32. Ταξιδιάρικες σκέψεις!


Διανύαμε την περίοδο της αποκριάς. Όλοι οι σύλλογοι οργάνωναν χορούς και άλλοι έκοβαν τις βασιλόπιτες τους. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή την λογική. Να είναι Μάρτης κι οι άλλοι να κόβουν …πρωτοχρονιάτικες πίτες. Όπως και να ‘χε ήταν μια κάπως ευχάριστη ανάπαυλα για τους ρεπόρτερ που με μεγάλη χαρά… όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη! Τρέξε από δω, τρέξε από κει κι έβγαινε το μεσημεριανό μαγκαζίνο. Ήταν η περίοδος που και οι πολιτικοί ακόμη έτρεχαν σε αυτούς τους χορούς για να δηλώσουν το παρόν κι ας ήταν ορισμένοι σχεδόν ανύπαρκτοι και που πολιτεύονταν …επαγγελματικά! Και που δεν ήξεραν τι ήταν το ρουσφέτι, οι ερωτήσεις και επερωτήσεις στην βουλή, τι ήταν το νομοσχέδιο και προπάντων τι ήταν η συνεδρίαση της βουλής. Συνήθως κυκλοφορούσαν ψίθυροι πως ήταν μόνιμοι θαμώνες στο καφενείο της βουλής κι ότι απλά αν περνούσαν σε καμιά συνεδρίαση ήταν μόνο και μόνο μήπως ‘κατά λάθος’ η κάμερα κάποιου καναλιού τους καταγράψει και φανούν στην τηλεόραση για να θεωρηθεί ότι κάτι κάνουν! Οι χοροί για αυτούς ήταν το αποκορύφωμα της συμμετοχής!
Ήταν ένα διάστημα που έτρεχα ξωπίσω τους για να κλέψω καμιά δήλωσή τους και που πολύ ευχαρίστως έκαναν. Και να οι φωτογραφίες και να οι χαιρετούρες και να τα χαμόγελα. Και τέλος. Δεν χαλούσαν χατίρι σε κανέναν δημοσιογράφο!
Με είχε κουράσει αυτή η διαδικασία. Δεν έφτανε ότι έπρεπε πρωί-απόγευμα να τρέχω για το δελτίο και για την εκπομπή μου, είχε προστεθεί και βραδυνή βάρδια για να καλύπτω τους χορούς αυτούς. Μόνο και μόνο για να εξασφαλίζω τις δηλώσεις των πολιτικών που συνήθως ποτέ δεν βρίσκαμε στα τηλέφωνά τους!
Γύριζα στο σπίτι μου αποκαμωμένη κι αδύναμη να δουλέψω το ρεπορτάζ για την επόμενη μέρα, αλλά έπρεπε να ετοιμάσω υποχρεωτικά θέλοντας και μη! Αυτό που μου έδινε δύναμη να συνεχίσω ήταν το γράμμα του Στράτου που έβρισκα κάθε φορά στην θυρίδα μου να με περιμένει. Κι επιπλέον ένα γράμμα ακόμη απ’ τον Δημήτρη ο οποίος προτιμούσε να εκφράζεται μέσω της αλληλογραφίας παρά να γίνεται συνέχεια ενοχλητικός με τα τηλεφωνήματά του.


Σε κάθε γράμμα του ο Στράτος δεν ξεχνούσε να μου θυμίζει τους ενδοιασμούς του. Πίστευα πως θα τους ξεπερνούσε. Ίσως οι επισκέψεις του που και που στον αδερφό μου όποτε είχε έξοδο τον έκαναν να ξανασκέφτεται την σχέση μας. Όμως ξεχνούσε ότι υπήρχε μια τεράστια απόσταση μεταξύ μας. Πως λοιπόν αυτή η απόσταση εκμηδενιζόταν στο μυαλό του και ξαφνικά υπολόγιζε το τι θα πει ο αδερφός μου αν το μάθαινε. Κι από πού θα το μάθαινε; Αφού –τουλάχιστον όπως ήξερα εγώ- μόνο οι δυο μας ξέραμε τι είχαμε. Μήπως είχε μιλήσει και στους δικούς του για μας; Μα αν ήταν, δεν θα μου το έλεγε; Και γιατί να μου το κρύψει; Δεν θα έπρεπε να ξέρω κι εγώ ώστε να μην βρεθώ προ εκπλήξεων; Δεν μου είχε αναφέρει όμως το παραμικρό, ούτε καν σαν υπονοούμενο!
Ο Δημήτρης απ’ την άλλη έγραφε πάρα πολύ όμορφα. Και κάθε του πρόταση με έκανε να ξεχνάω τα ερωτηματικά που τριγύριζαν ώρες-ώρες στο μυαλό μου, με τους προβληματισμούς του Στράτου. Είχε καταφέρει να δέχομαι τα γράμματα του πια με ευχαρίστηση. Έπλαθε μαγικές εικόνες με μας τους δύο μαζί και ήθελε να τις κάνει πραγματικότητα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και πάντα κάθε του γράμμα έκλεινε με μια πρόσκληση: ‘θέλω να σε δω’. Και πάντα του απαντούσα: ‘θα το κανονίσουμε’. Προσπαθούσα να είμαι τυπική απέναντί του. Ήθελα απλά να γίνει ένας καλός φίλος και τίποτε παραπάνω, αλλά κάθε του γράμμα μου έκοβε την επιθυμία στα δυο. Ο Στράτος μου ήταν μακριά κι εγώ ήθελα να ζήσω την φαντασία του Δημήτρη. «Όχι όχι δεν γίνεται. Μαρίνα σύνελθε και μην επηρεάζεσαι» σκεφτόμουν κάθε φορά που άφηνα την φαντασία μου να ταξιδέψει στις εικόνες του Δημήτρη. Έκλεινα το γράμμα του αμέσως και το έκρυβα στα συρτάρια του γραφείου μου κι αμέσως ξαναδιάβαζα τα γράμματα του Στράτου κι επανερχόμουν. «Είσαι τόσο ηλίθια, να σκέφτεσαι κι άλλον μαζί; Ο Στράτος;». Και υπήρχαν στιγμές που ένοιωθα ενοχές. Μου έλειπε, δεν τον είχα κοντά μου κι ο Δημήτρης ήταν μια ανάσα δίπλα μου. Ένα τηλεφώνημά μου περίμενε και θα ήταν αμέσως κοντά μου. Έπρεπε να φύγω.
Ήθελα να βρω έναν τρόπο να ταξιδέψω στην Ρόδο. Ήθελα να πάω να τον βρω στο στρατόπεδο, να του κάνω έκπληξη. Έπρεπε να βρω τον τρόπο, ώστε και να με αφήσουν απ’ την δουλειά, αλλά και να φτάσω νωρίτερα πριν το μάθει ο Γιάννης. Γιατί αν μάθαινε ότι θα κατέβαινα στο νησί, θα ερχόταν στο λιμάνι για να με πάρει και να πάμε σπίτι του αμέσως κι εγώ θα έπρεπε να ξεχάσω την επίσκεψη μου στον Στράτο. Και πώς να έλεγα στον αδερφό μου ότι στην ουσία το ταξίδι μου αυτό ήταν αποκλειστικά για τον φίλο του κι όχι για τον ίδιο; Πονοκέφαλος! Θα έπρεπε να το μελετήσω καλύτερα και πιο προσεκτικά αυτό μου το ταξίδι, αν τα κατάφερνα!


Έβγαλα απ’ το συρτάρι μου μια φωτογραφία του με την στολή του. Ήταν τόσο όμορφος και τον λάτρευα και μου έλειπε απίστευτα. Εκείνο το βράδυ στον ‘Άδωνη’ απλά φύγαμε αγκαλιά χωρίς να καταλήξουμε κάπου. Ήθελα τόσο πολύ να περάσουμε την βραδιά μας μαζί, αλλά έπρεπε να χωρίσουμε. Την άλλη μέρα θα έπρεπε να ήταν στο πόδι πολύ πρωί για να φύγουν με τον πατέρα του στο χωριό του για δουλειά. Φιληθήκαμε τρυφερά στα μισά του δρόμου και χωρίσαμε. Δεν του μίλησα για το πώς αισθανόμουν. Πίστευα πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να το κάνω. Ίσως κι εγώ να είχα ξεγελάσει τον εαυτό μου κι αυτό που νόμιζα αγάπη, να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα απωθημένο για τα ερωτηματικά μου που είχαν προκύψει στις διακοπές μας. Χωρίσαμε στα μισά του δρόμου και γύρισα και τον κοιτούσα και ένοιωθα απερίγραπτα. Ήθελα να τρέξω κοντά του. Δεν άντεξα και τον φώναξα. Γύρισε και μου χαμογέλασε. Του έστειλα ένα φιλί με το χέρι μου, εκείνος έκανε ότι το έπιασε από ψηλά να μη του ξεφύγει και το έβαλε στο στόμα του. Έκανε το ίδιο κι εκείνος σε μένα μονό που εγώ το έπιασα και το έβαλα στην καρδιά μου. Του χαμογέλασα και τον άφησα να χαθεί στο σκοτάδι εκείνο το βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ. «Σ’ αγαπώ» σκέφτηκα κι όταν χάθηκε κι η σκιά του γύρισα κι εγώ να πάω στο σπίτι μου διώχνοντας την απογοήτευση κι αφήνοντας να με αγκαλιάσει η μαγεία που είχαμε ζήσει νωρίτερα μες τα ερωτικά φιλιά μας.




Κεφάλαιο 33

31. Μ' αγαπάς! Σ' αγαπώ;




Αγαπουλίτσα μου γεια σου.
Δεν σου έγραψα τόσο καιρό, γιατί δεν είχα χρόνο ούτε και για ύπνο. Αφού να φανταστείς δεν έχω τηλεφωνήσει ακόμη και τους γονείς μου από τότε που έφυγα.
Καλά, έχεις γράψει στην καρδούλα σου, την ημερομηνία, από εκείνο το βράδυ; Αυτή η ημερομηνία δεν λέει τίποτα. Όταν ξανάρθω και βρεθούμε πάλι μόνοι μας να δεις τι θα γίνει και τι θα σου κάνω! Όσο για τον φόβο που είχα για τον Γιάννη και τα άλλα, μην στεναχωριέσαι, ένα φιλί σου κι ένα μασάζ στη πλάτη με τα νύχια και κάνα δυο φιλάκια στα αυτιά και να μου πιπηλήσεις τους λοβούς και θα πάμε για τρελίτσες και για να κάνουμε τους μελλοντικούς ΛΟΚΑΤΖΙΔΕΣ. Χα, χα, χα! ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΑΙ! Απόρω ακόμα πω ςθυμάσαι τόσα πολλά απ’ τις διακοπές μας και δεν μιλάω τόσο για τις φάσεις, τόσο όσο για τα λόγια που ανταλλάζαμε.
Και τώρα κάτι που ίσως σε δυσαρεστήσει, αλλά πρέπει να σου γράψω. Μου γράφεις να παραδεχτώ πως σ’ αγαπώ. Λοιπόν, έλεγα κάποτε πολύ εύκολα το «σ’ αγαπώ» χωρίς να το νοιώθω κι έβγαινα πάντα χαμένος. Μια φορά το είπα και το ένοιωθα. Και επειδή κατάλαβα ότι είναι πολύ σοβαρή και βαθυάς σημασίας λέξη, αργώ πολύ να την πω. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να το παραδεχτώ, αφού ο χωρισμός μου με την Τόνια είναι πολύ φρέσκος.
Ας περάσει λίγος καιρός μαζί, να ξεκαθαρίσουμε τα αισθήματά μας, να δούμε τι θα κάνουμε κι ύστερα βλέπουμε.
Μωράκι τώρα πρέπει να σε αφήσω, γιατί έχω δουλειές να κάνω. Σου αφιερώνω όλες τις μπαλάντες των SCORPIONS μιας κι ο ΚΨΜτζής εδώ είναι φανατικός και έχει όλα τα τραγούδια τους.

(Φιλάκια)² + (Φιλάκια)² = (Κοκκινίλες στα χειλάκια)








******************

Always Somewhere
Arrive at seven the place feels good
No time to call you today
Encores till eleven then chinese food
Back to the hotel again

I call your number the line aint free
I like to tell you come to me
A night without you seems like a lost dream
Love I cant tell you how I feel

Always somewhere
Miss you where Ive been
Ill be back to love you again

Another morning another place
The only day off is far away
But every city has seen me in the end
And brings me to you again

Always somewhere
Miss you where Ive been
Ill be back to love you again





Κεφάλαιο 32

30. Φιλησέ με!


