Alone In Paris - Alphonse Mouzon


40. Ζήλεια

Αν εγώ συναισθηματικά ήμουν ακόμη χάλια, δεν χρωστούσε τίποτα ο καθένας να χαστουκίζεται απ’ την συμπεριφορά μου! Αχ Λάμπη! Ευτυχώς και είχε ξεπεράσει πολύ σύντομα τον θυμό του απ’ το χαστούκι που είχε εισπράξει από μένα. Μέρα με την μέρα άλλαζε και γινόταν όλο και πιο φιλικός και κάποια στιγμή –τελικά- το ‘κυρία Θεοδώρου’ μετατράπηκε και πάλι σε ‘Μαρίνα’! παρά την καλή διάθεση που είχε ο Λάμπης να κερδίσει και πάλι την φίλη που είχε για λίγο, εγώ ήμουν αρκετά συγκρατημένη απέναντί του κι απόμακρη. Αφιέρωνα τον περισσότερο χρόνο μου στην δουλειά και λιγότερο με ενδιέφεραν οι επαφές με τους υπόλοιπους συναδέλφους. Για να απασχολώ το μυαλό μου ασχολιόμουν αρκετά με την εκπομπή μου και δημιουργούσα αφιερώματα σε τραγουδιστές που απαιτούσαν αρκετό χρόνο προετοιμασίας τόσο για την συλλογή βιογραφικών στοιχείων τους όσο και το ψάξιμο για την δισκογραφία τους όλη ή σχεδόν όλη. Επιπλέον είχα δεχθεί να βοηθάω και τον Μάνο στην πρωινή εκπομπή του, έχοντας την μουσική επιμέλεια και αυτό όταν το πρωί δεν είχα τρέξιμο για να καλύψω κάτι έκτακτο. Επίσης είχα αναλάβει και την μουσική επιμέλεια των διαφημιστικών σποτς κι αυτό όποτε μου το ζητούσαν κάποιοι διαφημιστές του ραδιοφώνου ή ακόμη έγραφα τα κείμενα των διαφημιστικών. Γενικώς πια δεν άφηνα να πηγαίνει οποιαδήποτε προσφορά χαμένη. Είχα δεχθεί ακόμη και τις προσφορές του Γιώργου. Βοηθούσα στην εκπομπή του και επιπλέον είχα αναλάβει –όταν δεν είχα να κάνω κάτι- να φτιάχνω τα διαφημιστικά προγράμματα. Δουλειά. Πολύ δουλειά. Το ήθελα. Το είχα ανάγκη. Δεν ήθελα να αφήνω παραμικρό δευτερόλεπτο να πηγαίνει χαμένο. Αν το έκανα, θα ένοιωθα χαμένη η ίδια. Δεν ήθελα με τίποτε να σκέφτομαι. Ήθελα να αποβάλω απ’ το μυαλό μου την παραμικρή ανάμνηση που είχα με τον Στράτο. Όσο μπορούσα.
Τα πράγματα στο ραδιόφωνο άρχιζαν να αλλάζουν. Ανακατατάξεις επί ανακατατάξεων. Και ξαφνικά δεν κατάλαβα πως έγινε και βρέθηκα να είμαι υπεύθυνη αρχισυντάκτρια για τα δελτία ειδήσεων του Σαββατοκύριακου. Ο Μάνος είχε λάβει την οριστική απόφαση μετά τις απολύσεις δύο συναδέλφων. Η ανάγκη να καλυφθούν τα κενά που είχαν αφήσει, ήταν άμεση κι εγώ βολικότατη μιας και δεχόμουν την οποιαδήποτε προσφορά για επιπλέον δουλειά στο ραδιόφωνο.
Περνούσε ο καιρός και δεν είχα καταλάβει πως περνούσε. Νύχτωνε ξημέρωνε και πολλές απ’ τις ώρες μου τις περνούσα στο ραδιόφωνο. Γυρνούσα σπίτι. Ένοιωθα ότι οι τοίχοι με πλάκωναν. Έφευγα. Πήγαινα γυμναστήριο και ξαναγυρνούσα. Και ξανάφευγα. Για το ραδιόφωνο. Κι επέστρεφα στο σπίτι μου πολύ αργά το βράδυ σχεδόν ξημέρωμα, να κοιμηθώ εντελώς αποκαμωμένη και εξαντλημένη απ’ την κούραση στην δουλειά και στο γυμναστήριο. Η εξάντληση δεν με άφηνε να σκέφτομαι και αποκοιμιόμουν πολλές φορές στον καναπέ μου και το ίδιο πρόγραμμα συνεχιζόταν την επόμενη μέρα. Οι περισσότεροι πια ήξεραν πως αν δεν με έβρισκαν στη μια μεριά θα με έβρισκαν στην άλλη. Αν όχι στο σπίτι και στο ραδιόφωνο, στο γυμναστήριο σίγουρα. Και με βρήκε. Είχε το θράσος και ήρθε να με βρει. Κατέβηκα τα σκαλιά του γυμναστηρίου λίγο πριν την έξοδο και τον είδα μέσα απ’ την τζαμαρία να κόβει βόλτες πάνω-κάτω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ξαφνικά ένοιωσα ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Είχα ακινητοποιηθεί και δεν ήξερα τι να κάνω. Να τον αντιμετωπίσω ή να αναζητήσω την ‘πίσω πόρτα’ του γυμναστηρίου; Κάπνιζε νευρικά. Το βλέμμα του ήταν χαμένο. Γιατί είχε έρθει; Τι ήθελε; Μα δεν είχαμε τελειώσει; Έμεινε κάποιος λογαριασμός μεταξύ μας που δεν κλείσαμε και ξέχασα; Το σίγουρο πια ήταν ότι δεν μπορούσα να τον αποφύγω. Αν δεν τον αντιμετώπιζα τώρα σίγουρα θα με αναζητούσε στους γονείς μου ή στην δουλειά ή στο σπίτι μου σαν απρόσμενος επισκέπτης! Πήρα την απόφαση ότι έπρεπε να βγω και να τον αντιμετωπίσω είτε μου άρεσε είτε όχι:
- Καλησπέρα! Έτσι αργείς πάντα κι εγώ ξεροσταλιάζω εδώ έξω; Είπε με χαμόγελο.
Το χαμόγελο εκείνο που σου δίνει να καταλάβεις ότι για εκείνον δεν είχε συμβεί τίποτε. Ότι όλα ήταν απλά ένα όμορφο όνειρο με ατυχές τέλος. Δεν ανταπέδωσα το χαμόγελο, τον κοίταξα μόνο για να καταλάβει ότι η παρουσία του με πονούσε και δεν ήθελα να τον βλέπω. Τον προσπέρασα και συνέχισα τον δρόμο μου για το σπίτι.
- Μαρίνα γιατί δεν μου μιλάς; Απόρησε καθώς με ακολουθούσε.
Αλήθεια τι σκατά γύρευε εδώ πάλι; Πάλι είχε πάρει άδεια; Τι γινόταν; Δεν είχα μάθει πια άλλα νέα του. Ακόμη κι ο Γιάννης όταν καμιά φορά μου έκανε κουβέντα για τον φίλο του στο τηλέφωνο, άλλαζα θέμα σε κάτι άσχετο. Δεν με αφορούσε να μαθαίνω τίποτε. Ούτε καν σαν φίλη. Γύρισα και το κοίταξα θυμωμένη:
- Τι γυρεύεις εδώ; Τον ρώτησα.
- Ήθελα να σε δω. Σε πεθύμησα και ήρθα να σε δω.
Πόσο ψεύτης! Με ‘πεθύμησε’. Ποιος ξέρει τι σκατά γινόταν στο κεφάλι του. Ποιος ξέρει αν ένοιωθε άβολα με τις ‘συγγνώμες’ του και δεν ήθελε να βεβαιωθεί ότι εγώ ήμουν εντάξει; Ότι δεν πονούσα; Κι ότι όντως αντιμετώπιζα την κατάσταση με δύναμη, ότι την είχα δεχθεί όπως του είχα γράψει σε ένα γράμμα μου, πως ότι κι αν αποφάσιζε στην ζωή του εγώ θα το δεχόμουν και θα τον στήριζα. Αλλά πια δεν είχα δύναμη για το παραμικρό. Δεν μπορούσα να το δεχτώ και τελικά ήμουν πολύ ψεύτρα με τον εαυτό μου.
- Ωραία! Με είδες. Καλά να περνάς.
Είπα και προχώρησα. Όσο με ξετρέλαινε η παρουσία του, άλλο τόσο την μισούσα.
- Δεν καταλαβαίνω την συμπεριφορά σου! Τον άκουσα πίσω μου να μου μιλά δυνατά.
Κοντοστάθηκα. «Κοίτα τώρα που θα μου ζητήσει και τα ρέστα» σκέφτηκα. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα:
- Αυτή είναι και σε όποιον αρέσει. Του απάντησα και συνέχισα να προχωράω.
- Δεν είναι αυτή. Μαρίνα στάσου. Μου φώναξε.
Στάθηκα. Όχι γιατί μου το ζήτησε, αλλά γιατί έπρεπε να δώσω ένα οριστικό τέλος.
- Γιατί με αποφεύγεις; Με ρώτησε όταν με πλησίασε κοιτώντας με στα χείλη και μετά στα μάτια.
- Δεν είναι καλύτερα έτσι; Του είπα. Στα μάτια του έβλεπα την αλήθεια.
Ήταν μπερδεμένος. Και σίγουρα μετανοιωμένος. Σίγουρα θα είχε αναρωτηθεί πολλές φορές πως τα είχε καταφέρει έτσι και με είχε πληγώσει. Σίγουρα η συνείδησή του, του έλεγε ότι δεν άξιζα να με πληγώσει.
- Για μένα όχι. Είσαι φίλη μου. Η πιο καλή μου φίλη.
Δεν είχε τον Θεό του. Τρέλαινε ακόμη και τρελό. Τον κοίταζα, γιατί ήταν πολύ μεγάλος ψεύτης. Το βλέμμα του άλλα μου έλεγε. Θύμωσα:
- Καλή σου φίλη, ε; Από πότε; Έτσι ξαφνικά σου ήρθε επιφοίτηση πνεύματος; Άκου Στράτο, για μένα δεν αξίζουν οι άνθρωποι που δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους και που βάζουν την ουρά στα σκέλια και που με ένα σημείωμα, ξεκαθαρίζουν τα πάντα. Με ένα ‘συγγνώμη’.
Ήμουν σίγουρη ότι δεν περίμενε πως θα τον αντιμετώπιζα έτσι. Με κοίταζε με ορθάνοιχτα τα μάτια, σαν μην περίμενε να ακούσει ποτέ αυτά που του είπα. Και δεν καταλάβαινα πως βρήκα την δύναμη να του πω ότι του είπα. Με άκουγε άναυδος κι έκπληκτος. Τον άφηνα να στέκεται και να μην μπορεί να βρει μια απάντηση να μου δώσει. Δεν με ένοιαζε. Ένοιωσα ότι είχα αλαφρώσει. Ήταν λες και τα λόγια μου ήταν ένα χαστούκι που έπρεπε να το εισπράξει την στιγμή που έπρεπε. Τον άφηνα να με κοιτάζει ψάχνοντας μάλλον να βρει απάντηση. Ήθελα να τον κάνω να νοιώσει όπως ακριβώς αισθανόμουν εγώ. Έβγαλα έναν στεναγμό ανακούφισης και προχώρησα στον δρόμο μου για την επιστροφή στο σπίτι. Κατά περίεργο τρόπο ένοιωθα το βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου. Όσο κι αν ήμουν τελικά απότομη απέναντί του άλλο τόσο συνειδητοποίησα ότι με πονούσε κι ένα δάκρυ το άφησα να κυλήσει. Δεν ήταν εύκολο τελικά να τον αποβάλω απ’ την καρδιά μου, πόσο μάλλον να του πω ‘φύγε’. Το δάκρυ έγινε δάκρυα και τελικά δεν μπορούσα να δω τίποτε μπροστά μου απ’ την θολούρα μου. Στάθηκα να σκουπίσω τα μάτια μου κι άκουσα τα βήματα του να με ακολουθούν και να στέκεται κι αυτός δίπλα μου. Σαν πεισματάρης σκύλος που παρά τον θυμό του αφεντικού εκείνος το ακολουθεί περιμένοντας ένα κόκαλο συγχώρεσης! Δεν άντεχα. Η παρουσία του δίπλα μου με τύλιγε. Δεν γινόταν να την αποφύγω. Υπήρχαν άλλωστε τόσα αναπάντητα ερωτηματικά στο μυαλό μου που ήθελα να πάρω τις απαντήσεις τους. Γύρισα και τον κοίταξα και του πέταξα το κόκαλο:
- Κερνάω καφέ.
Αμέσως σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα του φωτίστηκε. Ίσως να θεώρησε πως έτσι με κέρδισε. Πως έτσι ξαφνικά είχε περάσει ο θυμός μου και είχα αφήσει το πρόσφατο παρελθόν μας πίσω. Πώς να πεις άλλωστε: ‘δεν πειράζει, ήταν ένα αποτυχημένο πείραμα’; Τουλάχιστον όταν την πρώτη φορά δεν υπάρχει αποτέλεσμα, κάνεις την έρευνα σου και ξαναδοκιμάζεις. Κι εμείς δεν θα είχαμε αυτή την δεύτερη ευκαιρία. Το ένοιωθα. Προχωρούσαμε δίπλα-δίπλα και τον άκουγα να μου μιλάει για την τωρινή του σχέση. Μου μίλησε για πράγματα που ήδη μου τα είχε μεταφέρει στο τελευταίο του γράμμα. Δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε αυτό. Δεν μου άρεσε να τον ακούω να μου μιλάει για εκείνη. Με πονούσε. Αυτό που ήθελα ήταν να πάρω μόνο απαντήσεις στα ερωτηματικά που με βασάνιζαν. Ήθελα να μιλήσουμε τι ήταν τελικά αυτό που τον ανάγκασε να δώσει μια κλωτσιά και κυρίως να κομματιάσει εμένα, εντελώς αναίτια. Ήθελα να μάθω πως αισθανόταν που επέλεξε πια να είναι με κάποια άλλη ενώ φοβόταν να μη με χάσει. Ήθελα να μάθω αν τα αισθήματά του για μένα ήταν πολύ δυνατά και τον είχαν τρομάξει. Ήθελα να μάθω αν κι εκείνος στο βάθος υπέφερε όπως εγώ και κάλυπτε τον πόνο του πίσω απ’ την νέα του σχέση.
- Η Δανάη! Τον άκουσα να λέει ξαφνικά.
- Ποια; Τον ρώτησα, ξυπνώντας με απ’ τις απορίες μου.
- Η Δανάη εκεί πιο πάνω! Πάω να της μιλήσω κι έρχομαι.
