο που ο πονοκέφαλος του Στράτου ήταν λίγο διαφορετικός και κάποια στιγμή μου έδωσε την επιβεβαίωση.
Η κατάσταση σώθηκε προς στιγμήν με την άφιξη της Τζούλιας. Φύγαμε απ’ την μπάρα, πήραμε τους καφέδες μας και καθίσαμε σε ένα τραπέζι για χάρη του Γιάννη που ήθελε την κοπέλα δίπλα του. Οι δυο τους άρχισαν να μιλούν για πολλά και διάφορα και διέκρινα ότι υπήρχε ένα ενδιαφέρον κι από πλευράς της Τζούλιας προς τον αδερφό μου. Ευχόμουν αυτή η γνωριμία να πήγαινε καλά. Κάποια στιγμή ήταν τόσο αφοσιωμένοι οι δυο τους που εγώ κι ο Στράτος μάλλον φανήκαμε να είμαστε παρείσακτοι. Αυτή την στιγμή εκμεταλλεύτηκε ο Στράτος:
- Είδες ωραία μαλλιά που έχει η Τζούλια; Έσκυψε και μου είπε στο αυτί.
- Ναι! Όπως ήταν τα δικά μου κάποτε! Του είπα και χαμογέλασα.
- Αυτό λέω κι εγώ.
Μου είπε και άναψε τσιγάρο. Έσκυψα τα μάτια μου αποφεύγοντας να κοιτάξω ή την Τζούλια ή τον Γιάννη. Αισθανόμουν πολύ άβολα, γιατί ήταν σαν να επιβεβαίωνε τις σκέψεις μου πως ήμουν στο μυαλό του.
Τα είχα κόψει τα μαλλιά μου σε ένα κοντό καρέ, αμέσως μετά την απόλυση μου απ’ το ραδιόφωνο. Θεώρησα πως απ’ την στιγμή που άρχισαν να αλλάζουν κάποια πράγματα στην ζωή μου, έπρεπε να κάνω και κάποιες αλλαγές στην εμφάνισή μου. Κι άρχισα απ’ τα μαλλιά. Γύρισα και τον κοίταξα και μου χαμογελούσε. Ήταν η πρώτη φορά που σήμερα με κοιτούσε στα μάτια και μου χαμογελούσε και έτσι αναπάντεχα ένιωσα τον μηρό του να τρίβεται στον δικό μου! Όπως τότε. Κοιταχτήκαμε πάλι στα μάτια και ξαφνικά κάτω απ’ το τραπέζι μου έπιασε το χέρι:
- Αν μπορούσα να διεκδικώ αυτά που θέλω κι αγαπώ, τώρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για όλους μας. Δεν με αφήνουν όμως. Δεν έχω τέτοια δύναμη…
Μου είπε και σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας στο μπαρ να ζητήσει μπύρα. Τι ήταν τώρα αυτό; Ένιωσα να τρέμω ολόκληρη, γιατί κάπου στο βάθος το ήξερα αυτό. Ήξερα ότι η ζωή του δεχόταν παρεμβολές και συνήθως έκανε τα αντίθετα απ’ ότι του έλεγε η καρδιά του.
- Τι τον έπιασε και άρχισε τις φιλοσοφίες; Ρώτησε ο Γιάννης μόλις είδε τον φίλο του να απομακρύνετε.
- Μακάρι να ‘ξερα. Του είπα.
Αν κι ήξερα. Η Τζούλια έδειχνε να είχε καταλάβει το υπονοούμενο του Στράτου και δεν δίστασε να εκφράσει την απορία της:
- Ο άνθρωπός σου;
«Παρά λίγο» θα της απαντούσα, αλλά χαμογέλασα στην απορία της, γιατί ένιωσα ότι επαναλαμβανόταν η σκηνή.
- Απλά ένας καλός φίλος. Της απάντησα.
- Α! Φίλος…
Επανέλαβε η Τζούλια κουνώντας το κεφάλι της σαν μου έλεγε ότι δεν με πίστευε και στράφηκε πάλι στον Γιάννη. Σχεδόν την ίδια απορία και την ίδια απάντηση είχε κι ο Βασίλης πριν τρία χρόνια. Δεν κατάλαβα ποτέ τι ήταν αυτό που φάνταζε πως εγώ κι ο Στράτος ήμασταν μαζί, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήμασταν.