Ένα παιδικό πάρτυ πόση μεγάλη διάρκεια να έχει; Απ’ το παιχνίδι και μόνο τα περισσότερα πιτσιρίκια τρέχουν αποκαμωμένα στους γονείς για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Έτσι και σε αυτό. Τελείωσε νωρίς το πάρτυ, οι σερβιτόροι μάζεψαν όλα όσα έπρεπε απ’ τις μπάρες και τις καθάρισαν. Κι από κει και πέρα όλα τα υπόλοιπα ήταν θέμα των καθαριστών.
Βγήκαμε απ’ το κλαμπ και το κρύο μας περόνιασε τα κόκαλα. Είχα τυλίξει το παλτό μου γύρω μου και σφιχτά για να ζεσταθώ. Περπατούσαμε δίπλα-δίπλα κι ενώ με είδε να τρέμω απ’ το κρύο δεν έκανε καν την κίνηση να με αγκαλιάσει για να ζεσταινόμαστε έτσι και οι δύο. Αυτή μας η απόσταση με αποθάρρυνε. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να περιμένω τίποτε. Ή ήταν μπερδεμένος με τα συναισθήματά του ή είχε μετανιώσει για ότι έκανε στις διακοπές μας και ήθελε να δώσει ένα τέλος. Τον κοίταζα όσο προχωρούσαμε βιαστικά και δεν είχε βγάλει κουβέντα. Ούτε εγώ τολμούσα. Εκεί που νόμιζα ότι τον ήξερα καλά αυτό που έβλεπα μου έλεγε πως δεν ήξερα τίποτε. Αλλά γιατί; Ποιο ήταν το δικό μου λάθος;
Η πρώτη καφετέρια που είδαμε μπροστά μας ήταν ο ‘Άδωνης’. Μπήκαμε μέσα αμέσως χωρίς να σκεφτούμε αν μας αρέσει ή όχι. Το κρύο δεν σου άφηνε αυτή την πολυτέλεια επιλογής. Μπήκαμε και προχωρήσαμε στο βάθος ώστε να μην μας βλέπει κανείς. Να είμαστε απομονωμένοι και που ένα τοιχίο μας έκρυβε απ’ τα βλέμματα όλων όσων κάθονταν διάσπαρτοι. Μπροστά μας μια μεγάλη τζαμαρία μας επέτρεπε να βλέπουμε έξω και που τώρα η βροχή είχε δυναμώσει.
Βγάλαμε τα πανωφόρια μας και βολευτήκαμε στα καθίσματα μας δίπλα-δίπλα. Ούτε καν τυχαία να αγγίξουμε τα χέρια μας τολμήσαμε. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Που είχε πάει εκείνη η οικειότητα; Τι είχε συμβεί από το πρωί και είχε αλλάξει στάση απέναντί μου; Η καρδιά μου σφυροκοπούσε και νόμιζα για λίγο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει να χτυπά σαν ταμπούρλο! Αποφάσισα να διώξω την κατήφεια απ’ το πρόσωπό μου και να δείξω ότι δεν έτρεχε τίποτε κι ότι το κρύο μας είχε κάνει λιγάκι απόμακρους κι ας μην ήταν έτσι. Χαμογελούσα σαν χαζή και μη ξέροντας γιατί χαμογελάω. Ίσως αυτό έδιωχνε την αμηχανία μας; Δεν ξέρω. Ήμουν έτοιμη να του πω και πάλι ότι μου είχε λείψει πάρα πολύ κι ότι δεν έτυχε ποτέ να έχουμε τον χρόνο να βρεθούμε να τα πούμε, αλλά:
- Λοιπόν; Έκοψε την φόρα μου ο Στράτος.
Το ‘λοιπόν’ προήλθε αφού ξεφύσησε τον καπνό απ’ το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Την ήξερα την κίνησή του αυτή. Κίνηση αμηχανίας.
- Τι ‘λοιπόν’; Απόρησα με την σειρά μου.
- Τα νέα σου!
Μου είπε κάπως αναίσθητα. Δεν ήταν αυτός ο Στράτος. Αποφάσισα να μην δώσω πολύ σημασία. Ίσως ήταν το γνωστό χαζό ερωτηματολόγιο λίγο πριν έρθουν οι ζεστοί καφέδες που παραγγείλαμε.
- Δουλειά σπίτι κι αντιστρόφως. Όπως τα ξέρεις. Είπα κάνοντας την χαρούμενη και σαν να μην τρέχει τίποτε.
- Κι από κατακτήσεις; Ήρθε η επόμενη ερώτησή του την στιγμή που και πάλι ξεφυσούσε τον καπνό του και τίναζε την στάχτη του τσιγάρου στο τασάκι.
- Όπως τα ξέρεις. Είπα απαλά και κοιτάζοντας τις μηχανικές του κινήσεις.
Αναρωτιόμουν γιατί έκανε αυτές τις ερωτήσεις και δεν είχε μπει καν στα δικά μας. Η συνάντηση αυτή αφορούσε εμάς και μόνο. Απ’ την στιγμή που καθίσαμε δεν είχε ρίξει ούτε μια τυχαία ματιά επάνω μου. Γιατί;
Η σερβιτόρα μας έφερε τους καφέδες και χάθηκε για άλλες παραγγελίες. Τώρα πια δεν υπήρχε κάτι να περιμένουμε. Ήμασταν οι δυο μας. Δεν ξέρω αυτή η στιγμή αμηχανίας μεταξύ μας είχε μεγαλώσει κι ώρα περνούσε πίνοντας γουλιές απ’ το ζεστό καφέ μας, κοιτάζοντας έξω την βροχή. Πάλευα μέσα μου να μην δείξω ότι αισθανόμουν άσχημα. Που αλλιώς περίμενα να είμαστε κι αλλιώς τελικά μας βγήκε. Ένοιωσα ότι ίσως εγώ είχα δημιουργήσει αυτή την απόσταση μεταξύ μας. Ίσως να μην ήθελε να βγούμε απόψε για να ‘χει τον χρόνο να σκεφτεί και που εγώ δεν του τον έδωσα. Μα πως; Τόσο καιρό εκεί κάτω στην Ρόδο στην μοίρα του δεν είχε τον χρόνο; Ή πως βρήκε τον χρόνο να μου γράψει τις μαντινάδες που του έδωσε ο φίλος του ο κρητικός που ήταν κι εκείνος καψούρα με μια Μαρίνα;
- Με αυτόν τον Δημήτρη που μου είχες γράψει; Γίνεται κάτι;
«Αχ Στράτο. Πως είναι δυνατόν να είμαι εδώ μαζί σου και να σκέφτομαι άλλον; Αφού μόνο εσένα σκέφτομαι. Ο άλλος είναι …σαν παιχνίδι να περνά η ώρα, όσο είσαι μακριά».
- Δεν έχω νέα του εδώ και καιρό. Απάντησα τελικά.
- Πως κι έτσι;
- Στράτο για τον Δημήτρη θα μιλήσουμε; Δεν τρέχει κάτι με αυτόν. Για μας με νοιάζει και τίποτε άλλο.
Είπα τελικά, αλλά τον είδα να δυσανασχετεί. Λες και του είχα βάλει το μαχαίρι στον λαιμό. Ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του, άναψε άλλο τσιγάρο και βολεύτηκε καλύτερα στο κάθισμά του και το πρόσωπό του σοβάρεψε.
- Κοίτα Μαρίνα. Το σκέφτηκα αρκετά το θέμα…
Τώρα καταλάβαινα. Ο τρόπος που καθόταν μου έδινε την απάντηση. Αμυνόταν στα συναισθήματά μας. Κι η απάντηση που θα ακολουθούσε θα του εξασφάλιζε την ησυχία του. Ένοιωθα μέσα μου πόσο μετανιωμένος ήταν. Είχε μετανιώσει για όλα όσα έκανε για μένα, για όλα όσα είχε γράψει σε μένα κι επιπλέον απ’ την στιγμή που του είχα αναφέρει και τον Δημήτρη ένιωθε ότι θα έπρεπε να είμαι ελεύθερη να κάνω ότι θέλω στην ζωή μου και να μην περιμένω τίποτε από αυτόν, όπως κι ο ίδιος να μην περιμένει τίποτε από εμένα.
- Δηλαδή τι σκέφτηκες; Τον ρώτησα δειλά και μη θέλοντας να ακούσω αυτό που στο βάθος γνώριζα ότι θα έλεγε αλλά αρνιόμουν να σκεφτώ.
- Δεν βλέπω να γίνεται κάτι με μας.
Είπε κι έπιασε το φλιτζάνι του να πιει καφέ προκειμένου να αποφύγει να αντικρύσει την έκπληξη μου. Είχα μείνει έκπληκτη κι αδύναμη να αντιδράσω. Παρά την ζέστη μέσα στην καφετέρια ξαφνικά ένα ρίγος είχε κολλήσει στην πλάτη μου και με έκανε να τρέμω. Ήθελα να του φωνάξω μα δεν μπορούσα:
- Στα γράμματα σου άλλα άρχισες να μου λες. Του είπα δειλά και ξεροκατάπια.
Ένα λυγμός μου είχε σταθεί στον λαιμό και αρνιόμουν να τον ξεσπάσω για να αλαφρώσω. Πνιγόμουν εκείνη την στιγμή.
- Ναι, αλλά το σκέφτηκα καλύτερα και πιο ψύχραιμα.
Απάντησε προσπαθώντας να κάνει τον αναίσθητο αρνούμενος πεισματικά να μου ρίξει έστω κι ένα τυχαίο βλέμμα. Κάτι μου έλεγε πως αν το έκανε θα έβλεπα το ψέμα του. Δεν ήθελα να του ζητήσω να μου μιλάει και να με κοιτάει στα μάτια:
- Και τι είναι αυτό που σε κάνει να νομίζεις ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι με μας;
Τον ρώτησα κοιτώντας τον στο πρόσωπο μήπως και του ξεφύγει έστω και λίγο το βλέμμα του προς τα μένα. Εκείνος δεν έκανε τίποτε. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Το ίδιο έκανα κι εγώ αυτή την φορά, μπας και έδιωχνα μακριά μου το ρίγος:
- Από την μια υπολογίζω την φιλία μου με τον αδερφό σου κι απ’ την άλλη είσαι εσύ. Δεν θέλω να πληγωθούμε αν κάτι πάει στραβά μεταξύ μας. Δεν είναι προτιμότερο να μείνουμε φίλοι;
Μου είπε και γύρισε και κοίταξε τα χείλια μου. Τα μάτια του! Δεν έλεγε αλήθεια. Το φιλότιμό του υπολόγιζε και σεβόταν τον αδερφό μου, ενώ η καρδιά του ήταν σε μένα. Το βλέμμα του στα χείλη μου ήταν η διάψευση όλου αυτού που γινόταν αυτή την στιγμή. Ήταν σαν μου ζητούσε βοήθεια. Πάντα στα χείλη μου κοιτούσε όταν ένοιωθε πνιγμένος. Κρεμόταν απ’ τα χείλη μου και τι θα έλεγα. Βασιζόταν σε μένα να κάνω την κατάσταση πιο συμβατή με μας. Δεν ήθελα όμως να τον διώξω. Δεν ήθελα να δώσω μια κλωτσιά σε όλα όσα αισθανόμουν και να πω ‘εντάξει δεν έγινε τίποτε, συνεχίζουμε σαν φίλοι’. Δεν μπορούσα. Δεν άντεχα να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν γινόταν να στεριώσει φιλία μεταξύ μας. Τα αισθήματά μας ήταν πιο δυνατά για να τα προσπεράσουμε έτσι. Έπιασα το χέρι του και το έσφιξα:
- Εγώ; Νομίζεις πως είσαι μόνος σου; Εγώ λες ότι δεν το έχω σκεφτεί; Εγώ Στράτο βασανίζομαι πολύ περισσότερο από εσένα. Καταλαβαίνω πως υπολογίζεις την φιλία σου με τον αδερφό μου, αλλά δεν υπολογίζεις εμένα. Όλο αυτό τον καιρό νόμιζα πως κάτι σήμαινα για σένα.
Δεν άντεξε. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια και έσφιξε τα χέρια μου στις παλάμες του:
- Μου είσαι σημαντική και μην νομίζεις πως έχω ξεχάσει όλα όσα έκανες για να το ανακαλύψω. Όμως… αξίζεις κάτι καλύτερο. Εγώ τι είμαι; Ένα αλήτης είμαι. Δεν κάνω για σένα.
«Ένας αλήτης». Τετριμμένη απάντηση. Γνωστή. Τι λέει κανείς όταν θέλει να αποφύγει κάποια κατάσταση; Μόνο που εγώ αυτόν τον ‘αλήτη’ τον νοιαζόμουν και δεν μπορούσα να του δώσω μια κλωτσιά σαν να μην πέρασε ποτέ απ’ την ζωή μου. Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια μου. Ώρα το κρατούσα αλλά δεν άντεξα. Το σκούπισα βιαστικά να μην το προσέξει ο Στράτος. Και πόσο πια να μην το προσέξει όταν καθόταν δίπλα μου κρατώντας το χέρι μου:
- Γιατί κλαις; Με ρώτησε.
Πως είναι δυνατόν να μην κλάψεις όταν αυτή την στιγμή σου διαλύονται οι επιθυμίες και τσακίζονται τα συναισθήματά σου;
- Δεν κλαίω. Με έτσουξε ο καπνός απ’ το τσιγάρο. Δικαιολογήθηκα.
- Μην λες ψέματα. Ξέρω γιατί κλαις. Μου είπε και σκούπισε το επόμενο δάκρυ που φάνηκε στα μάτια μου.
- Αφού ξέρεις γιατί ρωτάς τότε;
Τράβηξα τα χέρια μου απ’ τα δικά του. Και απέφυγα να τον κοιτάω. Έριξα το βλέμμα μου στην τζαμαρία και κοιτούσα έξω. Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά και πολλοί περαστικοί έτρεχαν να βρουν μέρος να μην βρέχονται, ακόμη κι αυτοί που είχαν ομπρέλα. Η βροχή ήταν ότι γινόταν και μέσα μου. Κάθε στάλα βροχής ένα δικό μου δάκρυ. Ήθελα να το βάλω στα πόδια. Όπως εκείνος μπήκε ξαφνικά στην ζωή μου ήθελα κι εγώ εκείνη την στιγμή να βγω ξαφνικά απ’ την δική του. Όμως κάτι με κρατούσε εκεί. Καρφωμένη στο κάθισμά μου. Ένας κόμπος στον λαιμό μου με έπνιγε. Ένιωθα περίεργα λες και είχα χάσει το έδαφος απ’ τα πόδια. Δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι αυτό το παραμύθι. Το δικό μου παραμύθι. Συνειδητοποιούσα ότι ο πόνος της ψυχής μου αυτή την στιγμή ήταν πιο αβάσταχτος από αυτόν που είχα νοιώσει με τον Γιώργο. Ένοιωθα άλλα πράγματα πιο δυνατά και που ο Στράτος βοήθησε με τον τρόπο του να ανακαλύψω. Και που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα αισθανόμουν έτσι. «Σ’ αγαπάω» σκεφτόμουν και νόμιζα πως θα διάβαζε την σκέψη μου. Τον αγάπησα γιατί ήταν δίπλα μου όταν εγώ πονούσα εξαιτίας κάποιου άλλου και συνεχίζω να τον αγαπάω παρά τον πόνο που μου δημιούργησε αυτή την στιγμή. Ήθελα τόσο πολύ να του το πω. Αλλά πώς να πεις σε ένα άνθρωπο το τι αισθάνεσαι, όταν ο ίδιος θέλει να αποφύγει τα δικά του αισθήματα γιατί τον φόβιζαν.
- Αν κοιτάξεις γύρω σου, υπάρχουν άνθρωποι που σε νοιάζονται. Απλά άνοιξε τα μάτια σου.
Μου είπε χαϊδεύοντας μου την πλάτη, όπως ένας φίλος σε φίλο για παρηγοριά.
- Ανοιχτά είναι. Είπα και τραβήχτηκα.
- Δεν είναι Μαρίνα. Δεν κοιτάς να δεις ποιοι άλλοι σε νοιάζονται και κοιτάς μόνο εκεί που δεν πρέπει. Συνέχισε προσπαθώντας να μου κλέψει ένα βλέμμα.
Δεν μπορούσα να μιλήσω ή να του εξηγήσω. Πως θα μπορούσε να καταλάβει ότι αυτοί οι ‘που δεν πρέπει’ ήταν ο ίδιος ο κόσμος μου όλος. Δεν μπορούσα να του το πω. Κάτι με κρατούσε να μην του μιλήσω. Ίσως η ψευτοπερηφάνια της στιγμής για να μην πέσω χαμηλά. Ήθελα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου όσο μπορούσα. Ήμουν ικανή εκείνη την στιγμή να πέσω στα πόδια του και να με κρατήσει στην ζωή του. Ήθελα να τον παρακαλέσω. Κρατήθηκα κι άφησα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται και να χάνεται κομμάτι-κομμάτι όπως δημιουργήθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Όπως δημιουργήθηκε τις φορές που μιλήσαμε, που συναντηθήκαμε, που αλληλογραφήσαμε, που νοιαστήκαμε ο ένας για τον άλλο, που αναρωτηθήκαμε για το τι μας συνέβαινε τελικά. Και να τι τελικά συνέβη! Χαλάσματα!



Ο χρόνος ήταν λες και είχε σταματήσει λες κι όλα είχαν παγώσει. Δεν υπήρξε ποτέ άλλη στιγμή στην ζωή μου που να νοιώθω έτσι κι όλα να μου μοιάζουν τόσο αταίριαστα. Άναψα τσιγάρο. Πίστευα πως καταπίνοντας το φαρμάκι του θα κατάπινα και το δικό μου παράπονο. Απόψε δεν ήξερα τι γινόταν και διαλυόταν όλο αυτό που μέσα μου φάνταζε τόσο όμορφο και γλυκό για πολύ καιρό. Ήπια την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ μου και κοίταξα τον Στράτο. Με κοίταξε κι εκείνος κι έκανε να μιλήσει. Δεν χρειαζόταν. Τον έκοψα με ένα μου νεύμα. Τον κοιτούσα στα μάτια. Μόνο αυτά έπρεπε να μιλήσουν τώρα. Μόνο αυτά θα μου έλεγαν την αλήθεια. Το βλέμμα του τον πρόδωσε. Όσο κι αν προσπαθούσε όλα όσα έλεγε τα έλεγε με δυσκολία. Δεν ήταν η φιλία του με τον αδερφό μου που τον εμπόδιζε να κάνει ένα βήμα παραπέρα, αλλά τα ίδια του τα αισθήματα. Τον είχαν τρομάξει και ήθελε να ξεφύγει. Γιατί όμως; Συνήθως όταν νοιώθουμε κάτι για κάποιον φροντίζουμε να του το δείξουμε, γιατί δεν έκανε κι εκείνος το ίδιο; Σίγουρα έπειτα θα αντλούσαμε μαζί την δύναμη για να κρατηθούμε και να προχωρήσουμε χέρι-χέρι. Δεν ήταν καν παγόβουνο που να μην μπορούμε να προσπελάσουμε, αλλά μια σχέση δυο νέων ανθρώπων. Απλά μια σχέση. Κι όσο κρατούσε. Τα μάτια του ήταν κολλημένα στα δικά μου: «Σε νοιώθω. Η καρδιά σου χτυπά μαζί με την δική μου. Δεν είσαι συ που θες να δώσεις αυτό το τέλος» σκεφτόμουν όσο τον κοιτούσα:
- Αγκάλιασε με! Τόλμησα να πω σιγανά.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή απ’ την αγωνία και περίμενα να ακούσω ξαφνικά το ‘όχι Μαρίνα δεν πρόκειται να το κάνω’, προκειμένου να μου δείξει ότι όσο κι αν ο ίδιος το ήθελε θα έπρεπε να μην το κάνει για χάρη της… φιλίας! Άφησε το τσιγάρο του στο τασάκι και με τα δυο του χέρια μου σκούπισε τα δάκρυα. Δεν είχα καταλάβει ότι τόση ώρα δάκρυζα. Με έσφιξε στην αγκαλιά του:
- Αχ! Μαρίνα…
Ένοιωθα την καρδιά του να χτυπά το ίδιο σαν την δική μου τρελά. Κούρνιασα στην αγκαλιά του και δεν ήθελα με τίποτε να δεχθώ πως ήμασταν φίλοι ή θα παραμέναμε φίλοι. Δεν γινόταν να είμαστε φίλοι εμείς οι δύο. Ποια φιλία μπορούσε να χωρέσει ανάμεσα στα αισθήματά μας;
- Φίλησέ με.
Δεν ξέρω πως βρήκα δύναμη να ξεστομίσω αυτές τις δυο λεξούλες. Ή τώρα ή ποτέ. Ίσως να ήταν και το τελευταίο φιλί που θα γευόμουν απ’ τα χείλη του. Ήθελα αν ήταν να τελειώσει όλο αυτό, ας τελείωνε με μια γλυκιά ανάμνηση έστω κι από ένα τελευταίο φιλί. Ίσως και να τον δοκίμαζα. Δεν ξέρω. Ήθελα με κάθε τρόπο να ανακαλύψω την αλήθεια του. Αν πραγματικά εννοούσε όλα αυτά που μου είπε νωρίτερα θα απέφευγε να με φιλήσει. Ήμουν έτοιμη να ακούσω: ‘μην κάνεις την στιγμή πιο δύσκολη’. Δεν αντιδρούσε. Τραβήχτηκα απ’ την αγκαλιά του για να μην νοιώθει ότι τον πιέζω με αυτό που του ζήτησα. Για μια στιγμή ένοιωσα να μετανιώνω. Το πρόσωπό του όμως μου έλεγε ότι είχα κάνει λάθος. «Αχ να ήξερες πόσο πολύ σε αγαπώ» σκεφτόμουν και τον κοιτούσα. Με κοιτούσε κι εκείνος. Με τα δάχτυλα του χάιδεψε τις γραμμές του προσώπου μου, σήκωσε μερικές τούφες απ’ τα μαλλιά μου για να φαίνονται τα μάτια μου και ξαφνικά με τράβηξε στην αγκαλιά του. Με έσφιγγε κι ένοιωθα τον αναστεναγμό του. Τον αναστεναγμό ενός ανθρώπου που δεν θέλει με τίποτε στον κόσμο να διώξει αυτόν που αγαπάει μακριά του. Ένοιωσα ότι κάτι τον έπνιγε. Ήταν σαν να μου έλεγε ότι όλα όσα μου είπε ήταν λόγια του αέρα, ότι ήθελε να με διώξει γιατί δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να με κάνει ευτυχισμένη.
Φιλούσε κάθε πόντο του προσώπου μου και γευόταν κάθε χιλιοστό. Ρίγη ηδονής με κυρίεψαν ξαφνικά γιατί δεν περίμενα ότι δεν θα αρνιόταν αυτό που του ζήτησα. Ήθελα τα χείλη του στα χείλη μου αλλά τον άφηνα να εξερευνά το πρόσωπό μου, τον λαιμό μου με τα χείλη του και με τα χέρια του. Ήταν σαν να ήθελε να ‘γνωρίσει’ την Μαρίνα εξολοκλήρου. Να μυρίσει τα μαλλιά, το δέρμα μου, το άρωμά μου. Τον άφηνα να χαθεί σε αυτό του το ταξίδι. Το λάτρεψα αυτό του το ταξίδι. Με γέμιζε με μικρά φιλιά σε όλο το πρόσωπο και τον λαιμό, ρουφούσε τους λοβούς των αυτιών μου και τους πιπίλιζε κάνοντας με να ανατριχιάζω με μια γλυκιά ανατριχίλα. Ξαφνικά ένοιωθα να ξυπνά εκείνο το χαμένο πάθος απ’ την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε στο πάρτυ μου πριν χρόνια. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ξυπνούσε αυτές τις παλιές αισθήσεις μου. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου. Και ξαφνικά κόλλησα επάνω του εκεί στα καθίσματά μας. Τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου κι έκανε κι εκείνος το ίδιο. Μου έκοβε την ανάσα αλλά δεν ήθελα να τελειώσει αυτό που ζούσα. Άφησα τα χείλη μου να οδηγηθούν σε όλο του το πρόσωπο. Μου άρεσε να τον αναστατώνω με τις μικρέ ς μου δαγκωματιές στο πηγούνι του και τα χείλη του. Με οδήγησε ο ίδιος στον λαιμό του. Ήθελε να παίξω εκεί. Έκλεισα τα μάτια για να γευτώ την μυρωδιά του δέρματός του. Όσες φορές είχαμε πλησιάσει τόσο κοντά η επαφή των χειλιών μας απλά ξυπνούσε την επιθυμία. Έσυρα τα χείλη μου στον λαιμό του υγραίνοντάς τον ελαφρά με την γλώσσα μου κι έφτασα στα αυτιά του. Το μυστικό του. Του άρεσε το φιλί στους λοβούς των αυτιών του. Τον αναστάτωνε και του ξυπνούσε τον πόθο. Πήρα με τα χείλη μου τον δεξί λοβό του και άφηνα την γλώσσα μου να παίζει μαζί του. Έκανα ακριβώς το ίδιο και με τον άλλο. Ότι έκανα έκανε κι εκείνος. Τα φιλιά πια δεν μου αρκούσαν ήθελα περισσότερο. Ήθελα τον ίδιο ολόκληρο. Να γευτώ το κορμί του σπιθαμή προς σπιθαμή. Στην σκέψη αυτή ένοιωσα να μου κόβεται η ανάσα κι η καρδιά να χτυπά σαν τρελή.
Τραβήχτηκα να ανασάνω. Δεν με άφησε εκείνος. Συνέχισε ότι εγώ δεν πρόλαβα να σταματήσω. Έκλεισα τρυφερά στα χέρια μου το πρόσωπό του και του φιλούσα απλά τα χείλη. Εκείνος δοκίμασε άλλο παιχνίδι για να με κάνει να λιώσω απ’ τον πόθο και να τον θέλω περισσότερο. Δάγκωνε απαλά τα χείλη μου. Κάθε φορά που δοκίμαζα να φιλήσω τρυφερά τα δικά του εκείνος άρπαζε αμέσως τα δικά μου και τα δάγκωνε απαλά. Του ξέφευγα και με τραβούσε κοντά του κι έκανε το ίδιο παιχνίδι:
- Δεν τελειώνει έτσι, μια τέτοια στιγμή.
Άκουσα σιγανά την βραχνή απ’ τον πόθο φωνή του στο αυτί μου. «Το ξέρω αγάπη μου» σκέφτηκα και τον κοιτούσα και δεν χόρταινα τον κοιτάω. Κι εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από επάνω μου. Έβγαλε το πουλόβερ του και με τράβηξε πάλι κοντά του. Κοιτούσε το πρόσωπό μου με αγάπη και το χάιδεψε απαλά με τα δάχτυλά του. Άγγιξε και πάλι τα χείλη μου με τα χείλη του και το φιλί του ήταν απίστευτα τρυφερό. Ένα δάκρυ ξέφυγε απ’ τα μάτια μου γιατί αυτό που ζούσα ήταν η υπέρτατη ευτυχία με τον άνθρωπο που αγαπούσα. Τα φιλιά του ήταν αχόρταγα και δεν ήθελα να είναι τα τελευταία. Δεν γινόταν να είναι τα τελευταία. Με ήθελε όσο κι εγώ. Τώρα πια ήμουν σίγουρη. Η γλώσσα του άγγιζε την δική μου και το παιχνίδι ήταν απίστευτα διεγερτικό. Τον ποθούσα. Τον ήθελα όσο τίποτε άλλο. Ήθελα να με ταξιδέψει στον έρωτά του και δεν μ’ ένοιαζε τίποτε άλλο. Με γευόταν: πιπίλησε τις άκρες των δαχτύλων μου στα χέρια μου κι έβαλε τα χέρια του κάτω απ’ το μπλουζάκι μου. Με χάιδευε και δεν ήθελα να ξεκολλήσω από επάνω του. Έχωσα και τα δικά μου χέρια κάτω απ’ το δικό το μπλουζάκι και τον χάιδευα με τα νύχια όπως του άρεσε όπως κάποτε μου είχε πει. Είχε κλείσει τα μάτια κι αφηνόταν σε αυτό μου το χάδι. Ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου κι έδειχνε να χαλαρώνει. Τον άφησα εκεί κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα χαϊδεύοντας τον ατελείωτα. Τότε ένοιωσα να ρουφά τον λαιμό μου, να τον δαγκώνει, να δαγκώνει τα χείλη μου, το πηγούνι μου, τ’ αυτιά μου και να αφήνει την γλώσσα του να παίζει με την δική μου κι εγώ να επιμένω να τον χαϊδεύω. Ήθελα τόσο πολύ να φύγουμε και να συνεχίσουμε κάπου αλλού ή σε κάποιο κοντινό ξενοδοχείο ή στο σπίτι μου. Τον ήθελα.
- Μη συνεχίζεις. Πρέπει να πάμε κάπου απόμερα. Όχι εδώ μέσα. Μου είπε απαλά κοιτώντας με στα χείλη.
Είχε δίκιο. Έπρεπε να κλείσουμε την βραδιά μας σε ένα δωμάτιο κλεισμένοι οι δυο μας κι όχι εκεί στο βάθος της καφετέριας. Μείναμε αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε ή να ψάχνουμε δικαιολογίες για το αν τελικά τελείωσε η ιστορία μας. Δεν είχαμε την δύναμη να σκεφτούμε κάτι τέτοιο. Ήταν σαν να είχαμε κάνει έρωτα με το μυαλό και τα φιλιά και προσπαθούσαμε να χαλαρώσουμε νοιώθοντας γεμάτοι, που είχε ο ένας κοντά του τον άλλο. Τον κοίταξα κάποια στιγμή στα μάτια εκεί χωμένη στην αγκαλιά του: «σ’ αγαπώ» σκέφτηκα κι εκείνος μου χαμογέλασε.