Τον είδα να απομακρύνεται και να πλησιάζει στο παραπάνω στενάκι που προσπερνούσαμε εκείνη. Δανάη την έλεγαν λοιπόν! Κοίταζα που ο Στράτος την πλησίαζε κι εκείνη είχα καρφωμένα τα μάτια της επάνω μου. Τα ένοιωθα τόσο εχθρικά και παγερά. Νόμισα για μια στιγμή πως αν δεν ήταν ο Στράτος μπροστά της ευχαρίστως θα ερχόταν τρέχοντας να με εκδικηθεί κι εγώ δεν ξέρω με ποιον τρόπο. Λες κι εγώ ήμουν αυτή που δημιουργούσα πρόβλημα! Ο Στράτος την φίλησε αλλά εκείνη δεν έδειξε να το χαίρεται κάπως, παρά συνέχισε να κοιτά εμένα και να του μιλά με θυμωμένο ύφος. Αισθανόμουν άβολα βλέποντας την εικόνα τους. Με γέμιζε ενοχές ο τρόπος της. Πως είναι δυνατόν να παλεύεις να μην σκέφτεσαι μια ιστορία που καταγράφηκε τόσο έντονα μέσα σου και κάποια άλλη να θεωρεί ότι είσαι πρόβλημα; Είναι δυνατόν να ξέρει κάτι; Κάτι της είπε ο Στράτος και έστρεψε την ματιά της σε αυτόν, με το ίδιο πάντα θυμωμένο πρόσωπο. Ήμουν σίγουρη πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Στράτος συνέχισε να της μιλά και στο τέλος την φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ζήλεψα. Εκείνη δεν έδειξε να το χαίρεται και ξαναγύρισε το βλέμμα της επάνω μου και το άφησε να κοιτά πότε τον Στράτο που απομακρυνόταν από κοντά της και πότε εμένα. Ένοιωθα πως ήμουν πια εχθρός της. Ο Στράτος με πλησίασε και προχωρήσαμε μαζί για τον καφέ που του ‘χα προτείνει προηγουμένως. Δεν μιλούσε. Το χαρούμενο πρόσωπό του όταν του είπα να πάμε για καφέ, σκυθρώπιασε όταν άφησε την Δανάη να στέκεται στην είσοδο του φροντιστηρίου αγγλικών που πήγαινε.
- Τι έγινε; Τον ρώτησα απορημένη βλέποντας τον να είναι χαμένος στον κόσμο του.
- Τίποτε. Μου είπε αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
- Τότε γιατί ήταν θυμωμένη; Επέμεινα.
- Δεν έτυχε να με ξαναδεί με φίλους.
- Α! Μάλιστα.
Εγώ ήμουν η φίλη του; Ένοιωσα άσχημα. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Η παρουσία αυτής της κοπέλας έδινε ένα απίστευτο βάρος στην ατμόσφαιρα. Λες και μετέδιδε τον αρνητισμό της μίλια μακριά. Ο Στράτος χαμογέλασε. Δεν τον ρώτησα γιατί το έκανε. Δεν μπορούσα να του πω πως αισθανόμουν. Σίγουρα θα με θεωρούσε τρελή κι ανόητη κι ότι έβγαζα συμπεράσματα χωρίς να την έχω γνωρίσει καλά, χωρίς καν να της έχω μιλήσει. Και θα είχε δίκιο σε αυτό. Μπήκαμε στην πρώτη καφετέρια που συναντήσαμε μπροστά μας. Καθίσαμε απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον. Παραγγείλαμε καφέδες κι απέφευγα να τον κοιτάζω. Έβγαλα απ’ τον σάκο το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Έτσι ξαλάφρωνα την αμηχανία μου πια. Ανάβοντας τσιγάρο. Όσο καθόμασταν εκεί δεν μου μίλησε για αυτήν. Προτιμούσε να μου μιλά για τον στρατό και τις περιπέτειές του. Και ότι πια είχε πάρει εκείνη την μετάθεση που πάλευε καιρό για να φύγει απ’ την Ρόδο. Ήταν στο Πεντάγωνο στην Αθήνα και έτσι είχε τακτικές εξόδους και έτσι μπορούσε πια να βλέπει τους δικούς του και τους φίλους του. Δεν μπορούσα να χαρώ με τον ενθουσιασμό που έδειξε. Τον καιρό που ήθελε τόσο πολύ να πάρει την μετάθεση, εγώ χαιρόμουν κι ανυπομονούσα. Τώρα πια δεν είχα κανέναν λόγο να χαίρομαι. Πήρε την μετάθεση αλλά δεν ήμουν πια μέρος της ζωής του. Τι κι αν πια θα τον έβλεπαν τακτικά οι δικοί του κι οι φίλοι του; Εγώ δεν ανήκα πουθενά. Δεν είχα λόγο λοιπόν να χαίρομαι. Μου είπε πως μετρούσε μέρα τη μέρα μέχρι να απολυθεί. Ένοιωθε κουρασμένος και ήθελε να τελειώνει γρήγορα. Τον άφηνα να μου μιλά συνεχώς. Παρά την κούραση, χαμογελούσα συνεχώς και πάντα προσποιούμουν ότι χαιρόμουν με τα τελευταία του νέα. Στο βάθος ήθελα να μου δώσει εξηγήσεις. Αυτές περίμενα. Ένα γράμμα και μια ‘συγγνώμη’ δεν μου ήταν αρκετά. Ήθελα να το ακούσω απ’ το ίδιο του το στόμα. Με ρωτούσε για τον αδερφό μου και το πώς περνούσε στην Ρόδο και πότε θα ερχόταν να μας δει κλπ-κλπ.. Απέφευγε να πει το οτιδήποτε, πόσο μάλλον να με κοιτάξει στα μάτια. Είχα βαρεθεί και δεν άντεχα άλλο. Του είπα ότι ήθελα να φύγω. Με ακολούθησε. Δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε. Αλλά με ακολούθησε ακόμη και στο παγκάκι στην πλατεία που έκατσα για λίγο. Κάθισε κι εκείνος δίπλα μου. Κάπως έπρεπε να μάθω:
- Στράτο η Δανάη ζηλεύει; Τον ρώτησα, κοιτάζοντας τους περαστικούς που τα πρόσωπά τους διακρίνονταν μόνο από τον απαλό φωτισμό της πλατείας.
- Ναι. Μου είπε με χαμηλή φωνή. Σαν να ντρεπόταν που το έλεγε.
- Όλοι ζηλεύουν. Του είπα. Ήθελα να καταλάβει ότι κι εγώ την ζήλευα. Ζήλευα την θέση της. Ζήλευα αυτό που μου είχε κλέψει. Αυτό που ο ίδιος την άφησε να μου κλέψει.
- Όχι όσο ο Δανάη. Συνέχισε κι άναψε τσιγάρο.
Δεν του μίλησα. Τον άφησα να δώσει αυτός τις εξηγήσεις. Και το έκανε. Άρχισε να μου εξομολογείτε πως η σχέση τους άρχισε με τις καλύτερες προϋποθέσεις αλλά υπήρχαν και στιγμές που η ζήλια της χαλούσε τις στιγμές τους. Τον αγαπούσε όμως πολύ και πάντα ένα ‘συγγνώμη’ της έλυνε την όποια παρεξήγηση μεταξύ τους. Χαμογέλασα. Μια ‘συγγνώμη’ και λύθηκαν όλα. Δεν καταλάβαινα τι είδους αγάπη ήταν αυτή, όταν η ζήλια της φάνταζε σχεδόν αρρωστημένη κι όταν ένα της βλέμμα μου πρόδιδε πως ήταν ικανή για πολλά πράγματα, όταν ένοιωθε απειλή απ’ το τίποτα! Πως είναι δυνατόν να ξέρει τι είχα στην καρδιά και το μυαλό μου εκείνη για να πιστεύει ότι ήμουν επικίνδυνη; Δεν με γνώριζε και ούτε που καν έκανε τον κόπο έστω κι αυτή την δεύτερη φορά που ξανασυναντηθήκαμε να με γνωρίσει.
- Συζήτησέ το μαζί της. Του πρότεινα.
Στην ουσία στο κεφάλι μου άλλη πρόταση υπερίσχυε: «χώρισέ την». Δεν μπορούσα να πω κάτι τέτοιο. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου. Όσο κι αν κι εγώ ζήλευα δεν μπορούσα πια να τον διεκδικήσω. Ήμουν πολύ αδύναμη για να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν είχε νόημα πια. Εγώ ήμουν αυτή που ήθελα να φανώ ανοιχτόμυαλη κι ότι του είχα εμπιστοσύνη κι ότι αν συνέβαινε αυτό που ήδη συμβαίνει, εγώ θα του συμπαραστεκόμουν. Και το έκανα. Ξαφνικά το έπαιζα φίλη. Ξαφνικά είχε ξυπνήσει πάλι εκείνη η Μαρίνα των διακοπών που προσπαθούσε να προσγειώσει τον Στράτο όταν η Κλαίρη αδιαφορούσε ως προς την παρουσία του και το κάλεσμά του για ένα κέρασμα. Εγώ είχα καταστρέψει τα πάντα. Του είχα δώσει την ελευθερία του κι εγώ ήμουν τώρα δέσμια στα συναισθήματά μου και τα θέλω μου και τα πρέπει. Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και έκανε μια σύντομη βόλτα μέχρι την κολώνα φωτισμού σε ελάχιστα μέτρα μπροστά μας και κοντοστάθηκε εκεί σκεπτικός γυρνώντας την πλάτη του. Κάπνιζε και διέκρινα στο προφίλ του το πόσο μπερδεμένος ήταν. Δεν ξέρω αν είχε μετανιώσει που είχε προχωρήσει μαζί της.
Γύρισε προς τα μένα ακουμπώντας πάντα στην κολώνα και με κοιτούσε. Το ένοιωθα. Εγώ είχα στρέψει τα μάτια μου στο άγνωστο και προσπαθώντας να σταματήσω την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, γιατί ένοιωθα την ανάγκη να του πω αυτά που κρατούσα μέσα μου:
- Εγώ ποτέ δεν σε ζήλεψα.
Είπα δειλά κι ας ήταν ψέμα. Ζήλευα που στην θέση εκείνης τώρα θα ήμουν εγώ. Έστρεψε το βλέμμα του στο πρόσωπό μου αμίλητος:
- Αν ήμασταν μαζί ίσως να ‘ταν εντελώς διαφορετικά με μας. Σου είχα εμπιστοσύνη. Ετοιμαζόμουν να ξεκαθαρίσω την κατάσταση και με τον Γιάννη. Δεν ήθελα να υπάρχει αυτός φόβος ανάμεσά μας. Δεν ήθελα να ήμαστε μαζί και να κρατάμε τις αποστάσεις μόνο και μόνο επειδή θα φοβόμασταν τον αδερφό μου για χάρη της φιλίας σας. Δεν πρόλαβα όμως. Δυστυχώς, γκρέμισες κάθε μου ελπίδα.
Τα δάκρυα μου έτρεχαν ποτάμι και δεν ήξερα πως βρήκα την δύναμη να του μιλήσω για μας. Συνέχισε να στέκεται εκεί μπροστά μου να με κοιτάζει και να μην απαντά. Ίσως να τον έφερνα σε δύσκολη θέση, άλλα έπρεπε να ξέρει. Δεν μου ήταν εύκολο να τον βλέπω και πόσο μάλλον να τον βλέπω με κάποια άλλη. Να την αγκαλιάζει και να την φιλά κι εγώ απλώς να το δέχομαι. Να συμβιβάζομαι. Με πλησίασε. Έκατσε δίπλα μου και με αγκάλιασε. Την ήθελα την αγκαλιά του, αλλά όχι έτσι. Απομακρύνθηκα και σηκώθηκα:
- Καλύτερα να φύγω! Του είπα.
Δεν ήθελε να φύγω μόνη μου. Ήθελε να με συνοδεύσει. Δεν μιλούσαμε. Ξαφνικά δεν υπήρχαν λέξεις. Ότι συναίσθημα και να είχαμε έπρεπε να το πνίξουμε. Προχωρούσαμε και δεν μιλούσαμε. Τα λόγια είχαν χαθεί. Ήμασταν χειρότερα κι από δυο αγνώστους. Μια τεράστια απόσταση έδειχνε ότι πια είχε μπει ανάμεσά μας. Όσο κι αν ήθελα να απλώσω τα χέρια μου να τον αγγίξω ήξερα ότι ποτέ δεν θα το κατάφερνα πια. Τα αισθήματά μου με κορόιδευαν κι ένοιωθα τον εαυτό μου να γελοιοποιείτε. Η ψυχή μου έκλαιγε. Κι ο πόνος αυτός που ένοιωθα ήταν πρωτόγνωρος. Πόνος δυνατός κι αβάσταχτος. Κι έπρεπε πια να τον υπομένω μόνη μου. Τώρα πια δεν είχα κανέναν να μου συμπαρασταθεί. Τον κοίταζα που προχωρούσε δίπλα μου αμίλητος και τον αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αλλά το στόμα έμενε σφραγιστό γιατί έτσι έπρεπε. Τι σημασία είχε γι’ αυτόν το τι αισθανόμουν;
- Περίμενε μισό λεπτό.
Μου είπε ξαφνικά και εντελώς απρόσμενα χάθηκε και μπήκε στο ανθοπωλείο που προσπερνούσαμε εκείνη την ώρα. Ήθελα τόσο πολύ να χαθώ αυτή την στιγμή. Γιατί θα έπρεπε να περιμένω; Δεν πέρασε ώρα και βγήκε απ’ το μαγαζί κρατώντας δύο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Μου χάρισε το ένα και με φίλησε απαλά στο μάγουλο:
- Πρέπει να είσαι πολύ δυνατή για να αντέχεις τόσο.
Χαμογέλασα. Ήταν σαν να διάβαζε όλη αυτή την ώρα που μέναμε βουβοί προχωρώντας, τις σκέψεις μου. Μύρισα το τριαντάφυλλο, άλλα ένοιωθα ότι ήταν άκαιρη χειρονομία πια. Έκανα να του το δώσω πίσω:
- Είναι δικό σου. Είναι για σένα. Αυτό εδώ είναι για την Δανάη –και μου έδειξε αυτό που ήδη κρατούσε. Θύμωσε που μας είδε μαζί. Της αρέσουν τα τριαντάφυλλα και θέλω να την καθησυχάσω.
Να την καθησυχάσει; Από τι; Ήθελα να μάθω, αλλά δεν τολμούσα να τον ρωτήσω.
- Το ίδιο σκέφτηκες και για μένα μετά από αυτά που σου είπα;
Τον ρώτησα τελικά. Περιμένοντας να πάρω μια απογοητευτική απάντηση για τις δικές μου εξομολογήσεις:
- Όχι. Εσύ είσαι άλλο. Μακάρι η Δανάη να είχε κάτι από σένα.
Με δουλεύει! Είναι πολύ αστείο να ακούς έναν άντρα να σε συγκρίνει με την νέα του κατάκτηση. Γιατί; Δεν ήθελα να ακούσω κι άλλες βλακείες και τον αποχαιρέτισα. Ένοιωθα κουρασμένη κι απογοητευμένη και μετανιωμένη που τελικά δεν μου έδωσε τις απαντήσεις που ήθελα. Ένιωθα δέσμια του. Πίστευα πως αν μου μιλούσε ανοιχτά, θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να τον αποβάλω απ’ το μυαλό μου και ίσως κι απ’ την ίδια μου την ζωή.
- Ελπίζω να τα ξαναπούμε! Μου είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Δεν του υποσχέθηκα το παραμικρό. Απομακρύνθηκα από κοντά του κι ένοιωθα ένα τεράστιο κενό μέσα μου. Χάσμα. Ένοιωθα πικραμένη και εντελώς ηλίθια. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι μου συνέβαινε. Ήταν σαν είχαν γυρίσει μπούμερανγκ τα διλήμματά μου προ καιρού και τώρα τα πλήρωνα με αυτό το κόστος.


