Η Ρόδος ήταν πανέμορφο νησί και εξαιτίας της η ζωή μου είχε ανατραπεί. Είχα έρθει προ ημερών φιλοξενούμενη του αδερφού μου και για να μην μένω κλεισμένη στο σπίτι με τις ώρες μου άρεσε να κάνω βόλτες σε όλα τα σημεία της πόλης που είχαν ενδιαφέρον. Κι η ακρόπολη της ήταν ένα πολύ όμορφο σημείο που σου χάριζε ηρεμία.
Ήθελα να διώξω μακριά τις συνεχής ανατροπές της ζωής μου. Ήθελα να βρω δουλειά και να μπορέσω να κρατήσω τις ισορροπίες μου και να μπω σε μια καθημερινότητα που να μη μου επιτρέπει να σκέφτομαι πολύ.
- Πίστευες ότι δεν θα σε έβρισκα;
Άκουσα μια γνώριμη φωνή να σπάει την ηρεμία μου εκείνης της στιγμής. Δεν έδωσα σημασία. Ήταν πολύ αυτοί που έκαναν περιπάτους εδώ πάνω και άνοιγαν κουβέντα φωναχτά. Ήταν όμορφο να χαίρεσαι τα απλά πράγματα της ζωής με τον σύντροφο, με τους φίλους σου και γενικά με τους αγαπημένους σου.
Η θέα από εδώ ψηλά ήταν απολαυστική και δεν μπορούσα με τίποτε να πάρω τα μάτια μου από αυτή.
- Μαρίνα;
Άκουσα το όνομά μου και κάποιος ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου κρύβοντας μου την θέα. Σήκωσα το κεφάλι και αρνιόμουν να το δεχτώ. Μα πως; Τι έγινε;
- Τι κάνεις εσύ εδώ;
Ένιωσα τα πόδια μου να χάνουν την ισορροπία τους κι εγώ να βλέπω όλα να σκοτεινιάζουν γύρω μου. Δεν άντεξα άλλο.
- Μαρίνα. Μαρίνα ξύπνα…
Άνοιξα τα μάτια μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν. Είχα λιποθυμήσει; Με είχε πάρει ο ύπνος; Πως γινόταν να βρίσκομαι στο κρεβάτι μου στην αγκαλιά του Στράτου; Κοίταξα γύρω και βρισκόμουν στο δωμάτιο μου. Φορούσα τα ρούχα μου κι ο Στράτος τα δικά του. Μα τι έγινε;
- Τι έγινε; Λιποθύμησα; Πως βρέθηκα εδώ;
- Δεν θυμάσαι;
- Μμμ… μάλλον όχι.
- Είχες τα χάλια σου, είχες πιει ένα μπουκάλι με ουίσκι και μου τηλεφώνησες να έρθω.
- Και πως έγινε και με έχεις αγκαλιά;
- Ήθελα να σε ηρεμήσω.
- Τόσο χάλια;
- Και χειρότερα. Αποκοιμήθηκες και δεν ξέρω τι έβλεπες.
- Πως ήμουν στην Ρόδο κι ήρθες και με βρήκες ξαφνικά. Είχα φύγει λέει για να ζήσω μακριά σου…
- Βρε χαζό, γίνεται εμείς οι δυο να είμαστε χωριστά; Αφού δεν μπορείς χωρίς εμένα κι εγώ δεν μπορώ χωρίς εσένα.
- Να από αυτό ήθελα να γλιτώσω. Με πονάει πάρα πολύ.
- Και γι’ αυτό το έτσουξες;
- Γι’ αυτό. Δεν άντεχα άλλο, ήθελα κάπως να ξεσπάσω.
- Και βρήκες τον τρόπο. Δεν θέλω να το ξανακάνεις. Ότι έχεις να μου το λες. Ότι κι αν είναι αυτό.
- Φοβάμαι να το κάνω. Νομίζω πως αν σου μιλήσω θα με αφήσεις και θα φύγεις και θα σε χάσω.
- Αυτό δεν θα το κάνω ποτέ. Ειδικά σε σένα, ποτέ.
- Γιατί ειδικά σε μένα;
- Δεν έχεις καταλάβει κάτι;
- Τι;
- Σε αγαπάω πάρα πολύ βρε χαζό. Νομίζεις πως είμαι αχάριστος και δεν έχω δει πόσο πολύ μου έχεις συμπαρασταθεί, πόσο πολύ μου στέκεσαι στα δύσκολα; Κανείς άλλος δεν νοιάστηκε τόσο πολύ όσο εσύ.