Κεφάλαιο 31

29. Με δεκαήμερη...



Προχωρούσα βιαστική και κοιτούσα συνεχώς το ρολόι μου. Η αγωνία μου ήταν απερίγραπτη και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Τακτικά σταματούσα μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων για να κοιτάζω το είδωλό μου στο τζάμι για να δω αν ήμουν εντάξει και δεν χάλασε τίποτε απ’ την εμφάνιση μου. Έβρεχε αλλά δεν με ένοιαζε αν καμιά στάλα βροχής κατάβρεχε το παλτό μου ή τις άκρες των μαλλιών μου. Η ώρα κόντευε δύο. Μακάρι Θεέ μου να είναι στο καθαριστήριο. Προχωρούσα βιαστικά όσο μπορούσα. Είχε περάσει απ’ το μυαλό μου να πάρω ταξί και να πάω, αλλά δεν ήθελα να δώσω αμέσως το στίγμα μου όταν θα σταματούσε το αυτοκίνητο ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί. Ενώ τώρα με τα πόδια θα μπορούσα να σταθώ σε κάποια απόσταση να πάρω μια ανάσα πριν τολμήσω και μπω μέσα. Αν ήταν τελικά εκεί, πως θα τον αντιμετώπιζα; Τι θα του έλεγα; Πως θα του μιλούσα; Πως θα τον χαιρετούσα; Ήταν σαν το πρώτο ραντεβού που αγωνιάς για το τι θα πει ο άλλος που θα βγει μαζί σου για πρώτη φορά. Είχα την αίσθηση πως η μορφή μου θα ήταν ξεχασμένη στο μυαλό του Στράτου. Αν ήταν απόμακρος απέναντί μου; Όχι-όχι, δεν γίνεται. Πως είναι δυνατόν να είναι απόμακρος όταν θέλει να μου κάνει έκπληξη; Μήπως θα έπρεπε να κάνω διάφορες σκέψεις και να δράσω αυθόρμητα κι ότι γινόταν τελικά; Μάλλον ήταν το καλύτερο που είχα να κάνω!
Όταν έφτασα τελικά στο καθαριστήριο, έτρεμα ολόκληρη. Δεν υπήρχε ποτέ άλλη φορά στην ζωή μου που να τρέμω τόσο πολύ. Κάτι μου έλεγε πως ο Στράτος ήταν μέσα και δούλευε κάπου στο βάθος. Πήρα βαθιά ανάσα και μπήκα:
- Καλώς την! Μου είπε η μητέρα του με ένα πλατύ χαμόγελο μόλις με είδε να μπαίνω.
- Δεν με περιμένατε! Αλλά περνούσα από δω κι είπα να μπω να μάθω κάνα νέο για τον Στράτο που μας έχει ξεχάσει!
‘Περνούσα από δω’ πολύ πρωτότυπο! Τι να άλλο να πω; Δεν έβρισκα κάτι άλλο να δικαιολογήσω την εμφάνισή μου στο μαγαζί τους! Κι έτρεμα σαν το ψάρι και τα λόγια μου ακούγονταν τόσο χαζά! Η κυρά Σταυρούλα χαμογέλασε και κοίταξε τον άντρα της που χαμογελούσε κι εκείνος που σιδέρωνε ένα παντελόνι στην πρέσα:
- Πόσο καιρό έχεις να του μιλήσεις; Με ρώτησε ο κυρ Μιχάλης.
- Ούτε που θυμάμαι! Πάνω από δύο τρεις μήνες. Δεν θυμάμαι ειλικρινά!
- Και γιατί δεν του τηλεφωνείς; Ήρθε η επόμενη ερώτηση απ’ την κυρά Σταυρούλα.
Με αιφνιδίασε αυτός ο διάλογος και ειλικρινά δεν περίμενα να υπάρχει μια τέτοια θετική ανταπόκριση απέναντί μου. Δεν ξέρω αν ο Στράτος τους είχε πει τίποτε για μένα. Ποτέ άλλη φορά δεν είχα επικοινωνήσει μαζί τους και δεν τολμούσα να το κάνω, γιατί δεν ήθελα να δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα. Δεν μπορούσα να ξέρω τι άνθρωποι ήταν κι αν ανακατεύονταν στο ποιους θα έκανε παρέα ο γιος τους. Υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά ποτέ δεν άφηναν να δημιουργηθεί μια τέτοια εντύπωση στους γύρω. Αυτού του είδους τις συμπεριφορές τις κρατούσαν γι’ αυτούς. Για την ώρα στεκόμουν μπροστά τους λες και με ανέκριναν και έτρεμα ολόκληρη, περιμένοντας με αγωνία την στιγμή που το πρόσωπό τους θα γινόταν πιο σκληρό και θα με πετούσαν με τις κλωτσιές έξω:
- Δεν μου έχει δώσει κάποιο τηλέφωνο για να τον βρίσκω. Η μόνη επαφή που έχουμε είναι με αλληλογραφία και έχω να λάβω γράμμα του πάρα πολύ καιρό και δεν ξέρω αν είναι καλά, δεν ξέρω τι κάνει.
Είπα με παράπονο κάπως διστακτικά και κοίταζα τις μύτες των παπουτσιών μου θεωρώντας πως ίσως τώρα να μου την φύλαγαν και να με απόπαιρναν και να με διαολόστελναν:
- Όποιος ενδιαφέρετε για κάποιον Μαρίνα βρίσκει τον τρόπο να μάθει τα νέα του.
Δεν ήξερα τι να πω! Δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο. Δεν ήξερα τι άνθρωποι ήταν και είχα τον φόβο. Και να που άρχισα σιγά-σιγά να ηρεμώ, διώχνοντας την εικόνα που θεωρούσα πως κρυβόταν πίσω απ’ τα πρόσωπα των γονιών του Στράτου. Είχε δίκιο η μητέρα του. «Όποιος ενδιαφέρεται»! Κι εγώ ενδιαφερόμουν όμως αλλά ντρεπόμουν να το κάνω. Πως; Δεν είχα το θάρρος και τώρα με τα χίλια ζόρια με κρατούσαν τα πόδια μου για να μάθω:
- Θα μπορούσες να μας είχες ζητήσει τα τηλέφωνα και θα στα δίναμε. Συνέχισε η κυρά Σταυρούλα καθησυχάζοντάς με.
- Τρέχω με την δουλειά και δεν προλαβαίνω κι απ’ την άλλη δεν ήθελα να σας ενοχλήσω. Δεν είχα το θάρρος. Είναι καλά; Είχατε νέα του;
Η κυρά Σταυρούλα με κοίταξε με εκείνο το σπινθηροβόλο βλέμμα της, όταν ήθελε να επιβεβαιώσει πως όλα ήταν καλά κι ο δε κυρ Μιχάλης χαμογελούσε επίσης πονηρά. Δεν ξέρω αν είχαν καταλάβει το ψέμα μου, αλλά νοιαζόμουν: και τυχαία δεν περνούσα και με έτρωγε η αγωνία να τον δω!
- Τράβα πίσω απ’ το πλυντήριο να δεις μόνη σου.
Μου είπε ο πατέρας του Στράτου την στιγμή που έφτιαχνε τις τσακίσεις του παντελονιού και τις έστρωνε στην πρέσα. Η στιγμή ήρθε λοιπόν;
Προχώρησα αργά στην πίσω μεριά του πλυντηρίου του καθαριστηρίου όπως μου είπε ο κυρ Μιχάλης και τον είδα. Στάθηκα σε μιαν άκρη και τον κοιτούσα. Η εικόνα του με μάγευε. Πόσο μου είχε λείψει! Μου άρεσε να τον βλέπω να δουλεύει εκεί και τα ρούχα του να είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Τον κοιτούσα και πίστευα πώς αν πλησίαζα θα διαλυόταν σαν σύννεφο η εικόνα. Και δεν ήθελα να την διαλύσω. Τον έβλεπα που έσκυβε και έπαιρνε κάποια ρούχα και τα έτριβε με μια βούρτσα επίμονα. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκανε αλλά η μυρωδιά του υγρού που έριχνε πρόδιδε πως μάλλον καθάριζε επίμονους λεκέδες. Όταν τελείωσε αυτό με αυτό που είχε στα χέρια του πήρε την πεταμένη στοίβα μπροστά του και την έριξε στο πλυντήριο. Γύρισε να πάει να φέρει την επόμενη παρτίδα ρούχων και ξαφνιάστηκε όταν με αντίκρισε να στέκομαι εκεί στην άκρη και να τον χαζεύω χαμογελώντας του:
- Μαρίνα! Είπε ξαφνιασμένος με χαμόγελο κι έκπληξη στο βλέμμα.
Πέταξε το τσιγάρο που είχε βάλει στα χείλη του σε ένα τασάκι και με πλησίασε.
- Τι έκπληξη είναι αυτή μωράκι μου;
Έκανε να με αγκαλιάσει αλλά ήταν λερωμένος απ’ τα φάρμακα που έριχνε στα ρούχα για το καθάρισμα και δεν το τόλμησε κάτι που φάνηκε στο βλέμμα του η απογοήτευσή του. Του χαμογελούσα και αυτό τον έκανε να το ξεχάσει και με πλησίασε πιο προσεκτικά και με φίλησε τρυφερά και πεταχτά στα χείλη.
- Θέλω τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω αλλά κοίτα χάλια!
Μου είπε δείχνοντας μου την ιδρωμένη και λερωμένη εικόνα του και τα χέρια του ακόμη είχαν πάρει χρώμα απ’ τα ρούχα.
- Όταν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό! Τον πείραξα.
Έπιασε το απολυμαντικό που ήθελε απ’ το ράφι πίσω μου και μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Μου είπε πως είχε φτάσει το περασμένο βράδυ κι ότι αν δεν είχε τόση δουλειά στο μαγαζί, θα μου έκανε έκπληξη. Είχε πάρει δεκαήμερη άδεια.
- Φυσικά στο είπε η μητέρα σου πως ήρθα.
- Όχι απλά περνούσα τυχαία. Κι επειδή δεν μου είχες στείλει κανένα γράμμα μπήκα να ρωτήσω για σένα.
Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια με τον τρόπο που ήξερε να με αναστατώνει. Τον κοίταξα κι εγώ για να με πιστέψει:
- Αλλού αυτά!
Γέλασα. Δεν μπορούσα να του κρυφτώ. Μου άρεσε να παίζω με τα λόγια μαζί του. Μου είχε λείψει τόσο πολύ η κουβέντα μαζί του, που μου άρεσε να τον ακούω να μου μιλά.
- Έχεις δίκιο. Μου τηλεφώνησε και μου το είπε. Ήθελα τόσο να σε δω που δεν μπορούσα να περιμένω να μου κάνεις έκπληξη κι ήρθα να στην κάνω εγώ Και να ‘μαι! Μου έλειψες!
- Κι εμένα! Δέκα μέρες όμως θα βαρεθείς να με βλέπεις!
Δεν ήμουν και τόσο σίγουρη για αυτό. Εγώ θα προσπαθούσα να ξεκλέψω ώρες απ’ την δουλειά για να βρισκόμαστε, αυτός θα είχε το χρόνο να δει όλους τους συγγενείς και τους φίλους και συγχρόνως να δουλεύει στο καθαριστήριο και τέλος να βλέπει κι εμένα; Τον κοιτούσα που επέμενε να πιέζει με το εξάρτημα τα ρούχα, νοιώθοντας μια μικρή απογοήτευση στην τελευταία σκέψη. «Μην τα θες όλα δικά σου Μαρίνα». Είχα να τον δω τόσο πολύ καιρό που τα ήθελα όλα δικά μου. Δεν τον χόρταινα να τον κοιτάω. Ήξερα πως οι δέκα μέρες αυτές που θα βρισκόταν εδώ, δεν θα ήταν χορταστικές ή βαρετές για μένα!
Άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις για τα πάντα. Το τι γινόταν γενικώς, αν είχα νέα απ’ τον Γιάννη, πως πήγαιναν τα πράγματα με τον Δημήτρη… «Αυτό το τελευταίο δεν έπρεπε να το ρωτήσεις» σκέφτηκα. Το λάθος ήταν δικό μου γιατί στα τελευταία μου γράμματα του είχα αναφέρει για τον Δημήτρη και τι γινόταν. Όχι με λεπτομέρειες, αλλά έτσι γενικώς κι αορίστως. Το προσπέρασα γρήγορα λέγοντας πως δεν γινόταν κάτι κι ότι εκείνος απλά έπαιζε. Μετά άρχισε να μου διηγείται ιστορίες του στρατού λες κι εγώ καιγόμουν γι’ αυτές. Όμως τον άφηνα να μιλήσει. Ήθελε κάπου να της πει.
- Ειδικές δυνάμεις ήθελες! Του είπα.
Και λες και το έκανε επίτηδες. Συνέχιζε να μου μιλά για τον στρατό. Για μας, κουβέντα! Τσιμουδιά! Έκανα υπομονή και δεν μιλούσα και του χαμογελούσα απλά υπομένοντας την πολυλογία του για τον στρατό.
- Δεν θα ήταν καλύτερα να τα λέγαμε το απόγευμα; Του πρότεινα αμέσως.
- Ωχ! Έχεις δίκιο. Έχω τόσα να σου πω. Τι λες για απόψε το βράδυ;
- Ωραία!
Κανονίσαμε τις λεπτομέρειες για το πότε και που θα συναντιόμασταν και θα πηγαίναμε μετά για καφέ. Επιτέλους! Χάρηκα που το κανονίσαμε τελικά. Δεν ήθελα να τον απασχολώ άλλο. Τον φίλησα στο μάγουλο και τον αποχαιρέτησα ανανεώνοντας την συνάντηση μας για το βράδυ.