Κεφάλαιο 41

39. Τυχαία συνάντηση




- Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ μου έλειψε η πόλη μας αδερφούλα!
- Γιατί η Ρόδος δεν είναι όμορφη πόλη;
- Μωρέ είναι και παραείναι. Αλλά αλλιώς είναι κι όταν γυρίζεις στο σπίτι σου.
- Εγώ έχω βαρεθεί εδώ. Αν μου έλεγαν ‘μετακόμισε’ θα το έκανα ευχαρίστως. Νοιώθω ότι δεν με κρατά τίποτε εδώ.
- Έχεις μια καλή δουλειά, έχεις τους φίλους σου, έχεις τους δικούς μας… Υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ όλα αυτά;
- Ναι! Να σηκωθείς και να φύγεις και να εξαφανιστείς όταν όλα αυτά τα έχεις βαρεθεί και τα τρως στην μάπα συνέχεια. Δεν ξέρω Γιάννη, νομίζω πως η ρουτίνα αυτή με σκοτώνει.
- Υπερβολές!
Ο αδερφός μου είχε ανέβει για μερικές μέρες απ’ την Ρόδο να μας δει. Λίγο πριν αρχίσει η εξεταστική του ήθελε να πάρει μια γεύση απ’ την πόλη μας και από μας που του είχαμε λείψει εδώ και μήνες λόγω των σπουδών του. Περπατούσαμε και κουβεντιάζαμε εντελώς ασυνάρτητα για τις επιθυμίες μας. Η δική μου ήταν άλλη. Πνιγόμουν και ήθελα να του μιλήσω. Είχα την ανάγκη να του μιλήσω. Αλλά πως; Τι να του πω πια; Τι νόημα είχε πια; Η πληγή μου ήταν νωπή και όσο κι αν προσπαθούσα να την γιατρέψω δυστυχώς δεν μπορούσα. Είχα χάσει κάθε επαφή με τους φίλους μου. Δεν είχα διάθεση να βλέπω κανέναν. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο πολλές φορές στον Στράτο. Είχαμε χάσει κάθε επαφή πια. Με έτρωγε μέσα μου να του τηλεφωνήσω κι αρκετές φορές το έκανα, αλλά κατέβαζα το ακουστικό πριν καν απαντήσει κάποιος. Προσπαθούσα να φανώ δυνατή. Δεν ήθελα να του δώσω να καταλάβει τίποτε. Δεν ήθελα να θεωρεί ότι το είχα καταπιεί κι ότι δεν είχε συμβεί τίποτε. Εγώ όμως δεν ήμουν αυτή που δεν ήθελα να τον πνίγω και να νοιώθει ελεύθερος από εμένα και να κάνει ότι νομίζει καλύτερο για τον ίδιο; Τι ήθελα τώρα λοιπόν; Έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές έτοιμη να του γράψει αλλά σταματούσα. Κολλούσα: «Αγαπητέ Στράτο», «Στράτο», «Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτεσαι…» κι άλλα τέτοια ανατριχιαστικά! Ήμουν αδύναμη να του γράψω. Δεν έπρεπε να του γράψω. Η παράστασή μας έλαβε τέλος!
Ο Γιάννης δίπλα μου απολάμβανε τον περίπατό μας και μου περιέγραφε την Ρόδο. Μου μιλούσε για την οδό των Ιπποτών, το παλάτι των Ιπποτών, την παλιά πόλη, το καφέ Ιταλικό, το Μόντε Σμιθ, το Ενυδρείο, τον Ηριδανό, το Λα Σκάλα... Ακούγοντας αυτό το τελευταίο παραλίγο να με πιάσει νευρικό γέλιο! Ήταν στέκι τελικά πολλών! Ήταν η τοποθεσία που δόθηκε το τέλος μου, για να κάνει μια νέα αρχή ο Στράτος. Ήταν το κλαμπ που εκεί ο Στράτος και η άλλη επιδόθηκαν σε ερωτικό χορό και που εγώ μακριά προσπαθούσα να βρω τρόπους να πάω κοντά του! Έδιωξα την οποιαδήποτε σκέψη. Έπρεπε να φανώ δυνατή εκεί μπροστά στον αδερφό μου. Τον άφηνα να μου περιγράφει διάφορα σημεία της Ρόδου που άξιζε να δει κανείς και που μου είχε κινήσει πια την περιέργεια να δω το νησί από κοντά. Μου εξήγησε πως ο χειμώνας στην Ρόδο δεν ήταν κι ότι καλύτερο – ήταν το άκρως αντίθετο σε σχέση με τις άλλες εποχές που έσφυζε από ζωή- την έκανε να μοιάζει ερημική και απόμακρη. Όμως αυτό ήθελα εγώ. Ήταν η ιδανική πόλη για να αποδράσω. Μου μίλησε και για το Πανεπιστήμιο. Όλοι σχεδόν οι πρωτοετείς ψαχνόντουσαν, τόσο σε θέμα διαμονής όσο και σε θέμα καλής παρέας. Αυτό ακριβώς που αναζητούσε κι ο ίδιος. Σκεφτόταν με την νέα εκπαιδευτική περίοδο να άλλαζε σπίτι. Ήταν μια τρύπα αυτό που έμενε και είχε κοινόχρηστο μπάνιο. Αλλά ήταν και θέμα παρέας. Αν συνεχιζόταν το ίδιο τότε ίσως να κοίταζε να πάρει μεταγραφή στην Αθήνα. Ήταν προτιμότερο να είναι κοντά στους φίλους του και τους δικούς του παρά να ψάχνει να βρει να κάνει νέους φίλους αφού οι περισσότεροι συμφοιτητές του ζούσαν αλόγιστα μιας και δεν είχαν γονείς κι αδέρφια να τους ελέγχουν! Μακάρι! Άλλωστε κι εγώ τον χρειαζόμουν όσο ποτέ άλλοτε. Δεν είχα σκοπό να του μιλήσω για ότι είχε γίνει με τον Στράτο αλλά ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να με στηρίξει σε αυτή μου την δύσκολη στιγμή για να μπορέσω να πατήσω στα πόδια μου γερά.
Όμως δεν μπορείς να πιέσεις κάποιον μόνο και μόνο επειδή σκέφτεσαι τον εαυτούλη σου. Έτσι δεν είναι; Και τι κάνεις; Το ρίχνεις ή στην δουλειά ή στην διασκέδαση ή… στην τρελή! Κι εγώ προτίμησα να μην τρελαθώ, γιατί απλά δεν άξιζε να χάσω το μυαλό μου για μια ανόητη και σύντομη ιστορία. Διασκέδαζα στο σπίτι μου, δουλεύοντας. Απέφευγα τις εξόδους γιατί παρασυρόμουν εύκολα και έπινα και δεν ήθελα να γίνω μια ανόητη αλκοολική, για μια ανόητη και σύντομη ιστορία! Άλλο ένα είδος διασκέδασης που με έσωζε ήταν η γυμναστική’ ιδροκοπούσα απ’ το αερόμπικ και το κάθε ‘συγγνώμη’ του Στράτου το χτυπούσα στον σάκο του μποξ του γυμναστηρίου, γιατί έτσι με γλύτωνε απ’ την σκέψη μιας ανόητης και σύντομης ιστορίας! Στη δε δουλειά έδινα τον καλύτερο εαυτό μου! Είχα γίνει για άλλη μια φορά το αστέρι τους. Η εκπομπή μου είχε πολύ μεγάλο ποσοστό ακροαματικότητας και γενικώς ο Μάνος που είχε αναλάβει πια και την διεύθυνση προγράμματος δοκίμαζε τα δυναμικά μου αλλάζοντας και πάλι την ώρα της εκπομπής και με μεγάλη του χαρά διαπίστωνε ότι οι μετρήσεις των εταιρειών έδιναν και πάλι τα ίδια υψηλά ποσοστά. Ώσπου τελικά αποφάσισε ότι δεν γινόταν να παίζει με τα νεύρα μου για πολύ κι άφησε την εκπομπή στην κανονική της απογευματινή ώρα, προς μεγάλη χαρά των ακροατών μου αλλά και δικής μου μιας και έτσι θα συνέχιζα ομαλά το καθημερινό μου πρόγραμμα στο ρυθμό που ακολουθούσα χωρίς να έχω στο μυαλό μου εκείνη την ανόητη και σύντομη ιστορία!
- Τον μαλάκα…
Άκουσα ξαφνικά τον αδερφό μου βγάζοντας με έτσι απ’ τις τελευταίες σκέψεις μου.
- Ποιος απ’ όλους; Ρώτησα προσπαθώντας να το διασκεδάσω λίγο.
- Αυτός εκεί κάτω δεν είναι ο Στράτος;
Στο άκουσμα του ονόματος τα γόνατα μου ήταν σαν να κόπηκαν στα δύο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν ταμπούρλο και ένοιωσα να μου κόβεται ο αέρας. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ήταν αυτό που ένοιωθα εκείνη την στιγμή. Δεν μου άρεσε καθόλου όμως! Κοίταξα στην ευθεία που έδειξε ο αδερφός μου και αυτός που πλησίαζε ήταν τελικά ο Στράτος και δεν ήταν μόνος του. Ήταν με παρέα. Προφανώς με αυτή που έδωσε ένα τέλος στην δική μας ανόητη και σύντομη ιστορία!
- Δυστυχώς! Είπα σχεδόν ψιθυριστά στον αδερφό μου.
Με κοίταξε κάπως περίεργα, αλλά προσπάθησα να γίνω καλή ηθοποιός και να μην φανεί στο βλέμμα μου, στο πρόσωπό μου, το οτιδήποτε και καταλάβει την αλήθεια μου. Του χαμογέλασα.
- Δεν μου είχε πει ότι θα ανέβαινε απ’ την Ρόδο εδώ.
- Πώς να σε ειδοποιήσει; Με σήματα καπνού απ’ το στρατόπεδο; Αστειεύτηκα.
- Μαρίνα κόψε τις μαλακίες! Το τηλέφωνο της σπιτονοικοκυράς μου το ‘χει. Πως με βρίσκει όταν θέλει να τον φιλοξενήσω;
Είχε απόλυτο δίκιο, αλλά προφανώς θα ήταν σε έκτακτη άδεια. Θα του είχαν δώσει τιμητική που είχε καταφέρει να αποτελειώσει με μια κίνηση μια σύντομη και ανόητη ιστορία για να αρχίσει μια καινούρια. Ο αδερφός μου επιτάχυνε το βήμα του λέγοντάς μου πως ήθελε να του μιλήσει. Μα ήταν ανάγκη; Τον ακολουθούσα αργά και σε απόσταση προσπαθώντας να βρω μια δικαιολογία να αποφύγω την συνάντηση αυτή. Να φύγω. Να εξαφανιστώ. Να γίνω καπνός. Με τις άκρες των ματιών μου είδα ότι είχε πλησιάσει αρκετά. Απέφευγα να τον κοιτάξω στα μάτια. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Μου είχε πάρει ακόμη και τον αέρα. Ένοιωθα ότι θα έσκαγα με την παρουσία του να την νοιώθω να με κυριεύει, ενώ εκείνος έσφιγγε επάνω του την νέα του κατάκτηση: «Αν έγινα κομμάτια από αυτό που έκανες, θέλω να γίνεις κι εσύ. Να νοιώσεις πως είναι να πονάς και να μην μπορείς να μαζέψεις ούτε ένα κομματάκι».
- Να που τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται! Είπε ο αδερφός μου στον φίλο του.
Ο Στράτος είχε μια μοναδική τεχνική. Προκειμένου να γλιτώσει απ’ τα ‘κοσμητικά επίθετα’ που θα τον στόλιζε ο αδερφός μου το έριξε στις αγκαλιές και τα φιλιά. Εγώ έμεινα πίσω σαν θεατής σε ένα θέατρο παραλόγου.
- Πως είσαι; Χαθήκαμε! Τον άκουσα που απευθυνόταν σε μένα και με πλησίασε δίνοντας μου ένα φιλί στο μάγουλο.
Το ένοιωσα τόσο κρύο και τόσο απωθητικό. Δεν το ήθελα. Ήταν σαν να με είχε μόλις φιλήσει φίδι! Σκούπισα το μάγουλο μου στον ώμο μου. Απέφευγα να τον κοιτάξω, πόσο μάλλον να του μιλήσω. Να του απαντήσω. Απομακρύνθηκε από κοντά μου κοιτάζοντάς με και με την άκρη των ματιών του έπιασα το βλέμμα του να μου ζητάει ‘συγγνώμη’. Τίναξα τα μαλλιά μου κι έστρεψα το κεφάλι μου αλλού. Δεν ήθελα να τον βλέπω. Ήθελα να εξαφανιζόταν εκείνη την στιγμή αστραπιαία από μπροστά μας. Απομακρύνθηκα μερικά βήματα πιο μπροστά απ’ την παρέα των φίλων. «Λίγη δύναμη. Θεέ μου δωσ’ μου λίγη δύναμη»! Ένοιωθα απίστευτα ευάλωτη. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος και ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω. Η παρουσία του μάλλον κακό μου έκανε. Αυτό που δεν ήθελα αυτή την στιγμή ήταν να χάσω έστω και αυτή τη λίγη δύναμη που είχα και συγκρατιόμουν σ’ αυτή την απόσταση. Είχα να τον δω από τότε, απ’ το βράδυ στον ‘Άδωνη’ και τώρα στεκόταν εκεί λίγα μέτρα πιο πέρα από μένα, περισσότερο γοητευτικός, περισσότερο αρρενωπός και εγώ τον είχα χάσει για χάρη αυτής που με κοίταζε με όλη της την απέχθεια. Άραγε ήξερε; Τι είχε μιλήσει για μας; Γιατί με κοιτούσε έτσι; Ξαφνικά το μπίπερ μες την τσάντα μου, που μου είχαν δώσει απ’ το ραδιόφωνο, χτύπησε και με έβγαλε απ’ την δύσκολη θέση:
- Γιάννη πρέπει να τηλεφωνήσω στο ραδιόφωνο. Θα είμαι στο τηλεφωνικό θάλαμο εκεί πέρα.
Είπα στον αδερφό μου και προχώρησα. Δεν υπήρχαν τα ‘χάρηκα που σε είδα’. Είχαν τελειώσει αυτά για μένα. Δεν χάρηκα που τον είδα. Ακόμη και μόνος του να ήταν. Ο αδερφός μου δεν μίλησε για πολύ με τον φίλο του. Αποχαιρέτησε τον Στράτο ανανεώνοντας την επόμενη συνάντησή τους στην Ρόδο.

Η ειδοποίηση στο μπίπερ τελικά είχε να κάνει με ένα εκ νέου συμβούλιο μεταξύ των δημοσιογράφων όπως μου είπε στο τηλέφωνο η Κατερίνα.
- Τελικά θα σου δώσουν προαγωγή; Με ρώτησε αφελέστατα ο αδερφός μου μόλις έβαλα το ακουστικό στην θέση του.
- Προαγωγή; Πως σου ‘ρθε;
Δεν υπήρχαν προαγωγές στο χώρο που εργαζόμουν. Ο καθένας είχε την δουλειά του και μέχρι εκεί. Τίποτε παραπάνω. Για παρακάτω, ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί κανείς! Όπως και να ‘χε δεν με απασχολούσε το θέμα ‘προαγωγή’. Εγώ έκανα την δουλειά μου εδώ και χρόνια και δεν ήθελα να ασχοληθώ με κάτι παραπάνω, παρά τις εμμονές τους ορισμένες φορές. Μου αρκούσε η ικανοποίηση που έπαιρνα απ’ τους ακροατές μου για τον τρόπο που χειριζόμουν διάφορα θέματα και ότι ποτέ δεν έπαιρνα το μέρος μόνο μιας πλευράς σε κάποιο ρεπορτάζ. Έτσι όποιος ανεύθυνο – υπεύθυνος πήγαινε να δημοσιοσχετιστεί πάντα το όνομά μου ήταν ήταν ένα σημείο αναφοράς ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Και το γεγονός ότι κρατούσα μια μακρινή απόσταση απ’ το καλάμι ήταν κάτι που το εκτιμούσαν.
Συνεχίσαμε με τον αδερφό μου τον περίπατό μας και καταλήξαμε σε μια καφετέρια για καφέ. Εκεί ο Γιάννης συνέχισε να μου μιλά για την Ρόδο και στο τέλος έφερε την κουβέντα στον Στράτο. Όσο κι αν προσπάθησα να του αλλάξω την κουβέντα δυστυχώς στο ίδιο θέμα κατέληγε. Κατά βάθος με έτρωγε να μάθω τι ακριβώς είπαν στην σύντομη αυτή συνάντησή τους. Ο Στράτος του δικαιολογήθηκε πως δεν ήξερε καν αν θα έπαιρνε άδεια κι έτσι η απόφαση ήρθε την τελευταία στιγμή και γι’ αυτό δεν του τηλεφώνησε. Ανέβηκε με ένα C-130 και θα έφευγε με την Ολυμπιακή μεθαύριο! Αν γνώριζε καιρό πριν για την άδειά του θα είχε τον χρόνο να ειδοποιήσει τον αδερφό μου και θα ανέβαιναν με το καράβι. Αλλά αφού τα πράγματα ήρθαν έτσι θα κανόνιζαν να βρεθούν στο νησί να τα πουν από κοντά με την ησυχία τους.
- Πως σου φάνηκε αυτή που ήταν μαζί του;
Ήρθε ξαφνικά η ερώτηση απ’ τον αδερφό μου. Τι με ένοιαζε εμένα; Υπήρχε λόγος να με νοιάξει και να την προσέξω;
- Τίποτα! Είπα τελικά.
- Τι ‘τίποτα’; Επέμεινε ο Γιάννης.
- Δεν με ενθουσίασε. Πώς να το πω;
- Ούτε εμένα! Μάλλον θα είναι αυτή που γνώρισε στην Ρόδο.
- Ροδίτισσα είναι;
Για μια στιγμή θεώρησα πως ήταν κάποια άλλη, πως δεν ήταν αυτή που μου είχε περιγράψει στο τελευταίο του γράμμα ο Στράτος. Για μια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό μου πως άρχισε ξανά το γνωστό του τσιληπούρδημα!
- Όχι! Πρέπει να είναι αυτή που γνώρισε όταν είχε κατέβει με το Λύκειο της πενταήμερη. Τι της ζήλεψε;
- Επιλογή του! Απάντησα με δυσφορία.
Δεν μου άρεσε η κουβέντα που κάναμε. Δεν με αφορούσε. Είτε ήταν όμορφη είτε ήταν άσχημη η οποιαδήποτε ήταν δίπλα στον Στράτο δεν με αφορούσε. Τίποτε δεν με αφορούσε πια. Ο αδερφός μου ήταν έτοιμος να μου αναπτύξει μια ολόκληρη θεωρία για τα περί ομορφιάς και περί ασχήμιας. Τον διέκοψα. Δεν μου άρεσε η κουβέντα. Ο καθένας είχε την δική του ομορφιά. Όσο κι αν το περίβλημα δεν ήταν κομψό καμιά φορά, πάντα στο βάθος υπάρχει κάτι που κάνει τον άλλον να ξεχωρίζει. Απέφυγα να απαντήσω σε οποιαδήποτε άλλη απορία του αδερφού μου για τον Στράτο, λέγοντας του πως θα είχε την ευκαιρία να τα συζητήσει με τον φίλο του στην Ρόδο και άλλαξα την κουβέντα μας σε γενικότητες και διάφορες άλλες βλακείες. Δεν ήθελα να βγάλω τον κακό εαυτό μου και να αρχίζω να λέω πράγματα που ίσως να μην εννοούσα.




Κεφάλαιο 40

38. Χαστούκι...



Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια για να καταφέρω να ηρεμήσω. Μάταια όμως. Το μαξιλάρι μου είχε μουσκέψει απ’ τα δάκρυά μου, όσο το μυαλό μου γυρνούσε σε όλες εκείνες τις στιγμές που είχαμε μοιραστεί με τον Στράτο απ’ την αρχή της γνωριμίας μας μέχρι τώρα. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι κι έκλεισα το ξυπνητήρι πριν αρχίσει να χτυπά. Ήδη είχα ένα κεφάλι πολύ βαρύ απ’ την αϋπνία και την απεγνωσμένη προσπάθεια να κοιμηθώ, δεν άντεχα τον παραμικρό θόρυβο. Δεν είχα και την διάθεση να πάω στο σταθμό Σαββατιάτικα και έξι η ώρα το πρωί ποιον αν έβρισκα να με αντικαταστήσει;
Άνοιξα την μπαλκονόπορτα του δωματίου και άφησα να μπει λίγο φρέσκος πρωινός αέρας. Ήπια ένα ντεπόν για τον πονοκέφαλό μου και χώθηκα κάτω απ’ το ντους. Ούτε το νερό μπορούσε να με συνεφέρει. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και τα μάτια μου, ήταν κατακόκκινα απ’ την έλλειψη ύπνου και είχαν και μαύρους κύκλους. Έβαλα ένα μπουρνούζι και τράβηξα προς το καθιστικό. Βρωμούσε απ’ το ποτό που είχε πεταχτεί την στιγμή που εγώ είχα πετάξει το ποτήρι. Στο τραπεζάκι είχα παραπεταμένο το γράμμα του Στράτου. Το δίπλωσα και το καταχώνιασα στο συρτάρι του γραφείου μου. Μάζεψα τα κομμάτια απ’ το σπασμένο ποτήρι με μια σκούπα και σφουγγάρισα το σημείο που το ποτό είχε αφήσει λεκέδες.
Το ρολόι στον τοίχο μου πρόδινε πως έπρεπε να ετοιμαστώ αμέσως για το ραδιόφωνο. Δεν είχα αρκετό χρόνο για να ασχοληθώ με το σπίτι. Ετοιμάστηκα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γινόταν για να πάω στο σταθμό. Τουλάχιστον σήμερα δεν θα είχα το τρέξιμο το χθεσινό κι αν ο Λάμπης είχε όρεξη θα μπορούσε να με διευκολύνει αν χρειαζόμουν κάποια βοήθεια. Καμιά φορά τύχαιναν ξαφνικά πράγματα και έπρεπε να τα προλάβω, αν δεν μπορούσα να βρω άλλον συνάδελφο για να καλύψει κάτι έκτακτο.
Το ρολόι μου έγραφε εξήμιση. Ευτυχώς και δεν ήμουν μακριά απ’ το ραδιόφωνο. Σε δέκα λεπτά ήδη βρισκόμουν απ’ έξω’ μάλιστα είδα πως τα φώτα στο δημοσιογραφικό ήταν ανοικτά. Μπήκα μέσα γρήγορα. Ο Λάμπης είχε ξυπνήσει νωρίτερα, είχε ξεκλειδώσει το δημοσιογραφικό, το καθάρισε απ’ την καθιερωμένη Παρασκευιάτικη ολονυχτία και το άφησε να αεριστεί για να μην αρχίσω πρωί-πρωί την γκρίνια. Στην ρεσεψιόν το φαξ δεν είχε κανένα ‘σεντόνι’ από ειδήσεις και ανακοινώσεις. Το γραφείο μου δε, ήταν καθαρό και τακτοποιημένο όπως το’ χα αφήσει το βράδυ. Άφησα την τσάντα μου στο γραφείο μου και καλημέρισα τον Λάμπη και πήγα να φτιάξω καφέ.
Ο Λάμπης ήταν στα κέφια του και είχε όρεξη για κουβέντα. Ο πονοκέφαλός μου, είχε γίνει ανυπόφορος και όση ώρα έβραζε το νερό στο γκάζι, έκανα μασάζ στους κροτάφους μου μπας και ησύχαζα. Έφτιαξα τον στιγμιαίο καφέ μου χωρίς να τον χτυπήσω και πήγα στο γραφείο μου όπου κι εκεί συνέχισα το μασάζ, ενώ ένοιωθα τα μάτια μου έτοιμα να διαμαρτυρηθούν και πάλι, δακρύζοντας! Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η γραπτή ‘συγγνώμη’ του Στράτου. Βγήκα απότομα απ’ την σκέψη μου, όταν ένοιωσα δυο χέρια να μου κάνουν μασάζ στους ώμους και τον λαιμό μου.
- Δεν δείχνεις καλά. Συμβαίνει κάτι; Με ρώτησε ο Λάμπης και συνέχισε τις μαλάξεις του στον λαιμό μου.
- Όχι. Απλά ξενυχτισμένη και άυπνη είμαι. Του απάντησα.
- Διασκέδαζες το βράδυ;
- Αφάνταστα κι ανεπανάληπτα!
Τραβήχτηκα απ’ τα χέρια του και έπιασα να κοιτάζω τα χθεσινά γραπτά, που θα διάβαζα στο πρωινό δελτίο ειδήσεων. Αχ! Λάμπη, αν γνώριζες πως ήταν η δική μου διασκέδαση το βράδυ, θα είχες φρικάρει! Έκατσε στο κάθισμα που ήταν μπροστά μου στο γραφείο μου και με κοιτούσε που τα μάτια μου ήταν υγρά:
- Εσύ κλαις! Μαρίνα τι συμβαίνει; Επέμεινε.
- Είναι απ’ την αϋπνία. Λάμπη σε παρακαλώ άσε με να κοιτάξω τη δουλειά μου και κοίτα κι εσύ την δική σου.
- Όπως θες!
Δεν επέμεινε έτσι όπως είχα θυμώσει. Ένοιωθα να μισώ κι αυτόν. Η υποκρισία θα έπρεπε να είναι γένους αρσενικού κι όχι θηλυκού. Ο Λάμπης με κοιτούσε αμίλητος πια και γύρισε στο στούντιο. Με το που πρόσεξα πως είχα απαλλαγεί απ’ την παρουσία του, άφησα τα γραπτά κι άναψα τσιγάρο αμέσως. Τα δάκρυά μου κύλησαν αργά-αργά στα μάγουλά μου. Όσο κι αν ήθελα να αποβάλω από μέσα μου αυτά που μου είχε γράψει ο Στράτος ήταν αδύνατον. Το φταίξιμο ήταν ολότελα δικό μου. Εγώ ήμουν αυτή που ήθελα να μην του σταθώ εμπόδιο σε ότι κι αν αποφάσιζε. Αλλά δεν υπολόγισα το κόστος. Το συναισθηματικό κόστος. Και τώρα το πληρώνω. Ίσως με το ίδιο νόμισμα. Εγώ δεν ήμουν αυτή που αποφάσισε να βγει με τον Δημήτρη; Το ίδιο έκανε κι ο Στράτος. Μόνο που εκείνος το προχώρησε. Και είχε την πλήρη αναισθησία να με ξεκάνει εντελώς περιγράφοντας το πώς πέρασαν το βράδυ τους. Όσο κι αν προσπάθησα να κάνω ‘πέτρα την καρδιά μου’ όπως ο ίδιος μου ζητούσε στο γράμμα του, δεν μπορούσα. Η καρδιά μου είχε γίνει χιλιάδες κομμάτια. Εκατομμύρια κομμάτια.
Άφησα το τσιγάρο και πήγα στην τουαλέτα. Κοίταξα τα μάτια μου. Ήταν ακόμη χειρότερα πια. Το μακιγιάζ των ματιών μου είχε παραποιηθεί απ’ τα δάκρυα και αυτό που έβλεπα δεν ήταν η εικόνα μου, αλλά ο πόνος όπως διαγραφόταν με χρώματα στο πρόσωπο μου. Έβρεξα λίγο χαρτί τουαλέτας και σκούπισα τα μάτια μου όπως-όπως, για να φύγει το χρώμα. Άραγε ο ίδιος πώς να αισθανόταν εκεί κάτω, τώρα που ήταν μόνος; Άραγε είχε τύψεις; Ή πίστευε πως εγώ το ‘χα πάρει ψύχραιμα; Πως μπορείς να κάνεις πέτρα την καρδιά σου μετά από έναν τέτοιο κεραυνό; Πώς να συνεχίσεις την ζωή σου σαν μην συμβαίνει τίποτα; Πως θα καταφέρω να τον αντικρίσω όταν μου ζητήσει ο αδερφός μου κάποια στιγμή να τον συναντήσουμε; Πώς να αρνηθώ στον Γιάννη κάτι τέτοιο; Τι δικαιολογία να βρω; Τι να του πω; Ξέρεις με τον φίλο σου υπήρχε κάτι μεταξύ μας, το οποίο και διαλύσαμε και ξέρεις δεν μπορώ να τον αντικρίσω; Και να που τώρα έπρεπε να κρατήσω τα προσχήματα και πάλι. Και να που έπρεπε να μην μπω στην διαδικασία να του εξηγήσω για την σχέση μου με τον Στράτο. Και να που το πράγμα δυσκόλευε περισσότερο.
Ο Λάμπης καθόταν στο γραφείο μου και με περίμενε. Δεν του μίλησα. Πήρα τα χαρτιά μου και τα κοίταζα πάλι κάνοντας πως δεν συνέβαινε τίποτε. Κατάφερα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να υποκρίνομαι πως ήμουν απλά ξενυχτισμένη.