Δεν ήθελα να ζητήσω εξηγήσεις απ’ τον Στράτο. Καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Αν ήταν στο χέρι του σίγουρα θα είχε διεκδικήσει την Τόνια κι αν εκείνη συνέχιζε να είναι απούσα απ’ την ζωή του, τότε σίγουρα θα είχε διεκδικήσει εμένα, χωρίς παρεμβολές από τρίτους, χωρίς να καταλήγει σε σχέσεις που τον πλήγωναν ή από υποχρέωση και χωρίς τα ‘πρέπει’ να του κλείνουν τον δρόμο, με τον κίνδυνο ότι αν τα προσπερνούσε θα διαλύονταν τα πάντα στην ζωή του!
Όσο παραμείναμε στο κάμπινγκ εγώ κι ο Στράτος προφασιζόμασταν τα δυο καλά φιλαράκια κι αρχίζαμε να κάνουμε χαζομάρες, μόνο και μόνο για να φανούμε δυο καλά φιλαράκια στα μάτια της Τζούλιας, αν και με πλήγωνε.

Στον δρόμο της επιστροφής μέσα στο αυτοκίνητο τα μάτια του Στράτου ήταν σχεδόν κολλημένα απ’ το καθρεφτάκι σε μένα που καθόμουν στον πάγκο πίσω του κι ενώ η μουσική που ακουγόταν ήταν άλλη εκείνος τραγουδούσε που και που άλλο, έτσι για να μου υποδείξει ότι με σκεφτόταν και του ανήκα: You belong to me!
Μόνο που όσο κι αν ανήκα στην καρδιά του, δεν ήξερε πως σύντομα θα ήμουν ένα μακρινό παρελθόν.





Κεφάλαιο 59

57. Βραδιά διασκέδασης!



Στο κάμπινγκ με έκπληξη για άλλη μια φορά μέσα στην μέρα επαληθεύαμε την υποψία μας πως κανένα απ’ τα παιδιά που εργάζονταν εδώ και είχαμε γνωρίσει πριν τρία χρόνια, δεν υπήρχε. Ούτε ένας. Ούτε η Κλαίρη στην ρεσεψιόν, ούτε ο Βασίλης ή ο Θωμάς ή η Τασούλα μέσα απ’ την μπάρα, ούτε η συνονόματη μου η Μαρίνα που καθήκον της τότε ήταν η διοργάνωση των εκδηλώσεων στο κάμπινγκ… Κανείς. Ο καινούριος μπάρμαν ο Ηλίας δεν είχε την γοητεία του Βασίλη κι αυτό που ίσως γοήτευε τις περισσότερες πελάτισσες ήταν οι φουσκωμένοι μυς του. Η Ελένη ήταν εντελώς απρόσιτη σε σχέση με την Τασούλα και μετά βίας μπορούσε κανείς να της ξεκλέψει ένα χαμόγελο. Τα κορίτσια της ρεσεψιόν ήταν επίσης πολύ τυπικά. Δούλευαν τόσο μηχανικά, χαμογελούσαν σπάνια, που μπροστά τους η Κλαίρη ωχριούσε! Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ήταν η Τζούλια που κρατούσε το ταμείο της μπάρας. Την είχαμε απέναντί μας και φλέρταρε με τον Γιάννη. Μόνο ο Στράτος δεν μπορούσε να βρει κάποια να απασχολήσει το ενδιαφέρον του όπως είχε κάνει τότε με την Κλαίρη. Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με τον Ηλία, αλλά εκείνος δεν έδειχνε διατεθειμένος να πιάσει κουβεντούλα με τους πελάτες. Είχε τον αέρα του μη μου άπτου. Τον παρακολουθούσα και όποτε έβαζε ποτά πάντα κοιτούσε πέρα απ’ την μπάρα, αγναντεύοντας το άγνωστο!