Επέστρεψα στο σπίτι μου χαρούμενη. Απίστευτα χαρούμενη. Και είχα απίστευτη όρεξη να τελειώσω την δουλειά που ανέλαβα με την συνέντευξη. Και την τέλειωσα. Δεν μπορούσα να το αφήσω για αργότερα. Δεν ήξερα τι θα προέκυπτε απόψε το βράδυ βγαίνοντας με τον Στράτο. Πήγα τα θέματα που είχα ετοιμάσει στο ραδιόφωνο τα άφησα στο γραφείο του αρχισυντάκτη κι έφυγα τρέχοντας. Ο Θοδωρής στην ρεσεψιόν είχε όρεξη να με πειράξει, αλλά εγώ δεν είχα χρόνο. Έπρεπε να γίνω όμορφη. Θα συναντούσα τον Στράτο μου κι έπρεπε να είμαι όμορφη. Έπρεπε να δει και πόσο όμορφα με έκανε να αισθάνομαι η παρουσία του.


Με την ψυχή στο στόμα κατάφερα να είμαι στην ώρα μου. Κοίταξα ολόγυρά μου να δω αν ο Στράτος ήταν κάπου και με περίμενε. Έκανα μια βόλτα κατά μήκος του δρόμου. Δεν φαινόταν πουθενά. Έκανε κρύο έριχνε ψιλόβροχο και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ένα τέτοιο απόγευμα θα με άφηνε να τον περιμένω για πολύ. Θα ερχόταν! Αλλά ήδη είχε αργήσει. Αν δεν ερχόταν; Το σπίτι του βέβαια ήταν κοντά αλλά και πάλι δεν τολμούσα να τηλεφωνήσω πόσο μάλλον να περάσω η ίδια από εκεί! «Μαρίνα ηρέμησε ίσως κάτι του έτυχε» σκέφτηκα. Δεν μου άρεσε που στεκόμουν εκεί στην άκρη του δρόμου και τον περίμενα κι αυτός δεν εμφανιζόταν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Τα λεπτά περνούσαν. Κόντευε πια να κλείσει ώρα… Ένοιωσα να χάνω το οξυγόνο και να μην μπορώ να αναπνεύσω. Ένας κόμπος μου είχε σταθεί στο στομάχι και στο στήθος είχα ένα απίστευτο βάρος. Δεν ήθελα να σκεφτώ το οτιδήποτε. Το αρνιόμουν πεισματικά. Έκανα βόλτες στο πεζοδρόμιο πάνω-κάτω. «Άλλα πέντε λεπτά Μαρίνα. Ίσως έρθει» σκεφτόμουν συνέχεια. Και τα πέντε λεπτά περνούσαν. Έδωσα ξανά άλλα πέντε λεπτά χρόνο. «Μαρίνα φύγε. Δεν πρόκειται να έρθει. Αυτό ήταν. Το παραμύθι τελείωσε» σκέφτηκα κι έκανα να φύγω απογοητευμένη:
- Καλησπέρα Μαρίνα! Άκουσα πίσω μου μια γνώριμη φωνή.
Έστρεψα το βλέμμα μου πάνω απ’ τον ώμο μου και έβλεπα τον Ηλία να με πλησιάζει. Δεν είχα καμία διάθεση να του μιλήσω. Το ‘στήσιμο’ του Στράτου μου έδινε την οριστική του απάντηση για μας.
- Καλησπέρα Ηλία! Του απάντησα με όση δύναμη είχα.
- Τον Στράτο περιμένεις; Με ρώτησε.
- Ναι. Του είπα με επιφύλαξη και με απορία πως ήξερε ποιον περιμένω.
- Μου ζήτησε να έρθω να σε βρω.
Κι έπρεπε να κάνει τόση ώρα για να έρθει να με βρει; Ήμουν αρκετή ώρα στον δρόμο είχα ξεπαγιάσει κι ο Ηλίας δεν έδειχνε ότι βιαζόταν. Μάλλον από αγγαρεία το έκανε και για τίποτε άλλο. Σου λέει ‘αν την βρω, την βρήκα’!
- Τι έγινε; Που είναι; Έγινε κάτι; Ρώτησα με ανησυχία.
- Μην ανησυχείς. Απλά το ραντεβού σας αναβάλετε για αύριο μου είπε, γιατί του έτυχε δουλειά.
- Τι δουλειά;
- Γίνεται ένα παιδικό πάρτυ στο Palladium και τον ζήτησαν για σερβιτόρο.
- Δηλαδή είναι εκεί τώρα;
Κάπως με καθησύχασε η σκέψη πως προσπάθησε να στείλει τον Ηλία να με βρει. Ο θυμός μου καταλάγιασε. Ο Ηλίας μου απάντησε καταφατικά και χωρίς να ρωτήσω περισσότερα τον προσπέρασα για να πάω να βρω τον Στράτο. Ο Ηλίας προσφέρθηκε να με συνοδεύσει. Δεν δέχθηκα. Δεν τον αφορούσε πια. Ότι γινόταν αφορούσε εμένα και τον Στράτο και ήθελα να τον δω απόψε.
Έβαλα φτερά στα πόδια και έφτασα πολύ γρήγορα στο γνωστό κλαμπ. Ανέβηκα τα σκαλιά, προσπέρασα τους πορτιέρηδες αλλά με εμπόδισαν αμέσως να περάσω μέσα. «Όχι δεν μπορεί να γίνει κι αυτό τώρα»! Σκέφτηκα. Με ρώτησαν αν είχα πρόσκληση. Αρνήθηκα. Ήξερα όμως ότι όταν ζητούσαν τον Στράτο για σερβιτόρο πίσω από αυτό υπήρχε ο Γιώργος. Ο φίλος της Βάνας, της αδερφής του Στράτου.
- Θα ήθελα να μιλήσω στον Γιώργο τον σερβιτόρο.
Δεν ήξερα το επίθετό του και ήμουν έτοιμη να δεχθώ για ακόμη μια φορά την απαγόρευση να μπω στο κλαμπ. Κοίταξα τον πορτιέρη που με ρώτησε για την πρόσκληση και περίμενα την έγκριση του:
- Άσ’ την Παύλο. Είπε τελικά και η καρδιά μου μπήκε στην θέση της.
Ανέβηκα τα σκαλιά γρήγορα. Γινόταν πανικός απ’ τα πιτσιρίκια. Όμως τα νεύρα κι ο θυμός μετατράπηκαν αυτομάτως σε μια θετική σκέψη. Ένας τέτοιος χορός σε αυτό εδώ το κλαμπ –που κάποτε είχε άλλη ονομασία- είχαν γνωριστεί ο αδερφός μου κι ο Στράτος. Δεν τους ένοιαζε που τα άλλα παιδιά χόρευαν και διασκέδαζαν με τους κλόουν και τους τραγουδιστές. Αυτοί οι δυο έπαιζαν ‘πόλεμο’ ο ένας καουμπόι κι ο άλλος ζορό. Μικρό παιδάκι ο Στράτος τελείωνε το δημοτικό κι ο αδερφός μου ότι είχε μπει στο γυμνάσιο. «Μαρίνα εγώ θα ‘μαι με τον φίλο μου τον Στράτο. Να μην ανησυχείς» μου είχε πει ο αδερφός μου όταν μου είχε ζητήσει να τον συνοδεύσω στον χορό αυτό. Δεν του το αρνήθηκα. Τον άφησα να παίζει με τον καινούριο του φίλο. Που να φανταζόμουν τότε στην αρχή της εφηβείας μου ότι εκείνο το παιδάκι θα ήταν ο άνθρωπος που θα με έκανε να καρδιοχτυπώ κάθε στιγμή και που τώρα αντί για ζορό είχε μεταμφιεστεί …σερβιτόρος!
Προσπέρασα αρκετά πιτσιρίκια χαμογελώντας στην τελευταία σκέψη. Στεκόμουν σε ύψος και προσπαθούσα να βρω τον Γιώργο μες τον γενικό χαμό. Ο Γιώργος σίγουρα θα ήταν πίσω από κάποιο απ’ τα δύο πλαϊνά μπαρ της πίστας. Τον είδα. Με δυσκολία και με αρκετό στρίμωγμα κατάφερα να πλησιάσω στην αριστερή μπάρα. Μου χαμογέλασε έκπληκτος που με είδε εκεί:
- Καλησπέρα! Πως από εδώ; Μου φώναξε πλησιάζοντας την μεριά μου.
Στάθηκα στην άκρη της μπάρας. Δεν μπορούσα να προχωρήσω περισσότερο κι έτσι βολεύτηκα στην μεριά που υπήρχε και χώρος να ακουμπήσω το παλτό μου και την τσάντα μου.
- Για τον Στράτο ήρθα. Είναι εδώ; Τον ρώτησα.
Μου χαμογέλασε και το ύφος τους πρόδινε ότι κάτι ήξερε. Ήταν σαν να ήξερε για μένα και τον Στράτο. Μου πρότεινε να καθίσω και θα εμφανιζόταν κι ο Στράτος μιας και είχε χαθεί στην κουζίνα να φέρει μια παραμάνα με ποτήρια καθαρά.
- Νομίζω ότι σου τηλεφώνησε! Μου είπε μετά από λίγο ο Γιώργος κι αφού έβαλε ποτό σε κάποιον απ’ τους πολλούς γονιούς που στέκονταν στην μπάρα.
Ξαφνιάστηκα όταν μου είπε ο Γιώργος ότι ο Στράτος μου είχε τηλεφωνήσει. Τον είχα παρεξηγήσει τελικά; Άρα προσπαθούσε να με ειδοποιήσει κι εγώ είχα φανταστεί άλλα. Πράγματα που με είχαν στενοχωρήσει.
- Δεν ξέρω. Ίσως τηλεφώνησε όταν εγώ ήμουν καθ’ οδόν! Είπα στον Γιώργο.
Ο Γιώργος και πάλι χαμογέλασε και μου έκανε νόημα. Ο Στράτος μόλις είχε καταφτάσει στην μπάρα έχοντας υψωμένη πάνω απ’ το κεφάλι του την παραμάνα με τα ποτήρια προκειμένου να μην χτυπήσει κάποιον πελάτη ή κάποιο πιτσιρίκι! Έδωσε στον Γιώργο και το μπλοκάκι με τις παραγγελίες ορισμένων και όταν έστρεψε το βλέμμα του να κοιτάξει ολόγυρα, με είδε. Ξαφνιάστηκε. Μου χαμογέλασε και με πλησίασε. Με φίλησε στο μάγουλο ζητώντας μου χίλιες συγγνώμες που τελικά η βραδιά μας δεν πήγε όπως ήθελε, αλλά είχε ανάγκη τα χρήματα από αυτή την έκτακτη δουλειά. Είπε στο Γιώργο να μου φτιάξει ένα ποτό κι στράφηκε πάλι σε μένα:
- Δεν σε βρήκε ο Ηλίας; Με ρώτησε.
- Με βρήκε αλλά γιατί δεν μου τηλεφώνησες εγκαίρως;
- Μωράκι μου τηλεφώνησα και στο σπίτι και στο ραδιόφωνο. Φαντάστηκα ότι ήδη είχες φύγει για το καθαριστήριο και γι’ αυτό έστειλα τον Ηλία.
Ο Γιώργος έδωσε το ποτό μου στον Στράτο χαμογελαστός. Και με την σειρά του ο Στράτος το έδωσε σε μένα αφού ήπιε πρώτος μια γουλιά από αυτό:
- Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω άλλο, αλλά δεν ξέρω τι ώρα θα τελειώσει το πάρτυ. Συμπλήρωσε με την απογοήτευση γραμμένη στα μάτια του.
- Θα περιμένω. Του είπα αποφασιστικά και ήπια κι εγώ μια γουλιά απ’ το κοκτέιλ μου. Ευτυχώς, δεν ήταν ‘κόκκινος διάολος’!
- Μπορεί να τελειώσει αργά. Επέμεινε.
- Θα περιμένω. Ότι ώρα και να τελειώσει θα περιμένω. Κανονίσαμε κάτι και είμαι διατεθειμένη να περιμένω όσο κρατήσει το πάρτυ. Είναι η βραδιά μας και δεν με νοιάζει.
- Όπως θέλεις! Μου χαμογέλασε και με χάιδεψε στο μάγουλο.
Πήγε πήρε τον δίσκο με τα ποτά κι εξαφανίστηκε μέσα στον κόσμο για να τα δώσει σε όσους τα παράγγειλαν.
Απόψε έπρεπε να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις. Δεν χωρούσαν άλλο αναβολές κι άλλα ‘μου λείπεις’! Σε θέλω! Με θέλεις;


Κεφάλαιο 30

28. Έφυγες!



That's me in the corner
That's me in the spotlight
Losing my religion
Trying to keep up with you
And I don't know if I can do it
Oh no I've said too much
I haven't said enough
I thought that I heard you laughing
I thought that I heard you sing
I think I thought I saw you try
…………….

Εγώ είμαι στην γωνία
Εγώ είμαι στο επίκεντρο
Που χάνω την πίστη μου
Προσπαθώντας να κρατηθώ μαζί σου
Και δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω
Ω! Όχι είπα πάρα πολλά
Δεν είπα αρκετά
Σκέφτηκα πως σε άκουσα να γελάς
Σκέφτηκα πως σε άκουσα να τραγουδάς
Νομίζω πως σκέφτηκα ότι σε είδα να προσπαθείς…