Όλα σήμερα μου φάνταζαν να κολυμπούν στην υποκρισία. Ο Λάμπης έκανε ότι μπορούσε κι ότι περνούσε απ’ το χέρι του για να με δει να χαμογελάω. Ο Γιώργος απ’ την άλλη που εμφανίστηκε αργότερα άρχισε να δείχνει ένα περίεργο ενδιαφέρον. Πολύ οικείο. Προφανώς είχε διαπιστώσει ότι ήμουν αρκετά ευάλωτη κι αυτό τον έκανε να κρίνει πως ήταν ίσως η ευκαιρία που περίμενε:
- Καλημέρα Μαρίνα! Μου είπε και κάθισε ακριβώς μπροστά μου, την ώρα που κοίταζα ένα φαξ.
- Καλημέρα. Του πέταξα αδιάφορα.
- Θέλω μια χάρη από εσένα. Θέλω να φτιάξουμε μια διαφήμιση και θα την πληρωθείς.
Δεν είχα το μυαλό να καταλάβω τι μου είπε, αλλά δέχτηκα αμέσως. Στην δε ηχογράφηση υπέφερα. Το κείμενο έπρεπε να το διαβάζω χαρούμενα και να φαίνεται. Δεν μπορούσα, πνιγόμουν. Δεν ήμουν χαρούμενη. Δεν μπορούσα να κάνω την χαρούμενη.
- Μα τι έπαθες μωρό μου σήμερα; Με ρώτησε ο Γιώργος όταν ήρθε στο διπλανό στούντιο σε μένα για να του εξηγήσω που οφειλόταν η αλλόκοτη συμπεριφορά μου.
Τον κοίταξα ανέκφραστη: «Άει στο διάολο κι εσύ και το δούλεμά σου κι όλοι σας»!
- Τίποτα. Εσύ πως είσαι μετά από ξενύχτι; Τον ρώτησα κρατώντας την ψυχραιμία μου να μην ξεσπάσω.
- Κοίτα αγάπη μου γλυκιά. Θυμήσου κάτι ευχάριστο και να δεις που θα βγει αμέσως η διαφήμιση όπως θέλουμε.
Όσο καιρό τον ήξερα ποτέ του δεν με είχε αποκαλέσει ‘μωρό’ του ή ‘αγάπη’ του. Και βρήκε την κατάλληλη στιγμή να τα πει. Λες και το έκανε επίτηδες. Δεν του μίλησα και δεν θυμήθηκα τίποτε ευχάριστο. Προσποιήθηκα ότι θυμήθηκα κάτι ευχάριστο και τουλάχιστον βγήκε η διαφήμιση όπως την ήθελε. Βγήκα απ’ το προντάξιον εξουθενωμένη. Μου φάνηκε ότι το συγκεκριμένο διαφημιστικό ήταν απίστευτη ταλαιπωρία. Ο Γιώργος έκανε την υπόλοιπη δουλειά στο στούντιο και εγώ άρχισα να γυροφέρνω. Τότε μου ‘ρθε να κάνω την επόμενη τρέλα. Κλειδώθηκα στο δημοσιογραφικό και τηλεφώνησα στο στρατόπεδο του Στράτου. Με ρώτησαν ποια ήμουν. Τους είπα πως ήμουν μια ξαδέρφη του. Μου είπαν πως ήταν αδειούχος για το Σαββατοκύριακο. Το επόμενο βήμα μου ήταν να τηλεφωνήσω στον αδερφό μου. Τον ρώτησα τι έκανε και πως τα περνούσε. Ήταν μια γενική ερώτηση μεν αλλά που έδινε την τροφή για κάποιον να πει τα πάντα. Τον άφηνα να πει τα πάντα και τον είχε πιάσει λογοδιάρροια. Και τελικά μες την περιέργεια τάχα ρώτησα τι έκανε ο Στράτος κι αν είχε νέα του. Μου είπε πως τον περίμενε μες το Σαββατοκύριακο και θα τον φιλοξενούσε. Τον ρώτησα αλλά γενικά πράγματα, για τους φίλους του και τις παρέες του και τα μαθήματά του. Τον άφηνα να μιλάει. Τελικά μετά από αρκετή ώρα πια τον διέκοψα για να τον αποχαιρετήσω λέγοντάς του να διαβιβάσει τα χαιρετίσματά μου στον Στράτο. Δεν θα ανέβαινε λοιπόν στην πόλη μας. Ή δεν υπήρχαν τα χρήματα για να της κάνει την έκπληξη ή δεν ήταν και τόσο τρελός μαζί της. Έκανα σπασμωδικές κινήσεις για να μάθω τα πάντα. Ήθελα να μάθω πως κυλούσε η καθημερινότητά του, αποβάλλοντας εμένα απ’ την ζωή του.
Στο ρολόι του σταθμού η ώρα έδειχνε πως ήταν μεσημέρι πια κι έπρεπε να μπω για το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων –ευτυχώς που η μέρα ήταν ήσυχη και δεν υπήρχε κάτι έκτακτο. Δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ήθελα να τελειώνω με το δελτίο και να γυρίσω στο σπίτι μου και να κλειδωθώ και να μείνω εκεί μέσα και να μην βγω ποτέ. Ξεκλείδωσα το δημοσιογραφικό κι πήρα μαζί μου όλα όσα είχα ήδη ετοιμάσει: κείμενα και ηχογραφημένα, τα οποία τελευταία τα άφησα δίπλα στην κονσόλα καθώς περνούσα απ’ το κοντρόλ πριν μπω στο στούντιο. Ο Λάμπης καθόταν πιο κει και κουβέντιαζε με τον Λάκη, έναν απ’ τους διαφημιστές του ραδιοφώνου:
- Για έλα εδώ! Άκουσα τον Λάμπη ξαφνικά την στιγμή που ήμουν έτοιμη να βγω απ’ το κοντρόλ.
- Λάμπη βιάζομαι. Του είπα κι έκανα να φύγω.
- Έλα δω ρε παιδί μου που σε θέλω. Δεν αργούμε. Επέμεινε.
Κοίταξα το ρολόι κι ο χρόνος περνούσε γρήγορα και αυτό δεν μου άρεσε.
- Σ’ ακούω λέγε γρήγορα γιατί βγαίνουμε αέρα. Του είπα την στιγμή που πλησίασα.
- Δώσε μου ένα φιλάκι. Είπε παιδιαρίζοντας και με αγκάλιασε απ’ την μέση.
Με θύμωσε αυτό που έκανε. Ήμουν ήδη πολύ χάλια, αισθανόμουν άβολα εκεί μπροστά στον Λάκη και δεν υπήρχε χρόνος για σαλιαρίσματα.
- Λάμπη άφησε με! Του ζήτησα σοβαρά κι έκανα να τραβηχτώ.
- Δεν σ’ αφήνω αν δεν μου δώσεις ένα φιλάκι.
Ξαφνικά άρχισε να με αγαπά ο Λάμπης; Κι από πού κι ως που εγώ θα του έδινα ένα ‘φιλάκι’;
- Λάμπη πρέπει να αρχίσουμε τις ειδήσεις. Επέμεινα.
- Πρώτα το φιλάκι.
- Αν δεν μ’ αφήσεις θα σε χαστουκίσω.
Ήδη με είχε εκνευρίσει πάρα πολύ και με δυσκολία συγκρατούσα τα νεύρα μου.
- Πρώτα το φιλάκι. Επέμεινε ο Λάμπης και με έσφιξε περισσότερο με τα μπράτσα του.
- Θα φας χαστούκι και δεν αστειεύομαι.
Τα χέρια του είχαν τυλιχτεί πια ακόμη πιο σφιχτά γύρω απ’ την μέση μου και με δυσκολία κινιόμουν και πρόσεξα πια ότι ήδη είχαμε περάσει το χρονικό περιθώριο.
- Φιλάκι και ξεκινάμε ειδήσεις.
- Επιμένεις και θα το φας το χαστούκι και μιλάω σοβαρά. Γι’ αυτό άφησέ με!
- Δεν σ’ αφήνω αν δεν μου δώσεις φιλάκι.
«Φιλάκι θες; Παρ’ το»! Δεν υπολόγισα στο ελάχιστο την παρουσία του Λάκη –τον οποίο άνθρωπο σεβόμουν για την δουλειά του και προσφορά στο ραδιόφωνο και μάλιστα χωρίς τυμπανοκρουσίες. Υπολόγισα όμως ότι με εκνεύριζε αυτή η ξαφνική συμπεριφορά του Λάμπη κι ότι πια είχαμε βγει αρκετά απ’ την κανονική ροή του προγράμματος. Δεν ξέρω πόση δύναμη έβαλα, αλλά ακούστηκε δυνατά να σκάει το χέρι μου στο μάγουλο του Λάμπη, το οποίο κοκκίνισε αμέσως. Με άφησε αμέσως, ξαφνιασμένος απ’ την πραγματοποίηση της προειδοποίησης μου. Ίσως θεωρούσε ότι δεν θα έκανα τίποτε. Ο Λάκης βλέποντας όλη την σκηνή όπως παίχτηκε κι όπως εξελίχθηκε, έμεινε έκπληκτος. Δεν με ένοιαξε τίποτε.
Ξαφνικά ένοιωθα πιο χαλαρή. Σαν να μου είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου. Λες και στο πρόσωπο του Λάμπη έβλεπα τον Στράτο. Ίσως και να το έκανα αν τον είχα μπροστά μου, όταν μάλιστα θα άρχισε να ξεστομίζει την ηλίθια ‘συγγνώμη’ του και την ακόμη πιο ηλίθια επιθυμία να μείνουμε φίλοι. Του άξιζε που με εξαπάτησε τόσο ξεδιάντροπα.
- Αφού το θέλετε έτσι δεσποινίς Θεοδώρου, στο εξής η συνεργασία μας θα περιορίζεται μόνο στο τεχνικό μέρος.
Γύρισα και τον κοίταξα λίγο πριν βγω απ’ το κοντρόλ. Το κοίταζα και νόμιζα πως με δούλευε, πως έπαιζε μαζί μου μια τέτοια στιγμή κι όπως εγώ ήμουν απ’ το βράδυ:
- Ωραία λοιπόν! Να σου θυμίσω Λάμπη ότι η συνεργασία μας μέχρις εκεί φτάνει και πουθενά αλλού. Σε προειδοποίησα κι εσύ θέλησες να ξεπεράσεις τα όριο της συνεργασίας μας.
- Παρακαλώ να μου μιλάτε στο εξής στον πληθυντικό. Τέρμα οι οικειότητες.
Δεν μπορεί να είναι τόσο ανώμαλη η μέρα! Ακούς να του μιλάω στον πληθυντικό! Τον άφησα να παραληρεί και πέρασα δίπλα στο στούντιο. Είχα άλλες έννοιες πολύ πιο ενδιαφέρουσες για να ασχοληθώ παρά το να δώσω σημασία στο τι μου έλεγε ο Λάμπης.


Κεφάλαιο 39

Το καλό πράγμα αργεί να γίνει



Λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων το blog θα αργεί να ενημερώνεται με τα νεώτερα κεφάλαια.
Ελπίζω όσοι διαβάζετε την ιστορία αυτή να δείξετε κατανόηση.

Ευχαριστώ.


37. Συγγνώμη! Tέλος...



Άλλη μια βδομάδα πλησίαζε στο τέλος. Άλλος ένας μήνας έφευγε. Ευτυχώς όλα έδειχναν πιο χαλαρά. Ειδικά στη δουλειά. Τα απογεύματά μου πια ήταν ελεύθερα. Κι έτσι είχα τον χρόνο να φροντίσω και το παραμελημένο σπίτι μου, αλλά και τον εαυτό μου. Άρχισα γυμναστήριο. Ήθελα να αλλάξω λίγο, να γίνω πιο δροσερή, να πάψω να δείχνω μονίμως κουρασμένη απ’ το τρέξιμο της δουλειάς που απαιτούσε τις περισσότερες φορές. Έτσι κι ο Στράτος όταν θα έφτανε με άδεια θα με έβρισκε φρέσκια κι ανανεωμένη απ’ ότι με θυμόταν. Μόνο που δεν είχα ιδέα πότε θα έπαιρνε άδεια. Η επικοινωνία μας ήταν μηδενική. Εγώ συνέχιζα να του στέλνω γράμματα όχι βέβαια στην συχνότητα όπως γινόταν στην αρχή αλλά ήθελα να διατηρήσω την επαφή μας, πιστεύοντας πως τα γράμματα μου ήταν ένα ευχάριστο διάλλειμα στην καθημερινότητα της θητείας του. Κόντευα να διαλύσω τον τηλεφωνητή μου που δεν έλεγε να καταγράψει έστω ένα μήνυμα από αυτόν. Αλλά επέμενα να του γράφω. Απέφυγα να του γράψω για την συνάντησή μου με τον Δημήτρη. Ήθελα να το κάνω όταν θα βρισκόταν κάποια στιγμή κοντά. Το κενό της απουσίας του ήταν μεγάλο μέσα μου και αυτό άρχισε να με φοβίζει. Για να καλύπτομαι πολλές φορές έβγαζα τα γράμματά του απ’ το συρτάρι του γραφείου μου και τα διάβαζα, για να έχω την ψευδαίσθηση πως μόλις χθες μου τα είχε στείλει. Κι αυτό μου έδινε ελπίδες πως με σκεφτόταν. Ίσως τώρα ακόμη περισσότερο. Ίσως με το να μη μου στέλνει να δοκίμαζε τις δικές του αντοχές μακριά μου’ λες και δεν δοκιμαζόταν καθημερινά. Έβαζα στο κασετόφωνο πολλές φορές τις κασσέττες που ακούγαμε στις διακοπές μας κι αυτές που του είχα γράψει για να ακούει στον στρατό την ώρα που θα ξεκουραζόταν στον θάλαμό του και που αντίγραφά τους είχα κρατήσει κι εγώ για να έχω την εντύπωση πως όταν άκουγα εγώ την μουσική τους άκουγε κι εκείνος! Και πάντα ξετρύπωνα απ’ το συρτάρι εκτός απ’ τα γράμματά του και τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει σε κάποια στιγμή της άδειάς του… Πόσο μου έλειπε! Άραγε να του έλειπα κι εγώ;