Το μπαρ είχε γεμίσει ασφυκτικά απ’ τον κόσμο σε ανυποψίαστο χρόνο. Είχαμε στριμωχθεί. Μάλλον ο Στράτος είχε στριμωχτεί κοντά μου σε επικίνδυνο βαθμό. Το άρωμα του μου έσπαζε την μύτη, και το παραμικρό άγγιγμα του με αναστάτωνε και τις φορές που με αγκάλιαζε τάχα για να μη μου έρθουν ουρανοκατέβατα τα ποτήρια που έπαιρνε ένας πελάτης για όλη την παρέα του έκανε την καρδιά μου να χτυπά τρελά. Κι εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ήθελα τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω αλλά δεν τολμούσα. Δεν είχα το δικαίωμα πια. Τι σημασία πια είχε τι αισθανόμουν εγώ εδώ και τόσο καιρό, εκείνος ήταν πια αλλού δοσμένος. Όσο και να με αγαπούσε, προσπαθούσε να καταπνίξει το κάθε του συναίσθημα στην δικαιολογία της φιλίας μας. Τον κοιτούσα και καταλάβαινα πως ίσως αυτή του η αγάπη να τον ανάγκαζε να μην θέλει να με χάσει οριστικά. Ίσως με ήθελε μέρος της ζωής του. Δίπλα του. Για πάντα. Στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Έτσι όπως δεν θα μπορούσαμε να ήμασταν ποτέ. Εγώ όμως την είχα αυτή την δύναμη να στέκομαι δίπλα του σαν πιστή του φίλη; Είχα τις αντοχές να κρατήσω αυτή την θέση; Κάτι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να βρω την λύση αμέσως ώστε να μας απαλλάξω από αυτό το βασανιστήριο της καρδιά μας. Τον κοιτούσα κι έπινε. Συνεχώς έπινε. Που και που γυρνούσε και μου χαμογελούσε κοιτώντας τα χείλια μου. Πόσο ευχόμουν να σηκωνόταν απ’ το σκαμπό του και να με τραβούσε να χαθούμε στο βάθος του κάμπινγκ και να με πνίξει με τα φιλιά του. Έπινα κι εγώ και αυτό που ήξερα ήταν ότι όσα πράγματα κι αν επιθυμούσα να ζήσω μαζί του, δεν θα τα ζούσα ποτέ. Τον είχα δίπλα μου αλλά δεν τον είχα δικό μου. Ήταν μια αλλόκοτη βραδιά. Ο αδερφός μου ήταν απασχολημένος με την Τζούλια. Έπαιζαν με χαμόγελα και με νοήματα κι ήταν κάτι που ενθουσίαζε τον αδερφό μου. Που και που αντάλλασε και καμιά κουβέντα με τον Στράτο έτσι για να δείχνει η βραδιά πιο ζωηρή. Πως όμως να γίνει ζωηρή, απ’ την στιγμή που νωρίτερα ο Στράτος είχε χαλάσει την βραδιά του από μια λάθος παρανόηση πως εγώ είχα πονηρούς σκοπούς. Πόσο λίγο με ήξερε! Τόσο καιρό δίπλα του, να τον νοιάζομαι και πάντα να μην μπορώ να αγγίξω τρίχα απ’ τα μαλλιά του όσο ήταν με κάποια κι αυτός μάλλον δεν με ήξερε καλά. Δεν είχε καταλάβει πως τον αγαπούσα πάρα πολύ για να του δημιουργήσω διλήμματα με την συμπεριφορά μου. Δεν είχε καταλάβει πως τον αγαπούσα πάρα πολύ και τον ήθελα ευτυχισμένο. «Αχ ψυχή μου! Πρέπει να σε διευκολύνω. Πρέπει να απαλλαγείς απ’ την παρουσία μου, όσο κι αν με πονά αυτό. Και θα το κάνω για δικό σου καλό και μόνο. Για μένα δεν με νοιάζει. Εσύ να είσαι ευτυχισμένος και ξένοιαστος από εμένα», τον κοιτούσα και οι σκέψεις μου έρχονταν η μία μετά την άλλη. Κι έπινα.