Άλλη μια εκπομπή με ένα αγαπημένο τραγούδι –αυτό των REM, ‘Loosing My Religion’- τελείωσε και νόμιζα πως βγαίνοντας απ’ το στούντιο ίσως στην άκρη του διαδρόμου να έβλεπα τον Στράτο. Τα λόγια του τραγουδιού αντικατόπτριζαν εμένα και το πώς ήμουν εκείνο το διάστημα. Ένοιωθα να εγκλωβίζομαι σε πολλά πράγματα. Απ’ την μια έκανα τεράστια υπομονή στην δουλειά, απ’ την άλλη δοκιμαζόμουν με το ατελείωτο κυνήγι του Δημήτρη και τέλος η επαφή με τον Στράτο είχε και πάλι χαθεί. Πάνω που νόμιζα ότι είχαμε βρει τις ισορροπίες μας και κάναμε αργά βήματα και σταθερά, χανόταν χωρίς ειδοποίηση και δεν ήξερα πια τι να σκεφτώ! Στο τελευταίο μου γράμμα του είχα ανοιχτεί πολύ και του μιλούσα για όλα όσα μου συνέβαιναν. Ίσως το ζήτημα με τον αδερφό μου να προείχε ξανά στο κεφάλι του και να μην ήθελε άλλο να βασανίζεται αποφεύγοντας να έχει επαφή μαζί μου. Απογοητευόμουν μέρα με την μέρα και ο Δημήτρης ήταν πάντα εκεί για να με κρατάει σε εγρήγορση η κάθε του κίνηση. Τα γράμματα του έφταναν πάντα όταν εγώ ένοιωθα να κατρακυλάω. Ήθελα τον Στράτο κοντά μου. Μου έλειπε απίστευτα. Καμιά φορά δικαιολογούσα την απουσία της επικοινωνίας του μαζί μου στο ότι ίσως είχε ασκήσεις με την μοίρα του, ότι το πρόγραμμα του ήταν βαρύ κι ότι αυτά και μόνο δεν του επέτρεπαν να σκέφτεται κάτι άλλο.
Ο Γιώργος στην δουλειά είχε αρχίσει να είναι πολύ ευγενικός μαζί μου και γενικά η συμπεριφορά του για πρώτη φορά έδειχνε ότι ενδιαφερόταν για μένα αληθινά. Δεν ήμουν πια η Μαρίνα που ήξερε πριν από πολύ καιρό. Είχα αλλάξει και το ένοιωθα. Ο Γιώργος δεν ήταν τίποτε άλλο πια για μένα παρά ένας απ’ τους προϊσταμένους που αρνιόμουν επίμονα να συνεργαστώ μαζί του που αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα ίσως να τον ακολουθούσα πιστά περιμένοντας ένα του βλέμμα να με κάνει να ζωντανέψω. Τώρα πια, δεν είχε μείνει τίποτε από εκείνη την Μαρίνα. Όλα όσα νόμιζα ότι αισθανόμουν γι’ αυτόν ήταν τελικά πλασματικά, σύνδρομο της εφηβείας για έναν έρωτα που δεν ήταν τελικά έρωτας! Κι επειδή το κουτσομπολιό ήταν σε ημερήσια διάταξη έμαθα κι εγώ με την σειρά μου ότι ο Γιώργος τελικά είχε χωρίσει με την Βίνα. Υπήρξε μεταξύ τους ασυμφωνία οικονομικών διεκπεραιώσεων! Η Βίνα είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με όλες τις ανέσεις κι ο Γιώργος δεν ήταν αυτών των προδιαγραφών ώστε να τις προσφέρει τον ουρανό με τα άστρα. Ευκατάστατος μεν, αλλά όχι για τα στάνταρντ της Βίνας. Έτσι ακούστηκε! Η δε Έφη είχε πάψει από καιρό να τον κατατρέχει. Η εικόνα της να τρέχει ξωπίσω του σε κάθε βήμα του ήταν το πρωτοσέλιδο με πηχυαίο τίτλο στο παράρτημα κουτσομπολιού του ραδιοφώνου. Κι έτσι προφανώς ο ίδιος ο Γιώργος αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στο γελοίο του πράγματος. Η δε Έφη ερχόταν για την εκπομπή της μόνο και μιλούσε επιλεκτικά σε αυτούς που θεωρούσε ότι δεν θα την κατέκριναν ή την σχολίαζαν όπως έκαναν οι υπάλληλοι της υποδοχής! Εκεί με είχε τοποθετήσει η Έφη κι έτσι απέφευγε να λέει έστω μια ‘καλησπέρα’! Δεν ασχολιόμουν γιατί δεν με ενδιέφερε. Αν έβλεπε παντού εχθρούς και καλοθελητές, αυτό ήταν κάτι που από μόνη της το προκάλεσε!
Στην δουλειά πια είχα γίνει πολύ τυπική. Έμπαινα έβγαινα έκανα την δουλειά μου και την εκπομπή μου κι έφευγα για το σπίτι μου χωρίς να τρώω ώρες αναμονής ετοιμάζοντας τα θέματα για την άλλη μέρα. Το έκανα πια στο σπίτι μου. Ακόμη και τα μοντάζ. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν, ήθελα την ησυχία μου και προπάντων μέσα μου με έτρωγε η αναμονή να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ακούσω τον Στράτο.
Και το τηλέφωνο χτύπησε. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει:
- Ναι! Είπα δειλά και έσφιξα το ακουστικό στο αυτί μου μήπως και ήταν ο Στράτος.
- Μαρίνα παιδί μου; Που είσαι και χάθηκες;
Ήταν η μητέρα μου. Είχε απόλυτο δίκιο. Μέσα σε όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου είχα ξεχάσει ότι είχα και γονείς. Τώρα ότι και να μου έλεγε θα της έδινα δίκιο:
- Μαμά έχεις δίκιο. Κι όλο έλεγα να πάρω τηλέφωνο και όλο το ξεχνούσα.
- Δηλαδή μόνο αν πεθάνουμε θα έρθεις να μας δεις; Έγινε αυστηρή η μητέρα μου κι είχε δίκιο.
- Ρε μαμά, τρέχω συνέχεια. Και τι είναι αυτά που λες;
- Τρέχεις συνέχεια και γιατί τρέχεις; Τρέχεις για να τα τσεπώνουν αυτοί;
Η μητέρα μου είχε τις επιφυλάξεις της με όλο αυτό που γινόταν στην δουλειά μου. Με έβλεπε να τρέχω συνεχώς και αυτά που κέρδιζα δεν έφταναν καμιά φορά να βγάλω τον μήνα. Δεν παραπονιόμουν όμως. Προσπαθούσα να κάνω τα κουμάντα μου και να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου. Ο δε πατέρας μου δεν το έβλεπε έτσι. Του άρεσε που η κόρη του ήταν ένα ‘όνομα’. Καμάρωνε να του λένε ότι η κόρη του είχε πολύ ωραία φωνή, έλεγε πολύ ωραία τις ειδήσεις, έκανε ωραία εκπομπή κλπ..
- Μαμά σε παρακαλώ! Δεν θέλω να τσακωθούμε. Της είπα και προσπάθησα να την κάνω να ρίξει λίγο τον τόνο της φωνής της.
- Είσαι καλά; Γιατί σε ακούω κάπως; Με ρώτησε.
- Εντάξει δεν έγινε κάτι. Με τον Μάνο αρπαχτήκαμε για χαζομάρες. Δικαιολογήθηκα. Πώς να της πω ότι η αιτία που δεν είχα κέφι ήταν η απουσία του Στράτου.
- Άντε να μην ανοίξω το στόμα και γι’ αυτόν! Άλλο σε θέλω.
- Τι μαμά; Έγινε κάτι;
- Αν και κακώς που θα στο πω, αλλά δεν ξέρω… Σκέφτηκα πως θα θες να το ξέρεις.
Όταν η μητέρα μου ήθελε να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια είχε έναν μοναδικό τρόπο στα λόγια της.
- Τι συμβαίνει; Απόρησα.
- Τηλεφώνησε ο Στράτος και σε έψαχνε. Μη του πεις πως στο είπα. Θέλει να σου κάνει έκπληξη.
Ένοιωσα τα πόδια μου να παραλύουν. Έκατσα στον καναπέ μου και προσπάθησα να χαλαρώσω, γιατί αυτό που άκουγα με ξάφνιαζε.
- Έκπληξη; Πώς να μου κάνει έκπληξη;
- Έχει έρθει με άδεια.
Τι πράγμα; Πότε; Πως έγινε αυτό; Γιατί δεν με ειδοποίησε; Δεν μπορούσα να μιλήσω άλλο στο τηλέφωνο. Της είπα δυο τρεις κουβέντες κι ότι δεν θα την πρόδινα και έκλεισα όπως κι όπως την συνομιλία μας. Ο Στράτος είναι εδώ; Μιας ανάσας βήματα κοντά μου; Και γιατί δεν μου τηλεφώνησε στο ραδιόφωνο; Α! Η έκπληξη που θέλει να μου κάνει! Πότε; Τι χαζή που ήμουν και δεν ρώτησα. Πότε θα μου την έκανε την έκπληξη. Είπα να τηλεφωνήσω στην μητέρα μου, αλλά το απέφυγα. Κάπως έπρεπε να τον προλάβω. Είχα χρόνο; Και η δουλειά; Τα κείμενα του ρεπορτάζ, το μοντάζ; Πότε θα τα έκανα; «Χεσ’ τα Μαρίνα και ηρέμησε κορίτσι μου. Ο πανικός αυτή την στιγμή δεν θα βγει σε καλό αν είναι να πάει καλά η μέρα» σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να σκεφτώ με ψυχραιμία! Ποια ψυχραιμία γαμώτο; Είχε έρθει η αγάπη μου και ήθελε να μου κάνει έκπληξη! Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε:
- Ναι; Περίμενα με αγωνία να ακούσω την φωνή του.
- Θεοδώρου, στις 12 έχει συνέντευξη στην νομαρχιακή του ΠΑΣΟΚ. Έφυγες!
Η αγριοφωνάρα του Μάνου με προσγείωσε. Κι όταν τελείωνε με την λέξη «έφυγες» δεν είχες την επιλογή να αρνηθείς. Έπρεπε να το κάνεις ο κόσμος να χαλούσε.
- Θα πάω, αλλά δεν νομίζω ότι μέχρι την μία θα μπορώ να έχω ρεπορτάζ και δείγμα απ’ την συνέντευξη έτοιμα.
- Θα βγεις απευθείας να τα πεις στη μία και φέρε την δουλειά σου αύριο. Μαρίνα συγγνώμη αν σου χάλασα το ρεπό αλλά δεν είχα άνθρωπο να στείλω.
Όταν τον Μάνο τον έπιαναν οι καλοσύνες, σήμαινε ότι οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί για τις γκομενοδουλειές τους κι εγώ θα έπρεπε να καλύψω τις δικές τους εκκρεμότητες κάνοντας το ρεπό μου να πάει περίπατο.
Όπως και να ‘χε η συνέντευξη ήρθε στην κατάλληλη στιγμή. Θα έκανα το ρεπορτάζ κι έπειτα θα περνούσα απευθείας απ’ το καθαριστήριο του Στράτου. Ήμουν σίγουρη ότι εκεί θα τον έβρισκα κι αν όχι, αυτή την φορά δεν θα ντρεπόμουν να ρωτήσω τους γονείς του για αυτόν.


Η συνέντευξη τύπου τελείωσε γρήγορα. Ο πρόεδρος της νομαρχιακής δέχθηκε λίγες ερωτήσεις από όλους τους παραβρισκόμενους δημοσιογράφους κι όπως φάνηκε δεν ήθελε να απαντήσει σε άλλες και έδωσε τέλος γρήγορα στην συνέντευξη. Τηλεφώνησα στον Μάνο και του είπα πως είχα τις λεπτομέρειες που ήθελε από την συνέντευξη τύπου για να τις δώσω στο δελτίο που ήδη είχε ξεκινήσει εδώ και είκοσι λεπτά περίπου. Του υπενθύμισα ότι δεν θα περνούσα απ’ το ραδιόφωνο κι ότι θα έφερνα τα ρεπορτάζ την επόμενη μέρα όπως μου πρότεινε άλλωστε κι ο ίδιος. Συμφώνησε και με σύνδεσε με το κοντρόλ ώστε να βγω στον αέρα του δελτίου και να δώσω απευθείας ένα πρώτο ρεπορτάζ της συνέντευξης. Ο Νίκος που εκφωνούσε το δελτίο ειδήσεων έκανε τον σχετικό πρόλογο του θέματος κι αμέσως βγήκα στον αέρα. Με τις σχετικές ερωταπαντήσεις βγήκε το ρεπορτάζ όπως και ο ίδιος ήθελε, αλλά όπως το είχα κι εγώ στον νου μου: σύντομο, περιεκτικό με ιδιαίτερο τονισμό στα κύρια σημεία της συνέντευξης!
Έφυγα απ’ τα γραφεία της νομαρχιακής όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν άντεχα την ενοχλητική παρουσία ενός τύπου απ’ την Νεολαία του κόμματος ο οποίος μου μιλούσε για διάφορες επιβλητικές μπαρούφες για τον εαυτό του και την δράση του για το κόμμα. Προσπαθούσε να βρει διάφορα ώστε να με κάνει να εντυπωσιαστώ, ώσπου στο τέλος μου πρότεινε να βρεθούμε να τα πούμε κι από κοντά! Του χαμογέλασα. «Φυσικά είσαι εντελώς ηλίθιος» σκέφτηκα και τον αποχαιρέτησα. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά του ορόφου που βρίσκονταν τα γραφεία της νομαρχιακής και αμέσως μπήκα στην καφετέρια που βρισκόταν στην είσοδο. Τράβηξα στις γυναικείες τουαλέτες κι ένοιωσα ευχαριστημένη που ξέφυγα απ’ τον ηλίθιο ‘νεολαίο’ και κοιτάχτηκα στον τεράστιο καθρέπτη. Έστρωσα λίγο τα μαλλιά μου, κοίταξα το μακιγιάζ μου και προσπάθησα να ανακτήσω το θάρρος μου και να πάω να κάνω εγώ έκπληξη στον αγαπημένο μου Στράτο. Όσες ανάσες θάρρους και να έπαιρνα ένοιωθα ότι θα τα έκανα σκατά στο τέλος. «Τι έχω πάθει ρε γαμώτο;» αναρωτήθηκα. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Ένοιωσα ότι ήμουν όμορφη και μου χαμογέλασα. Ο Στράτος ίσως περιμένει! «Έφυγες» μου είπα και το έκανα.




Κεφάλαιο 29

27. Ξαφνική επίσκεψη!


Έστειλα το γράμμα στον Στράτο και του εξηγούσα ότι δεν ήταν μόνος του. Τα ίδια ερωτηματικά βασάνιζαν κι εμένα κι ότι για όλα υπάρχει λύση αν υπάρχει θέληση. Ότι εγώ ήθελα να προχωρήσουμε μαζί και όπου έβγαινε. Αν τελικά δεν τραβούσε το όλο πράγμα μεταξύ μας δεν υπήρχε λόγος να ψυχρανθούμε. Είμαστε αρκετά λογικοί άνθρωποι για να δούμε μαζί τι τελικά δεν πάει καλά με μας και να σταματήσουμε και να παραμείνουμε δύο πολύ καλοί φίλοι. Του είπα ότι δεν χρειαζόταν ο αδερφός μου να μάθει κάτι, ήταν ένα θέμα που αφορούσε εμάς τους δύο. Του έγραψα και για τον Δημήτρη. Ήθελα να μαθαίνει για μένα και το τι έκανα πίσω. Του είπα ότι ο Δημήτρης ήταν απλά μια γνωριμία και τίποτε άλλο. Άλλωστε πως μπορούσα να τολμήσω να του γράψω ότι όταν εκείνος αργούσε να μου απαντήσει ο Δημήτρης συμπτωματικά με ένα τηλεφώνημα ή κάποια επιστολή στο ραδιόφωνο μου έφτιαχνε την διάθεση. Πώς να τολμήσω να του γράψω ότι ο Δημήτρης ήξερε να γράφει όμορφα κι ότι δεν χόρταινα να διαβάζω τα γράμματά του. Δεν ήθελα να του γράψω αρκετά για αυτόν, ήταν ήδη χωμένος μέσα στις σκέψεις για το πώς να αντιμετωπίσει τον αδερφό μου αν τυχόν και διαπίστωνε ο Γιάννης ότι εγώ κι ο Στράτος ήμασταν μαζί πια.
Έπρεπε κάτι να κάνω με τον Δημήτρη. Ο κλοιός όλο κι έσφιγγε. Είχε βρει ένα μοναδικό τρόπο να με πλησιάσει χωρίς να αντιδρώ. Ήξερε ότι τηλεφωνώντας μου θα κατέβαζα αμέσως το ακουστικό. Ενώ με ένα γράμμα; Αυτός ήταν ο τρόπος του. Κατέφθαναν τα γράμματα του στο ραδιόφωνο και πολλές φορές ενώ ήθελα να τα πετάξω δεν το έκανα. Η περιέργειά μου ήταν μεγάλη για να διαβάσω το περιεχόμενό τους. Και τα άνοιγα. Και τα διάβαζα. Κι όσα διάβαζα άγγιζαν την ψυχή μου. Ίσως επειδή όσα έγραφε ήθελα να τα ζήσω, με τον Στράτο όμως.
Καιρό τραβούσε αυτή η ιστορία με τις επιστολές. Μου έκανε εντύπωση που δεν ερχόταν στο ραδιόφωνο να τον γνωρίσω. Ίσως να το έκανε κι επίτηδες προκειμένου με τις επιστολές του να σχηματίσω στο μυαλό μου το πώς μπορεί να είναι το πρόσωπό του και να με κάνει να πιστέψω σε αυτόν. Είχε καταφέρει πάντως να δημιουργήσει ένα μυστήριο γύρω απ’ την παρουσία του. Και μια μέρα…
- Μαρίνα κάποιος κύριος σε ζητάει. Άκουσα στην ενδοεπικοινωνία την Κατερίνα.
- Ποιος είναι;
- Μου είπε ότι θέλει να σε δει αμέσως. Δεν μου λέει παρά το ότι σου είναι γνωστός.
- Εντάξει. Στείλ’ τον να δούμε ποιος είναι!
Δεν μπορούσα να επιμείνω περισσότερο και να φέρω σε δύσκολη θέση την Κατερίνα με το να της πω να τον διώξει ή να περιμένει.
Ο άνθρωπος που μπήκε στο δημοσιογραφικό δεν μου ήταν γνωστός. Ήταν ψηλός, με δυνατή κορμοστασιά –μάλλον γυμνασμένος κι αυτό που έκανε την εμφάνισή του περισσότερο εντυπωσιακή ήταν τα γαλανά του μάτια.
- Καλησπέρα! Είσαι η Μαρίνα; Με ρώτησε κι η φωνή του, μου ήταν γνώριμη.
- Η ίδια. Εσύ;
Αισθανόμουν ηλίθια να έχω απέναντί μου έναν άγνωστο και να μην ξέρω αν πρέπει να του μιλήσω στον ενικό ή τον πληθυντικό. Αλλά με διευκόλυνε ο ίδιος κι έτσι ο τυπικός πληθυντικός αποφεύχθηκε.
- Δεν με γνωρίζεις ε; Με ρώτησε χαμογελώντας δείχνοντάς μου ένα υπέροχο κατάλευκο χαμόγελο.
- Λυπάμαι, όχι. Συνέχισα και σηκώθηκα απ’ το γραφείο μου για να γίνουν οι συστάσεις. Ώρα ήταν!
- Είμαι ο Δημήτρης. Που σου τηλεφωνώ, που σου στέλνω γράμματα…
- Α! Εσύ είσαι; Μάλιστα! Έλα κάθισε! Του πρότεινα, χωρίς καν να κάνω τον κόπο να του δώσω το χέρι για το γνωστό ‘χάρηκα’. Απλά του έδειξα το κάθισμα απέναντι στο γραφείο μου.
Του χαμογέλασα. «Εσύ λοιπόν είσαι ο κακός μπελάς που με έχει βρει εδώ και τόσο καιρό» σκέφτηκα.
- Εδώ είναι ο χώρος που εργάζεσαι; Με ρώτησε και περιεργαζόταν το δημοσιογραφικό.
- Ναι εδώ είναι. Είμαστε μες την ακαταστασία όπως βλέπεις αλλά δεν γίνεται να την αποφύγουμε!
Προσπάθησα να δικαιολογήσω το μαύρο χάλι των γραφείων των άλλων συναδέλφων, που ποτέ δεν καθάριζαν και που μονίμως γκρίνιαζαν που έβρισκαν το γραφείο τους έτσι! Κι η δε καθαρίστρια αγανακτούσε απ’ τις συνεχής παρατηρήσεις τους γιατί να τους τακτοποιήσει το χάος.
- Και που κάνεις το μοντάζ, που σε ακούω πολλές φορές να λες στο τηλέφωνο;
- Είναι ένας χώρος στρίβοντας στον διάδρομο. Θες να τον δεις;
Δεν ξέρω αλλά η επίσκεψη του έπαιζε μάλλον αναγνωριστικό ρόλο της τοποθεσίας μιας και άκουγε να του λέω συνεχώς για γράψιμο, μοντάζ, ηχογραφήσεις κλπ..
- Όχι δεν πειράζει. Εσένα θέλω!
- Εμένα;
Ένοιωσα έκπληκτη αλλά περίμενα ακριβώς τι θα μου έλεγε:
- Σκέφτηκες πότε θα τον πιούμε εκείνον τον καφέ;
Με ρώτησε και κάρφωσε το καταγάλανο βλέμμα του στα μάτια μου. Του χαμογέλασα γιατί πια καταλάβαινα ότι η επίσκεψή του ήταν πια μια επίσκεψη αιφνιδιασμού.
- Να σου παραγγείλω καφέ; Είπα αμέσως.
- Όχι δεν θέλω, θα φύγω άλλωστε. Απλά πέρασα για να κανονίσουμε. Θέλω να μιλήσουμε.
Δεν ξέρω αν ήταν η τακτική του αυτή να προσκολλά το βλέμμα του στο βλέμμα του συνομιλητή του για να πετυχαίνει τον στόχο του…
- Σου είχα πει ότι έχω πολύ δουλειά και δεν έχω τον χρόνο.
- Πέρασε πολύς καιρός από τότε που στο είχα προτείνει, αλλά δεν πάει άλλο. Θέλω να μιλήσουμε. Σήμερα ή αύριο. Πότε μπορείς. Σε παρακαλώ!
Αχ! Θεέ μου! Ο άνθρωπος ή τρελός είναι ή θεόμουρλος! Δεν ξέρω τι τον έπιασε ξαφνικά:
- Δημήτρη. Σου είπα κι απ’ το τηλέφωνο ότι δεν έχω χρόνο και τρέχω συνεχώς.
- Καθόλου-καθόλου;
Το γαλάζιο του βλέμμα ξαφνικά σκοτείνιασε από απογοήτευση, αλλά δεν μπορούσα να του κάνω την χάρη. Κάτι με εμπόδιζε.
- Δημήτρη;
- Εντάξει! Άσ’το! Ξέχασ’ το! Θα έρθει η κατάλληλη ώρα. Απλά πέρασα να σε γνωρίσω από κοντά. Αυτό μόνο.
- Θέλω τον χρόνο μου. Δεν μου είναι εύκολο απ’ την μια στιγμή στην άλλη να βγαίνω για καφέ με τον οποιοδήποτε μου το ζητάει. Πες το περιέργεια, πες το όπως θες… αλλά έτσι είμαι. Του είπα για να καθαρίσω την θέση μου.
- Εντάξει, δεκτό. Εγώ πάντως δεν θα παραιτηθώ!
Να κι η απειλή! Δεν τον γλιτώνω τον καφέ δηλαδή. Δεν ξέρω τι πολλά είχαμε να πούμε όπως ο ίδιος επέμενε, αλλά προκειμένου να γλιτώσω απ’ την συνεχή πίεση του θα ήταν προτιμότερο να υποκύψω στην επιμονή του για να γλυτώσω και να δώσω ένα τέλος σε όλη αυτή την ιστορία. Δεν κάθισε άλλο. Πέρασε για πέντε λεπτά να με γνωρίσει μόνο και να φύγει. Τον συνόδευσα μέχρι την έξοδο. Όλοι ήταν παρόντες στο σαλόνι της εισόδου. Απέναντι στα γραφεία τους και στις θέσεις τους ο Γιώργος κι η Λίτσα και στην ρεσεψιόν η Κατερίνα, μαζί με τον Θοδωρή που περίμενε να αναλάβει βάρδια. Ο Δημήτρης με αποχαιρέτησε, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε.
- Ο Δημήτρης ήταν αυτός; Ρώτησε η Κατερίνα για να πάρουν απάντηση όλοι οι περίεργοι του σαλονιού.
- Αυτός ήταν! Της είπα.
- Έχει ωραία μάτια. Εκφραστικά. Συνέχισε η Κατερίνα.
- Είσαι για κατάσταση μαζί του; την πείραξα
Ευτυχώς ο Θοδωρής ήταν χωμένος στην δισκοθήκη κι έτσι δεν έκανε τον κόπο να βγει και να μας πειράξει ακούγοντας να μιλάμε για τον Δημήτρη.
- Αν δεν ήμουν παντρεμένη δεν θα έλεγα ‘όχι’, απάντησε η Κατερίνα.
Δεν το συνέχισα. Ο Γιώργος μόλις είχε στήσει αυτί να παρακολουθήσει τι ακριβώς έλεγα στην Κατερίνα. Του χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε. «Σας βαρέθηκα εδώ μέσα, να ασχολείστε με το τι κάνει ο καθένας στην ζωή του» σκέφτηκα και προσπέρασα για το γραφείο μου. Με θύμωνε που ήθελαν να τα μαθαίνουν όλα και να βγαίνει η ζωή σου παράρτημα στους διαδρόμους του ραδιοφώνου. Απέφευγα πολύ καιρό να δώσω τροφή, αλλά μετά την αποψινή επίσκεψη του Δημήτρη, θα ήμουν για καιρό το θέμα συζήτησής τους.