Την Παρασκευή γύρισα στο σπίτι αργά το βράδυ. Όλη την ημέρα έτρεχα να καλύψω μια απίστευτη αστυνομική υπόθεση κι ο αρχισυντάκτης μου είχε ζητήσει να παρακολουθήσω κάθε εξέλιξη για να έχω αναλυτικότατο ρεπορτάζ για τα επόμενα δελτία ειδήσεων. Πρόλαβα να περάσω απ’ το ταχυδρομείο και να πάρω την αλληλογραφία μου απ’ την θυρίδα χωρίς να κοιτάξω ποιοι ήταν οι αποστολείς. Θα το έκανα το βράδυ. Γύρισα στο ραδιόφωνο εξουθενωμένη κι ευτυχώς που ο Λάμπης προθυμοποιήθηκε με την μηχανή του να με εξυπηρετήσει στα πέρα δώθε για την συγκεκριμένη υπόθεση. Άκουσα όλα τα ηχογραφημένα που είχα μαζέψει και κατάφερα να βγάλω την είδηση και το κείμενο της εκφώνησης του ρεπορτάζ που μόνταρα κάποια στιγμή με την βοήθεια του Λάμπη. Έκατσα στο γραφείο μου λίγο και προσπαθούσα να βάλω σε σειρά κάποια φαξ που είχαν φτάσει στο μεταξύ. Ο Γιώργος γυρόφερνε και μουρμούριζε τα δικά του. Δεν του έδινα σημασία, όμως εκείνος φρόντιζε να με κρατά σε υπερένταση. Τον κοίταξα που μπήκε στο δημοσιογραφικό και προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα. Με μισόλογα του έδωσα να καταλάβει πως δεν είχα την όρεξή του και γύρισα στα χαρτιά μου. Εκείνος με κοίταξε εκνευρισμένος που τελικά δεν έπαιρνε αυτό που προφανώς ήθελε. Με ήθελε να αναλάβω την γραμματεία του διαφημιστικού τμήματος, με ήθελε στην εκφώνηση των διαφημιστικών, με ήθελε συνεργάτιδα της εκπομπής του, με ήθελε και στο τηλεφωνικό κέντρο και συγχρόνως θα έπρεπε να έχω και την δουλειά μου σαν ρεπόρτερ και παραγωγός εκπομπής! Ήμουν σίγουρη πως προσπαθούσε να μου σπάσει τα νεύρα. Ήταν μάλλον ένα τερτίπι απ’ τους από πάνω ώστε πια να αγανακτήσω και να τους δώσω εκείνη την παραίτηση που είχα πάρει πίσω.
Ο Λάμπης είχε τελειώσει με την δουλειά που του είχα αναθέσει για κάποια ηχογραφημένα στο μοντάζ φέρνοντας μου τα δείγματα. Του ζήτησα να καθίσει που τον ήθελα. Ο Γιώργος έφυγε απ’ το δημοσιογραφικό φανερά ενοχλημένος που είχα βάλει τον Λάμπη να μείνει εκεί. Άλλωστε οι αποφάσεις που μου ανακοίνωνε κάθε φορά ήταν εμπιστευτικές. Πόσο εμπιστευτικές όμως όταν ο Λάμπης μπορούσε να μάθει τα πάντα απ’ τον αδερφό του;
Ο Λάμπης είχε γίνει πολύ οικείος απέναντί μου τον τελευταίο καιρό. Απέφευγε να ρωτήσει τι μου συνέβαινε αλλά πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει ή να αστειευτεί αν με έβλεπε πολύ κουρασμένη και στις μαύρες μου. Με θεωρούσε πολύ καλή φίλη και μάλιστα μου το αναγνώριζε λέγοντας μου συνεχώς πως κανένας και καμία δεν τον έπαιρνε σοβαρά και μόνο εγώ ήμουν αυτή που τον άκουγα. Τον κοίταζα και τον άκουγα να μου μιλά για το πόσο μόνος ένοιωθε κι ότι τον ενδιέφερε κάποια στο ραδιόφωνο αλλά δεν έβρισκε τρόπο να της το πει γιατί δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε. Απέφευγε να μου πει, αλλά δεν ήθελα να τον πιέσω. Θα μου το έλεγε όταν θα ήταν έτοιμος. Ήμουν τρομερά κουρασμένη για να ακούσω περισσότερα. Τον ευχαρίστησα που με βοήθησε και του υποσχέθηκα να μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή που να μην είμαι τόσο χάλια όσο απόψε. Μάζεψα όπως-όπως τα πράγματα μου και σηκώθηκα να φύγω. Ο Λάμπης προσφέρθηκε να με πάει μέχρι το σπίτι μου με την μηχανή του. Του είπα πως δεν ήταν απαραίτητο, ήθελα να περπατήσω για να με χτυπήσει λίγο το κρύο αεράκι της νύχτας μπας και με ξυπνούσε απ’ την εξάντληση.
Ήταν άνοιξη και μερικά βράδια ήταν πολύ όμορφα για να περπατήσεις. Και απόψε ήταν ένα από αυτά τα βράδια. Περπατούσα αποκομμένη απ’ τις σκέψεις μου και προχωρούσα μηχανικά. Η κούραση της μέρας δεν μου έδινε την δύναμη για κάποια σκέψη για την ώρα. Προχωρούσα κι ένιωθα την δροσιά να με ανατριχιάζει. Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και κοίταξα τον ξάστερο ουρανό. Θυμήθηκα το περσινό καλοκαίρι που πάνω στο μεθύσι μου στην διαδρομή για το σπίτι έκανα το ίδιο κι ο Στράτος με κρατούσε αγκαλιά για να μην παραπατάω. Γέλασα. Η εικόνα αυτή ήταν τόσο μακρινή μα ήταν μια ανάμνηση γλυκιά.
Έφτασα στο σπίτι και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κάτσω στον καναπέ μου, να βγάλω τα παπούτσια και να απλώσω τα πόδια μου στο τραπεζάκι. Ο τηλεφωνητής δεν είχε καμία ένδειξη ότι κάποιος είχε τηλεφωνήσει. Έβγαλα απ’ την τσάντα μου την ατζέντα μου και είδα ότι μέσα ήταν και κάποιοι φάκελοι αλληλογραφίας. Πότε πέρασα απ’ το ταχυδρομείο; Δεν το θυμόμουν! Ήμουν πολύ κουρασμένη για να το θυμηθώ. Έβγαλα την αλληλογραφία και την κοίταξα μία-μία. Α! Να κι ένα γράμμα απ’ τον Στράτο. Ο Στράτος! Μου έστειλε γράμμα ο Στράτος! Ένα αναπάντεχο καρδιοχτύπι με έκανε να ξεχάσω την κούραση μου για την ώρα. Το κοίταζα. Κάτι μου έλεγε πως αυτό το γράμμα δεν ήταν για καλό. Περιεργαζόμουν τον φάκελο. Αυτά που μου έγραφε μάλλον ήταν πολλά. Και ίσως κι ενδιαφέροντα κι οριστικά.



Άφησα το φάκελο στο τραπεζάκι και τον κοιτούσα: «Δεν γίνεται να μην το διαβάσεις. Πρέπει να το διαβάσεις. Είτε είναι για καλό είτε για κακό», αναστέναξα. Η διαίσθηση μου ήταν δυνατή. Δεν ήταν για καλό. Ήμουν βέβαιη. Σηκώθηκα. Πήγα κι έκανα ένα ντους γρήγορα, για να μου φύγει η σωματική κούραση. Έβαλα τις πιζάμες μου κι λίγο ουίσκι σε ένα ποτήρι. Κάθισα και πάλι στον καναπέ μου αναπαυτικά. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στο κενό. Φοβόμουν να κάνω την οποιαδήποτε κίνηση. Με τρόμαζαν αυτά που θα διάβαζα. Διαισθανόμουν το τέλος της ιστορίας μου μαζί του. Κοίταζα τον φάκελο στο τραπεζάκι κι αναρωτιόμουν αν έπρεπε να τον ανοίξω: «Εδώ υπάρχουν οι απαντήσεις Μαρίνα σε όλες τις απορίες σου. Μην τις αποφεύγεις όποιες κι αν είναι». Άνοιξα τον φάκελο αργά και με έκπληξη μου διαπίστωσα πως το γράμμα του ήταν μεγάλο. Είχε γράψει τέσσερις σελίδες. Αναρωτιόμουν πόσο καιρό του πήρε για να μου γράψει αυτά που ήδη μου έγραφε. Κάτι δεν μου άρεσε.


Αγαπημένη Μαρίνα γεια σου. Τι κάνεις;
Περιμένω ακόμη απάντηση στο γράμμα μου. Αλλά δεν πειράζει, μου κάνεις αντίποινα για τα πρώτα γράμματα σου, που δεν σου έγραφα εγώ.
Μαρίνα θέλω να μιλήσουμε σοβαρά και χωρίς ενδοιασμούς, μιας και είμαστε στο ανώτερο σημείο μιας φιλίας. Θα σου τα γράψω όλα έξω απ’ τα δόντια, αλλά υπό έναν όρο’ ότι δεν θα μου θυμώσεις, δεν θα στεναχωρεθείς και προπάντων ΔΕΝ θα κλάψεις. Και ξεκινάμε.
Στις αρχές Απριλίου ήρθε το σχολείο μου 5ήμερη! Έτυχε και ήμουν Σαββατοκύριακο εξοδούχος. Πήγα στο λιμάνι και περίμενα το πλοίο. Ήρθε και πήγα μαζί με το σχολείο μου στο ξενοδοχείο τους. Έκανα χαβαλέ με τα παιδιά και το βράδυ ετοιμαστήκαμε να πάμε στο Λα Σκάλα. Εκεί και μετά από δύο ποτά μπόμπα, άρχισα τον ερωτικό χορό με κάποια, έχοντας το 65-70% όλες τις αισθήσεις και το μυαλό μου. Ο χορός έγινε ακόμη πιο ερωτικός και τέλος ήρθε ο έρωτας σε καρέκλα. Μαζεύτηκε το σχολείο κατά τις 3:30 και πήγαμε στο ξενοδοχείο. Εκεί πήγα στο δωμάτιό της και η «μάχη» συνεχίστηκε στο κρεβάτι. Το πρωί κι αφού ξαναγύρισα στο στρατόπεδο έκανα κάποιες αγγαρίες και μετά πήγα και την βρήκα. Εδώ όμως, είναι όλο το ζουμί της υπόθεσης.

Πριν συνεχίσω να διαβάζω όλο του ‘ζουμί’ κατέβασα στον λαιμό μου μονομιάς κι αυτό που περιείχε το ποτήρι μου και πήγα και το ξαναγέμισα. Κενό. Κοιτούσα το κενό. Αυτό ήμουν αυτή την στιγμή. Ένα άδειο σακί. Μου είχε πάρει τον αέρα, την ύπαρξη μου και την πέταξε σαν μην ήταν τίποτε, σαν να μην άξιζε τίποτε. Κενό. Το βλέμμα μου παρέμενε στο κενό και στο ένα χέρι κρατούσα το γράμμα του κι ένοιωθα να με πυρακτώνει η κάθε περιγραφή του. Όχι, δεν με ενδιέφερε τι ήταν η άλλη ή τι της έκανε της άλλης. Εγώ τελικά τι ακριβώς ήμουν στην ζωή του; "Δεν ήσουν τίποτε. Αυτό ήσουν" σκέφτηκα. Εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Με το ζόρι ανέπνεα και προσπαθούσα να κρατήσω τον αέρα μέσα μου. Με έπνιγε. Ήταν σαν να είχε βάλει θηλιά στον λαιμό μου και με έπνιγε. Κρατήθηκα. Ανάσανα βαθιά και συνέχισα το διάβασμα:

Δεν πήγα γιατί ήθελα να ξανακάνουμε έρωτα, αλλά γιατί ένοιωθα την ανάγκη να την ξαναδώ και να της μιλήσω. Βρεθήκαμε και πήγαμε στο καφέ του ξενοδοχείου. Καθήσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον και συζητήσαμε για όλα και για όλους. Μια συζήτηση που δεν είχα κάνει με καμία άλλη ποτέ στην ζωή μου. Αυτό ήταν που με ώθισε να την ρωτήσω αν το προηγούμενο βράδυ αυτό που κάναμε το ήθελε ή όχι. Και μου απάντησε ότι δεν το ήθελε, αλλά το έκανε μόνο και μόνο για να έρθουμε πιο κοντά και για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο παρόν σημείο της συζήτησης. Τότε κλαίγοντας μου ζήτησε συγγνώμη που το έκανε από αγγαρία κι έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. Ήταν ένα φιλί με νόημα, ένα φιλί με πάθος, ένα φιλί με δόσεις στοργής…

Το γράμμα του Στράτου συνέχιζε με περιγραφές απ’ τις τέσσερις ημέρες που πέρασαν μαζί όσο εκείνη και το Λύκειο της παρέμειναν στην Ρόδο Ένοιωθα τον εαυτό μου να κομματιάζεται… Τα δάκρυα μου στα μάτια με εμπόδιζαν πια να διαβάσω. Έβλεπα το γράμμα του παραμορφωμένο, όπως ήμουν εγώ αυτή την στιγμή. Το άφησα στο τραπεζάκι και σηκώθηκα και πήγα στην μπαλκονόπορτα. Άνοιξα να ανασάνω αέρα. Δεν μπορούσα. Ήμουν ένα ράκος που απλά σερνόταν. "Γιατί;" αναρωτιόμουν. 


…όχι δεν την ΑΓΑΠΩ είναι νωρίς ακόμα, αλλά δεν είναι κι ένας ενθουσιασμός. Είναι αυτή η αναζήτηση που έψαχνα για να γεμίσει το κενό που υπάρχει μέσα μου, στην ψυχή μου’ το κενό που άφησε η Τόνια φεύγοντας. Και τώρα ξέρω τι θα με ρωτήσεις «εγώ δεν μπορώ να καλύψω αυτά τα κενά μιας και με ξέρεις τόσα χρόνια»; Μα ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΔΕΝ μπορείς να καλύψεις αυτά τα κενά. Σε βλέπω σαν μια δεύτερη αδερφή μου. Όσο κι αν προσπάθησα, όσο κι αν πίεσα τον εαυτό μου, όσο κι αν προσπάθησα να δω τη ΜΑΡΙΝΑ σα γυναίκα, δεν τα κατάφερα. Ίσως αυτό το αίσθημα της βαθύτατης φιλίας, ίσως η αδυναμία του χαρακτήρα μου, ίσως κι ο μικρός φόβος μου προς το Γιάννη, να με οδηγήσαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα. ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΜΕ, ΕΧΩ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΡΑΚΟΣ. Έχω να κοιμηθώ σαν άνθρωπος από την ημέρα που έφυγε. Με παίρνει ο ύπνος και ξυπνάω ανάστατος από εφιάλτες με πρωταγωνιστές εμάς τους τρεις. Στην εκπαίδευση δε, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, σκέφτομαι συνέχεια τι θα κάνω με εσάς με αποτέλεσμα να έχω γίνει ο χειρότερος στρατιώτης της Μοίρας.
Σου είχα γράψει σε ένα γράμμα μου, Σ’ ΑΓΑΠΩ. Δεν το εννοούσα, με όλη την κυριολεξία του. Σ’ αγαπώ μεν, αλλά σαν φίλη κι αδερφή μου.
Ελπίζω να κάνεις πέτρα την καρδιά σου και να ξεχάσεις τον Στράτο που τον βλέπεις σαν άντρα, σαν εραστή. Θέλω να με βλέπεις σαν φίλο κι αδερφό σου. Τέλος θέλω να σου πω, πως δεν έχω το θάρρος για να στα πω, πρόσωπο με πρόσωπο και γι’ αυτό άλλωστε στα γράφω. Συγγνώμη που αναστάτωσα την καρδιά και την ζωή σου, αλλά δεν είμαι εγώ για σένα. Με φιλία

Ο Στράτος ο «αδερφός σου»

Υ.Γ. Θέλω να συνεχίσουμε σαν δυο καλοί φίλοι. ΣΥΓΓΝΩΜΗ.

"Και για να καλύψεις τα δικά σου κενά, έπρεπε να αδειάσεις εμένα. Έτσι... Για μιας βραδιάς πήδημα άδειασες εμένα... Γιατί;". Ένοιωθα τον εαυτό μου, να’ χει γίνει χιλιάδες κομμάτια, το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου να χάνεται, ενώ δεν είχα δύναμη να κλάψω. Είχαν στερέψει τα δάκρυα μου. Τα συναισθήματά μου τσαλαπατήθηκαν κι η  ύπαρξη μου πετάχθηκε στα σκουπίδια της καρδιάς του. Εκεί με είχε ρίξει. Ξαφνικά με είδε σαν αδελφή του... Γιατί τόσο καιρό δεν το είχες δει και με άφηνες να κάθομαι να γράφω τις αλήθειες μου σε σένα περιμένοντας σε με λαχτάρα να σε ξαναδώ, ή να σε ακούσω στο τηλέφωνο; Τότε γιατί δεν σκέφτηκες ότι ήμουν 'αδερφή' σου και με το που εμφανίστηκε η άλλη, για να απαλλαχθείς μου πέταξες το 'σε βλέπω σαν αδερφή μου'; Είναι άδικο. Εγώ εδώ πάνω να αγωνιώ και να σε περιμένω κι εσύ εκεί κάτω, να μου γράφεις ψέματα, γιατί ήσουν ένα ψέμα, καλά παραλλαγμένο για να μην σε καταλάβω. Και σε πίστεψα. Διάβασα και ξαναδιάβασα το γράμμα του, για να συνειδητοποιήσω πως ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό που συνέβαινε. Σηκώθηκα και άνοιξα την μπαλκονόπορτα. Βγήκα στο μικροσκοπικό μπαλκόνι και κοίταζα τον ξάστερο ουρανό. Μήπως ήταν όνειρο; Μήπως δεν ήταν αλήθεια; Μήπως ήμουν πολύ κουρασμένη κι έβλεπα εφιάλτη και ήταν σαν να τον ζούσα; Πλησίασα το τραπεζάκι. Το γράμμα ήταν εκεί. Δεν ήταν ψέμα. Δεν γινόταν να πιστέψω ότι ήταν ψέμα. Ήταν αλήθεια. Και την είχα γραπτή. Ένοιωθα πως δεν υπήρχα, το μυαλό μου ήταν άδειο, δεν είχα συναίσθηση του που βρισκόμουν. Κρατούσα τον φάκελο απ’ το γράμμα στο ένα χέρι και στο άλλο το σχεδόν γεμάτο ποτήρι απ’ το ουίσκι. Έπινα και ξανα-έπινα, γουλιά-γουλιά απ’ το ποτό. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν έναν δυνατό πονοκέφαλο να φέρνει γύρω απ’ το κεφάλι μου. Είχα ζαλιστεί. Μου άρεσε. Δεν ήθελα να σκέφτομαι. "Πρέπει να μου κάνει φάρσα. Μάλλον με δοκιμάζει. Με σκληρό τρόπο, αλλά με δοκιμάζει"! Το τηλέφωνο χτύπησε. Πετάχτηκα. Συνήλθα απ' τις σκέψεις μου. Κοίταξα την συσκευή που επέμενε να κουδουνίζει. Δεν είχα καμιά διάθεση να το σηκώσω. Δούλεψε ο τηλεφωνητής έπειτα από αρκετές φορές που κουδούνισε το τηλέφωνο. Δεν ακούστηκε κανείς. Ένα κενό επικρατούσε’ δεν ξέρω πόση ώρα, ώσπου άκουσα τον ήχο που το τηλέφωνο έκλεισε. Ένοιωθα παγιδευμένη. Και τίποτα. Ήμουν ένα τίποτα. Δεν είχα δικαίωμα στην αγάπη, ούτε καν να έχω κάποιον να σκέφτομαι. Και τα τίποτα, είναι άνευ σημασίας. Γιατί αν είχα κάποια σημασία μάλλον δεν θα ζούσα αυτό που ζω τώρα. Το κενό. Το μυαλό μου ξαφνικά ήταν κενό, το σώμα μου κενό... και το ποτήρι μου κενό! Η σχεδόν παγωμένη νύχτα άρχισε να με τυλίγει απ’ τους ώμους. Ένα ρίγος πέρασε όλο μου το σώμα κι αποφάσισα να μπω πάλι μέσα. Άφησα το ποτήρι στο τραπέζι και ξαναδιάβασα το γράμμα, κάνοντας βόλτες πάνω-κάτω εκεί μπροστά στον καναπέ. Αυτός ήταν που φοβόταν να μη με χάσει; Αυτός που μου έλεγε πως θα το μετάνιωνα πικρά; Που μου ζητούσε να μετράω τις μέρες να φανεί με άδεια, που πάλευε για μια μετάθεση και μετά θα τον έβλεπα συχνά, που ήθελε να κάνουμε τους μελλοντικούς λοκατζήδες! "Μόνο στον ύπνο σου" σκέφτηκα για λογαριασμό μου. Μόνο στον ύπνο μου θα συνέβαιναν τα ωραία πράγματα και που αποφάσισε να τα μοιραστεί με κάποια άλλη. Η προδοσία σε όλο της το μεγαλείο. Πήρα πάλι το ποτήρι κι έριξα κι άλλο ουίσκι και κατέβασα μια μεγάλη γουλιά. Το ένοιωσα να κυλά καυτό και πικρό στο λαιμό μου. Δεν μπορούσα να πιω άλλο. Ήταν φαρμάκι. Δεν άντεχα να πιω και τρίτο. Ο Γιώργος ήταν το πρώτο, ο Στράτος το δεύτερο και το ουίσκι το… τρίτο! "Όχι! Όχι! Όχι...". Πέταξα το ποτήρι με όλη μου την δύναμη στον τοίχο. Στα κομμάτια του ποτηριού που έπεσαν σε διάφορα σημεία στο πάτωμα έβλεπα το εαυτό μου. Όλα για εκείνον τελείωναν έτσι απλά. Με ένα ‘συγγνώμη’. Σαν να μου έλεγε: ‘συγγνώμη που σε πάτησα’ ή ‘συγγνώμη για την ενόχληση’ ή ‘συγγνώμη δεν θα μπορέσω’. Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη…