- Κι εγώ σ’ αγαπάω.
- Αυτό το ξέρω και ξέρω και με τι τρόπο με αγαπάς. Δεν το έχω ξεχάσει ποτέ.
- Αλλά δεν γίνεται τίποτα!
- Ακριβώς! Τι προτιμάς; Να έχουμε σχέση και να τσακωθούμε όπως κάνουν όλα τα ζευγάρια και να χαθούμε δια παντός ή να είμαστε μαζί σαν φίλοι και για πάντα μαζί;
- Και τα δύο δεν γίνεται;
- Δεν γίνεται. Μαρίνα, φοβάμαι να σε χάσω. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν έχω κάνει τίποτε μέχρι τώρα. Δεν καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι αυτό; Και δεν ξέρω τι να κάνω για να σε κάνω να το καταλάβεις για να με καταλάβεις.
- Είσαι πολύ αλήτης τελικά!
- Γιατί;
- Έτσι! Και κάθαρμα μαζί!
- Α! Και τα δύο; Ένα θέλω.
- Με το ‘κάθαρμα’ είμαστε εντάξει;
- Ναι. Αχ, Μαρίνα! Τι θα κάνω με σένα, μου λες;
Και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Τον κοιτούσα και δεν το πίστευα πως μοιραζόμασταν το μαξιλάρι μου, πως ήμουν εκεί στην αγκαλιά του, πως χάιδευε το πρόσωπο μου και τα μαλλιά μου. Τον κοιτούσα και σκεφτόμουν πως είχε δίκιο τελικά. Όσο κι αν με πονούσε είχα ένα μοναδικό προνόμιο: ήμουν μέρος της ζωής του αναπόσπαστο. Ήταν κάτι που το ήθελε και το ήθελα κι εγώ. Όσο κι αν προσπάθησα να μείνω μακριά του ήταν δύσκολο. Δεν γινόταν. Υπήρχε ένας κρίκος που μας έδενε. Τον κοιτούσα και χαμογελούσα:
- Θέλω να είσαι δυνατή. Κι ότι θελήσεις να μην διστάσεις να μου το ζητήσεις. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω.
- Είμαι μόνη μου αν αυτό σου λέει κάτι και δεν έχω κάτι που να με βοηθήσει να προχωρήσω.
- Έχεις έμενα.
- Δεν θέλω να νοιώθεις υποχρέωση.
- Δεν είναι υποχρέωση. Θέλω να σε βοηθήσω. Θέλω να είμαι δίπλα σου. Γιατί αξίζεις πολλά που να σε πάρει ο διάολος.
- Δεν νομίζω. Αν είχα γίνει φέσι στο μεθύσι, τι να αξίζω;
- Μιας και το ανέφερες, να μην το ξανακάνεις. Το καλό που σου θέλω. Σε θέλω δυνατή. Το καταλαβαίνεις αυτό; Να μην χαλιέσαι για βλακείες.
Είχε δίκιο. Θυμήθηκα πως το βραδινό μου ξέσπασμα ήταν απίστευτο. Δεν θυμάμαι όμως πως είχε προέρθει να καταπιώ τόσο πολύ ποτό. Ούτε που θυμάμαι πως βρήκα το κουράγιο να του τηλεφωνήσω και να έρθει. Ούτε που θυμάμαι τι βλακείες θα του είχα αραδιάσει κι ούτε που θυμάμαι πως καταλήξαμε να είμαστε ξαπλωμένοι αγκαλιά.
Αυτό που θυμάμαι πια ήταν πως είχα επιστρέψει απ’ την Μυτιλήνη, έμενα στο πατρικό μου όσο οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό για τις δουλειές τους και είχα πάρει την απόφαση με την επιστροφή τους να έφευγα για Ρόδο μιας κι ο Γιάννης μου είχε πει πως υπήρχε μια θέση για εργασία για μένα που με περίμενε. Στον Στράτο δεν τηλεφώνησα όταν είχα επιστρέψει. Δεν ήθελα να ανακοινώσω πως επιτέλους ήμουν πίσω. Ήθελα να κρατήσω την απόσταση. Μόνο που τελικά και πάλι όλα ανατράπηκαν…
- Σε λίγο εγώ θα φύγω για δουλειά. Θα είσαι φρόνιμη; Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πας να αγοράσεις άλλο μπουκάλι ουίσκι;
- Το υπόσχομαι.