Κεφάλαιο 28

26. ...with love!



Μαρινάκι μου γεια σου!
Έμεινα κατάπληκτος από την ηπιότητά σου και για τα πολύ γλυκά σου λόγια. Μου ζητάς να μιλήσω ελεύθερα, χωρής άγχος, περιορισμούς, ταμπού και… ορθογραφικά λάθη. Όλα εντάξη, χωρίς όμως τα λάθη μου το γράμμα μου θα ‘ναι φαγητό χωρής αλάτι. ΤΑ ΛΑΘΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΩΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Όχι, ότι εσύ δεν είσαι σωστή. Αντιθέτως είσαι πολύ cool baby.
Όσον αφορά το όλο σκηνικό που γινόταν, γίνεται και θα γίνει μεταξύ μας, θα πρέπει να τα συζητήσουμε διότι ένα γράμμα δεν μπορεί να φανερώσει τον τόνο της φωνής (που είναι σημαντικός για εμένα) δεν μπορεί να δείξει τις χειρονομίες και εκφράσεις μου (που κι αυτά είναι σημαντικά για εμένα).

Λοιπόν δεν μπορώ να κάνω σχεδόν τίποτα με εμάς γιατί υπάρχουν δύο λόγοι: 1) είσαι αδελφή ενός φίλου μου που τον έχω σαν αδελφό μου και 2) Δεν ξέρω τι θα γίνει αν το μάθει. Αν κάνουμε κάτι και χωρίσουμε και ψυχρανθούμε και χαθούμε; Και εγώ δεν θέλω να χαλάσω μια τέτοια φιλία.
Σ’ αγαπώ πολύ, αλλά τελειώνει το χαρτί.


Δεν μπορεί, την αλήθεια του την έκρυβαν οι τρεις πρώτες λέξεις στην τελευταία του φράση: «σ’ αγαπώ πολύ»! Ήθελα τόσο πολύ να το πιστέψω αυτό και να το κρατήσω βαθιά στην ψυχή μου, αλλά ήθελα να τον ακούω να μου το λέει.
Και είχε δίκιο. Σε ένα γράμμα δεν μπορείς να εκφράσεις τα συναισθήματα, τον ήχο της φωνής και τη γλώσσα του σώματος. Ήθελα να ήταν τώρα εδώ μπροστά μου, να με κοιτάει στα μάτια και να μου λέει την αλήθεια του. Δεν μου άρεσε που θεωρούσε τον αδερφό μου τον φόβο και τον τρόμο. Τι έγκλημα θα κάναμε και θα έπρεπε να τον φοβόμαστε ώστε να μην το διαπράξουμε; Η αγάπη κι ο έρωτας είναι τόσο μεγάλο έγκλημα να μπαίνει στην ζωή δύο ανθρώπων; Θα έπρεπε λοιπόν για χάρη της φιλίας του Στράτου με τον αδερφό μου να πάψω να τρέφω συναισθήματα, να σταματήσω την καρδιά μου να σκιρτάει στο άκουσμα της φωνής του απ’ το τηλέφωνο, να σταματήσω να τρέμει όλο μου το σώμα όταν βλέπω τα γράμματα του να με περιμένουν στην θυρίδα ανυπόμονα να τα ανοίξω! Πώς να διαγράψεις όλα αυτά που νοιώθει η καρδιά και η ψυχή κι όλα αυτά που επιθυμεί το σώμα; «Σ’ αγαπώ πολύ» μου το έγραφε και ήταν ξεκάθαρο το δίλλημα του. Πώς να προχωρήσει μαζί μου που σέβεται και τον αδερφό μου; Γιατί μου το έκανε αυτό; Και γιατί να ψυχρανθούμε και γιατί να χαθούμε; Δεν θέλω να χαθούμε. Δεν θα το αντέξω κάτι τέτοιο. Όχι-όχι. Είσαι η ζωή μου και δεν θέλω να χαθούμε. Και στο υπόσχομαι, θα κάνω ότι μπορώ να μείνει κάτι στο τέλος από όλο αυτό!


Αυτά που σου γράφω είναι αφιερωμένα από μένα για σένα με love:
(Από έναν κρητικό τα έχω πάρει)

Ο λοχαγός μου μ’ έστειλε
Στον διοικητή να πάω
Γιατί έγραψα μες τον μπερέ
Μαρινιό μου σ’ αγαπάω.

Άγγελοι σε βαφτίζανε
Κι η Παναγιά νονά σου
Και βρήκανε και βγάλανε
Μαρίνα το όνομά σου.

Ζητώ ακρόαση Θεού
Ακρόαση προφήτη
Να πείσει την Μαρίνα μου
Για να με συγχωρήσει.

Και το φεγγάρι βιαστικό
Περνάει από μπροστά σου
Γιατί κι αυτό θαμπώνεται
Από την ομορφιά σου.

Άμε να πεις της μάνας σου
Να κάνει κι άλλη γέννα
Να κάψει κι αλλουνού καρδιά
Ως έκαψες κι εμένα.

Πες του τού πούστη π’ αγαπάς
Στην μύτη μου μού μπαίνει
Γιατί θαρρώ την μάνα του
Στα μαύρα βουτηγμένη.

Δέκα ξανθιές στη μια μεριά
Μια καστανή στην άλλη
Μα η ζυγαριά στης καστανής
Την μπάντα γέρνει πάλι.

Όταν εγώ σε σκέφτομαι
Μαρινιό μου τα παθένω
Μοιάζω με θερμόμετρο
Κι απότομα ανεβαίνω.

Στην αγκαλιά σου επιθυμώ
Μια νύχτα να ξεμείνω
Και δεν με νοιάζει το πρωί
Στον τόπο ν’ απομείνω.

Δίπλα μου πέφτει κεραυνός
Και με, δεν με τρομάζει
Γιατί έχει αλεξικέραυνο
Αυτή που μ’ αγκαλιάζει.

Μη με ξεχνάς Μαρίνα μου
Δεν είμαι πεθαμένος,
Είμαι μες το στρατόπεδο
Παραλλαγή ντυμένος.

Τα δυο κεριά που μού’ φεγγαν
Μου τα ‘σβησε μια μπόρα
Κι όλα στον κόσμο σκοτεινά
Είναι για μένα τώρα.

Όλου του κόσμου το χρυσό
Να ‘χουν απέναντί σου
Θα διάλεγα και θα ‘περνα
Μονάχα το κορμί σου.

Αφιερωμένα κι απ’ τον φίλο μου τον κρητικό,
Γιατί ήταν κι αυτός καψούρης με μια Μαρίνα.
Αχ ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΡΙΝΑ.


Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα στιχάκια που συνόδευαν το σύντομο γράμμα του. Ή εγώ είμαι τρελή ή κι αυτός νοιώθει ότι κι εγώ. Γιατί να κάνει τον κόπο και να αντιγράψει όλα αυτά τα στιχάκια; Το ερωτηματικό είχε κολλήσει στο μυαλό μου. Ήθελα να μου δώσω μια απάντηση, αλλά δεν μπορούσα. Όλα ήταν προσεκτικά επιλεγμένα κι όλα είχαν το νόημα τους. Όσο κι αν ήθελα να παραβλέψω τα στιχάκια, ήταν μπροστά μου εκεί στο χαρτί γραμμένα απ’ το χέρι του και δεν μπορούσα να τα απαρνηθώ. Μέσα σε αυτά ήταν η αλήθεια του. Ένοιωθε ακριβώς τα ίδια πράγματα με εμένα. Δεν μπορεί να ήταν αλλιώς. Δεν μπορεί έτσι απλά επειδή τον εντυπωσίασαν να έκανε τον κόπο να κάτσει να γράψει τόσες σελίδες με αυτά τα στιχάκια. Τα ξαναδιάβασα πάλι. Όχι δεν μπορούσα να τα παραβλέψω. Δεν μπορούσα να σκεφτώ πως απλά εγώ είχα παρεξηγήσει την πρόθεση του Στράτου να μου στείλει εντελώς φιλικά αυτά τα στιχάκια. Μα πως φιλικά; Γίνεται; Όλα τους έχουν την αγάπη μέσα τους: «γιατί κι ο φίλος του ο κρητικός ήταν καψούρης κι αυτός με μια Μαρίνα». Καψούρης κι ο Στράτος και μου τα αφιέρωνε με ‘love’. Λες και το χέρι του δεν μπορούσε να σημειώσει την λέξη ‘αγάπη’ στα ελληνικά. Λες και σκεφτόταν πως έτσι δεν θα έδινα σημασία στις λέξεις κι ότι απλά θα το προσπερνούσα γιατί ήταν μια …φιλική κίνηση αγάπης!

Έβαλα σε μια μεγάλη κούπα ζεστό φρέσκο καφέ και γύρισα στον καναπέ μου. Ξανάπιασα το γράμμα του και ξαναδιάβασα τα στιχάκια του. Ρούφηξα μια δυνατή γουλιά καφέ κι άφησα το φλιτζάνι στο τραπεζάκι κι άνοιξα και το δεύτερο γράμμα που είχε στείλει απανωτά με το άλλο που είχε μέσα και τα στιχάκια. Ήταν συνέχεια του πρώτου και πολύ σύντομο:


BABY, HI, AGAIN!
Βρήκα αυτό το λίγο χαρτί και σου γράφω τη συνέχεια.
Έτσι που λες, ο ένας Στράτος θέλει να συνεχίσει και όπου τραβήξει, ο άλλος όμως σκέφτεται τις συνέπειες αν το μάθει ο Γιάννης. Αν κάτι δεν πάει καλά στη σχέση αυτή, αν φανώ πολύ απαιτητικός. Αν, αν, αν…
Γι’ αυτό και σου ζητώ να δείξεις λίγο κατανόηση και να βοηθήσεις κι εσύ λίγο την κατάσταση. Δώσε μου μια λύση.
Σε αφήνω τώρα γιατί την έχω κάνει κοπάνα απ’ την εκπαίδευση και θα με ψάχνουν.

ΥΓ: Από πίσω έχει ένα ποίημα. Σου το αφιερώνω with love.


Γύρισα σελίδα στο γράμμα του κι όντως υπήρχε ένα δίστιχο. Ένα δίστιχο που αντικατόπτριζε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Στράτος και που μου ζητούσε λύση:


Εκάθομαι και σκέφτομαι
Τι εγώ να κάνω
Πρέπει να μείνω μακριά
Ή να ‘ρθω για να γιάνω;

Γιατί αν έρθω εγώ κοντά
Και μπω στην αγκαλιά σου
Χίλιοι γιατροί θα μου το πουν
Πως «βρήκες την υγειά σου».


Άφησα το γράμμα του στο τραπέζι. Ένοιωσα πονοκέφαλο. Μου έδινε στην ουσία την απάντηση στα ερωτηματικά που είχα παλιότερα για το αν αισθανόταν το ίδιο με μένα. Κι όντως έτσι ήταν. Αισθανόταν πολλά πράγματα για μένα αλλά τον κρατούσε η σκέψη του τι θα πει ο Γιάννης, πως θα αντιδράσει ο Γιάννης και μη μας παρεξηγήσει ο Γιάννης. Όχι! Δεν θα άφηνα τον αδερφό μου να αμφισβητήσει αυτό που νοιώθαμε εγώ κι ο Στράτος μεταξύ μας. Ήθελα να ζήσω αυτή την σχέση με όλο μου το είναι. Θα πάλευα και για τους δύο. Δεν θα άφηνα να μας επηρεάσει τίποτε. Ήξερα ότι θα ήταν δύσκολη η προσπάθεια, αλλά έπρεπε.
Έκατσα στο γραφείο μου και άρχισα να του γράφω τις αποφάσεις μου. Την λύση που ήθελε να του δώσω, για να ξεφύγουμε απ’ τα διλλήματα:

«Αγαπημένε μου Στράτο…».









Κεφάλαιο 27

25. Το πρώτο του γράμμα!




Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, τα αυγά και τα πασχάλια αλλά και την ορθογραφία μου, γι’ αυτό μη με παρεξηγείς.
Μαρινάκι και μωράκι γεια σου, τη κάνεις; Έλαβα και τα δύο γράμματα σου. Ευχαριστώ για τα βριξίδια που μου έχωσες, αλλά δεν τα αξήζω, αφού να φανταστείς δεν έχω πάρει τηλέφωνο τον Γιάννη. Οπότε κατάλαβες.
Τώρα βρίσκομαι στα μαγειρία υπηρεσία και η υπηρεσεία εδώ είναι εβδομαδιέα δηλ. από Παρασκευή σε Παρασκευή. Και έχωντας υπηρεσία εδώ πιάνεις από τις 6 παρά και τελειώνεις 12 το βράδυ. Τώρα και μετά από μια γερή λάντζα, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω και αυτό διακεκομένο.
Την Πέμπτη η μοίρα φεύγει για άσκηση και ίσως πάω κι εγώ μαζί. Α! Τώρα που το θυμήθηκα, θα πας απ’ το μαγαζί μου ή από το σπίτι και θα πάρεις την φωτό που έχω βγάλει με τα γυαλιά και την στολή εξόδου. Κατάλαβες; Αν δεν σου δίνει η μάνα μου, πες της ότι σου είπα εγώ. Ο.Κ.;
Άντε παραπονιάρικο σου έγραψα και εγώ και δεν σε έχω ξεχάσει
Άντε καθήκη μη νευριάσω τώρα. Όσο γι’ αυτό που μου γράφεις που γνώρισες, πρόσεχε μην είναι τίποτα σκάρτο κι αυτό το λέω γιατί τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να τους προσέχουμε.
Κατά τ’ άλλα πάω καλά. Από γυναίκα τίποτα, γιατί τηρώ την παροιμία που λέει «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι και NIKE» Χα! Χα!
Ωχ! Ωχ! Ο μάγειρας.
Μωράκι μου σε αφήνω.
Σε αφήνω’ στο επόμενο γράμμα που θα είναι λίαν συντόμος, θα σου γράψω και τα τηλέφωνα να ακούσουμε και τη φωνούλα σου.

KISS, KISS, KISS IN YOUR ΣΤΟΜΑ.