Κεφάλαιο 38

Korgis - Everybody's Got To Learn

Change your heart
Look around you
Change your heart
It will astound you

I need your loving like the sunshine
And everybody's got to learn sometime
Everybody's got to learn sometime
Everybody's got to learn sometime

Change your heart
Look around you
Change your heart
It will astound you

I need your loving like the sunshine
And everybody's got to learn sometime
Everybody's got to learn sometime
Everybody's got to learn sometime

Everybody's got to learn sometime
Everybody's got to learn sometime
Everybody's got to learn sometime

36. Πρόταση γάμου



Στο καφέ ‘Βένους’ είχαμε κανονίσει να γίνει η συνάντηση με τον Δημήτρη. Ήταν μια ήσυχη καφετέρια, χωρίς πολλούς θορύβους και βέβαια δεν ήταν στέκι γνωστών! Δεν έτρεχαν οι παπαράτσι από πίσω μου ώστε να έχω έναν τέτοιο φόβο. Όμως υπήρχαν συνάδελφοι οι οποίοι εργάζονταν στην τοπική εφημερίδα και ήταν υπεύθυνοι για τα κοσμικά. Μια έστω τυχαία φωτογραφία μου δημοσιευμένη στις ‘φυλλάδες’ τους θα έφερνε κάπως τα πάνω κάτω σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς μιας κι όλοι ξέρουν ότι δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα επεδίωκε την δημοσιότητα κι ας ήταν αυτή η δουλειά μου κατά κάποιο τρόπο! Πέραν αυτού δεν ήθελα η κουβέντα μου με τον Δημήτρη να διακοπτόταν απ’ τις συνεχής χαιρετούρες που σίγουρα θα προέκυπταν αν πίναμε καφέ σε πολυσύχναστο σημείο! Όταν μπήκα τον είδα να με περιμένει σε ένα γωνιακό τραπεζάκι που κοίταζε απ’ τις δυο μεριές της μεγάλης τζαμαρίας της καφετέριας, με θέα προς τα έξω. Ήταν καλοντυμένος κι αυτό κάπως με ξένισε και παραλίγο να μην τον γνωρίσω αν δεν μου έκανε νόημα ο ίδιος. Την μια και μοναδική φορά που ήρθε στο ραδιόφωνο για να με δει από κοντά ήταν σπορ ντυμένος και έτσι φανταζόμουν ότι θα τον ξανάβλεπα. Η εμφάνισή του με έκανε να καταλάβω πως γι’ αυτόν μάλλον η συνάντησή μας είχε το βάρος ενός ραντεβού. Εγώ όμως πήγα σπορ ντυμένη: παντελόνι τζιν, πουκάμισο, σακάκι κι ένα φουλάρι στο λαιμό. Ήθελα έτσι να του δώσω να καταλάβει ότι εγώ έβλεπα την συνάντηση αυτή σαν μια συνάντηση μεταξύ φίλων ή γνωστών. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Μπορεί στην ουσία το μυαλό να ήταν σε αυτή την συνάντηση, η καρδιά μου όμως ανήκε αλλού!
Πλησίασα στο τραπέζι κι ο Δημήτρης σηκώθηκε να με υποδεχτεί. Ανταλλάξαμε χειραψία και κάθισα απέναντί του:
- Είσαι τρομερά γοητευτική! Μου είπε κι έριξε το γαλάζιο βλέμμα του στα μάτια μου.
- Ευχαριστώ! Του είπα, αλλά δεν είχα σκοπό να αρχίσω τις φιλοφρονήσεις και για τον ίδιο, αν και ήταν όμορφος.
Παραγγείλαμε τους καφέδες κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τις δουλειές μας. Υπήρχε μια πρωτοτυπία σε αυτή την συνάντηση. Είχαμε σπάσει το φράγμα της συζήτησης για τον καιρό… Το προσπεράσαμε πολύ απλά και μπήκαμε κατ’ ευθείαν στο θέμα για τις δουλειές μας! Με το ζόρι κρατιόμουν να μη γελάσω. Δεν μιλούσα και τον άφηνα να μιλά με ενθουσιασμό για την δουλειά του. Έπινα αργά τον καφέ μου, απολάμβανα το τσιγάρο μου και εγώ -δεν ξέρω για πόση ώρα είχα αντέξει- τον άκουγα υπομονετικά! Κοιτούσα που και που το ρολόι μου, για να καταλάβει ότι η κουβέντα αυτή με είχε κουράσει, αλλά συνέχιζε ακάθεκτος. Έχεις σκοπό να τσακίσεις λίγο απ’ τον εγωισμό ενός άντρα; Κόψε του την κουβέντα για την δουλειά του ακριβώς στο σημείο που αρχίζει να μιλά για την προαγωγή του!
- Αν θυμάμαι καλά –συγγνώμη που σε διακόπτω κιόλας- σκοπός αυτής της συνάντησης ήταν να μου μιλήσεις για κάτι πολύ σημαντικό. Οι εξελίξεις στην δουλειά σου ήταν αυτό το σημαντικό; Ρώτησα με κρυφή αγανάκτηση.
Δεν αντέδρασε. Μάλλον δεν περίμενε να φερθώ έτσι απότομα και να τον προσγειώσω λίγο ανώμαλα. Με κοίταζε στα μάτια και δεν ήξερε μάλλον αν έπρεπε να μου θυμώσει ή έπρεπε να το προσπεράσει και να μπει στο θέμα που ήταν κι ο λόγος της συνάντησής μας. Τον είδα που χαλάρωσε λίγο και έκανε να μου πιάσει το χέρι, που έπαιζε με το φλιτζάνι του καφέ από αμηχανία. Το σήκωσα. Για να πιω καφέ! Κατάλαβε ότι με είχε κουράσει η μονοπώλησή του σε ένα θέμα και μόνο και που δεν ήταν κάτι που έμενα θα με ενδιέφερε. Άλλωστε δεν είχα τις γνώσεις στο αντικείμενο κι έτσι δεν μπορούσα να έχω λόγο. Δεν μπορούσα να του πω, αν κάτι έκανε λάθος ή κάτι άλλο ήταν σωστό. Πως μπορείς να ξέρεις πως λειτουργεί ένας εργασιακός χώρος, όταν τα καταστατικά συνήθως δεν είναι τα ίδια.
- Μ’ αρέσει φοβερά η φωνή σου. Κι εσύ. Μου είπε τελικά, απαλά.
- Σ’ ευχαριστώ! Του είπα και του χαμογέλασα για να τον βγάλω απ’ την δύσκολη θέση.
- Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Με ξάφνιασε.
- Για πιο πράγμα;
- Για την φωνή σου!
- Σαν τι να κάνουμε;
Καταλάβαινα που το πήγαινε. Αυτό το κολπάκι με την φωνή μου ήταν παλιό και μου το ‘χαν ξανακάνει. Όταν ο άλλος θέλει να κρατήσει την επαφή μαζί σου, σου πετάει την κουβέντα στην φωνή σου κι αν τσιμπήσεις αυτός θα έχει κάθε λόγο να νοιώθει ικανοποιημένος κι εσύ θα είσαι ένα θύμα χωρίς να το καταλάβεις. Θυμάμαι ότι είδα κι έπαθα να ξεκολλήσω κάποτε έναν θεόμουρλο που του ‘χε καρφωθεί η ιδέα πως αφού με συνάντησε ήμουν κι η γυναίκα της ζωής του!
- Θέλω να την ακούω συνέχεια! Συνέχισε ο Δημήτρης.
- Ναι! Μπορείς να ηχογραφείς τις εκπομπές μου και τα δελτία ειδήσεων!
- Μαρίνα μιλάω σοβαρά!
- Είπα ότι αστειεύεσαι;
- Όχι αλλά υπάρχει κι άλλος τρόπος για να μπορείς να ακούς συνέχεια έναν άνθρωπο που σε ενδιαφέρει!
- Για να ακούσω!
- Θα ήθελα να είσαι πάντα δίπλα μου!
Δεν μίλησα και κρατήθηκα να μην γελάσω, γιατί τελικά επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό με εκείνον τον θεόμουρλο!
- Κοίτα. Μένω μόνος μου σ’ ένα διώροφο σπίτι. Έχει όλα τα απαραίτητα. Σχεδόν δεν θέλει τίποτε. Εκτός αν το γυναικείο γούστο προσθέσει κάτι παραπάνω. Τι λες;
Ώρα να το παίξω ούφο! Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σχέση είχε η φωνή μου και η διακόσμηση στο σπίτι του!
- Έχεις δίκιο. Αν ένα σπίτι είναι μεγάλο χρειάζεται τον κατάλληλο άνθρωπο για να διακοσμηθεί και να δείχνει όμορφο. Ψάχνεις διακοσμήτρια;
Γέλασε! Φαντάζομαι ότι θα σκεφτόταν πως ήμουν εντελώς ηλίθια που δεν καταλάβαινε το σκεπτικό του. Απλά περίμενα να το επιβεβαιώσει ο ίδιος. Εγώ συνέχισα να κάνω το ούφο!
- Κοίτα, αλλιώς θα το διακοσμήσει μία επαγγελματίας κι αλλιώς η γυναίκα που με ενδιαφέρει.
«Καλά το πας το παραμυθάκι! Για να δούμε τι θα έχει η συνέχεια. Αλλά δεν γίνεται Δημήτρη. Δεν μπορώ».
- Και ποια η τυχερή; Τον ρώτησα.
- Μαρίνα σταμάτα να κάνεις την χαζή. Γιατί δεν είσαι χαζή. Δεν σου ταιριάζει.
- Δημήτρη; Δεν σε καταλαβαίνω.
- Θέλω να με ακολουθήσεις.
- Που; Στο σπίτι σου;
- Ναι.
- Γιατί; Δεν είμαστε καλά κι εδώ;
- Μαρίνα! Μιλάω σοβαρά.
Τον κοίταξα κατάματα για να του δώσω να καταλάβει ότι κι εγώ μιλούσα σοβαρά και δεν μπορούσα να κάνω κάτι γιατί ήδη με είχε φέρει σε δύσκολη θέση:
- Αν συνεχίσεις έτσι δεν θα φταίω εγώ που θα σηκωθώ να φύγω. Του είπα και του έστειλα το καλύτερο χαμόγελό μου!
Τον ξάφνιασα. Με κοίταζε που έπινα τον καφέ μου απαθέστατα. Ήμουν σίγουρη πως είχε εκνευριστεί που είχα καταλάβει το παιχνίδι του:
- Ωραία λοιπόν! Ας μιλήσω σοβαρά.
Και ήταν η δική μου η σειρά να εκνευριστώ. Γιατί όσο κι αν το διασκέδαζα τελικά, ένοιωθα πολύ άβολα και η υπομονή μου άρχισε να εξαντλείτε. Έπινε με απάθεια τον καφέ του δείχνοντας μου πόσο τον απολάμβανε. Άναψε και τσιγάρο κι έτσι ότι έλειπε απ’ την εικόνα, ολοκληρώθηκε. Του χαμογέλασα και σηκώθηκα απ’ το κάθισμά μου:
- Καληνύχτα Δημήτρη! Του είπα.
Αυτομάτως άφησε το φλιτζάνι στο τραπέζι και το τσιγάρο στο τασάκι και με συγκράτησε να μην φύγω:
- Που πας; Με ρώτησε.
- Σου είπα κάτι πριν. Αλλά φαίνεται ότι δεν καταλαβαινόμαστε εμείς οι δύο.
Με τράβηξε με ευγένεια και με έσπρωξε να καθίσω. Το έκανα. Τον κοίταζα και καταλάβαινα ότι κάτι δεν μου ταίριαζε στον Δημήτρη. Και μόλις φάνηκε ότι όσο καλός κι αν ήταν στο να γράφει γράμματα, άλλο τόσο δεν ήξερε πώς να κάνει κουβέντα για κάτι που ήθελε να μου πει εδώ και καιρό. Με κοίταζε στα μάτια έντονα:
- Θέλω να με παντρευτείς!
Συγκρατήθηκα να μην ξεσπάσω σε γέλια. Ήταν το καλύτερο αστείο που είχα να ακούσω εδώ και πολύ καιρό. Κοίταζα έξω απ’ την τζαμαρία, προκειμένου να αποφύγω το ξέσπασμα και δεν το άξιζε ο Δημήτρης. Ήμουν σίγουρη πως ήθελε να μου κάνει κάπως διαφορετικά την πρόταση αλλά ο δικός μου ο εκνευρισμός και το δικό του παιχνιδάκι δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Γύρισα και τον κοίταξα. Μιλούσε σοβαρά. Το βλέμμα του δεν έλεγε ψέματα Μα πως του ήρθε; Δεν με ήξερε καν. Όλες τις φορές που μου τηλεφωνούσε στο ραδιόφωνο εγώ ήμουν συνήθως απότομη και του έκλεινα πολλές φορές το τηλέφωνο κατάμουτρα. Αυτή μου η συμπεριφορά δεν τον είχε πτοήσει; Τον κοίταξα αμήχανη και του χαμογέλασα:
- Σίγουρα αστειεύεσαι! Δεν μιλάς σοβαρά ε; Τον ρώτησα για να μπορέσω να συνέλθω!
- Δεν αστειεύομαι! Μου είπε με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα.
- Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Του είπα κοιτάζοντας ολόγυρα στην καφετέρια τον κόσμο που ήταν σκόρπιος κι έπινε τους καφέδες του.
- Δεν νομίζω. Εγώ το ‘χω σκεφτεί πολύ καλά.
- Εσύ! Εγώ; Δεν είχα ιδέα ότι αυτό ήταν το τόσο σημαντικό που ήθελες να μου πεις. Εγώ έχω το χρόνο να το σκεφτώ καλά;
- Ή τώρα ή ποτέ!
Αισθανόμουν ξαφνικά πολύ αδύναμη να αντιδράσω. Με έφερνε εξ’ απροόπτου και δεν είχα λόγια. Με γοήτευαν τα γράμματα του αλλά αυτό που συμβαίνει αυτή την στιγμή μου δίνει να καταλάβω ότι δεν μπορώ να είμαι με τον Δημήτρη. Μόλις μου έκανε πρόταση και το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να ξεσπάσω σε γέλια. Δεν γινόταν. Δεν μπορούσα να δεχτώ. Και πώς να δεχτώ; Ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι με τον Δημήτρη ήμασταν αντίθετοι και πουθενά δεν συναντιόμασταν. Η καρδιά μου δεν ήταν εδώ. Και δεν γινόταν να ανταποκριθώ σε κάτι τόσο σοβαρό, με έναν σχεδόν άγνωστό μου.
- Δημήτρη, πραγματικά με τιμά η πρότασή σου. Αλλά κάτι δεν μου ταιριάζει εδώ. Δεν με ξέρεις καθόλου. Επειδή μιλήσαμε στο τηλέφωνο μερικές φορές δεν γίνεται να με κρίνεις και σαν άνθρωπο. Δεν γίνεται απ’ την μια στιγμή στην άλλη να αποφασίσεις ότι εγώ είμαι η ιδανική γυναίκα της ζωής σου.
Είχε σκύψει το κεφάλι και κοιτούσε το φλιτζάνι με τον καφέ του. Αισθανόμουν ότι είχα αγγίξει ευαίσθητη χορδή.
- Με συγχωρείς, αλλά όσο κι αν εσύ δεν το νοιώθεις, σε νοιώθω κοντά μου. Και θέλω να σε έχω κοντά μου.
- Ναι αλλά πως; Με τον γάμο; Εγώ δεν πρέπει να έχω την ίδια επιθυμία, να αισθάνομαι κάτι για σένα;
- Και με τον γάμο!
- Ναι αλλά δεν υπάρχει μόνο ο Δημήτρης αλλά και η Μαρίνα, την οποία και δεν σκέφτηκες.
- Πάντα σε σκέφτομαι. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό.
- Δημήτρη λυπάμαι που θα στο πω, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και σε μένα. Όχι ότι τα γράμματα σου μου ήταν αδιάφορα, αλλά αν εσύ είσαι παθιασμένος με μένα, εγώ δεν είμαι μαζί σου.
Ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι έλεγα την αλήθεια. Όντως δεν είχα αισθήματα για τον Δημήτρη. Και αυτό που έβλεπα ήταν ένας άνθρωπος που αποφάσιζε αυτός και για τους δυο. Χωρίς να κάνει τον κόπο να ρωτήσει και τον άλλον αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε. Και στην περίπτωσή του δεν χωρούσαν οι διαφωνίες κι οι αρνήσεις.
- Θα μπορούσες όμως να δεχόσουν την πρότασή μου. Μου είπε κοιτώντας με στα μάτια.
- Όχι έτσι Δημήτρη. Δεν γίνεται. Δεν γνωριζόμαστε.
Δεν είχα καταλάβει ότι μιλούσα πολύ σκληρά κι έξω απ’ τα δόντια. Δεν με αναγνώριζα για μια στιγμή. Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος με το ‘έτσι θέλω’ του Δημήτρη. Με κοιτούσε αμίλητος και σίγουρα περίμενε να τον διευκολύνω. Δεν είχα διάθεση να μιλάω συνεχώς απ’ την στιγμή που δεν ήταν διατεθειμένος κι ο ίδιος να με βγάλει απ’ την δύσκολη θέση. Τον κοίταζα και περίμενα να πει κάτι. Η ησυχία του με εξόργιζε και ενώ ήθελα να φύγω δεν θα με άφηνε εκείνος, γιατί η κουβέντα δεν είχε τελειώσει. Δεν τον καταλάβαινα. Ακούς εκεί: ‘θέλω να με παντρευτείς’! Από πού κι ως που;
- Η φωνή σου μου θυμίζει πολύ την Μαρία. Μίλησε τελικά.
Σιγά-σιγά άρχισε να μου μιλά για τον εαυτό του και για την ζωή του. Στιγμές που ποτέ δεν είχε καταγράψει στα γράμματα του. Ούτε καν που είχε αναφέρει κάτι για τις σχέσεις του. Ήταν κάτι που με έκανε να αναρωτιέμαι. Και να που υπήρχε μια Μαρία στην ζωή του. Μου μιλούσε και δεν είχε σταματημό, σαν να ξεσπούσε όλα όσα κρατούσε μέσα του εδώ και πολύ καιρό: ήταν γι’ αυτόν το αγαπημένο του πρόσωπο και σε μένα έβλεπε εκείνη. Όταν είχε αρχίσει να επικοινωνεί μαζί μου το έκανε απλώς για να την ξεχνάει και όταν ήρθε στο ραδιόφωνο για να με γνωρίσει πριν από πολύ καιρό, είχε ξαφνιαστεί απ’ την ομοιότητά μου μαζί της και φυσικά με το πόσο πολύ έμοιαζαν και οι φωνές μας. Την Μαρία την είχε γνωρίσει μέσω ενός κοινού τους φίλου. Βγήκαν αρκετές φορές μαζί και ανακάλυψαν ότι οι δυο τους ταίριαζαν σε πολλά πράγματα. Η σχέση τους πήγαινε πολύ καλά ώσπου απ’ την μια στιγμή στην άλλη όλα γκρεμίστηκαν. Όλα έγιναν κομμάτια στην ζωή του και παρά την προσπάθειά του να τα συμμαζέψει δεν κατάφερε τίποτα. Ώσπου είδε εμένα!
- Λυπάμαι αν η ζωή σου έπαιξε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι. Καταλαβαίνω πόσο πόνο σου έφερε ο χαμός της. Όμως πρέπει να κοιτάξεις μπροστά και να συνεχίσεις την ζωή σου.
- Δεν είναι το ίδιο χωρίς εκείνη.
- Ναι αλλά δεν μπορείς να την φέρεις πίσω.
Το βλέμμα του έδειχνε τόσο πληγωμένο κι αυτό που καταλάβαινα ήταν ότι δεν είχε ένα ώμο να ακουμπήσει, να κλάψει, να μιλήσει, να ξεσπάσει.
- Αν πάψουν να ανακατεύονται στη ζωή της οι γονείς της, ναι τότε μπορεί να γυρίσει πίσω!
Δαγκώθηκα! Εγώ είχα φανταστεί πως η Μαρία στην οποία αναφερόταν με τόση στενοχώρια, δεν υπήρχε στην ζωή. Αν συνέχιζε την κλάψα δεν θα απέφευγα να του πω: δυστυχώς έτσι είναι η ζωή!
- Και για την ώρα βρήκες το υποκατάστατό της στο πρόσωπό μου! Του είπα.
Με κοίταξε κι έσκυψε τα μάτια του. Φαινόταν πως αισθανόταν άσχημα μετά απ’ την τροπή που πήρε η συνάντησή μας. Απ’ την μια δικαιολογούσα την απόγνωσή του αλλά κι απ’ την άλλη είχα θυμώσει που με είχε θεωρήσει υποκατάστατο της προηγούμενης αγαπημένης του.
- Ότι και να πεις έχεις απόλυτο δίκιο.
- Και πες ότι δεχόμουν την πρότασή σου. Κι ότι είχαμε πια όλο το χρόνο να γνωριστούμε μεταξύ μας καλύτερα. Και πες ότι εκείνη τελικά επέστρεφε. Δεν θα με έδιωχνες αφού θα είχες εκείνη κοντά σου; Ή μήπως χρησιμοποιώντας εμένα θα είχες καταφέρει να την κάνεις να ζηλέψει για να γυρίσει κοντά σου; Δημήτρη καταλαβαίνω ότι όλο αυτό είναι μια βιασύνη δική σου για να καλύψεις την απουσία της κι εγώ δεν μπορώ να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι. Είναι κάτι που αφορά εσένα κι εκείνη. Μεταξύ σας θα πρέπει να βρείτε λύση στο πρόβλημά σας κι όχι χρησιμοποιώντας ανθρώπους για ένα καπρίτσιο.
Είχε σκύψει το κεφάλι στο τσιγάρο του και στο πρόσωπό του φαινόταν η απογοήτευσή του.
- Έχεις δίκιο. Απόλυτο δίκιο.
- Γιατί δεν επιδιώκεις να συναντηθείτε και να συζητήσετε; Να βρείτε μια λύση.
Με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι δείχνοντας μου ότι ήταν ακατόρθωτο.
- Μια παροιμία λέει: ‘Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός…’. Αστειεύτηκα.
Και πάλι δεν απάντησε. Προτίμησε να κοιτά το φλιτζάνι του απ’ το να αντιδράσει και να πει κάτι. Δεν συνέχισα άλλο. Έβγαλα έναν στεναγμό ανακούφισης όσο τον κοίταζα. Μέσα μου ένοιωθα μια χαρά. Και ήμουν πια ξεκάθαρη. Ήμουν σίγουρη πια για τον Στράτο. Αυτός ήταν ο άνθρωπός μου και δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι για να το διαπιστώσω για ακόμη μια φορά. Καταλάβαινα τον Δημήτρη και το πρόβλημά του, αλλά αυτός μπορούσε να κάνει κάτι με την Μαρία του. Υπήρχαν χιλιάδες λύσεις και δεν ήταν το μοναδικό ζευγάρι που αντιμετώπιζε τις επικρίσεις των γονιών τους. Αλλά το να φτάσει να κάνει πρόταση γάμου σε μια άγνωστή του μόνο και μόνο επειδή η φυσιογνωμία της του θύμιζε την Μαρία, έδειχνε σε τι απόγνωση βρισκόταν. Κοίτα τώρα, αυτός είχε τους γονείς της να αντιμετωπίσει και εγώ με τον Στράτο τον αδερφό μου… Λες και ζούσαμε σε μια άλλη παλιά εποχή που έτσι και μάθαιναν οι πρώτοι συγγενείς την σχέση δύο ανθρώπων αμέσως έβγαζαν τα κουμπούρια για να ξεκαθαρίσουν το θέμα!
- Νομίζω πως έχεις δίκιο. Θα προσπαθήσω να την βρω και να της μιλήσω. Είμαι τόσο εγωιστής που ακόμα κι αυτό δεν ήθελα να το σκεφτώ. Ήθελα να κάνει η ίδια την κίνηση αυτή.
Μου είπε τελικά και κάπως πιο ήρεμος. Ίσως να ήταν η ανάγκη του να μιλήσει κάπου κι όχι να ‘παντρευτεί’ μια άγνωστή του!
- Ίσως να μην είναι του χαρακτήρα της. Γι’ αυτό τόλμησε το εσύ. Του είπα με την σειρά μου.
Μου χαμογέλασε και από τα μάτια του χάθηκε εκείνο το φουρτουνιασμένο χρώμα της θάλασσας. Το γαλάζιο βλέμμα του έγινε πιο ήρεμο και το πρόσωπο του πιο χαλαρό. Ήταν που η ιστορία του με την Μαρία τον πίεζε καιρό και δεν είχε με ποιον να την μοιραστεί. Τα μάτια του μου έλεγαν ‘ευχαριστώ’. Εγώ όμως του έλεγα πολλά περισσότερα γιατί με είχε βγάλει απ’ το δίλημμα μου. Κι αισθανόμουν υπέροχα. Ήθελα να φύγω αμέσως να τηλεφωνήσω στον Στράτο να του πω πόσο πολύ τον ‘αγαπάω’. Αλλά δεν το έκανα για να μην προσβάλω τον Δημήτρη. Ήταν πιο ήρεμος πια και η κουβέντα μας γενικεύτηκε κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τους εαυτούς μας, για τα χόμπι μας, τα επαγγελματικά μας… Όπως κάνουν δυο φίλοι που έχουν πολύ καιρό να συναντηθούν.