Προσποιούμουν ότι διασκέδαζα, αλλά δεν ήταν έτσι. Μέσα μου γινόταν μια μάχη να βρω μια λύση και για τους δυο μας. Η σχέση αυτή δεν είχε γέφυρες. Παλεύαμε να τις χτίσουμε αλλά πάντα κάπου κάτι γινόταν και γκρεμίζονταν. Ήμασταν αδύναμοι κι οι δύο να απλώσουμε ο ένας το χέρι στον άλλον και να βαδίσουμε μαζί. Να παρακάμψουμε όλα τα εμπόδια κι όλα τα λόγια που έβαζαν άλλοι, για να μην προχωρήσουμε. «Πόσο σε αγαπώ». Κάποια λύση θα υπήρχε. Το ποτό δεν με άφηνε να σκεφτώ ξεκάθαρα. Η μουσική επίσης το ίδιο. Η φασαρία του κόσμου και το στριμωξίδι συνεχώς παρέσυραν τις σκέψεις μου και χάνονταν…
Δεν καθίσαμε περισσότερο στο κάμπινγκ. Η σκέψη μας ήταν να συνεχιστεί η βραδιά μας και στο ‘Stadium’. Θέλαμε να πάρουμε δόσεις κι απ’ το κλαμπ. Οι ώρες περνούσαν και ενώ είχαν περάσει τα μεσάνυχτα ξέραμε πως σε λίγες ώρες θα έπρεπε να φύγουμε. Να αποχαιρετίσουμε έτσι για πάντα εκείνο το καλοκαίρι!

Στο ‘Stadium’ δεν είχαν αλλάξει και πολλά πράγματα. Ο κόσμος παρέμενε πάρα πολύς και το κλαμπ είχε μετατραπεί όπως τόσα άλλα κλαμπς, σε …ορθάδικο! Δεν υπήρχε εκείνη η διάθεση για χορό που γέμιζε η πίστα και έχανες τον συνοδό σου απ’ την πολυκοσμία της! Παραγγείλαμε τα ποτά μας και με μεγάλη απογοήτευση διαπίστωσα πως δεν ήταν καθαρά ποτά. Είχε αλλάξει η διεύθυνση και κάποια πράγματα επίσης είχαν αντικατασταθεί. Ένοιωσα το οινόπνευμα παρά τον χυμό να κάνει το στομάχι μου χάλια. Ο Γιάννης δεν καταλάβαινε κάτι τέτοιο γιατί προφανώς το δικό του ποτό ήταν καθαρό. Το ίδιο και του Στράτου ο οποίος ήπιε αμέσως δύο απανωτά ποτά. Δεν καταλάβαινα γιατί γιόρταζε με τέτοιο τρόπο τα γενέθλιά του και δεν έκανε κάτι ώστε να φτιάξει το κέφι του και την βραδιά μας. Ήμουν σίγουρη πως αν μου ζητούσε συγγνώμη για το λάθος του νωρίτερα ίσως να έφτιαχνε η διάθεσή του και γενικώς όλοι μας να ήμασταν σε μια καλύτερη κατάσταση απ’ το να προσποιούμαστε τους χαρούμενους μπροστά στον Γιάννη.
- Σηκωτό βλέπω να τον βγάζουμε από δω μέσα.
Είπε ο Γιάννης όταν ο Στράτος ξαναχάθηκε στον κόσμο μέσα και πήγε και ξανάφερε κι ένα τρίτο ποτήρι με το ποτό του! Υπήρχαν στιγμές που τα λόγια του Στράτου έβγαιναν μασημένα, ένδειξη πως είχε μεθύσει. Με κοιτούσε και μου χαζογελούσε, λες κι έτσι διόρθωνε την μαλακία που είχε κάνει νωρίτερα. Άφησα το ποτό μου στο πάσο καθώς δεν μπορούσα να το πιω και προσπαθούσα να μην τον παίρνω σοβαρά γιατί πια δεν μιλούσε ο Στράτος παρά μόνο το ποτό του:
- Γιατί δεν πίνεις; Με ρώτησε κάποια στιγμή.
- Είναι μπόμπα και μου έχει κάνει το στομάχι χάλια. Του είπα.
- Να σου φέρω άλλο; Κάνα κοκτέιλ με ρούμι; Νερό; Τι θέλεις;
- Σε ευχαριστώ αλλά δεν θέλω τίποτε.
- Σε πειράζει να πιω το ποτό σου;
- Για να μάθεις τα μυστικά μου; Τον πείραξα.