Πετούσα απ’ την χαρά μου! Είχε περάσει τόσος καιρός κι ενώ εγώ του έστελνα γράμματα εκείνος δεν έλεγε να μου γράψει ούτε μια σειρά. Άρχισα να αισθάνομαι εντελώς ανόητη που ήθελα να του γράφω τακτικά και να μην παίρνω καμιά απόκριση απ’ τον ίδιο. Δεν ήξερα καν αν ερχόταν να δει του γονείς του και την αδερφή του ή τους φίλους του. Είχαν περάσει περίπου δύο μήνες. Μετρούσα τις ώρες και τις μέρες κι εγώ βρισκόμουν σε μια απόγνωση άνευ προηγουμένου. Είχαν περάσει κι οι γιορτές των Χριστουγέννων και τελικά δεν υπήρξε ούτε ένα ‘χρόνια πολλά’ γραμμένο απ’ τον ίδιο σε κάποιο έστω χασαπόχαρτο! Είχε βάλει ‘χι’ στην ύπαρξή μου. Και προσπαθούσα να το ξεχάσω με την δουλειά. Δεν έτρωγα και πάλι και κρατιόμουν με τα δυναμωτικά αναψυκτικά και με λίγο ψωμοτύρι. Η υπερκόπωση είχε χτυπήσει κόκκινο. Πήγαινα τακτικά στο ταχυδρομείο και κοιτούσα αν στην θυρίδα μου είχε κάνα γράμμα απ’ τον Στράτο και απογοητευόμουν που όσοι φάκελοι έβρισκα δεν ήταν κανένας δικός του.
Εκείνο το μεσημέρι όντας τρομερά κουρασμένη πήγα και πάλι στο Ταχυδρομείο με βαριά καρδιά γνωρίζοντας τι θα βρω στην θυρίδα μου. Άρπαξα τους φάκελους, τους πέταξα στην τσάντα μου και πήγα σπίτι μου. Ο τηλεφωνητής δεν είχε καταγράψει κανένα μήνυμα. Και τι να καταγράψει; Εκείνη την ημέρα για τεχνικούς λόγους το ραδιόφωνο δεν λειτουργούσε. Ήταν μέρα συντήρησης των μηχανημάτων κι έτσι η μετάδοση θα ξεκινούσε αργά το απόγευμα.
Δεν είχα διάθεση να πάω να δουλέψω στο ραδιόφωνο και ειδοποίησα πως ότι ήταν να ετοιμάσω θα το έκανα στο σπίτι και θα περνούσα αργά το απόγευμα για να ασχοληθώ με το μοντάζ κάποιων ρεπορτάζ.


Έβγαλα τους φακέλους απ’ την τσάντα κι ενώ ήταν λογαριασμοί ο ένας ξεχώριζε: ήταν ένας μικρός κλασικός φάκελος αλληλογραφίας και τα γράμματα του αποστολέα ήταν μικρά που σε απόσταση έδειχναν ορνιθοσκαλίσματα αλλά από κοντά έδειχναν ότι το χέρι του αποστολέα είχε μια καλλιγραφική τάση. Χαμογέλασα και μύρισα τον φάκελο. Δεν είχε το άρωμα του. Παρά μόνο την μυρωδιά καπνού. Ο Στράτος προφανώς επηρεασμένος απ’ το τελευταίο μου γράμμα αποφάσισε να μου απαντήσει. Δεν μου άρεσε να του γράφω συνεχώς εγώ, να μαθαίνει τα πάντα κι εκείνος να μην αποφασίζει να γράψει δυο σειρές. Σχεδόν τον είχα αποπάρει στο τελευταίο μου γράμμα. Δεν είχα τίποτε από αυτόν. Ούτε γράμμα του ούτε φωτογραφία του, τίποτε. Φερόμουν σαν παιδούλα στην κυριολεξία και αρνιόμουν να καταλάβω πως προσπαθούσα να επικοινωνήσω με φαντάρο που ήταν χαμένος στον κόσμο του και που το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να μου στείλει απάντηση. Και ειδικά όταν αυτός ο φαντάρος είναι ο Στράτος.
Η ορθογραφία του ήταν απίστευτη! Σκέφτηκα για μια στιγμή να βγάλω φωτοτυπία το γράμμα του και να κάνω τις διορθώσεις με κόκκινο στυλό. Το μετάνιωσα. Ήταν μεγάλη ανοησία να το κάνω. «Δεν φτάνει που αποφάσισε τελικά να σου στείλει γράμμα, σε ενοχλεί κι η ορθογραφία του» σκέφτηκα και γέλασα. Τα νέα του ήταν σύντομα και περιεκτικά και υπήρχε αυτή η απόσταση φιλίας μεταξύ μας. Κάτι που δεν ήθελα, αλλά αν του είχα αναφέρει για τον Δημήτρη ήταν γιατί δεν ήθελα να νοιώθει πως πιέζω την κατάσταση που είχε προκύψει μεταξύ μας. Ήθελα να νομίζει ότι προχωρούσα, ότι έκανα βήματα στην ζωή μου. Ενώ εκείνος ήταν μόνος. Και με πονούσε. «Αχ να ήμουν εκεί δίπλα σου καρδιά μου» σκεφτόμουν κι αναστέναζα κι ένας γλυκός πόνος με μαράζωνε.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ καλός στα λόγια. Έστελνε που και που κάνα γράμμα στο ραδιόφωνο και τα λόγια του ήταν τόσο ρομαντικά που με ταξίδευαν. Αλλά αυτό το ταξίδι δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που είχα ζήσει κοντά στον Στράτο. Το μυστήριο του τι μας συμβαίνει με είχε συνεπάρει και δεν μπορούσα να το ανταλλάξω με τίποτε. Η αγκαλιά και τα τρυφερά φιλιά του δεν μπορούσαν αν αντικατασταθούν από τα όμορφα λόγια και τις μαγικές εικόνες που έπλαθε στα γράμματά του ο Δημήτρης. Που όταν τα διάβαζα νόμιζα πως τα ζούσα με τον Στράτο.
Και τι μου γράφει; Να περάσω απ’ το μαγαζί ή το σπίτι του και να ζητήσω φωτογραφία του; «Αχ! Βρε Στράτο! Πώς να κάνω κάτι τέτοιο; Από κι ως που εγώ να εμφανιστώ μπροστά στους δικούς σου και να τους ζητήσω φωτογραφία;» σκεφτόμουν. Πως αλήθεια να έκανα κάτι τέτοιο; Περίμενα να μου έστελνε φωτογραφία του ο ίδιος κι όχι να την ζητιανέψω απ’ τους δικούς του. Δεν γινόταν, δεν είχα το θάρρος. Δεν το έκανα.
Του έγραψα αμέσως. Πίστευα πως τα γράμματα μου τον συντρόφευαν τα βράδια που ξάπλωνε να κοιμηθεί αποκαμωμένος απ’ τις ασκήσεις και τις αγγαρείες:
«Αγαπημένε μου Στράτο….»…




Κεφάλαιο 26

24. Ο Δημήτρης.



- Μαρίνα πριν πας στο γραφείο σου έρχεσαι να πάρεις τα μηνύματά σου; Μου ζήτησε η Κατερίνα στην ρεσεψιόν, μόλις μπήκα στο ραδιόφωνο βιαστική σχεδόν.
Ως συνήθως κατέφθασα και πάλι βιαστική και καταϊδρωμένη για να ετοιμάσω τα ρεπορτάζ για το μεσημέρι.. Μηνύματα; Τα μηνύματα για μένα σπάνιζαν και συνήθως είχαν να κάνουν με παρατηρήσεις για την εκπομπή μου ή με παραγγελίες τραγουδιών. Αν και ποτέ δεν ζητούσα αυτού του τύπου την επικοινωνία μιας κι όλα ήθελα να γίνονται μόνο κατά την διάρκεια της εκπομπής. Παρέλαβα τα μηνύματά μου και έριξα μια προσεκτική ματιά. Ήταν τελικά όπως το φανταζόμουν. Ο Γιώργος από απέναντι απ’ το γραφείο με παρατηρούσε που διάβαζα τα μηνύματά μου προσεκτικά.
- Α! Μαρίνα! Έχεις κι αυτό εδώ. Μου ξαναείπε η Κατερίνα και γύρισα πίσω και παρέλαβα το επιπλέον μήνυμα.
Ήταν του Δημήτρη. Ήταν σημειωμένος ένας αριθμός τηλεφώνου και οι ώρες τις οποίες μπορούσα να τον βρω και με κεφαλαία γράμματα και υπογραμμισμένη ήταν η λέξη: ΕΠΕΙΓΟΝ. «Ναι καλά! Έχουμε κι εμείς επείγουσες δουλειές» σκέφτηκα και χαμογέλασα στον Γιώργο αιφνιδιάζοντάς τον. Προφανώς δεν είχε καταλάβει ότι τον είχα πιάσει που με παρατηρούσε. Ευχαρίστησα την Κατερίνα και προχώρησα πια βιαστικά στο γραφείο μου. Άφησα την τσάντα μου, τα μηνύματα μου και το παλτό μου και πήρα ότι ήταν απαραίτητο για να κάνω την δουλειά μου στο προντάξιον.
Την ώρα που εγώ έβαζα κι έβγαζα τις κασέτες, που έκοβα κι έραβα τα λόγια κι ανεβοκατέβαζα τα ποτενσιόμετρα στην κονσόλα για τον ήχο, εισέβαλε στο στούντιο ξαφνικά ο Γιώργος. Μου χαμογέλασε και δεν μου μίλησε. Όσο εγώ έκανα την δουλειά μου αυτός τάχα κοίταζε να βρει έναν δίσκο. Κάτι δεν μου κολλούσε εμένα εδώ με την εμφάνιση του την ξαφνική. Και ξαφνικά η ενδοεπικοινωνία στο τηλέφωνο στο στούντιο χτυπά. Φαντάστηκα ότι θα ήταν για τον Γιώργο, αλλά τελικά όπως μου είπε η Κατερίνα ήταν για μένα. Της ζήτησα να μη μου δώσει άλλα τηλέφωνα αν με ζητούσαν γιατί ήμουν ήδη πνιγμένη με την δουλειά και δεν είχα χρόνο. Μόνο αν ήταν κάτι εξαιρετικά επείγον κι είχε να κάνει με θέμα για ρεπορτάζ. Στην γραμμή στην αναμονή ήταν ο Δημήτρης:
- Επιτέλους σε ακούω! Φώναξε χαρούμενος ο Δημήτρης.
Εγώ εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να δείξω τον ίδιο ενθουσιασμό. Δεν είχα διαθέσιμο χρόνο για χαρούλες.
- Δημήτρη, επειδή πνίγομαι αυτή την στιγμή, δεν μπορώ να σου μιλήσω. Δεν έχω χρόνο και πρέπει να ετοιμάσω κάποια ρεπορτάζ που πρέπει να παραδώσω αμέσως.
Του είπα πριν συνεχίσει να μου λέει τα δικά του. Δεν μπορούσα τις πιέσεις σε ανυποψίαστο χρόνο. Εδώ ένοιωθα να με πιέζει η παρουσία του Γιώργου που επέμενε να ψάχνει τους είκοσι δίσκους που ήταν παρατημένοι στο πάτωμα λες και έψαχνε μέσα στο απόλυτο χάος!
- Κοίτα ήθελα, εάν μπορείς κι εσύ…
- Δημήτρη σου είπα έχω πολύ δουλειά. Πάρε με σε καμιά ωρίτσα.
- Ναι, μα…
- Γεια Δημήτρη!
Δεν άντεχα άλλο αυτό το στρίμωγμα αυτού του ανθρώπου. Δεν ήξερα καν πως ήταν, την μορφή του ποτέ δεν την είχα δει κι επέμενε. Τα τηλεφωνήματα του τελευταία είχαν γίνει πολύ επίμονα. Γινόταν απίστευτα κουραστικός και ειδικά όταν τηλεφωνούσε τις ώρες που εγώ βρισκόμουν στο προντάξιον. Απ’ την άλλη δεν τολμούσα να του ζητήσω να σταματήσει να τηλεφωνεί. Πίστευα πως με την αγένεια που θα του έδειχνα θα καταλάβαινε πως γινόταν φορτικός και θα ελάττωνε κάπως τις κλήσεις του. Ήταν η πρώτη φορά που του έκλεινα το τηλέφωνο. Ακόμη κι όταν έκανα εκπομπή θα τηλεφωνούσε καμιά δεκαριά φορές. Είχα αναφέρει και στον Στράτο την περίπτωση του Δημήτρη, αλλά δεν του είχα γράψει πολλά για αυτόν. Τι να του γράψω άλλωστε; Πώς να γράψεις περισσότερα για έναν άνθρωπο που δεν έχεις δει ποτέ και που δεν έχεις πιει έστω έναν καφέ μαζί του για να καταλάβεις έστω και για λίγο τι καπνό φουμάρει! Κι απ’ την άλλη δεν ήθελα να απογοητεύσω τον Στράτο για μια γνωριμία διά τηλεφώνου που ήρθε απ’ το πουθενά και που είχε γίνει τελευταία ένας ενοχλητικός βραχνάς και τροφή για σχόλια στους κουτσομπόληδες του ραδιοφώνου.
- Συγγνώμη που σε ενόχλησα, αλλά έψαχνα αυτόν τον δίσκο.
Άκουσα ξαφνικά τον Γιώργο να πετάγεται με το που κατέβασα το ακουστικό του τηλεφώνου. Τον κοίταζα που έβγαινε απ’ το προντάξιον χαμογελώντας μου. Εκεί που νόμιζα ότι παλιά ήμουν αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί του τώρα πια δεν ένοιωθα το παραμικρό. Η παρουσία του καμιά φορά γινόταν απίστευτα εκνευριστική, γιατί ήθελε να την δηλώνει. Γιατί ήταν πολύ εγωιστής να δεχτεί από κάποια γυναίκα την απόρριψη, από μια γυναίκα που τον είχε σαν Θεό! Το σίγουρο είναι ότι δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που με είχε αλλάξει και φυσικά δεν είχα σκοπό να αναφέρω σε κανέναν για το ποιος ήταν η αιτία που έγινα πιο δυνατή και πιο αποφασιστική.
Συνέχισα ανενόχλητη την δουλειά μου κι όταν επιτέλους τελείωσα παρέδωσα τα ρεπορτάζ στον αρχισυντάκτη. Δεν πρόλαβα να καθίσω και να μαζέψω τα μηνύματά μου και να κάνω κάποια προετοιμασία για την εκπομπή μου το απόγευμα και η ενδοεπικοινωνία του τηλεφώνου στο γραφείο μου χτύπησε. Η Κατερίνα με ειδοποιούσε ότι ήταν ο ίδιος που με ζητούσε και πριν μια ώρα περίπου. Κατάλαβα. Ο Δημήτρης.




- Επιτέλους! Σου πέρασε; Με ρώτησε.
Να που αρχίσανε κι οι εξυπνάδες. Ο Νίκος πήρε τις ειδήσεις και τα ρεπορτάζ και πήγε στο στούντιο για το μαγκαζίνο κι έκλεισε την πόρτα του δημοσιογραφικού ώστε να μιλήσω με την ησυχία μου. Ο δε Γιώργος με το που είδε ότι σήκωσα το ακουστικό άρχισε τα συνεχή πάνω κάτω στον διάδρομο έξω απ’ την αίθουσα χαζεύοντας εμένα απ’ την τζαμαρία!
- Ορίστε; Ρώτησα τον Δημήτρη γιατί δεν μου άρεσε το υφάκι του.
- Δεν ήθελα να σε εκνευρίσω νωρίτερα!
Άλλαξε αμέσως την συμπεριφορά του κι έγινε πιο ευγενικός.
- Σου εξήγησα πως είχα δουλειά. Ο χρόνος μέχρι το μεσημέρι είναι ο πιο γεμάτος για το ραδιόφωνο και δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια για διάλλειμα. Κι αυτό θέλω να το δεχτείς.
- Χίλια συγγνώμη δεν είχα πρόθεση να σε αποσπάσω απ’ την δουλειά σου. Απλά ήθελα –αν βέβαια έχεις το χρόνο και θέλεις- να κανονίζαμε να βγαίναμε για εκείνον τον καφέ!
Χαμογέλασα για την πρόταση του που του είχε γίνει σχεδόν εμμονή. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν τα παρατούσε απ’ την στιγμή που εγώ προσπαθούσα να τον αποφύγω.
- Αχ Δημήτρη! Ο χρόνος μου είναι τόσο περιορισμένος που όταν μου μένει λίγος ελεύθερος προτιμώ να ξεκουράζομαι.
- Και δεν υπάρχει έστω και λίγος για ένα καφέ να τα πούμε; Θα ήθελα να μιλήσουμε.
- Και τι έχουμε να πούμε; Ρώτησα τάχα μου αφελέστατα.
- Είναι κάποια πράγματα που θα ήθελα να συζητήσω μόνο μαζί σου.
Δεν καταλάβαινα ποιο ακριβώς ήταν το σκεπτικό του, αλλά δεν είχα καμία απολύτως διάθεση να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή του.
- Και δεν γίνεται να τα πούμε τώρα; Του πρότεινα.
- Όχι απ’ το τηλέφωνο. Θα ήθελα την γνώμη σου για κάτι που με απασχολεί πολύ καιρό.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε στο μυαλό του, αλλά δεν θα του έκανα το χατίρι.
- Δημήτρη δεν μπορώ να κάνω κάτι. Δεν έχω ελεύθερο χρόνο, λυπάμαι!
- Καλά δεν θα επιμείνω για την ώρα. Απλά θέλω να το σκεφτείς κι όποτε μπορέσεις θα ήθελα να βρεθούμε.
Χαμογέλασα κι ευτυχώς που δεν ήταν εκεί να με δει. Το ‘χε βάλει σκοπό να με βασανίσει μέχρι να του πω το ‘εντάξει’.
Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η θέση μου ήταν πολύ λεπτή ώστε να αρχίσω να βγαίνω με ακροατές μου. Ποιος ρισκάρει την φήμη του για μια πρόσκληση που ίσως αποσκοπεί κάπου κι ίσως αυτό φέρει αρνητικά αποτελέσματα; Κι ειδικά όταν ζεις σε μια μικρή πόλη, τα πάντα ρέουν σε χρόνο ρεκόρ.
Αποχαιρέτησα τον Δημήτρη χωρίς να του υποσχεθώ κάτι. Στεκόμουν εκεί ακουμπισμένη στην άκρη του γραφείου μου και σκεφτόμουν …τον Στράτο! Πως ήταν δυνατόν να βγω με τον Δημήτρη, ενώ ήθελα να είμαι με τον Στράτο. Και γιατί να φάω την ώρα μου σε έναν καφέ απ’ την στιγμή που ήθελα να πάω στο σπίτι και να γράψω στον Στράτο;

Κεφάλαιο 25

23. Γράψε μου!