Κοίταξα το ρολόι μου μπαίνοντας στο σπίτι. Ήταν γύρω στις εννιάμιση το βράδυ. Ίσως να κατάφερνα τέτοια ώρα να μιλήσω στον Στράτο. Ευτυχώς ο Δημήτρης προσφέρθηκε να με φέρει με το αυτοκίνητό του απ’ το να περιμένω κάποιο ταξί να περάσει. Πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ και πήρα τηλέφωνο αμέσως. Σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου που μου ‘χε δώσει ο Στράτος για να τον βρίσκω όποτε ήθελα και που ποτέ δεν έβρισκα. Μετά από αρκετή ώρα που χτύπησε κάποιος διανοήθηκε να το σηκώσει. Του είπα να φωνάξει τον Στράτο κι εκείνος βγήκε στην αναζήτηση. Θόρυβοι ακούγονταν και αντίλαλοι, ένδειξη του ότι το τηλέφωνο βρισκόταν κάπου σε κάποιον μεγάλο διάδρομο. Μετά από αρκετή ώρα μου μίλησε ο ίδιος που σήκωσε το τηλέφωνο λέγοντάς μου πως ήταν ‘εξοδούχος’. Για ακόμη μια φορά δεν τον έβρισκα. Για ακόμη μια φορά δεν θα του μιλούσα. Για μια ακόμη φορά δεν θα τον άκουγα. Αν όμως είχε τηλεφωνήσει όσο έλειπα στην συνάντησή μου με τον Δημήτρη; Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κάτι. Αν όμως είχε αφήσει μήνυμα στο ραδιόφωνο; Τηλεφώνησα εκεί. Το σήκωσε ο Θοδωρής –η απογευματινή βάρδια της ρεσεψιόν- και με βεβαίωσε ότι δεν είχα άλλο μήνυμα πέρα απ’ του Γιώργου ο οποίος επέμενε και πάλι να του τηλεφωνήσω. Μπούχτισα πια! Κάθε φορά ‘τηλεφώνησέ μου’ και κάθε φορά να θέλει βλακείες που δεν ήταν της αρμοδιότητάς μου. Δεν προλάβαινε τάχα η Λίτσα γιατί είχε πολύ δουλειά στην γραμματεία και η Κατερίνα που είχε τις δημόσιες σχέσεις δεν είχε τον χρόνο. Θεωρούσε ότι ήμουν χαζή κι ότι δεν ήξερα τι γινόταν στη δουλειά και τι δουλειά πρόσφεραν η μία και η άλλη! Ευχαρίστησα τον Θοδωρή κι έκλεισα το τηλέφωνο. Έκατσα στον καναπέ αναστενάζοντας που για ακόμη μια φορά ο Στράτος μάλλον κάτι ήθελε να αποφύγει.
Ένοιωθα θυμωμένη. Θυμωμένη με τον ίδιο που με αγνοούσε, αλλά και με μένα που ότι έκανα ήταν μέσα σε μια απόγνωση να πιαστώ από κάπου. Στο βάθος θεώρησα ότι ο Δημήτρης θα μπορούσε να καλύψει την απουσία του Στράτου, έστω κάνοντας λίγη παρέα. Αλλά εκείνος αποσκοπούσε στο να με κάνει υποκατάστατο της αγαπημένης του που για ένα πείσμα κάποιων είχαν χωρίσει. Άραγε πώς να ήταν η σχέση με τον Δημήτρη αν δεν υπήρχε ο Στράτος; Μάλλον δεν θα έπρεπε να το σκέφτομαι. Εφιάλτης θα ήταν. Ο Δημήτρης θα προσπαθούσε να με πλάσει όπως εκείνος ήθελε ώστε να του θυμίζω την Μαρία. Θα ήθελε να συμπεριφέρομαι όπως εκείνη. Θα με ήθελε πιστό αντίγραφό της. Αρρώστια!
Ήθελα τόσο πολύ να συνεχίσω με τον Στράτο. Όμως αυτό θα γινόταν αν ερχόταν κοντά μου. Δεν λεγόταν σχέση αυτό που υπήρχε μεταξύ μας και που μια τεράστια απόσταση μας χώριζε, το Αιγαίο ολόκληρο. Μακάρι να μπορούσα να ξεφύγω και να πάω να τον βρω. Έπρεπε όμως να κάνω ένα διαφορετικό βήμα για να διευκολύνω την κατάσταση μεταξύ μας. Θα μιλούσα στον αδερφό μου. Θα του ξεκαθάριζα ότι με τον Στράτο είμαστε μαζί. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεθήκαμε και θέλουμε να συνεχίσουμε μαζί κι όπου βγάλει. Πιστεύω ότι ο θυμός του Γιάννη θα ήταν στιγμιαίος. Αλλά σίγουρα θα το σκεφτόταν λογικά, σίγουρα θα με συμβούλευε και σίγουρα ότι θα μου έλεγε θα ήταν για το δικό μου καλό και να μην πληγωθώ. Όπως και να είχε έπρεπε να το κάνω το βήμα. Ήταν καιρός να φέρω την σχέση μου με τον Στράτο στο επόμενο επίπεδο, για να νοιώσουμε πιο ελεύθεροι.






Κεφάλαιο 37

35. Ένα τηλεφώνημα;



Ήταν Σάββατο πρωί. Στις 6.30 βρισκόμουν στο ραδιόφωνο. Στην ρεσεψιόν είδα ότι υπήρχε ένας σιδηρόδρομος χαρτί φαξ να με περιμένει με τα τελευταία νέα. Ενώ επάνω στο γραφείο, σε μια κόλλα αναφοράς υπήρχε με μεγάλα γράμματα ένα μήνυμα για μένα: «Είμαι στο πατάρι. Ξύπνα με στις 7. Λάμπης». Το ότι ο Λάμπης ήταν πρωινός δεν ήταν κι ότι καλύτερο για μένα. Με το που τον προσέλαβαν στο ραδιόφωνο άρχισε να φέρνει τα πάνω κάτω και γενικώς να ανακατεύεται στις ζωές μας όταν δεν έπρεπε. Είχε μια τάση να φλερτάρει με όλες μας στο σταθμό ανεξαιρέτως οικογενειακής κατάστασης. Την πρώτη βδομάδα είχαμε ξαφνιαστεί. Αλλά όταν πια διαπιστώσαμε πως απλά έκανε παιχνίδι για να μας διασκεδάζει και να ξεχνιόμαστε όταν ήμασταν φορτισμένες με την δουλειά, ηρεμήσαμε και το διασκεδάζαμε κι εμείς. Αλλά μέχρι εκεί. Σαν φίλοι. Ήταν η πρώτη φορά που προτίμησε να κοιμηθεί στον σταθμό κι αυτό κάπως με ξένιζε. Αν είχε ξενυχτίσει το βράδυ το καταλάβαινα, γιατί που να προλάβει να ξυπνήσει στο σπίτι κι ας βαρούσαν κανόνια! Κι επιπλέον θα αργούσε να έρθει. Εκτός αν είχε γίνει καμιά ραδιοφωνική ολονυχτία όπως συνήθιζαν τα τελευταία βράδια.
Πήρα το φαξ, πέταξα στο καλάθι το μεγάλο μήνυμα και τράβηξα για το γραφείο μου. Όπως ακριβώς το περίμενα! Είχαν ολονυχτία! Βρήκα ένα δημοσιογραφικό σε μαύρο χάλι και με την μπόχα διάχυτη σ’ όλο τον χώρο. Ήθελα να ‘ξερα τα σπίτια τους έτσι τα άφηναν; Καθάρισα το γραφείο μου που ‘χαν χύσει ουίσκι, είχαν τινάξει τις στάχτες απ’ τα τσιγάρα τους –τα τασάκια ξεχείλιζαν απ’ τις γόπες κι επιπλέον μερικά ήταν λασπωμένα απ’ το νερό που είχαν ρίξει μέσα για να μην ξεφεύγει η παραμικρή στάχτη- κι είχαν αφήσει τα σακούλια απ’ τα πατατάκια και τα γαριδάκια.
Ευτυχώς που ‘χα να τσεκάρω μόνο τα φαξ για νέες ειδήσεις. Όλα τα υπόλοιπα ήταν έτοιμα από χθες. Ανάμεσα στα χαρτιά διέκρινα κι ένα μικρό. Ήταν μήνυμα και προφανώς βρισκόταν εκεί απ’ το βράδυ: «Τηλεφώνησε μου το πρωί. Γιώργος». Ώστε κι αυτός ήταν το βράδυ εδώ; Ποιος ξέρει τι να ήθελε πάλι. Πέταξα το χαρτάκι στο καλάθι και κοίταξα την δουλειά μου. Τίποτε νεώτερο δεν υπήρχε ειδησεογραφικά. Είχα λοιπόν την άνεση να φτιάξω τον καφέ μου και να ανοίξω τα μάτια μου για τα καλά. Λίγη καφεΐνη θα με ξυπνούσε σίγουρα!
Αυτό που συνέχιζε να απασχολεί την σκέψη μου ήταν ο Στράτος. Είχε περάσει πολύς καιρός και νέα του δεν είχα: ούτε τηλέφωνο ούτε γράμμα. Ούτε καν που είχε πάρει άδεια κάτι που μου το επιβεβαίωσε ο πατέρας του. Μόνο απ’ τον Γιάννη έμαθα όταν μου τηλεφώνησε ότι είχε να τον δει καιρό και ίσως να τον φιλοξενούσε κάποιο βράδυ μιας και είχε σκοπό να συναντηθεί με κάποιους γνωστούς του καθηγητές απ’ το Λύκειο που θα κατέβαινε για πενταήμερη στην Ρόδο σε μερικές μέρες. Δεν τον ένοιαζα εγώ και τον ένοιαζε το σχολείο που πήγαινε κάποτε! Και ποιοι ήταν αυτοί οι γνωστοί που είχε; Δεν τόλμησα να ρωτήσω τον Γιάννη αν ήταν ‘γνωστοί’ ή ‘γνωστή’! Η ανησυχία μου είχε μεγαλώσει αρκετά και το χειρότερο δεν θα αργούσε να έρθει. Το προαισθανόμουν. Κάτι έπιανα στον αέρα αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ευχόμουν να μην ήταν η αιτία η πενταήμερη του Λυκείου του που θα μου έφερνε αργότερα τα κακά μαντάτα. Ευχόμουν να μην ήταν καν προαίσθημα αυτό που με τσίγκλαγε, αλλά η έννοια μου, που είχε χαθεί τόσο καιρό και δεν είχα νέα του.
Άφησα τον καφέ μου στο γραφείο μου κι ανέβηκα στο πατάρι για να ξυπνήσω τον Λάμπη. Με φόβιζε κάπως το γεγονός ότι ήμασταν οι δυο μας στο ραδιόφωνο τόσο πρωί, σχεδόν αξημέρωτο! Ανέβηκα κάνοντας θόρυβο επίτηδες στην σιδερένια σκάλα, για να καταλάβει πως κάποιος βρισκόταν στον σταθμό και να ξυπνήσει αμέσως, χωρίς να κάνω τον κόπο να τον σκουντήσω. Δυστυχώς όμως το έκανα. Μπήκα στο δωμάτιο που κάποτε φιλοξενούσε το γραφείο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας του ραδιοφώνου και που τώρα είχε μετατραπεί σε πρόχειρο υπνοδωμάτιο σε περίπτωση ανάγκης. Ο Λάμπης κοιμόταν μπρούμυτα και δεν είχε καταλάβει τίποτε. Ο θόρυβος στις σκάλες μάλλον δεν τον ενόχλησε. Τον σκούντηξα και γύρισε ανάσκελα. Μισάνοιξε τα μάτια και με κοίταξε:
- Τι έγινε; Με ρώτησε με βραχνή φωνή απ’ τον βαθύ ύπνο.
- Πήγε εφτά. Δεν θα σηκωθείς; Τον ρώτησα.
- Εφτά; Μου είπε κι έτριψε τα μάτια του.
- Ναι. Μου έγραψες να σε ξυπνήσω. Του θύμισα.
- Α! Ναι! Είπε κι ανασηκώθηκε.
Άρχισε να στρώνει τα ανακατεμένα μαλλιά του και κοίταξε το ρολόι του. Έκανα να φύγω, σίγουρη πως δεν θα ξαναχρειαζόταν να του μιλήσω:
- Ήταν το πιο ωραίο ξύπνημα που είχα ποτέ! Μου είπε.
Του χαμογέλασα. Δεν είχα να πω κάτι. Και δεν με ξάφνιαζε με αυτό που έλεγε. Αυτός ήταν ο Λάμπης.
- Έλα εδώ! Μου είπε.
- Τι είναι; Ρώτησα και προχώρησα αργά προς αυτόν.
- Πιάσε το παντελόνι μου στην καρέκλα.
Του έκανα την χάρη αδιαμαρτύρητα. Δεν πρόλαβα να του αφήσω το παντελόνι στο κρεβάτι και με άρπαξε απ’ το χέρι και με τράβηξε κοντά του:
- Στο εξής θα με ξυπνάς με ένα φιλί. Μου είπε ξαφνιάζοντάς με.
Χαμογέλασα και τραβήχτηκα μακριά του. δεν ήθελα να του δείξω πόσο με είχε ξαφνιάσει.
- Ετοιμάσου γιατί περνά η ώρα! Του είπα βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο.
Άλλο πάλι και τούτο! Δεν του είχα δώσει κανένα δικαίωμα, δεν του είχα δείξει κανένα ενδιαφέρον και ξαφνικά μία καθαρά επαγγελματική σχέση –αυτή του ηχολήπτη με τον παρουσιαστή- έδειχνε να διαταράσσεται απ’ τις αναλαμπές του Λάμπη! Πως του ‘ρθε έτσι ξαφνικά αυτή η επιθυμία…