Αλλά δεν την κράτησα την υπόσχεση μου. Όταν εκείνος έφυγε, έφυγα κι εγώ. Πήγα στο σούπερ μάρκετ και αγόρασα και ουίσκι κι άλλα ποτά. Μόνο που δεν είχα σκοπό να επαναλάβω το ίδιο. Ήθελα απλά να αντικαταστήσω το άδειο μπουκάλι με ένα γεμάτο, στην κάβα του σπιτιού! Περπάτησα λίγο στους δρόμους της πόλης και αφέθηκα να πάρω τα πράγματα όλα απ’ την αρχή. Να αναλογιστώ πόσα πράγματα είχαν συμβεί στην ζωή μας, πόσες ανατροπές είχαν έρθει και πως πια έχουμε καταλήξει. Συνειδητοποιούσα πως η αγάπη μου για εκείνον ήταν πολύ δυνατή και έκανα και βλακείες και προσπάθειες για να γλυτώσω κι εγώ δεν ξέρω από τι. Έπρεπε πια να βάλω την λογική να δουλέψει. Έπρεπε να αφήσω την αγάπη μου γι’ αυτόν να είναι αγάπη τρυφερή και να βαδίζω πλάι του όπως μου είχε ζητήσει. Σαν φίλη. Δεν ήταν δύσκολο. Αρκεί να ήμουν ανοιχτή απέναντί του και να μην αφήνω τα συναισθήματα μου να με πνίγουν. Ήμουν σίγουρη πως θα με άκουγε και δεν θα με τρόμαζε η ιδέα πως θα με απομάκρυνε, γιατί τελικά δεν ήταν έτσι. Είχε ένα τρόπο να με τραβά και να με θέλει κοντά του. Σε όλες τις στιγμές της ζωής του, με εξαίρεση εκείνη του αρραβώνα του με την Δέσποινα. Δεν τον ρώτησα ποτέ, αλλά ίσως ήταν προτιμότερο που δεν μου το είπε ποτέ. Θα ήταν υποκριτής αν μετά από εκείνο το ‘αφιερωμένο’ «σε πίνω στο ποτήρι μου» με προσκαλούσε στον αρραβώνα του. Είχε καταλάβει πως θα με πλήγωνε πολύ περισσότερο.
Δεν μπορούσα να ζω πια μακριά του. Ήταν κάτι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Όσες φορές προσπάθησα να πω ‘αντίο’ σε όλα όσα ζήσαμε, δεν γινόταν. Εμείς οι δύο ήμασταν μαζί και δεμένοι. Πολύ περισσότερο κι από φίλοι, πολύ περισσότερο κι από αδέρφια, πολύ περισσότερο κι από σύντροφοι. Παραμένει ανεξήγητο το δέσιμο που υπάρχει μεταξύ μας. Είναι λες και υπήρξαμε πάντα μαζί ακόμη και στην περασμένη ζωή μας.
Σήμερα πια, παραμένουμε μαζί. Βαδίζουμε πλάι-πλάι και δυνατοί. Ποτέ δεν έφυγα τελικά όπως είχα σχεδιάσει. Όσο εύκολο φαινόταν σαν σκέψη, τελικά ήταν ακατόρθωτο. Τώρα πια έμαθα να είμαι κοντά του και ότι με πνίγει να του το λέω. Με ξέρει σαν ανοιχτό βιβλίο πια. Και τελικά ποτέ μου δεν μετάνιωσα για αυτή μου την επιλογή. Αισθάνομαι τυχερή που παραμένουμε μαζί. Προχωρήσαμε τις ζωές μας κι εκείνος ήταν αυτός που με βοήθησε σημαντικά να προχωρήσω και με την δική μου.
Βάζοντας ένα τέλος πια σε όλη αυτή την καταγραφή θέλω να σου πω Στράτο μου μέσα από αυτές τις γραμμές: σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις στην ζωή μου και σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να πάρω τις σωστές αποφάσεις. Να δυο ακόμη λόγοι για να σου πω για άλλη μία φορά και χωρίς τον φόβο και μέσα απ’ την καρδιά μου: το πόσο σ’ αγαπώ!
Τ Ε Λ Ο Σ