Είχαμε μπει στον Νοέμβρη. Δεν καταλάβαινα πως περνούσαν οι μέρες. Ένοιωθα ότι δεν είχα άλλο σκοπό στην ζωή μου παρά μόνο να δουλεύω. Είχα πέσει με τα μούτρα τελευταία. Καμιά φορά η υπερκόπωση μου έδινε σήματα, ώστε αν δεν χαλάρωνα λίγο δεν με έβλεπα καλά. Ίσως να ήταν και αυτοτιμωρία. Ενώ ήξερα τι ήταν σωστό και τι έπρεπε να υπολογίζω, άφηνα τα συναισθήματα μου να με κυριεύουν και να πέφτω στην παγίδα τους. Οι προϊστάμενοι μου είχαν χάσει πάσα ιδέα με μένα. Ήταν αρκετές οι φορές που ο αρχισυντάκτης μου ζητούσε να πάρω μια μέρα ρεπό για να ανακτήσω δυνάμεις. Δεν ήθελα να ακούω για ρεπό. Μου άρεσε η δουλειά μου, είχα δικτυωθεί αρκετά καλά και η δε εκπομπή μου ήταν πια απ' τις πιο δημοφιλής. Αν δεν είχα να τρέξω για ρεπορτάζ χαλάρωνα μόνο με την προετοιμασία της εκπομπής μου. Ο κυριότερος λόγος που αφοσιωνόμουν τόσο πολύ ήταν ότι δεν ήθελα να σκέφτομαι. Ήταν ένας τρόπος να ξεχνάω ότι η καρδιά μου έχει ένα τεράστιο κενό. Απ' το δημοσιογραφικό πάλι μείναμε δύο: εγώ κι ο Νικόλας. Οι άλλοι δύο είχαν πάρει το υπόλοιπο των αδειών τους. Στην ουσία ήμουν μόνη μου, γιατί ο Νικόλας είπαμε ότι δούλευε ανεξάρτητα! Ο δε Μάνος σαν προϊστάμενος του δημοσιογραφικού προσπαθούσε να εκτελέσει τα χρέη του αρχισυντάκτη όσο καλύτερα μπορούσε, αν και δεν ήταν στον χαρακτήρα του γιατί προτιμούσε να τα έχει όλα έτοιμα και να δίνει εντολές. Συνήθως προτιμούσε να ενισχύει το μεσημεριανό μαγκαζίνο απ' τα ρεπορτάζ που είχε στην πρωινή εκπομπή του. Από εκεί έκοβε δυο - τρεις ατάκες, έγραφε ένα κείμενο και μου τα παρέδιδε για να τα βάλω στην θεματολογία του μαγκαζίνο. Κι έπειτα εξαφανιζόταν. Έπαιρνε τον χαρτοφύλακά του έχοντας μονίμως ένα τσιγάρο στο στόμα, έβαζε την καμπαρτίνα του και …Λούης!
Έτρεχα όλη την ημέρα σαν το Βέγγο για να τα προλάβω όλα. Ειδήσεις και γεγονότα. "Ένας καλός δημοσιογράφος δεν έχει ποτέ ελεύθερο χρόνο" μου τόνιζαν. Αυτό το έκαναν γιατί συνήθως οι έξτρα 'δημοσιογραφικές' τους υποχρεώσεις δεν ήταν άλλο από τα κρυφά ραντεβού με τις ερωμένες τους. Ενώ οι οικογένειες τους πίσω είχαν την εντύπωση πως εργάζονταν σκληρά. Τέτοιο κέρατο πια! Κι εγώ θα έπρεπε να τους δικαιολογώ. Ήμουν διακριτική και δεν ήθελα να ασχολούμαι με τα προσωπικά τους. Ήταν θέμα δικό τους, αλλά θεωρούσα απαράδεκτο το γεγονός να εκμεταλλεύονται καμιά φορά την δική μου διάθεση για δουλειά για να κάνουν αυτοί τις τσιριμόνιες τους! Επιπλέον απ' το πουθενά είχα να διαπραγματεύομαι και με τον Δημήτρη. Ήταν ένας απ' τους πιο φανατικούς ακροατές μου ο οποίος είχε βαλθεί με τα τηλεφωνήματά του να με ενοχλεί και να με πιέζει να βγούμε για καφέ. Δεν μου άρεσε να κάνω αυτού του είδους τις κινήσεις. Του ξεκαθάριζα συνέχεια ότι όποιος ακροατής επιθυμεί να γνωρίσει κάποιον παραγωγό έχει το ελευθέρας να περάσει απ' το ραδιόφωνο. Αυτός το αρνιόταν πεισματικά και επέμενε να βγούμε και να με κεράσει καφέ και να τα πούμε. Τι διάολο πια;







Με τον Στράτο δεν είχαμε καμιά επικοινωνία. Ποτέ δεν μου έστειλε κάποιο γράμμα που να μου λέει τι κάνει και πως περνάει έστω. Από τον Ηλία -όταν τον συνάντησα τυχαία- έμαθα ότι μετά την ορκωμοσία του παρέμεινε στο Μεγάλο Πεύκο στο Κέντρο Εκπαίδευσης. Ότι ήταν αρκετά χωμένος στο πρόγραμμα του στρατού κι ότι αφού επέλεξε τις Ειδικές Δυνάμεις, ο ελεύθερος χρόνος που του παρέμενε ήταν χρόνος μόνο για ξεκούραση και ύπνο και για τίποτε άλλο. Δεν μπορούσα να τα πολυκαταλάβω αυτά τα στρατιωτικά! Ήθελα να μάθαινα τα νέα του από πρώτο χέρι. Δεν τολμούσα όμως να τηλεφωνήσω στους γονείς του έστω στο καθαριστήριο για να μάθω περισσότερα. Υπήρχαν στιγμές που η μορφή του ήταν κολλημένη στο μυαλό μου και ήθελα να ξέρω αν ήταν καλά. Πνιγόμουν! Και γι' αυτό ξεσπούσα στην δουλειά μου. Ξεπατωνόμουν όλη την ημέρα και το βράδυ γυρνούσα στο διαμέρισμά μου αποκαμωμένη.
Ο τηλεφωνητής μου όσες φορές και αν τον έλεγχα δεν έλεγε να καταγράψει κάποιο μήνυμά του. Ένοιωθα τόσο απογοητευμένη. Τι σκατά έψαχνα; Γιατί δεν έπαυα να τον σκέφτομαι, αφού όλα ήταν πια περασμένα ξεχασμένα; Του ήμουν εντελώς αδιάφορη, γιατί δεν έκανα το ίδιο; Τι νόημα έχει να βασανίζω το κεφάλι μου για αυτόν;
Ήταν ήδη απόγευμα και γυρόφερνα μέσα στο ψυχρό δυαράκι μου. Ήταν η πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό που ο Μάνος γύρισε και μου είπε να ξεκουμπιστώ απ' το δημοσιογραφικό γιατί είχε βαρεθεί να με βλέπει και είχε αναθέσει όλη την δουλειά στον Νικόλα. Ο Νικόλας ακούγοντας την απόφαση του Μάνου ξίνισε και τσίνησε συγχρόνως, διαμαρτυρόμενος που ο ίδιος ο διευθυντής ξεχνούσε το τυπικό της συνεργασίας τους! Είχε τα νεύρα του ο διευθυντής μας: έδιωξε εμένα με μιας μέρας ρεπό και διαολόστειλε τον Νικόλα να πάει να κάνει την δουλειά κατά πως πρέπει και να ετοιμάσει τα θέματα για το μαγκαζίνο. Καθόμουν λοιπόν μες το σπίτι μου και τι έκανα; Νωρίτερα είχα επισκεφθεί τους γονείς μου, αλλά δεν μπορούσα να είμαι όλη την ημέρα μες τα πόδια τους. Γύρισα στο σπίτι μου και γυρόφερνα σαν την άδικη κατάρα. Έκανα κάποιες δουλειές που έπρεπε να γίνουν, αλλά και πάλι δεν ήμουν στα καλά μου. Στο ρολόι τοίχου οι δείκτες ήταν λες και είχαν κολλήσει. Συνεχώς τηλεφωνούσα στο 141 για να βεβαιωθώ για την ώρα. Μου φαινόταν ότι ο χρόνος είχε κολλήσει εκεί στην ίδια ώρα και δεν έλεγε να προχωρήσει. Έβαλα στο στέρεο να ακούσω κάποιους νέους δίσκους αλλά βαρέθηκα. Τηλεφώνησα στην κολλητή μου την Πένυ να της κάνω επίσκεψη και μου είπε ότι δεν γινόταν γιατί είχε άρρωστη την κόρη της και είχε να πάει στον παιδίατρο το απόγευμα. Έκατσα στο γραφείο μου και τακτοποίησα όλα μου τα χαρτιά και έπιασα ξάφνου τον εαυτό μου να ζωγραφίζει το όνομα του Στράτου. Μα τι διάολο έπαθα; Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει; Ούτε με τον Γιώργο έκανα έτσι. Τράβηξα το χαρτί απ' το σημειωματάριο και το πέταξα στο καλαθάκι κάτω απ' το γραφείο μου. Το τηλέφωνο ξαφνικά χτύπησε. "Μακάρι να είναι απ' την δουλειά. Μακάρι να υπάρχει φόρτος εργασίας και να με θέλουν" σκέφτηκα και σήκωσα αμέσως το ακουστικό:
- Μαρίνα;
Μια αντρική φωνή ακούστηκε να με καλεί. Για μια στιγμή δεν την αναγνώρισα:
- Ακούω!
Φαντάστηκα πως θα ήταν ο Θοδωρής απ' την ρεσεψιόν:
- Ο Στράτος είμαι!
Μαζεύτηκα! Ένοιωσα να τρέμω και παραλίγο να μου φύγει το ακουστικό απ' το χέρι απ' την στιγμιαία παράλυση που νόμιζα πως ένοιωσα:
- Στράτο; Που είσαι;
Ρώτησα αμέσως περιμένοντας να ακούσω πως είχε έρθει με άδεια και ήθελε να με δει:
- Σου τηλεφωνώ απ' την Ρόδο!
- Τι κάνεις εκεί;
Απογοητεύτηκα όσο δεν γίνεται περισσότερο. Διαγράφηκε με μιας η χαρά μου πως ίσως τον έβλεπα, πως ίσως μου παρουσιαζόταν ξαφνικά στην πόρτα του σπιτιού μου.
- Εδώ με μετέθεσαν.
- Α! Δεν ήξερα! Είναι καλά εκεί;
Τι να ρωτήσω πια; Άρχισα τις γνωστές ερωτήσεις που κάνει κανείς σε έναν φαντάρο.
- Εντάξει! Στρατός είναι, δεν είναι κολλέγιο! Συγγνώμη αν καθυστέρησα να σου τηλεφωνήσω, αλλά μας είχαν πεθάνει στην εκπαίδευση τους νεοσύλλεκτους. Εσύ; Πες μου τα νέα σου. Είσαι καλά;
"Όχι δεν είμαι καλά και μου λείπεις πάρα πολύ" σκέφτηκα να του πω:
- Εντάξει! Τρέχω με την δουλειά.
- Χαίρομαι! Μου λείπεις. Μακάρι να έπιανε ο σταθμός εδώ κάτω να σε ακούω τουλάχιστον. Να 'ξερες πόσο μου λείπεις!
Δάκρυσα. "Αχ και να ήξερες το πόσο μου λείπεις εσύ. Δεν ανασαίνω το ίδιο με σένα μακριά μου".
- Κι εμένα μου λείπεις! Θα πάρεις άδεια να σε δούμε;
- Θα πάρω αλλά δεν ξέρω πότε. Να ξέρεις μόνο ότι όταν έρθω με άδεια, θα είσαι η πρώτη που θα δω. Να με περιμένεις!
"Θα σε περιμένω καρδιά μου, ακόμη κι αν είμαι η τελευταία που θα δεις" σκέφτηκα όταν άκουγα την φωνή του να μου χαϊδεύει το αυτί μου! Απ' την μια χαιρόμουν που μου ζητούσε κάτι τέτοιο, αλλά αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να αλλάξει στην ζωή μου ώστε να τον περιμένω; Δεν είχε κάνει κανένα βήμα πριν παρουσιαστεί στον στρατό και θα το έκανε τώρα; Ή μήπως είχε τον χρόνο να σκεφτεί καλύτερα εκεί για ότι ζήσαμε και ήθελε να μου δείξει πόσο πολύ με νοιαζόταν;
Τον ρώτησα αν ίσχυε η πρότασή μου να αλληλογραφούμε. Αν τον ενδιέφερε και είχε διάθεση να μου γράφει. Ήταν πολύ χαρούμενος όταν του το υπενθύμισα και μου έδωσε αμέσως την διεύθυνσή της μονάδας του. Δεν συνεχίσαμε να μιλάμε περισσότερο. Κλείσαμε αμέσως γιατί τηλεφωνούσε απ' το Κ.Ψ.Μ. και περίμεναν είπε κι άλλοι να τηλεφωνήσουν.
Άφησα το ακουστικό στην βάση του και το κοιτούσα. Συνέβη αλήθεια; Αλήθεια μου τηλεφώνησε ή απλά το ονειρεύτηκα; Η διεύθυνση της μονάδας του στο σημειωματάριο μου επιβεβαίωνε ότι δεν ήταν όνειρο.
Χωρίς άλλες σκέψεις έκατσα αμέσως να του γράψω το πρώτο γράμμα. Σίγουρα θα ένοιωθε μόνος εκεί κάτω χωρίς κάποιον φίλο κοντά. Τώρα πια είχα κάτι να γεμίσω τον χρόνο μου. Θα του έγραφα τα νέα μου και γενικότερα τα νέα της πόλης. Να πάρει έστω μια γεύση για το πώς συνεχίζεται η καθημερινότητα εδώ.






Το γράμμα το έλαβε αλλά απάντηση ποτέ δεν μου έστειλε. Πήγαινα τακτικά στο ταχυδρομείο κοίταζα την θυρίδα μου και δεν έβρισκα τίποτε άλλο παρά μόνο την κλασική μου αλληλογραφία με δύο πολύ καλούς φίλους, τον Βαγγέλη και την Γιωργία. Δεν άργησε όμως η μέρα που μου τηλεφώνησε και πάλι και το χάρηκα:
- Μαρίνα το έλαβα το γράμμα σου. Αλλά συγγνώμη που δεν σου απάντησα δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος. Είμαι στην κυριολεξία στην πίεση. Δεν προλαβαίνω να καθίσω και με τρέχουν σε αγγαρείες.
- Μα… ούτε δυο λέξεις; Ότι είσαι καλά έστω;
Δεν μου αρκούσε που μου τηλεφωνούσε είχα κι απαίτηση να μου γράψει!
- Ούτε μία. Δεν υπάρχει χρόνος κι όταν υπάρχει πέφτω εξαντλημένος για ύπνο. Αν θες ξαναστείλε μου εσύ. Μου αρέσει να μαθαίνω τι γίνεται εκεί. Μη μου κρατάς κακία.
Δεν του το αρνήθηκα. Είχε χρησιμοποιήσει το γλυκό ύφος που χρησιμοποιεί αν θέλει να του κάνουμε χάρες κι αυτό το ύφος με τρέλαινε! Γιατί να του κρατήσω κακία άλλωστε; Δεν μπορούσα. Μέρα με την μέρα πια συνειδητοποιούσα ότι τον ερωτευόμουν όλο και περισσότερο. Και μου άρεσε να του γράφω.
Αν και πνιγόμουν στην δουλειά, θα του έγραφα και πάλι. Δεν ήθελα να του πω πως υπήρχαν άλλες προτεραιότητες στην δουλειά. Είχε τα δικά του άγχη και δεν έπρεπε να του σπάσω το ηθικό αφού μου ζητούσε επικοινωνία. Θα του έγραφα όταν θα ήμουν στο σπίτι.
Όλη την ημέρα έτρεχα. Ήταν μέρα κινητοποιήσεων κι όλοι οι εργαζόμενοι στις προβληματικές επιχειρήσεις είχαν κλείσει κεντρικούς δρόμους δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην κυκλοφορία της πόλης και έπρεπε να είμαι σε συνεχή ραδιοφωνική επαφή ώστε να ενημερώνω ποιοι δρόμοι είναι ελεύθεροι και κατά που κατευθυνόταν η πορεία των εργαζομένων. Όσο κι αν είχα την τρελή επιθυμία να καθίσω και να του γράψω αμέσως, ήταν αδύνατο. Έπρεπε να είμαι στις επάλξεις μέχρι να τελειώσει η κινητοποίηση και βρει τους ρυθμούς της η πόλη, αλλά κι εγώ. Άλλωστε μετά από όλο αυτό το τρέξιμο θα έπρεπε να ετοιμάσω τα ρεπορτάζ για την επόμενη μέρα. Ο Μάνος ήθελε τις ηχογραφήσεις επάνω στο γραφείο του και τα κείμενα κι έπρεπε να το κάνω. Ευτυχώς που αυτή τη φορά ο Νικόλας ήταν συνεργάσιμος μαζί μου και έτσι μοιραστήκαμε το τρέξιμο.
Σήμερα η μέρα μου φάνηκε πιο λαμπερή. Ίσως επειδή το αναγκαίο πέρασμα μου απ' το σπίτι για να βάλω αθλητικά παπούτσια για τα ρεπορτάζ στην κινητοποίηση, μου επιφύλαξε την έκπληξη όταν ο Στράτος μου τηλεφώνησε. Φίλησα το ακουστικό του τηλεφώνου -όταν κλείσαμε- σαν να φιλούσα τον ίδιο και βγήκα στους δρόμους νοιώθοντας πιο ανάλαφρη και πιο δυνατή!


Kεφάλαιο 24