Στον Γιώργο δεν τηλεφώνησα όπως μου ζήτησε με το μήνυμά του. Όμως τηλεφώνησα στον Δημήτρη. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω και να δοθεί ένα τέλος στο δίλημμά μου. Το έκανα με κρύα καρδιά, αλλά έπρεπε. Θα έβγαινα τελικά μαζί του για εκείνον τον καφέ προετοιμασμένη για παν ενδεχόμενο. Ήξερα πως ήταν ένα επικίνδυνο παιχνίδι αλλά ήμουν πια περίεργη να δω τι θα μου έλεγε, μιας και πολύ καιρό τόσο στο τηλέφωνο όσο και στα γράμματα του επέμενε να μου μιλήσει. Επέμενε ότι είχε να μου πει κάτι πολύ σημαντικό. Του πρότεινα να βγαίναμε το απόγευμα της Κυριακής. Ήμουν περίεργη να μάθω τι θα μου έλεγε. Δεν ήθελα με τίποτε να δώσω τέλος στην σχέση μου εξ’ αποστάσεως –κι αναγκαστικά- με τον Στράτο. Αλλά αν ο Δημήτρης είχε τον τρόπο να με πείσει και να κάνω ένα βήμα παραπάνω; Αν κατάφερνε να κερδίσει την συμπάθεια και το ενδιαφέρον μου; Θεέ μου πως αφήνομαι και σκέφτομαι έτσι; Ο Στράτος είχε αλλάξει όλη τη ζωή μου ξαφνικά μέσα σε δέκα μέρες και εγώ ήμουν έτοιμη να κάνω αυτό που ο ίδιος φοβόταν; Ετοιμαζόμουν να προδώσω την εμπιστοσύνη του σε μένα; «Πάρε με ένα τηλέφωνο Στράτο! Δώσε μου ένα σημάδι σου. Άλλαξε μου την γνώμη τώρα Και τώρα που σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ;».
Τι κι αν το δικό μου μυαλό ταξίδευε στον Στράτο; Τι κι αν παρακαλούσα μέσα μου να μου τηλεφωνήσει; Υπήρχε μεγάλη απόσταση για να λειτουργήσει η τηλεπάθεια μεταξύ μας! Επικοινώνησα και πάλι στο στρατόπεδο του στην Ρόδο. Και πάλι οι απαντήσεις που μου έδιναν αυτοί που σήκωναν το τηλέφωνο στο Κ.Ψ.Μ. δεν ήταν ξεκάθαρες αλλά πολύ μπερδεμένες. Άλλος μου έλεγε ότι ήταν στα μαγειρεία, άλλος πως κοιμόταν, άλλος πως βρισκόταν σε άσκηση, άλλος πως φύλαγε σκοπιά κι άλλος μπέρδευε το επίθετο του με κάποιου άλλου! Δεν έβγαζα άκρη καμία. Κανένας δεν ήταν συνεργάσιμος για να με βοηθήσει κι έτσι η αναζήτησή μου για τον Στράτο πήγε και πάλι χαμένη. Και πάλι δεν τον βρήκα. Και πάλι είναι άφαντος. Και πάλι νοιώθω να απομακρύνεται απ’ όσα ζήσαμε.
Έκανα άλλη μια προσπάθεια να μιλήσω μαζί του. Αλλά μου είπαν ότι ήταν εξοδούχος. Δεν με καθησύχαζε το γεγονός ότι θα περνούσε ένα απόγευμα ελεύθερο. Αν ήταν ήδη θα μου είχε τηλεφωνήσει για να μιλήσουμε με την άνεσή μας και χωρίς τα στημένα αυτιά των καψιμιτζήδων! Δεν το έκανε. Έτσι πήρα την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσω στο σπίτι του για να μάθω νέα του. Μίλησα με τον πατέρα του ο οποίος μου είπε ότι πριν λίγο τους τηλεφώνησε κι ότι ήταν καλά. Σε μένα γιατί; Γιατί με είχε ξεχάσει; Πικράθηκα πολύ. Δεν καταλάβαινα γιατί έστω μέσα σε ένα κομμάτι χαρτιού αλληλογραφίας δεν έκανε τον κόπο να μου εξηγήσει τι γινόταν με αυτόν. Έκλεισα το τηλέφωνο απογοητευμένη, κοιτάζοντας την φωτογραφία του.




Κεφάλαιο 36

34. Δίλημμα



«Αυτά για σήμερα φίλοι μου. Ραντεβού και πάλι αύριο στην γνωστή μας ώρα και στην γνωστή σας συχνότητα. Καλό σας απόγευμα».
Όταν οι μέρες της δουλειάς κυλούσαν σε φυσιολογικούς ρυθμούς το ίδιο ομαλά κυλούσε κι η εκπομπή μου. Πολλές φορές ακούγοντας τις ηχογραφημένες εκπομπές μου έπιανα στις εκφωνήσεις μου ένα άγχος και μια διάθεση να προλάβω τα πάντα. Βέβαια σε μιας ώρας εκπομπή δεν μπορούσες να προλάβεις τα πάντα. Αλλά πάντα υπήρχε και η επόμενη μέρα. Άρχισα να μαζεύω τα χαρτιά μου, τα στυλό μου, τα ακουστικά μου και τον καφέ μου όταν χτύπησε η ενδοεπικοινωνία στο τηλέφωνο:
- Θα σηκώσεις καμιά φορά την γραμμή;
Μου αγριοφώναξε ο Λάμπης ο ηχολήπτης μου από απέναντι. Του χαμογέλασα και πάτησα την γραμμή που ήταν στην αναμονή. Τι να πω στον Λάμπη, που η συμπεριφορά του ήταν απρόβλεπτη;
- Ο Δημήτρης είμαι. Συγγνώμη που δεν σου τηλεφώνησα κατά την διάρκεια της εκπομπής σου, αλλά είχα δουλειά. Δικαιολογήθηκε.
Από απέναντι ο Λάμπης είχε καρφώσει το βλέμμα του σε μένα. Υποψιαζόμουν ότι μάλλον άκουγε την συνομιλία μου με τον Δημήτρη απ’ το μόνιτορ της κονσόλας, όσο εκείνος ετοίμαζε τα διαφημιστικά που θα έπαιζαν. Ήξερα ότι ήταν περίεργος και κουτσομπόλης και ήθελε να μαθαίνει από πρώτο χέρι τι γίνεται με όλους!
- Δημήτρη μην κλείσεις, σε βάζω στην αναμονή για λίγο να πάρω την γραμμή απ’ το γραφείο μου!
Δεν είχα σκοπό να διευκολύνω τον Λάμπη για το κουτσομπολιό του με τους υπόλοιπους περίεργους! Στο δημοσιογραφικό δεν ήταν κανένας κι έτσι η συνομιλία μου θα γινόταν χωρίς τα αδιάκριτα αυτιά των υπολοίπων. Κλείδωσα. Έκατσα στο γραφείο μου απλώνοντας τα πόδια και σήκωσα το ακουστικό:
- Καιρό είχα να σε ακούσω. Είπα στον Δημήτρη.
- Εγώ όμως όχι! Παραμένω συντονισμένος άσχετα αν δεν σου τηλεφωνώ συχνά.
- Και τώρα πως και με θυμήθηκες; Ρώτησα.
- Ήθελα να μάθω αν τελικά συμφωνείς να συναντηθούμε. Πέρασε πολύς καιρός πια και θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα.
- Μάλιστα.
Είπα σκεπτική. Με δυσκόλευε αντί να με διευκολύνει. Αντί να παραιτηθεί απ’ την ιδέα του να βγει για καφέ μαζί μου γινόταν επίμονος. Μου ήρθε στο μυαλό η επιμονή του Στράτου στις διακοπές μας να πείσει την Κλαίρη. Χαμογέλασα στην σκέψη: «κοίτα να δεις πως έρχονται τα πράγματα καμιά φορά»!
- Εντάξει! Θα το κανονίσουμε.
- Πότε; Επέμεινε ο Δημήτρης.
«Κοίτα να δεις βιασύνες»! Λες και του υποσχέθηκα ότι θα το κανονίσουμε εδώ και τώρα.
- Αυτές τις μέρες! Θα μου επιτρέψεις να σου τηλεφωνήσω εγώ όμως, γιατί δεν μπορώ να προβλέψω τι μπορεί να γίνει με την δουλειά;
- Και βέβαια.
Έπρεπε να δω τι γινόταν και με αυτόν. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω. Να πάρει ένα τέλος όλο αυτό το σκαμπανέβασμα με μένα. Δεν γινόταν να με επηρεάζουν τα γράμματα του. Έκλεισα το τηλέφωνο και σκεφτόμουν ότι ο Στράτος ήταν και πάλι χαμένος. Μου έλειπε. Μάζεψα τα πόδια μου απ’ το γραφείο και ξεκλείδωσα το δημοσιογραφικό. Άναψα ένα τσιγάρο και ήπια μια μεγάλη γουλιά καφέ απ’ την κούπα μου. Ο Δημήτρης μου είχε κινήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον μαζί. Κι ο Στράτος δεν έλεγε ούτε ένα τηλεφώνημα να κάνει. Περνούσαν οι μέρες χωρίς να το καταλάβουμε και δεν ήξερα τι γινόταν. Ήταν καλά; Είχε νέα για την μετάθεσή του; Κάτι, οτιδήποτε! Αρκεί να μάθαινα νέα του. Αλλά τίποτε. Η μόνη μου συντροφιά ήταν η φωτογραφία του που την είχα μόνιμα στην τσάντα μου και την κοιτούσα πάντα για να πω μια ‘καλημέρα’ ή ‘καληνύχτα’ για να νοιώθω ότι ήταν δίπλα μου. Αν ήταν εδώ σίγουρα δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να επηρεαστεί απ’ τον Δημήτρη ή τον κάθε Δημήτρη. Αλλά η απουσία του Στράτου και η έλλειψη επικοινωνίας για μια ακόμα φορά μου άφηναν ένα κενό μέσα μου. «Αχ Στράτο γιατί να μην είσαι εδώ; Που είσαι και δεν δίνεις έστω ένα σημείο ζωής; Γιατί δεν μου τηλεφωνείς;». Έπρεπε να δράσω εγώ αυτή την φορά. Ένοιωθα πολύ άσχημα και άρχισα να ψάχνω τα τηλέφωνα στην ατζέντα μου. Δεν μπορούσα να περιμένω και σχημάτισα στο τηλέφωνό μου τον αριθμό τηλεφώνου του στρατοπέδου που βρισκόταν ο Στράτος. Στην αρχή το τηλέφωνο έδειχνε κατειλημμένο, τελικά κατάφερα μετά από μερικές προσπάθειες να πιάσω γραμμή. Αφού τελικά δεν έβγαζα άκρη με τους στρατιώτες του Κ.Ψ.Μ., κάποιος επιτέλους διανοήθηκε να με συνδέσει με τον αξιωματικό υπηρεσίας. Αυτός τουλάχιστον δεν άρχισε να φωνάζει σε κάναν διάδρομο για τον Στράτο, απλά αμέσως με ενημέρωσε πως ήταν υπηρεσία’ σκοπιά στο φυλάκιο. Με ρώτησε αν ήταν κάτι επείγον που έπρεπε να του μεταφέρει. Αισθάνθηκα καλά που μου είπε που βρισκόταν κι έτσι επιβεβαίωσα τον αξιωματικό πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας κι ότι απλά εγώ ‘η φίλη του’ ήθελα να βεβαιωθώ πως ήταν καλά. Ευχαρίστησα τον άνθρωπο και κατέβασα το ακουστικό ήρεμη πια και με την σκέψη πως εκεί που βρισκόταν ο Στράτος ίσως να μου ετοίμαζε κάποιο γράμμα.
Όμως τι θα έπρεπε να κάνω με τον Δημήτρη; Αισθανόμουν άσχημα γιατί ανακάλυπτα ότι ο Δημήτρης κάλυπτε τα κενά που άφηνε ο Στράτος. Μάλλον ζητούσα πολλά, γιατί άλλο το να είσαι στον στρατό κι άλλο να είσαι ένας πολίτης με την δουλειά σου και τον χρόνο σου να κάνεις ότι θέλεις. Μου έλειπε πολύ και ήθελα να τον δω. Δυστυχώς ο Μάνος ήταν επίμονος στην απόφασή του. Παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα να τον πείσω να μου δώσει δυο μερούλες απ’ την άδεια μου, επέμενε να είναι αρνητικός: «Ξέχασέ το. Άδεια θα πάρεις το καλοκαίρι. Βλέπεις ότι πνιγόμαστε και δεν γίνεται να φύγει κανείς. Μόνο σε περίπτωση ασθένειας». Μου είχε ξεκαθαρίσει. Έφταιγα τώρα εγώ να σηκωθώ και να το παίξω άρρωστη; Έφταιγα εγώ να πάω σε κάναν γνωστό μου γιατρό να μου γράψει μερικές μέρες αναρρωτική; Παρόλα αυτά ήξερα ότι είχε δίκιο. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να παρατραβήξω το θέμα. Κι απ’ την άλλη, άντε και μου έδινε το πολυπόθητο διήμερο, πως θα δικαιολογούσα την απουσία μου στους γονείς μου; Δεν μπορούσα να σηκωθώ να φύγω και να κάνω ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι και να μην τους ενημερώσω. Η κατάσταση θα μπλεκόταν περισσότερο. Δεν μπορούσα να το σκεφτώ πια άλλο. Έπρεπε να κάνω υπομονή μέχρι ο Στράτος να κατάφερνε εκείνη την μετάθεση που μου είχε αναφέρει.
Ξεκλείδωσα το δημοσιογραφικό και άρχισα να συμμαζεύω το γραφείο μου, όταν εισέβαλε ο Λάμπης και κάθισε στο γραφείο του Μάνου απέναντί μου:
- Η κατάκτηση ήταν; Με ρώτησε να μάθει για το τηλεφώνημα του Δημήτρη.
- Πες το κι έτσι! Του είπα, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσω απ’ την περιέργειά του.
Τεντώθηκε και άναψε τσιγάρο. Ήταν σαν να έβλεπα τον αδερφό του, τον Μάνο. Ίδιες κινήσεις, ίδιο ύφος, ίδιος αέρας!
- Συγγνώμη για πριν ρε Μαρινάκι, που σου φώναξα! Μου είπε και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του και με πλησίασε.
- Κανένα πρόβλημα. Του είπα και το μυαλό μου συνέχισε να ταξιδεύει στην Ρόδο και στην μορφή του Στράτου.
- Φίλοι; Είπε ο Λάμπης και μου άπλωσε το χέρι του για να οριστικοποιήσουμε την ‘φιλία’ μας!
- Φίλοι! Του είπα και του χαμογέλασα και ανταπέδωσα στην χειραψία του.
Έφυγε και πήγε πάλι στο στούντιο. Αλλά αυτό που με αιφνιδίασε ήταν το χειροφίλημα! Δεν το περίμενα. Αλλά ο Λάμπης έτσι ήταν. Απρόβλεπτος!
Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάπως έπρεπε να τελειώσει αυτό το μπλέξιμο. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να τηλεφωνήσω στον Δημήτρη και να του δώσω ώρα και τοποθεσία συνάντησης και μέρα. Ήταν σωστό όμως; «Μαρίνα δώσε ένα τέλος. Το ξέρεις ότι δεν είναι σωστό». Έτσι ήταν. Δεν ήταν σωστό. Δεν μπορούσα να δώσω ελπίδες σε κάποιον άνθρωπο που με γοήτευε μεν, αλλά που δεν ένοιωθα καλά έχοντας στο μυαλό μου τον Στράτο. . Ήθελα όμως πολύ να τον γνωρίσω. Στο βάθος με είχε πείσει και ήμουν περίεργη. Θα τολμούσα την έξοδο μαζί του και από αυτό θα έκρινα αν τελικά άξιζε να διαβάζω όλα αυτά τα γράμματα που μου έστελνε. Ίσως σε αυτή την συνάντηση να έδινα τέλος στο δίλλημα μου: Στράτος ή Δημήτρης;




Κεφάλαιο 34