- Αυτό θέλω. Θέλω να τα μάθω όλα.
Πήρα το ποτήρι μου και του το πρόσφερα με την σιγουριά πως μόλις ένοιωθε ενόχληση στο στομάχι να το άφηνε στην άκρη.
- Ορίστε! Τα μυστικά μου και δικά σου!
Του είπα και του χαμογέλασα. Πήρε το ποτό χωρίς να αντιδράσει και το κατέβασε μεμιάς. Στο πρόσωπο του διαγράφηκε το τσούξιμο στο στομάχι του, αλλά δεν είπε τίποτε. Άφησε το ποτήρι και χάθηκε στον κόσμο.
- Γιατί του έδωσες να το πιει αφού είναι μπόμπα;
- Μα του το είπα. Ούτως ή άλλως και να μην το έδινα μπορεί να το έπαιρνε και μόνος του να το πιει. Είπα στον Γιάννη που έβλεπε τον φίλο του να είναι εντελώς έξω απ’ τα νερά του.
Προσπαθούσαμε με τον Γιάννη να χορέψουμε, αλλά δείχναμε τόσο παράταιροι εκεί μέσα με όλους τους άλλους απλά να κουνάνε τους ώμους που σε κάποια στιγμή σταμάτησα. Μα γιατί πια κανείς δεν χορεύει; Τι σκατά μόδα είναι αυτή να κουνάνε μόνο τους ώμους με το ποτήρι στο χέρι; Τι νόημα έχει να πηγαίνεις σε ένα κλαμπ και να μην διασκεδάζεις και να φωνάζεις στο αυτί του άλλου για να κουβεντιάσεις; Πολλοί παραβρισκόμενοι είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και κουβέντιαζαν! Μα καλά όλη την μέρα όταν είσαι με τους άλλους γιατί δεν κουβεντιάζεις και περιμένεις να τα πεις γκαρίζοντας για να σε ακούσει η παρέα σου, μέσα στο κλαμπ;
Είχα σταθεί πια και παρατηρούσα τον κόσμο. Ακόμη κι ο κόσμος πια είχε γίνει ξενέρωτος! Λες και ξαφνικά μέσα σε τρία χρόνια είχαν μεταλλαχθεί τα πάντα. Ο Στράτος παρατήρησα ότι έλειπε ώρα. Άρχισα να ανησυχώ και σκεφτόμουν να πάω στις τουαλέτες μήπως και είχε λιποθυμήσει απ’ το πολύ ποτό.
- Που εξαφανίστηκε; Ρώτησα τον Γιάννη.
- Στ’ αυτοκίνητο πήγε. Έγινε λιώμα και πήγε να ξαπλώσει. Μου είπε.
Προφανώς ο Στράτος μίλησε στον αδερφό μου όταν εγώ είχα πάει να πάρω νερό απ’ το μπαρ και μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως έλειπε πάρα πολύ ώρα. Δεν ήταν βραδιά διασκέδασης αυτή. Ήταν η τιμητική του κι αντί να το διασκεδάζει με όλη του την καρδιά είχε αφήσει τον εαυτό του να μεθύσει και με σκέψεις να τον βασανίζουν. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η βραδιά μας δεν ήταν τόσο διασκεδαστική όπως όταν βγαίναμε. Μου έλειπε που δεν με πείραζε, που δεν μου έλεγε διάφορα να με κάνει να αισθάνομαι όμορφα όπως έκανε κάποτε, να χορεύουμε αισθησιακά όπως κάποτε… Τίποτε! Ήταν τόσο μακρινά όλα!
Δεν καθίσαμε περισσότερο με τον Γιάννη στο κλαμπ. Ήπιε το ποτό του κι αποφασίσαμε να φύγουμε. Η διασκέδασή μας χωρίς τον Στράτο δεν είχε νόημα!
Στο αυτοκίνητο ο Στράτος ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν για τα καλά. Μέχρι το σπίτι οδήγησε ο Γιάννης:
- Ρε σεις μην κουνάτε!
Ακούγαμε που και που τον Στράτο πίσω να διαμαρτύρεται, μιας και το αυτοκίνητο έπεφτε στις λακκούβες του χωματόδρομου! Με τον Γιάννη γελούσαμε όποτε μας ζητούσε να μην τον κουνάμε. Φτάσαμε στο σπίτι γρήγορα –άλλωστε το ‘Stadium’ ήταν σχεδόν δίπλα μας. Ο Γιάννης άνοιξε την συρόμενη πόρτα του βαν για να βγει ο Στράτος:
- Ρε μαλάκες, τι σας έπιασε και κουνούσατε το αυτοκίνητο;
- Μπορείς να κουνηθείς ή θες βοήθεια; Τον ρώτησε ο αδερφός μου.
- Που είμαι; Ρώτησε με το που τον χτύπησε η δροσιά την νύχτας.
Γέλασα όταν τον άκουσα να ρωτάει να μάθει που βρισκόταν. Ποτέ δεν είχε τύχει να τον δω σε μια τέτοια κατάσταση. Μακάρι να μπορούσα να τον κρατήσω εγώ όπως είχε κάνει τότε εκείνος με μένα με εκείνον τον ‘κόκκινο διάολο’ που με είχε κεράσει και που με κρατούσε απ’ την μέση για να μην πέσω απ’ το μεθύσι μου.
- Θα ξεράσω! Τον άκουσα να λέει στον Γιάννη υποβασταζόμενος.
Παραπατώντας μπήκε στο σπίτι και πήγε κατ’ ευθείαν στην τουαλέτα. Τίποτε δεν ακουγόταν. Δεν ξερνούσε όπως ήθελε να κάνει. Βγήκε μόνο μετά από αρκετή ώρα με το κεφάλι βρεγμένο. Σίγουρα το είχε βάλει στο βαρέλι με το νερό που είχαμε αντί για καζανάκι! Το πουκάμισό του είχε γίνει μούσκεμα κι αυτό. Παρά το μεθύσι του και τα κόκκινα μάτια του ήταν γοητευτικός… «Μαρίνα σύνελθε, δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις».
- Χάλια είμαι! Μου είπε την στιγμή που έμπαινα στο δωμάτιο μου.
- Θες να σε βοηθήσω σε κάτι; Τον ρώτησα
- Όχι! Πάω για ύπνο
- Αν χρειαστείς κάτι την νύχτα μην διστάσεις να με ξυπνήσεις. Έτσι; Του είπα και τον καληνύχτισα.
Έκανα να μπω στο δωμάτιο μου όταν τον άκουσα:
- Μαρίνα;
- Ναι;
Με κοιτούσε στα μάτια κι έστρωνε τα βρεγμένα μαλλιά με τα χέρια του. Το ένοιωθα στο βλέμμα του. Ήταν τρυφερό και ήταν σαν να μου ζητούσε συγγνώμη που χάλασε την βραδιά μας. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» σκέφτηκα και περίμενα να μου ζητήσει κάτι για να τον βοηθήσω… Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε να στεκόμαστε και να κοιταζόμαστε:
- Καληνύχτα. Μου είπε τελικά.
Του χαμογέλασα και μπήκα στο δωμάτιο μου. Ίσως αυτό το ‘καληνύχτα’ να ήταν και το ‘αντίο’ μας σε όλα όσα είχαμε ζήσει. Ίσως εδώ να ήταν και το τέλος. Το οριστικό τέλος μιας αγάπης που δεν εκδηλώθηκε ποτέ. «Σ’ αγαπώ αλλά δεν γίνεται τίποτα» άκουγα τα λόγια του στο κεφάλι μου. Τώρα πια ήμουν σίγουρη πως δεν γινόταν τίποτε. Τώρα πια ήξερα και τι έπρεπε να κάνω. Θα έφευγα. Δεν υπήρχε πια κάτι να με κρατάει. Δουλειά δεν είχα, σχέση δεν υπήρχε, ο Στράτος πια είχε πάρεις τις αποφάσεις του… Κι η δική μου απόφαση ήταν η λύση που θα μας απάλλασσε και τους δύο από αυτό το βασανιστήριο της καρδιάς. Ίσως έτσι να ήταν και καλύτερα. Αύριο θα ήταν η τελευταία μέρα που θα τον έβλεπα.




Κεφάλαιο 58